πίνω: Difference between revisions

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
(6)
(3b)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πίνω:''' [ῐ], Επικ. απαρ. <i>πινέμεναι</i> και <i>-[[έμεν]]</i>· Ιων. παρατ. <i>πίνεσκον</i>, μέλ. [[πίομαι]]· <i>[ῐ]</i>, μεταγεν. [[πιοῦμαι]], αόρ. βʹ [[ἔπιον]], Επικ. <i>[[πίον]]</i>, βʹ ενικ. υποτ. [[πίῃσθα]], προστ. [[πίε]], Αττ. [[πῖθι]], απαρ. [[πιεῖν]], Επικ. [[πιέμεν]], [[πιέειν]], μτχ. [[πιών]], <i>πιοῦσα</i> — Μέσ., <i>πίνομαι</i>, επίσης [[πίομαι]] — Παθ., Επικ. παρατ. <i>πίνετο</i>· οι υπόλοιποι χρόνοι σχηματίζονται από τη √<i>ΠΟ</i>, παρακ. [[πέπωκα]] — Παθ., μέλ. <i>ποθήσομαι</i>, αόρ. αʹ [[ἐπόθην]], απαρ. παρακ. [[πεπόσθαι]]·<br /><b class="num">I.</b> [[πίνω]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[πίνω]] [[ὕδωρ]] Αἰσήποιο, [[πίνω]] το [[νερό]] του, δηλ. ζω στις όχθες του, σε Ομήρ. Ιλ.· ή με γεν. διαιρ., [[πίνω]] από ένα [[πράγμα]], [[πίνω]] οἴνοιο (όπως το Γαλλ. du vin), σε Ομήρ. Οδ.· αἵματος [[ὄφρα]] πίω, στο ίδ.· επίσης, <i>πίνειν κρητῆρας οἴνοιο</i>, [[πίνω]] κούπες με [[κρασί]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[πίνω]] ἀπὸ κρήνης, [[πίνω]] από [[πηγή]], σε Θέογν.· <i>δέπα</i>, [[ἔνθεν]] ἔπινον, σε Ομήρ. Οδ.· [[πίνω]] ἐκ ταὐτοῦ ποτηρίου, σε Αριστοφ.· <i>ἐξ ἀργύρου ἢ χρυσοῦ</i>, σε Πλάτ.· <i>ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ</i>, σε Ξεν.· επίσης, σκῦφον [[ᾧπερ]] ἔπινον, σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>πῖνε</i>, <i>πῖν' ἐπὶ συμφοραῖς</i>, σε Αριστοφ.· διδόναι [[πιεῖν]], [[δίνω]] σε κάποιον να πιει, σε Ηρόδ.· [[πιεῖν]] αἰτεῖν, σε Ξεν.· στον παρακ. [[πέπωκα]], είμαι μεθυσμένος, έχω μεθύσει, σε Ευρ.· [[αλλά]], <i>πίνοντά τεκαὶ πεπωκότα</i>, πίνοντας και τελειώνοντας την [[πόση]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[πίνω]] [[μέχρι]] την τελευταία [[σταγόνα]], όπως η γη απορροφά το [[νερό]] της βροχής, σε Ηρόδ.· πιοῦσα [[κόνις]] [[μέλαν]] [[αἷμα]], σε Αισχύλ. κ.λπ.
|lsmtext='''πίνω:''' [ῐ], Επικ. απαρ. <i>πινέμεναι</i> και <i>-[[έμεν]]</i>· Ιων. παρατ. <i>πίνεσκον</i>, μέλ. [[πίομαι]]· <i>[ῐ]</i>, μεταγεν. [[πιοῦμαι]], αόρ. βʹ [[ἔπιον]], Επικ. <i>[[πίον]]</i>, βʹ ενικ. υποτ. [[πίῃσθα]], προστ. [[πίε]], Αττ. [[πῖθι]], απαρ. [[πιεῖν]], Επικ. [[πιέμεν]], [[πιέειν]], μτχ. [[πιών]], <i>πιοῦσα</i> — Μέσ., <i>πίνομαι</i>, επίσης [[πίομαι]] — Παθ., Επικ. παρατ. <i>πίνετο</i>· οι υπόλοιποι χρόνοι σχηματίζονται από τη √<i>ΠΟ</i>, παρακ. [[πέπωκα]] — Παθ., μέλ. <i>ποθήσομαι</i>, αόρ. αʹ [[ἐπόθην]], απαρ. παρακ. [[πεπόσθαι]]·<br /><b class="num">I.</b> [[πίνω]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[πίνω]] [[ὕδωρ]] Αἰσήποιο, [[πίνω]] το [[νερό]] του, δηλ. ζω στις όχθες του, σε Ομήρ. Ιλ.· ή με γεν. διαιρ., [[πίνω]] από ένα [[πράγμα]], [[πίνω]] οἴνοιο (όπως το Γαλλ. du vin), σε Ομήρ. Οδ.· αἵματος [[ὄφρα]] πίω, στο ίδ.· επίσης, <i>πίνειν κρητῆρας οἴνοιο</i>, [[πίνω]] κούπες με [[κρασί]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[πίνω]] ἀπὸ κρήνης, [[πίνω]] από [[πηγή]], σε Θέογν.· <i>δέπα</i>, [[ἔνθεν]] ἔπινον, σε Ομήρ. Οδ.· [[πίνω]] ἐκ ταὐτοῦ ποτηρίου, σε Αριστοφ.· <i>ἐξ ἀργύρου ἢ χρυσοῦ</i>, σε Πλάτ.· <i>ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ</i>, σε Ξεν.· επίσης, σκῦφον [[ᾧπερ]] ἔπινον, σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>πῖνε</i>, <i>πῖν' ἐπὶ συμφοραῖς</i>, σε Αριστοφ.· διδόναι [[πιεῖν]], [[δίνω]] σε κάποιον να πιει, σε Ηρόδ.· [[πιεῖν]] αἰτεῖν, σε Ξεν.· στον παρακ. [[πέπωκα]], είμαι μεθυσμένος, έχω μεθύσει, σε Ευρ.· [[αλλά]], <i>πίνοντά τεκαὶ πεπωκότα</i>, πίνοντας και τελειώνοντας την [[πόση]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[πίνω]] [[μέχρι]] την τελευταία [[σταγόνα]], όπως η γη απορροφά το [[νερό]] της βροχής, σε Ηρόδ.· πιοῦσα [[κόνις]] [[μέλαν]] [[αἷμα]], σε Αισχύλ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''πίνω:''' (ῑ) (fut. [[πίομαι]], aor. 2 [[ἔπιον]], pf. [[πέπωκα]]; эп. impf. iter. πίνεσκον, эп. inf. [[πινέμεν]](αι); pass.: aor. [[ἐπόθην]], pf. [[πέπομαι]])<br /><b class="num">1)</b> пить, выпивать ([[οἶνον]] Plat. и οἴνοιο Hom.; π. ἀπὸ ποταμοῦ Xen. и π. ποταμοῦ Luc.): π. ἐξ ἀργυρίου Xen. пить из серебряного сосуда; [[φάρμακον]] π. παρὰ τοῦ ἰατροῦ Plat. пить прописанное врачем лекарство; π. πρὸς ἡδονήν Plat. пить для удовольствия; π. εἰς μέθην Plat. пить допьяна; ὡς [[εἴδομεν]] πίνοντά τε καὶ πεπωκότα Plat. когда мы увидели, что (Сократ) пьет и что он уж выпил (яд);<br /><b class="num">2)</b> пить, осушать (κρατῆρας οἴνοιο Hom.; [[ποτήριον]] NT);<br /><b class="num">3)</b> впитывать, поглощать, всасывать (πέπωκεν [[αἷμα]] [[γαῖα]] Aesch.; γῆ ἡ πιοῦσα τὸν ὑετόν NT).
}}
}}

Revision as of 14:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πίνω Medium diacritics: πίνω Low diacritics: πίνω Capitals: ΠΙΝΩ
Transliteration A: pínō Transliteration B: pinō Transliteration C: pino Beta Code: pi/nw

English (LSJ)

[ῑ], Ep. inf. πινέμεναι and -έμεν, Il.4.346, Od.7.220 : Ion. impf.

   A πίνεσκον Il.16.226: fut. πίομαι 13.493, Thgn.962, A.Ch.578, S. OC622, Ar.Eq.1289, 1401, Fr.311; later πῐοῦμαι Arist.Rh.1370b18, Ael.VH12.49, etc.; also as f.l. in earlier authors, πιεῖσθαι Hp.Int.12, πιεῖσθε X.Smp.4.7, but rejected by Phryn.23, Ath.10.446d; 2sg. πίεσαι LXXDe.28.39, Ev.Luc.17.8: aor. ἔπῐον, Ep. πίον Il.22.2, etc.; 2sg. subj. πίῃσθα 6.260; imper. πίε Od.9.347, Men.151, Carm.Pop. 33, (ἐκ-) E.Cyc.563, Orph.Fr.32 b iii; also πῖθι Cratin.141, Ion Trag. 27, Ar.V.1489, Amips.18, Antiph.163.1, etc., (ἔκ-) E.Cyc.570; πίει, πίεις, Kretschmer Griech. Vaseninschr.p.195; inf. πιεῖν Od.8.70, Hdt. 4.172, etc.; later contr. πεῖν AP11.140 (Lucill.), Mim.Oxy.413.66, PMag.Lond.121.738, PFlor.101.8 (i A. D.), etc.; Ep. πῐέμεν Od.15.378, πιέειν Il.4.263, πιέναι f.l. for ὑπιέναι in Hp.Epid.5.18; part. πῐών, πῐοῦσα, Il.24.102, etc., πῐέουσα Hp.Epid.7.11:—Med., subj. πινώμεθα Hermipp.25; imper. πίνεο Nic.Th.912: πίομαι [ῑ] as pres. Med., Ibyc.17 (s.v.l.), Pi.O.6.86, and so ἐκπίομαι [ῑ] Ar.Ach.199, ἐμπίομαι [ῐ] Thgn.1129 (Pass. in AP5.43 (Rufin.)):—Pass., Od.20.312, Hp.Aër. 9, etc.: Ep.impf. πίνετο Od.9.45.—Other tenses are from πω- or πο-, pf. πέπωκα A.Th.821, etc.:—Pass., fut. ποθήσομαι (κατα-) Ar.V.1502, (ἐκ-) Plu.2.240e: aor. ἐπόθην (ἐξ-) A.Ch.66, (κατ-) Pl.Criti.111d: pf. inf. πεπόσθαι Thgn.477: Aeol. pres. πώνω Alc.20,52, Supp.20.3: aor. imper. πῶθι, τῶ, EM698.52. [ῑ always in πίνω. πίνομαι; ῐ always in aor. ἔπιον, hence πίε must be read for πῖνε in AP11.19 (Strat.), and ἔπῑνον for ἔπιον in Anacreont.5.5: Hom. has ἐθέλουσι δὲ πῑέμεν ἄμφω Il.16.825, cf. Od.18.3; but καὶ φαγέμεν πῐέμεν τε 15.378; in imper. πῖθι, ῑ always.—In fut. πίομαι Hom. and Trag. use ῑ, Il.13.493, A.Ch. 578, S.OC622, cf. Thgn.962, Ar.Eq.1289,1401, Fr.311; but ῐ in lon Lyr.2.10 (nisi leg. πιέτω), (ἐκ-) Pl.Com.9, Amips.22; also in later Poetry, AP11.8,25.5 (Apollonid.); for pres. Med. πίομαι, v. supr.]: —drink, freq. from Hom. downwds., c. acc., π. οἶνον, ὐρόν, αἷμα, etc., Od.15.391, 17.225, S.OC622, etc.; π. ὕδωρ Αἰσήποιο drink its water, i.e. live on its banks, Il.2.825, cf. Pi.O.6.86 (Med.): c. gen. partit., drink of a thing, π. οἴνοιο Od.22.11; εἰς οἶνον... ἔνθεν ἔπινον whereof... 4.220; αἵματος ὄφρα πίω 11.96, cf. 15.373; also πίνειν κρητῆρας οῐνοιο to drink bowls of wine, Il.8.232; κύπελλα ὄνου 4.346; π. ἀπὸ κρήνης drink of a spring, Thgn.959 (but κρήνης 962); π. ἀπ' αὐτοῦ (sc. δέπαος) αἴθοπα οἶνον from it, Il.16.226; δέπα ἔνθεν ἔπινον Od.19.62; ἐκ κεράμων μέθυ πίνετο Il.9.469; ἐκ τῆς χειρὸς διδοῖ πιεῖν Hdt.4.172; ἐκ ταὐτοῦ . . ποτηρίου Ar.Eq.1289; ἐξ ἀργύρου ἢ χρυσοῦ Pl. R.417a; ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ X.Cyr.4.5.4; σκύφος ᾧ περ ἔπινεν with which... Od.14.112; π. κερατίνοις ποτηρίοις v.l. in X.An.6.1.4; τὰ φάρμακα π. παρὰ τοῦ ἰατροῦ draughts sent by him, Pl.Grg.467c.    2 abs., drink, ἐσθιέμεν καὶ πινέμεν Od.2.305; ὁ πῖνε καὶ ἦσθε 5.94, 6.249, cf. Il.24.476, etc.; μῆλα πιόμεν' ἐκ βοτάνης going to drink after pasture, 13.493; πρὸς βίαν πώνην Alc.20; πῖνε, πῖν' ἐπὶ συμφοραῖς Simon.14; π. πρὸς ἡδονήν Pl.Smp.176e; εἰς μέθην Id.Lg.775b; διδόναι πιεῖν Cratin.124; πιεῖν αἰτεῖν X.Cyr.8.3.41; τινὶ πιεῖν ἐγχέας ib.1.3.9; πιεῖν τις ἡμῖν ἐγχεάτω Philem.9: in pf. πέπωκα, to be drunk, E.Cyc. 536; πίνοντά τε καὶ πεπωκότα drinking and having finished drinking, Pl.Phd.117c.    II celebrate by a carouse, νίκην Philostr.Gym. 54.    III metaph., drink up, as the earth does rain, τὸ ὕδωρ, ὄμβρον, Hdt.3.117,4.198; πιοῦσα κόνις μέλαν αἷμα A.Eu.979 (lyr.), cf. Th.736 (lyr.), 821, S.OT1401; of plants, X.Smp.2.25; of a lamp, π. τοὔλαιον Luc.Cat.27; λύχνος . . πολλὰ πιὼν μέλη AP5.196 (Mel., dub. l.). (I.-E. pōy- and -, cf. Skt. pāy-áyati 'cause to drink', pīti- 'a drink', Lat. pōtus, etc.)

German (Pape)

[Seite 617] fut. πίομαι, welche Form Pind. Ol. 6, 86 als praes. gefaßt wird, von Arist. an gew. πιοῦμαι, was sich schon Xen. Conv. 4, 7 findet, vgl. Lob. Phryn. p. 31 u. Ath. X, 446 d; aor. ἔπιον, πιεῖν, ep. πιέειν, πιέμεν, imperat. πίε, Od. 9, 347, wie Eur. Cycl. 560, gew. πῖθι, Ar. Vesp. 1489, s. Ath. a. a. O.; die übrigen tempp. werden von ποω gebildet, πέπωκα, πέπομαι, ἐπόθην (vgl. auch πιπίσκω); – trinken, von Menschen u. Thieren; Hom. oft mit essen verbunden, ἐσθιέμεν καὶ πινέμεν, Od. 2, 305, πῖνε καὶ ἦσθε, 16, 441 u. oft; πίνεσκεν, Il. 16, 226; αἴ κε πίῃσθα, Il. 6, 260; gew. c. acc., auch πίνειν κρητῆρας οἴνοιο, 8, 232, wie wir sagen: eine Flasche Wein trinken (so κύλικα Luc. Tox. 63); aber auch c. gen. partit. des Weines, von Etwas trinken, Od. 11, 96. 15, 373. 22, 11; προσανέα πίνοντας, Pind. P. 3, 52; übtr., πέπωκεν αἷμα γαῖα, Aesch. Spt. 803, wie πιοῦσα κόνις μέλαν αἷμα πολιτᾶν Eum. 935, u. öfter, die Erde trinkt, saugt das Blut, wie bei andern Tragg., vgl. Soph. O. R. 1401 O. C. 128; πέπωκα, Eur. Cycl. 534. 584; Ar. oft, πῖν' ἐπὶ ξυμφοραῖς, Equ. 404; in Prosa auch von der Erde, die Regen u. andere Feuchtigkeiten einsaugt, Her. 3, 117. 4, 198; οἱ τὰ φάρμακα πίνοντες παρὰ τῶν ἰατρῶν, Plat. Gorg. 467 c, u. öfter; δειπνήσαντάς τε καὶ πιόντας εὖ μάλα, Phaed. 116 e; ὅ, τι τε ἐδεστέον ἢ ποτέον, Prot. 314 a; ἐκ φιαλῶν, Xen. Cyr. 5, 3, 3; auch ἔπινον ἐν κερατίνοις, An. 5, 9, 4, nach Krüger, wofür Ath. XI, 476 c, die Stelle anführend, den bloßen dat. hat; Sp. – [Ι ist in πίνω stets lang, dah. Strat. 96 (IX, 19) richtig καὶ πίε für καὶ πῖνε geschrieben; im fut. bald lang, bald kurz, ep. gew. lang, πιόμενος Il. 13, 493 Od. 19, 160, wie Ar. Equ. 1289. 1401; vgl. Theogn. 956 u. 1125; bei den Comic. gew. kurz, vgl. Ath. X, 446 d XI, 783 e 471 a XIII, 570 d; im aor. außer πῖθι immer kurz.]

Greek (Liddell-Scott)

πίνω: [ῑ], Ἐπικ. ἀπαρ. πινέμεναι καὶ -έμεν Ἰλ. Δ. 346, Ὀδ. Η. 220· Ἰων. παρατ. πίνεσκον Ἰλ. Π. 226· ― μέλλ. πίομαι Ἰλ. Ν. 493, Σοφ. Ο. Κ. 622, Ἀριστ. Ἱππ. 1289. 1401, Ἀποσπ. 294· καὶ παρὰ μεταγεν. πιοῦμαι, τὸ ὁποῖον οἱ ἀντιγραφεῖς εἰσήγαγον εἰς τοὺς δοκίμους (οἷον πιεῖσθαι Ἱππ. 538. 16, πιεῖσθε Ξεν. Συμπ. 4. 7), ἀλλ’ ἀποδοκιμάζουσιν αὐτὸ ὁ Ἀθήν. 446D, ὁ Φρύνιχ. 31· Ἑλληνιστικὸν β΄ πρόσ. πίεσαι, Ἑβδ. Καιν. Διαθ.· ― ἀόρ. ἔπιον, Ἐπικ. πίον, Ὅμ., κτλ.· β΄ ἑνικ. ὑποτ. πίῃσθα Ἰλ. Ζ. 260· προστ. πίε Ὀδ. Ι. 347, Μένανδρ. ἐν «Ἐγχειριδίῳ» 3, (ἐκ-) Εὐρ. Κύκλ. 563· ἐν τῇ οἰκείᾳ γλώσσῃ πῖθι Κρατῖνος ἐν «Ὀδυσσεῦσι» 6, Ἀριστοφ. Σφ. 1489, Ἀμειψίας ἐν «Σφενδόνῃ» 2, Ἀντιφάνης ἐν «Μύστιδι» 1. κτλ., (ἔκ-) Εὐρ. Κύκλ. 578· ἀπαρ. πιεῖν, Ἐπικ. πιέμεν Ὅμ., καὶ πιέειν Ἰλ. Δ. 263· ὡσαύτως πιέναι Ἱππ. 1147Β· πῖν (τὰ Ἀντίγραφα πεῖν) Ἀνθ. Π. 11. 140· μετοχ. πιών, πιοῦσα Ἰλ. Ω. 102, κτλ., πιέουσα Ἱππ. 1213D. ― Μέσ., ὑποτ. πινώμεθα Ἕρμιππος ἐν «Θεοῖς» 1· προστ. πίνεο Νικ. Θηρ. 912· διαπίνομαι Ἡδύλ. παρ. Ἀθην. 486Α· πίομαι ὡς μέσ. ἐνεστ., Θέογν. 962, Ἴβυκ. 15, Πινδ. Ο. 6. 147· (παθ. ἐν Ἀνθ. Π. 5. 44). ― Παθ., Ὀδ. Υ. 312· Ἐπικ. παρατ. πίνετο, Ι. 45· μετοχ. πινεύμενος (ὡς εἰ ἐκ ῥήματ. πινέω) Ἱππ. 286. 18. ― Ἕτεροι χρόνοι σχηματίζονται ἔκ τινος ῥίζης ΠΟ, πρβλ. πέπωκα Αἰσχύλ. Θήβ. 821, κτλ. ― Παθ., μέλλ. ποθήσομαι (κατα-) Ἀριστοφ. Σφ. 1502, (ἐκ-) Πλούτ. 2. 240D· ἀόρ. ἐπόθην (ἐξ-) Αἰσχύλ. Χο. 66, (κατ-) Πλάτ. Κριτί. 111D· ― τούτοις προσθετέον πρκμ. ἀπαρ. πεπόσθαι Θέογν. 477· Αἰολ. ἐνεστ. πώνω, ἀόρ. προστ. πῶθι, πῶ, Ἐτυμολ. Μέγ. 698. 51, Ahrens D. Aeol. σ. 140, D. Dor. 511. 523. ― Ρημ. ἐπίθ. πιστός, ποτός, ποτέον, ἃ ἴδε. (Ἐκ τῶν √ΠΙ, ΠΟ παράγονται καὶ αἱ λέξεις ποτός, ποτόν, πόμα, πῶμα, πόσις, ποτήρ, πότης, κτλ.· πιπίσκω, πίστρα, πῑσος· Σανσκρ. pâ, pî, pi-bâmi (bibo)· pâ-nam (potus)· pâ-tra (poculum)· Λατ. po-tus, po-to, po-culum, κτλ., πρβλ. bi-bo· Σλαυ. pi-ti (bibere)· Λιθ. po-ta (ebriositas), κτλ.) [Προσῳδία: ― ἀείποτε ῑ ἐν τοῖς πίνω, πίνομαι· ἀείποτε ῐ ἐν τῷ ἀορ. ἔπιον, ― διὸ παρὰ Στράτ. ἐν Ἀνθ. Π. 11. 19, ἀναγνωστέον πίε ἀντὶ πῖνε, καὶ ἐν τοῖς Ἀνακρεοντ. 5. 5 ἔπῑνον ἀντὶ ἔπῐον· ὁ Ὅμ. ὅμως ἔχει ἐθέλουσι δὲ πῐέμεν ἄμφω (ἐν ἄρσει) Ἰλ. Π. 825, πρβλ. Ὀδ. Σ. 3· ἀλλά, καὶ φαγέμεν πῐέμεν τε (ἐν θέσει) Ο. 378· ἐν τῇ προστ. πῖθι, ῑ ἀείποτε. ― Ἐν τῷ μέλλ. πίομαιποσότης ποικίλλει· ὁ Ὅμ. καὶ οἱ Τραγ. ἔχουσι ῑ, Ἰλ. Ν. 493, Αἰσχύλ. Χο. 578. Σοφ. Ο. Κ. 622· οὕτω Θέογν. 962, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1289, 1401, Ἀποσπ. 294· ἀλλὰ ῐ παρὰ Θεόγν. 1129, Ἴωνι Χίῳ 2. 10 Bgk., Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ταῖς ἀφ’ ἱερῶν» 1, Ἀμειψίας ἐν Ἀδήλ. 1· ῐ ἐν τῷ πιοῦμαι, Ἀθήν. 446Ε.] Ὡς καὶ νῦν, πίνω, συχνότατον ἀπὸ τοῦ Ὁμ. μέχρι τῆς σήμερον· μετ’ αἰτ., π. οἶνον, ὕδωρ, αἷμα, κτλ., Ὅμ., κλ.· π. ὕδωρ Αἰσήποιο, πίνω τὸ ὕδωρ τοῦ Αἰσ., δηλ. κατοικῶ παρὰ τὰς ὄχθας αὐτοῦ, Ἰλ. Β. 825· ― ἢ μετὰ γεν. διαιρετ., πίνω ἔκ τινος πράγμ., π. οἴνοιο (ὡς τὸ Γαλλ. du vin), Ὀδ. Χ. 11· οὕτω, εἰς οἶνον..., ἔνθεν ἔπινον, ἐξ οὗ..., Δ. 220· αἵματος ὄφρα πίω Λ. 96, πρβλ. Ο. 373· ― ὡσαύτως, πίνει κρητῆρας οἴνοιο, ὁλοκλήρους κρατῆρας, Ἰλ. Θ. 232· κύπελλα οἴνου Δ. 346· καί, π. ἀπὸ κρήνης, ἐκ πηγῆς, Θέογν. 959, (ἀλλὰ μόνον κρήνης, ὁ αὐτ. 962)· ἀλλά, π. ἀπ’ αὐτοῦ αἴθοπα οἶνον (ἐξυπ. δέπαος), ἐκ τοῦ ποτηρίου, Ἰλ. Π. 226· δέπα, ἔνθεν ἔπινον Ὀδ. Τ. 62· οὕτω π. ἐκ κεραμῶν Ἰλ. Ι. 469· ἐκ τῆς χειρὸς Ἡρόδ. 4. 172· ἐκ ταὐτοῦ... ποτηρίου Ἀριστοφ. Ἱππ. 1289· ἐξ ἀργύρου ἢ χρυσοῦ Πλάτ. Πολ. 417Α· ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ Ξεν. Κύρ. 4. 5, 4· ― ὡσαύτως, σκῦφον ᾧπερ ἔπινον, δι’ οὗ..., Ὀδ. Ξ. 112· ἐν κερατίνοις ποτηρίοις Ξεν. Ἀνάβ. 5. 9, 4· φάρμακα π. παρὰ τοῦ ἰατροῦ, διορισθέντα ὑπ’ αὐτοῦ, Πλάτ. Γοργ. 467C. 2) ἀπολ., πίνω, ἐσθιέμεν καὶ πινέμεν Ὀδ. Β. 305· αὐτὰρ ὁ πῖνε καὶ ἦσθε Ε. 94, Ζ. 249, πρβλ. Ἰλ. Ω. 476, κτλ.· μῆλα... πιόμεν’ ἐκ βοτάνης, πρόβατα... ἵνα πίωσι μετὰ τὴν νομήν, Ἰλ. Ν. 493· πρὸς βίαν πίνην Ἀλκαῖ. 20· πῖνε, πῖν’ ἐπὶ συμφοραῖς Ἀριστοφ. Ἱππ. 404· π. πρὸς ἡδονὴν Πλάτ. Συμπ. 176Ε· εἰς μέθην ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 775Β· διδοῖ πιεῖν Ἡρόδ. 4. 172· διδόναι πιεῖν Κρατῖνος ἐν «Νόμοις» 7· πιεῖν αἰτεῖν Ξεν. Κύρ. 8. 3, 41· πιεῖν ἐγχέας αὐτόθι 1. 3, 9· πιεῖν τις ἡμῖν ἐγχεάτω Φιλήμων «Ἀνδροφόνῳ» 1· μέτρῳ πίνειν Παροιμιογρ.· ἢ πῖθι ἢ ἄπιθι, παροιμ., μνημονευομένη ὑπὸ τοῦ Ἑρ. Στεφ.· ― ἐν τῷ πρκμ. πέπωκα, εἶμαι μεθυσμένος, «πιωμένος», Εὐρ. Κύκλ. 536· ἀλλ’ ὡσαύτως, πίνοντά τε καὶ πεπωκότα, πίνοντα καὶ τελειώσαντα τὸ πίνειν, Πλάτ. Φαίδων 117C. II. μεταφορ., πίνω, ὡς ἡ γῆ τὸ ὕδωρ τῆς βροχῆς, τὸ ὕδωρ, ὄμβρον Ἡρόδ. 3. 117., 4. 198· πιοῦσα κόνις μέλαν αἷμα Αἰσχύλ. Εὐμ. 980, πρβλ. Θήβ. 736, 821, Σοφ. Ο. Τ. 1401· ἐπὶ φυτῶν, Ξεν. Συμπ. 2, 25· ἐπὶ λαμπτῆρος ἢ λύχνου, π. τοὔλαιον Λουκιαν. Κατάπλ. 27· λύχνος... πολλὰ πιὼν μέλη Ἀνθ. Π. 5. 197.

French (Bailly abrégé)

f. πίομαι, postér. πιοῦμαι, ao.2 ἔπιον, pf. πέπωκα;
Pass. ao. ἐπόθην, pf. πέπομαι;
boire :
1 en parl. de l’homme et des animaux, au propre : οἶνον HOM boire du vin ; avec le gén. partit. : οἴνοιο OD boire une part de vin, boire du vin ; avec l’acc. du contenant : οἴνοιο κύπελλα IL, κρητῆρας οἴνοιο IL boire des coupes, des cratères de vin ; πιεῖν αἰτεῖν XÉN demander à boire ; πιεῖν δοῦναι HDT donner à boire ; πιεῖν ἐγχεῖν XÉN verser à boire ; πίνειν ποταμοῦ LUC ou ἀπὸ ποταμοῦ XÉN boire à un fleuve ; ἐκ κεράμων IL (du vin) des cruches ; ἐξ ἀργυρίου ἢ χρυσοῦ XÉN avec un vase d’argent ou d’or ; ἐκ χειρός HDT boire dans la main ; ἀπ’ αὐτοῦ (δέπαος) IL dans la coupe même ; en parl. d’animaux μῆλα πιόμεν’ ἐκ βοτάνης IL moutons qui vont s’abreuver au sortir du pâturage ; πινεῖν ὕδωρ Αἰσήποιο IL boire l’eau de l’Æsépos, càd demeurer au bord de l’Æsépos;
2 avec suj. de choses αἷμα ESCHL boire du sang en parl. de la terre ; ὕδωρ XÉN boire de l’eau en parl. de plantes ; τοὔλαιον LUC boire l’huile en parl. d’une lampe, etc.
Moy. πίνομαι m. sign.
Étymologie: R. Πι, boire, > πιπίσκω, cf. lat. bibo ; et R. Πο, boire, > ποτός, πόμα, πόσις, πῶμα ; cf. lat. potus, poculum.

English (Autenrieth)

inf. πῖνέμεναι, ipf. iter. πίνεσκε, fut. part. πῖόμενος, aor. 2 ἔπιον, πίον, subj. 2 sing. πίῃσθα, opt. πίοιμι, imp. πίε, inf. πιεῖν, πιέειν, πι<<><>>έμεν, part. πιών, -οῦσα, pass. pres. πίνεται, ipf. πίνετο: drink; κρητῆρας, κύπελλα, drain, quaff, Il. 8.232, Il. 4.346; also w. dat. of the cup, Od. 14.112; freq. w. part. gen. of the drink.

English (Slater)

πῑνω (πίνοντες, -οντας: fut. πομαι: aor. πιεῖν.)
   1 drink (Θήβαν) τᾶς ἐρατεινὸν ὕδωρ πίομαι (O. 6.86) τοὺς δὲ προσανέα πίνοντας (P. 3.52) ἵνα οἱ κέχυται πιεῖν νε[ (Pae. 15.8) ἐξ ἀργυρέων κεράτων πίνοντες fr. 166. 5.

Spanish

beber

English (Strong)

a prolonged form of pio, which (together with another form) poo occurs only as an alternate in certain tenses; to imbibe (literally or figuratively): drink.

English (Thayer)

imperfect ἔπινον; future πίομαι (cf. Winer's Grammar, 90f (86)), 2nd person singular πίεσαι (κατακαυχάομαι))); perfect 3rd person singular (πέπωκε R G, but L T WH marginal reading plural πέπωκαν, for which Lachmann's stereotyped edition; Tr text WH text read πεπτωκαν (see γίνομαι); 2nd aorist ἔπιον, imperative πίε (πιεῖν (Tdf.); WH), 21; WH), etc.), and in colloquial form πῖν (Lachmann in πεῖν (T Tr WH in T WH in T in WH in WH s Appendix, p. 170); Fritzsche, De conformatione N. T. critica etc., p. 27f; Buttmann, 66f (58f); (Curtius, Das Verbum, ii. 103); the Sept. for שָׁתָה; (from Homer down); to drink: absolutely, ἐσθίειν καί πίνειν see in ἐσθίω, a.; τρώγειν καί πίνειν, of those living in fancied security, πίνω with an accusative of the thing, to drink a thing (cf. Winer's Grammar, 198 (187) n.), G T omit; WH brackets the clause), Winer's Grammar, § 40,3b.); τό αἷμα of Christ, see αἷμα, at the end; τό ποτήριον i. e. what is in the cup, ποτήριον, a.). ἡ γῆ is said πίνειν τόν ὑετόν, to suck in, absorb, imbibe, Herodotus 3,117; 4,198; Vergil ecl. 3,111 sat prata biberunt). πίνω ἐκ with a genitive of the vessel out of which one drinks, ἐκ τοῦ ποτηρίου, Aristophanes eqq. 1289); ἐκ with a genitive denoting the drink of which as a supply one drinks, ἐκ τοῦ ὕδατος, ἐκ τοῦ οἴνου (or θυμοῦ), L omits; Tr WH brackets τοῦ οἴνου); ἀπό with a genitive of the drink, Buttmann, § 132,7; Winer's Grammar, 199 (187). Compare: κατασυμπίνω.)

Greek Monolingual

ΝΜΑ, αιολ. τ. πώνω Α
1. εισάγω στο στομάχι υγρό από το στόμα
2. (με ειδική σημ.) καταναλώνω κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά (α. «αυτός πίνει πολύ» β. «οὕτω πίνοντας πρὸς ἡδονήν», Πλάτ.)
3. μτφ. απορροφώ, ρουφώ, τραβώ (α. «το φαΐ ήπιε όλο το ζουμί του» β. «ἐπεὰν δὲ διάκορος ἡ γῆ σφεων γένηται πίνουσα τὸ ὕδωρ», Ηροδ.)
νεοελλ.
1. έχω τη συνήθεια να καταναλώνω μεγάλες ποσότητες οινοπνευματωδών ποτών, ρέπω προς την οινοποσία, είμαι μέθυσος
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) πιωμένος, -η, -ο
ο μεθυσμένος
3. φρ. α) «έπιον το ποτήριον μέχρι τρυγός» — υπέμεινα τα βάσανα μέχρι τέλους
β) «ήπιε πολλά φαρμάκια» — δοκίμασε πολλές πίκρες, πέρασε πολλά βάσανα
γ) «πίνω στην υγειά σας» — πίνω πρώτος κάνοντας ευχές για την υγεία σας
δ) «είναι να τήν πιεις στο ποτήρι»
(για κοπέλα) είναι ελκυστική, δροσερή, όμορφη
4. παροιμ. α) «θες δε θες, πιε, γάιδαρε, άγιασμα» — λέγεται για όσους εξαναγκάζουν κάποιον να κάνει κάτι παρά τη θέληση του
β) «όσο πίν' η συμπεθέρα τόσο καλοκουβεντιάζει» — λέγεται για να δηλώσει ότι το ποτό προκαλεί ευδιαθεσία
αρχ.
1. γιορτάζω, πανηγυρίζω με ευωχία («πίνειν νίκην», Φιλοστρ.)
2. (ο παρακμ.) πέπωκα έχω τελειώσει το κρασί μου ή είμαι μεθυσμένος
3. φρ. «πίνειν κρατῆρας οἴνοιο» — το να πίνει κανείς ολόκληρους κρατήρες κρασιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πίνω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα pō- / pi- «πίνω» με δυσερμήνευτη εναλλαγή φωνηεντισμού, που κατ' άλλους ανάγεται σε εναλλαγή pōi-/ pῑ- (< pәi-) ενώ κατ' άλλους ερμηνεύεται βάσει της λαρυγγικής θεωρίας (peә3- > pō- και ρә3-y-t-o > pī-). Το ρ. συνδέεται με τα: αρχ. ινδ. pibati, ιρλδ. ibim, λατ. bibo (με αφομοιωτική τροπή του αρκτικού p- σε b-) —στα οποία το -b- οφείλεται πιθ. στην ύπαρξη λαρυγγικού φθόγγου στη ρίζα— και το αρχ. σλαβ. piti. Στην Ελληνική το αρχαιότερο θ. του ρ. πίνω, πῖ- (που λειτουργεί ως μηδενισμένη βαθμίδα, πρβλ. αρχ. ινδ. pī-ta), εμφανίζει ο αόρ. με δύο αθέματες μορφές προστακτικής: πῖ-θι της αττ. διαλ. (με μόριο -dhi, πρβλ. ἴθι, ἴσθι) και πῶθι / πῶ της λεσβ. διαλ. (πρβλ. αρχ. ινδ. a-pām και προστ. pahi) ενώ οι τ. πίει / πίεις που διαβάζονται σε αττικά αγγεία είναι δυσερμήνευτοι. Αθέματη είναι και η μορφή της υποτακτικής του αορίστου πίομαι με βραχύ φωνήεν που λειτουργεί ως μέλλοντας (πρβλ. ἔδω: ἔδομαι). Ο συνηρημένος τ. μέλλ. πιοῦμαι είναι μτγν. (πρβλ. χεῶ, ἑλῶ). Από την αθέματη μορφή αορ. σχηματίστηκε ο θεματικός αόρ. -πιον (πρβλ. κλῦθι: ἔκλυον). Δευτερογενώς, εξάλλου, έχει σχηματιστεί από το ίδιο θέμα ο ενεστ. πίνω με πρόσφυμα -ν- (πρβλ. δάκ-ν-ω), ενώ ο αιολ. ενεστ. πώνω εμφανίζει φωνηεντισμό -ω-. Από τον ενεστ. πῑ-νω σχηματίστηκε ο ενεργ. αόρ. -πισα (πρβλ. ἔβησα), απ' όπου ο ενεστ. πιπίσκω και ο μέλλ. πίσω. Στο θ. πῑ- της ρίζας, τέλος, ανάγονται ο βοιωτ. τ. ενεστ. πιτεύω (< πιτός, πρβλ. αρχ. ινδ. pita-) και οι τ.: πιστός (ΙΙ), πίσα, πίστρα, πισμός, πιστήρ (με δυσερμήνευτο -σ-). Το θ. πω- της ρίζας εμφανίζουν στην Ελληνική τα σύνθ. σε -πωτις (βλ. λ. άμ-πωτις, έκ-πωτις) και η λ. πῶμα, ενώ ο ενεργ. παρακμ. πέ-πω-κα σχηματίστηκε πιθ. κατ' αντιπαράθεση του παθ. παρακμ. πέπο-ται (πρβλ. δέ-δω-κα: δέ-δο-μαι). Το θ. πο-, τέλος (που λειτουργεί ως συνεσταλμένη βαθμίδα αναφορικά προς το θ. πω-), εμφανίζουν οι: παθ. παρακμ. πέ-πο-ται και παθ. αόρ. -πό-θην (πιθ. αναλογικοί σχηματισμοί προς τα: δέ-δο-μαι, -δόθην του δίδωμι) και τα ρηματ. ονόματα: ποτός, ποτή, πόσις, πόμα, ποτήρ, πότης, κατα-πόθρα. Ο φωνηεντισμός πο- πρέπει να θεωρηθεί ελληνική καινοτομία, αφού δεν μαρτυρείται σε άλλη γλώσσα (η Λατινική στα ρηματ. ονόματα εμφανίζει θ. pō-, πρβλ. pōtus, pōculum)].
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αναπίνω, αντιπροπίνω, αποπίνω, εκπίνω, καταπίνω, προπίνω
αρχ.
αντιπίνω, διαπίνω, εμπίνω, επεκπίνω, επεμπίνω, επιπίνω, μεταπίνω, παρεμπίνω, προεκπίνω, προκαταπίνω, προσεκπίνω, προσπίνω, συγκαταπίνω, συμπίνω, συνεκπίνω, συνεπεκπίνω, υπερπίνω, υποπίνω
νεοελλ.
καλοκαταπίνω, καλοπίνω, κουτσοκαταπίνω, κουτσοπίνω, κρασοπίνω, κρυφοπίνω, ματαπίνω, μισοκαταπίνω, μπεκροπίνω, ξαναπίνω, ξεροκαταπίνω, ξεροπίνω, παραπίνω, πολυπίνω, σιγοπίνω, συχνοπίνω, τρωγοπίνω, ψευτοπίνω].

Greek Monotonic

πίνω: [ῐ], Επικ. απαρ. πινέμεναι και -έμεν· Ιων. παρατ. πίνεσκον, μέλ. πίομαι· [ῐ], μεταγεν. πιοῦμαι, αόρ. βʹ ἔπιον, Επικ. πίον, βʹ ενικ. υποτ. πίῃσθα, προστ. πίε, Αττ. πῖθι, απαρ. πιεῖν, Επικ. πιέμεν, πιέειν, μτχ. πιών, πιοῦσα — Μέσ., πίνομαι, επίσης πίομαι — Παθ., Επικ. παρατ. πίνετο· οι υπόλοιποι χρόνοι σχηματίζονται από τη √ΠΟ, παρακ. πέπωκα — Παθ., μέλ. ποθήσομαι, αόρ. αʹ ἐπόθην, απαρ. παρακ. πεπόσθαι·
I. πίνω, σε Όμηρ. κ.λπ.· πίνω ὕδωρ Αἰσήποιο, πίνω το νερό του, δηλ. ζω στις όχθες του, σε Ομήρ. Ιλ.· ή με γεν. διαιρ., πίνω από ένα πράγμα, πίνω οἴνοιο (όπως το Γαλλ. du vin), σε Ομήρ. Οδ.· αἵματος ὄφρα πίω, στο ίδ.· επίσης, πίνειν κρητῆρας οἴνοιο, πίνω κούπες με κρασί, σε Ομήρ. Ιλ.· πίνω ἀπὸ κρήνης, πίνω από πηγή, σε Θέογν.· δέπα, ἔνθεν ἔπινον, σε Ομήρ. Οδ.· πίνω ἐκ ταὐτοῦ ποτηρίου, σε Αριστοφ.· ἐξ ἀργύρου ἢ χρυσοῦ, σε Πλάτ.· ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ, σε Ξεν.· επίσης, σκῦφον ᾧπερ ἔπινον, σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., σε Όμηρ. κ.λπ.· πῖνε, πῖν' ἐπὶ συμφοραῖς, σε Αριστοφ.· διδόναι πιεῖν, δίνω σε κάποιον να πιει, σε Ηρόδ.· πιεῖν αἰτεῖν, σε Ξεν.· στον παρακ. πέπωκα, είμαι μεθυσμένος, έχω μεθύσει, σε Ευρ.· αλλά, πίνοντά τεκαὶ πεπωκότα, πίνοντας και τελειώνοντας την πόση, σε Πλάτ.
II. μεταφ., πίνω μέχρι την τελευταία σταγόνα, όπως η γη απορροφά το νερό της βροχής, σε Ηρόδ.· πιοῦσα κόνις μέλαν αἷμα, σε Αισχύλ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

πίνω: (ῑ) (fut. πίομαι, aor. 2 ἔπιον, pf. πέπωκα; эп. impf. iter. πίνεσκον, эп. inf. πινέμεν(αι); pass.: aor. ἐπόθην, pf. πέπομαι)
1) пить, выпивать (οἶνον Plat. и οἴνοιο Hom.; π. ἀπὸ ποταμοῦ Xen. и π. ποταμοῦ Luc.): π. ἐξ ἀργυρίου Xen. пить из серебряного сосуда; φάρμακον π. παρὰ τοῦ ἰατροῦ Plat. пить прописанное врачем лекарство; π. πρὸς ἡδονήν Plat. пить для удовольствия; π. εἰς μέθην Plat. пить допьяна; ὡς εἴδομεν πίνοντά τε καὶ πεπωκότα Plat. когда мы увидели, что (Сократ) пьет и что он уж выпил (яд);
2) пить, осушать (κρατῆρας οἴνοιο Hom.; ποτήριον NT);
3) впитывать, поглощать, всасывать (πέπωκεν αἷμα γαῖα Aesch.; γῆ ἡ πιοῦσα τὸν ὑετόν NT).