πρεσβεύω

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρεσβεύω Medium diacritics: πρεσβεύω Low diacritics: πρεσβεύω Capitals: ΠΡΕΣΒΕΥΩ
Transliteration A: presbeúō Transliteration B: presbeuō Transliteration C: presveyo Beta Code: presbeu/w

English (LSJ)

A pf. πεπρέσβευκα Ar.Ach.610, D.19.310:—Med., aor. ἐπρεσβευσάμην Th.1.92, etc.:—Pass., pf. πεπρέσβευμαι (v. infr.):
I prop. of age,
1 intr., to be the elder or be the eldest, S.OC1422; οἱ ἀεὶ πρεσβεύοντες Pl.Lg. 951e: c. gen. pers., to be older than, be the eldest of a number, τῶν προτέρων ἐπρέσβευε Hdt.7.2; π. τῶν ἄλλων κατὰ τὴν ἡλικίαν Timae. 114; π. ἀπ' αὐτοῦ to be his eldest son, Th.6.55; of wine, πολλαῖς π. ἐτέων… ὥραις Archestr.Fr.60.2; π. τοῖς χρόνοις τὰ ἡρωικά Ath.1.19a: hence,
b take the first place, be best, S.Ant.720; οἷσι πρεσβεύει γένος, of the male sex, E.Heracl.45.
c c. gen., rank before, take precedence of others, π. τῶν πολλῶν πόλεων Pl.Lg.752e: hence, rule over, Ολύμπου π. S.Aj.1389; Ἴναχε… μέγα πρεσβεύων Ἄργους γύαις Id.Fr.270 (anap.); also, have at one's command or have at one's disposal, c. gen., καὶ εἰ (καὶ σὺ Kaibel) τῶν λόγων αὐτοῦ πρεσβεύεις Ath.8.352d.
2 trans., place as oldest or place as first, put first in rank, πρῶτον… πρεσβεύω θεῶν Γαῖαν A.Eu.1: hence, pay special honour or pay worship to, πρῶτον τόνδε πρεσβεύσω τάφον Id.Ch.488, cf.S.Tr.1065, Pl.Smp.186b; joined with τιμῶ Id.Cri.46c; τὰ δίκαια πρὸ παντὸς ἰδίου συμφέροντος Plu.Luc.3, cf. Arr. An.6.30.3:—Pass., hold the first place, Παλλὰς… ἐν λόγοις π. A.Eu. 21; ὁ δ' ὕστατός γε τοῦ χρόνου π. is first in point of time, Id.Ag.1300: c. gen., κακῶν πρεσβεύεται τὸ Λήμνιον = the Lemnian is most notable of mischiefs, Id.Ch.631 (lyr.); τὸ πρεσβύτερον τοῦ νεωτέρου ἐστὶ πρεσβευόμενον is more honoured than…, Pl.Lg.879b.
b later, cultivate arts, etc., διαλεκτικόν, τὸ… τοὺς λόγους πρεσβεῦον D.L.1.18; π. παρὰ Ῥοδίοις ἃ μήπω ἐγίγνωσκον Philostr.VS1 Praef.; πόλις ὄρχησιν μάλιστα πρεσβεύουσα Luc.Salt.76.
II to be an ambassador or serve as an ambassador, IG12.135.5; ἀπὸ Κορίνθου Hdt.5.93; εἰς Θετταλίαν And.4.41; παρά or πρός τινα, Pl.Chrm.158a, X.Cyr.5.1.3; τινος for one, E.Heracl.479: abs., Ar. Ach.610, etc.: c. acc. cogn., ἃς ἐπρέσβευσεν [εἰς Θήβας] πρεσβείας Din.1.16.
b at Rome, act as legatus, Plu.Sull.4.
2 c. acc. objecti, π. εἰρήνην negotiate peace, And.3.23, Isoc.4.177, D.19.134, etc.; π. ὑπὲρ τουτωνὶ τὰ βέλτιστα ib.189; π. πολλὰ καὶ δεινά ibid.:—Pass., τὰ αὑτῷ πεπρεσβευμένα his negotiations, ib.20; πολλὰ καὶ δεινὰ πεπρεσβεῦσθαι ib.240.
3 Med., send ambassadors, ἐς χωρία, ἐς τὴν Θουρίαν, Th.2.7, 6.104; πρεσβεύεσθαι παρά τινας Id.4.41, etc.; πρός τινας Id.1.126; ἐς Αακεδαίμονα περὶ καθόδου Id.3.85.
b go as ambassador, Id.5.39.
III c. acc. rei, represent, urge, maintain, Luc.Pisc.23; (δόγματα) Gal.6.753; τὴν ὄψιν κατὰ εἰσδοχὴν π. Olymp. in Mete. 5.6: c. inf., κατὰ ἐκπομπὴν εἶναι τὴν ὄψιν ib. 10.

German (Pape)

[Seite 698] 1) älter od. der Aelteste sein; Soph. O. C. 1424; Thuc. 6, 55; Plat. Legg. XII, 951 e; – c. gen. der Person, die man an Alter übertrifft, Her. 7, 2, wie Sp., z. B. D. Cass. 57, 12; vom Weine sagt Archestrat. bei Ath. I, 29 c ἐὰν ᾖ πολλαῖς πρεσβεύων ἐτέων ὥραις; a. D.; – ehren, achten, vorziehen, πάντων δὲ πρῶτον τόνδε πρεσβεύσω τάφον, Aesch. Ch. 481; Eum. 1; μὴ τὸ μητρὸς ὄνομα πρεσβεύσῃς πλέον, Soph. Tr. 1055; Eur. Hipp. 5 Rhes. 941; τοὺς αὐτοὺς πρεσβεύω καὶ τιμῶ, Plat. Crit. 46 b; dah. pass. geachtet werden, den ersten Platz einnehmen, vorstehn, Aesch. Eum. 21; κακῶν πρεσβεύεται τὸ Λήμνιον λόγῳ, Ch. 631; τὸ πρεσβύτερον ὡς οὐ σμικρῷ τοῦ νεωτέρου ἐστὶ πρεσβευόμενον ἔν τε θεοῖσι καὶ ἐν ἀνθρώποις, Plat. Legg. IX, 879 b. – Übh. besorgen, behandeln, λόγους, D. L. prooem. 18, Luc. piscat. 23. – Auch intr., den Vorzug, den Vorrang vor andern haben, φήμ' ἔγωγε πρεσβεύειν πολύ, Soph. Ant. 716; – c. gen., τῶν πολλῶν πόλεων, Plat. Legg. VI, 752 e; dah. obwalten, herrschen, Ὀλύμπου τοῦδ' ὁ πρεσβεύων πατήρ, Soph. Ai. 1368. – 2) Gesandter sein, als Gesandter reisen, unterhandeln; Eur. Heracl. 480; ἤδη πεπρέσβευκας, Ar. Ach. 585; u. in Prosa: πρεσβεύειν τὴν εἰρήνην, als Gesandter den Frieden unterhandeln, Andoc. 3, 23, wie Isocr. 4, 177; auch φιλίαν, Andoc. 3, 29; ὁσάκις παρὰ μέγαν βασιλέα πρεσ βεύων ἀφίκετο, Plat. Charm. 158 a, u. öfter; Xen. u. Folgde, wie Plut. Alcib. 24. Häufiger in dieser Bdtg im med., wie Thuc. 1, 31. 94. 4, 41 u. sonst; gew. absol., ἦλθον ἐς τοὺς Βοιωτοὺς πρεσβευόμενοι, als Gesandte, 5, 39; auch = eine Gesandtschaft schicken, πρεσβευομένοις αὐτοῖς πανταχόσε βοηθεῖν οὐδεὶς ἤθελε, Plat. Legg. III, 698 d; Thuc. 1, 67. 91. – Aber pass. ist ἀπαγγέλλειν τι τῶν πεπρεσβευμένων Dem. 19, 19.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐπρέσβευσα, pf. πεπρέσβευκα ; pf. Pass. πεπρέσβευμαι;
A. (πρέσβυς, vieillard);
I. intr. 1 être très âgé ou le plus âgé : τινός, être plus âgé que qqn ; ἀπό τινος être le fils aîné de qqn;
2 être plus respectable, être supérieur par le rang ou le mérite ; être le maître de, dominer sur, gén.;
II. tr. respecter comme le plus âgé ; en gén. respecter, vénérer, acc. : πρεσβεύειν τι πρό τινος PLUT estimer une chose plus qu'une autre, préférer une chose à une autre ; Pass. être considéré, occuper la première place;
B. (πρέσβυς, envoyé);
1 intr. être ambassadeur ou député;
2 tr. traiter en qualité d'ambassadeur, négocier comme député, acc.;
Moy. πρεσβεύομαι;
1 être député ou ambassadeur;
2 envoyer une ambassade.
Étymologie: πρέσβυς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρεσβεύω [πρέσβυς] ~ πρέσβυς ‘oud, belangrijk, eerbiedwaardig’ intrans. de oudste zijn:; διὰ τὸ πρεσβεύειν ἀπ’ αὐτοῦ omdat hij zijn oudste zoon was Thuc. 6.55.2; uitbr. de beste zijn. οἷσι πρεσβεύει γένος (de jongens) wier sekse de beste is Eur. Hcld. 45. met gen. comp. superieur zijn aan, belangrijker zijn dan:. πρεσβεύειν τῶν πολλῶν πόλεων belangrijker zijn dan de meeste steden Plat. Lg. 752e. met acc. als oudste beschouwen, als eerste beschouwen, respecteren, eren:; πρῶτον τόνδε πρεσβεύσω τάφον eerst zal ik dit graf eer bewijzen Aeschl. Ch. 488; τοὺς μὲν σέβοντας τἀμὰ πρεσβεύω κράτη wie mijn macht respecteert, houd ik in ere Eur. Hipp. 5; pass..; κακῶν πρεσβεύεται τὸ Λήμνιον λόγῳ onder de misdaden wordt die op Lemnos in de verhalen speciaal naar voren gehaald Aeschl. Ch. 631; τὰ πρὸς Σύλλαν δίκαια πρεσβεύων de verplichtingen jegens Sulla respecterend Plut. Luc. 3.8; later cultiveren:. ὄρχησιν μάλιστα πρεσβεύουσα de dans bij uitstek cultiverend Luc. 45.76. ~ πρέσβυς ‘gezant’ gezant zijn, bemiddelen:; ἤδη πεπρέσβευκας σύ; ben jij ooit al eens gezant geweest? Aristoph. Ach. 610; ἐλθὼν διαλέγου, πρέσβευσον, ἱκετεύω σε kom praat met haar, bemiddel, ik smeek het je! Men. Peric. 260; in Rome als legatus (commandant van een legioen) optreden; Plut. Sull. 4.2 2; med. gezanten zenden; als gezant gaan. met acc. v. h. inw. obj. onderhandelen over, door onderhandeling bereiken: ptc. subst.:; οἱ πρεσβεύσαντες τὴν εἰρήνην de gezanten die over de vrede onderhandeld hebben Dem. 19.134; pass..; ἐκ τῶν αὑτῷ πεπρεσβευμένων dankzij de door hemzelf bereikte onderhandelingsresultaten Dem. 19.20; bepleiten:. μὴ τὰ σεαυτοῦ μόνον πρεσβεύειν niet alleen in je eigen belang te pleiten Luc. 28.23.

Russian (Dvoretsky)

πρεσβεύω:
1 быть старейшим, самым старым: οἱ νομοφύλακες πρεσβεύοντες Plat. старейшие законоблюстители;
2 быть старшим: ὁ πρεσβεύων (sc. κασίγνητος) Soph. старший брат; τῶν προτέρων ἐπρέσβευσε Ἀρτοβαζάνης Her. из сыновей (Дария) от первого брака старшим был Артобазан; διὰ τὸ πρεσβεύειν ἀπὸ αὐτοῦ τυραννεῦσαι Thuc. получить власть как старший его сын;
3 быть первым, лучшим или главным, первенствовать (Ὀλύμπου ὁ πρεσβεύων πατήρ Soph.): διὰ τὸ πρεσβεύειν τῶν πολλῶν πόλεων Plat. так как (Кносс) имел преимущество перед многими (другими) городами;
4 ставить на первое место, чтить (Γαῖαν, τόνδε τάφον Aesch.; τι πρό τινος π. Plut.): τοῦ χρόνου πρεσβεύεσθαι Aesch. дольше жить;
5 заботиться, развивать, изучать (τοὺς λόγους Diog. L.);
6 отправляться с посольством, быть послом (ἀπὸ Κορίνθου πρεσβεύων Her.; π. πρός и παρά τινα Xen., Plat.; ὑπέρ τινος NT);
7 (в качестве посла), вести переговоры, договариваться, обсуждать (τὴν εἰρήνην Dem.): τὰ πεπρεσβευμένα Dem. переговоры;
8 med. отправлять послов (ἐς Λακεδαίμονα περί τι Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

πρεσβεύω: μέλλ. -εύσω· πρκμ. πεπρέσβευκα. ― Μέσ., ἀόρ. ἐπρεσβευσάμην, Θουκ. 1. 92, κτλ.· ― Παθ., πρκμ. πεπρέσβευμαι, ἴδε ἐν τέλ.· (πρέσβυς): Ι. κυρίως ἐπὶ ἡλικίας, 1) ἀμεταβ., εἶμαι πρεσβύτερος τὴν ἡλικίαν, αἰσχρὸν τὸ φεύγειν, καὶ τὸ πρεσβεύοντ’ ἐμὲ οὕτω γελᾶσθαι τοῦ κασιγνήτου πάρα Σοφ. Ο. Κ. 1422, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 951Ε· μετὰ γεν. προσ., εἶμαι πρεσβύτερός τινος, ἢ ὁ πρεσβύτατος πολλῶν, τῶν προτέρων ἐπρέσβευε Ἡρόδ. 7. 2· πρ. τῶν ἄλλων κατὰ τὴν ἡλικίαν Ἀθήν. 37D· πρεσβεύω ἀπ’ αὐτοῦ, εἶμαι ὁ πρεσβύτατος τῶν υἱῶν αὐτοῦ, Θουκ. 6. 55· ἐπὶ οἴνου, πολλαῖς πρ. ἐτέων... ὥραις Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 29C· πρ. τοῖς χρόνοις τὰ ἡρωϊκὰ Ἀθήν. 19Α· ― ἐντεῦθεν β) λαμβάνω τὴν πρώτην θέσιν, εἶμαι ὁ ἄριστος, Σοφ. Ἀντ. 720· οἷσι πρεσβεύει γένος, ἐπὶ τοῦ γένους τῶν ἀρρένων, Εὐρ. Ἡρακλ. 45. γ) μετὰ γεν., ἔχω τὰ πρωτεῖα, πρ. τῶν πολλῶν πόλεων Πλάτ. Νόμ. 752Ε· ὅθεν βασιλεύω, κυβερνῶ, Ὀλύμπου πρ. Σοφ. Αἴ. 1389· μετὰ δοτ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 256. 2) μεταβ., ἀπονέμω τὴν μεγίστην τιμήν, πρῶτον… πρεσβεύω θεῶν Γαῖαν Αἰσχύλ. Εὐμ. 1· ― ἐντεῦθεν τιμῶ ἢ λατρεύω, πρῶτον τόνδε πρεσβεύσω τάφον Αἰσχύλ. Χο. 488, πρβλ. Σοφ. Τρ. 1065, Πλάτ. Συμπ. 186Β· συναπτόμενον τῷ τιμάω, ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 46Β· εἰ τῶν λόγων αὐτοῦ πρεσβεύεις, ἂν ἐκτιμᾷς τι ἐκ τῶν συγγραμμάτων αὐτοῦ, Ἀθήν. 352D· πρ. τι πρό τινος Πλουτ. Λούκουλλ. 3, Ἀρρ. Ἀνάβ. 6. 30· ― Παθ., τίθεμαι ἐν τῇ πρώτῃ θέσει, κατέχω τὴν πρώτην θέσιν, Λατ. antiquior sum, Παλλὰς... ἐν λόγοις πρ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 21· ὁ δ’ ὕστατός γε τοῦ χρόνου πρ., εἶναι πρῶτος ὡς πρὸς τὸν χρόνον, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1300· μετὰ γεν., κακῶν δὲ πρεσβεύεται· τὸ Λήμνιον λόγῳ, ἀλλ’ ἐξ (ἁπάντων) τῶν κακῶν τὸ τῆς Λήμνου πρωτεύει ἐν τῷ λόγῳ, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 631· τὸ πρεσβύτερον τοῦ νεωτέρου ἐστὶ πρεσβευόμενον, τιμᾶται μᾶλλον τοῦ νεωτέρου..., Πλάτ. Νόμ. 879Β· πρβλ. πρέσβυς Ι. 2. β) Παρὰ μεταγεν., καλλιεργῶ τέχνας, κτλ., διαλεκτικόν, τό... τοὺς λόγους πρεσβεῦον Διογ. Λ. 1. 18· πρ. παρὰ Ροδίοις ἃ μήπω ἐγίγνωσκον Φιλόστρ. 484· ὁπόσην (τόσην τέχνην ὅσην) ὁ τότε χρόνος ἐπρέσβευσεν Συνέσ. 35Β. ΙΙ. εἶμαι πρεσβευτὴς ἢ ὑπάγω ὡς τοιοῦτος, διαπραγματεύομαι ὡς πρεσβευτής, ἀπὸ Κορίνθου Ἡρόδ. 5. 93· εἰς τόπον Ἀνδοκ. 34. 25· παρὰ ἢ πρός τινα Πλάτ. Χαρμ. 158Α, Ξεν. Κύρ. 5. 1, 3· τινός, ὑπέρ τινος, Εὐρ. Ἡρακλ. 479· ἀπολ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 610, κτλ.· μετὰ συστοίχου αἰτ., πρεσβείας, ἃς ἐπρέσβευσεν εἰς Θήβας Δείναρχ. 92. 11. 2) μετ’ αἰτ. τοῦ ἀντικειμένου, πρ. τὴν εἰρήνην, διαπραγματεύεσθαι τὴν εἰρήνην, Ἀνδοκ. 26. 21, Ἰσοκρ. 78Α, Δημ. 382. 17, κτλ.· οὕτω, πρ. ὑπὲρ τουτωνὶ τὰ βέλτιστα Δημ. 400. 14· πρ. πολλὰ καὶ δεινὰ αὐτόθι 12., 416. 9., 423. 15, πρβλ. 440. 17. 2) Μέσ., πέμπω, ἀποστέλλω πρέσβεις, εἰς τόπον Θουκ. 2. 7., 6. 104· πρεσβεύεσθαι παρά τινας 4. 41, κτλ.· πρός τινας 1. 126· ἐς Λακεδαίμονα περὶ καθόδου ὁ αὐτ.· ― ὡσαύτως ὑπάγω ὡς πρεσβευτής, ὁ αὐτ. 5. 39. 3) Παθ., τὰ ἑαυτῷ πεπρεσβευμένα, αἱ διαπραγματεύσεις αὐτοῦ, Δημ. 347. 16, πρβλ. 416. 22. ΙΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., πραγματεύομαί τι, λόγους Διογ. Λ. ἐν προοιμ. 18, πρβλ. Λουκ. Ἁλιεὺς 23· πρ. τὸν θεῖον λόγον, κηρύττω τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 1. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 132, καὶ ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 93.

English (Strong)

from the base of πρεσβύτερος; to be a senior, i.e. (by implication) act as a representative (figuratively, preacher): be an ambassador.

English (Thayer)

(πρέσβυς an old Prayer of Manasseh, an elder (Curtius, p. 479; Vanicek, p. 186));
1. to be older, prior by birth or in age (Sophocles), Herodotus and following).
2. to be an ambassador, act as an ambassador: Herodotus 5,93at the beginning), Aristophanes, Xenophon, Plato, and following).

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και κρητ. τ. πρειγεύω Α πρέσβυς
1. είμαι πρεσβευτής, εκτελώ καθήκοντα πρεσβευτή
2. έχω ορισμένη αντίληψη, ομολογώ, φρονώ, πιστεύω, παραδέχομαι
3. εκκλ. μεσιτεύω, μεσολαβώΠαναγία Θεοτόκος πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν», Όρθρ.)
αρχ.
1. είμαι μεγαλύτερος από κάποιον άλλο στην ηλικία
2. (για κρασί) είμαι παλαιός («πολλαῖς πρεσβεύων ἐτέων περικαλλέσιν ὥραις», Αρχέστρ.)
3. λαμβάνω την πρώτη θέση, είμαι άριστος
4. (για το αρσενικό φύλο) υπερέχω («οἷσι πρεσβεύει γένος», Ευρ.)
5. κυβερνώ, βασιλεύω
6. κατατάσσω κάποιον στην πρώτη γραμμή, τον θεωρώ πρώτο στην τάξη («πρῶτον... πρεσβεύω θεῶν Γαῖαν», Αισχύλ.)
7. αποδίδω ιδιαίτερη τιμή ή λατρεία («τὰ δίκαια πρεσβεύειν πρὸ παντὸς ἰδίου... συμφέροντος», Πλούτ.)
8. καλλιεργώ τέχνες
9. ενεργώ ως αντιπρόσωπος
10. δέχομαι, παραδέχομαι
11. υποστηρίζω, ενδιαφέρομαι για κάτι
12. παθ. πρεσβεύομαι
κατέχω την πρώτη θέση (α. «κακῶν δὲ πρεσβεύεται τὸ Λήμνιον λόγῳ» — από όλα τα κακά πρωτεύει το κακό της Λήμνου στον λόγο, Αισχύλ.
β. «τὸ πρεσβύτερον... τοῦ νεωτέρου ἐστί πρεσβευόμενον» — τιμάται περισσότερο από τον νεώτερο, Πλάτ.)
13. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ πεπρεσβευμένα
οι διαπραγματεύσεις.

Greek Monotonic

πρεσβεύω: (πρέσβυς), μέλ. -σω, παρακ. πεπρέσβευκα — Μέσ., αόρ. αʹ ἐπρεσβευσάμην — Παθ., παρακ. πεπρέσβευμαι,
I. κυρίως λέγεται για ηλικία, 1. α) αμτβ., είμαι μεγαλύτερος ή ο μεγαλύτερος, ο πρεσβύτερος, σε Σοφ.· τῶν προτέρων ἐπρέσβευε, ήταν ο πιο μεγάλος σε ηλικία από τα μεγαλύτερα παιδιά του, σε Ηρόδ.· πρεσβεύω ἀπ' αὐτοῦ, είμαι ο μεγαλύτερος γιος του, σε Θουκ. β) λαμβάνω την πρώτη θέση, είμαι ο καλύτερος, ο άριστος, σε Σοφ.· με γεν., έχω τα πρωτεία, έχω προτεραιότητα σε σχέση με τους άλλους, πρεσβεύω τῶνπολλῶν, σε Πλάτ.· κυβερνώ, Ὀλύμπου πρεσβεύω, σε Σοφ.
2. αμτβ., είμαι ο πρεσβύτερος ή ο πρώτος, απονέμω τα πρωτεία, απονέμω τιμή ή λατρεία σε, σε Αισχύλ., Σοφ. — Παθ., τίθεμαι στην πρώτη θέση, κατέχω την πρώτη θέση, Λατ. antiquior sum, σε Αισχύλ.· με γεν., πρεσβεύεται κακῶν, είναι αξιοσημείωτος, κυρίως για τα σφάλματά του, στον ίδ.
II. 1. είμαι πρεσβευτής ή στέλνομαι ως πρεσβευτής, υπηρετώ ή διαπραγματεύομαι ως ένας από το σώμα αυτών, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· βλ. πρεσβεία,
2. με αιτ., πρεσβεύω τὴν εἰρήνην, διαπραγματεύομαι την ειρήνη, σε Δημ.· ομοίως, πρεσβεύω ὑπὲρ τουτωνί, στον ίδ.
3. Μέσ., αποστέλλω πρέσβεις, σε Θουκ.· επίσης πηγαίνω ως πρεσβευτής, στον ίδ.
4. Παθ., τὰ ἑαυτῷ πεπρεσβευμένα, οι διαπραγματεύσεις του, σε Δημ.

Middle Liddell

πρέσβυς
I. properly of age,
1. intr. to be the elder or eldest, Soph.; τῶν προτέρων ἐπρέσβευε he was the eldest of the former children, Hdt.; πρ. ἀπ' αὐτοῦ to be his eldest son, Thuc.
b. to take the first place, be best, Soph.:—c. gen. to rank before, take precedence of others, πρ. τῶν πολλῶν Plat.; to rule over, Ὀλύμπου πρ. Soph.
2. trans. to place as eldest or first, to put first in rank, to pay honour or worship to, Aesch., Soph.:—Pass. to be put in the first rank, hold the first place, Lat. antiquior sum, Aesch.; c. gen., πρεσβεύεται κακῶν is most notable of mischiefs, Aesch.
II. to be an ambassador or go as one, serve or negociate as one, Hdt., Eur., etc.; v. πρεσβεία fin.
2. c. acc. objecti, πρ. τὴν εἰρήνην to negotiate peace, Dem.; so, πρ. ὑπὲρ τουτωνί Dem.
3. Mid. to send ambassadors, Thuc.:—also to go as ambassador, Thuc.
4. Pass., τὰ ἑαυτῶι πεπρεσβευμένα his negotiations, Dem.

Chinese

原文音譯:presbeÚw 普雷士表哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:(作)年長的
字義溯源:作長老,作使者;源自(πρεσβύτερος)=長老);而 (πρεσβύτερος)出自(πρεσβεύω)X*=年老的)
出現次數:總共(2);林後(1);弗(1)
譯字彙編
1) 我作了⋯使者(1) 弗6:20;
2) 我們⋯作使者(1) 林後5:20

Lexicon Thucydideum

natu maximum esse, to be the eldest, 6.55.2 (de Hippia concerning Hippias),
legatos mittere, to send ambassadors, 1.67.2. 1.82.2. 1.91.4. 1.92.1, 1.126.1, 1.145.1. 2.7.3. 2.12.2. 3.85.3. 4.41.3. 6.75.3. 6.76.1. 6.104.2. 8.5.1. 8.7.1. 8.71.3.
legationem obire, to undertake an embassy, 1.31.3, 5.39.2. 8.89.2.