νέφος: Difference between revisions

From LSJ

παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνωdisgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep

Source
(1ba)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=!" to "mdlsjtxt=")
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=![[νέφος]], εος,<br /><b class="num">I.</b> a [[cloud]], [[mass]] or [[pile]] of clouds, Hom., etc.<br /><b class="num">2.</b> metaph., θανάτου [[νέφος]] the [[cloud]] of [[death]], Hom.; so, σκότου ν., of [[blindness]], Soph.; ν. οἰμωγῆς, στεναγμῶν Eur.; ν. ὀφρύων a [[cloud]] [[upon]] the brows, Eur.<br /><b class="num">II.</b> metaph. also a [[cloud]] of men or birds, Il., Hdt.; ν. πολέμοιο the [[cloud]] of [[battle]], Il.
|mdlsjtxt=[[νέφος]], εος,<br /><b class="num">I.</b> a [[cloud]], [[mass]] or [[pile]] of clouds, Hom., etc.<br /><b class="num">2.</b> metaph., θανάτου [[νέφος]] the [[cloud]] of [[death]], Hom.; so, σκότου ν., of [[blindness]], Soph.; ν. οἰμωγῆς, στεναγμῶν Eur.; ν. ὀφρύων a [[cloud]] [[upon]] the brows, Eur.<br /><b class="num">II.</b> metaph. also a [[cloud]] of men or birds, Il., Hdt.; ν. πολέμοιο the [[cloud]] of [[battle]], Il.
}}
}}

Revision as of 10:20, 20 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νέφος Medium diacritics: νέφος Low diacritics: νέφος Capitals: ΝΕΦΟΣ
Transliteration A: néphos Transliteration B: nephos Transliteration C: nefos Beta Code: ne/fos

English (LSJ)

εος, τό,

   A cloud, mass of clouds, Il.4.275, al.; σμικροῦ νέφους ἐκπνεύσας μέγας χειμών S.Aj.1148; ν. ὄμβριον Ar.Nu.288 (lyr.); ν. καὶ ὁμίχλη Pl.Ti.49c; τὸν κίνδυνον παρελθεῖν ὥσπερ ν. D.18.188.    2 metaph. (cf. νεφέλη 1.2), θανάτου δὲ μέλαν ν. ἀμφεκάλυψεν Il.16.350, cf. Od.4.180, B.12.64; λάθας ν. Pi.O.7.45; σκότου ν., of blindness, S.OT1314 (lyr.); ν. οἰμωγῆς, στεναγμῶν, E.Med.107 (anap.), HF 1140; ὀφρύων ν. a cloud upon the brow, Id.Hipp.172 (anap.); ὑπὸ τοῦ μετώπου οἷον ν. ἐπανεστηκός Arist.Phgn.809b22; διασκεδᾶτε τὸ προσὸν νῦν ν. ἐπὶ τοῦ προσώπου Anaxandr.58.    II metaph., also, a cloud of men, etc., ν. πεζῶν, Τρώων, Il.4.274, 16.66; ψαρῶν, κολοιῶν, 17.755; ν. τοσοῦτον ἀνθρώπων Hdt.8.109; πενεστάων ν. Timo 39; μαρτύρων Ep.Hebr.12.1; πολέμοιο ν. the cloud of battle, thick of the fight, Il.17.243, cf.Ar.Pax1090: applied by Pi.N.10.9 to a single hero: used by Prose writers for poet. νεφέλη (q. v.). (Cf. Skt. nábhas 'fog', 'cloud', Slav. nebo 'heaven', Lat. nebula.)

German (Pape)

[Seite 249] τό, (nubes, verwandt mit δνόφος, κνέφας, wie νεφέλη), Wolke, Gewölk; ἄνεμος ζαὴς νέφεα σκιόεντα δονήσας, Il. 12, 157, öfter; σὺν δὲ νεφέεσσι κάλυψεν γαῖαν ὁμοῦ καὶ πόντον, Od. 9, 68; νέφη ὑδρηλά, Aesch. Suppl. 774; νέφεσσι γειτονῶν Διός, 761; Soph. Ai. 1172; ὄμβριον, Ar. Nubb. 288; u. in Prosa, νέφος καὶ ὁμίχλην, Plat. Tim. 49 c, einzeln bei Folgdn; Arist. de mund. erkl. πάχος ἀτμῶδες συνεστραμμένον, γόνιμον ὕδατος. – Häufig übertr., θανάτου νέφος, wie νεφέλη, Todesdunkel, Il. 16, 350 Od. 4, 180. – Eine große, dichtgedrängte Menge, ein Schwarm, der, wenn er sich von fern heranbewegt, einer Wolke ähnlich sieht, ἅμα δὲ νέφος εἵπετο πεζῶν, Il. 4, 274. 23, 133; ψαρῶν, κολοιῶν, 16, 66. 17, 755; πολέμοιο νέφος, das dichte Schlachtgetümmel, 17, 293, wie Pind. N. 10, 9, der auch νέφος πλούτου, fr. 84, u. in anderer Uebertragung ἐπιβαίνει λάθας νέφος, Ol. 7, 45, sagt, das Vergessen als das Verdunkeln des Wissens darstellend; von der Blindheit auch Soph. O. R. 1313; τοῖον Ἑλλάνων νέφος ἀμφί σε (Τροίαν) κρύπτει, Eur. Hec. 907, schließt sich an den homer. Gebrauch an; vgl. νέφος ἀσπίδων πυκνόν, Phoen. 258; auch von der Trauer, στυγνὸν νέφος ὀφρύων αὔξεται, Hipp. 173, wie auch wir von Wolken der Stirn sprechen; οἰμωγῆς, Med. 107, vgl. στεναγμῶν με περιβάλλει νέφος, Herc. Fur. 1140. – Auch Her. sagt 8, 109, wie Hom., νέφος τοσοῦτο ἀνθρώπων. – Od. 22, 304, ταὶ μέν (ὄρνιθες) τ' ἐν πεδίῳ νέφεα πτώσσουσαι ἵενται, erkl. die Alten = νεφέλαι, von Vogelnetzen.

Greek (Liddell-Scott)

νέφος: -εος, τό, (ἴδε ἐν τέλ.)· ― σύννεφον, ὄγκοςσωρεία νεφῶν, συχν. παρ’ Ὁμ.· σμικροῦ νέφους ἐκπνεύσας μέγας χειμὼν Σοφ. Αἴ. 1148· ― ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ ὁ συνήθης τύπος (ἴδε νεφέλη Ι, 1): ν. ὄμβριον Ἀριστοφ. Νεφ. 288· ν. καὶ ὁμίχλη Πλάτ. Τίμ. 49C· τὸν κίνδυνον παρελθεῖν ὥσπερ ν. Δημ. 291. 13. 2) μεταφορ., ὡς τὸ νεφέλη Ι, 2, θανάτου δὲ μέλαν νέφος ἀμφεκάλυψεν Ἰλ. Π. 350, Ὀδ. Δ. 180· οὕτω, λάθας νέφος Πινδ. Ο. 7. 84· σκότου ν., ἐπὶ τυφλότητος, Σοφ. Ο. Τ. 1313· ν. οἰμωγῆς, στεναγμῶν Εὐρ. Μήδ. 107, Ἡρ. Μαιν. 1140· ν. ὀφρύων, νέφος ἐπὶ τῶν ὀφρύων, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 173· ν. μετώπου Ἀριστ. Φυσιογν. 5. 7· διασκεδᾶτε τὸ προσὸν νῦν ν. ἐπὶ τοῦ προσώπου Ἀναξανδρίδ. ἐν Ἀδήλ. 6. ΙΙ. μεταφορ. ὡσαύτως, ἐπὶ μεγάλου πλήθους, νέφος ἀνθρώπων, κτλ., ν. Τρώων, πεζῶν, ψαρῶν, κολοιῶν, Ἰλ. Δ. 274, Π. 66, Ρ. 755· ν. τοσοῦτο ἀνθρώπων Ἡρόδ. 8. 109· πολέμοιο ν., τὸ νέφος τῆς μάχης, δηλ. ἡ μεγάλη πληθὺς τῶν μαχομένων, Ἰλ. Ρ. 243, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 1091· ἀλλὰ παρὰ Πινδ. ἐν Ν. 10. 16, ἀναφέρεται εἰς ἕνα μόνον ἥρωα, ἴδε Dissen ἐν τόπῳ. (Ἐκ τῆς √ΝΕΦ παράγονται καὶ τά: νεφέλη, συννένοφα· πρβλ. Σανσκρ. nabh-as (nubes, aër), nabh-asyas (nubilus)· Λατ. nub-es, neb-es, neb-ula· Ἀρχ. Σκανδ. nifl· Ἀρχ. Γερμ. nib-ul (nebel)· ― ὁ Κούρτ. ἀρνεῖται τὴν σχέσιν τῶν κνέφας, γνόφος, κτλ., Gr. Et. σελ. 694).

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 nuage, nuée;
2 en gén. obscurité, ténèbres : θανάτου μέλαν νέφος IL, OD les noires ténèbres de la mort ; σκότου ν. SOPH les ténèbres de la cécité : νέφος οἰμωγῆς EUR le nuage de l’affliction ; ὀφρύων νέφος EUR les nuages des sourcils, càd un visage sombre, assombri;
3 p. anal. toute foule compacte (troupe, monceau, essaim) qui de loin ressemble à un nuage : νέφος Τρώων IL, πεζῶν IL, ἀνθρώπων HDT nuage de Troyens, de guerriers à pied, d’hommes ; νέφος ψαρῶν IL nuée d’étourneaux ; fig. πολέμοιο νέφος IL un nuage de guerre, fig. en parl. d’Hector;
4 la région des nuages, le ciel, l’éther.
Étymologie: cf. lat. nebula, nubes.

English (Autenrieth)

εος: cloud, often in pl., Il. 15.688; fig., νέφος θανάτοιο, Π 3, Od. 4.180; also of dense numbers, Τρώων, πολέμοιο, Π , Il. 17.243.

English (Slater)

νέφος (νέφος nom., acc.; νεφέων, -εσσι.)
   1 (storm) cloud ἐκ νεφέων δέ οἱ ἀντάυσε βροντᾶς αἴσιον φθέγμα (P. 4.197) νέφεσσι δ' ἐν χρυσέοις Ὀλύμποιο καὶ κορυφαῖσιν ἵζων Ζεύς (Pae. 6.92) met., c. gen., of oblivion, ἐπὶ μὰν βαίνει τι καὶ λάθας ἀτέκμαρτα νέφος (O. 7.45) of wealth, ἕσπετο δ' αἰενάου πλούτου νέφος fr. 119. 4. of people, μάντιν Οἰκλείδαν, πολέμοιο νέφος (cf. Wil. on Eur., Her. 1140) (N. 10.9), cf. νιφάς.

English (Strong)

apparently a primary word; a cloud: cloud.

English (Thayer)

νέφους (allied with Latin nubes, nebula, etc.), τό, the Sept. for עָב and עָנָן, a cloud; in the N. T. once tropically, a large, dense multitude, a throng: μαρτύρων, νεφῶν Τροωον, πεζῶν, ψαρων, κολοιων, Homer, Iliad 4,274; 16,66; 17,755; 23,133; ἀνθρώπων, Herodotus 8,109; στρουθῶν, Aristophanes av. 578; ἀκρίδων, Diodorus 3,29; peditum equitumque nubes, Livy 35,49. [ SYNONYMS: νέφος, νεφέλη: νέφος is general, νεφέλη specific; the former denotes the great, shapeless collection of vapor obscuring the heavens; the latter designates particular and definite masses of the same, suggesting form and limit. Cf. Schmidt vol. i., chapter 36.]

Greek Monolingual

και νέφι, το (ΑΜ νέφος)
1. μάζα συμπυκνωμένων υδρατμών πάνω από το έδαφος, υπό μορφή ορατής συγκέντρωσης υδροσταγονιδίων, παγοκρυοτάλλων ή μίγματος και τών δύο, το σύννεφο (α. «κι ώρες στο νέφος τ' ουρανού με το κατάρτι 'γγίζει», Ερωτόκρ.
β. «σμικροῡ νέφους ἐκπνεύσας μέγας χειμών», Σοφ.)
2. μτφ. διάχυτη κατάσταση (α. «νέφος οἰμωγῆς» β. «νέφος θλίψης» — έκφραση θλίψης διάχυτη στο πρόσωπο
γ. «νέφος ανησυχίας» — διάχυτη ανησυχία)
νεοελλ.
1. μτφ. α) πλήθος από μικρά πράγματα που αιωρούνται ή κινούνται και τα οποία μοιάζουν με νέφος, σμήνος (α. «εγείροντα τὴν κόνιν εις νέφη», Παπαδ.
β. «νέφος ακρίδων»)
β) ερωτικός πόθος, έρωτας («Έρωτα, ας βρέξου σήμερο της χάρης σου τα νέφη, δρόσος γλυκύ τση ολπίδας μου τα φύτρα μου να θρέφει», Στάθ.)
2. οικολ. φαινόμενο τών τελευταίων δεκαετιών που παρατηρείται κυρίως πάνω από τα βιομηχανικώς ανεπτυγμένα και πολυάνθρωπα αστικά κέντρα, όταν συμπέσουν ορισμένα μετεωρολογικά φαινόμενα με παράλληλη υψηλή ατμοσφαιρική ρύπανση και το οποίο έχει αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία τών ανθρώπων, επειδή τα κύρια συστατικά του είναι βλαβερά για τον οργανισμό, όπως λ.χ. ο καπνός, το διοξείδιο του θείου, το διοξείδιο του αζώτου, το μονοξείδιο του άνθρακα κ.ά.
3. φρ. α) «νέφος διάπυρο»
γεωλ. πυρακτωμένη μάζα από ηφαιστειακά σωματίδια περιβαλλόμενα από αέρια, η οποία κινείται με μεγάλη ταχύτητα ακόμη και σε κλιτύς ηφαιστείων με μικρή κλίση
β) «ηλεκτρονικό νέφος»
(ηλεκτρον.) χώρος κοντά στην κάθοδο ηλεκτρονικής λυχνίας στον οποίο παρατηρείται συγκέντρωση ηλεκτρονίων και, κατά συνέπεια, αύξηση του αρνητικού φορτίου της περιοχής
γ) «ραδιενεργό νέφος»
(πυρην.) νέφος σκόνης και ραδιενεργών σωματιδίων που δημιουργείται από πυρηνική έκρηξη στην ατμόσφαιρα
δ) «βίος χωρίς νέφη» — ζωή αμέριμνη, χωρίς δυσκολίες και προβλήματα
ε) «νέφος κάλυψε τους οφθαλμούς του» — έπαψε να βλέπει
στ) «νέφη συσσωρεύονται στον ορίζοντα του έθνους» — άρχισαν να διαφαίνονται εθνικοί κίνδυνοι
μσν.
1. ατμός
2. φρ. «ἐγγίζω εἰς τὰ νέφη» — είμαι πανύψηλος
αρχ.
μτφ. μεγάλο πλήθος ανθρώπων ή πραγμάτων (α. «νέφος τοσοῡτο ἀνθρώπων», Ηρόδ.
β. «πολέμοιο νέφος» — το νέφος της μάχης, δηλ. το μεγάλο πλήθος τών πολεμιστών, Ομ. Ιλ.
γ. «νέφος μαρτύρων», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. νέφος ανάγεται σε Ι.Ε. τ. nebhos «νέφος, ομίχλη» (πρβλ. νεφέλη) και συνδέεται με αρχ. ινδ. nabhas- «νέφος, ομίχλη», αρχ. σλαβ. nebo, γεν. nebese «ουρανός», χετιττ. nepiš «ουρανός», όπου παρατηρείται και η μετάβαση της σημ. από νέφος σε ουρανός. Στην ίδια οικογένεια θα μπορούσε να ενταχθεί το λατ. nimbus «νέφος, ομίχλη, βροχή» (με - i- πιθ. κατά το imber) και επίσης το λατ. nūbēs «νέφος». Η λ., τέλος, με άλλο φωνηεντισμό της ρίζας συνδέεται πιθ. με τη λ. ὄμβρος (πρβλ. αρχ. ινδ. abhra-).
ΠΑΡ. νεφώδης
αρχ.
νεφηδόν, νεφίον, νεφούμαι, νεφύδριον
μσν.
νεφίδιον, νεφόθεν
μσν.- νεοελλ.
νέφι.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεφομαντεία
αρχ.
νεφόβλητος, νεφοειδής, νεφομήκης, νεφοποίητος, νεφοφανής
αρχ.-μσν.
νεφοδιώκτης
μσν.
νεφοδρομώ
νεοελλ.
νεφόκαμα, νεφολογία, νεφομετρία, νεφοσκεπής, νεφοσκόπιο. (Β' συνθετικό σε -νεφής) ανεφής, πυκνονεφής
αρχ.
αγχινεφής, αργινεφής, επινεφής, ερυθρονεφής, ευρυνεφής, κελαινεφής, μελαινονεφής, μεσονεφής, ορσινεφής, συννεφής, υπερνεφής, υψινεφής
νεοελλ.
ισονεφής. (Β' συνθετικό σε -νέφος) νεοελλ. αερόνεφος, άνεφος].

Greek Monotonic

νέφος: -εος, τό,
I. 1. σύννεφο, όγκος ή σωρός από σύννεφα, σε Όμηρ. κ.λπ.
2. μεταφ., θανάτου νέφος, σύννεφο θανάτου, στον ίδ.· ομοίως, σκότου νέφος, λέγεται για τύφλωση, σε Σοφ.· νέφος οἰμωγῆς, στεναγμῶν, σε Ευρ.· νέφος ὀφρύων, «σύννεφο» πάνω από τα φρύδια, στον ίδ.
II. μεταφ. επίσης, λέγεται για μεγάλο πλήθος, σύννεφο ανθρώπων ή πουλιών, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· νέφος πολέμοιο, σύννεφο μάχης, δηλ. μεγάλο πλήθος μαχομένων, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

νέφος: εος τό
1) облако, туча (σμικροῦ νέφους ἐκπνεύσας μέγας χειμών Soph.);
2) перен. мрак, тьма, тень (θανάτου Hom.): σκότου ν. Soph. облако тьмы, т. е. слепота;
3) мрачность, нахмуренность (ὀφρύων Eur.; μετώπου Arst.);
4) перен. туча, множество (πεζῶν, ψαρῶν Hom.; ἀνθρώπων Her.; μαρτύρων NT);
5) перен. гроза: πολέμοιο ν. Hom. = Ἓκτωρ.

Middle Liddell

νέφος, εος,
I. a cloud, mass or pile of clouds, Hom., etc.
2. metaph., θανάτου νέφος the cloud of death, Hom.; so, σκότου ν., of blindness, Soph.; ν. οἰμωγῆς, στεναγμῶν Eur.; ν. ὀφρύων a cloud upon the brows, Eur.
II. metaph. also a cloud of men or birds, Il., Hdt.; ν. πολέμοιο the cloud of battle, Il.