μάταιος

From LSJ
Revision as of 16:35, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάταιος Medium diacritics: μάταιος Low diacritics: μάταιος Capitals: ΜΑΤΑΙΟΣ
Transliteration A: mátaios Transliteration B: mataios Transliteration C: mataios Beta Code: ma/taios

English (LSJ)

[μᾰ], α, ον A.Pr.331, Th.442, Ag.422 (lyr.), etc.; also ος, ον ib.1151, Ch.82, Eu.337 (all lyr.), S.OC780, E.IT628, Pl.Sph. 231b, D.1.18: (μάτη):—I vain, empty, idle: 1 of words, acts, etc., μάταια νομίζομεν Thgn.141, cf. 487,492, etc.; μάταιοι λόγοι = idle tales or idle words, Hdt.7.10. ή μάταια ἔπεα ib.ΙΙ; δόξαι φέρουσαι χάριν μ. A. Ag.422 (lyr.); μάταια ὑλάγματα, ποιφύγματα, ib.1672, Th.281; ματαία εὐχή E.l.c.; μάταια βάζειν τινά Id.Hipp.119; μ. τι δρᾶσαί τινα Id.Cyc.662 (lyr.); μ. ἂν εἴη πόνος Pl.Ti.40d; ματαία ἡδονή S.l.c.; δοξοσοφία Pl.Sph. l.c.; ὄρεξις Arist.EN1094a21; τὰ μάταια ἀναλώματα = useless expenses, POxy.58.20 (iii A.D.); but also, μάταιον ἔπος = a word of offence, Hdt.3.120. 2 of persons, empty, foolish, ματαιότεροι νόον Thgn.1025, cf. Hdt.2.173, S.Tr.863,888 (lyr.), Ar.V.338, Amips.9 (Sup.); φῦλον ματαιότατον Pi.P.3.21; worthless, S.Ant.1339 (lyr.). II rash, irreverent, profane, freq. in A., ματαία γλῶσσα Pr.l.c., Ag.1662 (troch.); φρονήματα Th.438; αὐτουργίαι μάταιαι, of matricide and the like, Eu.l.c.; χαρὰ ματαία = mad merriment, Th.442; μ. ἀνοσίων τε κνωδάλων Supp.762; τὸ μὴ μάταιον = seriousness, gravity, ib.198; ψαύειν ματαίαις χερσί S.Tr. 565. III Adv. ματαίως = idly, without ground, ib.940, Emp.39.2, E.Fr.908.4; ὀχλεῖν τοῖς ἀνθρώποις Aen.Tact.6.1; ματαίως ἐρεῖν = speak to no purpose, speak in vain Pl.Ep.331d; ταλαιπωρῆσαι Polystr.p.31 W.

German (Pape)

[Seite 100] att. oft 2 Endgn, eitel, nichtig, von Sachen, ohne Kraft u. Wirkung, auch leichtfertig; λόγος, ἔπος, Theogn.; Posse, Zote, Her. 3, 120. 6, 68. – Von Menschen, eitel, thöricht, albern, φῦλον ἐν ἀνθρώποισιν ματαιότατον, Pind. P. 3, 21; oft bei den Tragg. von Menschen u. Sachen, γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται, durch die thörichte, unbesonnene Zunge, Aesch. Prom. 329, wie Ag. 1647; χαρᾷ ματαίᾳ, Spt. 424; μάταιος ἐκ νυκτῶν φόβος, Ch. 286; ματαίων ἀνοσίων τε κνωδάλων, Suppl. 743; ψαύει ματαίαις χερσίν, Soph. Tr. 562, er tastet mit frechen, frevelnden Händen an; ἆρ' ἂν ματαίου τῆσδ' ἂν ἡδονῆς τύχοις; O. C. 784; πότερον ἐγὼ μάταιος, Trach. 860, bethört, wahnsinnig, wie κλύειν ἀνδρὸς ματαίου Ai. 1141; καὶ μανιώδεις κύνες, Xen. Mem. 4, 1, 9; ὅστις ἐμπόρῳ χρῆται τέχνῃ μάταιος, Eur. Phoen. 962; λόγων ματαίων ἕνεκα, Med. 450; frech, καὶ παιγνιήμων, Her. 2, 173; μάταιος ὃς γελοῖον ἄλλο τι ἡγεῖται ἢ τὸ κακόν, Plat. Rep. V, 452 d; μάταιος ἂν εἴη πόνος, λόγος, Tim. 40 d Legg. II, 654 e; ἡ μάταιος δοξοσοφία, Soph. 231 b; ματαίας βουλήσεις, L. V, 742 c; ἡ στρατεία μάταιος, Dem. 1, 17; Sp., μάταια αὐτοῖς ἦν καὶ ἄπρακτα τὰ δόρατα, Pol. 6, 25, 6. – Adv. ματαίως, ἐρεῖν, Plat. Ep. VII, 331 d. – Man vgl. das französische mat, unser matt.

Greek (Liddell-Scott)

μάταιος: -α, -ον, Αἰσχύλ. Πρ. 329, Θήβ. 442, Ἀγ. 421, κτλ.· ὡσαύτως ος, ον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1151, Χο. 82, Εὐμ. 337, Σοφ. Ο. Κ. 780, Εὐρ. Ι. Τ. 628, Πλάτ. Σοφ. 231Β, Δημ. 14. 10· (μάτη)· ― ὡς τὸ Λατ. vanus, Ι. μάταιος, ἀνωφελής, κενός· καὶ ταῦτα, 1) ἐπὶ λόγων, πράξεων κττ., Θέογν. 141, 487, 492, Τραγ., κτλ.· μ. λόγοι, ἀνωφελεῖς, ἀπερίσκεπτοι λόγοι, Ἡρόδ. 7. 10, 7· μ. ἔπος 3. 120· μ. ἔπη 7. 11, κ. ἀλλ.· οὕτω, δόξαι φέρουσαι χάριν μ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 421· μ. ὑλάγματα αὐτόθι 1672, πρβλ. Θήβ. 280· μάταια βάζειν τινὰ Εὐρ. Ἱππ. 199· μ. τι δρᾶν τινα ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 662· μ. ἂν εἴη πόνος Πλάτ. Τίμ. 40D· ἀλλ’ ὡσαύτως, μ. ἔπος, προσβλητικὸς λόγος, Ἡρόδ. 3. 120. 2) ἐπὶ ἀνθρώπου, κενός, ἀνόητος, ἄφρων, ματαιότεροι νόον Θέογν. 1025· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 2. 173, Πινδ. Π. 3. 37, Σοφ. Τρ. 863, 888, κτλ.· οὐδενὸς ἄξιος, μωρὸς καὶ αὐθάδης, ἄγοιτ’ ἂν μάταιον ἄνδρ’ ἐκποδὼν ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1339. ΙΙ. παρ’ Αἰσχύλ., ἀπερίσκεπτος, ὁρμητικός, ἀσεβής, βέβηλος, μ. γλῶσσα Πρ. 329, Ἀγ. 1662· φρονήματα Θήβ. 438· αὐτουργίαι μ., ἐπὶ μητροκτονίας καὶ τῶν τοιούτων, Εὐμ. 336· χαρὰ μ., ἄφρων εὐθυμία, Θήβ. 442· μ. ἀνοσίων τε κνωδάλων Ἱκέτ. 762· τὸ μὴ μάταιον, τὸ σοβαρόν, ἡ σπουδαιότης, σοβαρότης, αὐτόθι 198· ― οὕτω, ματαίαις χερσὶ ψαύειν Σοφ. Τρ. 565. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -ως, εἰκῇ, ἄνευ λόγου, αὐτόθι 940, Εὐρ. Ἀποσπ. 900.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
1 vain, sans valeur;
2 vain, sot, frivole, futile;
3 qui se trompe, sans raison ; faux;
4 vain, orgueilleux, insolent;
5 impie.
Étymologie: μάτη.

English (Slater)

μᾰταιος
   1 ineffectual ἔστι δὲ φῦλον ἐν ἀνθρώποισι ματαιότατον (P. 3.21) ματ[αί]ων δὲ [ ] ἑκὰς ἐόντων Ρα. 4. 34.

English (Strong)

from the base of μάτην; empty, i.e. (literally) profitless, or (specially), an idol: vain, vanity.

English (Thayer)

μάταια (μάταιον, also μάταιος, μάταιον (WH s Appendix, p. 157; Winer's Grammar, § 11,1) (from μάτην), the Sept. for הֶבֶל, שָׁוְא, כָּזָב (a lie), etc.; as in secular authors (Latin canus) devoid of force, truth, success, result (A. V. uniformly vain): universally, ἡ θρησκεία, useless, to no purpose, ἡ πίστις, διαλογισμοί, ζητήσεις, ἀναστροφή, τά μάταια, vain things, vanities, of heathen deities and their worship (הֶבֶל, הַהֶבֶל אַחֲרֵי יָלַך, πορεύεσθαι ὀπίσω τῶν ματαίων, הֲבָלִים, μάταια, εἴδωλα, Trench, Synonyms, § xlix.)

Greek Monolingual

-η -ο, θηλ. και -α, (ΑM μάταιος, -ον, θηλ. και -αία)
(για λόγια ή πράξεις) άσκοπος, ανώφελος, άχρηστος, αυτός που δεν φέρνει αποτέλεσμα, ατελεσφόρητος (α. «παῡσαι λέγων λόγους ματαίους», Η ρόδ.
β. «ἄνθρωποι δὲ μάταια νομίζομεν», Θέογν.)
νεοελλ.
1. (για πρόσωπα) ματαιόδοξος
2. (για λόγια ή πράγματα) χωρίς νόημα, χωρίς περιεχόμενο
3. φρ. α) «μάταιος κόσμος» — ψεύτικος κόσμος, πρόσκαιρος κόσμος
β) «επί ματαίω» — μάταια, του κάκου
μσν.-αρχ.
(για πρόσωπα) ανόητος, άφρων, μωρός («ἔστι δὲ φῡλον ἐν ἀνθρώποισι ματαιότατον», Πίνδ.)
αρχ.
1. (για πρόσ.) ανάξιος, μηδαμινός, ασήμαντος («ἄγοιτ' ἂν μάταιον ἄνδρ' ἐκποδών», Σοφ.)
2. ασεβής, βέβηλος, ανίερος, ανόσιος
3. απερίσκεπτος («ὅτι γλώσσῃ ματαία ζημία προστρίβεται», Αισχύλ.)
3. φρ. α) «χαρᾷ ματαίᾳ» — τρελή χαρά, ευθυμία, κέφι, τέρψη, φαιδρότητα, διασκέδαση
β) «τὸ μὴ μάταιον» — η σοβαρότητα, η βαρύτητα, η σπουδαιότητα.
επίρρ...
ματαίως και μάταια (ΑM ματαίως)
χωρίς λόγο, άσκοπα, χωρίς αποτέλεσμα, ανώφελα, ατελεσφόρητα
αρχ.
επιπόλαια, χωρίς βαρύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ματα- (πρβλ. ματά-ζω) του μάτη «μάταιος κόπος» + κατάλ. -ιος.
ΠΑΡ. ματαιότητα
αρχ.
ματαιοσύνη.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ματαιοπονώ, ματαιοσπουδώ, ματαιόφρων αρχ. ματαιοβαστάκτης, ματαιόβουλος, ματαιογέρων, μεταιοεργία, ματαιοκόπος, ματαιολόγος, ματαιομοχθώ, ματαιοποιός, ματαιοπόνος, ματαιοπώγων, μεταιοσυκοφαντία, ματαιότεκνος, ματαιότεχνος, ματαιουργός, ματαιόφημος, ματαιοφιλοτιμούμαι, ματαιόφωνος
μσν.
ματαιοκηρυξία, ματαιοκοσμία, ματαιοπραγώ
μσν.- νεοελλ.
ματαιόσχολος
νεοελλ.
ματαιόδοξος, ματαιόσπουδος].

Greek Monotonic

μάταιος: [ᾰ], -α, -ον και -ος, -ον (μάτη),
I. μάταιος, κενός, ανωφελής, ασήμαντος, επιπόλαιος, σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ.
II. απερίσκεπτος, παράτολμος, αναιδής, βέβηλος, ασεβής, σε Αισχύλ.· τὸ μὴ μάταιον, σοβαρότητα, βαρύτητα, στον ίδ.
III. επίρρ. -ως, ανωφελώς, χωρίς υπόβαθρο, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

μάταιος: и 2 (μᾰ)
1) пустой, вздорный, безрассудный (φόβος, χαρά Aesch.; λόγοι Her., Eur.; πίστις NT): τὸ μὴ μάταιον Aesch. сосредоточенность, серьезность;
2) охваченный безумием, безумный (ἀνήρ Soph.);
3) напрасный, бесполезный, безуспешный (πόνος Plat.; ὑλάγματα Aesch.; στρατεία Dem.; δόρατα Polyb.);
4) оскорбительный, обидный (ἔπη Her.);
5) дерзновенный, заносчивый (γλῶσσα, φρονήματα Aesch.; χεῖρες Soph.).

Frisk Etymological English

See also: s. μάτη

Middle Liddell

μάταιος, η, ον μάτη
I. vain, empty, idle, trifling, frivolous, Theogn., Hdt., attic
II. thoughtless, rash, irreverent, profane, impious, Aesch.; τὸ μὴ μάταιον seriousness, gravity, Aesch.
III. adv. -ως, idly, without ground, Soph.

Chinese

原文音譯:m£taioj 馬台哦士
詞類次數:形容詞(6)
原文字根:空虛 相當於: (הֶבֶל‎) (כָּזָב‎) (שָׁוְא‎)
字義溯源:虛妄的,無用的,閒散的,虛的,徒然,無價值的,愚昧的;源自(μάτην)=徒然);而 (μάτην)出自(μασάομαι / μασσάομαι)=咬,試作), (μασάομαι / μασσάομαι)又出自(μασάομαι / μασσάομαι)X*=處理)。參讀 (ματαιολογία)同源字
出現次數:總共(6);徒(1);林前(2);多(1);雅(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 虛妄的(3) 林前3:20; 多3:9; 彼前1:18;
2) 是虛妄的(1) 雅1:26;
3) 徒然(1) 林前15:17;
4) 虛妄(1) 徒14:15

English (Woodhouse)

empty, idle, ineffectual, useless, vain, empty vain, of no effect

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)