σπουδή: Difference between revisions
Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
(38) |
(6) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[σπούδα]] καιασπούδα Ν, και δωρ. τ. σπουδά Α<br /><b>1.</b> [[βιασύνη]], [[γρηγοράδα]], [[ταχύτητα]] (α. «επέδειξε ασυγχώρητη [[σπουδή]] στις ενέργειές του» β. «τοῑς [[μήτε]] σχολὴν [[μήτε]] σπουδὴν διαγινώσκουσιν», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> [[ζήλος]], [[προθυμία]], [[ζέση]] (α. «ὧς ἄρ' [[ἄτερ]] σπουδής τάνυσεν μέγα [[τόξον]] [[Ὀδυσσεύς]]», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «[[τύχη]]... σπουδῆς οὐκ [[ἀξία]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εν σπουδῃ» και «[[μετά]] σπουδής»<br />(λόγ. τ.) α) [[γρήγορα]], εσπευσμένα, βιαστικά<br />β) [[πρόθυμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> σοβαρή, [[συστηματική]] [[ενασχόληση]] και [[μελέτη]] για [[εκμάθηση]] και [[άσκηση]] επιστήμης ή τέχνης (α. «η [[σπουδή]] της νομικής επιστήμης» β. «η [[σπουδή]] της αρχαιολογίας»)<br /><b>2.</b> [[σχέδιο]], ζωγραφικό [[έργο]] ή [[πρόπλασμα]] φιλοτεχνημένα εκ του φυσικού προκειμένου να αποδοθεί με [[αμεσότητα]] η ζωντανή [[πραγματικότητα]]<br /><b>3.</b> <b>μουσ.</b> [[σύνθεση]] ενόργανης μουσικής που αποβλέπει στη [[βελτίωση]] της τεχνικής του εκτελεστή<br /><b>4.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>οι σπουδές</i><br />[[μαθητεία]], [[φοίτηση]], [[παρακολούθηση]] μαθημάτων ανώτατης ή ανώτερης σχολής («έκανε λαμπρές σπουδές τόσο εδώ όσο και στο εξωτερικό»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «κλασικές σπουδές» — η [[μελέτη]] τών δόκιμων Ελλήνων και Λατίνων ποιητών και συγγραφέων<br />(μσν-αρχ.)<br /><b>1.</b> [[θρησκευτικός]] [[ζήλος]] (α. «τῇ σπουδῇ μὴ ὀκνηροί, τῷ πνεύματι ζέοντες, τῷ Κυρίῳ δουλεύοντες», ΚΔ<br />β. «σπουδὴ πρὸς τὴν θεάν», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> φιλικό [[ενδιαφέρον]], [[εξυπηρέτηση]] («[[χάρις]] δὲ τῷ θεῷ τῷ διδόντι τήν αυτήν σπουδήν [[ὑπὲρ]] ὑμῶν ἐν καρδίᾳ Τίτου», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σοβαρή [[απασχόληση]], [[αντικείμενο]] προσοχής και επιμέλειας (α. «σπουδὴν ἐπ' [[ἄλλην]] [[Ἡρακλῆς]] ὁρμώμενος», <b>Ευρ.</b><br />β. «ἔν τε παιδιαῑς καὶ ἐν σπουδαῑς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκτίμηση]], [[σεβασμός]] για κάποιον («[[πάνυ]] πολλῆς σπουδῆς [[ἄξιος]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[σοβαρότητα]] («σπουδῆς μὲν μεστοὶ γέλωτος δὲ ἐνδεέστεροι», ΚΔ)<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ σπουδαί</i><br />φατριαστικά αισθήματα, κομματικές αντιζηλίες<br /><b>5.</b> (η δοτ. ως επίρρ.) <i>σπουδῇ</i><br />α) [[γρήγορα]], βιαστικά<br />β) με [[φροντίδα]], προσεχτικά<br />γ) με [[δυσκολία]], [[μόλις]] και [[μετά]] βίας<br />δ) εκ προμελέτης, [[επίτηδες]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «σπουδήν ἔχω» ή «σπουδὴ ἔστι μοι»<br />i) [[σπεύδω]], βιάζομαι<br />ii) [[είμαι]] [[πρόθυμος]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br />β) «σπουδήν ποιοῡμαι» ή «σπουδὴν [[τίθημι]]» — [[δείχνω]] [[προθυμία]] ή [[ενδιαφέρον]] για [[κάτι]]<br />γ) «γίνεται [[σπουδή]] [[περί]] τι» — επιδεικνύεται [[ζήλος]] για [[κάτι]]<br />δ) «σπουδαὶ ἐρώτων» — ερωτικοί ενθουσιασμοί<br />ε) «ἐκ σπουδῆς» ή «[[κατά]] σπουδήν» ή «σὺν σπουδῇ» ή «ἐπὶ σπουδῆς»<br />i) βιαστικά<br />ii) με [[προθυμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>σπουδ</i>- του [[σπεύδω]] (για την [[εξέλιξη]] της σημ. της λ. <b>βλ. λ.</b> [[σπεύδω]])]. | |mltxt=η, ΝΜΑ, και [[σπούδα]] καιασπούδα Ν, και δωρ. τ. σπουδά Α<br /><b>1.</b> [[βιασύνη]], [[γρηγοράδα]], [[ταχύτητα]] (α. «επέδειξε ασυγχώρητη [[σπουδή]] στις ενέργειές του» β. «τοῑς [[μήτε]] σχολὴν [[μήτε]] σπουδὴν διαγινώσκουσιν», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> [[ζήλος]], [[προθυμία]], [[ζέση]] (α. «ὧς ἄρ' [[ἄτερ]] σπουδής τάνυσεν μέγα [[τόξον]] [[Ὀδυσσεύς]]», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «[[τύχη]]... σπουδῆς οὐκ [[ἀξία]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εν σπουδῃ» και «[[μετά]] σπουδής»<br />(λόγ. τ.) α) [[γρήγορα]], εσπευσμένα, βιαστικά<br />β) [[πρόθυμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> σοβαρή, [[συστηματική]] [[ενασχόληση]] και [[μελέτη]] για [[εκμάθηση]] και [[άσκηση]] επιστήμης ή τέχνης (α. «η [[σπουδή]] της νομικής επιστήμης» β. «η [[σπουδή]] της αρχαιολογίας»)<br /><b>2.</b> [[σχέδιο]], ζωγραφικό [[έργο]] ή [[πρόπλασμα]] φιλοτεχνημένα εκ του φυσικού προκειμένου να αποδοθεί με [[αμεσότητα]] η ζωντανή [[πραγματικότητα]]<br /><b>3.</b> <b>μουσ.</b> [[σύνθεση]] ενόργανης μουσικής που αποβλέπει στη [[βελτίωση]] της τεχνικής του εκτελεστή<br /><b>4.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>οι σπουδές</i><br />[[μαθητεία]], [[φοίτηση]], [[παρακολούθηση]] μαθημάτων ανώτατης ή ανώτερης σχολής («έκανε λαμπρές σπουδές τόσο εδώ όσο και στο εξωτερικό»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «κλασικές σπουδές» — η [[μελέτη]] τών δόκιμων Ελλήνων και Λατίνων ποιητών και συγγραφέων<br />(μσν-αρχ.)<br /><b>1.</b> [[θρησκευτικός]] [[ζήλος]] (α. «τῇ σπουδῇ μὴ ὀκνηροί, τῷ πνεύματι ζέοντες, τῷ Κυρίῳ δουλεύοντες», ΚΔ<br />β. «σπουδὴ πρὸς τὴν θεάν», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> φιλικό [[ενδιαφέρον]], [[εξυπηρέτηση]] («[[χάρις]] δὲ τῷ θεῷ τῷ διδόντι τήν αυτήν σπουδήν [[ὑπὲρ]] ὑμῶν ἐν καρδίᾳ Τίτου», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σοβαρή [[απασχόληση]], [[αντικείμενο]] προσοχής και επιμέλειας (α. «σπουδὴν ἐπ' [[ἄλλην]] [[Ἡρακλῆς]] ὁρμώμενος», <b>Ευρ.</b><br />β. «ἔν τε παιδιαῑς καὶ ἐν σπουδαῑς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκτίμηση]], [[σεβασμός]] για κάποιον («[[πάνυ]] πολλῆς σπουδῆς [[ἄξιος]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[σοβαρότητα]] («σπουδῆς μὲν μεστοὶ γέλωτος δὲ ἐνδεέστεροι», ΚΔ)<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ σπουδαί</i><br />φατριαστικά αισθήματα, κομματικές αντιζηλίες<br /><b>5.</b> (η δοτ. ως επίρρ.) <i>σπουδῇ</i><br />α) [[γρήγορα]], βιαστικά<br />β) με [[φροντίδα]], προσεχτικά<br />γ) με [[δυσκολία]], [[μόλις]] και [[μετά]] βίας<br />δ) εκ προμελέτης, [[επίτηδες]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «σπουδήν ἔχω» ή «σπουδὴ ἔστι μοι»<br />i) [[σπεύδω]], βιάζομαι<br />ii) [[είμαι]] [[πρόθυμος]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br />β) «σπουδήν ποιοῡμαι» ή «σπουδὴν [[τίθημι]]» — [[δείχνω]] [[προθυμία]] ή [[ενδιαφέρον]] για [[κάτι]]<br />γ) «γίνεται [[σπουδή]] [[περί]] τι» — επιδεικνύεται [[ζήλος]] για [[κάτι]]<br />δ) «σπουδαὶ ἐρώτων» — ερωτικοί ενθουσιασμοί<br />ε) «ἐκ σπουδῆς» ή «[[κατά]] σπουδήν» ή «σὺν σπουδῇ» ή «ἐπὶ σπουδῆς»<br />i) βιαστικά<br />ii) με [[προθυμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>σπουδ</i>- του [[σπεύδω]] (για την [[εξέλιξη]] της σημ. της λ. <b>βλ. λ.</b> [[σπεύδω]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σπουδή:''' ἡ ([[σπεύδω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[βιασύνη]] ή [[ταχύτητα]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[ὅκως]] σπουδῆς [[ἔχει]] τις, ανάλογα με την [[ταχύτητα]], [[ορμή]] που θα επιδείξει [[κάποιος]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ζήλος]], [[μόχθος]], [[κόπος]], [[προσπάθεια]], [[αδημονία]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· <i>σπουδὴν ποιεῖσθαι</i>, με απαρ., [[μοχθώ]] να κάνω [[κάτι]], [[αγωνίζομαι]], [[κοπιάζω]], σε Ηρόδ.· με γεν., <i>σπουδήν τινος ποιήσασθαι</i>, [[επιδεικνύω]] [[μεγάλη]] [[προθυμία]] για [[κάτι]], [[προθυμοποιούμαι]], [[φιλοτιμούμαι]], στον ίδ.· ομοίως, <i>σπουδὴν ἔχειν τινός</i> ή <i>εἴς τι</i>, σε Ευρ.· <i>σπουδῇ ὅπλων</i>, με [[μεγάλη]] [[επιμέλεια]], [[φροντίδα]], [[μέριμνα]], στα όπλα, σε Θουκ.· στον πληθ., επίμονες προσπάθειες, σε Ηρόδ., Ευρ.· επίσης, φατριαστικά αισθήματα, αντιζηλίες, αντιπαλότητες, σε Ηρόδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[ζήλος]], [[προθυμία]], [[σοβαρότητα]], σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> το [[αντικείμενο]] της προσοχής, σοβαρή [[ενασχόληση]], σε Ευρ.<br /><b class="num">IV.</b> δοτ. <i>σπουδῇ</i> ως επίρρ.·<br /><b class="num">1.</b> με [[βιασύνη]], βιαστικά, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> με [[μεγάλη]] [[προσπάθεια]], με [[δυσκολία]], [[μόλις]] και, [[σχεδόν]], [[σπανίως]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">3.</b> με [[προθυμία]], με [[σοβαρότητα]], επειγόντως, σε Ομήρ. Ιλ.· [[μετὰ]] σπονδῆς, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:12, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ, (σπεύδω)
A haste, speed, σπουδὴν ἔχειν make haste, Hdt. 9.89; σ. ἔσται τῆς ὁδοῦ haste on the journey, Th.7.77; ὅκως ἂν αὐτὸν ὁρῶσι σπουδῆς ἔχοντα Hdt.9.66; χωρίον... οἷ σπουδὴν ἔχω whither I am hastening, Ar.Lys.288; τοῖς μήτε σχολὴν μήτε σπουδὴν διαγινώσκουσιν Thphr.Char.3.6; σπουδῇ in haste, v. infr. IV; σὺν σπουδῇ ταχύς S.Ph.1223; σὺν πάσῃ σ. with all dispatch, POxy.63.5 (ii/iii A.D.); διὰ σπουδῆς E.Ba.212, X.HG6.2.28, etc.; ἐκ σπουδῆς Arist.Mir.837a15; μετὰ σ. Ev.Marc.6.25, cf. Hdn.6.4.3, etc.; κατὰ σπουδήν Th.1.93, 2.90, X.An.7.6.28, etc. (but this sense freq. runs into the next). II zeal, pains, trouble, effort, ἄτερ σπουδῆς Od.21.409; σῆς ὑπὸ σ. A.Th.585; σπουδῆς οὐκ ἀξία S.OT778, cf. Pl.R.604c, etc.; freq. in dat. σπουδῇ, zealously, v. infr. IV. 3; so σὺν σπουδῇ Id.Lg. 818c; σὺν πολλῇ σ. X.An.1.8.4; ἐπὶ μεγάλης σ. Pl.Smp.192c; μετὰ πολλῆς σ. Id.Chrm.175e; σπουδὴν ποιεῖσθαι exert oneself, take pains, be eager, Th.4.30; c. inf., Hdt.3.4, 7.205; σ. πολλὴν ποιέεσθαι Id.6.107; πᾶσαν σ. ποιήσασθαι ὅπως . . PHib.1.71.9 (iii B.C.); σ. ποιεῖσθαι περί τινος Pl.Smp.177c; περί τινα ib.179d; ἐπί τινι Luc.Salt.1: c. gen., σπουδήν τινος ποιήσασθαι make much ado about . ., Hdt.1.4; σπουδαὶ λόγων κατατεινομένων zeal for the conflicting arguments, E.Hec.130 (anap.); πρός τι D.S.17.114; ἀμφὶ Κυράνας θέμεν σ. ἅπασαν Pi.P.4.276; ὅτου χάριν σ. ἔθου τήνδ' S.Aj.13; σ. ἔχειν, c. inf., to be eager, Hdt.6.120; c. acc. et inf., Id.7.149; σ. ἔχειν τινός E.Alc.778, 1014; περί τινος Pl. Amat.136c; εἴς τι E.Med.557; ὅπως τι γένηται D.H.Comp.22; σ. γίγνεται περί τι Pl.Phdr.276e; σ. ἐστι περὶ πραγμάτων D.8.2; σπουδῆς καὶ βουλῆς τὰ πράγματα προσδεῖσθαι Id.9.46; ἡ σ. τῆς ἀπίξιος my zeal in coming, Hdt.5.49, cf. S.Fr.257; ὅπλων σπουδῇ with great attention to the arms, Th.6.31, cf. Pl.Lg.855d: pl., ἐπιμέλειαι καὶ σ. πλήθους γεννημάτων eagerness for . ., ib.740d; zealous exertions, E.Ion 1061 (lyr.), Arist.Rh.1370a12. b in a religious sense, zeal, πρὸς τὴν θεάν Inscr.Magn.85.12 (ii B.C.), cf.Ep.Rom.12.11; ἐνδείκνυσθαι σ. Ep.Hebr.6.11. 2 esteem, regard for a person, διὰ τὴν ἐμὴν σ. Antipho 6.41; πάνυ πολλῆς σ. ἄξιος X.Smp.1.6; good will, good offices, σ. ὑπέρ τινος 2 Ep.Cor.8.16, cf. PTeb.314.9 (ii A.D.); support in political life, Plu.Crass.7: pl., party feelings or attachments, rivalries, σ. ἰσχυραὶ φίλων περί τινος Hdt.5.5; κατὰ σπουδάς Ar.Eq.1370, Ael.VH3.8; σπουδαὶ ἐρώτων erotic enthusiasms, Pl.Lg.632a. 3 disputation, Philostr.VA4.27, 34 (in pl.). III earnestness, σ. ἔχειν, ποιεῖσθαι,= σπουδάζειν, E.Ph.901, Ar.Ra.522; σπουδῆς μὲν μεστοί, γέλωτος δὲ ἐνδεέστεροι X.Smp.1.13, cf. 2 Ep.Cor.7.11, etc.: freq. with a Prep., in adv. sense, ἀπὸ σπουδῆς ἀγορεύεις in earnest, seriously, Il.7.359, 12.233; μετὰ σπουδῆς, opp. ἐν παιδιαῖς, X.Smp.1.1; μετά τε παιδιᾶς καὶ μετὰ σ. Pl.Lg.887d; οὐ σπουδῆς χάριν ἀλλὰ παιδιᾶς ἕνεκα Id.Plt.288c, cf. Smp.197e; καὶ χωρὶς σπουδῆς καὶ μετὰ σπουδῆς ἐπαινεῖν Arist.Rh.1366a29. 2 object of attention, serious engagement or pursuit, σπουδὴν ἐπ' ἄλλην Ἡρακλῆς ὁρμώμενος E.Supp.1199: pl., ἔν τε παιδιαῖς καὶ ἐν σπουδαῖς Pl.Lg.647d, cf. 732d, al. IV σπουδῇ as Adv., in haste, hastily, προερέσσαμεν Od.13.279; ἀνάβαινε 15.209; στρατιὴν ἄγειν Hdt.9.1, cf. 89; Dor., σπουδᾷ ἐξελθοῦσα IG42(1).121.21 (Epid., iv B.C.); freq. in Att., σ. πάνυ Th.8.89, etc.; σπουδῇ ποδός E.Hec.216. 2 with great exertion and difficulty, and so, hardly, scarcely, σπουδῇ ἕζετο λαός Il.2.99, cf. 5.893, Od.3.297; σ. παρπεπιθόντες Il.23.37, Od.24.119. 3 earnestly, seriously, urgently, τί με καλεῖς σπουδῇ; E.Ph.849; σπουδῇ ἀκούειν Pl.R.388d; σ. χαριεντίζεσθαι Id.Ap.24c; πάνυ σ. attentively, Id.Phd.98b; πολλῇ σ. very busily, Hdt.1.88, Ar.Th.791, X.Cyr.4.5.12, etc.; πάσῃ σ. μανθάνειν Pl.Lg.952a, etc.
German (Pape)
[Seite 925] ἡ, Eile, Hast, Geschwindigkeit; σπουδὴν ἔχειν, eilen, absolut, Ar. Lys. 288 Her. 9, 89; c. inf., 6, 120. 7, 205; ὅκως αὐτὸν ὁρέωσι σπουδῆς ἔχοντα, 9, 66; συνεφαπτόμενος σπουδᾷ, Pind. Ol. 11, 97, σπουδὴ δὲ καὶ τοῦδ' οὐκ ἀπαρτίζει ποδός, Aesch. Spt. 356. Dah. – 1) Eifer, Thätigkeit, Anstrengung; ἄτερ σπουδῆς, ohne Mühe, Od. 21, 409; ἀμφί τι σπουδὴν θέμεν, Pind. P. 4, 276, allen Eifer darauf verwenden; σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶ ἁλοῦσα, Aesch. Spt. 567; ἥ τοι καίριος σπουδὴ ὕπνον κἀνάπαυλαν ἤγαγεν, Soph. Phil. 633; ὅτου χάριν σπουδὴν ἔθου τήνδε, Ai. 13; ἀκοῦσαι σπουδὴν ἔχεις, Eur. Phoen. 908; Or. 1056; τῶν προκειμένων σπουδὴν ἔχοντες, I. T. 1434; διὰ σπουδῆς, eilig, Bacch. 212; σπουδὴν ποιεῖν τι, Ar. Ran. 523; σπ ουδὴν πολλὴν ἔχειν, ποιήσασθαι, sich anstrengen, sich bemühen, Her. 9, 8; μεγάλης ἄξιον σπουδῆς λόγον, Plat. Phaedr. 277 e; Legg. VIII, 834 b u öfter; σπουδὴν μεγάλην ἐποιήσαντο, μὴ μηδίσαι Ἀθηναίους, Her. 9, 8, vgl. 7, 149; σπουδήν τινος ποιήσασθαι, für Einen mit Eifer Sorge tragen, 1, 4. – 2) Ernst, ernste Willensmeinung; εἰ δ' ἐτεὸν δὴ τοῦτον (μῦθον) ἀπὸ σπουδῆς ἀγορεύεις, Il. 12, 233, vgl. 7, 359, in vollem Ernst; auch plur., σπουδαὶ λόγων, Eur. Hec. 132; μετά τε παιδιᾶς καὶ μετὰ σπουδῆς λεγομένους, Plat. Legg. X, 887 d, wie Conv. 197 e; οὐ σπουδῆς χάριν, ἀλλὰ παιδιᾶς ἕνεκα πάντα δρᾶται, Polit. 288 c; ἀνάπαυλα τῆς σπουδῆς γίγνεται ἐνίοτε ἡ παιδιά, Phil. 30 e; οἱ μὲν ἐπὶ σπουδήν, οἱ δ' ἐπὶ γέλωτα ὡρμηκότες, Legg. VII, 810 e; σπουδῆς πολλῆς καὶ βουλῆς ἀγαθῆς φημι τὰ παρόντα προσδεῖσθαι, Dem. 9, 46; ἅπασά μοι σπουδὴ περὶ τοῦτ' ἔστιν, 23, 1; σπουδὴν ποιεῖσθαι περί τι, Pol. 1, 46, 2. – Schätzung, Beachtung einer Sache, Bemühung oder Bewerbung um Etwas, σπουδῆς ἄξιον εἶναι, der Beachtung, Bemühung werth sein; σπουδὴν ἔχειν τινός, für Etwas sorgen, Ael. V. H. 3, 8; ambitus, Plut. Lucull. 27; διὰ τὴν ἐμην σπουδήν, aus Eifer, Rücksicht für mich, Antiph. 6, 41. – Bes. σπ ουδῇ adverbial; in Eile, in Hast, σπουδῇ δ' ἐς λιμένα προερέσσαμεν, Od. 13, 279, vgl. 15, 209, welche letztere Stelle nach Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 116 die einzige im Homer ist, an der σπ ουδῇ »schnell« heißt; σπουδῇ ἦγε, Her. 9, 1; σπουδῇ διώκων, Aesch. Spt. 353; vgl. ἔρχεται σπουδῇ ποδός, Eur. Hec. 216; τί με καλεῖς σπουδῇ, Phoen. 856; Plut. En. VII, 348 e: vgl. Jac. Ach. Tat. p. 586; ähnl. διὰ σπουδῆς, Eur. Bacch. 222, Xen. Hell. 6, 2, 16, u. κατὰ σπ ουδήν, Thuc 2. 90, Xen. An. 7, 6. 28; – auch = mir Eifer. mit Anstrengung, mit Mühe, kaum, σπουδῇ δ' ἕζετο λαός, Il. 2, 99; σπουδῇ ἐπαΐσσοντα, 13, 687, vgl. 5, 893. 11, 562. 23, 37 Od. 24, 119; σπουδῇ πολλῇ ἐργάζεται, Her. 1, 88, u. = mit Fleiß, mit Absicht, ernstlich, πάνυ σπουδῇ, Dem. Lpt. 105, vgl. Wolf p. 321; oft Thuc. u. Plat.; Phaedr. 260 b; σπουδῇ χαριεντίζεται, geflissentlich, Apol. 24 c; πάσῃ σπουδῇ μανθάνειν, mit allem Eifer, Legg. XII, 952 a; so auch σὺν σπουδῇ, VII, 818 c; vgl. Xen. An. 1, 8, 4; σπουδῇ λέγειν, im Ggstz von παίζειν, Cyr. 8, 3, 47; Sp., wie Plut.
Greek (Liddell-Scott)
σπουδή: ἡ, (σπεύδω) τὸ σπεύδειν, «βία», ταχύτης, σπουδὴν ἔχειν, ποιεῖσθαι, = σπεύδειν, Ἡρόδ. 9. 89., 3. 4, Θουκ. 4. 30· σπ. τῆς ὁδοῦ, σπεύδω εἰς τὴν ὁδοιπορίαν, ὁ αὐτ. 7. 77· σπ. τίθεσθαι Σοφ. Αἴ. 13, πρβλ. Ἀποσπ. 235· ὅκως σπουδῆς ἔχει τις, μετὰ τὴν σπουδὴν ἣν δεικνύει τις, Ἡρόδ. 9. 66· -χωρίον …, οἷ σπουδὴν ἔχω, πρὸς ὃ σπεύδω, Ἀριστοφ. Λυσ. 288· -σπουδῇ, ἐσπευσμένως, μετὰ σπουδῆς, ἴδε κατωτ. IV· οὕτω, σὺν σπουδῇ ταχὺς Σοφ. Φιλ. 1223· διὰ σπουδῆς Εὐρ. Βάκχ. 212, Ξεν., κλπ. ἐκ σπουδῆς Ἀριστ. π. Θαυμασ. 86· μετὰ σπουδῆς Ἡρῳδιαν. 6. 4, κτλ.· κατὰ σπουδὴν Θουκ. 1. 93., 2. 90, Ξεν., κλπ· (ἀλλ’ ἐκ τῆς σημασίας ταύτης συχνάκις μεταπίπτει εἰς τὴν ἑπομένην). ΙΙ. ζῆλος, προθυμία, προσπάθεια, δραστηριότης, ἄτερ σπουδῆς Ὀδ. Φ. 409· σῆς ὑπὸ σπουδῆς Αἰσχύλ. Θήβ. 585· σπουδῆς ἄξιος Σοφ. Ο. Τ. 778, Πλάτ. Πολ. 604C, κτλ.· συχν. μετὰ δοτικ., σπουδῇ, μετὰ σπουδῆς, μετὰ ζήλου, προθύμως, ἴδε κατωτ. IV. 2· -οὕτω, σὺν σπουδῇ Πλάτ. Νόμ. 818C, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 8, 4· ἐπὶ μεγάλης σπ. Πλάτ. Συμπ. 192C· μετὰ πολλῆς σπ. ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 175Ε· -σπουδὴν ποιεῖσθαι, μετ’ ἀπαρ., σπουδάζω, ἐπιμελοῦμαι νά …, Ἡρόδ. 7. 205· πολλὴν σπ. ποιεῖσθαι ὁ αὐτ. 6. 107· σπ. ποιεῖσθαι περί τινος Πλάτ. Συμπ. 177C, κτλ.˙ περί τι ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 179D ὡσαύτως μετὰ γεν., σπουδήν τινος ποιήσασθαι, ἐπιδείκνυμι πολλὴν προθυμίαν περί τι, Ἡρόδ. 1. 4˙ σπ. Λόγων κατατεινομένων, ζῆλος διὰ τὰ ἀντιμαχόμενα ἐπιχειρήματα, προθυμία πρὸς συζήτησιν, Εὐρ. Ἑκάβ. 132˙ σπ. ἐπί τινι Λουκ. π. Ὀρχ. 1˙ πρός τι Διόδ. 17. 114˙ - οὕτω, σπ. Τιθέναι ἀμφί τινος Πινδ. Π. 4. 492˙ σπ. Θέσθαι χάριν τινὸς Σοφ. Αἴ. 13˙ - σπ. ἔχειν, μετ’ ἀπαρ., Ἡρόδ. 6. 120, πρβλ. 7. 149˙ σπ. ἔχειν τινὸς Εὐρ. Ἄλκ. 778, 1014˙ περί τινος Πλάτ. Ἀντεραστ. 136C εἴς τι Εὐρ. Μήδ. 557˙ ὅπως τι γένηται Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22˙ - σπ. Γίγνεται περί τι Πλάτ. Φαῖδρ. 276 Ε˙ σπ. ἐστι περί τινος Δημ. 90. 10˙ σπουδῆς καὶ βουλῆς προσδεῖσθαι Δημ. 123. 3˙ - ἡ σπ. τῆς ἀπίξιος, ἡ προθυμία μου εἰς τὸ νὰ ἔλθω, Ἡρόδ. 5. 49˙ σπουδῇ ὅπλων, μετὰ μεγάλης προσοχῆς εἰς τὰ ὅπλα, Θουκ. 6. 31, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 855D ἐρώτων αὐτόθι 632 Α˙ σπ. πλήθους γεννημάτων, προθυμία διὰ ..., αὐτόθι 740D - ἐν τῷ πληθ., μετὰ ζήλου προσπάθειαι, Ἡρόδ. 5. 5, Εὐρ. Ἴων 1061, Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 4. 2) ἐκτίμησις πρός τινα, σεβασμός, διὰ τὴν ἐμὴν σπ. Ἀντιφῶν 146. 13˙ πάνυ πολλῆς σπ. ἄξιος Ξεν. Συμπ. 1, 6˙ - ἐν τῷ πληθ., φατριαστικὰ αἰσθήματα καὶ συμπάθειαι, ἀντιζηλίαι, σπ. ἰσχυραὶ φίλων περί τινος. Ἡρόδ. 5. 5˙ κατὰ σπουδὰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1370, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 8˙ σπουδαὶ ἐρώτων Πλάτ. Νόμ. 632 Α˙ - μάλιστα δὲ σπουδαρχία, Λατ. ambitus, Πλουτ. Λούκουλλ. 42, Κράσς. 7. 3) φιλονικία, συζήτησις, Φιλόστρ. 167, 252. ΙΙΙ. ζῆλος, προθυμία, σοβαρότης, σπουδὴν ἔχειν, ποιεῖσθαι, = σπουδάζειν, Εὐρ. Φοίν. 901, Ἀριστοφ. Βάτρ. 522˙ σπουδῆς μὲν μεστοί, γέλωτος δὲ ἐνδεέστεροι Ξεν. Συμπ. 1, 13˙ - συχν. μετὰ προθέσ., ἐν ἐπιρρημ. σημασίᾳ, ἀπὸ σπουδῆς ἀγορεύειν, μετὰ σπουδῆς, σπουδαίως, μετὰ σπουδαιότητος, σπουδάζων, Ἰλ. Ζ. 359, Μ. 233˙ - μετὰ σπουδῆς, ἀντίθετον τῷ ἐν παιδιαῖς, Ξεν. Συμπ. 1, 1˙ μετά τε παιδιᾶς καὶ μετὰ σπουδῆς Πλάτ. Νόμ. 887D οὐ σπουδῆς χάριν ἀλλὰ παιδιᾶς ἕνεκα ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 288C, πρβλ. Συμπ. 197 Ε˙ χωρὶς σπουδῆς Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 2. 2) ἀντικείμενον προσοχῆς καὶ ἐπιμελείας, σπουδαία ἀσχολία, σπουδὴν ἐπ’ ἄλλην Ἡρακλῆς ὁρμώμενος Εὐρ. Ἱκέτ. 1199˙ πληθ., ἔν τε παιδιαῖς καὶ ἐν ταῖς σπουδαῖς Πλάτ. Νόμ. 647D, πρβλ. 732D, κ. ἀλλ. IV. σπουδῇ, ὡς ἐπίρρ., ἐν σπουδῇ, μετὰ σπουδῆς, ἐσπευσμένως, «βιαστικά», προερέσσαμεν Ὀδ. Ν. 279˙ ἀνάβαινε Ο. 209˙ στρατιὴν ἄγειν Ἡρόδ. 9. 1, κ. ἀλλ., πρβλ. 89˙ συχν. παρ’ Ἀττ., σπ. πάνυ Θουκ. 8. 89, κτλ.˙ σπουδῇ ποδὸς Εὐρ. Ἑκ. 216. 2) μετὰ μεγάλης προσπαθείας καὶ δυσκολίας, ὅθεν, δυσκόλως, χαλεπῶς, σχεδόν, μόλις, σχεδὸν ὡς τὸ σχολῇ, Ἰλ. Β. 99, Ε. 893, Ὀδ. Γ. 297˙ σπ. παρπεπιθόντες Ἰλ. Ψ. 37, Ὀδ. Ω. 119. 3) σπουδαίως, σοβαρῶς, ἐπειγόντως, σπουδῇ καλεῖν τινα Εὐρ. Φοίν. 849˙ πλεῖν Θουκ. 3. 49˙ ἀκούειν Πλάτ. Πολ. 388D σπ. χαριεντίζεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολλ. 24C πάνυ σπουδῇ, μετὰ προσοχῆς, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 98Β˙ πολλῇ σπ., μετὰ πολλῆς ἀσχολίας, Ἡρόδ. 1. 88, Ξεν., κλ.˙ πάσῃ σπ. μανθάνειν Πλάτ. Νόμ. 752 Α, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
I. hâte, empressement : σπουδῇ en hâte, avec précipitation, vite, promptement, prestement ; διὰ σπουδῆς XÉN avec empressement ; κατὰ σπουδήν THC, ὑπὸ σπουδῆς THC m. sign. ; σπουδὴν ἔχειν avoir hâte, se dépêcher;
II. effort, particul. :
1 effort pénible et contraint : ἄτερ σπουδῆς OD sans peine ; adv. • σπουδῇ avec peine, avec effort, à peine;
2 effort volontaire, zèle, ardeur : σπουδῇ avec zèle, avec ardeur ; ἄξιος σπουδῆς digne de zèle, qui mérite d’être recherché, p. suite qui a de la valeur, précieux ; en parl. de pers. digne d’estime ; σπουδαὶ λόγων EUR l’ardeur dans le discours ; σπουδῆς πολλῆς τὰ πράγματα προσδεῖται DÉM l’état présent des affaires demande beaucoup d’efforts ; σπουδὴν θέσθαι χάριν τινός SOPH, ἐν σπουδῇ θέσθαι τι PLUT mettre tout son zèle, apporter toute sa bonne volonté à qch, se donner de la peine pour qch ; σπουδὴν ἔχειν EUR se donner de la peine, faire effort ; σπουδὴν ἔχειν εἴς τι EUR, περί τι, ἐπί τι se donner de la peine, faire effort pour qch ; σπουδὴν ἔχειν ou ποιεῖσθαι avec l’inf. HDT se donner de la peine, faire effort pour ; avec une prop. inf. HDT faire effort pour que;
3 zèle pour une personne, intérêt ou bienveillance pour qqn, soins affectueux, attachement;
4 ardeur pour obtenir qch, poursuite d’une charge, brigue;
5 sérieux, gravité : ἀπὸ σπουδῆς IL, σπουδῇ THC, μετὰ σπουδῆς XÉN sérieusement ; σπουδῇ παίζειν XÉN, χαριεντίζεσθαι PLAT plaisanter avec un visage sérieux, plaisanter en gardant son sérieux.
Étymologie: R. Σπυδ, être empressé, v. σπεύδω ; cf. lat. studeo, studium.
English (Autenrieth)
(σπεύδω): earnest effort; ἀπὸ σπουδῆς, ‘in earnest,’ Il. 7.359 ; ἄτερ σπουδῆς, ‘without difficulty,’ Od. 21.409 ; σπουδῇ, eagerly, quickly; also with difficulty, hardly, Od. 3.297.
English (Strong)
from σπεύδω; "speed", i.e. (by implication) despatch, eagerness, earnestness: business, (earnest) care(-fulness), diligence, forwardness, haste.
English (Thayer)
σπωδης, ἡ (σπεύδω (which see)), from Homer down;
1. haste: μετά σπουδῆς, with haste, Josephus, Antiquities 7,9, 7; Herodian, 3,4, 1; 6,4, 3).
2. earnestness, diligence: universally, earnestness in accomplishing, promoting, or striving after anything, ἐν σπουδή, with diligence, σπουδήν ἐνδείκνυσθαι, πᾶσαν σπουδήν ποιεῖσθαι (see ποιέω, I:3, p. 525{b} bottom), to give all diligence, interest oneself most earnestly, σπουδήν παρεισφέρειν, ἡ σπουδή ὑπέρ τίνος, earnest care for one, περί τίνος (Demosthenes, 90,10); Diodorus 1,75).
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και σπούδα καιασπούδα Ν, και δωρ. τ. σπουδά Α
1. βιασύνη, γρηγοράδα, ταχύτητα (α. «επέδειξε ασυγχώρητη σπουδή στις ενέργειές του» β. «τοῑς μήτε σχολὴν μήτε σπουδὴν διαγινώσκουσιν», Θεόφρ.)
2. ζήλος, προθυμία, ζέση (α. «ὧς ἄρ' ἄτερ σπουδής τάνυσεν μέγα τόξον Ὀδυσσεύς», Ομ. Οδ.
β. «τύχη... σπουδῆς οὐκ ἀξία», Σοφ.)
3. φρ. «εν σπουδῃ» και «μετά σπουδής»
(λόγ. τ.) α) γρήγορα, εσπευσμένα, βιαστικά
β) πρόθυμα
νεοελλ.
1. σοβαρή, συστηματική ενασχόληση και μελέτη για εκμάθηση και άσκηση επιστήμης ή τέχνης (α. «η σπουδή της νομικής επιστήμης» β. «η σπουδή της αρχαιολογίας»)
2. σχέδιο, ζωγραφικό έργο ή πρόπλασμα φιλοτεχνημένα εκ του φυσικού προκειμένου να αποδοθεί με αμεσότητα η ζωντανή πραγματικότητα
3. μουσ. σύνθεση ενόργανης μουσικής που αποβλέπει στη βελτίωση της τεχνικής του εκτελεστή
4. συν. στον πληθ. οι σπουδές
μαθητεία, φοίτηση, παρακολούθηση μαθημάτων ανώτατης ή ανώτερης σχολής («έκανε λαμπρές σπουδές τόσο εδώ όσο και στο εξωτερικό»)
5. φρ. «κλασικές σπουδές» — η μελέτη τών δόκιμων Ελλήνων και Λατίνων ποιητών και συγγραφέων
(μσν-αρχ.)
1. θρησκευτικός ζήλος (α. «τῇ σπουδῇ μὴ ὀκνηροί, τῷ πνεύματι ζέοντες, τῷ Κυρίῳ δουλεύοντες», ΚΔ
β. «σπουδὴ πρὸς τὴν θεάν», επιγρ.)
2. φιλικό ενδιαφέρον, εξυπηρέτηση («χάρις δὲ τῷ θεῷ τῷ διδόντι τήν αυτήν σπουδήν ὑπὲρ ὑμῶν ἐν καρδίᾳ Τίτου», ΚΔ)
αρχ.
1. σοβαρή απασχόληση, αντικείμενο προσοχής και επιμέλειας (α. «σπουδὴν ἐπ' ἄλλην Ἡρακλῆς ὁρμώμενος», Ευρ.
β. «ἔν τε παιδιαῑς καὶ ἐν σπουδαῑς», Πλάτ.)
2. εκτίμηση, σεβασμός για κάποιον («πάνυ πολλῆς σπουδῆς ἄξιος», Ξεν.)
3. σοβαρότητα («σπουδῆς μὲν μεστοὶ γέλωτος δὲ ἐνδεέστεροι», ΚΔ)
4. στον πληθ. αἱ σπουδαί
φατριαστικά αισθήματα, κομματικές αντιζηλίες
5. (η δοτ. ως επίρρ.) σπουδῇ
α) γρήγορα, βιαστικά
β) με φροντίδα, προσεχτικά
γ) με δυσκολία, μόλις και μετά βίας
δ) εκ προμελέτης, επίτηδες
6. φρ. α) «σπουδήν ἔχω» ή «σπουδὴ ἔστι μοι»
i) σπεύδω, βιάζομαι
ii) είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι
β) «σπουδήν ποιοῡμαι» ή «σπουδὴν τίθημι» — δείχνω προθυμία ή ενδιαφέρον για κάτι
γ) «γίνεται σπουδή περί τι» — επιδεικνύεται ζήλος για κάτι
δ) «σπουδαὶ ἐρώτων» — ερωτικοί ενθουσιασμοί
ε) «ἐκ σπουδῆς» ή «κατά σπουδήν» ή «σὺν σπουδῇ» ή «ἐπὶ σπουδῆς»
i) βιαστικά
ii) με προθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα σπουδ- του σπεύδω (για την εξέλιξη της σημ. της λ. βλ. λ. σπεύδω)].
Greek Monotonic
σπουδή: ἡ (σπεύδω),
I. βιασύνη ή ταχύτητα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ὅκως σπουδῆς ἔχει τις, ανάλογα με την ταχύτητα, ορμή που θα επιδείξει κάποιος, στον ίδ.
II. ζήλος, μόχθος, κόπος, προσπάθεια, αδημονία, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· σπουδὴν ποιεῖσθαι, με απαρ., μοχθώ να κάνω κάτι, αγωνίζομαι, κοπιάζω, σε Ηρόδ.· με γεν., σπουδήν τινος ποιήσασθαι, επιδεικνύω μεγάλη προθυμία για κάτι, προθυμοποιούμαι, φιλοτιμούμαι, στον ίδ.· ομοίως, σπουδὴν ἔχειν τινός ή εἴς τι, σε Ευρ.· σπουδῇ ὅπλων, με μεγάλη επιμέλεια, φροντίδα, μέριμνα, στα όπλα, σε Θουκ.· στον πληθ., επίμονες προσπάθειες, σε Ηρόδ., Ευρ.· επίσης, φατριαστικά αισθήματα, αντιζηλίες, αντιπαλότητες, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
III. 1. ζήλος, προθυμία, σοβαρότητα, σε Ευρ. κ.λπ.
2. το αντικείμενο της προσοχής, σοβαρή ενασχόληση, σε Ευρ.
IV. δοτ. σπουδῇ ως επίρρ.·
1. με βιασύνη, βιαστικά, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.
2. με μεγάλη προσπάθεια, με δυσκολία, μόλις και, σχεδόν, σπανίως, σε Όμηρ.
3. με προθυμία, με σοβαρότητα, επειγόντως, σε Ομήρ. Ιλ.· μετὰ σπονδῆς, σε Ξεν.