κλέος

From LSJ
Revision as of 18:26, 28 December 2020 by Spiros (talk | contribs)

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλέος Medium diacritics: κλέος Low diacritics: κλέος Capitals: ΚΛΕΟΣ
Transliteration A: kléos Transliteration B: kleos Transliteration C: kleos Beta Code: kle/os

English (LSJ)

τό, Dor. κλέϝος GDI1537 (Crissa, = RöhlImag.3pp.87/8 No.1), only nom. and acc. sg. and pl.: Ep. pl. κλέᾰ (before a vowel) Hom. (v. infr. 11.1), κλεῖα (nisi leg. κλέεα) Hes.Th.100: (κλέω A):—    A rumour, report, τί δὴ κ. ἔστ' ἀνὰ ἄστυ; Od.16.461; κ. εὐρὺ φόνου 23.137; ὄσσαν... ἥ τε μάλιστα φέρει κ. ἀνθρώποισι 1.283; σὸν κ. news of thee, 13.415: c. gen., μετὰ κ. ἵκετ' Ἀχαιῶν the report of their coming, Il.11.227, cf. 13.364; κείνου κατὰ κ. at the news of his coming, Pi.P.4.125; τῶν ἐμῶν κακῶν κ. S.Ph.251; rumour, opp. certainty, κ. οἶον ἀκούομεν οὐδέ τι ἴδμεν Il.2.486; γυναικογήρυτον κ. A.Ag.487 (lyr.).    II good-report, fame, freq.in Hom., κ. ἐσθλόν Il.5.3; ἀνδρὸς τοῦ κ. εὐρὺ καθ' Ἑλλάδα Od.1.344: abs., τῷ μὲν κ., ἄμμι δὲ πένθος Il.4.197; τὸ δ' ἐμὸν κ. οὔ ποτ' ὀλεῖται 7.91, cf. 2.325; κ. εἶναί τινι to be a glory to him, 22.514; κ. οὐρανὸν ἵκει 8.192, Od.9.20; κ. οὐρανὸν εὐρὺν ἵκανε 8.74; κ. ἄφθιτον Sapph.Supp.20a.4, Ibyc.Oxy.1790.47, GDIl.c.; κ. ἀρέσθαι, εὑρέσθαι, Pi.O.9.101, P.3.111; γίνεσθε κατὰ κ. ὧδε μαχηταί in renown, BCH24.71 (Acraeph., iii B.C.); λαβεῖν S.Ph.1347; κ. αἰχμᾶς glory in or for... Pi.P.1.66; τῆς μελλοῦς κ. A.Ag.1356; κ. σου μαντικόν ib.1098; μικροῦ δ' ἀγῶνος οὐ μέγ' ἔρχεται κ. S.Fr.938: less freq. in Prose, κ. ἀέναον Heraclit.29; μένοντι δὲ… κ. μέγα ἐλείπετο Hdt.7.220; κ. καταθέσθαι to lay up store of glory, Id.9.78; τιμὴν καὶ κ. ἔσχεν Ar.Ra.1035; πόρρω κ. ἥκει Id.Ach.646; κ. οὐρανόμηκες Id.Nu. 459; κ. ἔχειν τὰ περὶ τὰς ναῦς Th.1.25; παρ' ἀνθρώποις ἀείμνηστον κ. ἔχει τινά X.Cyn.1.6; κ. ἀθάνατον καταθέσθαι Pl.Smp.208c; κ. τε καὶ ἔπαινος πρὸς ἀνθρώπων Id.Lg.663a; περὶ χώρας ἀκούειν κ. μέγα Lys. 2.5; κ. ἕξειν ἔν τινι Ath.Mech.15.4; ποῖον κ., εἰ… ; 1 Ep.Pet.2.20: pl., ἄειδε δ' ἄρα κλέα ἀνδρῶν the lays of their achievements, Il.9.189, cf. 524, Od.8.73; κλέα φωτῶν μνήσομαι A.R.1.1.    2 rarely in bad sense, δύσφαμον κ. ill repute, Pi.N.8.36; αἰσχρὸν κ. E.Hel.135, cf. Ar.Fr.796: both senses in Th.2.45 ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου… κ. ᾖ of whom there is least talk either for praise or blame. (Cf. Skt. śrávas 'fame', Slav. slovo 'word', 'glory'; cogn. with κλέω (A), κλύω.)

German (Pape)

[Seite 1448] τό (κλυ, vgl. κλέω u. καλέω), Ruf, Gerücht, unsichere, ungewisse Kunde; μὴ πρόσθεν κλέος εὐρὺ φόνου κατὰ ἄστυ γένηται Od. 23, 137; so auch 1, 382 ἢν ὄσσαν ἀκούσῃς ἐκ Διός, ἥτε μάλιστα φέρει κλέος ἀνθρώποισι; σὸν κλέος, Kunde von dir, 13, 415; κλέος Ἀχαιῶν, das Gerücht von den Achäern, Il. 11, 227, vgl. 2, 325. 13, 364; so wird es 2, 485, ἡμεῖς δὲ κλέος οἶον ἀκούομεν, οὐδέ τι ἴδμεν, dem bestimmten Wissen entgegengesetzt. Vgl. noch Aesch. ταχύμορον γυναικοκήρυκτον ὄλλυται κλέος, das von den Weibern verbreitete Gerücht, Ag. 474; οὐδὲ τῶν ἐμῶν κακῶν κλέος ᾔσθου ποτ' οὐδέν Soph. Phil. 251. – Gew. der gute Ruf, der Ruhm; κλέος ἐσθλὸν ἄροιτο Il. 5, 3, öfter; μέγα, εὐρύ, auch ohne Zusatz, 4, 197. 7, 91. 9, 412 u. sonst; häufig κλέος οὐρανὸν ἵκει, von weitverbreitetem Ruhm; κλέος εἶναί τινι, Einem zur Ehre gereichen, 22, 514; auch im plur., κλέα ἀνδρῶν ἀείδειν, ἀκούειν, die ruhmvollen Thaten der Männer besingen, anhören, 9, 189. 524 Od. 8, 73, wie κλέα φωτῶν μνήσομαι An. Rh. 1, 1 [mit kurzem α], κλεῖα Hes. Th. 100; – λάμπει οἱ κλέος Pind. Ol. 1, 23; ἑλέσθαι 9, 109; εὑρέσθαι ὑψηλόν P. 3, 111, öfter; aber auch δύσφημον κλέος προσάπτειν, schlechten Ruf, N. 8, 36; Tragg., z. B. κλέος ὑπέρτατον λαβεῖν Soph. Phil. 1331, ἐπισπάσειν κλέος Ai. 756; τιμὰ καὶ κλέος Eur. Andr. 774. Auch in Prosa, Her. 7, 220, κλέος ἀθάνατον Plat. Conv. 208 c, κλέος τε καὶ ἔπαινος Legg. II, 663 a; κλέος ἔχειν τὰ περὶ τὰς ναῦς, im Ruf stehen in Bezug auf das Seewesen, Thuc. 1, 25, vgl. 2. 45; Sp. – In schlimmer Bdtg, wie bei Pind., αἰσχρόν, Eur. Hel. 135 u. Ar. bei Phot. lex. – Das Wort kommt nur im nom. u. acc. vor.

Greek (Liddell-Scott)

κλέος: τό, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτ. ἀμφοτέρων τῶν ἀριθμῶν. Ἐπικ. πληθ. κλέᾰ (πρὸ φωνήεντος) Ὅμ., κλεῖα Ἡσ. Θ. 100 (ἴδε κλέω Α). Φήμη, εἴδησις, νέα, Λατ. fama, τί δὴ κλέος ἔστ’ ἀνὰ ἄστυ Ὀδ. Π. 461· κλέος εὐρὺ φόνου Ψ. 137· Ὄσσαν..., ἥ τε μάλιστα φέρει κλέος ἀνθρώποισι Α. 283· σὸν κλέος, εἰδήσεις περὶ σοῦ, Ν. 415· μετὰ γεν., μετὰ κλέος ἵκετ’ Ἀχαιῶν, ἦλθον ἀκούσας τὴν φήμην τῆς ἐπιστρατείας τῶν Ἀχαιῶν Ἰλ. Λ. 227, πρβλ. Β. 325., Ν. 364· κείνου κατὰ κλέος, εἰς τὴν φήμην τῆς ἐλεύσεως αὐτοῦ Πινδ. Π. 4. 221· τῶν ἐμῶν κακῶν κλ. Σοφ. Φιλ. 251· ― ἁπλῆ φήμη, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ βέβαιον, τὴν βεβαιότητα, κλέος οἶον ἀκούομεν, οὐδέ τι ἴδμεν Ἰλ. Β. 486· γυναικογήρυτον κλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 487. ΙΙ. καλὴ φήμη, δόξα, ὡσαύτως ὡς τὸ λατ. fama, συχν. παρ’ Ὁμ., κλέος ἐσθλόν, εὐρύ, μέγα Ἰλ. Ε. 3. κτλ.· ὡσαύτως ἀπολ., Δ. 197., Η. 91, κτλ.· ἀλλὰ πρὸς Τρώων καὶ Τρωϊάδων κλέος εἶναι, «ἀλλὰ πρὸς δόξαν τῶν Τρώων καὶ Τρῳάδων ἔσονται» (Γαζῆς), Χ. 514· κλέος οὐρανὸν ἵκει, κλέος οὐρανὸν εὐρὺν ἱκάνει Ὀδ. Θ. 74., Ι. 20, κτλ.· οὕτω παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, κλ. ἑλέσθαι, εὑρέσθαι Πινδ. Ο. 9. 154. Π. 3. 196· λαβεῖν Σοφ. Φιλ. 1347· κλ. αἰχμᾶς, δόξα εἰς ἢ διά..., Πινδ. Π. 1. 128· τῆς μελλοῦς κλέος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1356· κλ. σου μαντικὸν αὐτόθι 1098· μικροῦ δ’ ἀγῶνος οὐ μέγ’ ἔρχεται κλ. Σοφ. Ἀποσπ. 675· ― σπανιώτερον παρὰ πεζολόγοις, μένοντι δέ... κλ. μέγα ἐλείπετο Ἡρόδ. 7. 220· κλέος καταθέσθαι, ταμιεῦσαι δόξαν, αὐτόθι 9. 78· τιμὴν καὶ κλ. ἔσχεν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1035· πόρρω κλ. ἥκει ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 646· κλ. οὐρανόμηκες ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 459· κλ. ἔχειν τὰ περὶ τὰς ναῦς Θουκ. 1. 25· ἀείμνηστον κλ. ἔχει τινὰ Ξεν. Κυν. 1, 6· κλέος ἀθάνατον καταθέσθαι Πλάτ. Συμπ. 208C· κλ. τε καὶ ἔπαινος ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 663Α· περὶ χώρας ἀκούειν κλέος μέγα Λυσίας 190. 40· ― κατὰ πληθ., ἄειδε δ’ ἄρα κλέα ἀνδρῶν (συντετμημένον ἐκ τοῦ κλέεα), σχεδὸν ὡς τὸ αἶνος, ἔψαλλε τοὺς ἐπαίνους, τὰ ἐγκώμια τῶν κατορθωμάτων αὐτῶν, Ἰλ. Ι. 189, πρβλ. 524 (520), Ὀδ. Θ. 73. 2) σπανίως ἐπὶ κακῆς σημασ., δύσφημον κλέος κακὴ φήμη, Πινδ. Ν. 8. 62· αἰσχρὸν κλ. Εὐρ. Ἑλ. 135· «κλέος· τὴν φαύλην δόξαν Ἀριστοφάνης» Φώτ.· ― ἀμφότεραι αἱ ἔννοιαι συνδυάζονται ἐν Θουκ. 2. 45, ἧς ἂν ἐπ’ ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου... κλέος ᾖ, περὶ ἧς ὀλιγίστη ὁμιλία γίνεται εἴτε πρὸς ἔπαινον εἴτε πρὸς ψόγον.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
us. seul. aux nom. et acc. sg. et aux nom. et acc. plur. κλέα;
1 bruit, nouvelle qui se répand : κλέος φόνου OD bruit d’un meurtre ; κλέος Ἀχαιῶν IL bruit de l’armement des Grecs ; σὸν κλέος OD nouvelles de toi ; particul. bruit sans fondement;
2 en b. part bonne renommée ; gloire ; τὰ κλέα actions glorieuses, hauts faits.
Étymologie: R. Κλυ, entendre, > κλευ-, κλεϜ-, κλε-.

English (Autenrieth)

(root κλυ, κλύω), pl. κλέᾶ (shortened before a vowel): rumor, tidings, glory; σόν, ἐμὸν κλέος, ‘news of thee,’ ‘of me,’ Od. 13.415 ; κλέος πρὸς Τρώων, ‘an honor to thee before the Trojans,’ Il. 22.415 ; ἀνδρῶν κλέᾶ, glorious deeds (laudes), Il. 9.189.

English (Slater)

κλέος (only nom., acc.)
   a fame of pers., things. λάμπει δέ οἱ κλέος (O. 1.23) τὸ δὲ κλέος τηλόθεν δέδορκε τᾶν Ὀλυμπιάδων (O. 1.93) ἦν δὲ κλέος βαθύ (O. 7.52) μέγα τοι κλέος αἰεί (O. 8.11) πολλοὶ δὲ διδακταῖς ἀνθρώπων ἀρεταῖς κλέος ὤρουσαν ἀρέσθαι (O. 9.101) ποτὶ πελώριον ὁρμάσαι κλέος (O. 10.21) τρέφοντι δ' εὐρὺ κλέος κόραι Πιερίδες Διός (O. 10.95) γείτονες, ὧν κλέος ἄνθησεν αἰχμᾶς (P. 1.66) ἐλπίδ' ἔχω κλέος εὑρέσθαι κεν ὑψηλὸν (P. 3.111) τῶν μὲν κλέος ἐσλὸν Εὐφάμου τ' ἐκράνθη σόν τε (P. 4.174) τὸ δ' ἐμὸν γαρύει ἀπὸ Σπάρτας ἐπήρατον κλέος (P. 5.73) φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον αἰνέσω (N. 7.63) λέγεται μὰν Ἕκτορι μὲν κλέος ἀνθῆσαι (N. 9.39) ἔν τ' ἀγωνίοις ἀέθλοισι ποθεινὸν κλέος ἔπραξεν (I. 5.8) οὐδ' ἔστιν πόλις, ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος ἥρωος (I. 6.25) ἀστῶν γενεᾷ μέγιστον κλέος αὔξων (I. 7.29)
   b in neutral sense,
   I = φάμα, report ἤλυθον κείνου γε κατὰ κλέος at report of him (cf. Fraenkel on Agam. 487) (P. 4.125)
   II reputation θανὼν ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω (N. 8.36)

Spanish

gloria

English (Strong)

from a shorter form of καλέω; renown (as if being called): glory.

English (Thayer)

κλεους, τό (κλέω equivalent to καλέω);
1. rumor, report.
2. glory, praise: Homer down; for שֵׁמַע , Job 28:22.)

Greek Monolingual

το (AM κλέος)
καλή φήμη, δόξα, αίγληκλέος οὐρανόμηκες ἐν βροτοῖσιν ἕξεις», Αριστοφ.)
αρχ.
1. φήμη, λόγος, είδηση («τὶ δὴ κλέος ἔστ' ἀνὰ ἄστυ;», Ομ. Οδ.)
2. κακή φήμη, προσβολή, ντροπή («θανὼν ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω», Πίνδ.)
3. στον πληθ. τὰ κλέα
ένδοξες πράξεις, κατορθώματα, ανδραγαθήματα («ἄειδε δ' ἄρα κλέα ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kleu- με αρχική σημ. «ακούω», που διατηρείται στην Ελληνική στο ρ. κλύω. Η σημασία του κλέος «φήμη, δόξα» αποτελεί εξέλιξη της αρχικής σημ. της ρίζας («αυτό για το οποίο ακούει κανείς πολλά», πρβλ. και νεοελλ. ξακουστός). Παράλληλη σημασιολογική εξέλιξη εμφανίζουν και συγγενείς τ. άλλων ΙΕ γλωσσών, όπως το αρχ. ινδ. śravas- «δόξα» και το αρχ. ιρλδ. clu «δόξα». Το κλέος συνδέεται επίσης με το αβεστ. sravah- «λέξη» και το αρχ. σλαβ. slovo «λέξη, ομιλία», που ακολούθησαν διαφορετική σημασιολογική εξέλιξη, παρεμφερή με εκείνην τών κλείω (II), κλῄζω (Ι)
Η λ. κλέος αποτελεί α' συνθετικό πολλών κύριων ονομάτων, όπως τών Κλεισθένης (< κλεFι- ή < κλε-(σ)ι-), Κλεάνθης (< κλεFε- ή < κλεFεσ-), ενώ με θεματικό φωνήεν απαντά στα Κλεο-μένης, Κλεο-πάτρα κ.λπ. Ως β' συνθετικό κύριων ονομάτων απαντά με τη μορφή -κλέFης > -κλής (πρβλ. κυπρ. Τιμο-κλέFης, Περικλής κ.λπ.). Ήδη στη Μυκηναϊκή μαρτυρούνται τέτοια ονόματα, καθώς και το μετονοματικό παρ. επίθ. etewo-kereweio (ἐτεόκλειος) < ἘτεFο-κλέFης. Αξιοσημείωτη είναι επίσης η πλήρης αντιστοιχία του Εὐκλῆς (< Εὐ-κλέFης) με το αρχ. ινδ. vasu-śravas «αυτός που διαθέτει καλή φήμη» και το πιθ. ιλλυρ. κύριο όν. Ves-cleves. Ως β' συνθετικό επιθέτων, τέλος, το κλέος απαντά με τη μορφή -κλεής (πρβλ. μεγα-κλεής, περι-κλεής).
ΠΑΡ. κλεινός
αρχ.
κλ(ε)ηδών, κλέω / κλείω (ΙΙ), κλύω
αρχ.-μσν.
κλεΐζω / κλῄζω (Ι).
ΣΥΝΘ. -κλεής: ακλεής, ευκλεής, περικλεής
αρχ.
aγακλεής, βαθυκλεής, δυσκλεής, επικλεής, ισοκλεής, κακοκλεής, μεγακλεής, μεγαλοκλεής, πολυκλεής, φερεκλεής
νεοελλ.
τρισευκλεής.

Greek Monotonic

κλέος: τό, μόνο στην ονομ. και αιτ. ενικού και πληθ.· Επικ. πληθ. κλέᾰ, κλεῖα· (κλέω
I. φήμη, διάδοση, αναφορά, είδηση, Λατ. fama, σε Όμηρ.· σὸν κλέος, ειδήσεις για εσένα, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., κλέοςἈχαιῶν, η είδηση του ερχομού τους, σε Ομήρ. Ιλ.· απλή αναφορά, φήμη, αντίθ. προς τη βεβαιότητα, κλέος οἶον ἀκούομεν, οὐδέ τι ἴδμεν, ακούμε μόνο μια φήμη αλλά δεν γνωρίζουμε κάτι, στο ίδ.
II. 1. καλή είδηση, καλή φήμη, δόξα, σε Όμηρ.· κλέος οὐρανὸν ἵκει, σε Ομήρ. Οδ.· κλ. ἑλέσθαι, εὑρέσθαι, σε Πίνδ.· λαβεῖν, σε Σοφ.· κλ. καταθέσθαι, καταθέτει απόθεμα δόξας, σε Ηρόδ. κ.λπ.· στον πληθ., ἄειδε κλέα ἀνδρῶν (συντομ. από το κλέεα), έψαλε τους επαίνους των κατορθωμάτων τους, σε Ομήρ. Ιλ.
2. με αρνητική σημασία, δύσφημον κλέος, άσχημη φήμη, σε Πίνδ.· αἰσχρὸν κλ., σε Ευρ.· συνδυασμός των δύο σημασιών, στον Θουκ.· ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου κλέος ᾖ, λέγεται για κάποιον για τον οποίο δεν γίνεται πολύ κουβέντα είτε θετικά είτε αρνητικά.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλέος -ους, τό, ep. plur. κλεῖα nieuws, gerucht:. ἡμεῖς δὲ κλέος οἶον ἀκούομεν οὐδέ τι ἴδμεν wij horen alleen een gerucht, maar weten het niet zeker Il. 2.486; πευσόμενος μετὰ σὸν κλέος om nieuws over jou te vernemen Od. 13.415. roem, vermaardheid (vooral door gezangen, verhalen):; κ. οὐρανὸν εὐρὺν ἵκανε de roem bereikte de wijdse hemel Od. 8.74; κλεός αἰχμᾶς roem vanwege hun strijdlust Pind. P. 1.66; κλέος ὑπέρτατον λαβεῖν de hoogste roem behalen Soph. Ph. 1347; κ. ἔχειν τὰ περὶ τὰς ναῦς beroemd zijn vanwege de vloot Thuc. 1.25.4; soms ongunstig:; αἰσχρὸν κ. vreselijke reputatie Eur. Hel. 135; plur. roemrijke daden:. κλέα ἀνδρῶν roemrijke daden der mannen Il. 9.189.

Russian (Dvoretsky)

κλέος: τό (только nom. и acc. обоих чисел; эп. pl. κλέᾰ и κλεῖα)
1) молва, весть, слух: κ. φόνου Hom. весть об убийстве; σὸν κ. Hom. весть о тебе; πολέμου κ. Hom. слух о войне;
2) слава (ἐσθλόν, εὐρύ Hom.; ἀθάνατον Plat.; κ. ἔχειν τὰ περὶ τὰς ναῦς Thuc.): κ. εἶναί τινι Hom. служить к славе кому-л.; κ. ἑλέσθαι или εὑρέσθαι Pind., κ. λαβεῖν и φέρεσθαι Soph. стяжать славу; δύσφημον κ. Pind. дурная слава;
3) pl. славные деяния Hom.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: fame, renown (Il.).
Other forms: Phoc. κλέϜος
Compounds: Compp., esp. in PN, e. g. Κλεο-μένης (shortname Κλέομ(μ)ις) with tansit in the o-stems, beside Κλει-σθένης (from *ΚλεϜεσ- or *ΚλεϜι-σθένης), Τιμο-κλέϜης (Cypr.) etc.; s. Fick-Bechtel Personennamen 162ff., Bechtel Hist. Personennamen 238ff.; on Thess. etc. -κλέας for -κλέης Kretschmer Glotta 26, 37.
Derivatives: Adjective κλεινός, Aeol. κλέεννος (< *κλεϜεσ-νός) famous (Sol., Pi.) with Κλεινίας a. o. - Enlargement after the nouns in -(η)δών (cf. Schwyzer 529f., Chantraine Formation 361): κλεηδών, -όνος f. (Od.), κληηδών (δ 312; metr. lengthening), κληδών (Hdt., trag.; contraction resp. adaptation to κλῄζω, κικλήσκω; s. below) fame, (divine) pronouncement; from it κληδόνιος (sch., Eust.), κληδονίζομαι, -ίζω (LXX) with -ισμα, -ισμός. - Denomin. verb: 1. κλείω (Il.), κλέω (B., trag. in lyr.) celebrate, praise, proclaim, hell. also call (after κλῄζω, s. below), κλέομαι enjoy fame, be celebrated (Ω 202), hell. also be called; basis *κλεϜεσ-ι̯ω > *κλε(Ϝ)έω, from where κλείω, κλέω; s. Wackernagel BphW 1891 Sp. 9; see Frisk GHÅ 56 : 3 (1950) 3ff., where the possibility is discussed that κλέω (from where κλείω with metr. lengthening) is a backformation of κλέος after ψεύδω : ψεῦδος (thus Risch par. 31 a). Diff. e. g. Schulze Q. 281: κλείω denomin. from *κλεϜεσ-ι̯ω, but κλέω, κλέομαι old primary formation; diff. again Chantraine Gramm. hom. 1, 346 w. n. 3: κλέω primary, from where with metrical lengthening κλείω; further s. Frisk l. c. - From κλείω, κλέω as agent noun Κλειώ, Κλεώ, -οῦς f. "the one who gives fame", name of one of the Muses (Hdt., Pi.). - 2. κλεΐζω (Pi.; εὑκλεΐζω from εὑκλεής also Sapph., Tyrt.), κληΐζω (Hp., hell.), κλῄζω (Ar.), aor. κλεΐξαι resp. κληΐσαι, κλῃ̃σαι, κλεῖσαι, fut. κλεΐξω, κληΐσω, κλῄσω etc., celebrate, praise, proclaim, also call (after κικλήσκω, καλέω; from there also the notation κλη-); basis *κλεϜεσ-ίζω; diff. e. g. Schulze Q. 282ff., s. Bq s. κλείω and Schwyzer 735 n. 7; cf. also Fraenkel Glotta 4, 36ff.
Origin: IE [Indo-European] [606] *ḱleuos fame
Etymology: Old verbal noun of a word for hear, found in several languages: Skt. śrávas- n. fame (κλέος ἄφθιτον: ákṣiti śrávaḥ), Av. sravah- n. word, OCS slovo n. word, also OIr. clū and Toch. A klyw, B kälywe fame, and also Illyr. PN Ves-cleves (= Skt. vásu-śravas- having good fame; cf. Εὑ-κλῆς). The denomin. κλε(ί)ω < *κλεϜεσ-ι̯ω also agrees to Skt. śravasyáti praise, which therefore can be pre-Greek. Further s. κλύω. - On κλέος s. Steinkopf and Greindl s. εὔχομαι, and Greindl RhM 89, 217ff.

Middle Liddell

κλέω
I. a rumour, report, news, Lat. fama, Hom.; σὸν κλέος news of thee, Od.; c. gen., κλέος Ἀχαιῶν the report of their coming, Il.:— a mere report, opp. to certainty, κλέος οἶον ἀκούομεν, οὐδέ τι ἴδμεν we hear a rumour only, but know naught, Il.
II. good report, fame, glory, Hom.; κλέος οὐρανὸν ἵκει Od.; κλ. ἑλέσθαι, εὑρέσθαι Pind.; λαβεῖν Soph.; κλ. καταθέσθαι to lay up store of glory, Hdt., etc.: —in pl., ἄειδε κλέα ἀνδρῶν (shortd. from κλέεἀ, was singing the lays of their achievements, Il.
2. in bad sense, δύσφημον κλέος ill repute, Pind.; αἰσχρὸν κλ. Eur.;—both senses combined in Thuc., ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου κλέος ᾖ of whom there is least talk either for praise or blame.

Frisk Etymology German

κλέος: {kléos}
Forms: phok. κλέϝος
Grammar: n.
Meaning: Gerücht, Ruf, Ruhm (seit Il.).
Composita : Kompp., bes. in EN, z. B. Κλεομένης (Kurzname Κλέομ(μ)ις) mit Übergang in die o-Stämme, daneben Κλεισθένης (aus *Κλεϝεσ- oder *Κλεϝισθένης), Τιμοκλέϝης (kypr.) usw.; s. Fick-Bechtel Personennamen 162ff., Bechtel Hist. Personennamen 238ff.; zu thess. usw. -κλέας für -κλέης Kretschmer Glotta 26, 37.
Derivative: Ableitungen: Adjektiv κλεινός, äol. κλέεννος (aus *κλεϝεσνός) ruhmvoll, berühmt (poet. seit Sol., Pi.) mit Κλεινίας u. a. — Erweiterung nach den Nomina auf -(η)δών (vgl. Schwyzer 529f., Chantraine Formation 361): κλεηδών, -όνος f. (Od.), κληηδών (δ 312; metr. Dehnung), κληδών (Hdt., Trag. usw.; Kontraktion bzw. Angleichung an κλῄζω, κικλήσκω; vgl. unten) ‘Ruf, Gerücht, (göttliche) Aussprache, Zuruf’; davon κληδόνιος (Sch., Eust.), κληδονίζομαι, -ίζω (LXX u. a.) mit -ισμα, -ισμός. — Denominative Verba: 1. κλείω (ep. seit Il.), κλέω (B., Trag. in lyr. usw.) rühmen, preisen, verkünden, hell. Dichter auch nennen (nach κλῄζω, s. unten), κλέομαι Ruhm genießen, gerühmt werden (ep. poet. seit Ω 202), hell. Dichter auch genannt werden; Grundform *κλεϝεσι̯ω > *κλε(ϝ)έω, woraus κλείω, κλέω; s. Wackernagel BphW 1891 Sp. 9; ausführlich Frisk GHÅ 56 : 3 (1950) 3ff., wo auch mit der Möglichkeit gerechnet wird, κλέω (woraus dann κλείω mit metr. Dehnung) als Rückbildung zu κλέος nach ψεύδω : ψεῦδος u. a. zu erklären (so auch Risch par. 31 a). Anders z. B. Schulze Q. 281: κλείω denominativ aus *κλεϝεσι̯ω, aber κλέω, κλέομαι alte Primärbildung; wieder anders Chantraine Gramm. hom. 1, 346 m. A. 3: κλέω primär, daraus wahrscheinlich metrisch gedehnt κλείω; weitere Lit. bei Frisk a. a. O. — Von κλείω, κλέω als Nom. agentis Κλειώ, Κλεώ, -οῦς f. "die Rühmerin", N. einer der Musen (Hdt., Pi. usw.). — 2. κλεΐζω (Pi.; εὐκλεΐζω von εὐκλεής auch Sapph., Tyrt. u. a.), κληΐζω (Hp., hell. Dichtung), κλῄζω (Ar. usw.), Aor. κλεΐξαι bzw. κληΐσαι, κλῇσαι, κλεῖσαι, Fut. κλεΐξω, κληΐσω, κλῄσω usw., rühmen, preisen, verkünden, auch nennen (nach κικλήσκω, καλέω; daher auch die Schreibung κλη-); Grundform *κλεϝεσίζω; anders z. B. Schulze Q. 282ff., s. Bq s. κλείω und Schwyzer 735 A. 7; vgl. noch Fraenkel Glotta 4, 36ff.
Etymology : Altes Verbalnomen von einem Wort für hören, in mehreren Sprachen erhalten: aind. śrávas- n. Ruhm (κλέος ἄφθιτον: ákṣiti śrávaḥ), aw. sravah- n. Wort, aksl. slovo n. Wort, wohl auch air. clū und toch. A klyw, B kälywe Ruhm, dazu noch illyr. EN Ves-cleves (= aind. vásu-śravas- guten Ruhm besitzend; vgl. Εὐκλῆς). Auch das Denominativum κλε(ί)ω aus *κλεϝεσι̯ω stimmt zu aind. śravasyáti preisen und kann somit vorgriechisch sein. Weiteres (m. Lit.) s. κλύω. — Zu κλέος s. noch die Abhh. von Steinkopf und Greindl s. εὔχομαι, außerdem Greindl RhM 89, 217ff.
Page 1,869-870

Chinese

原文音譯:klšoj 克累哦士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:召 相當於: (שֵׁמַע‎)
字義溯源:名望,榮耀,讚美,尊貴,信託,名譽,可誇,可誇耀;源自(καλέω)=召); (καλέω)出自(κελεύω)=激勵,邀請),而 (κελεύω)出自(κελεύω)X*=力言)
出現次數:總共(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 可誇耀的(1) 彼前2:20

English (Woodhouse)

celebrity, distinction, fame, honor, honour, renown, report, reputation, rumour

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)