ὑστερέω

From LSJ
Revision as of 08:56, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑστερέω Medium diacritics: ὑστερέω Low diacritics: υστερέω Capitals: ΥΣΤΕΡΕΩ
Transliteration A: hysteréō Transliteration B: hystereō Transliteration C: ystereo Beta Code: u(stere/w

English (LSJ)

Afut. ὑστερήσω LXXPs.83(84).12, al.: aor. ὑστέρησα (freq. with v.l. ὑστέρισα) Hdt.1.70, etc.: pf. ὑστέρηκα D.S.15.47, Ep.Hebr.4.1: plpf. ὑστερήκειν Th.3.31:—Pass., aor. ὑστερήθην 2 Ep.Cor.11.9, J.AJ15.6.7: (ὕστερος):—to be behind or be later, come late, opp. προτερέω or φθάνω, ὑστέρησαν οἱ ἄγοντες Hdt.1.70, cf. E.Ph.976, X.HG 5.1.3, Pl.Grg.447a: c. dat. modi, ὑ. τῇ διώξει Th.1.134; τῇ βοηθείᾳ D.59.3: simply, occur later, of thunder after lightning, Epicur.Ep.2p.46U.
II c. gen. rei, come later than, come too late for, ὑστέρησαν (v.l. ὑστέρισαν) ἡμέρῃ μιῇ τῆς συγκειμένης came one day after the appointed day, Hdt.6.89; ὑ. τῆς μάχης ἡμέραις (sic leg. cum cod.C1, pro ἡμέρας) πέντε came too late for the battle by five days, X.An.1.7.12; ὑστερήσαντες οὐ πολλῷ Th.8.44; ὑ. δείπνου Amphis 39; ἐπειδὴ τῆς Μυτιλήνης ὑστερήκει had come too late to save Mytilene, Th.3.31; ὑ. τῆς πατρίδος fail to assist it, X.Ages.2.1; τῶν λέμβων ὑ. miss them, Plb.5.101.4; τῶν καιρῶν Arist.SE175a26; τῆς ἐργασίας PCair.Zen. 25.12 (iii B. C.); ταύτης [τῆς ὥρας] Gal.7.362; τῆς βοηθείας D.S. 13.110.
2 c. gen. pers., come after him, ὑ. εἰς Ἁλίαρτον τοῦ Λυσάνδρου X.HG3.5.25: also c. dat., come too late for him, Th.7.29.
3 ὑ. ἔς τι Hp.Epid.6.7.3.
III metaph., lag behind, be inferior to, τῶν . . ἀποστόλων 2 Ep.Cor.11.5; ἐμπειρίᾳ ὑ. τῶν ἄλλων Pl.R.539e; μηδ' ἐν ἄλλῳ μηδενὶ μέρει ἀρετῆς ὑ. ib.484d; ἵνα γνῶ τί ὑστερῶ ἐγώ LXXPs.38(39).5.
2 fall below, fail to do justice to a theme, ὑστερήσας οὐδὲν τῆς τέχνης Luc.Par.60.
IV fail to obtain, lack, τἀγαθοῦ Clearch.Com.3.5; τοῦ δικαίου PEnteux.86.11 (iii B. C.); ξύλων ἀκανθίνων οὐχ ὑστεροῦσι, ἀλλ' ἢ ἔχουσιν ἱκανά PCair.Zen. 270.5 (iii B. C.):—Med. (with aor. Pass.), ὑστερεῖσθαί τινος D.S.18.71, Ep.Rom.3.23, J.AJ15.6.7, PMasp.2 iii 14 (vi A. D.); ὑστερηθεὶς τῆς ὁράσεως having lost his sight, PLond.5.1708.85 (vi A. D.); δάνιον δανιεῖς αὐτῷ ὅσον ἂν ἐπιδέηται καὶ καθ' ὅσον ὑστερεῖται LXX De.15.8 (cod. A); in fut. Med., παιδὸς ὑστερήσομαι (ἐστερήσομαι corr. Reiske) E.IA 1203.
2 abs., fail, come to grief, Phld.Oec.p.50 J.; fall short of supplies, ἵνα μηθὲν ὑστερῇ τὰ ἐλαιούργια PHib.1.43.6 (iii B. C.):—Med., to be in want, Ev.Luc. 15.14, 1 Ep.Cor.8.8; pf. part. ὑστερημένοι = those who have failed, Phld.Herc.1457.9.
V of things, fail, be wanting, Dsc.5.75.13, Ev.Jo.2.3; ἕν σε (v.l. σοι) ὑστερεῖ Ev.Marc. 10.21; ὡς μὴ ὑστερεῖν τι ὑμῖν τῶν ὑπαρχόντων δικαίων BGU1074.7 (iii A. D.).—Cf. ὑστερίζω throughout.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ὑστερήσω, ao. ὑστέρησα, pf. ὑστέρηκα;
Pass. seul. ao. ὑστερήθην;
être en arrière, d'où
1 venir trop tard, être en retard ; ὑστερεῖν τινος εἰς τόπον XÉN arriver après qqn dans un lieu ; ὑ. μάχης XÉN n'arriver qu'après le combat;
2 fig. être en arrière de : τινος être inférieur à qqn ; ἔν τινι en qch ; τινί τινος à qqn en qch;
3 être en arrière de, manquer de, gén.;
NT: manquer, se trouver dans le besoin.
Étymologie: ὕστερος.

German (Pape)

ὑστερεύω.

Russian (Dvoretsky)

ὑστερέω:
1 приходить (слишком) поздно, опаздывать Her., Xen., Plat.: ἢν δ᾽ ὑστερήσῃς, οἰχόμεσθα Eur. если ты опоздаешь, мы пропали; ὑστερῆσαί τινος εἰς Ἁλίαρτον Xen. прибыть в Галиарт позднее кого-л.; ὑ. τῇ βοηθείᾳ Dem. и τῆς βοηθείας Diod. опаздывать с помощью; οὐχ ὡς ὑστερήσειε τῆς πατρίδος προεθυμεῖτο Xen. он не желал опоздать с помощью родине; ὑστερῆσαι ἡμέρῃ μιῇ τῆς συγκειμένης Her. опоздать на один день против назначенного срока; ὑστερῆσαι τῆς μάχης ἡμέραις πέντε Xen. прийти пять дней спустя после битвы; ὑστερῆσαι τῇ διώξει Thuc. отстать в погоне, не догнать; ὑστερῆσαί τινι Thuc. не застать (уже) кого-л.;
2 упускать, пропускать (τῶν καιρῶν Arst.): ὑ. οὐδέν τινος Luc. не пропускать ничего из чего-л.;
3 отставать, уступать, быть ниже (τινός τινι или ἔν τινι Plat.);
4 недоставать, не хватать (τινι NT);
5 med.-pass. ощущать недостаток, нуждаться (τινος Diod. и ἔν τινι NT).

Greek (Liddell-Scott)

ὑστερέω: μέλλ. -ήσω, Ἑβδ. ἀόρ. ὑστέρησα (συχνάκις μετὰ διαφόρ. γραφῆς ὑστέρισα) Ἡρόδ., κλπ.· πρκμ. ὑστέρηκα Διόδ. 15. 47, Καιν. Δ.· ὑπερσ. ὑστερήκειν Θουκ. 3. 31· ― Παθ., ἀόρ. ὑστερήθην Β΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ια΄, 8, Ἰώσηπος (ὕστερος). Μένω ὀπίσωἔρχομαι ἀργότερα, καθυστερῶ, ἀντίθετ. τῷ προτερέω καὶ τοῦ φθάνω· ὑστέρησαν οἱ ἄγοντες Ἡρόδ. 1. 70, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 976, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 3, Πλάτ. Γοργ. 447C· μετὰ δοτ. τρόπου ἢ τοῦ κατὰ τί, ὑστ. τῇ διώξει Θουκ. 1. 134· τῇ βοηθείᾳ Δημ. 1346. 9. ΙΙ. μετὰ γεν. πράγμ., ἔρχομαι βραδύτερόν τινος, ἀργότερον ἢ ὅσον ἔπρεπεν, ὑστέρησαν (διάφορ. γραφ. ὑστέρισαν) ἡμέρῃ μιῇ τῆς συγκειμένης, ἦλθον κατὰ μίαν ἡμέραν ἀργότερον τῆς προσδιορισθείσης ἡμέρας, Ἡρόδ. 6. 89· Ἀβροκόμας δὲ ὑστέρησε τῆς μάχης πέντε ἡμέραις, ἦλθε πέντε ἡμέρας ὕστερον ἀπὸ τὴν μάχην (οὕτω, ἀναγνωστέον ἀντὶ -ρας), Ξεν. Ἀν. 1. 7, 12· ὑστ. δείπνου Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 3· ἐπειδὴ τῆς Μυτιλήνης ὑστερήκει, εἶχε φθάσει ἀργὰ πρὸς σωτηρίαν τῆς Μ., Θουκ. 3, 31· ὑστ. τῆς πατρίδος, ἀδυνατῶ νὰ ὑπερασπίσω αὐτὴν, Ξεν. Ἀγησ. 2. 1· ὑστ. τῶν λέμβων, δὲν προφθάνω αὐτάς, Πολύβ. 5. 101, 4· τῶν καιρῶν Ἀριστ. Σοφ. Ἔλεγχ. 16. 5· τῆς βοηθείας Διόδ. 13. 110· ὑστερήσας οὐδὲν τῆς σεαυτοῦ τέχνης Λουκ. Παράσ. 60. 2) μετὰ γεν. προσ., ἔρχομαι κατόπιν τινός, ὑστ. τινὸς εἰς τόπον Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 25· ὡσαύτως μετὰ δοτ., ἔρχομαι παρὰ πολὺ ἀργὰ διά τινα ἄνθρωπον, Θουκ. 7. 29· ― ὡσαύτως, ὑστ. ἔς τι Ἱππ. 1194Η (ἐκ διορθώσεως τοῦ Littré). III. μεταφορ., δὲν φθάνω τινά, εἶμαι κατώτερός τινος, μετὰ γεν., Δημ. 447. 25, Β΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ια΄, 5· ὑστ. τινὸς ἐμπειρίᾳ Πλάτ. Πολ. 539Ε· μηδ’ ἐν ἄλλῳ μηδενὶ μέρει ἀρετῆς ὑστ. αὐτόθι 484D. IV. διατελῶ ἐν στερήσει τινός, δὲν κατορθώνω νὰ ἐπιτύχω τι, ὑστεροῦμεν τἀγαθοῦ Κλέαρχος ὁ Κωμῳδοποιὸς ἐν «Κορινθίοις» 1· ― οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὑστερεῖσθαί τινος Διόδ. 18. 71, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. γ΄, 23, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 6, 7· καὶ ἐν τῷ μέσ. μέλλ. ὑστερήσομαι παιδὸς (ὁ Pors. γράφει ἐστερήσομαι, ὁ δὲ Herm. ἧς στερήσομαι) Ψευδευρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 1203. 2) ἀπολ., διατελῶ ἐν στερήσει, Εὐαγγ. κατὰ Λουκ. ιε΄, 14, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. η΄, 8. V. ἐπὶ πραγμάτων, ἐλλείπω, δὲν ὑπάρχω, ἐπιλείπω, δὲν ἀρκῶ, Λατ. deficere, Διοσκ. 5, 86, Εὐαγγ. κ. Ἰω. β΄, 3· ἕν σοι ὑστερεῖ Εὐαγγέλ. κατὰ Μάρκον Ι΄, 21. ― πρβλ. ὑστερίζω ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 389.

English (Strong)

from ὕστερος; to be later, i.e. (by implication) to be inferior; generally, to fall short (be deficient): come behind (short), be destitute, fail, lack, suffer need, (be in) want, be the worse.

Greek Monolingual

υστερόω, Μ
υστερώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του ρ. ὑστερώ, κατά τα συνηρημένα σε -όω].
ὑστερῶ, ὑστερέω, ΝΜΑ ὕστερος
1. καθυστερώ, αργοπορώ
2. μτφ. είμαι κατώτερος, υποδεέστερος σε κάτι έναντι άλλου
3. (α. «υστερεί του αδελφού της ως προς τη μνήμη» β. «ἵνα μηδ' ἐμπειρίᾳ ὑστερῶσι τῶν ἄλλων», Θουκ.)
4. μέσ. υστερούμαι
στερούμαι
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) παρουσιάζω ελλείψεις σε έναν τομέα («υστερεί σε ομορφιά»)
μσν.
αφαιρώ («τούτῳ τῷ Ἔβερ θεὸς οὐχ ὑστέρησε τὴν ἀρχαίαν φωνήν», Μαλαλ. Ι.)
αρχ.
1. έρχομαι αργότερα από όσο έπρεπε
2. φτάνω σε έναν τόπο μετά από κάποιον άλλο
3. (για φυσικό φαινόμενο) εμφανίζομαι αργότερα σε σχέση με άλλο
4. έρχομαι πολύ αργά για κάποιον («τοὺς τῷ Δημοσθένει ὑστερήσαντας», Θουκ.)
5. (ενεργ. και μέσ.) αποτυγχάνω («πάντες γὰρ ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ», ΚΔ)
6. (αμτβ.) (για πράγμ.) δεν υπάρχω ή δεν αρκώ, ελλείπω («καὶ ὑστερήσαντος οἴνου λέγει ἡ μήτηρ τοῦ Ἰησοῦ πρὸς αὐτόν», ΚΔ)
7. φρ. «ὑστερῶ τῆς πατρίδος» — αδυνατώ να υπερασπιστώ την πατρίδα (Ξεν.).

English (Thayer)

ὑστερῶ; 1st aorist ὑστέρησα; perfect ὑστέρηκα; passive, present ὑστεροῦμαι; 1st aorist participle ὑστερηθείς; (ὕστερος);
1. Active, "to be ὕστερος i. e. behind; i. e.
a. to come late or too tardily" (so in secular authors from Herodotus down): to be left behind in the race and so fail to reach the goal, to fall short of the end; with ἀπό and the genitive indicating the end, metaphorically, fail to become a partaker: ἀπό τῆς χάριτος, fall back (i. e. away) from; cf. Winer's Grammar, § 30,6b.; Buttmann, 322 f (276f) cf. § 132,5) (to be inferior, in power, influence, rank, L T Tr WH passive, ὑστερουμένῳ); in virtue, τί ἔτι ὑστερῶ; in what am I still deficient (A. V. what lack I yet (cf. Buttmann, § 131,10)), ἵνα γνῷ τί ὑστερῶ ἐγώ, μηδ' ἐν ἄλλῳ μηδενί μέρει ἀρετῆς ὑστερουντας, Plato, de rep. 6, p. 484d.); μηδέν or οὐδέν followed by a genitive (depending on the idea of comparison contained in the verb (Buttmann, § 132,22)) of the person, to be inferior to (A. V. to be behind) another in nothing, to fail, be lacking (Dioscorides (100 A.D.>?) 5,86): Tdf.); ἕν σοι (T WH Tr marginal reading σε (cf. Buttmann, as above)) ὑστερεῖ, to be in want of, lack: with a genitive of the thing (Winer's Grammar, § 30,6), Josephus, Antiquities 2,2, 1).
2. Passive to suffer want (Winer's Grammar, 260 (244)): περισσεύειν, to abound, τίνος, to be devoid (R. V. fall short) of, Diodorus 18,71; Josephus, Antiquities 15,6, 7); ἐν τίνι, to suffer want in any respect, πλουτίζεσθαι ἐν τίνι, to lack (be inferior) in excellence, worth, opposed to περισσεύειν (A. V. to be the worse ... the better), ἀφυστερέω.)

Greek Monotonic

ὑστερέω: (ὕστερος), μέλ. -ήσω, παρακ. ὑστέρηκα, υπερσ. ὑστερήκειν — Παθ., αόρ. αʹ ὑστερήθην·
I. μένω πίσω ή έρχομαι αργότερα, καθυστερώ, σε Ηρόδ., Αττ.
II. με γεν. πράγμ., έρχομαι αργότερα από, καθυστερώ για, ὑστέρησαν ἡμέρῃ μιῇ τῆς συγκειμένης, προσήλθαν μία μέρα αργότερα της προκαθορισμένης μέρας, σε Ηρόδ.· τῆς Μυτιλήνης ὑστερήκει, είχε φθάσει αργά για την σωτηρία της Μυτιλήνης, σε Θουκ.· ὑστερέω τῆς πατρίδος, αδυνατώ να την υπερασπίσω, σε Ξεν.
2. με γεν. προσ., έρχομαι μετά από κάποιον, στον ίδ.· επίσης με δοτ., έρχομαι πάρα πολύ αργά για κάποιον, σε Θουκ.
III. μεταφ., δεν φθάνω κάποιον, είμαι κατώτερος, τινός, σε Πλάτ. κ.λπ. IV.1. είμαι ελλιπής, ανεπαρκής, δεν κατορθώνω να πετύχω κάτι· ομοίως και σε Μέσ., ὑστερεῖσθαί τινος, σε Καινή Διαθήκη
2. απόλ., βρίσκομαι σε ανάγκη ή έλλειψη, στερούμαι, στο ίδ.
V. λέγεται για πράγματα, είμαι ελλιπής, δεν επαρκώ, Λατ. deficere, στο ίδ.

Middle Liddell

ὕστερος
I. to be behind or later, come late, Hdt., Attic
II. c. gen. rei, to come later than, come too late for, ὑστέρησαν ἡμέρῃ μιῇ τῆς συγκειμένης came one day after the appointed day, Hdt.; τῆς Μυτιλήνης ὑστερήκει had come too late to save Mytilene, Thuc.; ὑστ. τῆς πατρίδος to fail to assist it, Xen.
2. c. gen. pers. to come after him, Xen.; also c. dat. to come too late for him, Thuc.
III. metaph. to come short of, be inferior to, τινός Plat., etc.
IV. to come short of, fail to obtain:—so in Mid., ὑστερεῖσθαί τινος NTest.
2. absol. to be in want, NTest.
V. of things, to fail, be wanting, Lat. deficere, NTest.

Chinese

原文音譯:Østeršw 虛士帖雷哦
詞類次數:動詞(16)
原文字根:缺少 相當於: (חָדֵל‎) (חָסֵר‎)
字義溯源:趕不上,次等的,有缺點的,缺少,缺欠,缺乏,虧缺,窮乏,窮苦,損,失,在⋯之下,用盡;源自(ὕστερος)=末後的),而 (ὕστερος)出自(ὑπό)*=被)。比較: (λείπω)=缺少
出現次數:總共(16);太(1);可(1);路(2);約(1);羅(1);林前(3);林後(3);腓(1);來(3)
譯字彙編
1) 趕不上了(1) 來4:1;
2) 是缺乏(1) 腓4:12;
3) 有缺乏(1) 林後11:9;
4) 受窮乏(1) 來11:37;
5) 失(1) 來12:15;
6) 我⋯之下(1) 林後12:11;
7) 我⋯趕不上(1) 林後11:5;
8) 有缺欠的(1) 林前12:24;
9) 損(1) 林前8:8;
10) 窮苦(1) 路15:14;
11) 還缺少(1) 可10:21;
12) 你們缺少(1) 路22:35;
13) 用盡了(1) 約2:3;
14) 缺乏(1) 林前1:7;
15) 虧缺了(1) 羅3:23;
16) 缺少(1) 太19:20

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=καθυστερῶ, εἶμαι κατώτερος). Ἀπό τό ὕστερος.
Παράγωγα: ὑστεραῖος, ὑστέρημα, ὑστέρησις, καθυστέρησις, ὑστερητικός, ὑστερίζω, ὑστέρα (=μήτρα), ὑστερικός, ὑστέρως, ὑστεροβουλῶ.