τρίβω: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
(eksahir)
(41)
Line 24: Line 24:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[triturar]], [[machacar]], [[frotarse]]
|esgtx=[[triturar]], [[machacar]], [[frotarse]]
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[σύρω]] επανειλημμένως ένα [[σώμα]] [[πάνω]] σε [[άλλο]] συμπιέζοντάς το στο [[σημείο]] [[επαφής]] τους ή [[ξύνω]] [[κάτι]] μετακινώντας με [[πίεση]] [[άλλο]] [[σώμα]] [[πάνω]] σε αυτό (α. «τρίψε καλά τα μάρμαρα» β. «[[τρίβω]] το [[ξύλο]] με το [[γυαλόχαρτο]]» γ. «[[τρίβω]] τα μαχαιροπήρουνα» δ. «τὸν [[πόδα]] μύροις τρίβειν», Εύβουλ.)<br /><b>2.</b> [[βγάζω]] με την [[τριβή]] (α. «[[τρίβω]] το [[καλαμπόκι]]» β. «ὡς δ' ὅτε τις ζεύξῃ [[βόας]] ἄρσενας... τριβέμεναι κρῑλευκὸν ἐϋκτιμένη ἐν ἀλωῇ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μεταβάλλω]] σε [[σκόνη]], [[λειοτριβώ]], [[κονιοποιώ]] (α. «[[τρίβω]] το [[πιπέρι]]» β. «[[τρίβω]] τον [[καφέ]]»)<br /><b>4.</b> (σχετικά με ενδύματα) [[φθείρω]] από την πολλή [[χρήση]] (α. «τρίφτηκε το [[πουκάμισο]] στον γιακά» β. «τῶν ὑποδημάτων τὰ τετριμμένα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>τρίβομαι</i><br />[[είμαι]] [[εύθρυπτος]] ή φθείρομαι με την [[τριβή]]<br /><b>6.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[τετριμμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i>(<i>ν</i>)<br />ο [[χωρίς]] [[σπουδαιότητα]], [[κοινός]], [[συνηθισμένος]] (α. «τετριμμένα [[λόγια]]» β. «ἡ τετριμμένη καὶ κοινὴ [[διάλεκτος]]», Δίον. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[ζύμη]]) [[μαλάζω]] πολλές φορές<br /><b>2.</b> [[κάνω]] θεραπευτική [[εντριβή]] («τον έτριψα με [[αλοιφή]]»)<br /><b>3.</b> [[θωπεύω]] ερωτικά («τήν είχε στα γόνατά του και τήν έτριβε»)<br /><b>4.</b> [[καθαρίζω]] με την [[τριβή]] («[[τρίβω]] τον νεροχύτη»)<br /><b>5.</b> [[μετρώ]] χρηματικό [[ποσό]]<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> [[αποκτώ]] [[εμπειρία]] με τη συνεχή [[ενασχόληση]] με [[κάτι]] («τρίφτηκε πια στη δουλειά»)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τρίβω]] τα χέρια μου» — [[εκδηλώνω]] υπερβολική [[ευχαρίστηση]]<br />β) «[[τρίβω]] τα μάτια μου» — εκπλήσσομαι βλέποντας [[κάτι]] απροσδόκητο<br />γ) «του το 'τρίψε στη [[μούρη]]» ή «του το 'τρίψε στην [[κασίδα]]» — του το έδωσε [[πίσω]] με τον χείριστο τρόπο<br />δ) «του 'τριψε τη [[μούρη]]» — τον τιμώρησε αυστηρά<br />ε) «θα ιδεί πώς το τρίβουν το [[πιπέρι]]» — θα ιδεί πόσο δύσκολο [[είναι]] το [[έργο]]<br /><b>8.</b> <b>παροιμ.</b> «[[λαγός]] την [[φτέρη]] έτριβε [[κακό]] της κεφαλής του» — δεν [[πρέπει]] να δίνεις [[αφορμή]] να σέ προσέξουν όταν από αυτό κινδυνεύεις να πάθεις [[κακό]] ή να ζημιωθείς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιστρέφω]] («μοχλὸν ἀείρας τρῖψαι ἐν ὀφθαλμῷ», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συμπιέζω]], [[συνθλίβω]] («[[τρίβω]] βότρυν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με δρόμο) [[πατώ]] για να τον [[κάνω]] ομαλό («ἀλλ' ἔστιν ἀτραπὸς ξύντομος τετριμμένη ἡ διὰ θυείας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (σχετικά με [[χώρα]]) [[ερημώνω]] («[[κἄπειτα]] Θρῄκης [[πεδία]] τρίβοιεν [[τάδε]] λεηλατοῦντες», Ευ ρ.)<br /><b>5.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[καταστρέφω]], [[αφανίζω]]<br /><b>6.</b> (σχετικά με χρήματα) [[κατασπαταλώ]]<br /><b>7.</b> [[μεταχειρίζομαι]] [[συνεχώς]]<br /><b>8.</b> <b>παθ.</b> [[ασχολούμαι]] πολύ με [[κάτι]] ή [[είμαι]] δοσμένος [[ολόψυχα]] σε [[κάτι]]<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τρίβω]] βίον» — [[περνώ]] τον καιρό μου<br />β) «[[τρίβω]] πόλεμον» — [[παρατείνω]] τον πόλεμο<br />γ) «χρηστηρίοις ἐν τοῖσδε... τρίβομαι [[μύσος]]» — [[μιαίνω]] τα ιερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>τρῑβω</i> ανάγεται στην [[μορφή]] <i>tr</i>-<i>i</i><i>ә</i>-<i>bh</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ter</i>- «[[τρυπώ]], [[διαπερνώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[τείρω]], [[τέρετρον]], [[τετραίνω]]) με παρεκτάσεις -<i>ī</i>- και χειλικό -<i>β</i>-. Ο [[φωνηεντισμός]] -<i>ī</i>- απαντά και στον τ. <i>tr</i><i>ī</i><i>v</i><i>ī</i>, παρακμ. του ρ. <i>ter</i><i>ō</i> «[[τρίβω]]» (<b>βλ.</b> και [[τρεις]], [[τρία]]). Οι τ. του ρ. [[τρίβω]] με βραχύ -<i>ĭ</i>- [[είναι]] σχηματισμένοι αναλογικά [[προς]] αντίστοιχους τ. με θεματικό -<i>ĭ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>τρῐβῆναι</i>: <i>ρῐφῆναι</i>, <i>τρῐβή</i>: <i>στῐχή</i>, <i>τρῐβος</i>: <i>στῐβος</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[τριβάς]](-<i>άδα</i>), [[τριβεύς]](-<i>έας</i>), [[τριβή]], [[τρίβος]], [[τρίβων]], [[τριπτήρας]], [[τρίπτης]](-<i>φτης</i>), [[τριπτός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τριβαία]], [[τρίβανον]], <i>τρίβάξ</i>, <i>τριβήδι</i>(<i>ο</i>)<i>ν</i>, [[τριψημερώ]], [[τρίψις]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[τριβακός]], <i>τριψ</i>(<i>ε</i>)[[ίδιον]]<br /><b>μσν.</b><br />[[τρίπτρον]], [[τριψεργία]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[τρίψιμο]](<i>ν</i>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τριβίδα]], [[τριβίδι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[αποτρίβω]], [[διατρίβω]], [[εκτρίβω]], [[ενδιατρίβω]], [[εντρίβω]], [[κατατρίβω]], [[παρατρίβω]], [[περιτρίβω]], [[συντρίβω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανατρίβω]], <i>αντιτρίβω</i>, [[αποδιατρίβω]], <i>επανατρίβω</i>, [[επεντρίβω]], [[επιδιατρίβω]], [[επιτρίβω]], [[προανατρίβω]], [[προδιατρίβω]], [[προκατατρίβω]], [[προσανατρίβω]], [[προσαποτρίβω]], [[προσδιατρίβω]], [[προσεπιτρίβω]], [[προστρίβω]], [[προσυντρίβω]], [[προτρίβω]], [[συγκατατρίβω]], [[συνανατρίβω]], [[συνδιατρίβω]], [[συνεκτρίβω]], [[συνεπιτρίβω]], [[υποδιατρίβω]], [[υποτρίβω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατασυντρίβω]], <i>ξανατρίβω</i>, <i>ξετρίβω</i>, [[ψιλοτρίβω]]].
}}
}}

Revision as of 12:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίβω Medium diacritics: τρίβω Low diacritics: τρίβω Capitals: ΤΡΙΒΩ
Transliteration A: tríbō Transliteration B: tribō Transliteration C: trivo Beta Code: tri/bw

English (LSJ)

[ῑ], Hes.Op.251, etc.: Ep. impf.

   A τρίβεσκον A.R.2.480: fut. τρίψω S.Fr.483, (ἀπο-) Od.17.232: aor. ἔτριψα Pherecr.181; inf. τρῖψαι Od.9.333, etc.: pf. τέτρῐφα M.Ant.9.10, (συν-) Eub.62:—Med., fut. τρίψομαι (προσ-) Antipho 4.2.8: aor. ἐτριψάμην Call.Lav.Pall.25, A.D. Synt.210.26:—Pass., fut. τριφθήσομαι App.BC4.65, etc.; τρῐβήσομαι Plu.Dio25, (ἐκ-) S.OT428, (κατα-) X.HG5.4.60; also τετρίψομαι (ἐπι-) Ar.Pax246; fut. Med. in pass. sense, Th.6.18, 7.42: aor. ἐτρίφθην Id.2.77, Hp.Epid.5.6, Antiph. 102; (δια-) D.19.164: more freq. aor. 2 ἐτρίβην [ῐ] Arist.Pr.893b40; (δι-) Th.1.125; (ἐκ-) Hdt.7.120; (ἐπ-) freq. in Ar., Th.557, al.; (κατ-) Pl.Lg.678d; (συν-) Ar.Pax 71, etc.: pf. τέτριμμαι Pl.Phd.116d; Ion. 3pl. τετρίφᾰται Hdt.2.93. [ῐ only in pf. Act. and Pass., and fut. and aor. 2 Pass.]:—rub, τριβέμεναι κρῖ, i. e. thresh, thresh it out, because this was done by trampling under the feet of oxen, Il.20.496; μοχλὸν τρῖψαι ἐν ὀφθαλμῷ work round the stake in his eye, Od.9.333; χρυσὸν -όμενον βασάνῳ rubbed on a touchstone, so as to test its purity, Thgn.450; τ. τὸ σκέλος rub the leg, Pl.Phd.60b; τὰς τῆς ψώρας ἰάσεις τῷ τρίβειν Id.Phlb.46a; τὸν ὀφθαλμόν Arist.Pr.957a38; ἀμφορέως τὸν πύνδακα ib. 938a14; τ. τὴν κεφαλήν, in sign of perplexity, Aeschin.2.49; ταῖς χερσὶ [τὰς τρίχας] τ. X.Eq.5.5; τὸν πόδα μύροις τ. Eub.108 (hex.); of a masseur, Gal.6.151, 187; in blood-letting, Id.15.784:—Med., χρηστηρίοις ἐν τοῖσδε . . τρίβεσθαι μύσος rub one's pollution upon the shrines, pollute them with it, A.Eu.195:—Pass., τετριμμένοι τὰ ἐπ' ἀριστερὰ τῶν κεφαλέων Hdt.2.93; ὕλη τριφθεῖσα ὑπ' ἀνέμων πρὸς αὑτήν, so as to catch fire, Th.2.77; ὀδόντες τριβόμενοι πρὸς ἀλλήλους Arist. PA661b22.    2 bruise, pound, knead, κεδρίδας, [κώνειον], Ar. Th.486, Pl.Phd.117b; ἑλλεβόρου ἅμαξαν Id.Euthd.299b; ποίαν IG 42(1).122.121 (Epid., iv B. C.); καταπλαυτόν, [μάζας], Ar.Pl.717, Pax 8,16; κάρυα καὶ ἀμύγδαλα εἰς θυείαν τ. Chrysipp. Tyan. ap. Ath.14.648a, cf. Sor.1.62, τὸ μέλαν grind, D.18.258:—Pass., θυμιήματα τετριμμένα Hdt.2.86; ἄρτοι σφόδρα τετριμμένοι Arist.Pr.929a17, cf. b8; μηδὲν τετριμμένον, ἀλλὰ τεθλας μένων ὁ χυλός Diocl.Fr.138.    3 crush, βότρυν Arist.Fr.571.    II wear out clothes (cf. τρίβων (A)), τῶν ὑποδημάτων τὰ τριβόμενα Plu.2.680a; τελαμῶνες μὴ λίαν τετριμμένοι Sor.1.83; of a road, wear or tread it smooth, ἀτραπὸς τετριμμένη ἡ διὰ θυείας, with a play on pounding in a mortar, Ar.Ra.123; τὴν τετρ. ὥσπερ ὁδὸν ἐπὶ τὸν μακάριον βίον Phld.Rh.1.260 S.; τρίβει οὐρανόν goes his way through heaven (cf. τρίβος), Arat.231; τ. κύματα, of a ship, AP9.34 (Antiphil.); πόδας τρίβειν Theoc.7.123.    2 of Time, wear away, spend, δυστυχῆ τ. βίον S.El.602; νησιώτην τ. βίον E.Heracl.84; γεωργὸν βίον τ. Ar.Pax 589 (lyr.); ὀδυνηρότερον τρίψεις βίοτον Id.Pl.526 (anap.); τ. πόλεμον prolong a war, Plb.2.63.4: abs., waste time, tarry, A.Ag.1056, D.23.173 vulg. (διατρ. cod. S):—Pass., ἐν τούτοις τρίβεται χρόνος ἐνίοτε μακρός Gal.16.578; ἀμφισβήτησις . . τρειβομένη πολλῶν ἐτῶν prolonged, OGI502.3 (Aezani, ii A. D.).    3 waste or ravage a country, E.Hec.1142.    III of persons, wear out, σκολιῇσι δίκῃσι ἀλλήλους τρίβουσι Hes.Op. 251; τρίβεσθαι κακοῖσι to be worn out by ills, Il.23.735; ἄλλην γενεὰν τρίβειν θανάτοις A.Ag.1573 (anap.); τ. ἀμφοτέρους wear them both out, Th.8.56, cf. 7.48, Plu.Caes.40:—Med., τρίψεσθαι αὐτὴν περὶ αὑτήν wear itself out by internal struggles, Th.6.18, cf. 7.42:—Pass., τριβόμενος λεώς oppressed, Hdt. 2.124; πολέμιοι τριφθησόμενοι ἐν σφίσιν App. l. c.; τρίβεσθαι μάτην τερὶ (ἐπὶ codd.) τὴν δίωξιν Plu.Pomp.41.    2 of money and property, waste, squander it, οὔτε τι τῶν οἰκηΐων τρίβουσι οὔτε δαπανῶνται Hdt.2.37.    3 use constantly, κατώμοσα . . μὴ πολὺν χρόνον θεοὺς ἔτι σκῆπτρα τἀμὰ τρίψειν Ar.Av.636 (lyr.); κοινὰ ὀνόματα καὶ τετριμμένα D.H.Comp. 25; ἡ τετρ. καὶ κοινὴ διάλεκτος Id.Th.23; τετρ. σχηματισμός in common use, A.D.Pron.115.16, cf. S.E.M.1.229.    4 Pass., to be much busied or engrossed with a thing, πολέμῳ Hdt.3.134; ἀμφ' ἀρετῇ τ. practise oneself in, use oneself to it, Thgn.465; τρίβεσθαι περὶ τοὺς δυνατούς Philostr.VA4.41: esp. in pf. part. Pass. τετριμμένος, practised, expert, ἔμπειροι καὶ τ. Phld.Rh.2.281 S.; οἱ ἐν ποήμασι τ. Id.Po.5.21; τ. ἀκοή a trained, expert ear, ib.24; πολεμικὸς καὶ τετρ. δι' ὅπλων Plu.Eum.11; ἀνὴρ φιλοπόνως ἐπὶ τῶν ἔργων τετρ. Gal.15.585, cf. 623.

German (Pape)

[Seite 1140] fut. τρίψω, aor. pass. ἐτρίφθην, Thuc. 2, 77, gew. ἐτρίβην [in diesem temp. mit kurzem ι], fut. pass. τρίψομαι, 6, 18. 7, 42; – reiben; τριβέμεναι κρῖ λευκὸν ἐν ἀλωῇ, Il. 20, 496, dreschen, eigtl. ausreiben, das Korn wurde mit Walzen ausgedroschen; μοχλὸν τρῖψαι ἐν ὀφθαλμῷ, herumdrehen, Od. 9, 333; χρυσὸν βασάνῳ, Gold am Probirstein reiben, um seine Reinheit auszumitteln, Theogn. 450; sp. D., φάρμακον Strat. 11 (XII, 13); Plat. Phaed. 117 b u. öfter, ἔτριψε τῇ χειρὶ τὸ σκέλος Phaed. 60 b. – Bes. abreiben, abnutzen, abtragen, τετριμμένοι τὰ ἐπ' ἀριστερὰ τῶν κεφαλέων, Her. 2, 93; bes. von Kleidern und von Wegen, δίκτυον τριβέν En. ad. 129 (VI, 24), ἀτραπὸς τετριμμένη Ar. Ran. 123. – Dah. von Personen aufreiben, entkräften, schwächen, μηδὲ τρίβεσθε κακοῖσιν, nutzt cure Kräfte nicht ab, Il. 23, 735; ἀλλήλους τρίβουσι σκολιῇσι δίκῃσι Hes. O. 251, sie reiben einander od. ihr Vermögen durch Rechtshändel auf; τριβόμενος λαός, Her. 2, 124, ein gemißhandeltes Volk; auch Geld und Gut aufzehren, mit δαπανᾶσθαι vrbdn, 2, 37; ἄλλην γενεὰν τρίβειν θανάτοις αὐθένταισιν, Aesch. Ag. 1554; Thuc. a. a. O. und öfter; τῶν στρατιωτῶν τετριμμένων ὑπὸ τῆς κακοπαθείας, Pol. 10, 13, 11; τριβέντες ὑπὸ τύφου, Luc. Paras. 52. – Pass. sich verweilen, Aesch. Eum. 186; sich mit einer Sache viel beschäftigen, sich darin üben, πολέμῳ, Her. 3, 124; ἀμφ' ἀρετῇ, Theogn. 465. – Später auch so im act., τί, Etwas treiben, üben, βίον, eine Lebensart führen, z. B. δυστυχῆ, ein unglückliches Leben führen, Soph. El. 592; νησιώτην, Eur. Heracl. 86; γεωργικόν, Ar. Pax 576; λυπηρόν, D. Hal. 1, 56; aber πόλεμον τρίβειν, einen Krieg in die Länge ziehen, Pol. 2, 63, 4; Iulian. Caes. 19, 10.

Greek (Liddell-Scott)

τρίβω: [ῑ], μέλλ. τρίψω· ἀόρ. ἔτριψα, ἀπαρ. τρῖψαι Ὀδ. Ι. 333, κτλ.· πρκμ. τέτρῐφα (συν-) Εὔβουλ. ἐν «Λάκωσι» 4. - Μέσ., μέλλ. τρίψομαι (προσ-) Ἀντιφῶν 127. 2· ἀόρ. ἐτριψάμην Καλλ. Λουτρ. Παλλάδ. 25. - Παθητ., μέλλ. τριφθήσομαι Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 65, κλπ.· τρῐβήσομαι Πλουτ. Δίων 25, (ἐκ-) Σοφ. Ο. Τ. 428, (κατα-) Ξεν.· ὡσαύτως τετρίψομαι (ἐπι-) Ἀριστοφ. Εἰρ. 346· καὶ μέσ. μέλλ. ἐπὶ παθητ. σημασ., Θουκ. 6. 18., 7. 42· - ἀόριστ. ἐτρίφθην ὁ αὐτ. 2. 77· τριφθῆναι Κωμικ. Ἀποσπ. (Ἀντιφ.) 3, 54, (δια) Δημ. 393. 1· συχνότερον ἀόρ. β΄ ἐτρίβην [ῐ], Ἀριστ. Προβλ. 10. 27· (δι-) Ἡρόδ. 7. 120, Θουκ.· (ἐπ-) συχν. παρ’ Ἀριστοφ.· (κατ-) Πλάτ.· (συν-) Ἀριστοφάν., κλπ.· - πρκμ. τέτριμμαι Πλάτ. Φαίδων 116D· Ἰωνικ. γ΄ πληθ. τετρίφᾰται Ἡρόδ. 2. 98. Πρβλ. ἀνα-, ἀπο-, προσ-τρίβω. [ῐ μόνον ἐν τῷ πρκμ. καὶ ἐν τῷ ἀορ. β΄, ὡς καὶ ἐν συνθέτοις, ἅτινα κατὰ τὸ πλεῖστον παράγονται ἐκ τοῦ ἀορίστ. β΄]. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε τείρω). Τρίβω, δηλ. ἁλωνίζω σῖτον, διότι τὸ ἁλώνισμα ἐτελεῖτο διὰ τῆς τριβῆς τῆς γινομένης διὰ τοῦ πατήματος τῶν βοῶν ἢ διὰ κυλίνδρῳν ἐπικυλιομένων, ὡς δ’ ὅτε τις ζεύξῃ βόας ἄρσενας... τριβέμεναι κρῖ λευκὸν ἐϋκτιμένῃ ἐν ἀλωῇ, ῥίμφα τε λέπτ’ ἐγένοντο βοῶν ὑπὸ πόσσ’ ἐριμύκων, ὣς Ἰλ. Υ. 496· μοχλὸν ἀείρας τρῖψαι ἐν ὀφθαλμῷ, νὰ περιστρέψῃ αὐτὸν ἐντὸς τοῦ ὀφθαλμοῦ, Ὀδ. Ι. 333· ἄπεφθον χρυσὸν ἐρυθρὸν ἰδεῖν τριβόμενον βασάνῳ δηλ. Λυδίᾳ λίθῳ (πρβλ. παρατρίβω), Θέογν. 450· τρ. μᾶζαν Ἀριστοφ. Εἰρ. 8, κλπ.· τρ. τὸ σκέλος Πλάτ. Φαίδων 60Β· τὰς τῆς ψώρας ἰάσεις τῷ τρίβειν ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 46Α· τρ. τὴν κεφαλήν, εἰς ἔνδειξιν στενοχωρίας, Αἰσχίν. 34. 26· ταῖς χερσὶ [τὰς τρίχας] τρ. Ξενοφ. Ἱππ. 5. 5· τὸν πόδα μύροις τρ. Εὔβουλος ἔνθ’ ἀνωτ. - Μέσ., χρηστηρίοις ἐν τοῖσδε... τρίβομαι μύσος, προστρίβω ἐπὶ τῶν ἱερῶν τὸ μόλυσμά μου, μιαίνω αὐτὰ (πρβλ. προστρίβω), Αἰσχύλ. Εὐμ. 195. - Παθητ., τετριμμένοι τὰ ἐπ’ ἀριστερὰ τῶν κεφαλέων Ἡρόδ. 2. 93· ὕλη τριφθεῖσα ὑπ’ ἀνέμων πρὸς αὐτήν, ὥστε νὰ ἀναφθῇ, Θουκ. 2. 77· ὀδόντες τριβόμενοι πρὸς ἀλλήλους Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 1, 5. 2) τρίβω, μεταβάλλω εἰς κόνιν, κοπανίζω, ζυμώνω, ἀνακατώνω, φάρμακον, κώνειον Ἀριστοφ. Θεσμ. 486, Πλάτ. Φαίδων 117Β· καταπλαστόν, μᾶζαν Ἀριστοφ. Πλ. 717, Εἰρ. 816· κάρυα καὶ ἀμύγδαλα εἰς θυείαν τρ. Ἀθήν. 648Α· τὸ μέλαν Δημ. 313. 11. - Παθ., τετριμμένα θυμιήματα Ἡρόδ. 2. 86 ἄρτοι σφόδρα τετριμμένοι Ἀριστ. Προβλ. 15. 17, πρβλ. 21. 22. 3) συμπιέζω, συνθλίβω, συντρίβω, βότρυν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 530· τὴν ῥῖνα, τὸν ὀφθαλμὸν ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 31. 1· ἀμφορέως τὸν πύνδακα αὐτόθι 25. 2. ΙΙ. διὰ τῆς τριβῆς φθείρω, καταστρέφω ἐνδύματα (ἴδε τρίβων), τῶν ὑποδημάτων τὰ τετριμμένα Πλούτ. 2. 680Α· ἐπὶ ὁδοῦ, πατῶν φθείρω ἢ ποιῶ αὐτὴν ὁμαλήν, ἀλλ’ ἔστιν ἀτραπὸς ξύντομος τετριμμένη ἡ διὰ θυείας, μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ σημασίας τοῦ κοπανίζω ἐν ἰγδίῳ, «τετριμμένην δὲ ἅμα μὲν ὡς ἐπὶ ὁδοῦ καθημαξευμένης, ἅμα δὲ καὶ διὰ τὸ τρίβεσθαι τὸ κώνειον» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Βάτρ. 123· τρίβει οὐρανόν, ἡ τρίβος αὐτοῦ διέρχεται τὸν οὐρανὸν (π. βλ. τρίβος), Ἄρατ. 231· τρ. κύματα, ἐπὶ πλοίου, Ἀνθολ. ΙΙ. 9. 34. 2) ἐπὶ χρόνου, κατατρίβω, διάγω, Λατ. terere vitam δυστυχῆ τρ. βίον Σοφ. Ἠλ. 602· νησιώτην τρ. βίον Εὐρ. Ἡρακλ. 86· βίον τρ. γεωργικὸν Ἀριστοφ. Εἰρ. 590· ὀδυνηρὸν τρ. βίοτον ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 526· τρ. πόλεμον, ἐπιμηκύνω τὸν πόλεμον, Πολύβ. 2. 63, 4· - ἀπολ., χάνω καιρόν, βραδύνω, ἀναβάλλω, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1056, Δημ. 678. 10. 3) ἐρημώνω χώραν, Εὐρ. Ἑκ. 1142. ΙΙΙ. μεταφορ., 1) ἐπὶ προσώπων, φθείρω, καταστρέφω, ἀφανίζω, σκολιῇσι δίκῃσι ἀλλήλους τρίβουσι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 249· μηδὲ τρίβεσθε κακοῖσι, μηδὲ καταπονεῖτε ἑαυτοὺς κακοῖς, Ἰλ. Ψ. 735· ἄλλην γενεὰν τρίβειν θανάτοις Αἰσχύλ. Ἀγ. 1573· τρ. ἀμφοτέρους, φθείρειν, καταστρέφειν, Θουκ. 8. 56, πρβλ. 7. 48· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, τρίψεσθαι αὐτὴν περὶ αὐτήν, δι’ ἐσωτερικῶν συγκρούσεων, ὁ αὐτ. 6. 18, πρβλ. 7. 42. - Παθητ., τριβόμενος ληός, καταπιεζόμενος λαός, Ἡρόδ. 2. 124. 2) ἐπὶ χρημάτων καὶ περιουσίας, κατασπαταλῶ, διασκορπίζω, ἀσωτεύω, οὔτε τι τῶν οἰκηίων τρίβουσι οὔτε δαπανέονται αὐτόθι 37. 3) συνεχῶς μεταχειρίζομαι, κατώμοσα... μὴ πολὺν χρόνον θεοὺς ἔτι σκῆπτρα τἀμὰ τρίψειν Ἀριστοφ. Ὄρν. 636 ὀνόματα κοινὰ καὶ τετριμμένα Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25· ἡ τετρ. καὶ κοινὴ διάλεκτος ὁ αὐτ. π. Θουκ. 23. 4) Παθ., πολὺ ἀσχολοῦμαι περί τι ἢ εἶμαι δεδομένος ὁλοψύχως εἴς τι, πολέμῳ Ἡρόδ. 3. 134· ἀμφ’ ἀρετῇ τρ., ἀσκῶ ἀρετήν, γυμνάζομαι εἰς αὐτήν, Θέογν. 465· πολεμικὸς καὶ τετρ. δι’ ὅπλων Πλουτ. Εὐμ. 11· ἐπί τι ὁ αὐτ. ἐν Πομπ. 41· περί τι Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 24. 12.

French (Bailly abrégé)

f. τρίψω, ao. ἔτριψα, pf. inus.
Pass. f. τριφθήσομαι, f.2 τριβήσομαι, ao. ἐτρίφθην, ao.2 ἐτρίβην, pf. τέτριμμαι;
I. 1 frotter, acc.;
2 triturer, broyer ; μέλαν DÉM broyer du noir (pour écrire) ; ὕλη τριφθεῖσα THC forêt enflammée par le frottement produit par le vent ; particul. triturer (le blé) avec un cylindre (pour l’égrener) ; μοχλὸν τρίβειν ἐν ὀφθαλμῷ OD frotter, càd tourner le pieu dans l’œil (du Cyclope);
II. user par le frottement :
1 au propre ; Pass. être usé : ἀτραπὸς τετριμμένη AR chemin battu, fréquenté;
2 fig. en parl. de pers. user, miner, affaiblir, exténuer : τρ. ἀμφοτέρους THC épuiser les deux partis ; τρίβεσθαι κακοῖσι IL être consumé ou épuisé par des souffrances ; τριβόμενος λεώς HDT peuple maltraité;
3 en parl. de choses (argent, bien) consumer, dévorer, dissiper;
4 user par l’exercice ; pratiquer ; Pass. s’exercer, être exercé : πολέμῳ HDT à la guerre;
5 user peu à peu, exercer : βίον SOPH sa vie, traîner péniblement sa vie;
6 user par des délais, traîner en longueur, différer : θυραίαν (τριβὴν) τρ. ESCHL s’arrêter, séjourner devant la porte ; τρ. τὸν πόλεμον χρόνῳ PLUT traîner la guerre en longueur ; τὸν χρόνον PLUT traîner le temps en longueur ; abs. différer, traîner le temps en longueur ; Pass. être retardé, s’arrêter;
Moy. τρίβομαι séjourner : χρηστηρίοις ἐν τοῖσδε τρίβεσθαι μύσος ESCHL (il ne convient pas) que des êtres impurs séjournent dans ce temple prophétique.
Étymologie: R. Τερ, Τρι, frotter ; cf. τείρω, lat. tero, trivi, tritum.

English (Autenrieth)

(cf. τείρω), inf. τρῖβέμεναι, aor. ἔτρῖψα, inf. τρῖψαι: rub, hence thresh corn (by treading out with oxen, see cut), Il. 20.496 ; μοχλὸν ἐν ὀφθαλμῷ, ‘plunge’ we should say (cf. ‘rubbed in’), Od. 9.333; pass. and fig., wear oneself out, Il. 23.735.

Spanish

triturar, machacar, frotarse

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. σύρω επανειλημμένως ένα σώμα πάνω σε άλλο συμπιέζοντάς το στο σημείο επαφής τους ή ξύνω κάτι μετακινώντας με πίεση άλλο σώμα πάνω σε αυτό (α. «τρίψε καλά τα μάρμαρα» β. «τρίβω το ξύλο με το γυαλόχαρτο» γ. «τρίβω τα μαχαιροπήρουνα» δ. «τὸν πόδα μύροις τρίβειν», Εύβουλ.)
2. βγάζω με την τριβή (α. «τρίβω το καλαμπόκι» β. «ὡς δ' ὅτε τις ζεύξῃ βόας ἄρσενας... τριβέμεναι κρῑλευκὸν ἐϋκτιμένη ἐν ἀλωῇ», Ομ. Ιλ.)
3. μεταβάλλω σε σκόνη, λειοτριβώ, κονιοποιώ (α. «τρίβω το πιπέρι» β. «τρίβω τον καφέ»)
4. (σχετικά με ενδύματα) φθείρω από την πολλή χρήση (α. «τρίφτηκε το πουκάμισο στον γιακά» β. «τῶν ὑποδημάτων τὰ τετριμμένα», Πλούτ.)
5. παθ. τρίβομαι
είμαι εύθρυπτος ή φθείρομαι με την τριβή
6. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τετριμμένος, -η, -ο(ν)
ο χωρίς σπουδαιότητα, κοινός, συνηθισμένος (α. «τετριμμένα λόγια» β. «ἡ τετριμμένη καὶ κοινὴ διάλεκτος», Δίον. Αλ.)
νεοελλ.
1. (σχετικά με ζύμη) μαλάζω πολλές φορές
2. κάνω θεραπευτική εντριβή («τον έτριψα με αλοιφή»)
3. θωπεύω ερωτικά («τήν είχε στα γόνατά του και τήν έτριβε»)
4. καθαρίζω με την τριβήτρίβω τον νεροχύτη»)
5. μετρώ χρηματικό ποσό
6. παθ. αποκτώ εμπειρία με τη συνεχή ενασχόληση με κάτι («τρίφτηκε πια στη δουλειά»)
7. φρ. α) «τρίβω τα χέρια μου» — εκδηλώνω υπερβολική ευχαρίστηση
β) «τρίβω τα μάτια μου» — εκπλήσσομαι βλέποντας κάτι απροσδόκητο
γ) «του το 'τρίψε στη μούρη» ή «του το 'τρίψε στην κασίδα» — του το έδωσε πίσω με τον χείριστο τρόπο
δ) «του 'τριψε τη μούρη» — τον τιμώρησε αυστηρά
ε) «θα ιδεί πώς το τρίβουν το πιπέρι» — θα ιδεί πόσο δύσκολο είναι το έργο
8. παροιμ. «λαγός την φτέρη έτριβε κακό της κεφαλής του» — δεν πρέπει να δίνεις αφορμή να σέ προσέξουν όταν από αυτό κινδυνεύεις να πάθεις κακό ή να ζημιωθείς
αρχ.
1. περιστρέφω («μοχλὸν ἀείρας τρῖψαι ἐν ὀφθαλμῷ», Ομ. Οδ.)
2. συμπιέζω, συνθλίβωτρίβω βότρυν», Αριστοτ.)
3. (σχετικά με δρόμο) πατώ για να τον κάνω ομαλό («ἀλλ' ἔστιν ἀτραπὸς ξύντομος τετριμμένη ἡ διὰ θυείας», Αριστοφ.)
4. (σχετικά με χώρα) ερημώνωκἄπειτα Θρῄκης πεδία τρίβοιεν τάδε λεηλατοῦντες», Ευ ρ.)
5. (σχετικά με πρόσ.) καταστρέφω, αφανίζω
6. (σχετικά με χρήματα) κατασπαταλώ
7. μεταχειρίζομαι συνεχώς
8. παθ. ασχολούμαι πολύ με κάτι ή είμαι δοσμένος ολόψυχα σε κάτι
9. φρ. α) «τρίβω βίον» — περνώ τον καιρό μου
β) «τρίβω πόλεμον» — παρατείνω τον πόλεμο
γ) «χρηστηρίοις ἐν τοῖσδε... τρίβομαι μύσος» — μιαίνω τα ιερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τρῑβω ανάγεται στην μορφή tr-iә-bh- της ΙΕ ρίζας ter- «τρυπώ, διαπερνώ» (πρβλ. τείρω, τέρετρον, τετραίνω) με παρεκτάσεις -ī- και χειλικό -β-. Ο φωνηεντισμός -ī- απαντά και στον τ. trīvī, παρακμ. του ρ. terō «τρίβω» (βλ. και τρεις, τρία). Οι τ. του ρ. τρίβω με βραχύ -ĭ- είναι σχηματισμένοι αναλογικά προς αντίστοιχους τ. με θεματικό -ĭ- (πρβλ. τρῐβῆναι: ρῐφῆναι, τρῐβή: στῐχή, τρῐβος: στῐβος).
ΠΑΡ. τριβάς(-άδα), τριβεύς(-έας), τριβή, τρίβος, τρίβων, τριπτήρας, τρίπτης(-φτης), τριπτός
αρχ.
τριβαία, τρίβανον, τρίβάξ, τριβήδι(ο)ν, τριψημερώ, τρίψις
αρχ.-μσν.
τριβακός, τριψ(ε)ίδιον
μσν.
τρίπτρον, τριψεργία
μσν.- νεοελλ.
τρίψιμο(ν)
νεοελλ.
τριβίδα, τριβίδι.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αποτρίβω, διατρίβω, εκτρίβω, ενδιατρίβω, εντρίβω, κατατρίβω, παρατρίβω, περιτρίβω, συντρίβω
αρχ.
ανατρίβω, αντιτρίβω, αποδιατρίβω, επανατρίβω, επεντρίβω, επιδιατρίβω, επιτρίβω, προανατρίβω, προδιατρίβω, προκατατρίβω, προσανατρίβω, προσαποτρίβω, προσδιατρίβω, προσεπιτρίβω, προστρίβω, προσυντρίβω, προτρίβω, συγκατατρίβω, συνανατρίβω, συνδιατρίβω, συνεκτρίβω, συνεπιτρίβω, υποδιατρίβω, υποτρίβω
νεοελλ.
κατασυντρίβω, ξανατρίβω, ξετρίβω, ψιλοτρίβω].