δέκα

From LSJ
Revision as of 06:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δέκᾰ Medium diacritics: δέκα Low diacritics: δέκα Capitals: ΔΕΚΑ
Transliteration A: déka Transliteration B: deka Transliteration C: deka Beta Code: de/ka

English (LSJ)

οἱ, αἱ, τά, indecl.,

   A ten, Il.2.372, Od.9.160, etc.; οἱ δ. the Ten, Isoc.18.6; ἡ τῶν δ. τυραννίς Arist.Ath.41.2; also οἱ δ. the Attic Orators, Philostr.VS2.1.14; τὰ δέκα [ἔτη] ἀφ' ἥβης those who are ten years past 20 (the age of military service), X.HG3.4.23; δ. ἄνδρες, = Lat. decemviri, App.Hann.56: compds. (not in early writers, but usu. in Hellenistic Gr.) δεκᾰ-είς, Tab.Heracl.2.34, Plu. Num.3: δεκαδύο, PSI5.509.10 (iii B.C.), IG22.1013.31 (ii/i B.C.), Plu. Cat.Mi.44, Act.Ap.19.7: δεκατρεῖς, D.47.77,81, BGU644.5 (i A.D.): δεκατέσσαρες, α, Plb.1.36.11, etc.; Delph. δεκατέτορες SIG241A2 (iv B.C.): δεκαπέντε, PRev.Laws12.17 (iii B.C., prob.), D.S.2.13 codd.; Thess. δεκαπέμπε IG9(2).553.13 (Larisa, i B.C.): δεκαέξ, Tab.Heracl.2.40,PSI4.379.6 (iii B.C.), LXXGe.46.18, Str.2.5.42: δεκαεπτά, PSI5.509.13 (iii B.C.), v.l. in D.S.12.36, J.BJ5.11.4, S.E.M.1.114, etc.: δεκαοκτώ, IG 2.1054.47, Cleonid.Harm.2, Ev.Luc.13.11: δεκαεννέα, PSI4.396.12 (iii B.C.), D.S.12.71, Plu.2.932b:—hence δεκα-έννατος,

   A nineteenth, ἡμέρα Lyd.Ost.18.

German (Pape)

[Seite 541] οἱ, αἱ, τά, indeclin., zehn, Latein. decem, Sansktit dacan, Gothisch taihun, Althochdeutsch zehan, s. Curtius Grundzüge der Griech. Etymol. 1, 104. Verwandt ist wohl δέχομαι (δέκομαι), δεξιός, δάκτυλος, δοχμή; nämlich »zehn« ist die Zahl der Finger; diese aber erhielten ihren Namen wohl im Griech. wie im Deutschen vom »fangen«, aufnehmen, fassen, δέχεσθαι, δέκεσθαι, Wurzel Δεκ-; die rechte Hand ist vorzugsweise diejenige, mit welcher man zugreift, aufnimmt, faßt, daher δεξιός. Δέκα nun also heißt wörtlich übersetzt »die Finger«, d. i. »die Fingerzahl«. Das deutsche »Finger« ist der dem Griech. δέκα zu Grunde liegenden Wurzel Δεκ-lautlich fremd und stammt von einer anderen dem Δεκ- gleichbedeutenden Wurzel; doch erscheint wohl auch im Deutschen die Wurzel Δεκ- außer im Zahlworte »zehn« oder »zehen« noch in der »Zehe«, Gothisch taihô, Althochdeursch zehâ; die »Zehen« sind die zehen Finger, die Faßglieder der Füße. – Das Wort δέκα findet sich von Homer an überall; bei Homer ist es in der Ilias weit häufiger als in der Odyssee; in letzterer findet es sich 4, 129. 9, 160. 24, 340, an allen drei Stellen als genaue Zahlbestimmung. Als Ausdruck für eine unbestimmte Vielheit in der Ilias, 2, 372. 489. 4, 347; als genaue Zahlbestimmung in der Ilias z. B. 2, 618. – Attisch bezeichnet οἱ δέκα eine Behörde, die aus zehn Personen besteht, »die Zehnmänner«, decemviri. – Bei Xen. Hell. 3, 4, 23 sind οἱ τὰ δέκα ἀφ' ἥβης, sc. ἔτη, die, welche schon 10 Jahre seit dem 20. Jahre Kriegsdienste gethan haben.

Greek (Liddell-Scott)

δέκᾰ: οἱ, αἱ, τά, ἄκλ., Ἰλ. Β. 372, Ὀδ. Ι. 160, κτλ.· – οἱ δέκα, δηλ. ἄρχοντες, Decemviri, Λυσ. 172. 26, Ἰσοκρ. 372Β· οἱ δέκα [ἔτη] ἀφ’ ἥβης, οἱ ὑπερβάντες κατὰ δέκα ἔτη τὸ 20 τῆς ἡλικίας αὐτῶν (τὸν χρόνον δηλ. τῆς στρατιωτικῆς ὑπηρεσίας), Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 23· τὸ δέκα συντίθεται μετὰ τοῦ ἓν καὶ δύω: ἕνδεκα, δυώδεκα· ἀλλὰ παλαιότεροι καὶ δόκιμοι συγγραφεῖς ἔλεγον: τρεῖς καὶ δέκα, τέσσαρες καὶ δέκα, κτλ.· τὸ σύνθετον δεκα-τρεῖς ἀπαντᾷ παρὰ τῷ Ψευδο-Δημ. 1158. 25., 1162. 21., 1164. 12· δεκα-τέσσαρες, α, Πολυβ. 1. 36, 11, κτλ.· δεκα-πέντε, Διοδ. 2. 13· δεκαεπτά, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 114, κτλ.· γεν. δέκων, ἐν Ἐπιγρ. Ἰων τῆς Χίου, R öhl JGA 381d, 13, ἐν ᾗ κεῖνται καὶ αἱ γεν. δυῶν, τεσσερακόντων, πεντηκόντων, ἐνενηκόντων· παρ’ Ἡσιόδ. Ε. Η. 696 τριηκόντων. (Πρβλ. Σανσκρ. daśan, Λατ. decem, κτλ., ἴδε ἐν Δδ Ι· πρβλ. ὡσαύτως δάκτυλος).

French (Bailly abrégé)

(οἱ, αἱ, τά)
numéral indécl.
dix.
Étymologie: cf. lat. decem.

English (Autenrieth)

ten.

English (Slater)

δέκα
   1 ten τρεῖς δὲ καὶ δέκ' ἄνδρας ὀλέσαις (O. 1.79) πέφνε δὲ τρεῖς καὶ δέκ' ἄνδρας, τετράτῳ δ αὐτὸς ἐπεδάθη fr. 135.

Spanish (DGE)

(δέκᾰ) οἱ, αἱ, τά

• Alolema(s): arcad. δέκο Sokolowski 2.32.6 (Arcadia V a.C.)

• Grafía: graf. ζέκα IO 2.3 (VI a.C.), SEG 11.275.3 (Fliunte VI a.C.)

• Morfología: [masc. sg. ὁ δ. Speus.28.23, FXanthos 7.48.3 (I d.C.), Athenag.Leg.6.1; indecl., pero gen. δέκων Schwyzer 688D.13 (Quíos V a.C.)]
I ref. a una cantidad determinada
1 numeral diez, Il.2.618, 9.122, 19.247, Od.9.160, 24.340, Hes.Th.636, Op.612, IO l.c., SEG l.c., τὰ δέκα ἀφ' ἥβης las diez clases más jóvenes en servicio militar e.e., las incluidas en los diez años a partir de haber cumplido la edad militar, X.HG 2.4.32, 3.4.23, δ. ἀρχαί diez principios básicos que constituyen el universo según algunos pitagóricos, Pythag.B.5, δ. λόγοι los diez mandamientos LXX Ex.34.28, De.10.4, δ. Αἰῶνες los diez Eones producidos por Λόγος y Ζωή según la gnosis valentiniana, Iren.Lugd.Haer.1.1.2
llamados tb. δ. Δυνάμεις Iren.Lugd.Haer.1.3.2, cf. 1.11.1
unido a otros numerales c. o sin καί expresando los guarismos del once al diecinueve δέκα hέν once, TEracl.2.34 (IV a.C.), δέκα δύο doce Hp.Vict.3.80, cf. Schwyzer l.c., δέκα τέτορες catorce, CID 2.31.2 (IV a.C.), δέκα ἕξ dieciséis LXX Ge.46.18, ἑπτὰ δὲ καὶ δέκα diecisiete, Od.5.278, 7.267, 24.63, δέκα ὀκτώ LXX Id.3.14, ὀκτὼ καὶ δέκα ... γεγονὼς ἔτη Philostr.VS 585, cf. IAbonuteichos 6.15, δέκα ἐννέα IG 42.110A.9 (IV/III a.C.)
c. multiplicativo τρίς δέκα treinta Call.Dian.33.
2 ref. a grupos de personas οἱ Δ. esp. ref. a grupos institucionales:
a) la comisión de diez πρόβουλοι elegida en Atenas durante la revolución oligárquica del 411 a.C. εἶπον γνώμην δ. ἄνδρας ἑλέσθαι ξυγγραφέας αὐτοκράτορας Th.8.67, aunque ya elegidos tras la derrota de Sicilia según Decr. en Arist.Ath.29.5;
b) el gobierno oligárquico que en Atenas sucedió al de los Treinta en el 403 a.C, Isoc.18.6, αἱροῦνται δὲ δ. τῶν πολιτῶν αὐτοκράτορας ἐπὶ τὴν τοῦ πολέμου κατάλυσιν Arist.Ath.38.1, ἡ τῶν δ. τυραννίς Arist.Ath.41.2 (cf. δεκαδοῦχος);
c) el gobierno de diez magistrados o decadarcas que los espartanos instauraron en diversas ciudades tras la Guerra del Peloponeso τυραννοῦνται καὶ ὑπὸ δ. ἀνδρῶν, οὓς Λύσανδρος κατέστησεν ἐν ἑκάστῃ πόλει X.HG 3.5.13;
d) en Roma los decenviros ref. a los decemuiri stlitibus iudicandis δ. [ἀν] δρῶν ἐπὶ τῆς τῶν [δι] αφορῶν κρίσεως IEphesos 701.5 (I d.C.), τῶν δέκα ἀνδρῶν τῶν τὰ φονικὰ δικασάντων IG 4.588.2, 5(1).533.6 (ambas II d.C.), cf. IG 5(1).1390.32, 167 (Andania I a.C.), FXanthos 7.48.3 (I d.C.), IGR 3.134 (Paflagonia II d.C.), 3.249 (Laodicea), D.C.54.26.6, tb. sg. δ. ἀνήρ FXanthos 7.48.3 (I d.C.)
los decemuiri legibus scribendis τὰ ... γραφέντα ὑπὸ τῶν δ. ἀνδρῶν D.H.10.55, ἐν ... τῇ Ῥώμῃ δέκα ἄνδρες κατεστάθησαν νομογράφοι D.S.12.23, cf. 24
los decemuiri agris diuidundis δέον αὐτοὺς ἄνδρας ... ἀποδεῖξαι δ. τοὺς ὁριοῦντας τὴν γῆν siendo preciso que designaran a los decenviros encargados de fijar los límites de la tierra D.H.8.81, cf. 9.37
los decemuiri sacris faciundis οἱ χρησμοὶ ... ὑπ' ἀνδρῶν δ. φυλαττόμενοι D.H.4.62, οἱ ... τὰ Σιβύλλεια ἐπισκεπτόμενοι δ. ἄνδρες App.Hann.56, οἱ δέκα ἱερεῖς D.C.74.1;
e) ref. una comisión de diez legados o decénviros encargada de tratar los asuntos de los territorios conquistados ἡ σύγκλητος ἄνδρας δ. καταστήσασα Plb.18.42.5, cf. ILampsakos 4.69 (II a.C.), App.Hisp.99;
f) οἱ δ. los Diez oradores áticos, Philostr.VS 585.
II ref. a una cantidad indeterminada en hipérb., diez como número arbitrario o convencional εἴ μοι δέκα μὲν γλῶσσαι, δέκα δὲ στόματ' εἶεν Il.2.489, cf. 372, 4.347, Emp.B 129.6, ἵνα ... ἕξετε θλῖψιν ἡμερῶν δ. para que tengáis tribulación durante diez días, Apoc.2.10.
III fil. y mat. el número diez, el diez como abstracción αἴ τις ἀπὸ τῶν δέκα ἓν ἀφέλοι Dialex.5.14
considerado número perfecto en la fil. pitagórica ἔστι ... τὰ δέκα τέλειος Speus.28.15, ὁ ... δέκα ἔχει ἴσους (τοὺς πρώτους καὶ ἀσυνθέτους καὶ τοὺς δευτέρους καὶ συνθέτους) el diez tiene igual cantidad (tanto de números primos y simples como de secundarios y compuestos) Speus.28.23, μέγιστος ... ἀριθμὸς ὁ δέκα κατὰ τοὺς Πυθαγορικούς Athenag.l.c.
en autores crist., como número que representa la perfección de Dios ὅρα ... τὸν δ. τέλειον ὄντα καὶ οἰκεῖον θεοῦ Origenes Fr.62 in Ier.39.17, cf. Io.10.1 (p.171).

• Etimología: De *dekm̥, cf. ai. dáśa, lat. decem, etc.

English (Strong)

a primary number; ten: (eight-)een, ten.

English (Thayer)

οἱ, αἱ, τά (from Homer down), ten: θλῖψις ἡμερῶν δέκα, i. e. to last a short time: Terence, heaut. 5,1, 36 decem dierum vix mi est familia.

Greek Monolingual

οι, τα (AM δέκα, οἱ αἱ, τά)
άθροισμα τόσων μονάδων όσα είναι τα δάχτυλα και τών δύο χεριών του ανθρώπου
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. χαρτί της τράπουλας με δέκα σημεία (δέκα σπαθί, μπαστούνι, κούπα ή καρό)
2. φρ. α) «δέκα πληγές του Φαραώ» — οι δέκα θεομηνίες που ενέσκηψαν στην Αίγυπτο για να αναγκάσουν τον Φαραώ να επιτρέψει την έξοδο τών Εβραίων από τη χώρα
β) «δέκα εντολές» — οι εντολές του Μωσαϊκού νόμου
γ) «δέκα, δέκα» — ανά δέκα («να μετρήσεις τα αντίτυπα δέκα, δέκα»)
αρχ.
1. ως ουσ. οἱ δέκα (άνδρες)
Αθηναίοι άρχοντες επί Πεισιστράτου
2. οἱ δέκα
οι Αττικοί ρήτορες
3. «οἱ δέκα ἀφ' ἥβης» — αυτοί που έχουν συμπληρώσει δέκα χρόνια από την εκπλήρωση της στρατιωτικής τους θητείας, όσοι είναι τριάντα ετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δέκα ανάγεται σε IE dekm πρβλ. λατ. decem, αρχ. ινδ. dάśa).
ΠΑΡ. δεκάκις, δέκατος
αρχ.
δεκαχή
αρχ.-μσν.
δεκανός
νεοελλ.
δεκάρι, δεκαριά.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) δεκάβαθμος, δεκαγράμματος, δεκάγωνος, δεκαδάκτυλος, δεκάδραχμος, δεκαεννέα, δεκαέξι, δεκαεπτά, δεκαετής, δεκάκλινος, δεκάλιτρος, δεκάλογος, δεκάμετρος, δεκάμηνος, δεκαοκτώ, δεκαπέντε, δεκαπλάσιος, δεκάπλευρος, δεκαπλός, δεκάποδος, δεκάπους, δεκάρχης, δεκάσημος, δεκάστιχος, δεκάστυλος, δεκασύλλαβος, δεκατέσσερεις, δεκατρείς, δεκάχορδος, δεκάχρονος
αρχ.
δεκαβάμων, δεκάβοιος, δεκαγονία, δεκαδάρχης, δεκάδαρχος, δεκάδελτος, δεκαδούχος, δεκάδωρος, δεκαείς, δεκαέτηρος, δεκακότυλος, δεκακυμία, δεκαμναίος, δεκάμνους, δεκαμοιρία, δεκάμορφος, δεκαναΐα, δέκανδρος, δεκάπαλαι, δεκάπλοκος, δεκάπολις, δεκάπτυχος, δεκάρουρος, δεκάρταδος, δεκάσπορος, δεκαστάδιον, δεκαστάτηρος, δεκάστεγος, δεκάσχημος, δεκάφνιος, δεκάφυλος, δεκάχαλκον, δεκάχιλοι, δεκάχορδος, δεκάχρονος, δεκέμβολος, δεκέτηρος, δεκέτης, δεκήρης, δεκώβολον, δεκώρυγος
αρχ.-μσν.
δεκαδύω, δεκαόργυιος, δεκάπληγος, δεκατάλαντος
μσν.
δεκακέφαλοι, δεκάπλεθρος, δεκανομώ
νεοελλ.
δεκάγραμμος, δεκαγώνιο, δεκάδιπλος, δεκάεδρος, δεκάζυγο, δεκαήμερος, δέκαθλο, δεκάκερος, δεκάκωπος, δεκάλοδος, δεκαμελής, δεκαμερής, δεκάμερο, δεκασέλιδος, δεκασχιδής, δεκάτομος, δεκάφυλλος, δεκαφώτιστος, δεκάωρος. (Β' συνθετικό) δώδεκα, ένδεκα
αρχ.
αυτόδεκα, δυοκαίδεκα, δυώδεκα, εκκαίδεκα, εννεακαίδεκα, εξκαίδεκα, επτακαίδεκα, οκτωκαίδεκα, πεντεκαίδεκα, συνδώδεκα, συνεκκαίδεκα, τεσσαρεσκαίδεκα, τεσσερεσκαίδεκα, τρεισκαίδεκακα, τρισκαίδεκα.

Greek Monotonic

δέκᾰ: οἱ, αἱ, τά, άκλιτο, δέκα, Λατ. decem, σε Όμηρ. κ.λπ.· οἱ δέκα, οι Δέκα (άρχοντες), σε Ρήτ.· οἱ δέκα (ἔτη) ἀφ' ἥβης, αυτοί οι οποίοι έχουν περάσει κατά δέκα χρόνια την ηλικία των 20 (δηλ. την ηλικία της στρατιωτικής θητείας), σε Ξεν. (μερικοί το συνδέουν με το δάκ-τυλος, από τον αριθμό των δαχτύλων).

Russian (Dvoretsky)

δέκα: οἱ, αἱ, τά indecl. десять: εἰς τὰ δ. καταριθμεῖν Arst. считать по десятичной системе; οἱ τὰ δ. (sc. ἔτη) ἀφ᾽ ἥβης Xen. на 10 лет переросшие призывной возраст, т. е. тридцатилетние; οἱ δ. Thuc., Lys., Isocr. (= οἱ δεκαδοῦχοι) коллегия десяти (преимущ. правительство в составе десяти человек, захватившее, при содействии Лисандра, власть в Афинах; в Риме - децемвиры Diod.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δέκα, indecl., tien; subst. τὰ δέκα ἀφ’ ἥβης de tien klassen vanaf dienstleeftijd (d.w.z. leeftijdsgroepen soldaten voor elke leeftijd tussen de 20 en 30 jaar);. οἱ δ. de Tien (tirannen, in Athene) Xen. Hell. 2.4.24.