πταίω: Difference between revisions

From LSJ

ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → the tears of whores and public speakers are identical

Source
m (Text replacement - "erathen" to "eraten")
(CSV import)
 
Line 54: Line 54:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[σκοντάφτω]], [[φταίω]]). Θέμα πταϝ + j + ω → πτάjω → [[πταίω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[πταῖσμα]], [[πταιστός]], [[ἄπταιστος]].
|mantxt=(=[[σκοντάφτω]], [[φταίω]]). Θέμα πταϝ + j + ω → πτάjω → [[πταίω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[πταῖσμα]], [[πταιστός]], [[ἄπταιστος]].
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[offendere]], [[labi]]'', to [[strike against]], [[stumble]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.122.1/ 1.122.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.43.5/ 2.43.5], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.18.4/ 4.18.4]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.16.1/ 5.16.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.12.1/ 6.12.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.33.5/ 6.33.5], [<i>boni codd.</i> <i>good manuscripts</i> πταίωσιν]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.11.3/ 8.11.3].
}}
}}

Latest revision as of 14:42, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πταίω Medium diacritics: πταίω Low diacritics: πταίω Capitals: ΠΤΑΙΩ
Transliteration A: ptaíō Transliteration B: ptaiō Transliteration C: ptaio Beta Code: ptai/w

English (LSJ)

Th.1.122, etc.: A fut. πταίσω D.2.20: aor. ἔπταισα Hdt.9.101, etc.: pf. ἔπταικα Men.675, Bato 1, Plb.3.48.4, (προσ-) Isoc.6.82:—Pass., v. infr.1:
I trans., cause to stumble or cause to fall, σύνθεσιν ποτὶ ψεύδει Pi.Fr.205, cf.LXX 1 Ki.4.3:—Pass., to be missed, of things, Ael. NA2.15; τὰ πταισθέντα = failures, errors, Luc.Demon.7; ἃ ἐπταίσθη his failures, Plu.Comp.Dion.Brut.3.
II intr., stumble, trip, fall, πταίω πρός τινι stumble against, fall over, πταίω, ὥσπερ πρὸς ἕρματι, πρὸς τῇ πόλει Pl.R. 553b, cf. A.Pr.926, Theoc.7.26; πρὸς τὰς πέτρας cj. in X. An.4.2.3; prov., μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν = do not stumble twice on the same stone Plb.31.11.5; also π. περί τινι, μὴ περὶ Μαρδονίῳ πταίσῃ ἡ Ἑλλάς lest Hellas should get a fall over him, i.e. be defeated by him, Hdt.9.101.
2 metaph., make a false step or make a mistake, Th.2.43, D.2.20, Men.672, etc.; ἐὰν πταίωσί τι when they make a blunder, of medical men, Philem.75.5; οὐκ ἐλάττω, ἐλάχιστα, τὰ πλείω πταίω, Th.1.122, 4.18, 6.33; ἔν τισι D. 18.286; λογισμοῖς Men.380; τῇ μάχῃ, τοῖς ὅλοις, τοῖς πράγμασι, etc., Plb.18.14.13, 3.48.4, 1.10.1, etc.; ἀψευδὴς ὢν καὶ μὴ π. τῇ διανοίᾳ περὶ τὰ ὄντα Pl.Tht.160d; also π. ὑπ' ἀνάγκας S.Ph.215 (lyr.); ὑπό τινος π. τῇ πατρίδι Plb.5.93.2; ἐκ τύχης Id.2.7.3.
3 π. τῆς ἐλπίδος to be baulked of.., Hdn.8.5.1.
4 ἡ γλῶττα π. stutters, Arist.Pr.875b19.

German (Pape)

[Seite 807] πταίσω, perf. pass. ἔπταισμαι, – 1) trans. anstoßen, machen, daß Etwas fallt, ausgleitet; μὴ πταίσῃς ἐμὰν σύνθεσιν ποτὶ ψεύδει, Pind. frg. 221; τινὰ τῆς ἐλπίδος, machen, daß Einer seine Hoffnungen aufgiebt, ihn in seinen Hoffnungen täuschen, Hdn. 8, 5, 1; pass. τὰ πταισθέντα, Fehler, Irrthümer, Luc. Demon. 7. – Gew. 2) intrans., anstoßen, anschlagen; vom Steine, πταίοντες πρὸς τὰς πέτρας διεσφενδονῶντο, Xen. An. 4, 2, 3; sprichwörtlich μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν, Pol. 31, 19, 5; anrennen, straucheln, fallen, πταίσας δὲ τῷδε πρὸς κακῷ, Aesch. Prom. 928; μὴ πταίσας μογῇς, Ag. 1607; ἦ που πταίων βοᾷ, Soph. Phil. 215; u. in Prosa: Thuc. 4, 18 n. öfter; einen Unfall haben, in Unglück geraten, μὴ περὶ Μαρδονίῳ πταίσῃ ἡ Ἑλλάς, daß Griechenland nicht im Kampfe mit Mardonius unterliege, Her. 9, 101; μὴ πταίων τῇ διανοίᾳ περὶ τὰ ὄντα, Plat. Theaet. 160 d; fehlen, irren, εὐλαβηθῶμεν, μὴ προπετῶς ἀποκρινόμενοι πταίσωμεν, Phil. 45 a; πρὸς ἕρματα, Rep. VIII, 553 a; Gegensatz von εὐτυχεῖν, Xen. Cyr. 3, 1, 26; εἰ δέ τι πταίσει Φίλιππος, Dem. 2, 20; ταῦτ' ἐν οἷς ἔπταισεν ἡ πόλις, 18, 286, u. öfter; Folgde; im Gegensatz von κατορθοῦν, Pol. 11, 14, 4; πταίειν τῇ μάχῃ, 17, 14, 13; τοῖς πράγμασι, 1, 10, 1; τοῖς ὅλοις, Alles verlieren, 3, 48, 4, u. öfter; auch vom Exil, τῇ πατρίδι, 1, 12, 7; ὑπό τινος, von Einem vertrieben werden, 5, 93, 2 u. Sp. – Über den Zusammenhang mit πίπτω, πτῶσις s. Buttm. Lexil. I p. 295.

French (Bailly abrégé)

f. πταίσω, ao. ἔπταισα, pf. ἔπταικα, Pass. ao. ἐπταίσθην, pf. ἔπταισμαι;
I. tr. faire broncher, renverser ; Pass. τὰ πταισθέντα LUC le faux pas, les erreurs ; πταίεσθαι τὸ ἀληθὲς αὐτοῖς εἴωθε ÉL litt. la vérité a coutume d'être pour eux l'occasion de faux pas, càd ils n'atteignent pas d'ordinaire la vérité;
II. intr. 1 se heurter contre, donner contre : πρός τι contre qch (un rocher, une pierre, etc.) ; fig. πρός τινι ou περί τινι m. sign.
2 broncher, échouer, ne pas réussir : ἔν τινι en qch ; abs. échouer ou être malheureux.
Étymologie: DELG étym. inconnue.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πταίω, Dor. praes. ptc. f. πταίοισα; aor. pass. ἐπταίσθην; perf. ἔπταικα stoten (tegen), struikelen (over): met prep. bep..; λίθος πταίουσα ποτ’ ἀρβυλίδεσσιν een steen die tegen je schoenen aanspringt Theocr. Id. 7.26; meestal van personen; π. ὥσπερ πρὸς ἕρματι als het ware tegen een klip botsen Plat. Resp. 553b; overdr. struikelen over, niet over... heen komen: met prep. bep.. πταίσας τῷδε πρὸς κακῷ tegen dit kwaad opgelopen Aeschl. PV 926; ἦν ἀρρωδίη... μὴ περὶ Μαρδονίῳ πταίσῃ ἡ Ἑλλάς er bestond angst dat Griekenland over Mardonius zou struikelen (d.w.z. het onderspit zou delven) Hdt. 9.101.3; π. τῇ διανοίᾳ περὶ τὰ ὄντα in zijn denken struikelen over het zijnde Plat. Tht. 160d; κἂν περὶ σφίσιν αὐτοῖς τὰ πλείω πταίσωσιν ook al struikelen zij meestal over zichzelf Thuc. 6.33.5; πταίσαντος περὶ Ἔφεσον του Θρασύλλου toen Thrasullos struikelde over Ephese (d.w.z. een nederlaag leed) Plut. Alc. 29.2. struikelen, een fout maken: met acc. v. h. inw. obj..; ἤν τι πταίσωσιν als ze ergens in falen Thuc. 2.43.6; christ. abs. zondigen; NT 2 Pet. 1.10; pass..; ἃ δ’ ἐπταίσθη δι’ ἑτέρους... μεταστήσας ἐπὶ τὸ βελτίον de fouten die door toedoen van andere gemaakt waren corrigeren Plut. Brut. 56.1; ptc. subst.. τὰ πταισθέντα de fouten Luc. 9.7.

Russian (Dvoretsky)

πταίω: (pf. ἔπταικα; pass.: aor. ἐπταίσθην, pf. ἔπταισμαι)
1 сталкивать, ударять, опрокидывать (τι ποτί τινι Pind.);
2 наталкиваться, натыкаться, спотыкаться (πρὸς τὰς πέτρας Xen.);
3 терпеть поражение (τῄ μάχῃ или περὶ τὴν μάχην Polyb.): π. περί τινι Her. терпеть поражение от кого-л.; τοῖς ὅλοις ἐπταικότες Polyb. лишившись всего; πταίσας τῷδε πρὸς κακῷ Aesch. попав в эту беду;
4 заплетаться (ἡ γλῶττα πταίει Arst.);
5 делать промах, делать промахи, ошибаться (ἔν τινι и τινί Dem., Men., Polyb.; πολλά NT): ἀψευδὴς ὢν καὶ μὴ πταίων τῇ διανοίᾳ περί τι Plat. если я не заблуждаюсь и не ошибаюсь в своем рассуждении относительно чего-л.; τὰ πταισθέντα Luc. промахи; ἃ ἐπταίσθη δι᾽ ἑτέρους Plut. допущенные другими ошибки.

English (Slater)

πταίω make to stumble ὤνασσ' Ἀλάθεια, μὴ πταίσῃς ἐμὰν σύνθεσιν τραχεῖ ποτὶ ψεύδει fr. 205. 2.

English (Strong)

a form of πίπτω; to trip, i.e. (figuratively) to err, sin, fail (of salvation): fall, offend, stumble.

English (Thayer)

future πταίσω; 1st aorist ἐπταισα; (akin to ΠΑΤΩ and πίπτω (cf. Vanicek, p. 466)); from (Pindar), Aeschylus, and Herodotus down;
1. transitive, τινα, to cause one to stumble or fall.
2. intransitive, to stumble: δίς πρός τόν αὐτόν λίθον, Polybius 31,19, 5. tropically (cf. English trip, stumble)
a. to err, to make a mistake (Plato, Theact c. 15, p. 160d.); to sin: absolutely ἴδιον ἀνθρώπου φιλεῖν καί τούς πταιοντας, Antoninus 7,22); πολλά, in many ways, ἐν ἑνί (namely, νόμῳ), to stumble in, i. e. sin against, one law, εἷς, 2a. at the end); ἐν λόγῳ (for the (more common) simple dative), to sin in word or speech, to fall into misery, become wretched (often so in Greek writings): of the loss of salvation, 2 Peter 1:10.

Greek Monolingual

φταίω, πταίω, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πταίω και διαλ. τ. φταίγω Ν
υποπίπτω σε σφάλμα, κάνω λάθος, σφάλλω (α. «έφταιξε και πρέπει να πληρώσει» β. «ἐὰν πταίσωσί τι», Φιλήμ.)
νεοελλ.
είμαι ένοχος, υπαίτιος για κάτι, ευθύνομαι για κάτι («αυτός φταίει για το κακό που μάς βρήκε»)
μσν.-αρχ.
(αμτβ.)
1. προσκόπτω, σκοντάφτω
2. πέφτω («οἳ φερόμενοι πρὸς τὰς πέτρας πταίοντες διεσφενδονῶντο», Θεόκρ.)
αρχ.
1. (μτβ.) κάνω κάτι να πέσει ή να σκοντάψει
2. (αμτβ.) α) περιπίπτω σε ατυχία, ατυχώ («μὴ περὶ Μαρδονίῳ πταίσῃ ἡ Ἑλλάς», Ηρόδ.)
β) (για ελπίδα) διαψεύδομαι
3. παθ. πταίομαι
(για πράγμ.) αποτυγχάνω
4. (η μτχ. παθ. αορ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ πταισθέντα
οι αποτυχίες, τα σφάλματα
5. φρ. α) «ἅ ἐπταίσθη» — οι αποτυχίες του (Πλούτ.)
β) «ἡ γλῶσσα πταίει» — η γλώσσα σκοντάφτει (Αριστοτ.)
6. παροιμ. «μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίει» — δεν πρέπει να κάνει κανείς το ίδιο λάθος δύο φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. εκφραστικό ρ. το οποίο εμφανίζει την ίδια κατάλ. με τα ρ. παίω, ῥαίω και φωνηεντισμό -α-, αναμενόμενο για έναν εκφραστικό τ. Τα παρ. του ρ. πταίω εμφανίζουν θ. σε -σ- (πρβλ. πταῖ-σ-μα, πταί-σ-της) το οποίο δεν βοηθά, όμως, στην ετυμολόγηση του ρ. Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποείται ο τ. φταίω, με ανομοιωτική τροπή του κλειστού -π- σε διαρκές -φ- (πρβλ. κτίζω: χτίζω, πτερόν: φτερό)].

Greek Monotonic

πταίω: μέλ. πταίσω, αόρ. αʹ ἔπταισα, παρακ. ἔπταικα — Παθ., αόρ. αʹ ἐπταίσθην
I. μτβ., κάνω κάποιον να παραπατήσει ή να πέσει, τινὰ πρός τινι, σε Πίνδ. — Παθ., τὰ πταισθέντα, αποτυχίες, σε Λουκ.
II. 1. αμτβ., παραπατώ, σκοντάφτω, πέφτω, σε Σοφ. κ.λπ.· πταίω πρός τινι, σκοντάφτω σε κάτι, πέφτω πάνω, σε Αισχύλ., Πλάτ.· πρός τι, σε Ξεν.· επίσης, μὴ περὶ Μαρδονίῳ πταίσῃ ἡ Ἑλλάς, για να μην πέσει η Ελλάδα σε αυτόν, δηλ. για να μην ηττηθεί από αυτόν, σε Ηρόδ.
2. μεταφ., κάνω ένα λάθος βήμα, αποτυγχάνω, σε Θουκ., Δημ.· επίσης, ἐλάχιστα, τὰ πλείω πταίουσιν, σε Θουκ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

πταίω: μέλλ. πταίσω Δημ. 23 ἐν τέλ.· - ἀόρ. ἔπταισα Ἡρόδ., κλπ.· - πρκμ. ἔπταικα Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 129, Βάτων ἐν «Αἰτωλ.» 1, (προσ-) Ἰσοκρ. 133Β. - Παθητ., ἰδὲ κατωτ. Ι· Ι. μεταβ., κάμνω τινὰ νὰ προσκόψῃ ἢ πέσῃ, τινὰ πρός τινι Πινδ. Ἀποσπ. 221. - Παθητ., δὲν ἐπιτυγχάνομαι, ἐπὶ πραγμάτων. Αἰλ. π. Ζ. 2. 15· τὰ πταισθέντα, ἀποτυχίαι, πλάναι, σφάλματα. Λουκ. Δημώνακτ. Βίος 7· οὕτως ἃ ἐπταίσθη, αἱ ἀποτυχίαι αὐτοῦ, Πλουτ. Δίων. κ. Βρούτ. Σύγκρ. 3. ΙΙ. ἀμετάβ., προσκόπτω, σφάλλομαι, «σκοντάπτω», πίπτω, ἀπολ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 1624 (κατὰ τὸν Butl. ἀντὶ πήσας), Σοφ. Φιλ. 215, κτλ.· πτ. πρός τινι, προσκόπτω ἐπί τινος, πίπτω ἐπί τινος, πτ., ὥσπερ πρὸς ἕρματι, πρὸς τῇ πόλει Πλάτ. Πολ. 553Β, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 926· πρὸς τὰς πέτρας Ξεν. Ἀνάβ. 4, 3. 3· παροιμ., μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν Πολύβ. 31. 19, 5· ὡσαύτως, πτ. περί τινι, οἷον, μὴ περὶ Μαρδονίῳ πταίσῃ ἡ Ἑλλάς, μὴ ἡττηθῇ ὑπ’ αὐτοῦ, Ἡρόδ. 9. 101 (πρβλ. πταῖσμα ΙΙ). 2) μεταφορ., κάμνω ἐσφαλμένον βῆμα ἢ σφάλμα, ἀποτυγχάνω, Θουκ. 2, 43, Δημ. 23. 29, κτλ.· ὅταν πταίωσί τι, ὅταν ὑποπέσωσιν εἴς τι σφάλμα, ἐπὶ ἰατρῶν, Φιλήμων ἐν «Σικελικῷ» 1. 5· οὕτως, οὐκ ἐλάττω, ἐλάχιστα, τὰ πλείω πτ. Θουκ. 1. 122., 4. 18, 6. 33· ἔν τινι Δημ. 321. 8· λογισμοῖς πτ. Μένανδρ. ἐν «Παρακαταθήκῃ» 4· μὴ μάχῃ, τοῖς ὅλοις, τοῖς πράγμασι, κτλ., Πολύβ. 17. 14, 13., 3. 48, 4, κτλ.· ἀψευδὴς ὢν καὶ μὴ πτ. τῇ διανοίᾳ περὶ τὰ ὄντα Πλάτ. Θεαίτ. 160D. 3) ὡς παθητ. ῥῆμα, πτ. ὑπ’ ἀνάγκης Σοφ. Φιλ. 215· πτ. ὑπό τινος Πολύβ. 5. 93, 2, κτλ.· ἐκ τύχης ὁ αὐτ. 2. 7, 3. 4) πτ. τῆς ἐλπίδος, διαψεύδεται ἡ ἐλπίς μου., Ἡρῳδιαν. 8. 5. 5) ἡ γλῶττα πτ., προσκόπτει, ἐμποδίζεται, Ἀριστ. Προβλ. 3. 31. 2. (Ὁ Κούρτ. δοξάζει ὅτι δύναται νὰ εἶναι = παίω, καθὼς τὰ πτόλις, πτόλεμος, = πόλις, πόλεμος· ― ἀλλὰ παρατηρητέον ὅτι αἱ λέξ. πτόλις, πτόλεμος εἰσὶν ἁπλῶς ποιητικοὶ τύποι).

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to nudge, to crash into, to stumble, to err, to have bad luck (IA.); rarely trans. to knock over (Pi. fr. 205, LXX).
Other forms: Aor. πταῖσαι, fut. πταίσω, also perf. (Youngatt., hell.) ἔπταικα, pass. (late) πταισθῆναι, ἔπταισμαι.
Compounds: Also with prefix, esp. προσ-.
Derivatives: πταῖσμα (πρόσ- πταίω) n. push, fault, misfortune, defeat (IA., Thgn.), πρόσπταισις f. push, stumble, collision (D. H.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Expressive word without clear etymology. A general similarity show παίω, ῥαίω, also -κναίω a.o., which may have influenced the formation of πταίω; on the anlaut cf. πτίσσω, πτήσσω. After Merlingen Μνήμης χάριν 2, 55 through metathesis pt- from tp- as zero grade of OCS tepù beat etc.; pricipally to be considered. Against connection with πέτομαι (Persson Beitr. 2, 825; s. Bq) rightly WP. 2, 21. -- The word may well be Pre-Greek.

Middle Liddell

I. trans. to make to stumble or fall, τινὰ πρός τινι Pind.:—Pass., τὰ πταισθέντα failures, Luc.
II. intr. to stumble, trip, fall, Soph., etc.; πτ. πρός τινι to stumble against, fall over, Aesch., Plat.; πρός τι Xen.; also, μὴ περὶ Μαρδονίωι πταίσηι ἡ Ἑλλάς lest Hellas should get a fall over him, i.e. be defeated by him, Hdt.
2. metaph. to make a false step, to fail, Thuc., Dem.; so, ἐλάχιστα, τὰ πλείω πτ. Thuc. etc.

Frisk Etymology German

πταίω: {ptaíō}
Forms: Aor. πταῖσαι, Fut. πταίσω, auch Perf. (jungatt., hell.) ἔπταικα, Pass. (sp.) πταισθῆναι, ἔπταισμαι,
Grammar: v.
Meaning: anstoßen, anprallen, straucheln, irren, Unglück haben (ion. att.); ganz vereinzelt trans. umstoßen (Pi. Fr. 205, LXX).
Composita: auch mit Präfix, bes. προσ-,
Derivative: Davon πταῖσμα (πρόσ- ~) n. Anstoß, Fehler, Unglück, Niederlage (ion. att. seit Thgn.), πρόσπταισις f. Anstoß, Straucheln, Zusammenstoß (D. H. u.a.).
Etymology: Expressives Wort ohne sichere Etymologie. Eine allgemeine Ähnlichkeit zeigen παίω, ῥαίω, auch -κναίω u.a., die die Bildung von πταίω haben beeinflussen können; zum Anlaut vgl. πτίσσω, πτήσσω. Nach Merlingen Μνήμης χάριν 2, 55 durch Metathese pt- aus tp- als Schwundstufe von aksl. tepù schlagen usw.; prinzipiell erwägenswert. Gegen Anknüpfung an πέτομαι (Persson Beitr. 2, 825; s. Bq) mit Recht WP. 2, 21.
Page 2,610

Chinese

原文音譯:pta⋯w 普台哦
詞類次數:動詞(5)
原文字根:絆跌 相當於: (יָקַשׁ‎)
字義溯源:失足,失腳,犯過失,犯錯,犯罪,失敗,跌倒;源自(πίπτω / συμπίπτω)*=落下)
出現次數:總共(5);羅(1);雅(3);彼後(1)
譯字彙編
1) 你們⋯失腳(1) 彼後1:10;
2) 我們⋯過失(1) 雅3:2;
3) 過失(1) 雅3:2;
4) 跌倒(1) 雅2:10;
5) 他們失腳(1) 羅11:11

Mantoulidis Etymological

(=σκοντάφτω, φταίω). Θέμα πταϝ + j + ω → πτάjω → πταίω.
Παράγωγα: πταῖσμα, πταιστός, ἄπταιστος.

Lexicon Thucydideum

offendere, labi, to strike against, stumble, 1.122.1, 2.43.5, 4.18.4. 5.16.1. 6.12.1, 6.33.5, [boni codd. good manuscripts πταίωσιν]. 8.11.3.