φορέω: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
m (Text replacement - "([Α-Ωα-ωίϊίΐἶἶἴῖἰἱἵἰὶἱἸόὀὁόὅὍὄάἄἅᾳἀἁᾴὰάᾷέέἐἑἕἕἔύϋύΰὖῦῆἠἡἥἦἤἤἩῃήήῇώῳώῶῷὠὦὧὠᾠὤὥὡπῥσὑὐὕφΧψὸἂ...) |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἐφόρουν, <i>f.</i> φορήσω, <i>ao.</i> ἐφόρησα, <i>pf.</i> πεφόρηκα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐφορήθην, <i>pf.</i> πεφόρημαι;<br /><b>1</b> porter çà et là ; <i>particul.</i> porter des nouvelles çà et là, colporter des nouvelles;<br /><b>2</b> porter d’habitude ; <i>particul.</i> porter d’habitude sur soi (un vêtement, une parure, des armes, <i>etc.</i>) : κεφαλὰς ἰσχυράς HDT avoir des crânes durs et fermes ; ἓν [[ἦθος]] μόνον SOPH se tenir obstinément à une seule volonté ; ἀγλαΐας OD montrer des sentiments d’orgueil;<br /><b>3</b> supporter (du vin pur);<br /><b>4</b> emporter, entraîner;<br /><i><b>Moy.</b></i> φορέομαι | |btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἐφόρουν, <i>f.</i> φορήσω, <i>ao.</i> ἐφόρησα, <i>pf.</i> πεφόρηκα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐφορήθην, <i>pf.</i> πεφόρημαι;<br /><b>1</b> porter çà et là ; <i>particul.</i> porter des nouvelles çà et là, colporter des nouvelles;<br /><b>2</b> porter d’habitude ; <i>particul.</i> porter d’habitude sur soi (un vêtement, une parure, des armes, <i>etc.</i>) : κεφαλὰς ἰσχυράς HDT avoir des crânes durs et fermes ; ἓν [[ἦθος]] μόνον SOPH se tenir obstinément à une seule volonté ; ἀγλαΐας OD montrer des sentiments d’orgueil;<br /><b>3</b> supporter (du vin pur);<br /><b>4</b> emporter, entraîner;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[φορέομαι]], [[φοροῦμαι]] porter pour soi.<br />'''Étymologie:''' [[φέρω]]. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 09:00, 29 June 2022
English (LSJ)
Ep. subj. 3sg. A φορέῃσι Od.5.328, 9.10; Ep. inf. φορῆναι (as if from *φόρημι) Il.2.107, 7.149, Od.17.224; φορήμεναι Il.15.310: impf. ἐφόρεον(-εο- syniz.) Od.22.456, 3sg. ἐφόρει Il.4.137; Ion. φορέεσκον 2.770, 13.372: fut. φορήσω Scol.9 (cf. Ar.Lys.632), X.Vect.4.32; later φορέσω LXX Pr.16.23: aor. ἐφόρησα IG42(1).121.95 (Epid., iv B. C.), Call.Dian. 213, Ep. φόρησα Il.19.11, (δια-, ἐκ-) Is.6.43,42; later ἐφόρεσα LXX Si.11.5, f.l. in Is.4.7, Aristid.Or.48(24).80, Sammelb.7247.33 (iii/iv A. D.):—Med., fut. φορήσομαι Hsch.; in pass. sense, Plu.2.398d: aor. ἐφορησάμην (ἐξ-) Is.6.39:—Pass., Aeol. pres. φορήμεθα Alc.18.4: aor. ἐφορήθην (ἐν-) Plu.2.703b: pf. πεφόρημαι Pl.Ti.52a; plpf. πεφόρητο Orph.A.816:—Frequentat. of φέρω, implying repeated or habitual action, ἵπποι οἳ φορέεσκον ἀμύμονα Πηλεΐωνα Il.2.770, cf. 10.323; τά τε νῆες φορέουσι Od.2.390; of a slave, ὕδωρ ἐφόρει 10.358, cf. Il.6.457; μέθυ οἰνοχόος φ. Od.9.10; θαλλὸν ἐρίφοισι φ. 17.224; of the wind, bear to and fro, bear along, ἄνεμος ἄχνας φορέει Il.5.499, cf. 21.337, Od.5.328; σώματα . . κύμαθ' ἁλὸς . . φορέουσι 12.68; τόφρα δέ μ' αἰεὶ κῦμα φ. 6.171; so ἀγγελίας ἐφόρεε conveyed messages habitually, served as a messenger. Hdt.3.34 (nisi leg. ἐσεφόρεε) ; φ. θρεπτήρια, of Oedipus carrying about food in a wallet, like a beggar, S.OC1262; λόγχαν ἔτη ἐφόρησε ἓξ ἐν τᾷ γνάθῳ IG42(1).121.95 (Epid . . iv B. C.): abs., ἐγ γαστρὶ ἐφόρει τρία ἔτη was pregnant, ib. 14:—Pass., v. infr.11. 2 most commonly of clothes, armour, and the like, bear constantly, wear, [σκῆπτρον] ἐν παλάμῃς φ. δικασπόλοι Il. 1.238; μίτρης ἣν ἐφόρει 4.137; θώρηξ χάλκεος, ὃν φορέεσκε 13.372, cf. Od.15.127, Hdt.1.71, etc.; φ. ἐσθήματα S.El.269; στολάς Id.OC 1357; ζεῦγος ἐμβάδων Ar.Eq.872; ἱμάτιον Id.Pl.991, Pl.Tht.197b; δακτύλιον Ar.Pl.883. 3 of features, qualities, etc., of mind or body, possess, hold, bear, ἀγλαΐας φ. to be pompous or splendid, Od.17.245; φ. ὄνομα S.Fr.658; ἦθος Id.Ant.705; δόξαν Arch.Pap. 1.220 (ii B. C.); ἕνα γομφίον μόνον φ. Ar.Pl.1059; γλῶτταν Pl.Com. 51; ἀπόνοιαν φορεῖς you are mad, PGrenf.1.53.15 (iv A. D.); with genitive or adj. added, σκέλεα φ. γεράνου Hdt.2.76; ἰσχυρὰς φ. τὰς κεφαλάς Id.3.12, cf. 101; ποδώκη τὸν τρόπον φ. Trag.Adesp.519; γένειον διηλιφὲς φ. S.Fr.564; ὑπόπτερον δέμας φ. E.Hel.619; λῆμα θούριον φ. Ar.Eq.757; ῥύγχος φ. ὕειον Anaxil.11; καλάμινα σκέλη φ. Pl. Com.184; ὥσπερ σέλινον οὖλα τὰ σκέλη φ. Com.Adesp.208; τὸ στόμ' ὡς κομψὸν φ. Alex.98.21 (troch.). 4 bear, suffer, Phld.Lib.pp.59,62O. (dub. l. in both), Plu.2.692d, Opp.C.1.298. 5 of time, extend, last, ἃ φορεῖ ἐπὶ ἡμέρας δεκαπέντε dub. sens. in PFlor.384.54 (v A. D.). II Pass., to be borne along, ἐν ῥοθίοις A.Th. 362 (lyr.); φορούμενος πρὸς οὖδας S.El.752; κόνις δ' ἄνω φορεῖθ' ib. 715; ἄνω τε καὶ κάτω φ. E.Supp.689; πολλοῖς διαύλοις κυμάτων φ. Id.Hec.29, cf. Plu.2.398d; πεφορημένον ἀεί always in motion, Pl.Ti. 52a: hence, to be storm-tossed, νᾶϊ φορήμεθα σὺν μελαίνᾳ Alc.18.4, cf. Ar.Pax144; ποσσὶ φ. Theoc.1.83, cf. Bion 1.23: metaph., δόξαις φορεῖται τοπαζόμενα Pl.Epin.976a. 2 to be carried away, Th.2.76; simply, to be shifted, Dam.Pr.293. III Med., fetch for oneself, fetch regularly, E.El.309; λευκανίηνδε φορεύμενος putting food into one's mouth, A.R.2.192.
German (Pape)
[Seite 1299] inf. praes. bei Hom. (wie von φόρημι) φορῆναι u. φορήμεναι, Il. 2, 107. 7, 149. 15, 310 Od. 17, 224, – Nebenform von φέρω, mit verstärkter Bdtg, die Fortsetzung u. Dauer der Handlung bezeichnend, obwohl der Unterschied, bes. bei den Dichtern, nicht immer hervortritt, vgl. Lob. Phryn. p. 585, –tragen, bringen, in den verschiedenen Beziehungen von φέρω; σκῆπτρον ἐν παλάμῃς φορέουσι δικασπόλοι Il. 1, 238; οὓς Κῆρες φορέουσι μελαινάων ἐπὶ νηῶν 8, 528; ἄνεμος ἄχνας φορέει 5, 499; ὕδωρ Od. 10, 358 u. öfter; ἵππους, οἳ φορέουσιν ἀμύμονα Πηλείωνα Il. 10, 323, wie ἵπποι, οἳ φορέεσκον ἀμύμονα Π. 2, 770; τά τε νῆες ἐΰσσελμοι φορέουσιν Od. 2, 390; vom Harnisch, Il. 15, 530 u. öfter; vom Schilde, 13, 407 Od. 22, 105; – auch übertr. von dauernden Eigenschaften, an sich haben, ἀγλαΐας φορέειν, prunkenden Sinn hegen, 17, 245, wie Soph. μὴ νῦν ἓν ἦθος μοῦνον ἐν σαυτῷ φόρει, Ant. 701; λῆμα θούριον Ar. Equ. 574; – von Kleidern, Soph. El. 261 O. C. 1359; σκῆπτρον ὁὐφόρει ποτὲ αὐτός El. 412; φορεῖν ἐμβάδας Ar. Equ. 869; ἱμάτιον Plat. Theaet 197 b Phaed 87 c; – ἰσχυρὰς φορέειν τὰς κεφαλάς Her. 3, 12; ἀγγελίας φορέειν, gewöhnlich Botschaft bringen, als Bote dienen, un Nachrichten zu überbringen, 3, 34. 53. 122; – λευκανίηνδε φορεύμενος, d. i. essend, Ap. Rh. 2, 192. – Pass. hingerissen werden, πατρὸς κατ' εὐχὰς δυσπότμους φορούμενοι Aesch. Spt. 801, vgl. 344; φορούμενος πρὸς οὖδας Soph. El. 742; κόνις δ' ἄνω φορεῖτο 705; u. in Prosa, ἄμετρα γὰρ δόξαις φορεῖται τοπαζόμενα Plat. Epin. 976 a.
Greek (Liddell-Scott)
φορέω: Ἐπικ. ὑποτ. γϳ ἑνικ., φορέῃσι Ὀδ. Ε. 328., Ι. 10· Ἐπικ. ἀπαρ., φορῆναι (ὡς ἐξ ὁριστ. φόρημι) Ἰλ. Β. 107., Η. 149, Ὀδ. Ρ. 224· καὶ φορήμεναι Ἰλ. Ο. 310 ― παρατατ. ἐφόρεον (ἢ ἐφόρευν) Ὀδ. Χ. 456. 3, ἑνικ. ἐφόρει Ἰλ. Δ. 137· Ἰων. φορέεσκον Β. 770., Ν. 372· ― μέλλ. φορήσω Σχόλ. 3 Bgk., (πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 632), Ξεν. Πόροι 4. 32· μεταγεν. φορέσω Ἑβδ. (Παροιμ. ΙϚϳ, 23), Χρησμ. Σιβ. 8. 294· ― ἀόρ. ἐφόρησα Καλλίμ. εἰς Ἄρτεμ. 213, Ἐπικ. φόρησα Ἰλ. Τ. 11, (δια-, ἐκ-) Ἰσαῖος· μεταγεν. ἐφόρεσα, Ἀριστείδ., Ἑβδ., διάφορ. γραφ. παρ’ Ἰσαίῳ 47. 10 ― πρκμ. πεφόρηκα Ἑρμ. Ποιμὴν σ. 97. ― Μέσ., μέλλ. φορήσομαι Ἡσύχ.· ἀλλ’ ἐπὶ παθ. σημασ., Πλούτ. 2. 398D ― ἀόρ. ἐφορησάμην (ἐξ-) Ἰσαῖος 60. 16, κλπ.· ― Παθητ., ἀόρ. ἐφορήθην, ἴδε ἐμφορέω· ― πρκμ. πεφόρημαι Πλάτ. Τίμ. 52Α· ὑπερσ. πεφόρητο Ὀρφ. Ἀργον. 819· Θαμιστ. τοῦ φέρω, σημαῖνον ἐνέργειαν ἐπαναλαμβανομένην ἢ συνήθη (ὥστε τὸ φέρω δύναται νὰ τεθῇ ἀντὶ τοῦ φορέω, ἀλλ' οὐχὶ τὸ φορέω ἀντὶ τοῦ φέρω, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 585), ἵπποι οἳ φορέεσκον ἀμύμονα Πηλείωνα Ἰλ. Β. 770, πρβλ. Κ. 323 τά τε νῆες φορέουσιν Ὀδ. Β. 390· ἐπὶ δούλης, ὕδωρ ἐφόρει Κ. 358, πρβλ. Ἰλ. Ζ. 457· μέθυ οἰνοχόος φ. Ὀδ. Ι. 10· θαλλὸν ἐρίφοισι φ. Ρ. 224· ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, μεταφέρω τῇδε κἀκεῖσε. παραφέρω, παρασύρω, ἄχνας ἄνεμος φορέει Ἰλ. Ε. 499, πρβλ. Φ. 337, Ὀδ. Ε. 328· κύμαθ’ ἁλός... φορέουσι θύελλαι Μ. 68· τόφρα δέ μ’ αἰεὶ κῦμα φ. Ζ. 171· οὕτως, ἀγγελίας φορέω, φέρω ἀγγελίας συνήθως, ὑπηρετῶ ὡς ἀγγελιαφόρος, ἔχω τὸ ἔργον τοῦ ἀγγελιαφόρου, Ἡρόδ. 3. 34 (ἀγγελίην φέρω, σημαίνει ἁπλῶς φέρω ἀγγελίας, δίδω εἴδησιν (ἅπαξ), αὐτόθι 53)· φ. θρεπτήρια, ἐπὶ τοῦ Οἰδίποδος φέροντος πάντοτε τὴν τροφήν του ἐντὸς πήρας ὥς τις ἐπαίτης, Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1262. 2) συνηθέστατα ἐπὶ ἐνδυμάτων, ὁπλισμοῦ καὶ τῶν ὁμοίων, φέρω συνήθως, εἶμαι ἐνδεδυμένος, φορῶ, ὡς τὸ Λατ. gesto, (σκῆπτρον) ἐν παλάμης φ. δικασπόλοι Ἰλ. Α. 238· μίτρης δ', ἣν ἐφόρει Ξ. 137· θώρηξ χάλκεος, ὃν φορέεσκε Ν. 372· πρβλ. Ὀδ. Ο. 127, Ἡρόδ. 1. 71, κλπ.· οὕτω παρ’ Ἀττ., ἐσθήματα φοροῦντ’ ἐκείνῳ ταὐτὰ Σοφ. Ἠλ. 269· στολὰς ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. Κολ. 1357· ἐμβάδας Ἀριστοφ. Ἱππ. 872· ἱμάτιον ὁ αυτ. ἐν Πλαν. 991, Πλάτ. Θεαίτ. 197Β· δακτύλιον Ἀριστοφ. Πλ. 883· ἀκολούθως, 3) ἐπὶ ἰδιοτήτων ψυχῆς καὶ σώματος, ἔχω, ἀγλαΐας φορέειν, εἶμαι πομπώδης ἢ λαμπρός, Ὀδ. Ρ. 246· φ. ὄνομα Σοφ. Ἀποσπ. 573· ἦθος ὁ αὐτ. ἐν Ἀντιγ. 705· ἕνα γομφίον μόνον φ. Ἀριστοφ. Πλ. 1059· λῆμα θούριον ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 757· γλῶτταν Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Διὶ Κακουμένῳ» 4· μάλιστα συναπτομένου καὶ προσδιορισμοῦ ἢ κατηγορουμένου, σκέλεα φ. γεράνου Ἡρόδ. 2. 76· ἰσχυρὰς φορ. τὰς κεφαλὰς ὁ αὐτ. 3. 12, πρβλ. 101· ποδώκη τὸν τρόπον... φ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 258· γένειον διηλιφὲς φ. Σοφ. Ἀποσπ. 148· ὑπόπτερον δέμας φ. Εὐρ. Ἑλ. 618· θούριον λῆμα φορ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 757· ῥύγχος φορῶν ὕειον ᾐσθόμην τότε Ἀναξίλας ἐν «Καλυψοῖ» 1· καλάμινα σκέλη φ. Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 2, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 13· ἵνα θεωρῶσ’ οἱ παρόντες τὸ στόμα ὡς κομψὸν φορεῖ Ἄλεξις ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 21· ὡσαύτως, 4) ὑπομένω, ὑποφέρω, Πλούτ. 2. 692C, Ὀππ. Κυνηγ. 1. 297. ΙΙ. Παθ., φέρομαι ἢ μεταφέρομαι βιαίως, μεθ’ ὁρμῆς, ἐν ῥοθίοις Αἰσχύλ. Θήβ. 362· φορούμενος πρὸς οὖδας Σοφ. Ἠλ. 752· κόνις δ’ ἄνω φορεῖτ’ αὐτόθι 715· ἄνω τε καὶ κάτω φ. Εὐρ. Ἱκ. 689· πολλοῖς διαύλοις κυμάτων φ. ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 29· πεφ ρημένον ἀεί, πάντοτε ἐν κινήσει, Πλάτ. Τίμ. 52Α· ― ἐντεῦθεν, παρασύρομαι ὑπὸ τῆς θυέλλης, Ἀριστοφ. Εἰρ. 144· ποσσὶ φ. Θεόκρ. 1. 83, πρβλ. Βίωνα 1. 23· ― μεταφορ., φορήσεται ἐν φήμαις Πλούτ. 2. 398D, πρβλ. Πλάτ. Ἐπινομ. 976Α. 2) μεταφέρομαι, λαμβάνομαι, ἐν ταρσοῖς καλάμου πηλὸν ἐνείλλοντες, ἐσέβαλλον ἐς τὸ διῃρημένον, ὅπως μὴ διαχεόμενον, ὥσπερ ἡ γῆ, φοροῖτο, «διὰ νὰ μὴ σκορπίζηται καθῶς τὸ ἁπλοῦν χῶμα καὶ τραβᾶται ἔσωθεν πρὸς τὴν πόλιν» (Δούκας), Θουκ. 2. 7β. ΙΙΙ. Μέσ., λαμβάνω δι’ ἐμαυτόν, λαμβάνω συνήθως, Εὐρ. Ἑλ. 309· λευκανίηνδε φορεύμενος, θέτων τροφὴν εἰς τὸ στόμα του, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 192· πρβλ. ἐμφέρομαι, προσφέρομαι.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ἐφόρουν, f. φορήσω, ao. ἐφόρησα, pf. πεφόρηκα;
Pass. ao. ἐφορήθην, pf. πεφόρημαι;
1 porter çà et là ; particul. porter des nouvelles çà et là, colporter des nouvelles;
2 porter d’habitude ; particul. porter d’habitude sur soi (un vêtement, une parure, des armes, etc.) : κεφαλὰς ἰσχυράς HDT avoir des crânes durs et fermes ; ἓν ἦθος μόνον SOPH se tenir obstinément à une seule volonté ; ἀγλαΐας OD montrer des sentiments d’orgueil;
3 supporter (du vin pur);
4 emporter, entraîner;
Moy. φορέομαι, φοροῦμαι porter pour soi.
Étymologie: φέρω.
English (Autenrieth)
(φέρω), φορέει, subj. φορέῃσι, opt. φοροίη, inf. φορέειν, φορῆναι, φορήμεναι, ipf. (ἐ)φόρεον, iter. φορέεσκον, aor. φόρησεν, mid. ipf. φορέοντο: bear or carry habitually or repeatedly, ὕδωρ, μέθυ, κ 3, Od. 9.10; hence wear, Il. 4.137, etc.; fig., ἀγλαΐᾶς, ‘display,’ Od. 17.245.
English (Slater)
φορέω (πεφόρητο plupf. pass.)
1 carry along πεφόρητο δ' ἐπ Αἰγαῖον θαμά (sc. Δᾶλος) Πα. 7B. 49. γυναικείῳ θράσει ψυχρὰν φορεῖται πᾶσαν ὁδὸν θεραπεύων (Musurus: φορεῖτε codd. Athenaei: “il se laisse emporter,” van Groningen) fr. 123. 9.
Spanish
English (Strong)
from φόρος; to have a burden, i.e. (by analogy) to wear as clothing or a constant accompaniment: bear, wear.
English (Thayer)
φορῶ; future φορέσω (R G WH marginal reading); 1st aorist ἐφορεσα (later forms for the earlier φορήσω and ἐφόρησα, cf. Alexander Buttmann (1873) Ausf. Spr. ii. 315; Kühner (and especially Veitch) under the word; Winer's Grammar, § 13,3{c}; (Buttmann, 37 (32))); (frequent. of φέρω, and differing from it by denoting not the simple and transient act of bearing, but a continuous or habitual bearing; cf. Lob. ad Phryn., p. 585f; Hermann on Sophocles Electr. 715; (Trench, § lviii.; Schmidt, chapter 105,6); accordingly, ἀγγελιην φέρειν means 'to carry a (single) message', Herodotus 3,53,122; ἀγγελιην φορηιν, 'to serve as (fill the office of) a messenger', Herodotus 3,34; hence, we are said φόρειν those things which we carry about with us or wear, as e. g. our clothing); from Homer down; to bear constantly, wear: of clothing, garments, armor, etc., μάχαιρα, 2); WH. Introductory § 404); Sirach 40:4).
Greek Monotonic
φορέω: Επικ. γʹ ενικ. υποτ. φορέῃσι, Επικ. απαρ. φορῆναι, φορήμεναι (όπως από φόρημι)· παρατ. ἐφόρεον, Ιων. ἐφόρευν, φορέεσκον· μέλ. φορήσω, αόρ. αʹ ἐφόρησα, Επικ. φόρησα·
1. θαμιστικό του φέρω, φέρω ή μεταφέρω συνεχώς, χρησιμοποιούμαι για μεταφορά, ἵπποι οἳ φορέεσκον Πηλείωνα, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για δούλο, ὕδωρ ἐφόρει, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, ἀγγελίας φορέειν, υπηρετώ ως αγγελιαφόρος, (το ἀγγελίην φέρειν, απλώς μεταφέρω ένα μήνυμα), σε Ηρόδ.· φορέωθρεπτήρια, λέγεται για τον Οιδίποδα που μετέφερε την τροφή του μέσα σε δισάκι, σε Σοφ.
2. συνήθως λέγεται για ρούχα και οπλισμό, μεταφέρω συνήθως, φορώ, Λατ. gesto, σε Όμηρ. κ.λπ.
3. έχω, κατέχω, ἀγλαΐας φορέειν, είμαι λαμπρός, σε Ομήρ. Οδ.· ἰσχυρὰς φορέω τὰς κεφαλάς, σε Ηρόδ.· ὑπόπτερον δέμας φορέω, σε Ευρ.
II. Παθ., μεταφέρομαι βίαια, με ορμή, σε Τραγ.· παρασύρομαι από τη θύελλα, σε Αριστοφ.· μεταφέρομαι μακριά, σε Θουκ.
III. Μέσ., προμηθεύω τον εαυτό μου, προμηθεύομαι, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
φορέω: [intens. к φέρω
1) носить, уносить, увлекать (ἵπποι τε καὶ ἅρματα, οἳ φορέουσί τινα Hom.): φορεῖσθαι πρὸς οὖδας Soph. быть влекомым по земле; πεφορημένος ἀεί Plat. находящийся в вечном движении;
2) переносить, приносить, доставлять (ὕδωρ, μέθυ, θαλλὸν ἐρίφοισι Hom.; τὰς ἀγγελίας φ. τινι Her.): πηγὰς ποταμίους φορεῖσθαι Eur. приносить себе воду из речных источников;
3) носить (иметь) на себе (θώρηκα, ἀσπίδα Hom.; ἐσθήματα Soph.; ἐμβάδας Arph.; δακτύλιον Plut.): φ. κεφαλὰς ἰσχυράς Her. иметь крепкие черепа;
4) носить (иметь) в себе: τὰς ἀγλαΐας φ. Hom. тщеславиться, кичиться: ἓν ἦθος μοῦνον ἐν ἑαυτῷ φ., τοῦτ᾽ ὀρθῶς ἔχειν Soph. лелеять в себе одно лишь чувство - чувство своей правоты; λῆμα θούριον καὶ λόγους ἀφύκτους φ. Arph. быть твердым душой и ловким в речах;
5) переносить, выдерживать (τὸν ἄκρατον οὐ φ. Plut.).
Middle Liddell
φορέω, [Frequent. of φέρω
I. to bear or carry constantly, to be used to carry, ἵπποι οἳ φορέεσκον Πηλείωνα Il.; of a slave, ὕδωρ ἐφόρει Od.; so, ἀγγελίας φορέειν to serve as a messenger (ἀγγελίην φέρειν simply to carry a message), Hdt.; φ. θρεπτήρια, of Oedipus carrying about food in a wallet, Soph.
2. commonly of clothes and armour, to bear constantly, wear, Lat. gesto, Hom., etc.
3. to have, possess, ἀγλαΐας φορέειν to be splendid, Od.; ἰσχυρὰς φ. τὰς κεφαλάς Hdt.; ὑπόπτερον δέμας φ. Eur.
II. Pass. to be borne violently along, be hurried along, Trag.; to be storm-tost, Ar.; to be carried away, Thuc.
III. Mid. to fetch for oneself, fetch regularly, Eur. Hence
Chinese
原文音譯:foršw 賀雷哦
詞類次數:動詞(6)
原文字根:攜帶
字義溯源:有負擔,穿,戴,佩,帶有,經常攜帶;源自(φόρος)=稅),而 (φόρος)出自(φέρω)*=負擔)
同源字:1) (πληροφορέω)完滿的實現 2) (πληροφορία)完全確信 3) (φέρω)攜帶 4) (φορέω)有負擔
出現次數:總共(6);太(1);約(1);羅(1);林前(2);雅(1)
譯字彙編:
1) 他⋯佩(1) 羅13:4;
2) 我們⋯帶有(1) 林前15:49;
3) 穿著(1) 雅2:3;
4) 將要帶有(1) 林前15:49;
5) 戴著(1) 約19:5;
6) 穿(1) 太11:8