περι-: Difference between revisions
(32) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ περι-)<br />α' συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων της Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην [[πρόθεση]] [[περί]] και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) [[γύρω]], [[ολόγυρα]], από όλες τις μεριές, από [[παντού]] (<b>πρβλ.</b> <i>περι</i>-[[βρέχω]], <i>περι</i>-<i>γιάλι</i>, <i>περι</i>-[[λούω]], <i>περι</i>-<i>χέω</i>)<br />β) κυκλική [[κίνηση]] (<b>πρβλ.</b> <i>περι</i>-[[σκάπτω]], <i>περι</i>-<i>στρέφομαι</i>) ή [[κίνηση]] με τερματισμό, [[κατάληξη]] σε κάποιο [[σημείο]] (<b>πρβλ.</b> <i>περι</i>-[[έρχομαι]], <i>περι</i>-<i>ήκω</i>)<br />γ) [[υπεροχή]] (<b>πρβλ.</b> [[περί]]-<i>αλλος</i>, <i>περι</i>-[[γίγνομαι]], [[περί]]-<i>ειμι</i>) ή [[πλεόνασμα]], [[περίσσευμα]] (<b>πρβλ.</b> [[περί]]-<i>ζυξ</i>, [[περί]]-<i>νεως</i>, <i>περι</i>-[[πλέον]]), από όπου και η [[χρήση]] του <i>περι</i>-<i>για</i> [[επίταση]], [[επαύξηση]] της σημασίας του β' συνθετικού [[μέχρι]] υπερβολής (<b>πρβλ.</b> <i>περι</i>-<i>ζήτητος</i>, [[περί]]-<i>λευκος</i>, [[περί]]-<i>φημος</i>)<br />δ) [[αναφορά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] ( | |mltxt=(ΑΜ περι-)<br />α' συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων της Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην [[πρόθεση]] [[περί]] και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) [[γύρω]], [[ολόγυρα]], από όλες τις μεριές, από [[παντού]] (<b>πρβλ.</b> <i>περι</i>-[[βρέχω]], <i>περι</i>-<i>γιάλι</i>, <i>περι</i>-[[λούω]], <i>περι</i>-<i>χέω</i>)<br />β) κυκλική [[κίνηση]] (<b>πρβλ.</b> <i>περι</i>-[[σκάπτω]], <i>περι</i>-<i>στρέφομαι</i>) ή [[κίνηση]] με τερματισμό, [[κατάληξη]] σε κάποιο [[σημείο]] (<b>πρβλ.</b> <i>περι</i>-[[έρχομαι]], <i>περι</i>-<i>ήκω</i>)<br />γ) [[υπεροχή]] (<b>πρβλ.</b> [[περί]]-<i>αλλος</i>, <i>περι</i>-[[γίγνομαι]], [[περί]]-<i>ειμι</i>) ή [[πλεόνασμα]], [[περίσσευμα]] (<b>πρβλ.</b> [[περί]]-<i>ζυξ</i>, [[περί]]-<i>νεως</i>, <i>περι</i>-[[πλέον]]), από όπου και η [[χρήση]] του <i>περι</i>-<i>για</i> [[επίταση]], [[επαύξηση]] της σημασίας του β' συνθετικού [[μέχρι]] υπερβολής (<b>πρβλ.</b> <i>περι</i>-<i>ζήτητος</i>, [[περί]]-<i>λευκος</i>, [[περί]]-<i>φημος</i>)<br />δ) [[αναφορά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] ([[πρβλ]]. [[περικλαίω]], [[περιμαίνομαι]]) ή με αρνητική [[σημασία]] εις [[βάρος]] κάποιου ([[πρβλ]]. [[περιγελώ]], [[περιπαίζω]])<br />ε) [[προσοχή]], [[φροντίδα]], [[επιμέλεια]], [[προστασία]], [[διάσωση]] (<b>πρβλ.</b> <i>περι</i>-<i>λείπομαι</i>, <i>περι</i>-<i>ποιούμαι</i>, <i>περι</i>-[[στέλλω]], <i>περι</i>-[[σώζω]])<br />στ) [[αδιαφορία]], [[περιφρόνηση]] (<b>πρβλ.</b> <i>περι</i>-<i>ορώ</i>, <i>περι</i>-[[φρονώ]]). Με το <i>περι</i>- ως α' συνθετικό, [[τέλος]], πλάστηκαν αρκετοί ξένοι επιστημονικοί όροι, από τους οποίους οι περισσότεροι έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνειοι (<b>πρβλ.</b> <i>περι</i>-<i>γύνιο</i> <span style="color: red;"><</span> αγγλ. <i>peri</i>-<i>gynium</i>, <i>περι</i>-<i>οδόντιο</i> <span style="color: red;"><</span> αγγλ. <i>peri</i>-<i>odontium</i>, <i>περι</i>-<i>όστεο</i> <span style="color: red;"><</span> αγγλ. <i>peri</i>-<i>osteum</i>). Ειδικότερα στην οργανική [[χημεία]] το <i>περι</i>- χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τα παράγωγα του ναφθαλινίου που [[είναι]] υποκατεστημένα στις θέσεις 1 και 8 (το ναφθαλινικό οξύ [[είναι]] ένα περιδικαρβοξυλικό [[ναφθαλίνιο]]).Παραδείγματα λ. με α' συνθετικό <i>περι</i>-: [[περιάγω]], [[περιάδω]], [[περιαλείφω]], [[περιάπτω]], <i>περιαντολογώ</i>, [[περιβάλλω]], [[περιβλέπω]], [[περιβραχιόνιος]], [[περιγελώ]], [[περιγίγνομαι]], [[περιγράφω]], [[περιδεής]], [[περιδέραιος]], [[περίεργος]], [[περιέρχομαι]], [[περιέχω]], [[περιηγούμαι]], [[περιθάλπω]], <i>περιχαλλής</i>, [[περικαλύπτω]], [[περικάρδιος]], [[περικάρπιο]](<i>ν</i>), [[περικλείω]], [[περικόπτω]], [[περιλαμβάνω]], [[περιλείπομαι]], [[περιλούω]], [[περίλυπος]], [[περιμένω]], [[περίμετρος]], [[περίοδος]], [[περίοικος]], [[περιορίζω]], [[περιπαθής]], <i>περ</i>(<i>ι</i>)[[πατώ]], [[περιπίπτω]], [[περιπλανώμαι]], [[περιπλέον]], [[περίπλους]], [[περιπόθητος]], [[περιποιώ]](-<i>ούμαι</i>), [[περίπτερος]], [[περιπτύσσω]], [[περιρράπτω]], [[περιρρέω]], <i>περιακέπτομαι</i>, [[περισπώ]], [[περιστεγάζω]], [[περιστέλλω]], [[περιστοιχίζω]], [[περιστρέφω]], [[περίστυλος]], [[περισυλλέγω]], [[περισφίγγω]], [[περισώζω]], [[περιτειχίζω]], [[περίτρανος]], [[περιτρέχω]], [[περίτρομος]], [[περιτυλίσσω]], [[περιφέρω]], [[περίφημος]], [[περίφοβος]], [[περιφράσσω]], [[περιφρονώ]], [[περιφρουρώ]], [[περιχαράσσω]], [[περιχέω]], [[περίχωρος]], [[περιώδυνος]], [[περιώνυμος]], [[περιωπή]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[περιαγαπώ]], [[περιαγνίζω]], [[περιαίρω]], [[περιαλλάσσω]], [[περιαναγκάζω]], [[περίβαρυς]], [[περιβώμιος]], [[περίειμι]], [[περίζυξ]], [[περιήκω]], [[περιιχνεύω]], [[περικάθημαι]], [[περικάτω]], [[περικεντώ]], [[περικήδομαι]], [[περικλαίω]], [[περικλυτός]], [[περικρύπτω]], [[περιλέγω]], [[περιμάχομαι]], [[περίνεως]], [[περιπληθής]], [[περισπουδάζω]], [[περιστέφω]], [[περιφεγγής]], [[περιφράζω]], [[περίχολος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[περιαγγέλλω]], [[περιαιρώ]], [[περιανθίζω]], [[περιαντλώ]], [[περιαστράπτω]], [[περιάσχολος]], [[περιβαίνω]], [[περίδηλος]], [[περικόσμιος]], [[περιορώ]], [[περίπικρος]], [[περισκεπάζω]], [[περιστροβώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[περιαγκαλώ]], [[περιαργώ]], [[περιβόρειος]], [[περίγοργος]], [[περιγυμνώ]], [[περικαρτερώ]], [[περικαχλάζω]], [[περικρατύνω]], [[περιλίπαρος]], [[περινεφής]], [[περιπρεπής]], [[περίχλωρος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[περιαύλιο]], [[περιβρέχω]], [[περίδοξος]], [[περιδροσίζω]], [[περίζηλος]], [[περίλαμπρος]], [[περιμαζεύω]], [[περιπαίζω]], [[περισουφρώνω]], [[περιτριγυρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[περιαδράχνω]], [[περιάνθιο]], [[περιαρπάζω]], [[περιγιάλι]], [[περίγυρος]], [[περιδιαβάζω]], [[περιζήτητος]], [[περιθώριο]], [[περίκαλος]], [[περιλαίμιο]], [[περιμητρικός]], [[περιοδόντιο]], [[περιόστεο]], [[περιπρώκτιο]], [[περισπλάγχνιος]], [[περιτοιχίζω]], [[περίφροντις]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:24, 8 May 2023
Greek Monolingual
(ΑΜ περι-)
α' συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων της Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι-βρέχω, περι-γιάλι, περι-λούω, περι-χέω)
β) κυκλική κίνηση (πρβλ. περι-σκάπτω, περι-στρέφομαι) ή κίνηση με τερματισμό, κατάληξη σε κάποιο σημείο (πρβλ. περι-έρχομαι, περι-ήκω)
γ) υπεροχή (πρβλ. περί-αλλος, περι-γίγνομαι, περί-ειμι) ή πλεόνασμα, περίσσευμα (πρβλ. περί-ζυξ, περί-νεως, περι-πλέον), από όπου και η χρήση του περι-για επίταση, επαύξηση της σημασίας του β' συνθετικού μέχρι υπερβολής (πρβλ. περι-ζήτητος, περί-λευκος, περί-φημος)
δ) αναφορά σε κάποιον ή σε κάτι (πρβλ. περικλαίω, περιμαίνομαι) ή με αρνητική σημασία εις βάρος κάποιου (πρβλ. περιγελώ, περιπαίζω)
ε) προσοχή, φροντίδα, επιμέλεια, προστασία, διάσωση (πρβλ. περι-λείπομαι, περι-ποιούμαι, περι-στέλλω, περι-σώζω)
στ) αδιαφορία, περιφρόνηση (πρβλ. περι-ορώ, περι-φρονώ). Με το περι- ως α' συνθετικό, τέλος, πλάστηκαν αρκετοί ξένοι επιστημονικοί όροι, από τους οποίους οι περισσότεροι έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνειοι (πρβλ. περι-γύνιο < αγγλ. peri-gynium, περι-οδόντιο < αγγλ. peri-odontium, περι-όστεο < αγγλ. peri-osteum). Ειδικότερα στην οργανική χημεία το περι- χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τα παράγωγα του ναφθαλινίου που είναι υποκατεστημένα στις θέσεις 1 και 8 (το ναφθαλινικό οξύ είναι ένα περιδικαρβοξυλικό ναφθαλίνιο).Παραδείγματα λ. με α' συνθετικό περι-: περιάγω, περιάδω, περιαλείφω, περιάπτω, περιαντολογώ, περιβάλλω, περιβλέπω, περιβραχιόνιος, περιγελώ, περιγίγνομαι, περιγράφω, περιδεής, περιδέραιος, περίεργος, περιέρχομαι, περιέχω, περιηγούμαι, περιθάλπω, περιχαλλής, περικαλύπτω, περικάρδιος, περικάρπιο(ν), περικλείω, περικόπτω, περιλαμβάνω, περιλείπομαι, περιλούω, περίλυπος, περιμένω, περίμετρος, περίοδος, περίοικος, περιορίζω, περιπαθής, περ(ι)πατώ, περιπίπτω, περιπλανώμαι, περιπλέον, περίπλους, περιπόθητος, περιποιώ(-ούμαι), περίπτερος, περιπτύσσω, περιρράπτω, περιρρέω, περιακέπτομαι, περισπώ, περιστεγάζω, περιστέλλω, περιστοιχίζω, περιστρέφω, περίστυλος, περισυλλέγω, περισφίγγω, περισώζω, περιτειχίζω, περίτρανος, περιτρέχω, περίτρομος, περιτυλίσσω, περιφέρω, περίφημος, περίφοβος, περιφράσσω, περιφρονώ, περιφρουρώ, περιχαράσσω, περιχέω, περίχωρος, περιώδυνος, περιώνυμος, περιωπή
αρχ.
περιαγαπώ, περιαγνίζω, περιαίρω, περιαλλάσσω, περιαναγκάζω, περίβαρυς, περιβώμιος, περίειμι, περίζυξ, περιήκω, περιιχνεύω, περικάθημαι, περικάτω, περικεντώ, περικήδομαι, περικλαίω, περικλυτός, περικρύπτω, περιλέγω, περιμάχομαι, περίνεως, περιπληθής, περισπουδάζω, περιστέφω, περιφεγγής, περιφράζω, περίχολος
μσν.-αρχ.
περιαγγέλλω, περιαιρώ, περιανθίζω, περιαντλώ, περιαστράπτω, περιάσχολος, περιβαίνω, περίδηλος, περικόσμιος, περιορώ, περίπικρος, περισκεπάζω, περιστροβώ
μσν.
περιαγκαλώ, περιαργώ, περιβόρειος, περίγοργος, περιγυμνώ, περικαρτερώ, περικαχλάζω, περικρατύνω, περιλίπαρος, περινεφής, περιπρεπής, περίχλωρος
μσν.- νεοελλ.
περιαύλιο, περιβρέχω, περίδοξος, περιδροσίζω, περίζηλος, περίλαμπρος, περιμαζεύω, περιπαίζω, περισουφρώνω, περιτριγυρίζω
νεοελλ.
περιαδράχνω, περιάνθιο, περιαρπάζω, περιγιάλι, περίγυρος, περιδιαβάζω, περιζήτητος, περιθώριο, περίκαλος, περιλαίμιο, περιμητρικός, περιοδόντιο, περιόστεο, περιπρώκτιο, περισπλάγχνιος, περιτοιχίζω, περίφροντις.