σύμβολον

From LSJ
Revision as of 13:55, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "perh." to "perhaps")

ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → but he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμβολον Medium diacritics: σύμβολον Low diacritics: σύμβολον Capitals: ΣΥΜΒΟΛΟΝ
Transliteration A: sýmbolon Transliteration B: symbolon Transliteration C: symvolon Beta Code: su/mbolon

English (LSJ)

τό, A tally, i.e. each of two halves or corresponding pieces of an ἀστράγαλος or other object, which two ξένοι, or any two contracting parties, broke between them, each party keeping one piece, in order to have proof of the identity of the presenter of the other, ἀποδεικνύντες τὰ σ. ἀπαίτεον τὰ χρήματα Hdt.6.86.β; ξένοις τε πέμψω σύμβολ', οἳ δράσουσί σ' εὖ E.Med.613 (cf. Sch.); διαπεπρισμένα ἡμίσε' ἀκριβῶς ὡσπερεὶ τὰ σ. Eub.70; ὡς σ. ὀρέγεται ἀλλήλων [τὰ ἐναντία] Arist.EE1239b31; ζητεῖ . . τὸ αὑτοῦ ἕκαστος σ. Pl.Smp.191d; καθάπερ ἐκ συμβόλων Arist.Mete.360a26, cf. GA722b11, Pol.1294a35; ἔχειν σύμβολα πρὸς ἄλληλα complementary factors, Id.GC331a24; ποιησάσθω σύμβολα ἡ βουλὴ πρὸς τὸν βασιλέα τὸν Σιδωνίων, ὅπως ἂν ὁ δῆμος ὁ Ἀθηναίων εἰδῇ, ἐάν τι πέμπῃ κτλ. IG22.141.19. b of other devices having the same purpose, e.g. a seal-impression on wax, Plaut. Pseud.55 (hence ς. = signet-ring, Plin.HN33.10); an extant bronze hand is inscribed σ. πρὸς Οὐελαυνίους IG14.2432 (Gaul), cf. 279 (Lilybaeum, ii B.C., where the word does not occur). 2 any token serving as proof of identity, ἔλαβε σ. παρὰ βασιλέως τοῦ μεγάλου φιάλην χρυσῆν Lys.19.25; πολλῶν ἀγαθῶν . . εὐπορήσειν διὰ τὸ σ. ibid.; ὡς ἔγνω . . τὰ παρὰ τῆς γυναικὸς σ. X.Cyr.6.1.46; τὰ μητρὸς σ. E.Ion 1386, cf. Hel.291, El.577, Com.Adesp.17.16 D., D.S.4.59, Plu.Thes.6; ἰδοὺ τὰ σ. here are my credentials, Arr.Epict.1.16.11, cf. 3.22.99, 4.8.20; ἔχοντες σ. σαφὲς λύπης bearing clear credentials (consisting) of (a common) grief, S.Ph.403, cf. Aristid.1.416 J. 3 guarantee, σ. τῆς παιδεύσεως πιστότατον Isoc.4.49; σ. ὅτι παρ' ἐμοῦ [ἡ ἐπιστολή] ἐστι Pl.Ep.360a, cf. 363b; σ. τῆς σωτηρίας D.15.4; σ. τοῦ συμφέροντος εἰς τὸ μὴ βλάπτειν ἀλλήλους Epicur.Sent.31. 4 token, especially of goodwill, χρυσίον σ. φιλίας καὶ ξενίας Plu.Pyrrh.20, cf. Art.18; χρυσοῦν στέφανον ἔλαβον σ. περιέχοντα τῆς ὑμετέρας πρός με εὐσεβείας PLond.3.1178.13 (ii A.D.). 5 identity-token given to Athenian dicasts on entering the courts, entitling them to vote, and on presenting which they received another ς., in exchange for which they received their fee, Ar.Pl.278, D.18.210, Arist.Ath.65.2, 68.2, Poll.8.16; also in the ecclesia, Ar.Ec.297 (lyr.); διάδοσις τῶν σ. IG2.1749.76: extant theatre-tokens (without the word ς.) in IG5(2).323 (Mantinea, iv B.C.). 6 at Rome, = tessera, token entitling the bearer to a donation of corn or money, D.C.49.43. II of written documents, 1 passport or the seal thereon, Ar.Av.1214 (cf. Sch.); ἐκπλεῖν μηδένα ἀστῶν μηδὲ μέτοικον ἄνευ σ. Aen.Tact.10.8: metaph., Arr.Epict.3.12.15. 2 passenger-list, ἐμοῦ [τοῦ Ἑρμοῦ] τοὺς νεκροὺς ἀπαριθμοῦντος τῷ Αἰακῷ κἀκείνου λογιζομένου αὐτοὺς πρὸς τὸ . . πεμφθὲν αὐτῷ σ. Luc.Cat.4. 3 pl., treaty between two states providing for the security of one another's citizens and sometimes for the settlement of commercial and other disputes (usu. in the law-courts of the defendant's city (cf. Harp. s.v.)); εἰσὶ . . αὐτοῖς συνθῆκαι περὶ τῶν εἰσαγωγίμων καὶ σ. περὶ τοῦ μὴ ἀδικεῖν Arist.Pol.1280a39; σ. ποιήσασθαι πρὸς πόλιν D.7.11, cf. And.4.18; τὰ σ. συγχέων D.21.173; ἀπὸ συμβόλων δικάζεσθαι, κοινωνεῖν, Antipho 5.78, Arist.Pol.1275a10; αἱ ἀπὸ συμβόλων δίκαι Id.Ath.59.6; cf. συμβολή III: sg. in same sense, Foed. Delph.Pell.1 A 7 (also written συββ- ib. 1 B 10, al.); ἡ κατὰ τὸ σ. δικαιοδοσία πρός τινα Plb.23.1.2, cf. 32.7.3; κατὰ τὸ σ. IG12(7).67.48 (Arcesine, iv/iii B.C.), 9(1).331.5 (Chaleion, ii B.C.); κατὰ τὸ δοχθὲν κοινᾷ σ. GDI5040.70 (Crete). 4 contract between individuals, PCair.Zen.724.7,13, 790.2 (iii B.C.), PTeb.5.212 (ii B.C.), 52.10 (ii B.C.); αἰσχρὰ κακοῖς ἔργοις σ. θηκάμενοι forming disgraceful compacts (sealed) by evil deeds, Thgn.1150; τὰ τῷ Καίσαρι πεπραγμένα κυροῦν συμβόλῳ App.BC2.132. 5 receipt, sometimes made out in duplicate, σ. διπλᾶ ἐσφραγισμένα PSI4.324.4 (iii B.C.), cf. PRev.Laws52.19 (iii B.C.), UPZ25.25, 26.16 (ii B.C.); τὸ σ. τῆς ἀποχῆς PCair.Zen. 144.2 (iii B.C.); σ. ἀποχῆς PEnteux.73.4 (iii B.C.); σύμβολον ποιήσασθαι πρὸς αὐτόν PLille 4.18 (iii B.C.), cf. PHib.1.67.16 (iii B.C.); σ. καὶ ἀντισύμβολα BGU1741.10 (i B.C.); receipt for a pledged article, PCair. Zen.120.3 (iii B.C.). b fee for making out a receipt, PRyl.192.10 (ii A.D.), BGU1605.13 (ii A.D.), etc. 6 unilateral undertaking in writing, guarantee, PPetr.3p.164 (iii B.C.), PMich.Zen.57.4 (iii B.C.), UPZ112 ii 1 (ii B.C.). 7 warrant entitling the holder to draw allowances over a period, τοῦ κθ ἔτους τὸ σ. τοῦ ὀψωνίου καὶ τῆς ἀγορᾶς σύνταξον γράψαι PSI5.504.8 (iii B.C.); σ. σιτικὰ καὶ ἀργυρικά (bequeathed) PGrenf.1.21.16 (ii B.C.); σφράγισαι τὸ σ. PCair.Zen.375.11 (iii B.C.), cf. PSI4.349.2,7 (iii B.C.), UPZ14.89 (ii B.C.); τὰ σ. τῶν σιταρχιῶν BGU1755.5 (i B.C.). 8 warrant or commission from the Emperor, by which officers held their posts, Cod.Just.1.5.12.1, 11; σ. τριβούνου ib.12.33.8 Intr. III more generally, token, φυλάσσω λαμπάδος τὸ σ. the beacon-token, A.Ag.8; τέκμαρ τοιοῦτο σ. τέ σοι λέγω ib.315; μανθάνω τὸ σ. E.Or.1130, cf.Rh.220; clue, S.OT221; χειμῶνος σ. a sign of an approaching storm, Anaxag. 19, Sch.Arat.832; νόμισμα σ. τῆς ἀλλαγῆς ἕνεκα γενήσεται Pl.R. 371b; ἔστι τὰ ἐν τῇ φωνῇ τῶν ἐν τῇ ψυχῇ παθημάτων σ., καὶ τὰ γραφόμενα τῶν ἐν τῇ φωνῇ Arist.Int.16a4, cf. 24b2, Sens.437a15; τὰ τεχνητὰ τῶν σ. Plu.Per.6; νίκης σ. Ἰσθμιάδος, of the celery-wreath, Call.Fr.103; τὰ τῶν στρατοπέδων σ. legionary standards, Hdn.4.7.7; insignia of deities, D.H.8.38; τῆς βασιλείας Plu.Comp.Cim. Luc.3; εἰράνας σ. καὶ πολέμον, of a trumpet, AP6.151 (Tymn.). 2 omen, portent, Archil.44, A.Ag.144 (lyr.); σ. δ' οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν ἀμφὶ πράξιος ἐσσομένας εὗρεν θεόθεν Pi.O.12.7 (cf. Sch.); οἱ διὰ συμβόλων . . προλέγοντες distinguished from other kinds of μάντεις, Gal. 15.442; περὶ οἰωνῶν καὶ σ. καὶ διοσημιῶν Iamb.VP13.62;= auspicium, Gloss.; ἐν τοῖς λικμητηρίοις γεννώμενα τὰ βρέφη ἐτίθεσαν εἰς σ. εὐτροφίας Sch.Arat.268. 3 Medic., symptom, Gal.19.217, Aret.CD1.4, al. 4 prearranged signal, ἐπιχειρήσεως Plu.Rom.14; watchword, E.Rh.573. 5 secret code, τὰ μυστικὰ σ. τῶν περὶ τὸν Διόνυσον ὀργιασμῶν, ἃ σύνισμεν ἀλλήλοις οἱ κοινωνοῦντες Plu.2.611d, cf. Orph.Fr.31.23; consisting of a signum and a responsum, Firm. De Errore 18; τὰ σ. [Πυθαγόρου] Arist.Fr.197, Plu.2.727c; περὶ Πυθαγορικῶν σ., title of a work by Androcydes, Iamb.VP28.145; secret sign, γράψαι τι σ. ἐν πίνακι, . . μαθεῖν τὸν θέντα τὸ σ. ib.33.238, cf. 23.103, 32.227, Luc.Laps.5; allegory, Chrysipp.Stoic.2.256,257, Demetr. Eloc.243; διὰ συμβόλων μηνύειν Ph.2.559, cf. 1.681, al., Dam.Pr. 210. 6 religious creed, τὸ ἅγιον μάθημα ἤτοι σ. Cod.Just.1.1.7.11, cf. 13. IV pl., standard weights, IG22.1013.8. V a small coin, perhaps a half-obol, shaped D, Hermipp.61, Ar.Fr.44, Archipp. 8: hence σύμβολον κεκαρμένος with half the head shaved, Hermipp.14.

German (Pape)

[Seite 979] τό, ein Zeichen, aus dem man Etwas schließt, woran man Etwas erkennt, Kennzeichen, Merkmal; σύμβολον πιστὸν ἀμφὶ πράξιος ἐσσομένας, Pind. Ol. 12, 7; σύμβολον ποιουμένη, Archil. 24; ἔχοντες σύμβολον σαφὲς λύπης, Soph. Phil. 401, vgl. O. R. 221; φυλάσσω λαμπάδος τὸ σύμβολον, Aesch. Ag. 8; neben τέκμαρ, 306; dah. auch Vogelzeichen, 142; εἰς ξύμβολ' ἐλθόντες, Eur. Hel. 298; σύμβολον ἔχω σαφές, Rhes. 220; συμβόλοισι τοῖς σοῖς πέπεισμαι θυμόν, El. 577; Xen. Cyr. 6, 1, 46, vgl. Mem. 1, 1, 3, οἰωνοῖς τε χρῶνται καὶ φήμαις καὶ συμβόλοις (s. auch σύμβολος). – Uebh. Marke, tessera, wie in Athen z. B. die Richter in ihren Gerichtshöfen bekamen, Dem. 18, 210; vgl. Boeckh's Staatshaush. I p. 253; worauf Ar. Plut. 276 anspielt: ὁ δὲ Χάρων τὸ ξύμβολον δίδωσι, vgl. Schol.; od. in den Volksversammlungen, nach Ar. Eccl. 296; auch eine Art Aufenthaltskarte für die einpassirenden Fremden, vgl. Av. 1202 ff.; – ferner sind τὰ σύμβολα nach Harpocr. αἱ συνθῆκαι, ἃς ἂν αἱ πόλεις ἀλλήλαις θέμεναι τάττωσι τοῖς πολίταις ὥςτε διδόναι καὶ λαμβάνειν τὰ δίκαια, eine Art Handelstractat, daß bei Handelsstreitigkeiten jeder Beklagte in seinem Staate u. nach seinen Gesetzen gerichtet werden sollte; eine solche Verbindung hieß ἡ ἀπὸ συμβόλων κοινωνία, eine solche Verbindung eingehen ἀπὸ συμβόλων κοινωνεῖν, vgl. Arist. pol. 3, 1, u. die dabei vorkommenden Streitigkeiten αἱ ἀπὸ συμβόλων δίκαι, s. Boeckh's Staatshaush. I p. 54. 434 u. vgl. Antiph. 5, 78; ὅτι συμβόλων οὐδὲν δέονται Μακεδόνες πρὸς Ἀθηναίους, Dem. 7, 11, vgl. §. 9. 21. 173; ἀπὸ συμβόλων δικάζειν, solche Processe schlichten. – Unter Privatpersonen das Zeichen der Gastfreundschaft, die tessera hospitalitatis, welche in der Mitte durchgebrochen wurde, um sich durch Aneinanderpassen der Hälften wieder zu erkennen, worauf Plat. Conv. 191 d geht : ἕκαστος ἡμῶν ἐστιν ἀνθρώπου ξύμβολον, u. ζητεῖ δὴ ἀεὶ τὸ αὑτοῦ ἕκαστος ξύμβολον, jeder sucht seine Hälfte. – Bei einem Picknick gab Jeder, welcher daran Theil nehmen wollte, dem, der die Besorgung übernommen hatte, eine Marke, σύμβολον, u. entrichtete gegen Vorzeigung derselben am Ende der Mahlzeit seinen Antheil an der Zeche, s. συμβολή a. E.; daher übh. Beitrag, πρός τι, Plat. Ep. XIII, 362 d. – Uebh. Zeichen, ein verabredetes, sowohl mündliches Zeichen, = σύνθημα, Parole, als andere, wie die Münze, Plat. Rep. II, 371 b; dah. auch das Handgeld, welches man bei einem Handel od. Contract darauf giebt, um den Contract zu sichern. – Bes. auch ein sinnliches Zeichen für einen Begriff, ein Symbol.

Greek (Liddell-Scott)

σύμβολον: τό, (συμβάλλω ΙΙΙ. 2, γ) σημεῖον ἐξ οὗ τις γνωρίζει ἢ συμπεραίνει τι, φυλάσσω λαμπάδος τὸ σ., τὸ σημεῖον τοῦ πυρσοῦ τοῦ κατὰ συνθήκην καιομένου, τὸ τῆς φρυκτωρίας σημεῖον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 8˙ τέκμαρ τοιοῦτον ξ. τέ σοι λέγω αὐτόθι 315˙ σ. σαφὲς λύπης Σοφ. Φιλ. 403, πρβλ. Ο. Τ. 221, Εὐρ. Ὀρ. 1130, κτλ.˙ σ. ποιεῖσθαι τῆς σωτηρίας, ἐάν... Δημ. 191. 22˙ ― συχν. ἐν τῷ παθητ., σ. τινι τίθεσθαι Θέογν. 1146˙ εὑρεῖν Πινδ. Ο. 12. 10˙ ἐπὶ σημείων τοῦ σώματος, Εὐρ. Ἠλ. 577˙ ἐπὶ οἰωνῶν ἢ σημείων προφητικῶν, Ἀρχίλ. 41, Αἰσχύλ. Ἀγ. 144. 2) τεκμήριον, σημεῖον, γνώρισμα, σ. νίκης Ἰσθμιάδος, ὁ ἐκ κισσοῦ στέφανος, Καλλ. Ἀποσπ. 103˙ ἐπὶ σημαίας, Ἡρῳδιαν. 4. 7˙ ἐπὶ τῶν συμβόλων θεοτήτων, Διον. Ἁλ. 8. 38˙ τῆς βασιλείας Πλουτ. Κίμ. καὶ Λουκούλλ. Σύγκρισις 3˙ εἰράνας ξ. καὶ πολέμου, ἐπὶ σάλπιγγος, Ἀνθ. Π. 6. 151˙ νόμισμα ξ. ἀλλαγῆς ἕνεκα γενήσεται Πλάτ. Πολ. 371Β˙ ὄνομα ξ., ὡς τὸ κατὰ συνθήκην σημεῖον πράγματός τινος (notre rerum verba, Κικ.), Ἀριστ. π. Αἰσθ. 1, 11. 3) ἐνέχυρον, ἐφ’ ᾧ γίνεται δάνειον, Λυσί. 154. 14˙ ὡσαύτως = ἀρραβών, σημεῖον, ἐγγύησις, χρυσίον φιλίας συμβ. Πλουτ. Πύρρ. 20, πρβλ. Ἀρτοξέρξ. 18, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 145. 4) ἐπὶ ἰατρ. σημασίας, σύμπτωμα, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπ. 1. 4, κ. ἀλλ. 5) ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, = λίσπαι, Λατ. tesserae hospitales, δηλ. τὰ ἡμίση, ἢ δύο καλῶς πρὸς ἄλληλα ἁρμόζοντα τεμάχια ἀστραγάλου ἢ νομίσματος, τὰ ὁποῖα δύο διὰ ξενίας συνδεόμενα πρόσωπα ἢ εἰς συμφωνίαν τινὰ ἐλθόντα ἔφερον μεθ’ ἑαυτῶν ἕκαστος τὸ ἑαυτοῦ τεμάχιον, εἰς ἀναγνώρισιν, (διαπεπρισμένα ἡμίσε’ ἀκριβῶς ὡσπερεὶ τὰ σύμβολα Εὔβουλος ἐν «Ξούθῳ» 1), ἴδε Σχόλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 600, Ἡρόδ. 6. 86, 2, Εὐριπ. Μήδ. 613, Συλλ. Ἐπιγραφ. 87˙ (καὶ ἐν τῷ ἑνικῷ τὸ ἥμισυ ἢ τὸ ἀντίστοιχον μέρος, ζητεῖ... τὸ αὑτοῦ ἕκαστος ξ. Πλάτ. Συμπ. 191D, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτ. 4. 9, 1) ὥσπερ σύμβολα ὀρέγεται ἀλλήλων τὰ ἐναντία ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Εὐδ. 7. 5, 5˙ ὥσπερ ἐκ συμβόλων ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ 2. 4, 8˙ ἔχειν σύμβολα πρὸς ἄλληλα, σχέσεις ὡρισμένας..., ὁ αὐτ. π. Γενεσ. καὶ Φθορ. 2. 4, 4, πρβλ. Ἐμπεδ. ἐν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 9, Ἀριστοφ. (Ἀποσπ. 145) κτλ. παρὰ Πολυδ. Θʹ, 71 κἑξ., καὶ ἴδε ἐν λέξ. λίσπος ΙΙ˙ οὕτως, ἐπὶ σημείων χρησίμων πρὸς ἀναγνώρισίν τινος, ἅτινα ἄλλως ἐκαλοῦντο γνωρίσματα, Εὐρ. Ἴων 1386, Ξενοφ. Κύρ. 6. 1, 46˙ οὕτω καὶ, ἐς ξύμβολ’ ἐλθόνθ’, παραβαλόντες, συγκρίναντες τὰ γνωρίσματα, Εὐρ. Ἑλ. 291˙ ― παρὰ τοῖς κωμικοῖς, τὶ δράσω σύμβολον κεκαρμένος; δηλ. ἔχων τὸ ἥμισυ τῆς κεφαλῆς κεκαρμένον; Ἕρμιππος ἐν «Δημόταις» 1. 6) Λατ. tessera, «εἰδικῶς δὲ τὸ σύμβολον δηλοῖ γραμματεῖόν τι, ὃ ἐλάμβανε τῶν δικαστῶν ἕκαστος εἰσιὼν εἰς τὸ δικαστήριον, ὅ ἐστι πινάκιον» (Ἀν. Βεκ. σελ. 300, 32)˙ τοῦτο δὲ τὸ σύμβολον δεικνύοντες οἱ δικασταὶ ἐλάμβανον τὸν δικαστικὸν μισθόν, Δημ. 298. 6, Ἀριστ. Ἀποσπάσ. 420, Πολυδ. Ηʹ, 16˙ ὡσαύτως ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, Ἀριστοφάν. Ἐκκλ. 297˙ πρβλ. Böckh P. E. 1. 315. 7) ἄδεια πρὸς κατοικίαν διδομένη εἰς τοὺς ξένους, σ. ἐπιβάλλω τινί, ἀναγκάζω τινὰ νὰ λάβῃ τὴν ἄδειαν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1214, ἔνθα ἴδε τὸν Σχολιαστ. 8) σημεῖονἀπόδειξις, ἣν παρέδιδεν ἕκαστος τῶν εἰς κοινὸν συμπόσιον συνεισφερόντων, καὶ ἥτις ἐπεστρέφετο εἰς αὐτὸν πρὸς πληρωμὴν μετὰ τὴν εὐωχίαν, πρβλ. συμβολὴ ΙΙΙ˙ τὰ σημεῖα ταῦτα ἦσαν συνήθως ἐσφραγισμένα, ἢ σφραγῖδες ἀντ’ αὐτῶν ἐδίδοντο, ὅθεν σύμβολον καὶ σφραγὶς εἶναι πολλάκις συνώνυμα, Ἀριστοφάν. Ὄρν. ἔνθ’ ἀνωτ. 9) ἐν Ρώμῃ, = te sera frumentaria, σημεῖον, ἢ ἀπόδειξις, ἢ δελτίον, ὁ κάτοχος τοῦ ὁποίου ἐδικαιοῦτο νὰ λάβῃ ποσόν τι σίτου ἢ χρημάτων δωρεάν˙ πρβλ. Δίωνα Κ. 49. 43˙ ― ὡσαύτως, μικρὸν νόμισμα, «εἴη δ’ ἂν καὶ σύμβολον βραχὺ νομισμάτιον, ἡμίτομόν τι νομίσματος. ὁ γοῦν Ἕρμιππος ἐν Φορμοφόροις λέγει: παρὰ τῶν καπήλων λήψομαι τὸ σύμβολον» Πολυδ. Θʹ, 71 (Ἕρμιππος ἐν «Φορμοφόροις» 4, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 145). 10) ὡς τὸ Λατ. tessera, σημεῖον πολεμικόν, «σιν~ιάλο», ἐπιιχειρήσεως Πλουτάρχ. Ρωμ. 14˙ σημεῖον διὰ λέξεων, ὡς τὸ σύνθημα, ἴδε Εὐρ. Ρῆσ. 573, Ὀρ. 1130. 11) σύμβολον, ἐξωτερικὸν σημεῖον σκέψεως ἢ αἰσθήματος, Ἀριστοφάν. περὶ Ἑρμην. 1. 2., 2. 2., 14, 14˙ τὰ σ. Πυθαγόρου, τὰ ἀλληγορικὰ αὐτοῦ παραγγέλματα, Ἀριστ. Ἀποσπάσ. 192, Πλούτ. 2. 727C κἑξ.˙ σ. τῶν ὀργιασμῶν, τὰ ἐξωτερικὰ σημεῖα, αἱ ἐξωτερικαὶ ἐκφράσεις αὐτῶν, αὐτόθι 611D˙ οὕτως, ἐπὶ ἀλληγορικοῦ ὕφους, Δημ. Φαληρ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 9, σ. 102˙ διὰ συμβόλων μηνύειν Φίλων, κτλ. 12) παρὰ τοῖς Ἐκκλ. τὸ σύνθημα ἢ τὸ χαρακτηριστικὸν σημεῖον τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, τὸ σύμβολον τῆς πίστεως, Λατ. symbolum˙ ― ἀλλ’ ὡσαύτως λέγεται καὶ ἐπὶ τῶν συμβολικῶν ἢ ἐξωτερικῶν σημείων τῶν τελετῶν. 13) ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 8, σύμβολα φαίνεται ὅτι ἐννοοῦνται τὰ ἐπίσημα σταθμὰ πόλεως. ΙΙ. ἐν τῇ δικανικῇ γλώσσῃ σύμβολα ἐκαλοῦντο αἱ συνθῆκαι αἱ μεταξὺ δύο πόλεων πρὸς ἀμοιβαίαν προστασίαν τοῦ ἐμπορίου, δυνάμει τῶν ὁποίων πᾶσαι αἱ ἐμπορικαὶ ἀμφισβητήσεις καὶ δυσκολίαι ἐδικάζοντο ἐν τῇ πόλει τοῦ κατηγορουμένου (πρβλ. συνάλλαγμα), ἴδε Ἁρποκρ. ἐν λέξ.˙ εἰσί... αὐτοῖς συνθῆκαι περὶ τῶν εἰσαγωγίμων καὶ σύμβολα περὶ τοῦ μὴ ἀδικεῖν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 9, 7˙ σύμβολα ποιεῖσθαι πρὸς πόλιν, συνάπτω ἐμπορικὴν σύμβασιν, Δημ. 79. 17, πρβλ. Ἀνδοκ. 31. 28, Συλλ. Ἐπιγρ. 87. 10˙ τὰ σ. συγχέειν, παραβιάζω τοιαύτην σύμβασιν, Δημ. 570. 18˙ ― ἡ σχέσις αὕτη ἥτις ἀντικατέστησε τὴν παλαιοτέραν μέθοδον τοῦ τιμωρεῖσθαι τὸν ἄρξαντα ἀδίκων ἔργων, τοῦ καταγγέλειν ῥύσιά τινι (πρβλ. σῦλα, ῥύσια), ἐκαλεῖτο ἀπὸ συμβόλων κοινωνεῖν, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 1, 4˙ ἢ δίκας λαμβάνειν καὶ διδόναι (πρβλ. λαμβάνω ΙΙ. 1, δ)˙ αἱ δίκαι αὗται ἐκαλοῦντο αἱ ἀπὸ συμβόλων δίκαι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 378 (πρβλ. συμβόλαιος)˙ καὶ ἡ τοιαύτη δίκη ἐλέγετο ἀπὸ συμβόλων δικάζεσθαι δίκας, Ἀντιφῶν 138. 31˙ ― ἐν Ἀθήναις ὅμως αἱ φράσεις αὗται συχνάκις ἀναφέρονται εἰς τὰς συνθήκας δι’ ὧν ἡ πόλις αὕτη ἠνάγκαζε τὰς ὑποτελεῖς αὐτῇ πόλεις νὰ ἐνεργῶσι τὴν ἀγωγὴν καὶ τὴν διαδικασίαν ἐν τοῖς Ἀθηναϊκοῖς δικαστηρίοις, Ξεν. Ἀθην. Πολ. 1. 16. ― Πρβλ. Böckh P. E. 2, σελ. 141, Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. ἐν λ. 2) ἐν τῷ ἑνικῷ, συνθήκη, συνεννόησις, συμφωνία, ἡ κατὰ τὸ σ. δικαιοδοσία πρός τινα Πολύβ. 24. 1, 2, πρβλ. 32. 17, 3˙ κατὰ τὸ σ. Συλλογ. Ἐπιγραφ. 1607, 1707˙ κατὰ τὸ δοχθὲν κοινᾷ σ. αὐτόθι 2556. 70, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 132.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
I. signe de reconnaissance :
1 primit. un objet coupé en deux, dont deux hôtes conservaient chacun une moitié ; ces deux parties rapprochées servaient à faire reconnaître les porteurs et à prouver les relations d’hospitalité contractées antérieurement;
2 objet au moyen duquel les parents reconnaissent plus tard les enfants qu’ils ont jadis exposés;
3 jetons que les juges à Athènes recevaient en entrant au tribunal et contre lequel leur solde leur était payée;
4 signal;
5 signe, indice;
II. en gén.
1 tout ce qui sert de signe de reconnaissance (cachet, monnaie, etc.);
2 insigne;
III. tout signe sensible :
1 emblème, symbole, etc.
2 style allégorique ; particul. préceptes allégoriques de Pythagore;
3 présage, auspice;
IV. τὰ σύμβολα convention entre deux pays pour soumettre, chacun à ses tribunaux, les contestations commerciales survenus entre individus des deux nations.
Étymologie: συμβάλλω.

English (Slater)

σύμβολον
   1 token σύμβολον δ' οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν εὖρεν θεόθεν (O. 12.7)

Spanish

símbolo, objeto simbólico

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
βλ. σύμβολο.

Greek Monotonic

σύμβολον: τό (συμβάλλω III)·
I. 1. σημάδι ή τεκμήριο μέσω του οποίου κάποιος καταλήγει σ' ένα συμπέρασμα, σε Τραγ.· λαμπάδος τὸ σύμβολον, σημάδι πυρσού που έχει ανάψει κατόπιν προσυμφωνίας ως σινιάλο, φρυκτωρία, σε Αισχύλ.· συχνά στον πληθ. λέγεται για τα χαρακτηριστικά σημάδια του σώματος, σε Ευρ.· επίσης, λέγεται για οιωνούς, σε Αισχύλ.
2. υποθήκη ή ενέχυρο που οριζόταν για την εξασφάλιση χρηματικής απαίτησης από δάνειο, σε Λυσ.
3. στον πληθ., όμοια, μισά, Λατ. tesserae hospitales, δηλ. τα δύο μισά αστραγάλου (κότσι) ή νομίσματος, τα οποία δύο πρόσωπα συνδεδεμένα μεταξύ τους, είτε με δεσμούς φιλοξενίας είτε ερχόμενα σε συμφωνία χώριζαν στη μέση και ο καθένας έφερε μαζί του το ένα μισό ως σημάδι αναγνώρισης, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.
4. στην Αθήνα, ειδικό χρεωστικό σημείωμα, σύμβολο που δήλωνε γραμμάτιο, πινάκιο, όπως αυτά που λάμβαναν οι δικαστές με την είσοδό τους στο δικαστήριο και που επιδεικνύοντάς τα λάμβαναν την αμοιβή τους, σε Δημ.
5. δικαίωμα ή άδεια εγκατάστασης που δινόταν στους ξένους, σε Αριστοφ.· συμβολική απόδειξη που έδινε καθένας που συμμετείχε σε κοινό συμπόσιο, το οποίο του επιστρεφόταν στο τέλος του συμποσίου για την πληρωμή (πρβλ. συμβολή IV), στον ίδ.
6. στους Εκκλησ. συγγραφείς, χαρακτηριστικό γνώρισμα των Χριστιανών, ομολογία πίστεως, το Σύμβολον της Πίστεως, Λατ. symbolum.
II. στη νομική ορολογία, σύμβολα ονομάζονταν οι συνθήκες μεταξύ δύο πόλεων με περιεχόμενο την αμοιβαία προστασία του εμπορίου, σε Δημ. κ.λπ.· σύμβολα ποιεῖσθαι πρὸς πόλιν, συνάπτω εμπορική συμφωνία με μία πόλη, τὰ σύμβολα συγχέειν, παραβιάζω συνθήκη αυτού του είδους, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

σύμβολον: τό
1) (условный) знак, сигнал: λαμπάδος σ. Aesch. сигнальный огонь; τῆς ἐπιχειρήσεως σ. Plut. сигнал к атаке;
2) внешний знак, признак (λύπης Soph.);
3) примета, предзнаменование, знамение: ξύμβολα δεξιά Aesch. счастливые предзнаменования;
4) намек: μανθάνω τὸ σ. Eur. я понимаю этот намек;
5) знак достоинства: τὰ σύμβολα τῆς βασιλείας Plut. царские регалии;
6) эмблема, символ (εἰράνας καὶ πολέμου Anth.);
7) знак, залог: τὸν δακτύλιόν τινι δοῦναι, σ. φιλίας Plat. дать кому-л. перстень в знак дружбы;
8) pl. знаки взаимной дружбы (половинки переломленного предмета - монеты и т. п. - которыми обменивалась заключившие между собой союз гостеприимства - ξένοι - и по предъявлении которых одна сторона оказывала гостеприимство родственникам или друзьям другой) Her., Plat., Arst.: ἕτοιμος ξένοις πέμπειν ξύμβολ᾽, οἵ δράσουσί σ᾽ εὖ Eur. я готов послать знаки дружбы (т. е. рекомендовать тебя) друзьям, чтобы они оказали тебе гостеприимство;
9) pl. опознавательные знаки (удостоверяющие личность) Eur., Xen.;
10) жетон, марка (которые вручались участникам судебных или других заседаний и по предъявлении которых это участие оплачивалось) Arph., Dem.;
11) разрешение на въезд, виза (σ. ἐπιβαλεῖν τινι Arph.);
12) пароль (sc. στρατοῦ Eur.);
13) символическое изречение, иносказание (τὰ Πυθαγόρου σύμβολα Plut.);
14) (международный) договор о судебно-торговой экстерриториальности (обусловливающий право или обязанность индивидуальных контрагентов судиться по законам своей страны) Xen., Arst., Dem.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύμβολον -ου, τό, ook ξύμβολον [συμβάλλω] teken herkenningsteken, van oorsprong een van de twee helften van een in tweeën gebroken voorwerp; als die op de ander helft bleek te passen werkte dat als identiteitsbewijs:; ἀποδεικνύντες τὰ σύμβολα ἀπαίτεον τὰ χρήματα onder het tonen van de herkenningstekens eisten ze het geld terug Hdt. 6.86β.1; ξένοις τε πέμπειν σύμβολ ’, οἵ δράσουσι σ ’ εὖ en herkenningstekens te sturen naar mijn gastvrienden, die je goed zullen behandelen Eur. Med. 613; uitbr. van andere identiteitsbewijzen; van het symbool van een secte; Luc. 64.5; overdr..; σ. λύπης een herkenningsteken van leed (d.w.z. gedeeld leed dat twee partijen met elkaar verbindt) Soph. Ph. 403; uitbr. wederhelft:. ζητεῖ … ἀεὶ τὸ αὑτοῦ ἕκαστος σύμβολον ieder is altijd op zoek naar zijn wederhelft Plat. Smp. 191d. onderscheidingsteken, insigne:. τὰ σύμβολα τῆς βασιλείας de insignes van het koningschap Plut. Luc. 46.3. bewijs, blijk:. σ. παιδεύσεως blijk van opvoeding Isocr. 4.49; τὸν δακτύλιον αὐτῷ δοῦναι σ. φιλίας de ring aan hem te geven als blijk van vriendschap Plut. Art. 18.2. sein, signaal:. σ. λαμπάδος fakkelsignaal Aeschl. Ag. 8; μανθάνω τὸ σύμβολον ik begrijp het teken Eur. Or. 1130; σ. τοῦ καιροῦ τῆς ἐπιχειρήσεως signaal van het moment voor de aanval Plut. Rom. 14.5. voorteken:. χειμῶνος van een storm Anaxag. B 19. aanwijzing. Soph. OT 221. lijst (met namen van personen). Luc. 19.4. in Athene penning, muntje (als toegangsbewijs voor de volksvergadering en voor de rechtbanken; op vertoon ervan kon men na afloop de vergoeding voor deelname ophalen); stempel (als toegangsbewijs). Aristoph. Av. 1214. jur. en economisch verdrag (tussen staten, om juridische procedures tussen burgers van deze staten te reguleren).

Middle Liddell

σύμβολον, ου, τό, συμβάλλω III]
I. a sign or token by which one infers a thing, Trag.; λαμπάδος τὸ σύμβολον the token of the beacon-fire, Aesch.:—often in plural, of marks on the body, Eur.; of omens, Aesch.
2. a pledge or pawn, on which money was advanced, Lys.
3. in plural tallies, Lat. tesserae hospitales, i.e. the halves of a bone or coin, which two persons broke between them, each keeping one piece, Hdt., Eur., etc.
4. at Athens, a ticket, counter, Lat. tessera, such as were given to the dicasts, on presenting which they received their fee, Dem.
5. a permit or licence to reside, given to aliens, Ar.; a ticket given by each person who joined in a picnic, to be presented for payment at the end (cf. συμβολή IV), Ar.
6. in Eccl. the distinctive mark of Christians, a confession of faith, a creed, Lat. symbolum.
II. in legal phrase, σύμβολα were covenants between two states for protection of commerce, Dem., etc.; σύμβολα ποιεῖσθαι πρὸς πόλιν to make a commercial treaty with a state, τὰ ς. συγχέειν to violate such treaty, Dem.

English (Woodhouse)

badge, counter, proof, sign, tally, ticket, token, something a mortgaged, something mortgaged, watchword

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)