ὑγιής

English (LSJ)

ὑγιές, gen. Att. ὑγιοῦς; dat. ὑγιεῖ; acc., Ion.
A ὑγιέα Hdt.1.8, etc. (ὑγιᾶ, v.l. ὑγιέα, Hp.Art.33); Att. ὑγιᾶ Th.3.34, Pl.Chrm.155e, al., X.Mem.4.3.13; also ὑγιῆ IG22.1673.42, 42(1).121.38,60,85, 122.109 (Epid., iv B. C.), Pl.Phd. 89d, Lg.857e, cf. IG 14.1014 (ii A. D.), erroneously called un-Attic by Moer.p.375 P., Thom.Mag.p.365 R.: dual ὑγιῆ Pl.Ti.88c: neut. pl. ὑγιᾶ IG22.120.59, Thom.Mag. l.c., but ὑγιῆ in Pl.Lg.684c, 735b, and freq. in Att. inscrr., IG22.120.52, 1541.8, etc.; acc. pl. masc. ὑγιᾶς ib. 12.74.20; but ὑγιεῖς ib.42(1).121.36 (Epid., iv B. C.), 12(5).572.13 (Ceos, iii B. C.), and as fem., E.Ba.948; gen. ὑγιῶν Pl.Lg.735c:—Comp. ὑγιέστερος Epich.154 (with v.l. ὑγιώστερον), Sup. ὑγιέστατος Pl.Grg. 526d; irreg. Comp. ὑγιώτερος in Sophr.34, prob. cj. in Epich. l.c.:—healthy, sound in body, ὑγιέα ποιέειν or ὑγιέα ἀποδέξαι τινά restore him to health, make him sound, Hdt.3.130,134; ὑγιῆ σώματα ἀπεργάζεσθαι Pl.Lg.684c; τὸ ὑγιὲς τοῦ σώματος, opp. τὸ νοσοῦν, Id.Smp.186b, cf. X.Mem.1.3.13; πόλις (opp. φλεγμαίνουσα) Pl.R. 372e: prov., ὑγιέστερος κολοκύντας or ὑγιέστερος ὄμφακος 'sound as a bell', Epich. l.c., Phot.; ὑγιέστερος κροτῶνος or ὑγιέστερος Κρότωνος Men.318, cf. Str. 6.1.12.
2 of one's case or condition, σῶς καὶ ὑγιής = safe and sound, Hdt.4.76, Th.3.34.
3 of things, safe and sound, in good case, of the Hermae, Lys.6.12; of ships, Th.8.107; κόσμος X.Mem.4.3.13; τὸ ἔδαφος καὶ οἱ τοῖχοι Arist.Mir.842a33; σῶν καὶ ὑγιὲς μένειν Pl.Ti. 82b; in good condition, unbroken, πίθοι, κώθων, λίθος, IG12.326.7, 42(1).121.85 (Epid., iv B. C.), 7.3073.32 (Lebad., ii B. C.); πίθοι ὑ., opp. ἀγγεῖα τετρημένα καὶ σαθρά, Pl.Grg. 493e, cf. Cra.440c, Men. 77a (v. infr. 111.1); ἱμάτια POxy.530.20 (ii A. D.); μύλος ὑγιὴς καὶ ἀσινής ib.278.18 (i A. D.).
II sound in mind, Simon.5.4, etc.; φρένες ὑγιεῖς E.Ba.948; virtuous, Pl.Phd. 89d; ἦθος Id.R.409d, etc.; ὡς ὑγιεστάτη ψυχή Id.Grg.526d; as a complimentary epithet, ὑγιέστατον ἀνθύπατον OGI568.6 (Tlos, iii A.D.).
2 of words, opinions, and the like, sound, wholesome, wise, μῦθος ὃς.. νῦν ὑγιής the word which is now fitting, Il.8.524 (the only place where any of this family of words occurs in Hom.); ὑ. δόξαι Pl.R. 584e; εἴ τι ὑ. διανοοῦνται Th.4.22, cf. Pl.Tht.194b; χεῖρας καὶ γνώμην καθαροὶ καὶ ὑγιεῖς IG12(1).789.5 (Lindus, ii A. D.).
3 freq. with a neg., λόγος οὐκ ὑγιής Hdt.1.8; οὐδὲν ὑ. βούλευμα Id.6.100; so in Trag. and Att., ὦ μηδὲν ὑ. μηδ' ἐλεύθερον φρονῶν S.Ph.1006; ἑλικτὰ κοὐδὲν ὑ. E.Andr. 448; οὐδὲν ὑ. διανοουμένων Th.3.75; μηδὲν ὑ. λέγειν E.Ph.201, cf. Ar. Th.636, Pl.274, etc.; φέρειν, ἀσκεῖν, Id.Ach.956, Pl.50; οὐδὲν ὑ. οὐδ' ἀληθὲς ἔχειν Pl.Phd. 69b: also of persons, τὰς οὐδὲν ὑγιές Ar.Th.394; πανοῦργον, ἄδικον, ὑγιὲς μηδὲ ἕν Id.Pl.37: c. gen., οὐδ' ἦν ἄρ' ὑ. οὐδὲν ἐμπύρου φλογός there is nothing sound or good in it, E.Hel.746; φεῦ· ὡς οὐδὲν ἀτεχνῶς ὑ. ἐστιν οὐδενός Ar.Pl.362, cf. 870, Pl.Phd. 90c, Grg. 524e, R.584a, D.18.23, etc.; οὐχ ὑ. οὐδὲν ἔτι λέγω τῶν ὀργίων E.Ba. 262, cf. Cyc.259; ἐπ' οὐδενὶ ὑγιεῖ οὐδ' ἀληθεῖ Pl.R. 603b, cf. Lys.9.4.
4 logically sound, τὸ ὑγιὲς συνημμένον S.E.M.8.118; ὑ. ἀπόδειξις Id.P.1.116, cf. Arr.Epict.2.1.4.
III neut. as adverb, ὑγιὲς φθέγγεσθαι ring sound and clear, opp. σαθρόν, Pl.Tht.179d: also in phrase ἐξ ὑγιοῦς, φροντίζειν ὅπως καὶ τἆλλα γένηται.. ἐξ ὑ. correctly, in order, PTeb.27.60 (ii B. C.); οὐκ ἐξ ὑ. τὰς κτήσεις ποιοῦσιν, i.e. dishonestly, Vett.Val.90.32.
2 regul. Adv. ὑγιῶς, healthily, διάγειν Ath.2.46f; soundly, κρίνειν, φιλοσοφεῖν, Pl.R. 409a, 619d; ὑ. πεπολίτευμαι D.18.298; ὑ. ἀπαγγεῖλαι Plot.4.4.19; ὑγιῶς καὶ πιστῶς = honourably and faithfully, freq. in Pap., POxy.1031.18 (iii A. D.), etc. (Prob. from ὑ-, cf. Skt. su- 'well', and -γιη-, I.-E. γυιψē cf. guiyō in βιῶναι.)

German (Pape)

[Seite 1170] ές, gesund, wohlauf, munter, bei voller Kraft; des Leibes, τὸ ὑγιὲς τοῦ σώματος, im Gegensatz von νοσοῦν, Plat. Conv. 186 b, u. öfter; auch Gegensatz σαθρός, Theaet. 179 d; ὑγιέα ἀποδέξαι, ποιεῖν τινα, gesund machen, Her. 3, 130. 133; σῶν καὶ ὑγιᾶ καταστήσειν, Thuc. 3, 34; – von der Seele; Hom., μῦθος, ein heilsames od. verständiges Wort, Il. 8, 524; λόγος, βούλευμα, Her. 1, 8. 6, 100; ὦ μηδὲν ὑγιὲς μηδ' ἐλεύθερον φρονῶν, Soph. Phil. 994; τὰς πρὶν φρένας οὐκ εἶχες ὑγιεῖς, Eur. Bacch. 946; μηδὲν ὑγιὲς λέγειν, nichts Gesundes, Vernünftiges sagen, Phoen. 209, u. öfter, wie Ar. Th. 636; ὑγιὲς οὐδέν, Ach. 920; Th. 394 u. öfter; u. in Prosa: ὡς οὐδὲν αὐτῶν ὑγιὲς διανοουμένων, Thuc. 3, 75, vgl. 4, 22; πιστὸς καὶ ὑγιής, Plat. Legg. I, 630 b; ἐπ' οὐδενὶ ὑγιεῖ οὐδ' ἀληθεῖ, Rep. X, 603 b; μηδὲν ὑγιὲς λέγοντες μηδὲ ἀληθές, Phaedr. 242 e; εἴ τι νῦν ἡμεῖς ὑγιὲς λέγομεν, Theaet. 194 b, u. öfter; auch adv., εἰ μέλλει ὑγιῶς κρίνειν τὰ δίκαια, Rep. III, 409 a; Folgde; οὐχ' ὑγιές ἐστι τὸ λεγόμενον, Pol. 9, 22, 10; adv., πάντα ταῦτα ὑγιῶς καὶ ἁπλῶς καὶ δικαίως πεπολίτευμαι, Dem. 18, 298. – Ein unregelmäßiger Comparativ ὑγιώτερος wird im E. M. aus Sophron citirt.

French (Bailly abrégé)

ἠς, ές :
acc. sg. -εα, contr. en -ᾱ ou η;
sain :
1 bien portant ; corps sain : ὑγιὲς σῶμα HDT rendre qqn bien portant, rétablir, guérir qqn ; τὸ δῆγμα ὑγιής XÉN guéri de la morsure ; en parl. de choses non endommagé, intact, entier;
2 p. anal. en parl. de l'esprit sain, robuste ; du jugement ou du caractère sain, raisonnable, sage, sensé ; τι ὑγιὲς διανοεῖσθαι THC avoir de bonnes intentions ; οὐδὲν ὑγιὲς φρονεῖν SOPH n'avoir dans l'esprit rien de sensé ; οὐδὲν ὑγιὲς διανοεῖσθαι THC avoir des intentions perfides ; ἐπ' οὐδενὶ ὑγιεῖ PLAT sans raison.
Étymologie: R. Ὑγ, être gros, fort ; cf. ἀέξω, αὔξω, lat. vegeo, vegetus, vigeo, vigor.

English (Autenrieth)

ές: healthful, sound, salutary, wholesome, Il. 8.524†.

English (Abbott-Smith)

ὑγιής, -ές, acc., ὑγιῆ (Attic usually -ιᾶ), [in LXX for חַי, etc.;]
sound, whole, healthy: Mt 12:13 15:31, Jo 5:[4], 6, 9, 11, 14, 15 7:23, Ac 4:10; seq. ἀπό, Mk 5:34; of words, opinions, etc. (as in cl.), metaph., λόγος, Tit 2:8.†

English (Strong)

from the base of αὐξάνω; healthy, i.e. well (in body); figuratively, true (in doctrine): sound, whole.

English (Thayer)

ὑγιες, accusative ὑγιῆ (four times in the N.T., ὑγια is more common in Attic (cf. Meisterhans, p. 66)), from Homer down, sound: properly (A. V. whole), of a man who is sound in body, WH only in marginal reading, but Tr brackets in marginal reading); γίνομαι, R L), 6,9, 14; ποιεῖν τινα ὑγιῆ (Herodotus, Xenophon, Plato, others), to make one whole i. e. restore him to health, ὑγιής ἀπό etc. sound and thus free from etc. (see ἀπό, I:3d.), metaphorically, λόγος ὑγιής (A. V. sound speech) i. e. teaching which does not deviate from the truth (see ὑγιαίνω), wholesome, fit, wise: μῦθος, II:8,524; λόγος οὐκ ὑγιής, Herodotus 1,8; see other examples in Passow, under the word, 2; (Liddell and Scott, under the word, II:2,3)).

Greek Monolingual

-ές / ὑγιής, -ές, ΝΜΑ, και ὑγειής, -ές, Α
1. αυτός που έχει άρτια, φυσιολογική σωματική και ψυχική κατάσταση, που βρίσκεται σε πλήρη σωματική και ψυχική ευεξία, γερός
2. μτφ. α) (για λόγους, σκέψεις, ενέργειες) φρόνιμος, σωστός (α. «εμφορείται από υγιείς αντιλήψεις για τη ζωή» β. «μῡθος δ', ὃς μὲν νῦν ὑγιής, εἰρημένος ἔστω», Ομ. Ιλ.)
β) (για πρόσ.) σώφρων, συνετός
αρχ.
1. (για αντικείμενα) αυτός που βρίσκεται σε καλή κατάσταση και κυρίως αυτός που δεν έχει υποστεί σπάσιμο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑγιές
η άρτια φυσιολογική κατάσταση του σώματος ενός ζωντανού οργανισμού, η υγεία
3. φρ. «ὑγιὲς φθέγγομαι» — δοκιμάζω με επίκρουση για να διαπιστώσω αν ένα πήλινο αγγείο είναι γερό, στερεό (Πλάτ.)
4. παροιμ. «ὑγιέστερος κολοκύντης ἢ ὄμφακος» ή, κατά τον Φώτ., «ὑγιέστερος κρότωνος ἢ Κρότωνος» — λεγόταν για εξαιρετικά υγιή άνθρωπο.
επίρρ...
υγιώς / ὑγιῶς, ΝΜΑ
1. με υγεία
2. μτφ. με φρόνιμο, σωστό τρόπο (α. «πολιτεύεται υγιώς» β. «πάνθ' ὑγιῶς καὶ δικαίως πεπολίτευμαι», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. υγιής (< su-gwiy-es) είναι σύνθ. λ., της οποίας το πρώτο συνθετικό υ- ανάγεται στο ΙΕ προθεματικό su- «καλώς» (πρβλ. αβεστ. hu-ĵyā-ti- «ευζωία» και πιθ. το ελλ. ἐύς), ενώ το δεύτερο συνθετικό προέρχεται από την ΙΕ ρίζα gwiyē- του ρ. ζήω / ζῶ (βλ. λ. ζω και βίος), όπου το μακρό -ē- /-η- του ζήω άσκησε επίδραση στη μορφή του επιθ. και οδήγησε στον σχηματισμό του κατά τα σιγμόληκτα επίθ. σε -ης. Αξιοσημείωτη είναι, τέλος, η απώλεια της χειλοϋπερωικής χροιάς του IE -gw της ρίζας με ανομοίωση, λόγω της παρουσίας του -υ-: su-gw- < su-g- (για ανάλογη εξέλιξη χειλοϋπερωικών φθόγγων πρβλ. κύκλος, νύξ, νυκτός, βλ. νύχτα)].

Greek Monotonic

ὑγιής: [ῠ], -ές, γεν. -έος, δοτ. ὑγιεῖ, αιτ. ὑγιᾶ, Ιων. ὑγιέα· δυϊκ. ὑγιῆ, ουδ. πληθ. ὑγιῆ, γεν. ὑγιῶν· συγκρ. και υπερθ. ὑγιέστερος, -ατος·
I. 1. γερός, υγιής, ρωμαλέος, σφριγηλός, σωματικά υγιής, Λατ. sanus, ὑγιέα ἀποδέξαι τινά ή ποιεῖν τινα, τον επαναφέρω σε καλή κατάσταση, τον κάνω καλά, τον θεραπεύω, σε Ηρόδ.· ὑγιὴς τὸ δῆγμα, αυτός που θεραπεύτηκε από δάγκωμα, σε Ξεν.
2. λέγεται για την κατάσταση κάποιου, σῶς καὶ ὑγιής, σώος, ασφαλής και υγιής, αυτός που βρίσκεται σε καλή κατάσταση, σε Ηρόδ., Θουκ.
II. 1. ο νοητικά υγιής, ο ορθά σκεπτόμενος, σε Ευρ., Πλάτ.
2. λέγεται για λόγια, γνώμες και παρόμοια, υγιής, φρόνιμος, συνετός, σοφός, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ., Πλάτ.· συχνά με άρνηση, λόγος οὐχ ὑγιής, σε Ηρόδ.· μηδὲν ὑγιὲς φρονῶν, σε Σοφ.· οὐδὲν ὑγιὲς λέγειν, σε Ευρ. κ.λπ.
III. επίρρ. ὑγιῶς, υγιώς, ορθώς, κρίνειν, σε Πλάτ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ὑγιής: (ῠ) (стяж. nom. и acc. n pl. ὑγιᾶ и ὑγιῆ)
1 здоровый: τὰς φρένας ὑγιεῖς ἔχειν Eur. быть душевно здоровым; ὑγιέα ποιεῖν τινα Her. исцелять кого-л.; τὸ δῆγμα ὑ. γενέσθαι Xen. оправиться от укуса (фаланги);
2 нетронутый, невредимый, неповрежденный, целый (ναῦς Thuc.; οἱ Ἑρμαῖ Lys.);
3 здравый, разумный, правильный (μῦθος Hom.; δόξαι Plat.; ὑγιές τι διανοεῖσθαι Thuc.): μηδὲν ὑγιὲς λέγειν Plat. не говорить ничего вразумительного, тж. быть лишенным смысла; ἐπὶ μηδενὶ ὑγιεῖ Lys. не к добру.

Middle Liddell

ὐ˘γιής, ές
I. comp. and Sup. ὑγιέστερος, -ατος:— sound, healthy, hearty, sound in body, Lat. sanus, ὑγιέα ἀποδέξαι or ποιεῖν τινα to restore him to health, make him sound, Hdt.; ὑγιὴς τὸ δῆγμα cured of the bite, Xen.
2. of condition, σῶς καὶ ὑγιής safe and sound, in good case, Hdt., Thuc.
II. sound in mind, sound-minded, Eur., Plat.
2. of words, opinions, and the like, sound, wholesome, wise, Il., Thuc., Plat.: often with a negat., λόγος οὐχ ὑγ. Hdt.; μηδὲν ὑγιὲς φρονῶν Soph.; οὐδὲν ὑγ. λέγειν Eur., etc.
III. adv. ὑγιῶς, healthily, soundly, κρίνειν, Plat., Dem.

Frisk Etymology German

ὑγιής: {hugiḗs}
Meaning: gesund, unversehrt, heilsam (seit Θ 524).
Composita : Ganz vereinzelt als Vorderglied, z.B. ὑγιοποιέω heilen (D. S.).
Derivative: Davon 1. erweiterte od. umgebildete Adj.: ὑγιηρός gesund, heilsam (Pi., ion. att.) mit -ηρέστερος (Hdt.) nach ὑγιέστερος; ὑγίεις ib. (Pi.; nach χαρίεις u.a.; Leumann Hom.. Wörter 66 A. 34); ὕγ(ε)ιος ib. (Pap. II-IIIp, Gloss.); ὑγιώτερος (Sophr.). 2. Abstraktbildung ὑγιεία, -εια, ion. -είη f. Gesundheit, auch personif. (Simon., Pi., ion. att.) mit -εινός der Gesundheit zuträglich, zur Gesundheit gehörig, heilsam (ion. att.), hell. ὑγεῖα, -ία, PN (hell. u. sp.) Ὑγ(ε)ῖος = lat. Hygīnus (Schwyzer 469, 194 u. 254, 15 u. 248); ganz vereinzelt -ότης f. ‘Gesund- heit’ in der Logik (S.E.). 3. Weitere Nomina: Ὑγιάτης m. Bein. des Dionysos (Ath., Eust.; Redard 206; nach Ἀγυιάτης u.a.); ὑγείδιον n. N. verschiedener Salben (Gal.). 4. Verba: a. ὑγιαίνω (δι-, ἐξ-, συν-) gesund sein, sich wohlbefinden, körperlich und geistig (ion. att.) mit -ανσις f. Heilung (Arist. u.a.). b. -άζω, -άζομαι (ἀφ-, ἐξ-) gesund machen bzw. genesen (Hp., Arist., hell. u. sp.) mit -άσματα n. pl. = ἀκέσματα (AB), -αστήριον n. Krankenhaus (Pap. IIp, Gloss.), -αστός heilbar (Arist.), -αστικός zur Heilung dienend (Arist., Str., Gal. u.a.); ἀφυγιασμός m. Heilung (Iamb.). c. -ῶσαι heilen (Hp.; falsch für γυιῶσαι?).
Etymology : Ausführlich über ὑγιής nebst Ableitungen Nadia van Brock Recherches sur le vocabulaire medical du grec ancien (Paris 1961, Études et commentaires 41) 143ff. Alte Univerbierung aus einem idg. Adverb (Präverb) *su-’wohl, gut’ (in aind. su-, aw. hu-, kelt., z.B. gall. su-, balt.slav. su-) und dem Verb für leben in ζῆν (s. ζώω und βίος) mit Flexion nach den s-Stämmen: idg. *su-gʷii̯ē-s, wozu anal. ntr. ὑγιές und ὑγιέστερος. Eine nahe Entsprechung bietet aw. hu-ǰyā-ti- f. eine gute Lebensführung, εὐζωΐα. Zum Vorderglied vgl. noch ἐύς. F. de Saussure MSL 7, 89f., WP. 2, 512, Pok. 1037 f. m. weiterer Lit. Ält. Lit. auch bei Bq.
Page 2,954-955

Chinese

原文音譯:Øgi»j 虛居誒士
詞類次數:形容詞(14)
原文字根:健全 相當於: (חָיָה‎) (שׁוּב‎) (שָׁלֹום‎)
字義溯源:健康的,健全的,完全的,完好,好了,純正,全然的,痊愈;源自(αὐξάνω / αὔξω / ξαίνω)*=生長)
出現次數:總共(14);太(2);可(2);路(1);約(7);徒(1);多(1)
譯字彙編
1) 痊愈(7) 太15:31; 可5:34; 約5:4; 約5:6; 約5:9; 約5:14; 約5:15;
2) 完好(3) 太12:13; 可3:5; 路6:10;
3) 純正(1) 多2:8;
4) 得痊愈(1) 徒4:10;
5) 痊愈的(1) 約5:11;
6) 好了(1) 約7:23

English (Woodhouse)

hale, healthy, in good health, sound

Mantoulidis Etymological

Ἀπό ρίζα υγ- ὅπου προστίθεται καί ἔνα ι. Πρέπει νά εἶναι συγγενής μέ τή ρίζα ϝεξ τοῦ ἀέξωαὐξάνω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ὑγιῶς, ὑγίεια, ὑγιεινός, ὑγιηρός, πλουθυγίεια, ὑγιάζω (=γιατρεύω), ὑγιαίνω, ὑγίανσις, ὑγιαντός.

Lexicon Thucydideum

sanus, sound, healthy, 2.49.2, 3.34.3,
de navibus, concerning ships 8.107.2,
Transl. translate 3.75.4, 4.22.2.

Translations

healthy

Arabic: صَحِيح‎; Archi: сагъду; Armenian: առողջ; Aromanian: sãn; Avar: сахав; Azerbaijani: sağlam; Bactrian: λρογο; Belarusian: здаровы; Bulgarian: здрав; Catalan: sa, salubre; Chechen: могуш; Chinese Cantonese: 健康; Mandarin: 健康; Czech: zdravý; Danish: sund; Dutch: gezond; Esperanto: sana; Even: абгар; Evenki: авгара; Faliscan: salve; Faroese: frískur; Finnish: terve, hyvinvoipa, hyvinvoiva; French: en bonne santé, sain; Old French: sain; Friulian: san, salubri, rubest; Galician: saudable, san, sao, insente; Georgian: ჯანსაღი, ჯანმრთელი; German: gesund; Gothic: 𐌷𐌰𐌹𐌻𐍃; Greek: υγιής, γερός, ακμαίος, εύρωστος; Ancient Greek: ὑγιής; Hindi: निरोग, चंगा; Hungarian: egészséges; Hunsrik: gesund; Irish: folláin, sláintiúil; Italian: sano; Japanese: 健康な, 達者な; Kazakh: тәуір; Korean: 건강하다; Lao: ສຸກ, ສົມບູນ, ສະບາຍ, ສະບາຽ, ສຸກໃຈ, ສຸຂີ, ໜຳ, ສຸຂາ, ສຳຣານ, ສຳຮານ, ນິຣາໄມ, ນິລາໄມ, ແຮງຫັນ, ກຶ້ດ, ນິລາພາດ, ນິຣາພາດ, ຕຸ້ຍເກິ່ງ, ຕຸ້ຽເກິ່ງ; Latin: sanus; Latvian: vesels, veselīgs; Lithuanian: sveikas; Lombard: san; Macedonian: здрав; Malay: sihat, segar; Malayalam: ആരോഗ്യമായി; Maori: tūhauora; Mizo: hrisël; Mongolian: эрүүл; Norwegian Bokmål: frisk, karsk, sunn; Occitan: san; Old Church Slavonic Cyrillic: съдравъ; Glagolitic: ⱄⱏⰴⱃⰰⰲⱏ; Ossetian: ӕнӕниз; Persian: تندرست‎, درواخ‎; Polish: zdrowy; Portuguese: saudável, são; Romanian: sănătos; Romansch: saun, san, sàn, sang; Russian: здоровый; Sanskrit: कल्य, स्वस्थ, नीरोग; Sardinian: sanu; Scots: hailsome; Scottish Gaelic: fallain; Serbo-Croatian Cyrillic: здра̏в; Roman: zdrȁv; Slovak: zdravý; Slovene: zdrav; Spanish: sano, salubre; Swedish: frisk; Tabasaran: сагъи; Thai: แข็งแรง; Turkish: sağlıklı; Turkmen: salaamatly; Tuvan: кадык, кадыкшылдыг; Ukrainian: здоровий; Urdu: نیروگ‎, صحت مند‎; Venetian: san; Vietnamese: khỏe mạnh; Welsh: iach; Middle Welsh: yach; Zulu: -phila

virtuous

Arabic: ⁧فَاضِل⁩; Armenian: առաքինի; Belarusian: дабрадзейны, цнотлівы, цнотны; Bengali: নেক, ফাজেল; Bulgarian: добродетелен, целомъ́дрен; Catalan: virtuós; Chinese Mandarin: 有道德的, 有德行的, 貞/贞; Czech: ctnostný; Danish: dydig; Dutch: deugdzaam; Esperanto: virta; French: vertueux; Galician: virtuoso; Georgian: სათნო, უმანკო, უმწიკვლო; German: züchtig, tugendhaft, tugendsam; Greek: ηθικός, ενάρετος; Ancient Greek: ἀγαθός, ἄμεμπτος, ἀρεταφόρος, ἀρετηφόρος, εἰνάρετος, ἐνάρετος, ἰνάρετος, καλός, κατορθωτικός, σπουδαῖος, ὑγιής, φιλάρετος, χρηστός; Ido: vertuoza; Italian: virtuoso; Latin: probus; Latvian: tikumīgs, šķīsts; Macedonian: добродетелен, доблестен; Maori: tapatahi, ngākaupai; Navajo: yáʼátʼéehii; Norwegian Bokmål: dydig; Occitan: virtuós; Old High German: chiusce; Plautdietsch: sitlich; Polish: cnotliwy; Portuguese: virtuoso, nobre, digno; Romanian: virtuos; Russian: добродетельный, целомудренный; Sanskrit: गुणज्ञ; Serbo-Croatian Cyrillic: вр̏лӣ; Roman: vȑlī; Slovak: cnostný; Slovene: čednosten; Spanish: virtuoso; Swedish: dygdig, dygdesam; Turkish: erdemli, faziletli; Ukrainian: доброчесний, цнотливий, чеснотливий