ἐντός
Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund
English (LSJ)
(ἐν)
A within, inside, opp. ἐκτός: I Prep. c. gen., which mostly follows, but may precede, τείχεος ἐ. Il.12.380, al., cf. Ἀρχ. Ἐφ. 1920.33 (Boeot., V B.C.); ἐ. Ὀλύμπου Hes.Th.37; στέρνων ἐ. A.Ag. 77 (anap.); σ' ἔθρεψεν ἐ. . . ζώνης Id.Eu.607; ἐ. ἐμεωυτοῦ in my senses, under my own control, Hdt.7.47; ἐ. ἑωυτοῦ γίνεσθαι Id.1.119, cf.Hp. Epid.7.1; ἐ. ὢν εἰπεῖν αὑτοῦ D.34.20; ἐ. τῶν λογισμῶν Plu.Alex.32; ἐ. ὑμῶν in your hearts, Ev.Luc.17.21; τῶν μαθημάτων ἐ. Dicaearch.1.30; γραμμάτων ἐ. Sor.1.3; ἐ. εἶναι τῶν συμβαινόντων παθῶν acquainted with, Chrysipp.Stoic.3.120; ἐ. τοξεύματος within shot, E.HF991, X. Cyr.1.4.23; οὐδ' ἐντὸς πολλοῦ πλησιάζειν not within a great distance, Pl.Smp.195b, cf. Th.2.77; ἐ. ποιεῖν put within, τῶν τειχῶν Id.7.5; ἐ. ποιεῖσθαι τῶν ἐπιτάκτων Id.6.67; ἐ. πλαισίου ποιησάμενοι X.An.7.8.16; of troops, ἐ. αὐτῶν within their own lines, ib.1.10.3: also with Verbs of motion, τείχεος ἐ. ἰόντες Il.12.374; πύργων ἔπεμψεν ἐντός E.Tr.12. 2 within, i.e. on this side, ἐ. Ἅλυος ποταμοῦ Hdt.1.6, cf. 8.47, Th.1.16; ἡ ἐ. Ἱσπανία, = Lat. Hispania Citerior, Plu.Cat.Ma.10; ἐ. τοῦ Πόντου Hdt.4.46; ἐ. ὅρων Ἡρακλείων Pl.Ti.25c; ἐ. τῶν μέτρων τετμημένον μέταλλον within the bounds of the adjacent property, an encroachment, Hyp.Eux.35; τῶν μέτρων ἐ. D.37.36; also ἐ. τῶν πρῳρέων . . καὶ τοῦ αἰγιαλοῦ between... Hdt.7.100. 3 of Time, within, ἐ. οὐ πολλοῦ χρόνου Antipho 5.69; ἐ. εἴκοσιν ἡμερῶν Th.4.39, cf. IG12.114.40, etc.; ἐ. ἑξήκοντ' ἐτῶν Amphis 20.2; ἐ. ἑσπέρας short of, i.e. before, evening, X.Cyn.4.11; ἐ. ἑβδόμης before the seventh of the month, Hsch.; οἱ τῆς ἡλικίας ἐ. γεγονότες short of manhood, Lys.2.50; τῆς πρεπούσης ἐ. ἡλικίας within the fitting limits of age, Pl.Ti.18d. 4 with Numbers, ἐ. εἴκοσιν [ἐτῶν] under twenty, Ar.Ec.984; ἐ. δραχμῶν πεντήκοντα within, i.e. under... Pl.Lg. 953b. 5 of Degrees of relationship, ἐ. ἀνεψιότητος within the relationship of cousins, nearer than cousins, ib.871b, Lexap.D.43.57. II Adv. within, ἐ. ἐέργειν Il.2.845, Od.7.88; χώρην ἐ. ἀπέργειν Hdt.3.116; ἐ. ἔχειν τινάς Th.7.78; ἐ. ποιῆσαι or ποιήσασθαι, Id.5.2, 6.75: freq. with the Art., ἐκ τοῦ ἐ., = ἔντοσθε, Id.2.76; τὰ ἐ. the inner parts of the body (of ἥ τε φάρυγξ καὶ ἡ γλῶσσα), ib.49, cf. Pl. Prt.334c, etc.; τοὐντός, opp. τοὔξω, S.Ichn.302; ἐ. in the Mediterranean, Arist.Mu.393a12.
German (Pape)
[Seite 857] (ἐν), drinnen, innerhalb; ἐντὸς ἐέργειν, einschließen, Il. 2, 845 u. öfter; θύραι δόμον ἐντὸς ἔεργον Od. 7, 88; τἠνδε δίκην πόλις ἐντὸς ἐέργει Hes. O. 267; τρομέοντο δέ οἱ φρένες ἐντός Il. 10, 10; ἐντὸς δὲ καρδία στένει Aesch. Spt. 951; mit dem gen., der häufig voransteht, τείχεος ἐντὸς κεῖτο, auch ἰόντες, Il. 12, 380. 374; πῶς γάρ σ' ἔθρεψεν ἐντὸς ζώνης; Aesch. Eum. 607; πέπλων ἐντός Eur. Hec. 1013; ἐντὸς ἢ ἔξωθεν δόμων Med. 353, wie öfter ἐντὸς πύργων, δόμων. Auch bei Verbis der Bewegung, Troad. 12. In Prosa überall, dem ἔξωθεν entgeggstzt; Thuc. 7, 36; μήτε ἐντὸς εἶναί τινος μήτε ἔξω Plat. Parm. 138 e; οὐδ' ἐντὸς πολλοῦ πλησιάζειν, auch nicht von fern, Conv. 195 b; ἐντὸς πολλοῦ χωρίου οὐκ ἦν τῆς πόλεως πελάσαι Thuc. 2, 77; ἐντὸς βελῶν, innerhalb der Schußweite, Xen. Cyr. 1, 4, 23, wie ἐντὸς τοξεύματος Eur. Herc. Fur. 991, im Bereich des Geschosses; übertr., ἐντὸς φιλήματος Plut. Ages. 11; vgl. Luc. Alex. 41; ἐντὸς τείχους μάχεσθαι Isocr. 4, 116; ἐντὸς ὅρων Ἑρακλείων Plat. Tim. 25 c; ἡ ἐντὸς στηλῶν θάλασσα od. einfach ἡ ἐντὸς θάλασσα, das mittelländische Meer, Plut. u. A. – Von der Zeit, ἐντὸς οὐ πολλοῦ χρόνου Antiph. 5, 69; τῆς ἡλικίας Lys. 2, 50; Plat. Tim. 18 d; ἐντὸς εἴκοσιν ἡμερῶν, innerhalb einer Zeit von 20 Tagen, Thuc. 4, 39. Von der Zahl, ὅσα ἐντὸς δραχμῶν πεντήκοντα, unter 50 Drachmen, Plat. Legg. XII, 953 b; vgl. Xen. Hell. 2, 3, 19, unter der Zahl; ἐντὸς ἑξήκοντα ἐτῶν γεγονυῖα, unter sechszig Jahren, Dem. 43, 62, im Gesetz. – Von der Verwandtschaft, οἱ ἐντὸς ἀνεψιότητος, die Vettern, Plat. Legg. IX, 871 b; näher in der Verwandtschaft als die Vettern, Dem. 43, 57; ἐντὸς ἀνεψιαδῶν ibd. 62, im Gesetz. – Ἐντὸς ποιεῖν, hineinschaffen, Thuc. 7, 5 u. öfter; ἐντὸς πλαισίου ποιησάμενοι Xen. An. 7, 8, 16; ἐντὸς γίγνεσθαι, hineinkommen; oft übertr.; ἐντὸς ἐμαυτοῦ, bei mir, bei Sinnen, Her. 7, 47; ἐντὸς ἑαυτοῦ γίγνεσθαι, in sich gehen, 1, 119; ἐντὸς ὤν, bei Sinnen seiend, Dem. 34, 49 u. öfter; ἐντὸς λογισμῶν εἶναι, bei Verstande sein, Plut. Alex. 32; ἐντὸς μανίας, μέθης, rasend, betrunken sein, Hippocr. u. Sp. – Ἐντὸς τὴν χεῖρα ἔχειν Aesch. 1, 25, Xen. vollständiger ἐντὸς τοῦ ἱματίου τὰ χεῖρε ἔχειν, Lacon. 3, 4; – ἐντὸς τῶν ἑαυτῶν μητέρων τρέφεσθαι, im Hause bei den Müttern, Plat. Legg. VII, 789 a. – Diesseits, Il. 2, 845; τοῦ πόντου, τοῦ ποταμοῦ, Her. 4, 46. 1, 6; Thuc. 2, 96; Xen. An. 7, 3, 7; Plut. Alex. 30. – Mit dem Artikel, τὸ ἐντός, das Innere, εἰς τὸ ἐντὸς τῆς ψυχῆς Plat. Rep. III, 401 d; τὰ ἐντὸς τοῦ σώματος Prot. 334 c; ἐκ τοῦ ἐντός Thuc. 2, 76.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντός: Ἐπίρρ. (ἐν), ὡς καὶ νῦν, μέσα, Λατ. intus, ἀντίθ. τῷ ἐκτός: 1) ὡς πρόθ. μετὰ γεν., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπιτασσομένης, ἀλλὰ δύναται καὶ νὰ προταχθῇ, ὡς, τείχεος ἐντὸς Ἰλ. Μ. 380 κ. ἀλλ.· ἐντὸς Ὀλύμπου Ἡσ. Θ. 37· καὶ συχν. παρ’ Ἀττ.: στέρνων ἐντὸς Αἰσχύλ. Ἀγ. 74· σ’ ἔθρεψεν ἐντὸς... ζώνης ὁ αὐτ. Εὐμ. 607: - οὐδ’ ἐντὸς ἐμεωυτοῦ (εἰμί), οὐδ’ εἶμαι εἰς τὸν ἑαυτόν μου, τὰ ἔχω χαμένα, Ἡρόδ. 7. 47· οὔτε ἐξεπλάγη ἐντός τε ἑωυτοῦ γίνεται ὁ αὐτ. 1. 119· οὕτως ἀπολ., ἐντὸς ὢν Δημ. 13, 18· οὐκ ἔφη σωφρονεῖν αὐτὸν οὐδ’ ἐντὸς εἶναι τῶν λογισμῶν, ὅτι δὲν ἔχει σώας τὰς φρένας καὶ δὲν εἶναι αὐτὰ λογικά του, Πλουτ. Ἀλέξ. 32· πρβλ. ἐκτός, ἔνδον: - ἐντὸς τοξεύματος, ἔνθα ἐξικνεῖται τόξευμα, ἐντὸς γενόμενον ἤδη τοξεύματος Ξεν. Κύρ. 1. 4, 23· ὡς ἐντὸς ἔστη παῖς λυγροῦ τοξεύματος Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 991· οὐδ’ ἐντὸς πολλοῦ πλησιάζειν, οὐδ’ ἐντὸς μεγάλης ἀποστάσεως, Πλάτ. Συμπ. 195Β, πρβλ. Θουκ. 2. 77· ἐντὸς ποιεῖν ἢ ποιεῖσθαι, τιθέναι ἢ φυλάττειν ἐντός, τῶν τειχῶν ὁ αὐτ. 7. 5· τῶν ἐπιτάκτων ὁ αὐτ. 6. 67· τὰ ἀνδράποδα ἐντὸς πλαισίου ποιησάμενοι Ξεν. Ἀν. 7. 8, 16: - ὡσαύτως μετὰ ῥημάτων κινήσεως, τείχεος ἐντὸς ἰόντες Ἰλ. Μ. 374· πύργων ἔπεμψεν ἐντὸς Εὐρ. Τρῳ. 12. 2) ἐντός, δηλ. ἐπὶ τάδε, Λατ. citra, τῶν ἐντὸς Ἅλυος ποταμοῦ Ἡρόδ. 1. 6, πρβλ. 8. 47, Θουκ. 1. 16· ἐντὸς τοῦ Πόντου Ἡρόδ. 4. 46· ἐντὸς ὅρων Ἡρακλείων Πλάτ. Τίμ. 25C· φήναντος γάρ Λυσάνδρου τὸ Ἐπικράτους μέταλλον... ἐντὸς τῶν μέτρων τετμημένον, κτλ., ἐπὶ παραβιάσεως τῶν ὁρίων τῆς παρακειμένης ἰδιοκτησίας, Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξενίππ. 44, πρβλ. Δημ. 977. 8, Ἡρόδ. 3. 116· ὡσαύτως, ἐντὸς τῶν πρῳρέων... καὶ τοῦ αἰγιαλοῦ, μεταξύ..., ὁ αὐτ. 7. 100. 3) ἐπὶ χρόνου, ἐντὸς οὐ πολλοῦ χρόνου Ἀντιφῶν 137. 27· ἐντὸς εἴκοσιν ἡμερῶν Θουκ. 4. 39, κτλ.· ἐντὸς ἑξήκοντ’ ἐτῶν Ἄμφις ἐν «Ἰαλέμῳ» 1· ἐντὸς ἑσπέρας, περὶ τὴν ἑσπέραν, Ξεν. Κυν. 4. 11· ἐντὸς ἡλικίας, πλησίον, ὀλίγον πρὸ τῆς ἀνδρικῆς ἡλικίας, Λυσ. 195. 23· τῆς πρεπούσης ἐντὸς ἡλικίας Πλάτ. Τίμ. 18D. 4) μετ’ ἀριθμητικῶν, ἐντὸς εἴκοσιν ἐτῶν, δηλ. κάτω τῶν εἴκοσι, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 984· ἐντὸς δραχμῶν πεντήκοντα, μέχρι, Πλάτ. Νόμ. 953Β. 5) ἐπὶ βαθμῶν συγγενείας, ἐντὸς ἀνεψιότητος, μέχρι τοῦ συγγενικοῦ βαθμοῦ τῆς ἀνεψιότητος, ὡς εἰ ἐλέγομεν ‘ἐξαδελφότητος’, Πλάτ. Νόμ. 871Β, πρβλ. νόμον παρὰ Δημ. 1068 περὶ τὸ τέλος. ΙΙ. ἀπολ., ἐντός, μέσα, ἐντὸς ἐέργειν Ἰλ. Β. 845, Ὀδ. Η. 88· ἐντὸς ἔχειν τινὰς Θουκ. 7. 78· ποιεῖσθαί τι ὁ αὐτ. 5. 2., 6. 75· ἡ ἐντὸς θάλασσα (ἴδε τὴν λέξιν θάλασσα): - συχν. μετὰ τοῦ ἄρθρ. ἐκ τοῦ ἐντὸς = ἔντοσθεν, ὁ αὐτ. 2. 7, 6· τὰ ἐντός, τὰ ἐσωτερικὰ μέρη τοῦ σώματος = ἐντόσθια, ὁ αὐτ. 2. 49, Πλάτ. Πρωτ. 334C, κτλ.
French (Bailly abrégé)
adv. et prép. avec le gén.;
à l’intérieur :
1 en dedans, à l’intérieur : τὰ ἐντός l’intérieur du corps ; ἐντὸς ποιεῖσθαι ou ποιεῖν recevoir à l’intérieur (d’une enceinte, d’une troupe, etc.) ; ἐντὸς ἑωυτοῦ γίνεσθαι HDT redevenir maître de soi ; abs. ἐντὸς εἶναι DÉM être maître de soi ; ἐντὸς λογισμῶν εἶναι PLUT être dans son bon sens ; avec mouv. ἐντὸς ἰέναι IL aller à l’intérieur de, etc.
2 en arrière ou en retrait : ἐντὸς τείχεος IL en arrière ou en dedans du mur;
3 en deçà : ἐντὸς τοξεύματος XÉN à portée du trait ; ἐντὸς τοῦ ποταμοῦ HDT en deçà du fleuve ; p. anal. (avec un n. de nombre) : ἐντὸς εἴκοσι ἡμερῶν THC en moins de vingt jours.
Étymologie: ἐν.
English (Autenrieth)
within; w. gen., λιμένος ἐντός, Il. 1.432, etc.
Spanish (DGE)
A adv.
I adv. de lugar
1 c. palabras que indican frontera, cerco o límite dentro, adentro, en el interior ὅσσους Ἑλλήσποντος ἀγάρροος ἐ. ἐέργει a cuantos encierra dentro el Helesponto de fuertes corrientes, e.e., a cuantos circunda de los tracios Il.2.845, περικληίουσαι τὴν ἄλλην χώρην καὶ ἐ. ἀπέργουσαι Hdt.3.116, cf. Arist.Mu.393a12, θύραι ... δόμον ἐ. ἔεργον puertas cerraban por dentro el palacio, Od.7.88, τὸν Τεμενίτην ἐ. ποιησάμενοι Th.6.75, cf. 5.2, τοὺς δὲ σκευοφόρους ... ἐ. εἶχον οἱ ὁπλῖται Th.7.78, κάμπτοντες ἐ. Aristox.Harm.55.6, ἐὰν δύο κύκλων ... περιφέρειαι συσταθῶσιν ἐντός Papp.476, cf. 198, ἀρουρῶν, ὅσων ἐστὶν ἐ. καὶ ἐκτὸς κατὰ τὰ αὐτοῦ ὅρια PMasp.99.8 (VI d.C.).
2 astr., ref. cantidad menos ἐὰν ὑπὲρ τὰς ιε' ἢ ἐντός, αἱ περιλειπόμεναι πρόσθεσιν ἢ ἀφαίρεσιν ἔχουσιν si más de los quince (grados) o menos, los (grados) que exceden suman o restan Vett.Val.21.10, cf. 335.22.
II 1subst. τὸ ἐντός, τὰ ἐντός lo interior, lo de dentro ἐκ τοῦ ἐ. ... ἐσῳκοδόμουν se dedicaban desde el interior a construir Th.2.76, ἐγ δὲ τῆς ἐντός por la parte de dentro, Didyma 25B.20, 23, 24 (III a.C.), εἰ δὲ παραβλῶπες ὄντες εἰς τὸ ἐ. ... νεύοιεν de los bizcos, Adam.1.10, de partes del cuerpo o de sus órganos internos τοὐντὸς ἢ τοὔξω S.Fr.314.309, τὰ ἐντός, ἥ τε φάρυξ καὶ ἡ γλῶσσα las partes internas, a saber la faringe y la lengua Th.2.49, τὸ μὲν ἐκτὸς τοῦ τρώματος ὑγιάσθησαν, τὸ δ' ἐ. μή Hp.Coac.422, τοῖς μὲν ἔξωθεν τοῦ σώματος ..., τοῖς δ' ἐ. Pl.Prt.334c, τοῦ δὲ ποδὸς ... τὸ ἐντός la planta del pie Arist.HA 494a17, cf. Polem.Phgn.85, κύστεως, νεφρῶν καὶ τῶν ἐ. ἀποκρύφων Vett.Val.2.13, tb. ref. el alma o la mente καὶ πάντα τὰ ἐντός μου LXX Ps.102.1, cf. Thdt.M.80.1685B.
2 en uso adnom. interno, de dentro τὰ ἐ. ἄρθρα las articulaciones internas Mnesith.Ath.51.29, σὺν τῷ ἐ. λέμματι con la corteza interna de una nuez, Dieuch.15.84, ἡ ἐ. Ἱσπανία lat. Hispania Citerior Plu.Cat.Ma.10, ἡ ἐ. γωνία Euc.1.16, 29, ἡ ἐ. περιφέρεια Simp.in Ph.69.32.
B prep. de gen.
I indic. lugar ‘interior’, real o fig.
1 en el interior de, dentro de a veces en anást. μαρμάρῳ ..., ὅ ῥα τείχεος ἐ. κεῖτο con una piedra marmórea que había dentro del recinto amurallado, Il.12.380, ἐ. Ὀλύμπου Hes.Th.37, ἵππον ... πύργων ἔπεμψεν ἐ. ref. al caballo de Troya E.Tr.12, σ' ἔθρεψεν ἐ. ... ζώνης te alimentó en su vientre A.Eu.607, τὴν ὠφελίαν ... ἐ. λίαν τῶν τειχῶν ποιήσας Th.7.5, ἀνδράποδα ἐ. πλαισίου ποιησάμενοι metieron a los esclavos dentro del cuadro que habían formado X.An.7.8.16, cf. Th.6.67, στέρνων ἐ. dentro del pecho A.A.76, τίνα ... ἐ. τῆς μήτρας φύονται Sor.1.19 (tít.), ἂν ἐπικατατέμνῃ τῶν μέτρων ἐντός si extiende el corte dentro de los límites D.37.36, cf. Hyp.Eux.35, ἐ. τοῦ κώνου Archim.Sph.Cyl.1 def.5, fig. μόνος γὰρ οὗτος τῶν ἐ. δεκάδος ... pues éste es el único de los comprendidos en la década ref. al número siete, Aristid.Quint.102.13
•en el giro ἐ. καταστῆναι tomar posesión de, apropiarse de τούτων (κινητῶν ἢ ἀκινήτων πραγμάτων) ἔτι ἐ. μὴ κατέστη Iust.Nou.135.1.
2 indic. distancia dentro de, a la distancia de ἐ. γιγνόμενον ἤδη τοξεύματος encontrándose ya a tiro de flecha X.Cyr.1.4.23, cf. E.HF 991, οὐδ' ἐ. πολλοῦ πλησιάζειν no acercarse ni a una gran distancia Pl.Smp.195b, cf. Th.2.77, ἐ. τριάκοντα σταδίων a menos de treinta estadios Call.Fr.407.90.
3 usos fig. c. εἶναι o γίγνεσθαι
a) c. gen. del pron. pers. refl. estar en sí, en sus cabales, tener juicio, ser dueño de uno mismo δείματός εἰμι ὑπόπλεος οὐδ' ἐ. ἐμεωυτοῦ estoy lleno de temor y no estoy en mí, e.e., no las tengo todas conmigo Hdt.7.47, cf. 1.119, οὐ μέντοι γε ἐ. ὢν εἰπεῖν αὑτοῦ D.34.20, ἐ. ἑωυτοῦ ἐγένετο volvió en sí Hp.Epid.7.1;
b) c. gen. de otros pron. τἆλλα, ὁπόσα ἐ. αὐτῶν καὶ χρήματα καὶ ἄνθρωποι ἐγένοντο, πάντα ἔσωσαν X.An.1.10.3, ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ ἐ. ὑμῶν ἐστιν el reino de Dios en vuestras manos está, Eu.Luc.17.21;
c) c. gen. de abstr. estar dentro de, introducido en αὐτὸν ... ἐ. μανίης ἐόντα estando él en plena locura Hp.Ep.16, τῶν συμβαινόντων ... παθῶν ἐ. εἶναι estar informado de las desgracias que suceden Chrysipp.Stoic.3.120, cf. 22, Plu.Alex.32, τῶν μαθημάτων ἐντός, φιλαπόδημοι, γραμματικοί dados a las ciencias, amigos de viajes, letrados Ps.Dicaearch.1.30, ἐ. ὢν τοῦ Λαιτωρίου νόμου estando sujeto a la lex Plaetoria Mitteis Chr.60.21 (II d.C.).
II indic. mov. o posición de proximidad relativa al hablante
1 del lado de aquí o de dentro, por este lado de recintos, ríos, accidentes fís. τείχεος ἐ. ἰόντες avanzando por la cara interna del muro, Il.12.374, τύραννος δὲ ἐθνέων τῶν ἐ. Ἅλυος ποταμοῦ soberano de los pueblos de este lado del río Halis Hdt.1.6, cf. 4.46, Th.1.16, Isoc.4.144, 7.80, Plu.Alex.31, οὗτοι μὲν ἅπαντες ἐ. οἰκημένοι Θεσπρωτῶν Hdt.8.47, ὅσοι κατοικοῦμεν ἐ. ὅρων Ἡρακλείων Pl.Ti.25c, μήτε ναυτικὸν ἐ. Μαλέας περιπλέον Isoc.15.110.
2 c. dos gen. entre, por enmedio de ὁ δ' ἐ. τῶν πρῳρέων πλέων ἐθηεῖτο καὶ τοῦ αἰγιαλοῦ éste pasaba revista navegando entre las proas y la orilla Hdt.7.100.
III del tiempo y sumas contables
1 antes de, dentro de los límites de un plazo de tiempo determinados:
a) por su duración ἐ. γε δισμυρίων ἐτέων Hdt.2.11, ἐ. ἑσπέρας X.Cyn.4.11, ἐ. ἑσπέρας X.Cyn.4.11, τὸ ἀργύριον ἐ. δυεῖν ἡμερῶν εὐλυτήσει pagará el dinero en el plazo de dos días, SEG 39.1180.48 (Éfeso I d.C.), ἡ θέρμη ἐ. τῶν εἴκοσιν ἐμωλύνθη la fiebre desapareció antes de veinte días Hp.Epid.7.59, 80, cf. Coac.384, Th.4.39, IG 13.105.39 (V a.C.), PAmh.72.5 (III d.C.), ἐ. ἑβδόμης prov. ref. la prohibición en Atenas de sacar el ejército en la primera semana del mes, Zen.3.79, Hsch., Phot.ε 1039
•tb. ref. al pasado ἐ. οὐ πολλοῦ χρόνου hace no mucho tiempo Antipho 5.69;
b) por la fecha límite ἐ. Ἐπεὶφ δεκάτης antes del diez de Epif, POxy.728.15 (II d.C.).
2 dentro o por debajo de, menos de una suma más o menos definidada ὅσοιπερ ἂν τῆς πρεπούσης ἐ. ἡλικίας γίγνωνται Pl.Ti.18d, cf. Lys.2.50, τις ἐ. ἑξήκοντ' ἐτῶν alguien de menos de sesenta años Amphis 20.2, ὅσα ἐ. δραχμῶν πεντήκοντα en cuantos casos haya de una cuantía inferior a cincuenta dracmas Pl.Lg.953b, τὰς ἐ. εἴκοσιν γὰρ ἐκδικάζομεν (sc. δίκας) juzgamos los casos de menos de veinte (años) c. juego de palabras c. «dracmas», Ar.Ec.984.
3 indic. gradación hasta ἐ. ἀνεψιότητος hasta el grado de primo Pl.Lg.871b, Ley en D.43.57.
• Etimología: De *en y -tos, cf. lat. intus.
English (Strong)
from ἐν; inside (adverb or noun): within.
English (Thayer)
adverb (from ἐν, opposed to ἐκτός), within, inside: with the genitive ἐντός ὑμῶν, within you, i. e. in the midst of you, ἐντός αὐτῶν, Xenophon, an. 1,10, 3 (but see the passage); ἐντός τούτων, Hell. 2,3, 19; others); others, within you (i. e. in your souls), a meaning which the use of the word permits (ἐντός μου, Petrus Alexandrinus, epistle can. 5)), but not the context; τό ἐντός, the inside, Matthew 23:26.
Greek Monolingual
ἔντος, το (Α)
(ο εν. σπάνιος
συνήθης ο πληθ. ἔντεα και ἔντη, τα)
1. οπλισμός, όπλο (επιθετικό ή αμυντικό
π.χ. δόρυ, ξίφος, ασπίδα, θώρακας κ.λπ.)
(«ἀσπίδι... ἥν παρὰ θάμνον ἔντος ἀμώμητον κάλλιπον» — την ασπίδα, το ασύγκριτο όπλο μου, που το εγκατέλειψα δίπλα σ' έναν θάμνο, Αρχίλ.)
2. γεν. το σκεύος, καθετί που χρησιμεύει για την προπαρασκευή, προετοιμασία ή επένδυση
3. απόλ. μουσικό όργανο
4. συνεκδ. άρμα.
(AM ἐντός) (επίρρ. και πρόθ.)
1. μέσα («τοὺς δὲ σκευοφόρους... ἐντὸς εἶχον οἱ ὁπλῑται», Θουκ.)
2. απ' αυτή την πλευρά, εντεύθεν, από τη δική του μεριά
(«ἐντὸς Ἅλυος ποταμού», Θουκ.)
3. (για χρόνο) μέσα σ' ένα ορισμένο χρονικό διάστημα («ἐντὸς εἴκοσιν ἡμερῶν», Θουκ.)
νεοελλ.
φρ. α) «(τὰ) ἐντός μου» — η πνευματική και ψυχική μου υπόσταση
β) «μετεβλήθη εντός μου ο ρυθμός του κόσμου», (Βιζυην.)
αρχ.-μσν.
(και πληθ.) τὰ ἐντός
τα εντόσθια, τα σπλάγχνα
αρχ.
φρ.
1. «ἐντός τινος ποιῶ» — τοποθετώ φρουρά σε μια περιοχή
2. «ἐντὸς τοῡ νόμου εἰμί» — προστατεύομαι από τον νόμο
3. «ἐντὸς εἰμὶ τῶν συμβαινόντων παθῶν» — έχω γνώση από προσωπική πείρα
4. «ἐντὸς τῶν μαθημάτων ἐστί» — περιλαμβάνεται στα διδασκόμενα
5. «ἐντὸς τῶν μέτρων» — μέσα στα όρια παρακειμένου κτήματος
6. «οἱ ἐντὸς ἡλικίας γεγονότες» — οι ενήλικοι, αυτοί που βρίσκονται στην ανδρική ηλικία
7. «ἐντὸς ἀνεψιότητος» — ώς τον βαθμό συγγένειας τών εξαδέλφων
8. «ἐντὸς ἐμαυτοῡ» ή «ἐντὸς τῶν λογισμῶν εἰμι» — έχω νηφάλιο λογισμό, εχεφρονώ
9. «ἐντὸς ἐμαυτοῡ» ή «ἐντὸς τῶν λογισμῶν γίγνομαι» — ξαναποκτώ την πνευματική μου διαύγεια, συνέρχομαι. ΙΙ. (ειδ.) (με αριθμτ. που δηλώνουν χρόνο ή ποσό) με υπολογισμό και του οριζόμενου αριθμού ή κάτω από τον οριζόμενο αριθμό («ἐντὸς δραχμῶν πεντήκοντα», Πλάτ.
«τὰς ἐντὸς εἴκοσιν γὰρ ἐκδικάζομεν», Αριστοφ.)·
[ΕΤΥΜΟΛ. Στον τ. εντός εμφανίζεται ως α΄ συνθετικό η πρόθεση εν και ως β' συνθετικό επίθημα -τος (πρβλ. λατ. intus). Ο τ. εντός χρησιμοποιείται και ως πρόθεση και ως επίρρημα
ως πρόθεση συντάσσεται με (προτασσόμενη ή επιτασσόμενη) γενική].
Greek Monotonic
ἐντός: επίρρ. (ἐν), εντός, μέσα σε, εσωτερικά, μέσα, Λατ. intus, αντίθ. προς το ἐκτός·
I. 1. ως πρόθ. με γεν., τείχεος ἐντός, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐντὸς Ὀλύμπου, σε Ησίοδ. κ.λπ.· ἐντὸς ἐμαυτοῦ, στα λογικά μου, σε Ηρόδ.· ομοίως και απόλ., ἐντὸςὤν, σε Δημ.· επίσης με ρήματα κίνησης, τείχεος ἐντὸς ἰέναι, σε Ομήρ. Ιλ.
2. εντός, δηλ. από αυτήν την πλευρά, Λατ. citra, ἐντὸς τοῦ Ἄλυος ποταμοῦ, σε Ηρόδ., κ.λπ.
3. λέγεται για χρόνο, μέσα σε, εντός του διαστήματος, ἐντὸς εἴκοσιν ἡμερῶν, σε Θουκ.· ἐντὸς ἑσπέρας, πλησίον, κοντά, δηλ. λίγο πριν, το απόγευμα, σε Ξεν.
II. απόλ., εντός, μέσα σε, ἐντὸςἐέργειν, σε Όμηρ.· ἐντὸς ἔχειν, σε Θουκ.· τὰ ἐντός, τα εσωτερικά μέρη του σώματος, σωθικά, εντόσθια, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐντός:
I adv.
1) внутри (ἐέργειν τινάς Hom. и τι Hes.; εἶναι Plat., Arst.): ὁ ἐ. Plat., Arst. внутренний; ἡ ἐ. θάλαττα Plut. Средиземное море; τὸ и τὰ ἐ. Thuc., Plat., Arst. внутренняя часть, внутренность, середина; ἐκ τοῦ ἐ. Thuc. с внутренней стороны, изнутри; ἐ. εἶναι Dem. не терять самообладания;
2) внутрь (ἐμβάλλειν τι Arst.): ἐ. ποιεῖσθαι Thuc., Xen. или ποιεῖν Thuc. помещать внутрь, ставить в середину;
3) внутри, под одеждой (ἐ. τὴν χεῖρα ἔχειν Aeschin.).
II praep. cum gen.
1) внутри, в (ἐ. ἢ ἔξωθεν δόμων Eur.; μήτε ἐ. εἶναί τινος μήτε ἔξω Plat.): ἐ. ἑωυτοῦ γενέσθαι Her. овладеть собой, остаться невозмутимым; ἐ. λογισμῶν εἶναι Plut. быть в здравом уме;
2) внутри, под (τοῦ ἱματίοι Xen.);
3) внутрь (ἐ. πλαισίου ποιήσασθαί τινας Xen.);
4) с внутренней стороны, за (τείχεος ἐ. Hom. и ἐ. τείχους Isocr.);
5) по сю сторону (ἐ. τοῦ ποταμοῦ Her., Thuc.; ἐ. ὅρων Ἡρακλείων Plat.);
6) в пределах досягаемости (τοξεύματος Eur.; βελῶν Xen.; шутл. τοῦ φιλήματος Luc., Plut.);
7) в пределах, не свыше, до (εἴκοσιν ἡμερῶν Thuc.; ἑξήκοντα ἐτῶν Dem.; δραχμῶν πεντήκοντα Plat.);
8) ранее, до (ἐ. ἑσπέρας Xen.): οἱ τῆς ἡλικίας ἐ. γεγονότες Lys. не достигшие (установленного) возраста;
9) между (ἐ. τινος καί τινος Her.);
10) ближе: οἱ ἐ. ἀνεψιότητος или ἀνεψιαδῶν Plat., Dem. ближайшие родственники;
11) в доме, у (ἐ. τινος τρέφεσθαι Plat.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adv. and prep.
Meaning: inside (Il.).
Derivatives: ἔντοσθε(ν), rare ἔντοθεν (after ἔνδοθεν, ἔκτοθεν etc.) (from) inside (ep. Ion., Il.;) with ἐντόσθια and ἐντοσθίδια n. pl. intestines (Hp., Arist.; cf. Chantraine Formation 39), with the adj. ἐντόσθιος, -ίδιος of the intestines (medic. a. o.); cf. below. - Comparative ἐντότερος inner (LXX).
Origin: IE [Indo-European] [314] *h₁entos (from) inside
Etymology: With Lat. intus (from) inside identical; IE formation in -tos (e. g. Skt. i-táḥ from here, Lat. peni-tus [from] inside) to the adverb *en; s. ἔν. Cf. ἐκτός . - ἐντόσθια not with Vendryes REGr. 23, 74 from *ἐντόστια (after ἔντοσθε) = Skt. antastya- n. intestines; the word belongs to Skt. antár inside (s. ἔντερον) with regular replacement of -r by -s- in sandhi before suffix -tya-.
Middle Liddell
[ἐν]
within, inside, Lat. intus, opp. to ἐκτός:
I. as prep. with gen., τείχεος ἐντός Il.; ἐντὸς Ὀλύμπου Hes., etc.; ἐντὸς ἐμαυτοῦ in my senses, Hdt.; so absol., ἐντὸς ὤν Dem.:—also with Verbs of motion, τείχεος ἐντὸς ἰέναι Il.
2. within, i. e. on this side, Lat. citra, ἐντὸς τοῦ Ἄλυος ποταμοῦ Hdt., etc.
3. of Time, within, ἐντὸς εἴκοσιν ἡμερῶν Thuc.; ἐντὸς ἑσπέρας short of, i. e. before, evening, Xen.
II. absol. within, ἐντὸς ἐέργειν Hom.; ἐντὸς ἔχειν Thuc.; τὰ ἐντός the inner parts, inwards, Thuc.
Frisk Etymology German
ἐντός: {entós}
Grammar: Adv. und Präp.
Meaning: innen, drinnen, innerhalb (seit Il.).
Derivative: Davon ἔντοσθε(ν), vereinzelt ἔντοθεν (nach ἔνδοθεν, ἔκτοθεν usw.) von innen, drinnen, innerhalb (ep. ion. seit Il.; späte Prosa) mit ἐντόσθια und ἐντοσθίδια n. pl. Eingeweide (Hp., Arist. usw.; vgl. Chantraine Formation 39), wozu die Adj. ἐντόσθιος, -ίδιος auf die Eingeweide bezüglich (Mediz. u. a.); vgl. unten. — Komparativbildung ἐντότερος innerer (LXX).
Etymology : Mit lat. intus ‘(von) innen’ uridentisch; idg. Bildung auf -tos (z. B. aind. i-táḥ von hier, lat. peni-tus ‘[von] innen’) zum Adverb *en; s. ἔν. Vgl. ἐκτός m. Lit. — ἐντόσθια nicht mit Vendryes REGr. 23, 74 aus *ἐντόστια (nach ἔντοσθε) = aind. antastya- n. Eingeweide; das letztgenannte Wort gehört zu aind. antár innen (s. ἔντερον) mit regelmäßigem Ersatz von -r durch -s- im Sandhi vor dem Suffix -tya-.
Page 1,525