πένομαι: Difference between revisions

From LSJ

τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the titlefree' is worth everything

Source
m (Text replacement - "Armuth" to "Armut")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=penomai
|Transliteration C=penomai
|Beta Code=pe/nomai
|Beta Code=pe/nomai
|Definition=used only in pres. and impf., (cf. [[πενέω]]): <span class="sense"><span class="bld">I</span> intr., [[toil]], [[work]], ἀμφίπολοι... ἐνὶ μεγάροισι πένοντο <span class="bibl">Od.10.348</span>; <b class="b3">περὶ δεῖπνον ἐνὶ μεγάροισι π</b>. were [[busy]] preparing a [[meal]], <span class="bibl">4.624</span>; ἀμφ' αὐτὸν ἑταῖροι ἐσσυμένως ἐπένοντο <span class="bibl">Il.24.124</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> after Hom., (to [[have to work for one's living]], hence) to [[be poor]] or [[be needy]], <span class="bibl">Sol.15</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span> 1220</span>, <span class="bibl">Th.2.40</span>, etc.; πλουσία ἢ πενομένη πόλις <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>577e</span>; <b class="b3">πλουτοῦντες ἢ πενόμενοι</b> <span class="bibl">Id.<span class="title">Plt.</span>293a</span>; π. καὶ κάμνειν <span class="bibl">Id.<span class="title">Grg.</span>477d</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> c. gen., to [[be poor in]], [[have need of]], <b class="b3">τῶν σοφῶν</b> (i. e. <b class="b3">τῆς σοφίας</b>) <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>431</span>; ὡς διαλλαγὰς ἔχοιμεν ἀλλήλοισιν ὧν πένοιτο γῆ <span class="bibl">E.<span class="title">Supp.</span>210</span>; πάντων <span class="bibl">Porph.<span class="title">Marc.</span>27</span>; πενόμενον τὴν ψυχὴν τῶν ἐπιβαλλόντων αὐτῇ καλῶν <span class="bibl">Hierocl. <span class="title">in CA</span> 14p.451M.</span>: c. acc., χρήματα Them. <span class="title">Or.</span>(i. e. Constant.pro Them.) 22b. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> trans., [[work at]], [[get ready]], δόμον κάτα δαῖτα πένοντο <span class="bibl">Od.2.322</span>, cf. <span class="bibl">3.428</span>, etc.; ἔργα <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>773</span>; <b class="b3">ὁππότε κεν δὴ ταῦτα πενώμεθα</b> when we [[are a-doing]] this, <span class="bibl">Od.13.394</span>; <b class="b3">τί σε χρὴ ταῦτα πένεσθαι</b>; <span class="bibl">24.407</span>, cf. <span class="bibl">Il.19.200</span>.—On the precise meaning of [[πένομαι]], [[πενία]], cf. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>551</span> sqq. (Cf. [[πένης]], [[πόνος]], [[πονηρός]].)</span>
|Definition=used only in pres. and impf., (cf. [[πενέω]]):<br><span class="bld">I</span> intr., [[toil]], [[work]], ἀμφίπολοι... ἐνὶ μεγάροισι πένοντο Od.10.348; <b class="b3">περὶ δεῖπνον ἐνὶ μεγάροισι π.</b> were [[busy]] preparing a [[meal]], 4.624; ἀμφ' αὐτὸν ἑταῖροι ἐσσυμένως ἐπένοντο Il.24.124.<br><span class="bld">2</span> after Hom., (to [[have to work for one's living]], hence) to [[be poor]] or [[be needy]], Sol.15, E.''Hec.'' 1220, Th.2.40, etc.; πλουσία ἢ πενομένη πόλις [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 577e; <b class="b3">πλουτοῦντες ἢ πενόμενοι</b> Id.''Plt.''293a; π. καὶ κάμνειν Id.''Grg.''477d.<br><span class="bld">3</span> c. gen., to [[be poor in]], [[have need of]], <b class="b3">τῶν σοφῶν</b> (i.e. <b class="b3">τῆς σοφίας</b>) A.''Eu.''431; ὡς διαλλαγὰς ἔχοιμεν ἀλλήλοισιν ὧν πένοιτο γῆ E.''Supp.''210; πάντων Porph.''Marc.''27; πενόμενον τὴν ψυχὴν τῶν ἐπιβαλλόντων αὐτῇ καλῶν Hierocl. ''in CA'' 14p.451M.: c. acc., χρήματα Them. ''Or.''(i.e. Constant.pro Them.) 22b.<br><span class="bld">II</span> trans., [[work at]], [[get ready]], δόμον κάτα δαῖτα πένοντο Od.2.322, cf. 3.428, etc.; ἔργα Hes.''Op.''773; <b class="b3">ὁππότε κεν δὴ ταῦτα πενώμεθα</b> when we [[are a-doing]] this, Od.13.394; <b class="b3">τί σε χρὴ ταῦτα πένεσθαι</b>; 24.407, cf. Il.19.200.—On the precise meaning of [[πένομαι]], [[πενία]], cf. Ar.''Pl.''551 sqq. (Cf. [[πένης]], [[πόνος]], [[πονηρός]].)
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:08, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πένομαι Medium diacritics: πένομαι Low diacritics: πένομαι Capitals: ΠΕΝΟΜΑΙ
Transliteration A: pénomai Transliteration B: penomai Transliteration C: penomai Beta Code: pe/nomai

English (LSJ)

used only in pres. and impf., (cf. πενέω):
I intr., toil, work, ἀμφίπολοι... ἐνὶ μεγάροισι πένοντο Od.10.348; περὶ δεῖπνον ἐνὶ μεγάροισι π. were busy preparing a meal, 4.624; ἀμφ' αὐτὸν ἑταῖροι ἐσσυμένως ἐπένοντο Il.24.124.
2 after Hom., (to have to work for one's living, hence) to be poor or be needy, Sol.15, E.Hec. 1220, Th.2.40, etc.; πλουσία ἢ πενομένη πόλις Pl.R. 577e; πλουτοῦντες ἢ πενόμενοι Id.Plt.293a; π. καὶ κάμνειν Id.Grg.477d.
3 c. gen., to be poor in, have need of, τῶν σοφῶν (i.e. τῆς σοφίας) A.Eu.431; ὡς διαλλαγὰς ἔχοιμεν ἀλλήλοισιν ὧν πένοιτο γῆ E.Supp.210; πάντων Porph.Marc.27; πενόμενον τὴν ψυχὴν τῶν ἐπιβαλλόντων αὐτῇ καλῶν Hierocl. in CA 14p.451M.: c. acc., χρήματα Them. Or.(i.e. Constant.pro Them.) 22b.
II trans., work at, get ready, δόμον κάτα δαῖτα πένοντο Od.2.322, cf. 3.428, etc.; ἔργα Hes.Op.773; ὁππότε κεν δὴ ταῦτα πενώμεθα when we are a-doing this, Od.13.394; τί σε χρὴ ταῦτα πένεσθαι; 24.407, cf. Il.19.200.—On the precise meaning of πένομαι, πενία, cf. Ar.Pl.551 sqq. (Cf. πένης, πόνος, πονηρός.)

German (Pape)

[Seite 555] nur praes. u. imperf., 1) sich anstrengen, abmühen, arbeiten; ἀμφίπολοι ἐνὶ μεγάροισι πένοντο, Od. 10, 348; περὶ δεῖπνον, um die Mahlzeit beschäftigt sein, 4, 624. Häufiger trans., verrichten, besorgen, fertig machen, δόμον κάτα δαῖτα πένοντο, Od. 2, 322, ἄριστον, Il. 24, 124 u. öfter; ἔργα, Hes. O. 775; ὁππότε κεν δὴ ταῦτα πενώμεθα, wenn wir dies ausführen werden, Od. 13, 394; θοίνην πένεσθαι, Eur. El. 785. – 2) aus Armut od. Durftigkeit arbeiten, Thuc. 2, 40; dah. arm sein, Aesch. Ag. 936; entbehren, τῶν σοφῶν γὰρ οὐ πένῃ, Eum. 409; vgl. Eur. Suppl. 222; Plat. Rep. X, 607 c. Gegensatz von πλουτέω, Polit. 293 a, wie Theogn. 315; πενόμενος καὶ κακῶς πράττων, dem πλούσιος entgegengesetzt, Is. 5, 35; Folgde. – Das activ. πένω ist bei Aesch. Ag. 1179 für πνέων χάριν vermuthet worden, mit Unrecht. Man vgl. übrigens die abgeleiteten πόνος, πονέομαι.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
I. accomplir un travail pénible, d'où
1 intr. travailler péniblement ; πένεσθαι περὶ δεῖπνον OD être occupé pour un repas, le préparer;
2 tr. exécuter, accomplir, préparer en parl. d'un travail matériel : πένεσθαι δαῖτα OD préparer un repas;
II. être pauvre ; avec un gén. : manquer ou avoir besoin de.
Étymologie: R. Σπεν > Πεν, travailler péniblement ; cf. lat. penu.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πένομαι [~ πόνος] alleen praes., imperf. ἐπενόμην, ep. 3 sing. πένετο, 3 plur. πένοντο met acc. gereedmaken, voorbereiden:. δαῖτα de maaltijd Od. 2.322. intrans. hard werken, bezig zijn:. περὶ δεῖπνον met de maaltijd Od. 4.624. arm zijn; gebrek hebben aan, met gen.: τῶν σοφῶν γὰρ οὐ πένῃ aan wijsheid heeft u geen gebrek Aeschl. Eum. 431.

Russian (Dvoretsky)

πένομαι: (только praes. и impf.)
1 трудиться, заниматься, хлопотать (περὶ δεῖπνον Hom.);
2 делать, готовить, приготовлять (δαῖτα Hom.);
3 исполнять, совершать (ἔργα Hes.): ὁππότε κεν δὴ ταῦτα πενώμεθα Hom. когда мы приступим к этому;
4 быть бедным, бедствовать, нуждаться: πλουτοῦντες ἢ πενόμενοι Plat. богатые или бедные;
5 не иметь, быть лишенным (τινος Aesch., Eur.).

English (Autenrieth)

ipf. (ἐ)πένοντο: labor, be at work or busy upon (περί τι), prepare (τὶ), Od. 4.624, Od. 14.251.

Greek Monolingual

ΝΑ
(μόνον στον ενεστ. και στον παρατ.) είμαι πένητας, ενδεής, φτωχός, στερούμαι τα αναγκαία μέσα για άνετη διαβίωση, ζω στερημένα
αρχ.
1. (αμτβ.) μοχθώ, κοπιάζω
2. εργάζομαι για να εξοικονομήσω τους απαραίτητους πόρους ζωής
3. έχω έλλειψη άρα και ανάγκη από κάτι («τῶν σοφῶν [δηλ. τῆς σοφίας] οὐ πένει», Αισχύλ.)
4. (μτβ.) καταγίνομαι με κάτι, παρασκευάζω ή ετοιμάζω κάτι («βροτήσια ἔργα πένεσθαι», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η αρχική σημ. του ρ. πένομαι, όπως φαίνεται από το ομηρικό κείμενο, είναι «εργάζομαι, ασχολούμαι με οικιακές εργασίες». Αυτή η σημ. θα επέτρεπε πιθ. τη σύνδεση του ρ. με τ. όπως: λιθουαν. pinti «πλέκω», αρχ. σλαβ. peti «τεντώνω», αρμεν. hanum / henum «υφαίνω», γερμ. spinnen «γνέθω». Μια τέτοια σύνδεση, όμως, προσκρούει στο γεγονός ότι το ρ. πένομαι δεν χρησιμοποιείται στον Όμηρο αναφορικά με τέτοιες εργασίες. Ωστόσο, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι όλα τα παραπάνω ρ. ανάγονται σε μια γενική σημ. «τεντώνω, απλώνω» και κατ' επέκταση «καταβάλλω προσπάθεια για να τεντώσω κάτι». Επομένως, κατά την άποψη αυτή, η οποία, όμως, παραμένει ανεπιβεβαίωτη, είναι δυνατό να ενταχθεί και το πένομαι στην οικογένεια αυτή, χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένο είδος εργασίας. Αξιοσημείωτη είναι, τέλος, η διαφορά σημ. που παρουσιάζουν τα παρ. του ρ. αυτού: οι τ. που εμφανίζουν την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας (πρβλ. πόνος, πονώ κ.λπ.) έχουν τη σημ. «εργασία, προσπάθεια, μόχθος, κόπος, λύπη, ταραχή», η οποία στη συνέχεια εξελίχθηκε στη σημ. «ένδεια, φτώχεια, στέρηση» (πρβλ. πενία, πένης, πενιχρός). Ανάλογη εξέλιξη παρουσιάζει και το λατ. laboro «πονώ, εργάζομαι, μοχθώ, ταλαιπωρούμαι, υποφέρω»].

Greek Monotonic

πένομαι: αποθ., χρησιμ. στον ενεστ. και παρατ.,
I. 1. αμτβ., δουλεύω για το καθημερινό ψωμί μου, για τον επιούσιο· γενικά, μοχθώ, δουλεύω, κοπιάζω, σε Όμηρ.
2. είμαι φτωχός ή πάμφτωχος, σε Σόλωνα, Ευρ. κ.λπ.
3. με γεν., είμαι φτωχός από, έχω ανάγκη, έχω έλλειψη, χρειάζομαι, σε Αισχύλ., Ευρ.
II. μτβ., δουλεύω, επεξεργάζομαι, προετοιμάζω, ετοιμάζω, δαῖτα πένοντο, σε Ομήρ. Οδ.· τί σε χρὴ ταῦτα πένεσθαι, στο ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

πένομαι: ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.· (ἴδε ἐν τέλ.) Ι. ἀμεταβ., ἐργάζομαι πρὸς ἐξοικονόμησιν τοῦ καθημερινοῦ ἄρτου μου· καθόλου, ἐργάζομαι, μοχθῶ, ἀμφίπολοι …, ἐνὶ μεγάροισι πένοντο Οδ. Κ. 348· περὶ δεῖπνον ἐνὶ μεγάροισι π., μετ’ ἐπιμελείας ἠσχολοῦντο παρασκευάζουσαι τὸ δεῖπνον, Δ. 624· ἀμφ’ αὐτὸν ἑταῖροι ἐσσυμένως ἐπένοντο Ἰλ. Ω. 124· ἐντεῦθεν μεθ’ Ὅμ., 2) εἶμαι πένης, διατελῶ ἐν ἐνδείᾳ, Σόλων 16, Εὐρ. Ἑκ. 1220, Θουκ. 2. 40, κτλ.· πλουσία ἢ πενομένη πόλις Πλάτ. Πολ. 577Ε· πλουτοῦντες ἢ π. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 293Α· π. καὶ κάμνειν ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 477D. 3) εἶμαι πένης κατά τι, ἐνδεής τινος, τῶν σοφῶν (δηλ. τῆς σοφίας) Αἰσχύλ. Εὐμ. 431, πρβλ. Εὐρ. Ἱκέτ. 210· πάντων Πορφύρ. πρὸς Μαρκέλλαν σ. 48· ― μετ’ αἰτ., χρήματα Θεμίστ. 22Β. ΙΙ. μεταβ., ἐργάζομαι εἴς τι, παρασκευάζω τι, ἑτοιμάζω, δόμον κάτα δαῖτα πένοντο Ὀδ. Β. 322, πρβλ. Γ. 428, κτλ.· ἔργα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 771· ὁππότε κεν δὴ ταῦτα πενώμεθα, ὅταν εἰς ταῦτα ἀσχολώμεθα, Ὀδ. Ν. 394· τί σε χρὴ ταῦτα πένεσθαι Ω 407, πρβλ. Ἰλ. Τ. 200· ἴδε ἐν λέξ. διαλλαγή. ― Περὶ τῆς ἀκριβοῦς σημασίας τοῦ πένομαι, πενία, πρβλ. ἐπὶ πᾶσιν Ἀριστοφ. Πλ. 551 κἑξ. (Πρβλ. πένης, πενία, πενιχρόςπενέστης, πόνος, πονηρός, πεῖνα, καὶ ἴσως ἠπανία· Λατ. penuria, ἀλλ’ οἱ τύποι σπάνις, σπανία, κτλ., φαίνονται δηλοῦντες ὅτι ἡ πρώτη ῥίζα ἦτο ΣΠΑΝ, ὥστε τὸ πένομαι δυνατὸν νὰ ἦτο ἐξ ἀρχῆς τὸ αὐτὸ καὶ τὸ Γοτθ. spinnan (νήθειν), Ἀγγλο-Σαξον. spannan, κτλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to exert oneself, to toil, to work, to prepare, to provide (Il.), to exert onself, to (have to) do hard labour, to be poor, to lack smth. (Sol., trag., Pl.).
Other forms: only pres. a. ipf.
Compounds: Often w. ἀμφι-, also w. συν-.
Derivatives: 1. πενία, ion. -ίη f. poverty, lack (ξ 157; Scheller Oxytonierung 23 a. 39); 2. πενιχρ-ός poor, devoid of smth. (γ 348; cf. zu μελιχρός s. μέλι) with -ότης f. (S. E.). -αλέος id. (AP). 3. πένης, -ητος m. (f. πένησσα πτωχή H.) who has to live from the labour of his hands, needy, poor in opposition both to πλούσιος and to πτωχός = begging, destitute (IA.) with πενέσ-τερος, -τατος (X., D.); after ἀσθενέσ-τερος a.o.; not with Schwyzer 535 from *πενετ-τερος); from it πενητ-εύω to be poor (Emp.), -υλίδας m. "son of poverty" (Cerc.), from a hypocor. *Πενητ-ύλος (as Φειδ-ύλος, Πενθ-ύλος a.o.). -- 4. πόνος m. (hard) labour, effort, struggle, sorrow, pain, fruit of the labour (Il.; on the meaning Trümpy Fachausdrücke 148 ff.); also as 2. member, e.g. παυσί-πονος ending pain (E., Ar. in lyr.); but ματαιο-πόνος a.o. to πονέομαι, s. v. From it πον-ηρός toilsome, useless, bad, evil (IA.) with -ηρία, -ηρεύομαι, -ήρευμα; πονόεις id. (Man.). -- 5. Iterative deverbative πονέομαι, also w. ἀμφι-, δια- a.o. (Il., mostly in the older language), πονέω, also w. δια-, ἐκ-, κατα- a.o. (posthom.) to exert oneself, to provide, to suffer, trans. to cause pain. As 2. member a.o. in ματαιο-πονέω to labour in vain (Democr.) with -πονία (Str.), -πόνημα (Iamb.), -πόνος (Plu., Gal.). From it πόν-ημα (δια-) n. labour, work (Pl., E. u.a.), -ησις (δια-, κατα-) f. labour, effort (Plu., D. L.); as backformation e.g. διάπον-ος working hard, weary (Plu.) from δια-πονέω. 6. Beside it πονάω only in ἐπονάθη (Pi.) and ἐπόνασαν (Theoc.); s. Schwyzer 719 w. n. 1.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Not certainly explained. The primary present πένομαι, which was pushed back and replaced by its own iterative πονέομαι, -έω and by its synonyms, e.g. κάμνω, δέω, is in the epos used especially of domestic labour (cf. Porzig Satzinhalte 15). The meaning want, lack, be poor (from where πενία and πενιχρός already since Od.) developed from there like Lat. laborare exert oneself, also be in need, be pressed (unargumented doubt in WP. 2, 661). Unclear is however the earlier history of the meaning. Possible is, that πένομαι orig. indicated a certain kind of domesic labour and from there was generalized. One may compare in that case expressions for stretch, twist, weave in Lith. pìnti twist, OCS pęti stretch, Arm. hanum and henum weave, further OHG etc. spin. As the basic meaning of this verb seems to have been unharness, one may also from there through harness oneself come to exert oneself (cf. Arm. y-enum stem or stut smthing with hands or shoulders?). Thus (after Schleicher, Benfey, Fick; s. Curtius 271f.) Pedersen KZ 39, 414 and Persson Beitr. 1, 411 ff.; further combinations in WP. 2, 660ff., Pok. 988, W.-Hofmann s. pendeō. As however the semantic development can be interpreted in diff. ways, this etymology, though quite possible, cannot be proven. A loan is hard to envisage. -- On the meaning of πένητες and πλούσιοι and synonyms and of πενία and πλοῦτος s. J. Hemelrijk Πενία en Πλοῦτος. Diss. Utrecht 1925. Cf. πεῖνα und σπάνις.

Middle Liddell


Dep., used in pres. and impf.:
I. intr. to work for one's daily bread; generally, to toil, work, labour, Hom.
2. to be poor or needy, Solon, Eur., etc.
3. c. gen. to be poor in, have need of, Aesch., Eur.
II. trans. to work at, prepare, get ready, δαῖτα πένοντο Od.; τί σε χρὴ ταῦτα πένεσθαι; Od.

Frisk Etymology German

πένομαι: {pénomai}
Forms: nur Präs. u. Ipf.,
Grammar: v.
Meaning: sich anstrengen, sich abmühen, bearbeiten, bereiten, besorgen (ep. seit Il.), ‘sich anstrengen, harte Arbeit tun (müssen), unbemittelt sein, Mangel haben’ (Sol., Trag., Pl. u.a.).
Composita: oft m. ἀμφι-, auch m. συν-,
Derivative: Ableitungen: 1. πενία, ion. -ίη f. Armut, Mangel (seit ξ 157; Scheller Oxytonierung 23 u. 39); 2. πενιχρός arm, ermangelnd (poet. seit γ 348; vgl. zu μελιχρός s. μέλι) mit -ότης f. (S. E.). -αλέος ib. (AP). 3. πένης, -ητος m. (f. πένησσα· πτωχή H.) der von seiner Hände Arbeit leben muß, unbemittelt, arm im Gegensatz sowohl zu πλούσιος wie zu πτωχός = bettelnd, bettelarm (ion. att.) mit πενέστερος, -τατος (X., D.); nach ἀσθενέστερος u.a.; nicht mit Schwyzer 535 aus *πενεττερος); davon πενητεύω arm sein (Emp. u.a.), -υλίδας m. "Sohn der Armut" (Kerk.), von einem hypokor. *Πενητύλoς (wie Φειδύλος, Πενθύλος u.a.). — 4. πόνος m. ‘(harte) Arbeit, Anstrengung, Kampf, Leid, Schmerz, Frucht der Arbeit’ (seit Il.; zur Bed. Trümpy Fachausdrücke 148 ff.); auch als Hinterglied, z.B. παυσίπονος Schmerz stillend (E. u. Ar. in lyr.); aber ματαιοπόνος u.a. zu πονέομαι, s. d. Davon πονηρός mühselig, unbrauchbar, schlecht, böse (ion. att.) mit -ηρία, -ηρεύομαι, -ήρευμα; πονόεις ib. (Man.). — 5. Iteratives Deverbativum πονέομαι, auch m. ἀμφι-, δια- u.a. (seit Il., vorw. in der älteren Sprache), πονέω, auch m. δια-, ἐκ-, κατα- u.a. (nachhom.) sich anstrengen, besorgen, leiden, trans. Schmerz verursachen. Als Hinterglied u.a. in ματαιοπονέω vergebliche Arbeit tun (Demokr. u.a.) mit -πονία (Str.), -πόνημα (Iamb.), -πόνος (Plu., Gal.). Davon πόνημα (δια-) n. Arbeit, Werk (Pl., E. u.a.), -ησις (δια-, κατα-) f. Arbeit, Mühe (Plu., D. L. u.a.); als Rückbildung z.B. διάπονος hart arbeitend, ermüdet (Plu.) von διαπονέω. 6. Daneben πονάω nur in ἐπονάθη (Pi.) und ἐπόνασαν (Theok.); s. Schwyzer 719 m. A. 1.
Etymology: Nicht sicher erklärt. Das primäre Präsens πένομαι, das von seinem eigenen Iterativum πονέομαι, -έω und von Synonymen, z.B. κάμνω, δέω, zurückgedrängt und ersetzt wurde, wird im Epos besonders von der häuslichen Arbeit gebraucht (vgl. Porzig Satzinhalte 15). Die Bed. Mangel haben, arm sein (wovon πενία und πενιχρός schon seit Od.) hat sich daraus auf ähnliche Weise entwickelt wie bei lat. laborare sich anstrengen, auch in Not sein, bedrängt sein (unbegründeter Zweifel bei WP. 2, 661). Dunkel ist dagegen die frühere Bed.geschichte. Möglich ist, daß πένομαι ursprünglich eine gewisse Art der häuslichen Arbeit bezeichnete und von da aus verallgemeinert wurde. Zum Vergleich bieten sich dann Ausdrücke für spannen, flechten, weben in lit. pìnti flechten, aksl. pęti spannen, arm. hanum und henum weben, dazu noch nhd. usw. spinnen. Da die Grundbedeutung dieses Verbs ausspannen gewesen zu sein scheint, kann man aber auch davon über sich anspannen zu sich anstrengen gelangen (vgl. noch arm. y-enum ‘sich mit Schultern od. Händen an etwas stemmen od. stützen’?). So (nach Schleicher, Benfey, Fick; s. Curtius 271f.) Pedersen KZ 39, 414 und Persson Beitr. 1, 411 ff.; weitere Kombinationen bei WP. 2, 66off., Pok. 988, W.-Hofmann s. pendeō. Weil sich aber der semantische Verlauf verschieden auffassen läßt, entbehrt diese Etymologie, obgleich sehr wohl möglich, der beweisenden Kraft. An Entlehnung ist jedenfalls schwerlich zu denken. —Zur Bed. von πένητες und πλούσιοι nebst Synonymen und von πενία und πλοῦτος s. J. Hemelrijk Πενία en Πλοῦτος. Diss. Utrecht 1925. Vgl. πεῖνα und σπάνις.
Page 2,504-506

Mantoulidis Etymological

(=μοχθῶ, εἶμαι φτωχός). Θέμα πεν + ομαι. Ἀρχικό θέμα σπαν- (σπάνις = ἔλλειψη) μέ ἀποβολή του σ → παν-, πενκαι πον-.
Παράγωγα: πεῖνα, πειναλέος, πεινῶ, πένης, πενέστης, πενία (=φτώχεια), πενιχρός, πενιχρότης, πόνος (=κόπος) > πονῶ (=κοπιάζω) > πονηρός.