ναός

From LSJ
Revision as of 09:57, 14 January 2024 by Spiros (talk | contribs)

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νᾱός Medium diacritics: ναός Low diacritics: ναός Capitals: ΝΑΟΣ
Transliteration A: naós Transliteration B: naos Transliteration C: naos Beta Code: nao/s

English (LSJ)

(Α) ὁ, Dor., Thess., etc. form, Leg.Gort.1.42, IG9(2).517.45 (Larissa, iii b.c.), etc., used also in Trag. (even dialogue) to the exclusion of νεώς, S.El.8, E.Hipp.31, al., exc. A.Pers.810, rare in Att. Prose and Com., Pl.R.394a, Lg.738c, 814b, Arist.EN1174a24, Posidipp.29.1, more freq. in X., HG2.3.20, An.5.3.9, al., found in Att. Inscrr. from iii b.c., IG22.1314.18, 1315.28, etc., and in Hellenistic and later Gr. (along with νεώς), SIG277 (Priene, iv b.c.), 214 (Phanagoria, iv b.c.), 494.3 (Delph., iii b.c.), Lxx1Ki.1.9, al. (νεώς only in 2Ma.), UPZ6.22 (ii b.c.), Plb.9.30.2 (νεώς 10.4.4), etc.; Ion. νηός, always in Hom. and Hdt. (v. infr.), but gen. νε[ώ] IG12(7).1.4 (Amorgos, v b.c.); dat. νειῷ Michel832.38 (Samos, iv b.c.); Att. νεώς (Attic Inscrr. of v-iii b.c. (v. infr.), once in Trag. (v. supr.), freq. in Prose authors and found in Com. (v. infr.)); declension, nom. νεώς X.HG1.6.1; gen. νεώ IG12.4.9, 80.6, Ar.Pl.733, IG22.1524.45, SIG1219.32 (Gambreum, iii b.c.); dat. νεῷ IG12.6.122, 256.4, Antipho 6.39, Alex.40.3, IG22.1504.7; acc. νεών ib. 12.24.13, al. X.HG6.5.9, Ar.Nu.401, Pl.741, Philem.139, f.l. in E.HF340, later νεώ IG22.212.35 (iv b.c.), al., Lxx2Ma.6.2, al., D.S.16.58 (v.l. νεών), SIG877 A 10 (ii/iii a.d.), v.l. in D.H.4.26, but νεών Aristid.Or.27(16).19 (v.l. νεώ), Ach.Tat.3.6 (v.l. νεώ BastEpist.Crit.p.176), etc.: pl. nom. νεῴ X.HG6.4.7; acc. νεώς A.Pers.810, Isoc.5.117, Plb.10.4.4; dat. νεῴς IG12.384; on the accent v. Hdn.Gr.1.8: Aeol. ναῦος, perh. in Sapph.2.1 L.-P. (ναυγον ostr., i.e. ?ναυϝον) Alc.325 L.-P., IG12(2).60.27 (Mytil.); Spartan ναϝός ib. 5(1).1564 (pl., found at Delos, v/iv b.c.):—temple, Il.1.39, al., Pi.O.13.21 (pl.), etc.
II inmost part of a temple, shrine containing the image of the god, Hdt.1.183, 6.19, X.Ap.15, UPZl.c.; ἐν παντὶ ἱερῷ ὅπου ναός ἐστι PGnom.79 (ii A.D.).
III portable shrine carried in processions, Hdt.2.63, D.S.1.15, etc.
IV metaph., of Christians, ν. θεοῦ ἐστε 1 Ep.Cor. 3.16; of the body of Christ, Ev.Jo.2.19,21. [νᾰόν and νᾰῶ Orph.Fr. 32biv (Phaestus, ii B.C.); elsewhere ᾱ.] (Perh. fr. νᾰσϝός, cf. ναίω.)
V (Christian church), Eus.HE10.2.1, Mitchell N. Galatia211, SEG30.1711 (a.d. 596), cf. Myc. adj. na-wi-jo, of shrines.(Β) Dor. and Att. poet. gen. from ναῦς.

German (Pape)

[Seite 228] ὁ, ion. νηός, att. νεώς (ναίω, also eigtl. jede Wohnung), die Wohnung eines Gottes auf der Erde, der Temp el; εἴ ποτέ τοι χαρίεντ' ἐπὶ νηὸν ἔρεψα, Il. 1, 39; ἑῷ ἐνὶ πίονι νηῷ, 2, 549; ὅθι οἱ νηός γ' ἐτέτυκτο, 5, 446, öfter; Πύθιον ναὸν καταβάντα, Pind. P. 4, 55; θεῶν ναοῖσιν, Ol. 13, 21, öfter; ναοὺς ἱκέσθαι δαιμόνων, Soph. O. R. 912; ἀμφικίονες, Ant. 286, öfter, wie bei Eur.; auch Plat. hat βωμοὺς καὶ ναούς, Legg. V, 738 c, ναῶν, Rep. III, 394 a; Xen. An. 5, 3, 9 u. sonst einzeln in att. Prosa für νεώς, w. m. vgl. – Insbesondere auch der innere Tempelraum, das Schiff, Her. 1, 183; u. der Ort, in welchem das Bild des Gottes steht, sonst σηκός, Valck. Her. 6, 19, also ein Theil des ἱερόν, mit dem es fast gleichbedeutend gebraucht wird.

French (Bailly abrégé)

1οῦ (ὁ) :
1 temple;
2 partie intérieure du temple où était placée la statue du dieu, chapelle, sanctuaire;
3 sorte de niche portative où était déposée la statuette d'un dieu, en Égypte.
Étymologie: ναίω.
2gén. dor. de ναῦς.

Russian (Dvoretsky)

νᾱός:
I атт. тж. νεώς, эп.-ион. νηός, эол. ναῦοςναίω I]
1 жилище (богов), храм (θεῶν Pind.; δαιμόνων Plat.);
2 (= σηκός) святилище храма (τοῦ ἱροῦ νηός Her.);
3 ящик в виде храма для изображений богов (τὸ ἄγαλμα ἐν νηῷ μικρῷ Her.).
II дор. gen. к ναῦς.

Greek (Liddell-Scott)

νᾱός: Ἰων. νηός, Ἀττ. νεώς, ἀλλ ὁ τύπος οὗτος εἶναι σπάνιος παρὰ τοῖς Τραγ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 810, Εὐρ.· (ναίω): τὸ κατοικητήριον θεοῦ, «παρὰ τὸ ἐνναίειν ἐν αὐτῷ τὸν θεὸν» (Γλωσσ.), ναός, Ὅμηρ. (ὅστις, ὡς ὁ Ἡρόδ., μεταχειρίζεται μόνον τὸν Ἰων. τύπον), Ἰλ. Α. 39, κ. ἀλλ., Πίνδ. κτλ. ΙΙ. τὸ ἐνδότατον μέρος ναοῦ, ὁ σηκός, Ἡρόδ. 1. 183: τὸ μέρος ἔνθα τὸ ἄγαλμα τοῦ θεοῦ ἦτο τεθειμένον, σηκός, ἄδυτον, Valck. εἰς Ἡρόδ. 6. 19, Ξεν. Ἀπολ. 15, - ἡ λέξ. ἱερὸν ἔχει γενικωτέραν σημασ., ἴδε Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ. - (Ὁ Αἰλο. τύπος ναῦος (δηλ. νᾶFος), ἀπαντῶν ἐν Λεσβίᾳ τινὶ ἐπιγραφῇ ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2166. 38, καὶ ἔν τινι Κυμαίᾳ ἐπιγραφ. αὐτόθι 3524. 6 καὶ 16, φαίνεται δικαιολογῶν τὸ ᾱ).

English (Slater)

νᾱός (-οῦ, -όν, -οῖσιν.) temple τίς γὰρ θεῶν ναοῖσιν οἰωνῶν βασιλέα δίδυμον ἐπέθηκ; (O. 13.21) κρανίοις ὄφρα ξένων ναὸν Ποσειδάωνος ἐρέφοντα (sc. Ἀνταῖον) σχέθοι (sc. Ἡρακλέης, in Libya) (I. 4.54) ]ναὸν ο[ (Pae. 3.7) ταῖς δὲ ναὸν Ἰτωνίας α[ ]α χαιτὰν στεφάνοις ἐκόσμηθεν (ἀ[μφ' εὐκλέ]α supp. G-H: ναοτ Π, corr. G-H: the temple of Athene Itonia at Koronea) Παρθ. 2. 47. esp. the temple of Apollo at Delphi, ναοῦ βασιλεὺς Λοξίας (P. 3.27) “Πύθιον ναὸν καταβάντα” (sc. Βάττον) (P. 4.55) [ναὸν (contra metr. codd.: νάιον Hermann) (P. 6.4) ] τὺ δ' Ἑκαταβόλε, πάνδοκον ναὸν εὐκλέα διανέμων (P. 8.62) ]ναόν (Pae. 8.63)

Spanish

templo, capilla

English (Strong)

from a primary naio (to dwell); a fane, shrine, temple: shrine, temple. Compare ἱερόν.

English (Thayer)

ναοῦ, ὁ (ναίω to dwell), the Sept. for הֵיכָל, used of the temple at Jerusalem, but only of the sacred edifice (or sanctuary) itself, consisting of the Holy place and the Holy of Holies (in classical Greek used of the sanctuary or cell of a temple, where the image of the god was placed, called also δόμος, σηκός, which is to be distinguished from τό ἱερόν, the whole temple, the entire consecrated enclosure; this distinction is observed also in the Bible; see ἱερόν, p. 299{a}): εἰς (others, ἐν) of T Tr WH)). with Θεοῦ, τοῦ Θεοῦ, added: καταπέτασμα), ὁ Θεός ναός αὐτῆς ἐστιν, takes the place of a temple in it, ὁ ναός τοῦ σώματος αὐτοῦ (epexegetical genitive (Winer's Grammar, 531 (494))), Homer on.))

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ναός, Α ναιός και ιων. τ. νηός και αιολ. τ. ναῡος και σπαρτιατ. τ. ναFός και αττ. τ. νεώς)
αρχιτεκτόνημα που ήταν αφιερωμένο στη λατρεία θεού ή ήρωα, ιδιαίτερα δε το εσωτερικό του μέρος που ήταν ειδικά προορισμένο για τη λατρεία, όπου υπήρχε και το άγαλμα του θεού (α. «εἴ ποτέ τοι χαρίεντ' ἐπὶ νηόν ἔρεψα», Ομ. Ιλ.
θ. «ναὸς δίπτερος, περίπτερος, ἐν παραστάσι» γ. «ὅ δὲ Ἥρας ὁ κλεινὸς ναός», Σοφ.)
νεοελλ.
1. (στη χριστ. λατρεία) τόπος λατρείας του Θεού, η εκκλησία («ο ναός του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης»)
2. μτφ. τόπος ή κτήριο όπου ασκείται μια υψηλή λειτουργία ή θεραπεύεται σημαντική πνευματική αποστολή (α. «ναός της τέχνης» β. «ναός της Θέμιδος» — το δικαστήριο
γ. «ναός της επιστήμης» — το πανεπιστήμιο)
3. (κατ' επέκτ.) η φύση ως κατοικητήριο του Θεού («η χτίσις έγινε ναός που ολούθε λαμπυρίζει», Σολωμ.)
4. (ειδικά) αίθουσα συνεδριάσεων τών τεκτόνων, αλλ. εργαστήριο
(νεοελλ.-μσν.) (γενικά) τόπος προσευχής και λατρείας τών οπαδών οποιασδήποτε θρησκείας (α. «ναός του Απόλλωνος» β. «ναός του Βούδα» γ. «ναός του Σολομώντος»)
μσν.
μτφ. η κατοικία του Θεού στον ουρανό
αρχ.
1. μικρό φορητό ομοίωμα ναού («τὸ δὲ ἄγαλμα ἐὰν ἐν νηῷ μικρῷ ξυλίνω», Ηρόδ.)
2. μτφ. α) το σώμα του Χριστού («λύσατε τὸν ναόν τοῦτον καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις ἐγερῶ αυτόν», ΚΔ)
β) το σώμα τῶν χριστιανῶν ως σκήνωμα τῆς ψυχής που λατρεύει τον Θεό («οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστε», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < vaσ-Foς < θ. νασ- του ναίω (< νάσ-) «κατοικῶ» + επίθημα Fo-ς. Ο ναός είναι επομένως η «κατοικία» του θεού. Η ετυμολογία αυτή είναι πράγματι πειστική, ενώ η σημιτική προέλευση της λ. ή η προταθείσα σύνδεσή της με τον αρχ. ινδ. τ. nasas «μεγάλο σπίτι» δεν γίνονται σήμερα αποδεκτές. Ο αττ. τ. νεώς έχει προέλθει από τον ιων. τ. νηός με αντιμεταχώρηση, ήτοι: νᾱός > νηός > νεώς (πρβλ. και λᾱός > ληός > λεώς). Η λ. εμφανίζεται πιθ. στο μυκηναϊκό nawijo «ο προερχόμενος από ναό», ενώ κατ' άλλους ο τ. συνδέεται με το ναϋς.
ΠΑΡ. ναϊδιο(ν), ναΐσκος
αρχ.
ναεύω, ναϊκός, ναώ.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό ναο-) αρχ. ναοδόμος, ναοειδής, ναοθέσιον, ναοπόλος, ναουργός, ναοφόρος, ναοφύλαξ. (Α' συνθετικό νεω-) νεωκόρος
αρχ.
νεωποιός. (Β' συνθετικό) πρόναος
αρχ.
καλλίναος, ομόναος, πολύναος, σύνναος, χαλκίναος.

Greek Monotonic

νᾱός: Ιων. νηός, Αττ. νεώς, ὁ (ναίω
I. κατοικία θεού, ιερό, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.
II. το εσώτατο μέρος ναού, ο σηκός, όπου ήταν τοποθετημένη η εικόνα, το άγαλμα του θεού, σε Ηρόδ., Ξεν.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: temple, house of god, sanctuary (Dor., Thess., young Att., hell.).
Other forms: ναϜός (Lac.), ναῦος (Lesb.), νηός (Hom., Hdt.), νεώς (Att.).
Compounds: Compp., e.g. ναο-κόρος (Delph.), να-κόρος (Dor.), νεω-(νεο-)κό-ρος (IA., hell.) m. temple-warden with derivv. (s. κορέω); να(ο)-, νεω-ποιός, second. (Schwyzer 451) -πο(ί)ας, -πο(ί)ης name of an office in charge of the building of a temple, with -ποιέω, -ποιία, -ποιεῖον, -ποϊκός a.o. (inscr. since Va); πρό-ναος (A.), Att. -νεως, also -νάϊος, Ion. -νήϊς (Ἀθηνᾶ Προναΐα, -νηΐα), in front of the temple, substant. πρό-ναος, Ion. -νηος m., -ναον, -νάϊον, -νήϊον n. front hall (details in Schwyzer-Debrunner 508 n. 1).
Derivatives: 1. Diminutiva: ναΐδιον (Plb., Str.), ναΐσκος m. (Str., J.) with -ίσκιον, -ισκάριον (Pap., Sch.). -- 2. Adj.: ναϊκός belonging to a temple (Dodona). -- 3. Denomin.: ναεύω take sanctuary in a temple (Gortyn); ναόω lead into a temple (Crete); cf. ναύειν ἱκετεύειν, παρά τὸ ἐπὶ την ἑστίαν καταφεύγειν τοὺς ἱκέτας H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: As common basis of the different dialectforms (s. Schwyzer 224 w. n. 4, 282, Björck Alpha impurum 326 ff.) we get *νασϜος. Therefore the word is mostly analysed as *νασ-Ϝο-ς and as habitation, house (of the god) derived from νάσ-σαι, ναίω (s.v.), which is quite possibke; on the Ϝο- suffix Chantraine Form. 123 f., Schwyzer 472. The etymology however has often been doubted: by Hermann Silbenbildung 50, by Chantraine l.c. and Étrennes Benveniste 4 (perhaps Mediterranean word), by Lewy KZ 55, 31 f. (Semit. etym.; not convincing). Hrozný Die älteste Völkerwanderung und die protoind. Zivilisation (Praha 1939) 14f. compares Protoind. (Mohendjo-Daro) nasas great House, palace, magazine. Fur. 338 w. n. 13 adduces the variants ναιός (Clinias ap. sch. A.R. 2, 1085, H.) and νειός (inscr. Samos 4 c. B.C,).

Middle Liddell

(ναίω 1)
I. the dwelling of a god, a temple, Hom., Hdt., etc.
II. the inmost part of a temple, the cell, in which the image of the god was placed, Hdt., Xen.

Frisk Etymology German

ναός: (dor., thess., jungatt., hell.),
{naós}
Forms: ναϝός (lak.), ναῦος (lesb.), νηός (Hom., Hdt.), νεώς (att.)
Grammar: m.
Meaning: Tempel, Gotteshaus, Heiligtum.
Composita: Kompp., z.B. ναοκόρος (delph.), νακόρος (dor.), νεω-(νεο-)κόρος (ion. att., hell.) m. Tempelaufseher mit Ableitungen (s. κορέω); να(ο)-, νεωποιός, sekund. (Schwyzer 451) -πο(ί)ας, -πο(ί)ης N. einer Obrigkeit, die mit dem Bau der Tempel o. ä. beauftragt war, mit -ποιέω, -ποιία, -ποιεῖον, -ποϊκός u.a. (Inschr. seit Va); πρόναος (A. u.a.), att. -νεως, auch -νάϊος, ion. -νήϊς (Ἀθηνᾶ Προναΐα, -νηΐα), vor dem Tempel befindlich, substantiviert πρόναος, ion. -νηος m., -ναον, -νάϊον, -νήϊον n. Vorhalle (Einzelheiten bei Schwyzer-Debrunner 508 A. 1).
Derivative: Ableitungen: 1. Deminutiva: ναΐδιον (Plb., Str.), ναΐσκος m. (Str., J.) mit -ίσκιον, -ισκάριον (Pap., Sch.). — 2. Adj.: ναϊκός zu einem Tempel gehörig (Dodona). — 3. Denominativa: ναεύω in einem Tempel sich befinden (Gortyn); ναόω in einen Tempel führen (Kreta); vgl. ναύειν· ἱκετεύειν, παρά τὸ ἐπὶ τὴν ἑστίαν καταφεύγειν τοὺς ἱκέτας H.
Etymology: Als gemeinsame Grundlage der verschiedenen Dialektformen (worüber Schwyzer 224 m. A. 4, 282, Björck Alpha impurum 326 ff.) empflehlt sich *νασϝος. Dementsprechend wird das Wort gewöhnlich in *νασϝος zerlegt und als ‘Wohnung, Haus (des Gottes)’ zu νάσσαι, ναίω (s.d.) gezogen, was sehr wohl möglich ist; zum ϝο- Suffix Chantraine Form. 123 f., Schwyzer 472. Die Etymologie ist indessen mehrfach m Zweifel gezogen worden: von Hermann Silbenbildung 50, von Chantraine a.a.O. und Étrennes Benveniste 4 (viell. Mittelmeerwort), von Lewy KZ 55, 31 f. (semit. Etym.; nicht überzeugend). Hrozný Die älteste Völkerwanderung und die protoind. Zivilisation (Praha 1939) 14f. vergleicht protoind. (Mohendjo-Daro) nasas großes Haus, Palast, Magazin; eine gleich fragliche keltische Kombination bei Steinhaus Sprache 2, 15.
Page 2,289

Chinese

原文音譯:naÒj 那哦士
詞類次數:名詞(46)
原文字根:殿 相當於: (בַּיִת‎ / בַּת‎ / בֵּית אַשְׁבֵּעַ‎ / בֵּית הַגָּן‎ / בֵּית תֹּוגַרְמָה‎) (הֵיכָל‎)
字義溯源:殿,聖所,龕;源自(Ναΐν)X*=居住)。比較: (ἱερόν)=聖殿。主耶穌以他自己的身體為殿( 約2:21)。保羅稱哥林多教會為神的殿( 林前3:16),也稱信徒個人為聖靈的殿( 林前6:19)。比較: (νεωκόρος)=看守殿的
出現次數:總共(45);太(9);可(3);路(4);約(3);徒(2);林前(4);林後(2);弗(1);帖後(1);啓(16)
譯字彙編
1) 殿(40) 太23:16; 太23:17; 太23:21; 太23:35; 太26:61; 太27:5; 太27:40; 可14:58; 可15:29; 可15:38; 路1:9; 路1:21; 路1:22; 約2:19; 約2:20; 約2:21; 徒17:24; 林前3:16; 林前3:17; 林前3:17; 林前6:19; 林後6:16; 林後6:16; 弗2:21; 帖後2:4; 啓3:12; 啓7:15; 啓11:1; 啓11:2; 啓11:19; 啓11:19; 啓14:15; 啓14:17; 啓15:5; 啓15:6; 啓15:8; 啓15:8; 啓16:17; 啓21:22; 啓21:22;
2) 殿裏(2) 太27:51; 路23:45;
3) 殿中(2) 太23:16; 啓16:1;
4) 龕(1) 徒19:24

Mantoulidis Etymological

(ἰων.) νηός (ἀττ.) νεώς, (=κατοικία τοῦ θεοῦ). Ἀπό τό ναίω (=κατοικῶ), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.

Léxico de magia

ὁ 1 templo χαῖρε, Ἥλιε· ... σὺ εἶ ὁ νέος, εὐγενής, ἔγγονος ὁ τοῦ ἁγίου ναοῦ te saludo, Helios, tú eres el joven, noble, descendiente del sagrado templo P VII 515 2 capilla que contiene la imagen del dios ὅταν δὲ βούλῃ χρᾶσθαι, πρὸς κεφαλῆς σου τίθει τὸν ναὸν σὺν τῷ θεῷ cuando quieras recibir un oráculo, pon junto a tu cabeza la capilla con el dios P V 393 hecha de enebro λαβὼν τὸν ἱέρακα ἀνάθου ἐν ναῷ ἀρκευθίνῳ toma el halcón y ponlo en una capilla de enebro P I 22 de olivo ποίησον ναὸν ἐλάινον, καὶ πρὸς τὸν ἥλιον μὴ θεωρησάτω τὸ σύνολον haz una capilla con madera de olivo, y que todo ello no mire al sol P VII 870 de tilo κείσθω δὲ τὸ ζῴδιον ἐν ναῷ φιλυρίνῳ la figura debe estar en una capilla de madera de tilo P V 392

Translations

temple

Afrikaans: tempel; Aghwan: 𐕊𐔰𐕜𐔰𐕙; Albanian: faltore, tempull; Apache Western Apache: kįh biyiʼ daʼchʼokąąhí; Arabic: مَعْبَد‎, هَيْكَل‎; Egyptian Arabic: معبد‎; Armenian: տաճար, մեհյան, բագին; Asturian: templu; Azerbaijani: məbəd, ibadətxana; Baba Malay: tempeh; Bashkir: ғибәҙәтхана; Basque: tenplu; Belarusian: храм; Bengali: মন্দির, মঠ; Bhojpuri: 𑂧𑂢𑂹𑂠𑂱𑂪; Bulgarian: храм; Burmese: ဘုရား, ဝတ်ကျောင်း, နားထင်; Catalan: temple; Chinese Cantonese: 廟/庙; Mandarin: 寺廟/寺庙, 寺, 庙, 寺院; Cornish: eglos teg; Czech: chrám; Danish: tempel; Dutch: tempel; Dzongkha: ལྷ་ཁང; Esperanto: templo; Faroese: tempul; Finnish: temppeli; French: temple; Galician: templo; Georgian: ტაძარი; German: Tempel; Gothic: 𐌰𐌻𐌷𐍃, 𐌲𐌿𐌳𐌷𐌿𐍃; Greek: ναός; Ancient Greek: ἅγιον, ἕδρα, ἕδρη, ἵδρυμα, ἱερόν, ἱρόν, ναός, οἴκημα, ὄροφος, σκανά, σκηνή, σκήνωμα, τέμενος; Gujarati: મંદિર; Hawaiian: heiau; Hebrew: מִקְדָּשׁ‎; Hindi: मन्दिर, मठ; Hungarian: szentély, templom; Icelandic: musteri, hof; Ido: templo; Indonesian: kuil, pura, wihara, kelenteng temple); Interlingua: templo; Irish: teampall; Italian: tempio; Japanese: 神殿, Buddhist temple: 堂塔, 寺, 寺院, 神社, 寺院; Kannada: ದೇವಸ್ಥಾನ; Kazakh: ғыйбадатһана, храм, ғибадатхана; Khmer: វត្ត, ទេវាល័យ, ប្រាសាទ; Korean: 절, 사찰(寺刹), 사원; Kurdish Central Kurdish: پەرستگا‎; Kyrgyz: ибадаткана, храм; Lao: ວັດ; Latin: templum, aedis, delubrum, fanum; Latvian: templis; Lithuanian: šventykla; Lü: ᦞᧆ; Macedonian: храм; Magahi: 𑂧𑂢𑂹𑂠𑂱𑂪; Malay: kuil; Malayalam: അമ്പലം, ദേവാലയം; Maltese: tempju, maqdes; Maori: temepara; Marathi: देऊळ; Mongolian: сүм, ᠰᠦᠮ; ᠡ, сүм дуган, дуган; Norman: templ'ye; Norwegian Bokmål: tempel; Nynorsk: tempel; Occitan: temple; Old English: ealh, tempel; Oriya: ମନ୍ଦିର; Parthian: 𐭁𐭂𐭍𐭉‎; Persian: پرستشکده‎, معبد‎, ناوس‎, فرخار‎, فغستان‎, عبادتخانه‎; Plautdietsch: Tempel; Polish: świątynia; Portuguese: templo; Romani: khangeri; Romanian: templu; Russian: храм, место богослужения; Sanskrit: देवालय, मठ; Serbo-Croatian Cyrillic: храм, богомоља; Roman: hram, bogomolja; Slovak: chrám; Slovene: tempelj; Spanish: templo; Swahili: hekalu; Swedish: tempel; Tagalog: templo; Tajik: ибодатхона, маъбад, фархор; Tamil: கோயில், தேவளம், தேவாலயம்; Telugu: కోవెల, ఆలయము, గుడి, దేవళము; Thai: วัด; Tibetan: ལྷ་ཁང; Turkish: tapınak, toplak, ibadethane, mabet; Turkmen: ybadathana; Ukrainian: храм; Umbrian: 𐌖𐌄𐌓𐌚𐌀𐌋𐌄; Urdu: مندر‎, معبد‎, مٹھ‎; Uyghur: يباداتھانا‎, تاۈينيديغان چاي‎; Uzbek: ibodatxona, butxona; Vietnamese: đền, thiền viện; Welsh: teml; Yiddish: טעמפּל‎, שול‎; Yoruba: tẹmpili, ile Ọlọrun; Zhuang: caeh

shrine

Albanian: shenjtë; Arabic: ضَرِيح‎; Armenian: սրբավայր; Basque: santutxo; Belarusian: рака, святыня, храм; Bulgarian: светиня, храм, гробница на светец; Burmese: ဌာပနာတိုက်; Chinese Mandarin: 神社, 聖地/圣地, 聖堂/圣堂; Czech: svatyně; Dutch: schrijn; Esperanto: adorejo, sanktejo; Estonian: pühapaik; Faroese: halgiskrín; Finnish: pyhäkkö, pyhättö, alttari; French: sanctuaire, lieu saint; Galician: santuario, ermida; Georgian: ტაძარი, საკურთხეველი, აკლდამა; German: Heiligtum, Schrein, Grabkirche, Heiligenkapelle, Bildstock, Wegekreuz; Greek: βωμός, ναός; Ancient Greek: ἄδυτον, ἀνάκτορον, ἀρίς, ἀφίδρυμα, δύτη, ἐδέθλιον, ἔδεθλον, εἰκονοστάσιον, ἑστία, θάλαμος, ἵδρυμα, ἱερόν, καλιά, καλιάς, κλεισίον, κλισίον, μέγαρον, μεμόριον, ναΐσκος, ναός, ναῦος, ναϝός, νεώς, νηός, οἴκημα, παστός, σακός, σηκός; Hebrew: מִקְדָּשׁ‎; Hindi: मन्दिर, दरगाह; Hungarian: kegyhely, búcsújáró hely; Italian: reliquiario, santuario, edicola; Japanese: 聖堂, 聖地, 神社; Khmer: ចេតិយ; Korean: 성당, 신사; Lao: ສານເຈົ້າ; Latin: aedicula, delubrum, sacellum, aedis, sacrarium, fanum; Latvian: svētnīca; Lithuanian: šventykla; Macedonian: светилиште, храм, светиња; Malay: kuil, keramat; Maori: tūāhu, ahurewa; Mongolian: бунхан; Northern Sami: giisá; Norwegian: skrin, helgenskrin; Persian: زیارتگاه‎; Plautdietsch: Denkjmol; Polish: świątynia, miejsce kultu; Portuguese: relicário, santuário, oratório; Russian: рака, святыня, храм; Serbo-Croatian Cyrillic: светиња, шкри̏ња, хра̑м, све̏тӣште; Roman: svétinja, škrȉnja, hrȃm, svȅtīšte; Sicilian: santuaru; Slovak: svätyňa; Slovene: svetišče; Spanish: santuario; Swedish: helgedom, vallfärdsplats, mecka; Thai: ศาลเจ้า, สักการสถาน; Turkish: türbe, mabet; Ugaritic: 𐎀𐎘𐎗; Ukrainian: рака, святиня, храм; Urdu: مندر‎, درگاہ‎; Venetian: capitèl; Vietnamese: lăng, mộ, đền, điện, linh địa; Welsh: cysegrfan