περι-
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
Greek Monolingual
(ΑΜ περι-)
α' συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων της Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι-βρέχω, περι-γιάλι, περι-λούω, περι-χέω)
β) κυκλική κίνηση (πρβλ. περι-σκάπτω, περι-στρέφομαι) ή κίνηση με τερματισμό, κατάληξη σε κάποιο σημείο (πρβλ. περι-έρχομαι, περι-ήκω)
γ) υπεροχή (πρβλ. περί-αλλος, περι-γίγνομαι, περί-ειμι) ή πλεόνασμα, περίσσευμα (πρβλ. περί-ζυξ, περί-νεως, περι-πλέον), από όπου και η χρήση του περι-για επίταση, επαύξηση της σημασίας του β' συνθετικού μέχρι υπερβολής (πρβλ. περι-ζήτητος, περί-λευκος, περί-φημος)
δ) αναφορά σε κάποιον ή σε κάτι (πρβλ. περικλαίω, περιμαίνομαι) ή με αρνητική σημασία εις βάρος κάποιου (πρβλ. περιγελώ, περιπαίζω)
ε) προσοχή, φροντίδα, επιμέλεια, προστασία, διάσωση (πρβλ. περι-λείπομαι, περι-ποιούμαι, περι-στέλλω, περι-σώζω)
στ) αδιαφορία, περιφρόνηση (πρβλ. περι-ορώ, περι-φρονώ). Με το περι- ως α' συνθετικό, τέλος, πλάστηκαν αρκετοί ξένοι επιστημονικοί όροι, από τους οποίους οι περισσότεροι έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνειοι (πρβλ. περι-γύνιο < αγγλ. peri-gynium, περι-οδόντιο < αγγλ. peri-odontium, περι-όστεο < αγγλ. peri-osteum). Ειδικότερα στην οργανική χημεία το περι- χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τα παράγωγα του ναφθαλινίου που είναι υποκατεστημένα στις θέσεις 1 και 8 (το ναφθαλινικό οξύ είναι ένα περιδικαρβοξυλικό ναφθαλίνιο).Παραδείγματα λ. με α' συνθετικό περι-: περιάγω, περιάδω, περιαλείφω, περιάπτω, περιαντολογώ, περιβάλλω, περιβλέπω, περιβραχιόνιος, περιγελώ, περιγίγνομαι, περιγράφω, περιδεής, περιδέραιος, περίεργος, περιέρχομαι, περιέχω, περιηγούμαι, περιθάλπω, περιχαλλής, περικαλύπτω, περικάρδιος, περικάρπιο(ν), περικλείω, περικόπτω, περιλαμβάνω, περιλείπομαι, περιλούω, περίλυπος, περιμένω, περίμετρος, περίοδος, περίοικος, περιορίζω, περιπαθής, περ(ι)πατώ, περιπίπτω, περιπλανώμαι, περιπλέον, περίπλους, περιπόθητος, περιποιώ(-ούμαι), περίπτερος, περιπτύσσω, περιρράπτω, περιρρέω, περιακέπτομαι, περισπώ, περιστεγάζω, περιστέλλω, περιστοιχίζω, περιστρέφω, περίστυλος, περισυλλέγω, περισφίγγω, περισώζω, περιτειχίζω, περίτρανος, περιτρέχω, περίτρομος, περιτυλίσσω, περιφέρω, περίφημος, περίφοβος, περιφράσσω, περιφρονώ, περιφρουρώ, περιχαράσσω, περιχέω, περίχωρος, περιώδυνος, περιώνυμος, περιωπή
αρχ.
περιαγαπώ, περιαγνίζω, περιαίρω, περιαλλάσσω, περιαναγκάζω, περίβαρυς, περιβώμιος, περίειμι, περίζυξ, περιήκω, περιιχνεύω, περικάθημαι, περικάτω, περικεντώ, περικήδομαι, περικλαίω, περικλυτός, περικρύπτω, περιλέγω, περιμάχομαι, περίνεως, περιπληθής, περισπουδάζω, περιστέφω, περιφεγγής, περιφράζω, περίχολος
μσν.-αρχ.
περιαγγέλλω, περιαιρώ, περιανθίζω, περιαντλώ, περιαστράπτω, περιάσχολος, περιβαίνω, περίδηλος, περικόσμιος, περιορώ, περίπικρος, περισκεπάζω, περιστροβώ
μσν.
περιαγκαλώ, περιαργώ, περιβόρειος, περίγοργος, περιγυμνώ, περικαρτερώ, περικαχλάζω, περικρατύνω, περιλίπαρος, περινεφής, περιπρεπής, περίχλωρος
μσν.- νεοελλ.
περιαύλιο, περιβρέχω, περίδοξος, περιδροσίζω, περίζηλος, περίλαμπρος, περιμαζεύω, περιπαίζω, περισουφρώνω, περιτριγυρίζω
νεοελλ.
περιαδράχνω, περιάνθιο, περιαρπάζω, περιγιάλι, περίγυρος, περιδιαβάζω, περιζήτητος, περιθώριο, περίκαλος, περιλαίμιο, περιμητρικός, περιοδόντιο, περιόστεο, περιπρώκτιο, περισπλάγχνιος, περιτοιχίζω, περίφροντις.