ἐπιστροφή
μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone
English (LSJ)
ἡ,
A turning about, τῆς τοῦ ἀτράκτου δίνης Pl.R. 620e; twisting, Thphr. HP 3.13.3; of strands, Ph.Bel.58.15; τῶν σχοινίων Plu.Alex.25 (pl.); ἡ εἴσω ἐ. τῶν δακτύλων Philostr.Im.1.23.
2. bending of a bow, Str.2.5.22.
3. curve, winding of a bay, ib.33; of a river, Ptol.Alm.8.1.
II. intr., turning or wheeling about, δαΐων ἀνδρῶν ἐπιστροφαί, i.e. hostile men turning to bay, S.OC1045 (lyr.); tossing, of a restless patient, Hp.Epid.7.83 (pl.); μυρίων ἐπιστροφαὶ κακῶν renewed assaults of ills unnumbered, S.OC537 (lyr.), cf. Arr. An.7.17.5; esp. in military evolutions, Plb.10.23.3, Plu.Phil.7; wheeling through a right angle, Ascl.Tact.10.4, etc. (but, as a general term, αἱ ἐπιστροφαὶ τῶν ἵππων ib.7.2, cf. Arr.Tact.16.7); of ships, putting about, tacking, Th.2.90,91; ἐξ ἐπιστροφῆς = by a sudden wheel, Plb.1.76.5, Plu.Tim.27; but ἐξ ἐπιστροφῆς παθεῖν to have a relapse, Hp. Coac.251.
2. turn of affairs, reaction, counter-revolution, μή τις ἐ. γένηται Th.3.71; result, end, Plb.21.32.15 (dub.l.).
3. attention paid to a person or thing (ἐπιστρέφω 11.3), ξενοτίμους δωμάτων ἐπιστροφάς respect for guests, A.Eu.548; πρὸ τοῦ θανόντος τήνδ' ἔθεσθ' ἐ. S.OT134; ὧν ἐ. τις ἦν to whom any regard was due, E.IT671; so ἐπιστροφῆς ἄξιον X.HG5.2.9; παραμυθέεσθαι μετ' ἐπιστροφῆς καὶ ὑποδέξιος Hp. Decent.16; ἐπιστροφὴν ποιεῖσθαι Philipp. ap. D.12.1, cf. 19.306, etc.; ἐπιστροφὴν ἔχειν τινός Men.836; περί τινος Chrysipp.Stoic.3.187, etc.; ἐπιστροφῆς τυγχάνειν Plb.4.4.4, etc.
b. Philos., turning towards, πρὸς τὰ τῇδε Plot.4.3.4; ψυχὴ καταδεῖται πρὸς τὸ σῶμα τῇ ἐ. τῇ πρὸς τὰ πάθη τὰ ἀπ' αὐτοῦ Porph.Sent.7.
4. moving up and down in a place, mostly in plural, πατρῴων δωμάτων ἐπιστροφαί the range of them, A.Th.648; οἷσιν οὐκ ἐπιστροφαί men who have no business here, E.Hel.440; βούνομοι ἐ. haunts of the grazing herds, A.Fr.249; so Κίλιξ δὲ χώρα καὶ Σύρων ἐπιστροφαί (cj. for Σηρῶν ἐνστροφαί) ib.271.
5 intentness, vehemence, ἐπιστροφὴν εἶχεν ὁ λόγος καὶ ἔρρωτο Philostr.VS1.21.5; θρασυτέρᾳ τῇ ἐ. χρήσασθαι ib.2.5.2.
b gravity of deportment, ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ εἴδους Id.Im. 2.16.
6 correction, reproof, Plu.2.55b.
7 conversion, Act.Ap.15.3; ἡ πρὸς θεὸν ἐπιστροφή Hierocl.in CA24p.473M.
8 in Philos., return to the source of Being, Plot.1.2.4; ἡ ἐπιστροφὴ πρὸς αὑτόν Id.5.3.6, cf. Procl. Inst.31; [ἡ ἐ.] τοῦ προελθόντος ἐπάνοδος εἰς τὸ γεννῆσαν Dam.Pr.75; ἡ ἐπιστροφὴ τῆς ἐκστάσεώς ἐστιν ἐπανόρθωσις ib.61.
9 in Logic, conversion of a proposition, ἡ σὺν ἀντιθέσει ἐπιστροφή the contraposition, Suppl.ad Procl. in Prm.p.1004S.
German (Pape)
[Seite 986] ἡ, 1) das Umkehren, Herumdrehen, Sp., wie Plut. Al. 25. – 2) gew. vom med., – a) das sich Herumdrehen, die Drehung, Wendung, τῆς τοῦ ἀτράκτου δίνης Plat. Rep. X, 620 e; δαΐων ἀνδρῶν ἐπιστροφαί, das Umwenden auf der Flucht zum neuen Angriff, Soph. O. C. 1049; u. so öfter von den Bewegungen u. Schwenkungen des Heeres, Thuc. 2, 90, Pol. 10, 21, 3; ἐξ ἐπιστροφῆς, 1, 76, 5 u. öfter; vgl. Plut. Tim. 27; Hippocr. οἱ ἐξ ἐπιστροφῆς παθόντες, vom Rückfall der Krankheit; dah. μυρίων γ' ἐπιστροφαὶ κακῶν Soph. O. C. 542, der immer wiederkehrende Andrang des Unglücks; die Wendung der Dinge, Thuc. 3, 71; dah. auch Ausgang, Ende, τοιαύτην ἔσχε τὴν ἐπιστροφήν Pol. 22, 15, 15. – b) das sich wohin Kehren, die Einkehr, auch der Ort selbst, wo man einkehrt, πόλιν ἕξει πατρῴων δωμάτων τ' ἐπιστροφάς Aesch. Spt. 630; ξενοτίμους ἐπιστροφὰς δωμάτων Eum. 518, vgl. frg. 234; οἷσιν οὐκ ἐπιστροφαί, die sich hier nicht aufhalten dürfen, Eur. Hel. 440. Und übtr., Aufmerksamkeit, Beachtung, πρὸ τοῦ θανόντος τήνδ' ἔθεσθ' ἐπιστροφήν Soph. O. R. 134, für den Todten Sorge tragen; ἴσασι πάντες ὧν ἐπιστροφή τις ἦν Eur. I. T. 671; ἄξιον ἔδοξε ἐπιστροφῆς εἶναι, beachtenswert, schien Überlegung zu verdienen, Xen. Hell. 5, 2, 9; οὐδεμίαν ἐποιεῖσθε ἐπιστρ. Dem. 12, 1 (ep. Phil.); Folgde, wie Pol. 5, 93, 9; vgl. noch Dem. 19, 306 ἐὰν ἐπιστροφὴν ἡ πόλις ποιήσηται καὶ πρέσβεις πέμψῃ, δίκην ἐκεῖνοι δώσουσι; περί τινος, Hierocl. Stob. fl. 85, 21; ἐπιστροφὴν ἔχειν τινός Sext. Emp. adv. math. 1, 54; Plut.; – woran sich die Bdtg Ahndung, Strafe schließt, wie Pol. 4, 4, 4, der ἐπιστροφῆς καὶ κολάσεως ἄξιον 27, 17, 7 vrbdt. – Bei Philostr. u. Rhett. τοῦ λόγου, das Angespannte, Kernhafte des Styls. Vgl. ἐπιστρεφής.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
I. (ἐπιστρέφω) action de faire tourner, de tordre, de tresser;
II. (ἐπιστρέφομαι) action de se tourner :
1 action de se diriger vers, action de tourner son esprit vers ; attention, soin, sollicitude;
2 action de se tourner contre ; fig. réprimande, blâme, châtiment;
3 action de se retourner ; tour, évolution d'une troupe, mouvement de conversion de navire ; fig. αἱ ἐπιστροφαί attaques répétées;
4 endroit vers lequel on se dirige, lieu de halte, séjour (cf. lat. deversorium) : ἐπιστροφὴ πατρῴων ESCHL séjour de la maison paternelle ; ξενότιμοι ἐπιστροφαὶ δωμάτων ESCHL séjour hospitalier d'une maison ; en gén. fréquentation, commerce avec qqn;
NT: conversion (du paganisme à Dieu).
Étymologie: ἐπιστρέφω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιστροφή: ἡ
1 приведение в круговое движение, вращение (τῆς τοῦ ἀτράκτου δίνης Plat.);
2 свивание, скручивание (ἐπιστροφαὶ τῶν σχοινίων Plat.);
3 воен. тж. pl. поворот (для атаки), нападение (с фланга или с тыла), обход (δαΐων ἀνδρῶν Soph.); pl. нападение со всех сторон, перен., непрерывные удары (μυρίων κακῶν Soph.): ὑπεκφεύγειν τὴν ἐπιστροφὴν ἐς τὴν εὐρυχωρίαν Thuc. избежать нападения бегством в открытое море;
4 исход, результат Polyb.; преимущ. дурной оборот, плохие последствия: ὅπως μή τις ἐ. γένηται Thuc. чтобы чего-л. не вышло (дурного);
5 пребывание, тж. местопребывание, пристанище: πατρῴων δωμάτων ἐπιστροφαί Aesch. жизнь в отчем доме; ξενότιμοι ἐπιστροφαὶ δωμάτων Aesch. долг гостеприимства; βούνομοι ἐπιστροφαί Aesch. пастбища; Ἓλλην πεφυκώς, οἷσιν οὐκ ἐπιστροφαί Eur. ты эллин, (а) таким не место (здесь);
6 внимательное отношение, внимание, забота (ἄξιος ἐπιστροφῆς Xen.): ἐπιστροφὴν ποιεῖσθαι Arst., Dem.; (тж. θέσθαι Soph. или ἔχειν Plut.) уделять внимание, заботиться (τινός Eur., Sext., πρό τινος Soph. и περί τινος Plut.);
7 обхождение (с кем-л.), знакомство: πάντες, ὧν ἐ. τις ἦν Eur. все сколько-нибудь вращавшиеся (среди людей), т. е. имеющие кое-какой житейский опыт (по друг. заслуживающие какого-л. внимания);
8 наказание (ἐπιστροφῆς καὶ κολάσεως ἄξιος Polyb. - ср. 6).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστροφή: ἡ, (ἐπιστρέφω) περιστροφή, ὑπὸ τὴν ἐκείνης χεῖρά τε καὶ ἐπιστροφὴν τῆς τοῦ ἀτράκτου δίνης Πλάτ. Πολ. 620Ε· συστροφή, «στρήψιμον», τῶν σχοινίων Πλουτ. Ἀλεξ. 25. ΙΙ. ἀμεταβ., δαΐων ἀνδρῶν ἐπιστροφαί, περὶ πολεμίων, στρεφομένων ὅπως ἀντιμετωπίσωσί τινα, Σοφ. Ο. Κ. 1045· μυρίων ἐπιστροφαὶ κακῶν, ἐπανειλημμέναι προσβολαὶ ἀναριθμήτων κακῶν, αὐτόθι 537, πρβλ. Διόδ. 19. 83, Ἀρρ. Ἀν. 7. 17· ἰδίως ἐν στρατιωτικοῖς ἑλιγμοῖς, Πολύβ. 10. 21, 3 (ἔνθα ἴδε Schweigh.), Πλουτ. Φιλοπ. 7· ἐπὶ πλοίων, ἀλλαγὴ τῆς διευθύνσεως, στροφή, ἡ ἐπ. ἐς τὴν εὐρυχωρίαν Θουκ. 2. 90, 11· ἐξ ἐπιστροφῆς, δ’ αἰφνιδίας στροφῆς, Πολύβ. 1. 76, 5, Πλουτ. Τιμολ. 27· ἀλλά, ἐξ ἐπιστροφῆς παθεῖν, ἐξ ὑποτροπιάσεως, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 159. 2) ἐναντία φορὰ τῶν πραγμάτων, μετατροπὴ αὐτῶν, μή τις ἐπ. γένηται Θουκ. 3. 71· ἀποτέλεσμα, τέλος, Πολύβ. 22. 15, 15. 3) προσοχὴ εἴς τι πρόσωπον ἢ πρᾶγμα, φροντὶς περὶ αὐτοῦ (πρβλ. ἐπιστρέφω ΙΙ. 3), πρὸ τοῦ θανόντος τήνδ’ ἔθεσθ’ (πρβλ. ἐπιστρέφω ΙΙ. 3), πρὸ τοῦ θανόντος τήνδ’ ἔθεσθ’ ἐπ. Σοφ. Ο. Τ. 134· ὧν ἐπιστροφή τις ἦν, ὅσοι ἐπιμέλειάν τινα ποιοῦνται τῶν πραγμάτων, Εὐρ. Ι. Τ. 671· οὕτως, ἐπιστροφῆς ἄξιον Ξεν. Ἑλλ. 5.2, 9· ἐπ. ποιεῖσθαι Φίλιππ. παρὰ Δημ. 158. 25, πρβλ. 439. 15· ἐπ. ἔχειν τινὸς Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 125· περί τινος Πλούτ. 2. 1045Α, κτλ.· ἐπιστροφῆς τυγχάνειν Πολύβ. 4. 4, 4, κτλ. 4) τὸ περιστρέφεσθαι ἔν τινι τόπῳ, ἐνδιατρίβειν, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., πατρῴων δωμάτων ἐπιστροφαὶ Αἰσχύλ. Θήβ. 648, ἔνθα ἴδε τὸν Blomf. ξενοτίμους ἐπ. δωμάτων, ἐπὶ τῶν καθηκόντων τῆς ξενίας, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 548· οἷσιν οὐκ ἐπιστροφαί, οἵτινες ἐνταῦθα εἶναι ἀπαράδεκτοι, δὲν δύνανται νὰ μείνωσιν, Εὐρ. Ἑλ. 440· Σπερχειὲ ποταμὲ βούνομοί τ’ ἐπιστροφαί, νομαί· ἔνθα συχνάζουσι βόες, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 243· οὕτω, Κίλιξ δὲ χώρα καὶ Σύρων ἐπιστροφαὶ (κατὰ Δινδ. ἀντὶ Σηρῶν ἐνστροφαὶ) αὐτόθι 264. ― Καθ’ Ἡσυχ. «ἐπιστροφαί· διατριβαί. δίαιται. Αἰσχύλος Φρυξίν»· πρβλ. Ἀριστείδ. 1. σ. 239. 5) ἔντασις, σφοδρότης ὕφους, λόγου, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἀβρότης, Φιλόστρ. 519.
English (Strong)
from ἐπιστρέφω; reversion, i.e. morally, revolution: conversion.
English (Thayer)
ἐπιστροφῆς, ἡ (ἐπιστρέφω), conversion (of Gentiles from idolatry to the true God (cf. Winer's Grammar, 26)): Sirach 18:21 (20); in Greek writings in many other senses.)
Greek Monolingual
η (AM ἐπιστροφή) επιστρέφω
η επάνοδος σ’ έναν τόπο, ο γυρισμός (α. «επιστροφή στην πατρίδα» β. «πατρῴων δωμάτων ἐπιστροφαί», Αισχύλ.)
νεοελλ.
1. απόδοση οφειλής ή δώρου («επιστροφή χρημάτων»)
2. ό,τι προέρχεται από επιστροφή επειδή δεν πουλήθηκε
μσν.
1. ανταπόδοση
2. μετάνοια
3. συγχώρεση
4. ελπίδα
αρχ.-μσν.
επάνοδος στην ορθή πίστη
αρχ.
1. περιστροφή («ὑπὸ τὴν ἐκείνης χεῖρά τε καὶ ἐπιστροφήν τῆς τοῦ ἀτράκτου δίνης», Πλάτ.)
2. στροφή, στρίψιμο («ἐπιστροφή τῶν σχοινίων», Πλούτ.)
3. (για τόξο ή κόλπο) καμπύλη, κύρτωμα
4. επάνοδος σε νέα προσβολή («δαΐων ἀνδρῶν ἐπιστροφαί», Σοφ.)
5. (για πλοίο) αλλαγή κατεύθυνσης, στροφή («ἡ ἐπιστροφὴ ἐς τὴν εὐρυχωρίαν», Θουκ.)
6. στροφή σε ορθή γωνία
7. υποτροπή αρρώστιας
8. μεταστροφή τών πραγμάτων («μή τις ἐπιστροφὴ γένηται»)
9. τέλος, έκβαση («τοιαύτην ἔσχε τὴν ἐπιστροφήν», Πολ.)
10. προσοχή σ’ ένα πρόσωπο ή πράγμα, φροντίδα («πρὸ τοῦ θανόντος τήνδ’ ἔθεσθ’ ἐπιστροφήν», Σοφ.)
11. ένταση, ικανότητα στο ύφος
12. επίπληξη, μάλωμα
13. (λογ.) αντιστροφή πρότασης
14. (νεοπλατων.) α) επιστροφή προς το ίδιο το αντικείμενο
β) επάνοδος στην πηγή του όντος.
Greek Monotonic
ἐπιστροφή: ἡ (ἐπιστρέφω),·
I. γύρισμα, στροφή, περιστροφή, σε Πλάτ.
II. 1. αμτβ., στροφή ή στριφογύρισμα, λέγεται για αλλαγή διεύθυνσης και επιστροφή στο λιμάνι, σε Σοφ.· ἐπιστροφαὶ κακῶν, επανειλημμένες προσβολές αναρίθμητων κακών, στον ίδ.· λέγεται για πλοία, αλλαγή πλεύσης, διεύθυνσης, πλεύση σε διάταξη σχήματος «ζιγκ-ζαγκ», σε Θουκ.
2. μεταβολή των πραγμάτων, μετατροπή, στον ίδ.
3. αποδιδόμενη προσοχή σε κάποιον ή κάτι, φροντίδα, προσοχή, σε Σοφ. κ.λπ.
4. μετακίνηση σε έναν τόπο, δωμάτων ἐπιστροφαί, σε Αισχύλ.· ξενοτίμους ἐπ. δωμάτων, λέγεται για τα καθήκοντα της φιλοξενίας, στον ίδ.
Middle Liddell
ἐπιστροφή, ἡ, ἐπιστρέφω
I. a turning about, twisting, Plat.
II. intr. a turning or wheeling about, of men turning to bay, Soph.; ἐπιστροφαὶ κακῶν renewed assaults of ills, Soph.:—of ships, a putting about, tacking, Thuc.
2. a turn of affairs, reaction, Thuc.
3. attention paid to a person or thing, regard, Soph., etc.
4. a moving up and down in a place, δωμάτων ἐπιστροφαί occupation of them, Aesch.; ξενοτίμους ἐπ. δωμάτων, of the duties of hospitality, Aesch.
Chinese
原文音譯:™pistrof» 誒披-士特羅弗費
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在上-轉(著) 相當於: (שׁוּב)
字義溯源:歸回,(從拜偶像)轉回,歸主,轉變;源自(ἐπιστρέφω)=歸回);由(ἐπί)*=在⋯上,完全)與(στρέφω)=扭轉)組成;其中 (στρέφω)出自(τροπή)=轉動),而 (τροπή)出自(τρέμω)X*=轉)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 歸主(1) 徒15:3
English (Woodhouse)
attention, care, reaction, regard, sudden change of direction
Lexicon Thucydideum
conversio, overthrowing, defeat, 2.90.5,
item likewise 91 [ubi Vat. et alii where Vatican and other manuscripts ὑποστροφήν].
calamitas altera, another disaster, 3.71.2.
Translations
rotation
Afrikaans: rotasie; Amharic: ሽክርክር; Arabic: دَوْرَة; Armenian: պտույտ; Belarusian: вярчэнне; Bulgarian: въртене; Chinese Mandarin: 迴轉, 回转, 旋轉, 旋转, 自轉, 自转; Dutch: rotatie; Finnish: pyöriminen; French: rotation; Galician: rotación; German: Rotation; Greek: περιστροφή; Ancient Greek: δίνευμα, δίνη, δίνημα, δίνησις, δῖνος, εἴλησις, ἐπιστροφή, περιαγωγή, περιδίνησις, περιστροφή, περιτροπή, περιφορά, περιχώρησις, στροφή, φορά; Hindi: घूर्णन; Indonesian: putaran, rotasi; Italian: rotazione; Japanese: 回転, 自転; Kazakh: айналу; Korean: 순환(循環); Latin: rotatio; Malay: putaran; Malayalam: തിരിയല്, ഭ്രമണം; Maori: tāwhirowhironga; Old English: ymbhwyrft, wendung; Ottoman Turkish: چرخ; Persian: چَرْخِش; Polish: obracanie; Portuguese: rotação; Russian: вращение; Spanish: rotación; Swedish: rotation; Tagalog: inog; Telugu: భ్రమణం; Thai: การหมุน; Turkish: devir, deveran, dönüş, rotasyon; Ukrainian: обертання, верті́ння