φυτεύω

From LSJ
Revision as of 17:33, 21 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠτεύω Medium diacritics: φυτεύω Low diacritics: φυτεύω Capitals: ΦΥΤΕΥΩ
Transliteration A: phyteúō Transliteration B: phyteuō Transliteration C: fyteyo Beta Code: futeu/w

English (LSJ)

Od.5.340, etc., Ep. inf.
A φυτευέμεν Hes.Op.812; fut. εύσω X.Oec.19.13; aor. ἐφύτευσα Il.6.419, etc.: pf. πεφύτευκα, 3pl. πεφύτευκαν LXX Ez.19.13:—Med., fut. φυτεύσομαι Pi.P.4.15: aor. φυτευσάμην X.Mem.1.1.8:—Pass., fut. φυτευθήσομαι Gp.5.19.1: aor. ἐφυτεύθην X.An.5.3.12, poet.3pl. φύτευθεν Pi. P.4.69: pf. πεφύτευμαι Hdt.2.138, etc.: (φυτόν).
I c. acc. of the thing planted, plant trees, esp. fruit-trees, οὔτε φυτεύουσιν χερσὶν φυτὸν οὔτ' ἀρόωσιν Od.9.108; δένδρεα φ. 18.359, cf. Alc.44, etc.; ἄλσος πεφυτευμένον Hdt. l.c.; συκᾶς Ar.Fr.108 (troch.); ὄρχους, ἀμπέλους, X.Oec.20.3,4; joined with σπείρω, ib.11.16, Mem.2.1.13, Pl.Phdr. 276e; φυτείαν Ev.Matt.15.13; ἀρώμεναι ἠδὲ φ. Hes.Op.22; φ. ἐν γῇ X.Oec.19.2; ἐν ἀφόρῳ ib.20.3; εἰς γῆν Plu.2.986f; φ. ἀπὸ κορύνης Gp.10.8.1:—Med., plant for oneself, Pi.P.4.15, Luc.Cat.20:—Pass., δένδρα πεφυτευμένα, opp. to those of spontaneous growth, D.55.13.
2 metaph., beget, engender, Hes.Op.812, Sc.29, Hdt.4.145, Pi.N.7.84, etc.; φυτεύων παῖδας E.Alc.662, cf. Or.11, Ar.V. 1133, Pl.Cri.50d; ὁ φυτεύσας πατήρ S.OT793, 1514, E.IA1177 (s. v.l.); ὁ φυτεύσας alone, the father, S.Ph.904, Tr.1244; ὁ φ. αὐτόν E.Andr.49, etc.: opp. ἡ τεκοῦσα, Lys.11.4 (rarely of the mother, σὲ.. φύτευσεν Αἴθρα Ποσειδᾶνι B.16.59); οἱ φυτεύσαντες the parents, S. OT1007, OC1377; τοὺς τεκόντας καὶ φυτ. Id.Fr.64, cf. E.Supp.1092: metaph., ὕβρις φυτεύει τύραννον S.OT873 (lyr.); Μούσας λέγουσι Ἁρμονίαν φυτεῦσαι E.Med.832 (lyr.):—Pass., to be begotten, spring from parents, κείνων Pi.P.4.144; ἐκ Κρόνου Id.N.5.7; τοῦ κακοῦ πότμου φυτευθείς S.OC1324.
3 generally, produce, bring about, cause, mostly of evils, ὅτι τοι κακὰ πολλὰ φυτεύει Od.5.340; πρὶν ἡμῖν πῆμα φυτεῦσαι 4.668 (v.l.); φόνον καὶ κῆρα φ. 2.165, 17.82; once in Il., κακὸν μέγα πᾶσι φ. 15.134; φύτευέ οἱ θάνατον Pi.N.4.59; φ. πῆμα S.Aj.953; also in good sense, φ. γάμον, δόξαν, Pi.P.9.111, I.6 (5).12; Μίνωϊ τιμάν B.16.68; καδέων ἀνάπαυσιν Id.18.35:—Pass., σὺν θεῷ φυτευθείς ὄλβος Pi.N.8.17.
4 implant in, τοῦθ' ἡμῖν Pl. Ti.80e; τι εἴς τι Id.Phdr.248d.
5 set up, ἄγαλμα ἐν τῷ οἴκῳ Iamb.VP18.84.
II less freq. c. acc. of the ground planted, plant with fruit trees, φ. γῆν Th.1.2; χωρίον φ. καὶ γεωργεῖν Is.9.28: abs., Eup.13, Philem.116:—Med., ἀγρόν φ. X.Mem.1.1.8:—Pass., γῆ πεφυτευμένη Hdt.4.127, cf. X.HG3.2.10; opp. ψιλή, Eup.230, D.20.115; τὰ πεφυτευμένα PHal.1.102 (iii B.C.), etc.; γεωργία καὶ ψιλὴ καὶ πεφ. Arist.Pol.1259a2.

German (Pape)

[Seite 1319] pflanzen, Bäume, andere Gewächse pflanzen, φυτόν, δένδρεα, Od. 9, 108. 18, 359; Hes. O. 22; Pind. Ol. 3, 36; ἄλσος Her. 2, 138; als Gegensatz von ἀρόω auch bepflanzen, γῆν, Thuc. 1, 2; Plut. Num. 20; dah. γῆ πεφυτευμένη, Xen. Hell. 3, 2,10; Gegensatz von ψιλή Her. 4, 127 u. Dem. 20, 115. – Übertr., zeugen, erzeugen, Hes. O. 814 Sc. 29; Her. 4, 145; Pind. φυτευθὲν γένος P. 4, 256; ἐκ Κρόνου καὶ ἀπὸ Νηρηΐδων φυτευθέντες N. 5, 7, u. öfter; Soph. ὁ φυτεύσας, der Vater, Phil. 892; οἱ φυτεύσαντες, die Aeltern, O. R. 1007; Eur. oft; παῖδας Ar. Vesp. 1133; auch in Prosa, Her. 4, 145; Plat. Crit. 50 d; überh. hervorbringen, bewirken, anstiften, bes. von schlimmen Dingen, φυτεύειν τινὶ κακόν, κακά, μόρον, φόνον, Il. 15, 134 u. oft in der Od.; θάνατον Pind. N. 4, 50; auch γάμον, P. 9, 115; δόξαν I. 5, 11; φυτευθεὶς ὄλβος N. 8, 17; Παλλὰς φυτεύει πῆμα Soph. Ai. 933; ὕβρις φυτεύει τύραννον O. R. 873; ὅταν τις φυτεύῃ τε καὶ σπείρῃ μετ' ἐπιστήμης λόγους Plat. Phaedr. 276 e; Folgde.

French (Bailly abrégé)

f. φυτεύσω, ao. ἐφύτευσα, pf. πεφύτευκα;
1 planter : δένδρεα OD des arbres ; χώραν PLUT couvrir un pays de plantations ; Pass. γῆ πεφυτευμένη XÉN terre couverte de plantations;
2 p. anal. engendrer, procréer, acc. ; ὁ φυτεύσας πατήρ SOPH, ou abs. ὁ φυτεύσας SOPH le père ; οἱ φυτεύσαντες SOPH les parents ; fig. τινι κακόν IL, κακά OD causer du mal à qqn;
Moy. φυτεύομαι (ao. ἐφυτευσάμην);
1 planter pour soi : ἀγρόν XÉN couvrir son champ de plantations ; ἀμπέλους LUC planter des vignes pour soi;
2 produire pour soi, acc..
Étymologie: φυτόν.

Russian (Dvoretsky)

φῠτεύω: тж. med.
1 сажать, насаждать (φυτὸν χερσίν Hom.; ἄλσος Her.; ὄρχους Xen.; τι ἐν γῇ Xen. и εἰς γῆν Plut.; σῖτον ἐν πηλῷ Plut.);
2 засаживать растениями, покрывать насаждениями (γῆν Thuc.; χωρίον Isae.; γῆ πεφυτευμένη Her., Xen., Plut.): γεωργία καὶ φιλὴ καὶ πεφυτευμένη Arst. разведение как полевых растений, так и деревьев;
3 взращивать (καρποὺς καὶ χλόην Plat.);
4 производить на свет, рождать (παῖδας Soph., Arph.; τινά Plat.): ὁ φυτεύσας (πατήρ) Soph., Eur., Lys. родитель, отец; οἱ φυτεύσαντες Soph. родители;
5 порождать, причинять, приносить (κακὰ πολλά τινι Hom.; θάνατόν τινι Pind.): φ. δόξαν Pind. приносить славу; θυγατρὶ γάμον φ. Pind. устроить брак дочери;
6 готовить, затевать (φόνον Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

φῠτεύω: μέλλ. -σω, ἀόρ. ἐφύτευσα Ἰλ. Ζ. 419, Ἀττ. πρκμ. πεφύτευκα Ἐβδ. ― Μέσ., μέλλ. -εύσομαι Πινδ. Π. 4. 26· ἀόρ. Ξενοφ. Ἀπομν. 1. 1, 8. ― ΠαΘητ., μέλλ. -ευθήσομαι Γεωπον.· ― ἀόρ. ἐφυτεύθην Ἀττικ., ποιητικ. γ΄ πληθ. φύτευθεν Πινδ. Π. 4. 123· ― πεφύτευμαι Ἡρόδ., κλπ. (φυτόν). Ι. μετ’ αἰτιατ. τοῦ φυτευομένου πράγματος, ὡς καὶ νῦν, φυτεύω, φυτεύω φυτά, μάλιστα δὲ καρποφόρα, οὔτε φυτεύουσιν χερσὶν φυτὸν οὔτ’ ἀρόωσιν Ὀδ. Ι. 108· φυτ. δένδρα Σ. 349, (πρβλ. περιφυτεύωἄλσος Ἠρόδοτ. 2. 138· συκᾶς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 164· ὄρχους, ἀμπέλους Ξεν. Οἰκ. 20, 3 καὶ 4· συναπτόμενον μετὰ τοῦ σπείρω, αὐτόθι 11, 16, Πλάτ. Φαίδρ. 276Ε· ― ἀπολ., Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 22, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 13, κλπ.· φ. ἐν γῇ ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 19, 2., 30, 3· εἰς γῆν Πλούτ. 2. 986F· φ. ἀπὸ ἢ ἐκ…, Γεωπ. ― Μέσ., φυτεύω δι’ ἐμαυτόν, Πινδ Π. 4. 26, Λουκ. Κατάπλ. 20· ― Παθ., πεφυτευμένα δένδρα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἀφ’ ἑαυτῶν φυόμενα, Δημ. 1275. 9. 2) μεταφορ., ἐσθλὴ μὲν γὰρ θ’ ἥδε φυτευέμεν ἠδὲ γενέσθαι ἀνέρι τ’ ἠδὲ γυναικὶ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 810, Ἀσπ. Ἡρ. 29, Ἡρόδ. 4. 145, Πίνδ., κλπ.· φυτεύων παῖδας Εὐρ. Ἄλκ. 662, πρβλ. Ὀρ. 11 Ἀριστοφ. Σφ. 1133, Πλάτ. Κρίτων 50D· ὁ φυτεύσας πατὴρ Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 793, 1514, Εὐρ.· ὁ φυτεύσας, μόνον ὁ πατήρ, Σοφ. Φιλ. 904, Τραχ. 1244, Εὐρ. κλπ.· ἐναντίον τοῦ ἡ τεκοῦσα, Λυσίας 119. 18· οἱ φυτεύσαντες, οἱ γονεῖς, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1007, Ο. Κ. 1377· τοὺς τεκόντας καὶ φυτ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 62, πρβλ. Εὐρ. Ἱκ. 1092· μεταφορ., ὕβρις φυτεύει τύρρανον Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 873, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 832. ― Παθ., γεννῶμαι, γίνομαι ἐκ γονέων, τινος, ἐκ ἢ ἀπὸ τινος Πινδ. Π. 4. 256, Ν. 5. 13, πρβλ. Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1324. 3) καθόλου, παράγω, ἐπιφέρω προξενῶ, γίνομαι αἴτιος, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακοῦ, ὅτι τοι κακὰ πολλὰ φυτεύει Ὀδ. Ε. 340· πρὶν ἡμῖν πῆμα φυτεῦσαι Δ. 668· φόνον καὶ κῆρα φ. Β. 165, Ρ. 82· ἐν τῇ Ἰλ. μόνον ἅπαξ, δηλ. αὐτὰρ τοῖς ἄλλοισι κακὸν μέγα πᾶσι φυτεύσαι Ἰλ. Ο. 134· φύτευέ οἱ θάνατον Πινδ. Ν. 4. 96· φ. πῆμα Σοφ. Αἴ. 953· ἀλλὰ καὶ ἐπὶ καλῇς σημασίας, φ. γάμον, δόξαν, τιμάς, κλπ., Πινδ. Π. 9. 194, Ι. 6 (5). 16· ― Παθ., ὄλβος σὺν θεῷ φυτευθεὶς ὁ αὐτ. ἐν Ν. 8. 28. 4) ἐμβάλλω, ἐμφυτεύω, τινί τι Πλάτ. Τίμ. 80Ε· τι εἴς τι ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 248D. ΙΙ. σπανιώτερον μετ’ αἰτ. τοῦ ἐδάφους εἰς ὃ φυτεύεται τὸ φυτόν, φ. γῆν Θουκ. 1. 2· φ. χωρίον καὶ γεωργεῖν Ἰσαῖος 77. 34· ἀπολ., ἐπίσταμαι γὰρ αἰπολεῖν, σκάπτειν, νεᾶν, φυτεύειν Εὔπολις ἐν «Αἰξὶν» 9, Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 21· ― Μέσ., φ. ἀγρὸν Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 8. ― Παθ., γῆ πεφυτευμένη, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ψιλή, Ἡρόδ. 4. 127· πεφυτευμένη δ’ αὕτη ’στὶν ἢ ψιλὴ μόνον; Εὔπολις ἐν Πόλεσιν 4, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 10, Δημ. 491. 27· ὡσαύτως γεωργία πεφυτευμένη, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ψιλή, εἵτα περὶ γεωργίας, καὶ ταύτης ἤδη ψιλῆς τε καὶ πεφυτευμένης Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 11, 7. ― Πρβλ. φῑτύω, ἐν τέλει.

English (Autenrieth)

ipf. φύτευεν, aor. ἐφύτευσαν, subj. φυτεύσω, inf. -εῦσαι: plant; fig., devise, plan, Od. 2.165, Od. 4.668, Il. 15.134.

English (Slater)

φῠτεύω (φυτεύει; -ων: impf. φύτευε(ν): aor. φυτεῦσαι: med. fut. φυτεύσεσθαι: pass. aor. φύτευθεν; -είς, -έντες, -έντας, -έν: pf. πεφυτευμένον.)
   a plant (δένδρεα) τῶν νιν γλυκὺς ἵμερος ἔσχεν δωδεκάγναμπτον περὶ τέρμα δρόμου ἵππων φυτεῦσαι (O. 3.34) [ἐλτ;γτ; Τυν]δαριδᾶν ἱερῷ [τεμέ]νει πεφυτευμένον ἄ[λσος (supp. Snell, Lobel) (Pae. 18.2)
   b beget λέγοντι γὰρ Αἰακόν μιν (= Δία) ὑπὸ ματροδόκοις γοναῖς φυτεῦσαι (N. 7.84) pass., be born, ἐκ δὲ Κρόνου καὶ Ζηνὸς ἥρωας αἰχματὰς φυτευθέντας καὶ ἀπὸ χρυσεᾶν Νηρηίδων Αἰακίδας ἐγέραιρεν (N. 5.7) τόθι γὰρ γένος Εὐφάμου φυτευθὲν λοιπὸν αἰεὶ τέλλετο (P. 4.256) c. gen., “ἄμμες αὖ κείνων φυτευθέντες” (cf. Soph., O. K. 1324) (P. 4.144)
   c met.,
   I plant, sow the seeds of σύν τέ οἱ δαίμων φυτεύει δόξαν ἐπήρατον (I. 6.12) θεὸς ὁ πάντα τεύχων βροτοῖς καὶ χάριν ἀοιδᾷ φυτεύει fr. 141. plan πατὴρ δὲ θυγατρὶ φυτεύων κλεινότερον γάμον (P. 9.111) Δαιδάλου δὲ μαχαίρᾳ φύτευέ οἱ θάνατον ἐκ λόχου Πηλίαο παῖς (N. 4.59)
   II pass., be planted, spring up, grow θεόπομποί σφισιν τιμαὶ φύτευθεν (P. 4.69) σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρ μονώτερος (N. 8.17)
   III med., have planted within one c. acc. “φαμὶ γὰρ τᾶσδ' ἐξ ἁλιπλάκτου ποτὲ γᾶς Ἐπάφοιο κόραν ἀστέων ῥίζαν φυτεύσεσθαι μελησίμβροτον” (P. 4.15)
   d ]λυγιαις φυτευο[ Πα. 17. a. 5. ]φυτευενματρὶ[ Δ. 4. 14.

English (Strong)

from a derivative of φύω; to set out in the earth, i.e. implant; figuratively, to instil doctrine: plant.

English (Thayer)

imperfect ἐφύτευον; 1st aorist ἐφύτευσα; perfect passive participle πεφυτευμενος; 1st aorist passive imperative 2nd person singular φυτεύθητι; (φυτόν); from Homer down; the Sept. for נָטַע, several times for שָׁתַל; to plant: absolutely, φυτείαν, ἀμπελῶνα, τί ἐν, with a dative of the place, passive, Luke 17:6.

Greek Monolingual

ΝΜΑ φυτόν
1. τοποθετώ στη γη σπόρο ή ρίζα νεαρού φυτού προκειμένου να ριζοβολήσει και να αναπτυχθεί
2. βάζω φυτά σε μια μεγάλη εδαφική έκταση (α. «φύτεψε τρία στρέμματα καπνό» β. «γῆν φυτεύειν», Πλούτ.)
νεοελλ.
χώνω βαθιά, μπήγω («του φύτεψε μια σφαίρα στην καρδιά» — τον σκότωσε)
μσν.-αρχ.
μτφ. (για άνδρα) γονιμοποιώ, σπέρνω (α. «φονεὺς... τοῦ φυτεύσαντος πατρός», Σοφ.
β. «λέγοντι... Αἰακόν νιν... φυτεῦσαι», Ηρόδ.)
αρχ.
1. (συν. σχετικά με μια αρνητική κατάσταση) προξενώ, επιφέρω (α. «ὅτι τοι κακὰ πολλὰ φυτεύει», Ομ. Οδ.
β. «φύτευέ οἱ θάνατον», Πίνδ.)
2. προσδίδωδαίμων φυτεύει δόξαν», Πίνδ.)
3. ιδρύω, θεμελιώνω
4. μτφ. εμφυτεύωνόμος ταύτην μὴ φυτεῦσαι εἰς μηδεμίαν θηρείαν φύσιν», Πλάτ.)
β) εκκλ. διεγείρω, εξάπτω («τὸ πῦρ ἐφυτεύσαντο», Καισάρ.)
γ) γεννώ, δημιουργώὕβρις φυτεύει τύραννον», Σοφ.)
4. (το αρσ. μτχ. αορ. ως ουσ.) ὁ φυτεύσας
ο πατέρας
5. (το αρσ. πληθ. μτχ. αορ. ως ουσ.) οἱ φυτεύσαντες
οι γονείς.

Greek Monotonic

φῠτεύω: μέλ. -σω, αόρ. αʹ ἐφύτευσα — Παθ., αόρ. αʹ ἐφυτεύθην, ποιητ. γʹ πληθ. φύτευθεν, παρακ. πεφύτευμαι· (φυτόν
I. 1. φυτεύω δέντρα, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· απόλ., σε Ησίοδ., Ξεν. — Μέσ. φυτεύω, λέγεται για τον εαυτό μου, σε Πίνδ.
2. μεταφ., γεννώ παιδιά, σε Ησίοδ., Ηρόδ. κ.λπ.· ὁ φυτεύσας μόνο, ο πατέρας, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· οἱ φυτεύσαντες, οι γονείς, σε Σοφ.· μεταφ., ὕβρις φυτεύει τύραννον, στον ίδ. — Παθ., γεννιέμαι από γονείς, τινος ἔκ ή ἀπό τινος, σε Πίνδ., Σοφ.
3. γενικά, παράγω, επιφέρω, προξενώ, κακὸν ή κακὰ φυτεύω, σε Όμηρ.· φυτεύω πῆμα, σε Σοφ. — Παθ., ὄλβος σὺν θεῷ φυτευθείς, στον ίδ.
II. φυτεύω το έδαφος με δέντρα που παράγουν φρούτα, φυτεύω γῆν, σε Θουκ.· φυτεύω ἀγρόν, σε Ξεν. — Παθ., γῆ πεφυτευμένη, αντίθ. προς ψιλή, σε Ηρόδ., Ξεν.

Middle Liddell

φῠτεύω, φυτόν
I. to plant trees, Od., Hdt., etc.:—absol., Hes., Xen.:—Mid. to plant for oneself, Pind.
2. metaph. to beget children, Hes., Hdt., etc.; ὁ φυτεύσας alone, the father, Soph., Eur., etc.; οἱ φυτεύσαντες the parents, Soph.: metaph., ὕβρις φυτεύει τύραννον Soph.:—Pass. to spring from parents, τινος, ἔκ or ἀπό τινος Pind., Soph.
3. generally, to produce, bring about, cause, κακόν or κακὰ φυτ. Hom.; φυτ. πῆμα Soph.:—Pass., ὄλβος σὺν θεῷ φυτευθείς Soph.
II. to plant ground with fruit-trees, φυτ. γῆν Thuc.; φυτ. ἀγρόν Xen.:—Pass., γῆ πεφυτευμένη, opp. to ψιλή, Hdt., Dem.

Chinese

原文音譯:futeÚw 廢跳哦
詞類次數:動詞(11)
原文字根:長出
字義溯源:栽種,栽,種植,耕種;源自(φύω)*=發芽,生長)
出現次數:總共(11);太(2);可(1);路(4);林前(4)
譯字彙編
1) 栽了(3) 太21:33; 可12:1; 路20:9;
2) 栽種的(3) 太15:13; 林前3:7; 林前3:8;
3) 栽(2) 路13:6; 路17:6;
4) 栽種(1) 林前9:7;
5) 栽種了(1) 林前3:6;
6) 又耕種(1) 路17:28

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό φυτόν τοῦ φύω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φυτεία, φύτευμα, ἐμφύτευμα, φύτευσις, ἐμφύτευσις, μεταφύτευσις, φυτεύσιμος, φυτευτέον, φυτευτήριον, φυτευτής, ἐμφυτευτής, φυτευτικός, φυτευτός, ἀφύτευτος.

Lexicon Thucydideum

serere, to join, entwine, 1.2.2.