κλῆρος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source
(T21)
(20)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=κλήρου, ὁ, from [[Homer]] [[down]]; the Sept. [[mostly]] for גּורָל and נַחֲלָה; a [[lot]]; i. e.:<br /><b class="num">1.</b> an [[object]] used in casting or [[drawing]] lots, [[which]] [[was]] [[either]] a [[pebble]], or a [[potsherd]], or a [[bit]] of [[wood]] ([[hence]], [[κλῆρος]] is to be [[derived]] from [[κλάω]] (cf. Ellicott on βάλλοντες κλῆρον, [[Homer]], Iliad 3,316, 325; 7,175, etc.; Livy 23,3 ([[but]] cf. B. D. American edition, [[under]] the [[word]] <TOPIC:Lots, Casting of> Lot)); [[hence]], ὁ [[κλῆρος]] πίπτει [[ἐπί]] τινα, [[what]] is obtained by [[lot]], [[allotted]] [[portion]]: λαγχάνειν and λαμβάνειν [[τόν]] κλῆρον τῆς διακονίας, a prrtion in the [[ministry]] [[common]] to the apostles, R G; ἐστι μοι [[κλῆρος]] ἐν τίνι, dative of the [[thing]], [[κληρονομία]] ([[which]] [[see]]) it is used of the [[part]] [[which]] [[one]] [[will]] [[have]] in [[eternal]] [[salvation]], λαμβάνειν ... [[τόν]] κλῆρον ἐν τοῖς ἡγιασμένοις, [[among]] the sanctified, [[κλῆρος]] [[τῶν]] ἁγίων, i. e. the [[eternal]] [[salvation]] [[which]] God has assigned to the saints, Lightfoot). of persons, οἱ κλῆροι, those whose [[care]] and [[oversight]] has been assigned to [[one]] ([[allotted]] [[charge]]), used of Christian churches, the [[administration]] of [[which]] falls to the [[lot]] of the presbyters: [[Sophocles]] Lexicon, [[under]] the [[word]]; cf. Lightfoot on Philippians , p. 246f).
|txtha=κλήρου, ὁ, from [[Homer]] [[down]]; the Sept. [[mostly]] for גּורָל and נַחֲלָה; a [[lot]]; i. e.:<br /><b class="num">1.</b> an [[object]] used in casting or [[drawing]] lots, [[which]] [[was]] [[either]] a [[pebble]], or a [[potsherd]], or a [[bit]] of [[wood]] ([[hence]], [[κλῆρος]] is to be [[derived]] from [[κλάω]] (cf. Ellicott on βάλλοντες κλῆρον, [[Homer]], Iliad 3,316, 325; 7,175, etc.; Livy 23,3 ([[but]] cf. B. D. American edition, [[under]] the [[word]] <TOPIC:Lots, Casting of> Lot)); [[hence]], ὁ [[κλῆρος]] πίπτει [[ἐπί]] τινα, [[what]] is obtained by [[lot]], [[allotted]] [[portion]]: λαγχάνειν and λαμβάνειν [[τόν]] κλῆρον τῆς διακονίας, a prrtion in the [[ministry]] [[common]] to the apostles, R G; ἐστι μοι [[κλῆρος]] ἐν τίνι, dative of the [[thing]], [[κληρονομία]] ([[which]] [[see]]) it is used of the [[part]] [[which]] [[one]] [[will]] [[have]] in [[eternal]] [[salvation]], λαμβάνειν ... [[τόν]] κλῆρον ἐν τοῖς ἡγιασμένοις, [[among]] the sanctified, [[κλῆρος]] [[τῶν]] ἁγίων, i. e. the [[eternal]] [[salvation]] [[which]] God has assigned to the saints, Lightfoot). of persons, οἱ κλῆροι, those whose [[care]] and [[oversight]] has been assigned to [[one]] ([[allotted]] [[charge]]), used of Christian churches, the [[administration]] of [[which]] falls to the [[lot]] of the presbyters: [[Sophocles]] Lexicon, [[under]] the [[word]]; cf. Lightfoot on Philippians , p. 246f).
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (AM [[κλῆρος]], Α δωρ. τ. [[κλᾶρος]])<br /><b>1.</b> ο [[λαχνός]], η [[κλήρωση]] («[[ἤτοι]] κλήρῳ γε λαχόντα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> το [[μερίδιο]] γης που απονέμεται σε κάποιον με λαχνό («κλήρους δὲ ποιήσαντες τῆς γῆς πλὴν τῆς Μυθημναίων τρισχιλίους», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> το [[μερίδιο]] από [[κληρονομιά]], η νόμιμη [[μοίρα]], η [[κληρονομιά]]<br /><b>4.</b> το [[σύνολο]] των ιερωμένων που αποτελούν τους ανώτερους και κατώτερους εκπροσώπους της εκκλησίας, οι κληρικοί, το [[ιερατείο]]<br /><b>5.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] εντόμων που [[κατά]] τη σημερινή [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] κληρίδες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[λαχνός]] που βγαίνει από την [[κληρωτίδα]]<br /><b>2.</b> η [[κλήση]] της κλάσης στην οποία ανήκει στρατιωτικά [[κάποιος]]<br /><b>3.</b> [[προορισμός]], [[σκοπός]] του βίου, [[αποστολή]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «μού '[[λάχε]] ο [[κλήρος]]» — μού έτυχε, μού συνέβη<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[τύχη]], [[μοίρα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[περιουσία]], κτήματα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> το «[[ρίξιμο]]», το «[[τράβηγμα]]» του λαχνού, η [[κλήρωση]] («οὐκ ἐάσαντες κλῆρον [[γενέσθαι]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> εκκλησιαστικό [[αξίωμα]], [[λειτούργημα]] («γυμνούσθω τοῡ κλήρου», Αθαν. Σχολαστ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μερίδιο]] γης, [[κτήμα]], [[αγρόκτημα]] («[[οἶκος]] καὶ [[κλῆρος]] [[ἀκήρατος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> οι κληρονόμοι<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> βαθμοί του ζωδιακού κύκλου οι οποίοι συνδέονται με πλανήτες και ασκούν [[επίδραση]] [[κατά]] τη [[γέννηση]] κάποιου<br /><b>4.</b> [[περιοχή]], [[σφαίρα]] («ἕνα θεὸν πολλῶν ἅμα προεστάναι κλήρων», Δαμάσκ.)<br /><b>5.</b> (στους Λευίτες) η [[τάξη]] τών κληρικών, σε [[αντιδιαστολή]] με τους λαϊκούς<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ κλήροι</i><br />οι τίτλοι ιδιοκτησίας<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> <b>εκκλ.</b> «[[δίδωμι]] κλήρους» — [[χειροτονώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με κελτική λ. που σήμαινε «[[σανίδα]], [[κομμάτι]] ξύλου» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ιρλδ. <i>cl</i><i>ā</i><i>r</i>, γαλατ. <i>claur</i>) έχει την [[ίδια]] [[ρίζα]] με τους τ. [[κλήμα]], λατ. <i>cl</i><i>ā</i><i>des</i> (<b>βλ.</b> <i>κλω</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κληρικός]], [[κληρώνω]], [[κληρώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κληρίον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κληροδότης]], [[κληρονόμος]], [[κληρούχος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κληροπαλής]], [[κληρουργία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κλήραρχος]], [[κληροποιώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κληροδόχος]], [[κληροκρατία]], [[κληρομαντεία]]. (Β' συνθετικό) [[άκληρος]], [[απόκληρος]], [[επίκληρος]], [[ναύκληρος]], [[ολόκληρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[βαθύκληρος]], [[δίκληρος]], [[έγκληρος]], <i>έκκληρος</i>, [[εύκληρος]], [[ισόκληρος]], [[ολιγόκληρος]], [[ομόκληρος]], [[πάγκληρος]], [[πολύκληρος]], <i>πρόκληρος</i>, [[σύγκληρος]], [[τετράκληρος]]].———————— <b>(II)</b><br />[[κλῆρος]], τὸ (Μ)<br /><b>1.</b> [[κλήρωση]]<br /><b>2.</b> οι κληρικοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[κλῆρος]], (<i>ὁ</i>) με [[αλλαγή]] γένους].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῆρος Medium diacritics: κλῆρος Low diacritics: κλήρος Capitals: ΚΛΗΡΟΣ
Transliteration A: klē̂ros Transliteration B: klēros Transliteration C: kliros Beta Code: klh=ros

English (LSJ)

(A), Dor. κλᾶρος Pi. (v. infr.), Leg.Gort.5.27, etc., ου, ὁ:—

   A lot, κλῆρον ἐσημήναντο ἕκαστος, ἐν δ' ἔβαλον κυνέῃ Il.7.175; κλήρους ἐν κυνέῃ χαλκήρεϊ πάλλον 3.316, cf. Od.10.206; ἐκ κλῆρος ὄρουσεν Il.3.325; ἐκ δ' ἔθορε κλῆρος κυνέης 7.182; ἐν δὲ κλήρους ἐβάλοντο 23.352; ἐπὶ κλήρους ἐβάλοντο Od.14.209, cf. SIG1023.94 (Cos); κλήρῳ πεπαλάσθαι Od.9.331; κλήρῳ λάχον ἐνθάδ' ἕπεσθαι Il.24.400, cf. 23.862, A.Pers.187, Hdt.3.83, etc.; πάντας ἀνέφεδρος ἐπαγκρατίασε τοὺς κ., i.e. he never drew a bye, SIG1073.29 (ii A.D.); κλήρου κατὰ μοῖραν E.Rh.545 (lyr.); διὰ τὴν τοῦ κ. τύχην Pl.R.619d, etc.; κλάροισι θεοπροπέων divining by lots, Pi.P.4.190: hence, of oracles, E.Hipp.1057, Ph. 838; Ἑρμῆς γὰρ ὢν κλήρῳ ποιήσεις οἶδ' ὅτι Ar.Pax365; κ. Ἑρμοῦ E. Fr.39.    2 casting of lots, drawing of lots, κ. τίθεσθαι Id.IA1198, cf. Tr.186 (lyr.); δοκεῖ δίκαιον εἶναι πᾶσι τῶν ἀρχῶν μετεῖναι ἐν τῷ κ. X. Ath.1.2, cf. Arist.Pol.1300a19, IG5(1).1390.116 (Andania, i B.C.); = Lat. sortitio provinciarum, Plu.Aem.10.    3 λαβὼν πίστιν . . κλήρου dub. sens. in OGI494.19 (i or ii A.D.).    II that which is assigned by lot, allotment of land, Hdt.2.109, Th.3.50, Pl.Lg.740b, Arist.Pol. 1265b15, al.; λαβεῖν τᾶς χώρας ἐξαίρετον τὸν πρῶτον κλᾶρον SIG141.6 (Corc.Nigr., iv B.C.); κ. ἱππικός OGI229.102 (Smyrna, iii B.C.); περὶ τοῦ λάχους τριάκοντα καὶ ἑπτὰ κλάρων Schwyzer 289.88 (Priene, ii B.C.), cf. 313.4, al.    2 generally, piece of land, farm, estate, οἶκος καὶ κ. Il.15.498; οἶκόν τε κ. τε Od.14.64, cf.Hes.Op.37, 341, Pi.O.13.62; κατέφαγε τὸν κ. Hippon.35.4; οἱ κ. τῶν Συρίων their lands, Hdt. 1.76, cf. 9.94, Call.Del.281, etc.; Κύπρου Πάφου τ' ἔχουσα . . κλῆρον, of Aphrodite, A.Fr.463; κατὰ κ. Ἰαόνιον Id.Pers.899 (lyr.); κλῆροι χθονός E.Heracl.876; τῶν λαβόντων ἐν Ὀρχομενῷ κλᾶρον ἢ οἰκίαν IG 5(2).344.12 (iii B.C.), cf. SIG169.61 (Iasus, iv B.C.); Πισαίοις ἐνὶ κλήροισι Nic.Fr.74.5. b. pl., title-deeds, PGrenf.1.14.11 (ii B.C.).    3 legacy, inheritance, heritable estate, Is.11.9, Pl.Lg.923d, Arist.Ath.9.2, SIG1186 (iv B.C.), IG22.1368.127, 154. b. collect., body of inheritors, Leg.Gort.l.c.    4 Astrol., certain degrees in the zodiac connected with planets and important in a nativity, Cat.Cod.Astr.1.169, 170, Ptol.Tetr.111, Vett.Val.59.21, al., Paul.Al.K.2 (cf. Sch.); κ. τύχης Ptol.Tetr.129.    5 generally, province, sphere, ἕνα θεὸν πολλῶν ἅμα προεστάναι κλήρων Dam.Pr.369.    III of the Levites, Κύριος αὐτὸς κλῆρος αὐτοῦ LXX De.18.2: hence, of the Christian clergy, ἐν κλήρῳ καταλεγόμενος Cod.Just.1.3.38.2, Just.Nov.6.1.7, Astramps.Orac.98.7.
κλῆρος (B), ου, ὁ,

   A a beetle destructive in bee-hives, Clerus apiarius, Arist.HA605b11, 626b17.

German (Pape)

[Seite 1451] ὁ (vielleicht von κλάω, weil man in den ältesten Zeiten Scherben, Stückchen von Reisern oder Aehnliches zu Loosen brauchtej, – 1) das Loos, das Zeichen des Looses; ἐν δὲ κλήρους ἐβάλοντο· πάλλ' Ἀχιλεύς· ἐκ δὲ κλῆρος θόρε Νεστορίδαο Il. 23, 352, wo zugleich die gewöhnlichste Art der Bestimmung oder die Wahl durchs Loos beschrieben ist; vgl. 7, 175 οἱ δὲ κλῆρον ἐσημήναντο ἕκαστος, ἐν δ' ἔβαλον κυνέῃ, und 182. 189. 3, 316. 328 Od. 10, 206; ἐπὶ κλήρους ἐβάλοντο, sie warfen das Loos, 14, 209 (vgl. κλῆρον βάλλεσθαι ὑπέρ τινος Plut. Luc. 27); κλήρῳ πεπαλάχθαι 9, 331; κλήρῳ λαχεῖν Il. 24, 400; κλήροις θεοπροπέων Pind. P. 4, 191, durch Loose den Rathschluß der Götter erforschen; vgl. Eur. Phoen. 852 κλήρους δ' ἐμοὶ φύλασσε, οὓς ἔλαβον οἰωνίσματ' ὀρνίθων μαθών; Ion 908; Ἑλλάδα κλήρῳ λαχοῦσα Aesch. Pers. 123; κλῆρος ἐνθάθ' οὐκ ἐπάλλετο Soph. Ant. 392; ὅτ' αὐτοὺς οἱ τεταγμένοι βραβῆς κλήροις ἔπηλαν El. 700, als die Kampfrichter durchs Loos sie bestimmten, sie aufstellten; κλήρου κατὰ μοῖραν Eur. Rhes. 545; Her. 3, 83; διὰ τὴν τοῦ κλήρου τύχην Plat. Rep. X, 619 d; ὡς τὸ πολὺ ἀπὸ κλήρων αἱ ἀρχαὶ ἐν αὐτῇ γίγνονται Rep. VIII, 557 a, die Aemter werden durchs Loos, nach dem Loose zugetheilt; Hermes stand dem Loosen vor, Ar. Pax 364 u. Schol. – Das Loosen selbst, κλῆρον τίθεσθε Eur. I. A. 1198; κλ. καὶ χειροτονία Xen. rep. Ath. 1, 2; vgl. Plut. Timol. 31 Aem. P. 10. – Später heißen auch die Würfel, mit denen man wie durch das Loos über Zweifelhaftes entschied, κλῆροι. – 2) das Verloos'te, durch das Loos Zugetheilte oder Zugefallene, der Antheil, bes. der Antheil am Erbe, die Erbschaft, u. vorzugsweise ein vererbtes Grundstück, Erbgut; καὶ οἶκος καὶ κλῆρος ἀκήρατος Il. 15, 497, vgl. Od. 14, 62; Hes. O. 37. 339, Ländereien, bebau'te Felder, φθείρων τῶν Συρίων τοὺς κλήρους Her. 1, 76, vgl. 9, 94; κατὰ κλῆρον Ἰόνιον Aesch. Pers. 866; πόλιν πατρὸς ὄψεσθε, κλήρους δ' ἐμβατεύσετε χθονός Eur. Heracl. 876; ἐχέτω τὴν θυγατέρα καὶ τὸν κλῆρον τοῦ τελευτήσαντος Plat. Legg. XII, 924 e, öfter, wie bei den Rednern; bes. Reden des Isaeus ὑπὲρ τοῦ κλήρου τινός, über die Erbschaft; κατέφαγε δὴ τὸν κλῆρον Hipponax bei Ath. VII, 304 b; – πόληες, αἳ κλήρους ἐστήσαντο, die sich ansiedelten, Callim. Del. 281. – 3) ein den Bienenstöcken schädliches Insekt, Arist. H. A. 8, 27. 9, 40. – 4) bei den K. S. der Klerus, die Geistlichkeit.

Greek (Liddell-Scott)

κλῆρος: Δωρ. κλᾶρος, ου, ὁ, κλῆρος, «λαχνός»· παρ’ Ὁμ. ἕκαστος σημειώνει τὸν κλῆρόν του καὶ ῥίπτει αὐτὸν ἐντὸς περικεφαλαίας (μεθ’ Ὅμηρ. ἦτο ἐν χρήσει ἀγγεῖον πρὸς τὸν σκοπόν, ἡ κληρωτρίς), ἐν ᾗ ἀνεπάλλοντο, οὗ τινος δὲ ὁ κλῆρος πρῶτος ἐξεπήδα ἐκ τῆς περικεφαλαίας οὗτος ἦτο ὁ λαχών, ὡς ἔφαθ’, οἱ δὲ κλῆρον ἐσημήναντο ἕκαστος, ἐν δ’ ἔβαλον κυνέῃ... πάλλεν δὲ Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ, ἐκ δ’ ἔθορε κλῆρος κυνέης... Αἴαντος Ἰλ. Η. 175· κλήρους ἐν κυνέῃ χαλκήρεϊ πάλλον Γ. 316, πρβλ. Ὀδ. Κ. 206· ἐκ κλῆρος ὄρουσεν Ἰλ. Γ. 325· ἐν δὲ κλήρους ἐβάλοντο Ψ. 352· ἐπὶ κλήρους ἐβάλοντο Ὀδ. Ξ. 209· κλήρῳ πεπαλάσθαι Ι. 331· κλήρῳ λάχον ἐνθάδ’ ἕπεσθαι Ἰλ. Ω. 400, πρβλ. Ψ. 862, Ἡρόδ. 3. 83, Αἰσχύλ. Πέρσ. 187, κτλ.· κλήρου κατὰ μοῖραν Εὐρ. Ρῆσ. 545· διὰ τὴν τοῦ κλήρου τύχην Πλάτ. Πολ. 619D, κτλ.· κλήροις θεοπροπέων, divinans per sortes, Πινδ. Π. 4. 338, πρβλ. Wess. εἰς Ἡρόδ. 4. 67, Τακίτ. Γερμ. 10· ὅθεν ἐπὶ χρησμῶν, Εὐρ. Ἱππ. 1057, Φοίν. 838, Ἴων 908. ― Ὁ ἐπὶ τῆς ἐπιτυχίας τῶν κλήρων θεὸς ἦτο ὁ Ἑρμῆς, Ἀριστοφ. Εἰρ. 361. 2) τὸ ῥίπτειν ἢ ἐξάγειν κλήρους, κλ. τίθεσθαι Εὐρ. Ι. Α. 1198· πολλοὶ τῶν Ἀθήνησιν ἀρχόντων ἐξελέγοντο διὰ κλήρου κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν διὰ χειροτονίας ἢ αἱρέσεως, Ξεν. Ἀθην. 1, 2, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 15, 16· πρβλ. κύαμος ΙΙ, κληρωτός· ― ὡσαύτως ἐν χρήσει πρὸς μετάφρασιν τοῦ Λατ. sortitio provinciarum, Πλουτ. Αἰμίλ. 10. ΙΙ. τὸ διὰ κλήρου ἀπονεμόμενον, ἡ διὰ κλήρου ἀπονομὴ γῆς εἰς τοὺς πολίτας (πρβλ. κληρουχία), Ἡρόδ. 2. 109, Θουκ. 3. 50, Πλάτ. Νόμ. 741Β, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 13., 2. 7, 6., 6. 4, 9., 7. 10, 11· ― ἀλλά, 2) παρὰ παλαιοτέροις συγγραφεῦσι, καθόλου, μέρος γῆς, ἀγροκήπιον, κτῆμα, οἶκος καὶ κλῆρος ἀκήρατος Ἰλ. Ο. 498· οἶκόν τε κλῆρόν τε Ὀδ. Ξ. 64, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 37. 343, Πινδ. Ο. 13. 87· κατέφαγε τὸν κλῆρον Ἱππῶναξ 26· οἱ κλῆροι τῶν Συρίων, τὰ ἀγροτικὰ κτήματα αὐτῶν, Ἡρόδ. 1. 76, πρβλ. 9. 94 (ἔνθα οἱ κλῆροι ἀμέσως κατόπιν καλοῦνται ἀγροί)· Κύπρου Πάφου τ’ ἔχουσα... κλῆρον, ἐπὶ τῆς Ἀφροδίτης, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 325· κατὰ κλῆρον Ἰαόνιον ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 897, πρβλ. καὶ Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. 63. 4., 83. 4., 86. 9., 12. 10. ΙΙΙ. παρ’ Ἐκκλ. οἱ κληρικοί, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς λαϊκούς· πρβλ. Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΗ΄, 20, Δευτ. ΙΗ΄, 2).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. 1 objet dont on se sert pour tirer au sort, primit. petites pierres, cailloux, petits morceaux de bois qu’on déposait dans un casque, postér. dans un vase où on les agitait avant de tirer : ἐν κλήρους ou ἐπὶ κλήρους ἐβάλοντο IL, OD ils jetèrent les sorts (dans le casque) ; κλῆρον καθιέναι SOPH jeter le sort (dans le casque ou dans l’urne) ; κλήρους ἐν κυνέῃ πάλλειν IL agiter les sorts dans un casque ; ἐξέθορε κλῆρος κυνέης IL le sort est sorti du casque ; ἐκ κλῆρος ὄρουσεν IL le sort est sorti ; κλήρῳ λαχεῖν IL obtenir par le sort;
2 tirage au sort, attribution par le sort (d’une fonction, etc.);
II. ce qu’on obtient par le sort, lot, part ; particul. :
1 part d’héritage ; héritage;
2 bien, domaine ; particul. lot de terre assigné à des colons (cf. κληρουχία) ; en gén. contrée possédée ou habitée par qqn.
Étymologie: DELG cf. κλῆμα, lat. clades, de κλάω.

English (Autenrieth)

(1) lot, a stone or potsherd, on which each man scratched his mark, Il. 7.175. The lots were then shaken in a helmet, and he whose lot first sprang forth was thereby selected for the matter in hand.—(2) paternal estate, Od. 14.64.

English (Strong)

probably from κλάω (through the idea of using bits of wood, etc., for the purpose; a die (for drawing chances); by implication, a portion (as if so secured); by extension, an acquisition (especially a patrimony, figuratively): heritage, inheritance, lot, part.

English (Thayer)

κλήρου, ὁ, from Homer down; the Sept. mostly for גּורָל and נַחֲלָה; a lot; i. e.:
1. an object used in casting or drawing lots, which was either a pebble, or a potsherd, or a bit of wood (hence, κλῆρος is to be derived from κλάω (cf. Ellicott on βάλλοντες κλῆρον, Homer, Iliad 3,316, 325; 7,175, etc.; Livy 23,3 (but cf. B. D. American edition, under the word <TOPIC:Lots, Casting of> Lot)); hence, ὁ κλῆρος πίπτει ἐπί τινα, what is obtained by lot, allotted portion: λαγχάνειν and λαμβάνειν τόν κλῆρον τῆς διακονίας, a prrtion in the ministry common to the apostles, R G; ἐστι μοι κλῆρος ἐν τίνι, dative of the thing, κληρονομία (which see) it is used of the part which one will have in eternal salvation, λαμβάνειν ... τόν κλῆρον ἐν τοῖς ἡγιασμένοις, among the sanctified, κλῆρος τῶν ἁγίων, i. e. the eternal salvation which God has assigned to the saints, Lightfoot). of persons, οἱ κλῆροι, those whose care and oversight has been assigned to one (allotted charge), used of Christian churches, the administration of which falls to the lot of the presbyters: Sophocles Lexicon, under the word; cf. Lightfoot on Philippians , p. 246f).

Greek Monolingual

(I)
ο (AM κλῆρος, Α δωρ. τ. κλᾶρος)
1. ο λαχνός, η κλήρωσηἤτοι κλήρῳ γε λαχόντα», Ηρόδ.)
2. συνεκδ. το μερίδιο γης που απονέμεται σε κάποιον με λαχνό («κλήρους δὲ ποιήσαντες τῆς γῆς πλὴν τῆς Μυθημναίων τρισχιλίους», Θουκ.)
3. το μερίδιο από κληρονομιά, η νόμιμη μοίρα, η κληρονομιά
4. το σύνολο των ιερωμένων που αποτελούν τους ανώτερους και κατώτερους εκπροσώπους της εκκλησίας, οι κληρικοί, το ιερατείο
5. ζωολ. γένος εντόμων που κατά τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια κληρίδες
νεοελλ.
1. ο λαχνός που βγαίνει από την κληρωτίδα
2. η κλήση της κλάσης στην οποία ανήκει στρατιωτικά κάποιος
3. προορισμός, σκοπός του βίου, αποστολή
4. φρ. «μού 'λάχε ο κλήρος» — μού έτυχε, μού συνέβη
νεοελλ.-μσν.
μτφ. τύχη, μοίρα
μσν.
περιουσία, κτήματα
μσν.-αρχ.
1. το «ρίξιμο», το «τράβηγμα» του λαχνού, η κλήρωση («οὐκ ἐάσαντες κλῆρον γενέσθαι», Πλούτ.)
2. εκκλησιαστικό αξίωμα, λειτούργημα («γυμνούσθω τοῡ κλήρου», Αθαν. Σχολαστ.)
αρχ.
1. μερίδιο γης, κτήμα, αγρόκτημαοἶκος καὶ κλῆρος ἀκήρατος», Ομ. Ιλ.)
2. οι κληρονόμοι
3. αστρολ. βαθμοί του ζωδιακού κύκλου οι οποίοι συνδέονται με πλανήτες και ασκούν επίδραση κατά τη γέννηση κάποιου
4. περιοχή, σφαίρα («ἕνα θεὸν πολλῶν ἅμα προεστάναι κλήρων», Δαμάσκ.)
5. (στους Λευίτες) η τάξη τών κληρικών, σε αντιδιαστολή με τους λαϊκούς
6. στον πληθ. οἱ κλήροι
οι τίτλοι ιδιοκτησίας
7. φρ. εκκλ. «δίδωμι κλήρους» — χειροτονώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με κελτική λ. που σήμαινε «σανίδα, κομμάτι ξύλου» (πρβλ. αρχ. ιρλδ. clār, γαλατ. claur) έχει την ίδια ρίζα με τους τ. κλήμα, λατ. clādes (βλ. κλω).
ΠΑΡ. κληρικός, κληρώνω, κληρώ
αρχ.
κληρίον.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κληροδότης, κληρονόμος, κληρούχος
αρχ.
κληροπαλής, κληρουργία
μσν.
κλήραρχος, κληροποιώ
νεοελλ.
κληροδόχος, κληροκρατία, κληρομαντεία. (Β' συνθετικό) άκληρος, απόκληρος, επίκληρος, ναύκληρος, ολόκληρος
αρχ.
βαθύκληρος, δίκληρος, έγκληρος, έκκληρος, εύκληρος, ισόκληρος, ολιγόκληρος, ομόκληρος, πάγκληρος, πολύκληρος, πρόκληρος, σύγκληρος, τετράκληρος].———————— (II)
κλῆρος, τὸ (Μ)
1. κλήρωση
2. οι κληρικοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κλῆρος, () με αλλαγή γένους].