Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τοσοῦτος

From LSJ
Revision as of 07:51, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοσοῦτος Medium diacritics: τοσοῦτος Low diacritics: τοσούτος Capitals: ΤΟΣΟΥΤΟΣ
Transliteration A: tosoûtos Transliteration B: tosoutos Transliteration C: tosoytos Beta Code: tosou=tos

English (LSJ)

αύτη, οῦτο (or τοσοῦτον, v. sub fin.); Ep. τοσσοῦτος; Aeol. τεσσοῦτος (q.v.);
A = τόσος in all senses, but like τοσόσδε with stronger demonstr. sense: Hom. has both common and Ep. forms, but not so freq. as τόσος or τόσσος, while in Trag. (not in E.) it is common, and in Prose the prevailing form, cf. τοσόσδε:—freq. answered by the Relat. ὅσος, S.Ph.1076, Pl.R.330b, etc.; by ὁπόσος, Id.Smp.214a, etc.; by ὅστις, Hdt.7.49; also by Adv. ὡς, Od.21.402; τ. ἐγένετο ὥστε.. X.Cyn.1.9: freq. also, like τοσόσδε, abs., ἄφενος τ. Od.14.99; of persons, so large, so tall, etc., καί σε τ. ἔθηκα Il.9.485; also, so great (in rank, skill, or character), S.Tr.1140, Pl. Smp.177c, etc.; τ. καὶ τοιοῦτον τὸ θεῖον ὥσθ' ἅμα πάνθ' ὁρᾶν X.Mem. 1.4.18; τηλικοῦτος καὶ τ. Pl.Smp.177a: pl., so many, τ. ἔτεα Il.2.328; (χρήματα) Od.13.258: with a qualifying word, mostly in acc., μεγάθεα τοσοῦτοι so big, Hdt.7.103; τοσοῦτος τὸ βάθος so deep, X.An.3.5.7; τοσοῦτοι τὸ πλῆθος Arist.Pol. 1283b12; τὴν ἡλικίαν Plu.Arat.50; also τοσοῦτος ἐν κακίᾳ (v.l. εἰς κακίαν) Luc.Alex.1; τοσοῦτος ἡλικίας Plu.Cat.Mi.69 (s.v.l.): with numeral Advbs., δὶς τ., πολλάκις τ., etc., Th.6.37, Pl.R.330b, etc.; also ἕτερον τοσοῦτο of the same height, Hdt.2.149; ἕτεροι or ἄλλοι τοσοῦτοι to the same number, And.3.7, X.HG4.1.21: εἰς τοσούτους τεταγμένοι drawn up only so few in file (opp. οὕτω βαθεῖα φάλαγξ), Id.Cyr.6.3.22, cf. Isoc.9.29.
II neut. as substantive, so much, thus much, τοσσοῦτον ὀνήσιος Od.21.402, cf. S.OT836, OC790; τ. οἶδα Id.Aj.748, cf. 441, etc.; referring to what precedes, τοσαῦτα.. εἰρήσθω Hdt.3.113; τοσαῦτ' ἔλεξε A.Pers.372, cf. Pr.621, Ag.680, etc.: freq. with Preps., διὰ τοσούτου at so small a distance, so near at hand, Th.2.29; ἐς τοσοῦτο (ν) so far, Hdt.3.113, 6.134; ἐς τ. ἥκομεν, ὥστε.. Lys.27.10; ἐς τ. ἐλπίδων βεβώς S.OT771, cf. OC748, Ar.Nu.832, Pl.Ap.25e, etc.; ἐκ τ. from so far, so far off, X.HG4.4.16; ἐν τοσούτῳ in the meantime, Ar.Eq.420, Th.6.64; ἐπὶ τοσοῦτο so far, Hdt.6.97, Arist.Pol.1300a9; κατὰ τοσοῦτον so far, Lys.31.8, Pl.Prm.129a, etc.; μέχρι τοσούτου ἕως ἂν.. so far, so long, Th.1.90, cf. X.Cyr.1.4.23; παρὰ τοσοῦτον ἐλθεῖν κινδύνου Th.3.49, 7.2, cf. 6.37: τοσούτου δέω, v. δέω (B) 1.2.
III neut. also as adverb, so much, so far, ἢ τοσσοῦτον.. ἢ ἔτι μᾶσσον Od. 8.203; τ. ὀδύρομαι 21.250; σθένειν τ. ὥστε.. S.Ant.453, etc.; τοσοῦτον, ὅσον.. Th.3.49, cf. 1.11,88, X.An.3.1.45, etc.: pl., τοσαῦτα μάχεσθαι ὅσα ἀναγκάζονται Th.7.81, cf. Pl.Alc.1.108a: with Adjs., τοσοῦτον φιλέλλην Sor.Vit.Hippocr.8; νεώτατος τ. Il.23.476; τ. εὐτυχέστεροι Lys.2.16:—but τοσούτῳ is more freq. with Comparatives, Hdt.7.49, Pl.R.576b, X.HG4.8.4, etc.; or with words implying comparison, τοσούτῳ διέφερεν ὥστε.. ib.3.1.10, cf. An.1.5.9. (The neut. is τοσοῦτον (Ep. also τοσσοῦτον) in Il.23.476, Od.14.99, A.Pr.621, S.OT771, al., and Att. generally (very freq. in Pl., Prt.314b, al., but τοσοῦτο is found in Tht.153a as cited by Anon.in Tht.): τοσοῦτο is found in Pi.I.2.35 (τοσοῦθ' ὅσον) and in A.Eu.201,427, Ar.Nu.832, where τοσοῦτον (which is v.l. in Ar. l. c.) is metrically possible; also in Hdt. (passim) and as v.l. in cod. B of Th.7.59 and codd. CG of Id.8.76, in all codd. of Lys. 3.34, 6.17 and in the first hand of cod. X in 14.2, also in D.28.12; so later, PCair.Zen.367.38, PMich.Zen.28.17 (both iii B. C.), Phld.Ir. p.47 W.,Rh.1.206S.; τοσοῦτ' ἐπ' αὐτούς D.S.14.23; τοσοῦτ' ἀπέχειν Aristid. Or.36(48).100.)

French (Bailly abrégé)

τοσαύτη, τοσοῦτο (att. et qqf homér. τοσοῦτον);
I. adj. tel avec idée de quantité, càd aussi grand, aussi fort, aussi nombreux ; aussi petit, aussi faible, aussi peu nombreux ; abs. σε τοσοῦτον ἔθηκα IL je t'élevai jusqu'à cet âge ; τοσαύτη πόλις THC une cité si grande et si puissante ; τοσοῦτος ὥστε XÉN tellement grand que, assez grand pour ; τοσοῦτοι autant, aussi nombreux : τοσαῦτα ἀπολογούμεθα THC tant nous disons (de choses) pour notre défense ; avec acc. : ποταμὸς τοσοῦτος τὸ βάθος XÉN fleuve si profond ; πόλις ἑτέρα τοσαύτη THC une autre cité aussi grande ou aussi puissante, la seconde en puissance ; abs. εἰς τοσούτους τεταγμένοι XÉN rangés en lignes si profondes ; neutre • τοσοῦτο, • τοσοῦτον autant ; ἐς τοσοῦτόν τινος ἐλθεῖν, ἥκειν SOPH, PLAT en être venu à ce point de qch (de confiance, d'ignorance, etc.) ; ἐς τοσοῦτο τοῦ λόγου οἱ Ἕλληνες λέγουσι HDT jusqu'à ce point du récit les Grecs disent (tous la même chose) ; abs. • τοσοῦτον XÉN un aussi grand espace, seulement autant d'espace ; τοσοῦτον οἶδα SOPH autant que je sache ; τοσοῦτόν γ' οἶδα SOPH autant du moins que je sache ; εἶπε τοσοῦτον XÉN il en dit seulement autant, il n'en dit pas davantage ; τοσούτου δέω avec l'inf. : il s'en faut de tant ou de si peu que je… ; rar. τοσοῦτον δέω m. sign. ; διὰ τοσούτου THC dans un si petit intervalle de temps ; μέχρι τοσούτου XÉN jusque là, jusqu'à présent ; μέχρι τοσούτου ἕως ἄν THC jusqu'à ce que ; ἐν τοσούτῳ THC durant ce temps ; ἐπὶ τοσοῦτο HDT jusqu'à ce point ; παρὰ τοσοῦτον THC environ, presque, à peu près;
II. au sens adv. • τοσοῦτον :
1 si loin, aussi loin;
2 tant, tellement;
3 autant, à tel point : τοσοῦτον ἐγίγνωσκον τὸν ἄνδρα, ὅτι εἷς ἡμῶν εἰη XÉN je ne le connaissais pas, je savais seulement qu'il était un des nôtres ; τοσοῦτον διαφέρειν ὅσον XÉN différer jusqu'à ce point que ; tant que ; au plur. • τοσαῦτα : τοσαῦτα μαχόμενοι ὅσα ἀναγκάζονται THC ne combattant qu'autant qu'ils y sont forcés.
Étymologie: τόσος, οὗτος.

German (Pape)

τοσαύτη, τοσοῦτο, und att. häufiger τοσοῦτον, Valcken Hipp. 1250, vgl. Elmsl. zu Eur. Med. 254 und τοιοῦτος, = τόσος (wie οὗτος zu ὁ sich verhält); bei Hom. in dieser Form und in der epischen τοσσοῦτος, seltener als τόσος; dem ὡς entsprechend, Od. 21.402; τοσοῦτον ὀνήσιος, Od. 21.402; dem ὅσος entsprechend, Soph. Phil. 1065; Plat. Legg. IV.707d und sonst; dem ὁπόσος, Symp. 214a; τοσαῦτα, ὅσαπερ, Parm. 140d; mit einem acc. der nähern Bestimmung, τοσοῦτος τὴν ἡλικίαν, so alt od. so jung, τοσοῦτον τὸ βάθος, so tief, τοσοῦτοι τὸ πλῆθος, so viel, Andoc. 3.26, Isocr. 4.136; τὸ μέγεθος 4.33, während 136 genauer τηλικοῦτος τὸ μέγεθος steht; τοσοῦτος τὴν ἡλικίαν Plut. Arat. 50, Cat. min. 69; so wenig, εἰς τοσούτους τεταγμένοι, im Gegensatz von οὕτω βαθεῖα φάλαγξ, Xen. Cyr. 6.3.22; ποταμὸς τοσοῦτος τὸ βάθος, Xen. An. 3.5.7; – ἐγὼ εἰς τοσοῦτον ἀμαθίας ἥκω, ὥστε, Plat. Apol. 25e, vgl. Theaet. 187a, und öfter bei Folgdn in dieser Verbindung; – τοσοῦτο oder τοσοῦτον, Adverbial, so sehr, in so weit, in so fern, Od. 8.203, 21.250; ἐς τοσοῦτον, in so weit, Her. 6.97; bei superl., τοσοῦτον νεώτατος, Il. 23.476.
Bei Kompar., τοσούτῳ, tanto, Xen. An. 1.5.9; dem ὅσῳ entsprechend, je … desto, Plat. Rep. II.374d, IX.576b.

Russian (Dvoretsky)

τοσοῦτος: τοσαύτη, τοσοῦτο(ν), эп. тж. τοσσοῦτος 3 столь (же) (не)большой, такой (же) (не)значительный, такой (же) (не)многочисленный: τοσσαῦτ᾽ ἔτεα Hom. столько лет; τ. τὴν ἡλικίαν или τῆς ἡλικίας Plut. в таком (молодом или пожилом) возрасте; τοσαῦτα ὅσα ἀναγκάζονται Thuc. поскольку они (к этому) вынуждены; δὶς τ. Her. вдвое больший; ἕτερος τ. Her., Thuc.; таких же размеров, столь же большой, такой же; διὰ τοσούτου Thuc. в течение такого (короткого) времени; ἐκ τοσούτου Xen. на таком расстоянии; μέχρι τοσούτου Thuc., Xen.; до тех (сих) пор; ἐν τοσούτῳ Thuc., Arph.; между тем - см. тж. τοσοῦτον.

Greek (Liddell-Scott)

τοσοῦτος: αύτη, οῦτο (ἢ τοσοῦτον, ἴδε ἐν τέλει)· Ἐπικ. τοσσοῦτος, κτλ.· - ἀντωνυμ. δεικτ., = τόσος ἐν πάσαις ταῖς σημασίαις, ἀλλ’, ὡς τὸ τοσόσδε, ἔχει ἰσχυροτέραν δεικτικὴν σημασίαν· ὁ Ὅμηρος ἔχει τόν τε κοινὸν καὶ τὸν Ἐπικὸν τύπον, ἀλλὰ συχνότερον τὸν τύπον τόσοςτόσσος, ἐν ᾧ παρ’ Ἀττικ. εἶναι συνηθέστατος, καὶ παρὰ τοῖς πεζογράφοις ὁ ἐπικρατῶν τύπος, πρβλ. τοσόσδε· - συχν. ἀνταποδίδοται διὰ τοῦ ἀναφορ. ὅσος, Σοφ., κλπ.· ὡσαύτως διὰ τοῦ ἐπιρρ. ὡς, Ὀδ. Φ. 402· τ. ἐγένετο ὥστε... Ξεν. Κυν. 1, 9. - ἀλλ’ ὡσαύτως συχν. ὡς τὸ τοσόσδε, ἀπολ., τ. ἄφενος Ὀδ. Ξ. 99· λιμὴν Ἡρόδ. 7. 49, κλπ., ἐπὶ προσώπων, τόσον μέγας, τόσον ὑψηλός, κτλ., καί σε τ. ἔθηκα Ἰλ. Ι. 485 (481)· ὡσαύτως, τόσον μέγας (τὸ ἀξίωμα, τὴν δεξιότητα ἢ τὸν χαρακτῆρα), Σοφ. Τρ. 1140, Πλάτ., κλπ.· τοσ. καὶ τοιοῦτος Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 18 τηλικοῦτος καὶ τ. Πλάτ. Συμπ. 177Α· - ἐν τῷ πληθ., τόσα, ὀκτώ, ἀτὰρ μήτηρ ἐνάτη ἦν, ἣ τέκε τέκνα, ὡς ἡμεῖς τοσσαῦτ’ ἔτεα πτολεμίξομεν Ἰλ. Β. 328· εἰλήλουθα..., χρήμασι σὺν τοίσδεσσι· λιπὼν δ’ ἔτι παισὶ τοσαῦτα φεύγω Ὀδ. Ν. 258· τοσαῦτ’ ἔλεξε, τοσαῦτα εἶπεν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 372, πρβλ. Ἀγ. 680, Θουκ. 3. 62, κλπ.· - ἑπομένου προσδιορισμοῦ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ κατ’ αἰτ., τοσοῦτος μέγαθος, τοσοῦτος κατὰ τὸ μέγεθος, Ἡρόδ. 7. 103· τοσοῦτος τὸ βάθος, τόσον βαθύς, Ξεν. Ἀν. 3, 5, 7· τοσοῦτος τὸ πλῆθος Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 13, 6· τὴν ἡλικίαν Πλουτ. Ἄρατ. 50· ὡσαύτως, τοσοῦτος ἐν κακίᾳ ἢ ἐς κακίαν Λουκ. Ἀλέξ. 1· τοσοῦτος ἡλικίας (ἴσως ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ ἡλικίαν) Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 69 - μετ’ ἀριθμητ. ἐπιρρημάτων, δὶς τ., πολλάκις τ. Θουκ. 6. 37, Πλάτ. Πολ. 330Β οὕτως, ἕτερον τοσοῦτο, ἄλλο τόσον, Ἡρόδ. 2. 149, πρβλ. Θουκ. 6. 37· ἕτεροι ἢ ἄλλοι τοσοῦτοι, «ἄλλοι τόσοι», Ἀνδοκ. 24, 22, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 21· - ἐν Κύρ. 6. 3, 22, ἐς τοσούτους τεταγμένοι, εἰς τόσον ὀλίγον βάθος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οὕτω βαθεῖα φάλαγξ. ΙΙ. οὐδ. ὡς οὐσιαστ., τοσοῦτον ὀνήσιος Ὀδ. Φ. 402, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 836, Ο. Κ. 790· τ. οἶδα ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 441, 748, κλπ.· τοσαῦτ’ ἔλεξε Αἰσχύλ. Πέρσ. 372, πρβλ. Πρ. 621, κλπ.· - συχν. μετὰ προθ., διὰ τοσούτου, εἰς τόσον μικρὰν ἀπόστασιν, τόσον ἐγγύς, Θουκ. 2. 29· - νῦν δ’ ἅπας τις ποιμένων ἐπίσταται ξυλουργέειν ἐς τοσοῦτο, μέχρι βαθμοῦ τινος, ὁπωσοῦν (δηλ. ὥστε νὰ εἰμπορῇ νὰ κατασκευάζῃ ἁμαξίδας), Ἡρόδ. 3. 113, πρβλ. 6. 134· ἐς τ. ἥκομεν, ὥστε... Λυσί. 178. 35· ἐς τ. ἐλπίδος βεβὼς Σοφ. Ο. Τ. 771, πρβλ. Ο. Κ. 748, Ἀριστοφ. Νεφ. 832, Πλάτ., κλπ.· - ἐκ τ., τόσον μακρόθεν, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4., 16· - ἐν τοσούτῳ, ἐν τῷ μεταξύ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 420, Θουκ. 6. 64· - ἐπὶ τοσοῦτο Ἡρόδ. 6. 97, Ἀρισμ. Πολιτικ. 4. 15, 14· - κατὰ τοσοῦτον Λυσί. 187. 27, Πλάτ., κλπ.· - μέχρι τοσούτου Θουκ. 1. 90, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 23· - παρὰ τοσοῦτον ἐλθεῖν κινδύνου Θουκ. 3. 49, πρβλ. 6. 37., 7. 2· - τοσούτου δέω, ἴδε ἐν λέξ. δέω καὶ Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρήσ. σ. 184. ΙΙΙ. οὐδ. ὡσαύτως ὡς ἐπίρρ., τόσον πολύ, ἢ τοσοῦτον..., ἢ ἔτι μᾶσσον Ὀδ. Θ. 203· σθένειν τ. ὥστε... Σοφ. Ἀντ. 453, κλπ.· ὡσαύτως, τοσοῦτον, ὅσον... Θουκ. 3. 49, Ξενοφ. κλπ.· οὕτως ἐν τῷ πληθ., τοσαῦτα μάχεσθαι ὅσα ἀναγκάζονται Θουκ. 7. 81, πρβλ. Πλάτ. Ἀλκιβ. 1. 107Ε. 2) τόσον πολύ, τ. ὀδύρομαι Ὀδ. Φ. 280, οὐ τοσοῦτον..., ὅσον... Θουκ. 1. 11, 88, κλπ.· - μετ’ ἐπιρρημάτων, τ. φιλέλλην Ἱππ. 1298. 26· τ. νεώτατος Ἰλ. Ψ. 476· τ. εὐτυχέστεροι μνημονευόμενον ἐκ τοῦ Λυσίου· - ἀλλ’ ἡ δοτ. τοσούτῳ εἶναι συνηθεστέρα μετὰ συγκρ., Ἡρόδ. 7. 49, Πλάτ. Πολ. 576Β, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 4, κλπ., ἢ μετὰ λέξεων αἵτινες ἔχουσι παραθετικὴν ἔννοιαν, τοσούτῳ διέφερεν ὥστε... αὐτόθι 3. 1, 10, πρβλ. Ἀνάβ. 1. 5. 9. Τὸ οὐδ. εἶναι τοσοῦτον ἢ τοσσοῦτον παρ’ Ὁμήρ., τοσοῦτο παρ’ Ἡροδ., (οὕτω, τοσοῦθ’, ὅσον Πινδ. Ι. 2. 35)· τοσοῦτον παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Πρ. 621, Σοφ., καὶ τοῖς Ἀττικοῖς καθόλου· ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 201, 427, Ἀριστοφ. Νεφ 832, ἔνθα τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι τοσοῦτο, τὸ μέτρον ἐπιδέχεται καὶ τοσοῦτον. (Ἡ λέξις δὲν εἶναι σύνθετος μετὰ τῆς οὗτος, ἀλλ’ ἐκτεταμένος τύπος τοῦ τόσος).

English (Autenrieth)

-αύτη, -οῦτον = τόσος, but a stronger demonstrative.—Adv., το (ς) σοῦτον.

English (Slater)

τοσοῦτος n. s. pro adv., correl., τοσοῦτο ὅσον, as far as μακρὰ δισκήσαις ἀκοντίσσαιμι τοσοῦθ, ὅσον ὀργὰν λτ;γτ;εινοκράτης ὑπὲρ ἀνθρώπων γλυκεῖαν ἔσχεν (I. 2.35)

English (Strong)

from tosos (so much; apparently from ὁ and ὅς) and οὗτος (including its variations); so vast as this, i.e. such (in quantity, amount, number of space): as large, so great (long, many, much), these many.

English (Thayer)

τοσουτη, τοσοῦτο (L T Tr WH) and τοσοῦτον (from τόσος and οὗτος; (others say lengthened from τόσος: cf. τηλικοῦτος, at the beginning)), so great; with nouns: of quantity, τοσοῦτος πλοῦτος, πίστις, ὅσα ἐδόξασεν ἑαυτήν, τοσοῦτον δότε βασανισμόν, νέφος, so many: ἰχθύες, σημεῖα, γένη φωνῶν, ἔτη, A. V. "these many)) (in secular writings, especially the Attic, we often find τοσοῦτος καί τοιοῦτος and the reverse; see Heindorf on Plato, Gorgias, p. 34; Passow, p. 1923 b; (Liddell and Scott, see under the words)); followed by ὥστε, so many as to be able, etc. (Buttmann, 244 (210)), χρόνος (τό μῆκος τοσοῦτον ἐστιν ὅσον, etc. absolutely, plural so many, so many things), τοσούτου, for so much (of price), τοσουτόω, preceded or followed by ὅσῳ (as often in the Greek writings from Herodotus down (Winer's Grammar, § 35,4 N. 2)), by so much: τοσούτῳ κρείττων, by so much better, τοσούτῳ μᾶλλον ὅσῳ etc. καθ' ὅσον ... κατά τοσοῦτον, by how much ... by so much, Hebrews 7:22.

Greek Monolingual

τοσαύτη, τοσοῦτο(ν), ΜΑ, και επικ. τ. τοσσοῦτος και αιολ. τ. τεσσοῦτος, Α
(δεικτ. αντων.)
1. τόσος, τόσο μεγάλος, τόσο πολύς («χρόνον τοσοῦτον, εἰς ὅσον, Σοφ.)
2. (η αιτ. εν. ή πληθ. του ουδ. ως επίρρ.) τοσοῦτο(ν), τοσοῦτο.
τόσο πολύ ή τόσο περισσότερο (α. «τοσαῡτα μάχεσθαι ὅσα ἀναγκάζονται», Θουκ.
β. «ἤ τοσσοῦτον... ἤ ἔτι μᾱσσον», Ομ. Οδ.)
3. (η δοτ. εν. του ουδ. με παραθετικό ως επίρρ. επιτατικό) τόσο περισσότερο («τοσούτῳ μοι γίνεται πολεμιωτέρη ὅσῳ ἄν προβαίνῃς», Ηρόδ.)
αρχ.
1. (για πρόσ.) τόσο ψηλός, τόσο μεγαλόσωμος («καὶ σε τοσοῦτον ἔθηκα», Ομ. Ιλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τοσ(σ)οῦτο(ν)
τόσο μεγάλη ποσότητα, τόσο πολύ («τοσσοῦτον ὀνήσιος», Σοφ.)
3. φρ. α) «ἕτερον τοσοῦτον» — άλλο τόσο (Ηρόδ.)
β) ἕτεροι [ή ἄλλοι] τοσοῦτοι» — άλλοι τόσοι (Ανδοκ.-Ξεν.)
γ) «διὰ τοσούτου» — σε τόσο μικρή απόσταση, τόσο κοντά
δ) «ἐκ τοσούτου» — από τόσο μακριά (Ξεν.)
ε) «μέχρι τοσούτου» — ώς τέτοιο σημείο (Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος / τόσσος, κατά το οὖτος (πρβλ. τοιοῦτος: τοῖος)].

Greek Monotonic

τοσοῦτος: -αύτη, -οῦτο ή -οῦτον· Επικ. τοσσοῦτος κ.λπ.·
I. αντων. = τόσος, με όλες τις σημασίες, αλλά με ισχυρότερη τη δεικτική σε Όμηρ. κ.λπ.· λέγεται για πρόσωπα, τόσο μεγάλος, τόσο ψηλός, καί σε τοσοῦτον ἔθηκα, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, τόσο μεγάλος στο αξίωμα, τη δεξιότητα ή τον χαρακτήρα, σε Σοφ. κ.λπ.· στον πληθ., τόσα πολλά, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης, τοσοῦτος μέγαθος, τόσος στο μέγεθος, τόσο μεγάλος, σε Ηρόδ.· τοσοῦτος τὸ βάθος, τόσο βαθύς, σε Ξεν.· με αριθμητικά επίρρ., δὶςτοσοῦτος, πολλάκις τοσοῦτος κ.λπ., σε Θουκ. κ.λπ.· ἕτερον τοσοῦτο, άλλο τόσο, σε Ηρόδ.
II. ουδ. ως ουσ., τόσο πολύ, τοσσοῦτον ὀνήσιος, σε Ομήρ. Οδ.· τοσαῦτ' ἔλεξε, σε Αισχύλ.· με προθ., διὰ τοσούτου, σε τόσο μικρή απόσταση, τόσο κοντά, σε Θουκ.· ἐς τοσοῦτο, ως τώρα, Λατ. hactenus, eatenus, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἐκ τοσοῦτο, από τόσο μακριά, σε Ξεν.· ἐν τοσούτῳ, εν τω μεταξύ, σε Αριστοφ.· ἐπὶ τοσοῦτο, ως τώρα, σε Ηρόδ.· κατὰ τοσοῦτον, ως τώρα, σε Πλάτ.· μέχρι τοσούτου, τόσο μακριά, σε Θουκ.· παρὰ τοσοῦτον κινδύνου, σε τέτοιο επικείμενο κίνδυνο, στον ίδ.
III. 1. το ουδ. επίσης ως επίρρ., τόσο πολύ, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ.
2. τόσο πολύ, σε Όμηρ., Θουκ. κ.λπ.· αλλά, η δοτική τοσούτῳ, είναι συνηθέστερη με τη συνοδεία συγκρ., σε Ηρόδ. κ.λπ.

Middle Liddell

I. = τόσος in all senses, but with a stronger demonstr. force, Hom., etc.; of persons, so large, so tall, καί σε τοσοῦτον ἔθηκα Il.; so great in rank, skill,or character, Soph., etc.:—in pl. so many, Hom.,etc.:—also τοσοῦτος μέγαθος so large, Hdt.; τοσοῦτος τὸ βάθος so deep, Xen.:—with numeral Advs., δὶς τ.,πολλάκις τ., etc., Thuc., etc.; ἕτερον τοσοῦτο as large again, Hdt.
II. neut. as substantive, so much, thus much, τοσσοῦτον ὀνήσιος Od.; τοσαῦτ' ἔλεξε Aesch.; —with Preps., διὰ τοσούτου at so small a distance, Thuc.;— ἐς τοσοῦτο so far, Lat. hactenus, eatenus, Hdt., etc.;— ἐκ τ. from so far, so far off, Xen.;— ἐν τοσούτῳ in the meantime, Ar.;— ἐπὶ τοσοῦτο so far, Hdt.;— κατὰ τοσοῦτον so far, Plat.;— μέχρι τοσούτου so far, so long, Thuc.;— παρὰ τοσοῦτον κινδύνου into such imminent danger, Thuc.
III. neut. also as adv., so much, so far, Od., Soph., etc.
2. so much, Hom., Thuc., etc.:—but τοσούτῳ is more common with Comparatives, Hdt., etc.

Chinese

原文音譯:tosoàtoj 特-哦士-哦-語拖士
詞類次數:形容詞(21)
原文字根:這-誰-這-同樣
字義溯源:像這麼大的,這樣多,這麼長,這許多,許多的,多,更,這麼大,這樣大,如此之多,此,如此;由(τόπος / Πόντος)X*=那樣多)與(οὗτος)=這,他自己)組成,其中 (τόπος / Πόντος)X*又由()*=這)與(ὅς / ὅσγε)*=誰)組成,而 (οὗτος)由()*=這)與(αὐτός)=自己)組成,其中 (αὐτός)出自(Ἀττάλεια)X*=反身)
出現次數:總共(21);太(3);路(2);約(4);徒(2);林前(1);加(1);來(5);啓(3)
譯字彙編
1) 多(2) 林前14:10; 來4:7;
2) 這許多(2) 太15:33; 來12:1;
3) 這樣多(2) 徒5:8; 徒5:8;
4) 更(1) 來1:4;
5) 如此之多(1) 加3:4;
6) 此(1) 來7:22;
7) 照樣的(1) 啓18:7;
8) 一樣(1) 啓21:16;
9) 這麼大(1) 啓18:17;
10) 如此(1) 來10:25;
11) 這麼多(1) 約21:11;
12) 這麼大的(1) 路7:9;
13) 許多的(1) 太15:33;
14) 這多(1) 路15:29;
15) 許多人(1) 約6:9;
16) 這麼長(1) 約14:9;
17) 許多(1) 約12:37;
18) 這樣大的(1) 太8:10

English (Woodhouse)

so big, so great, so large

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)