συνεργός

From LSJ
Revision as of 11:56, 13 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " )" to ")")

μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεργός Medium diacritics: συνεργός Low diacritics: συνεργός Capitals: ΣΥΝΕΡΓΟΣ
Transliteration A: synergós Transliteration B: synergos Transliteration C: synergos Beta Code: sunergo/s

English (LSJ)

συνεργόν,
A working together, joining or helping in work, and as substantive, ὁ, ἡ, helper, E.Or.1446 (lyr.), Med.396, Pl.Chrm.173d, IPE 12.352.37 (Chersonesus, ii B.C.); in bad sense, accomplice, Th.8.92, PFay.12.10 (ii B.C.), BGU1761.8 (i B.C., pl.): c. dat. pers., E.Hipp. 523, Th.3.63, X.Cyr.8.4.17, Pl.Smp.180e, Men.Epit.83; so metaph., σ. πλοῦτος . . κακίᾳ Teles p.46 H.; distinguished from συναίτιον, Gal. 19.393: rarely c. gen. pers., ἡμῶν τι σ. (unless ἡμῶν is partit.) Epicur.Nat.98 G.; θεοῦ 1 Ep.Cor.3.9: c. gen. rei, taking part in a thing, συνεργὸς τείχεος = helping to make it, Pi.O.8.32; σ. τῶν ἐν τῷ κόσμῳ γινομένων Heraclit.75; ξυνεργὸς ἀδίκων ἔργων, ἀρετᾶς, helping towards them, E.Hipp.676, Med.845 (both lyr.); σ. τινί τινος helping a person in a thing, θρήνων ἐμοὶ (prob. for θρήνοις ἐμῶν) ξ. Id.Hel.1112 (lyr.), cf. X.An.1.9.21; σ. εἴς τι Id.Mem.4.3.10, Smp.8.38, Ep.Col.4.11; πρός τι X.Mem.4.3.7; πρὸς κακωδίαν Thphr.Sud.8; πρὸς τὴν τῆς πόλεως σωτηρίαν Zeno Stoic.1.61; ἐν μάχαις Ar.Eq.588 (lyr.): c. inf., σ. τῷ παιδὶ μὴ 'κπεσεῖν E.Ion48.
2 Astrol., in cooperation, of planetary influence, Vett.Val.55.15; distinguished from ὑπουργός, Serapio in Cat.Cod. Astr.8(4).226.
II person of the same trade as another, fellow-workman, coworker, colleague, c. gen. pers., D.19.144, cf. IG12.374.87, PCair.Zen.758.8 (iii B.C.), Plu.Per.31:—in this sense some write σύνεργος, Ammon.Diff.p.126 V., Thom.Mag.p.339 R.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui prête son aide ou son concours ; τινι, rar. τινος à qqn ; abs. auxiliaire ; en mauv. part complice ; συνεργός τινος qui aide à faire qch, qui aide à qch ; συνεργός τινί τινος qui aide qqn en qch.
Étymologie: σύν, ἔργον.

German (Pape)

mitarbeitend, helfend, als subst. der Mitarbeiter, Gehilfe; καλέσαντο συνεργὸν τείχεος, Pind. Ol. 8.32; ξυνεργὸς ἀδίκων ἔργων, Eur. Hipp. 626; θρήνοις ἐμοῖς, Hel. 1119; Ar. Eq. 586; Thuc. 8.92; Andoc. 1.15; τούτου τοῦ κτήματος τῇ ἀνθρωπείᾳ φύσει συνεργὸν ἀμείνω Ἕρωτος οὐκ ἄν τις ῥᾳδίως λάβοι, Plat. Symp. 212b; μὴ χρῆσθαι τούτοις συνεργοῖς, Legg. VII.811e, und öfter, wie Xen., πῦρ συνεργὸν πρὸς τέχνην Mem. 4.3.7; ὁ τούτου σ., Dem. 19.144; κεχρημένος αὐτῷ συνεργῷ πρὸς πολλά, Pol. 23.2.4, und öfter. – Dieselbe Arbeit wie ein Anderer betreibend, Kunstgenosse, Mitkünstler, in welcher Bdtg Einige σύνεργος betonen, vgl. Bast epist. crit. p. 208.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνεργός -ον, Att. ook ξυνεργός [σύν, ἔργον] samenwerkend of meewerkend, subst. ὁ of ἡ συνεργός medewerker, helper, ook ongunstig handlanger; met dat., zelden met gen. met of van iem.; met gen., van zaken meewerkend aan, mede tot stand brengend:; ξ. ἀδίκων ἔργων medewerker aan onrechtvaardige daden Eur. Hipp. 676; met dat. en gen..; ἔλθ’... θρήνων ἐμοὶ ξυνεργός kom, jij die samen met mij klaagzangen maakt Eur. Hel. 1112; met εἰς of πρός + acc., met ἐν + dat. die helpt bij, die bijstaat in.

Russian (Dvoretsky)

συνεργός: ὁ и ἡ
1 сотрудник, участник, помощник: σ. τινι Thuc., Xen., реже τινος Plut. оказывающий помощь кому-л.; σ. τινί τινος Xen., Plat. оказывающий помощь кому-л. в чем-л.; σ. πρός и εἴς τι Xen. или ἔν τινι Arph. помощник в чем-л.; θρήνοις ἐμοῖς ξ. - v.l. ξυνῳδός Eur. рыдающий вместе со мной; χρῆσθαί τινι συνεργῷ Plat. пользоваться чьей-л. помощью;
2 сообщник (τινος Eur.);
3 сотоварищ, однокашник Dem.

English (Slater)

συνεργός fellow worker Αἰακοῦ, τὸν καλέσαντο συνεργὸν τείχεος (O. 8.32)

Spanish

colaborador

English (Strong)

from a presumed compound of σύν and the base of ἔργον; a co-laborer, i.e. coadjutor: companion in labour, (fellow-)helper(-labourer, -worker), labourer together with, workfellow.

English (Thayer)

συνεργόν (σύν and ἘΡΓΩ) (from Pindar), Euripides, Thucydides down, a companion in work, fellow-worker (Vulg. adjutor (); Θεοῦ, one whom God employs as an assistant, as it were (a fellow-worker with God), G L text WH marginal reading but with τοῦ Θεοῦ in brackets; et al. διάκονον, which see 1). plural: a joint-promoter (A. V. helper)), συνεργοί ἐσμεν τῆς χαρᾶς, we labor with you to the end that we may rejoice in your Christian state, εἰς ὑμᾶς (my) fellow-worker to you-ward, in reference to you, εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, for the advancement of the kingdom of God, τῇ ἀλήθεια, for (the benefit of) the truth (others render (so R. V.) 'with the truth'; see Westcott at the passage), 2 Maccabees 14:5.)

Greek Monolingual

-ή, -ό / συνεργός, -όν, ΝΜΑ, και σύνεργος Α
ως ουσ. ο συμμέτοχος σε αδίκημα, αυτός που βοηθάει κάποιον με πράξη βοηθητική στην προπαρασκευή ή στην τέλεση αδικήματος (α. «συνεργός σε φόνο» β. «τοῖς ἀδικοῦσιν ἄλλους ξυνεργοὶ κατέστητε», Θουκ.)
νεοελλ.
ανατ. χαρακτηρισμός μυών ή μυϊκών ομάδων, η συστολή τών οποίων συμβάλλει στην πραγματοποίηση της ίδιας κίνησης («συνεργοί μύες»)
μσν.-αρχ.
1. συνεργάτης, βοηθός (α. «θεοῦ γάρ ἐσμεν συνεργοί», ΚΔ.
β. «ὁ τοῦ θεοῦ φόβος τῆς ἀρετῆς συνεργός», Θεοδώρ.)
2. αυτός που συνεργάζεται με κάποιον, που συμβάλλει σε κάτι (α. «τῶν αἰτίων τὰ μὲν προκαταρκτικά, τὰ δὲ συνεκτικά, τὰ δὲ συνεργά, τὰ δὲ ὧν οὐκ ἄνευ», Κλήμ. Αλ.
β. «ξυνεργὸς ἀρετᾱς», Ευρ.
γ. «τῆς ἀγάπης συνεργέ», Λίβ. Ρόδ.)
αρχ.
ο συντεχνίτης, ο σύντροφος στην ίδια δουλειά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -εργός / -εργος (< ἔργον), πρβλ. ενεργός, πάρεργος].

Greek Monotonic

συνεργός: -όν (*ἔργω),
I. αυτός που εργάζεται από κοινού με άλλους, αυτός που συμβάλλει, που συντελεί, που βοηθάει στην επιτέλεση ενός έργου· και ως ουσ., συνεργάτης, βοηθός, συμμέτοχος, αρωγός, συναυτουργός, συμπράττων, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· με δοτ. προσ., σε Ευρ., Θουκ.· με γεν. πράγμ., συνεργὸς τείχεος, αυτός που συμβάλλει στην ανέγερση τείχους, σε Πίνδ.· συνεργὸς ἀδίκων ἔργων, ἀρετᾶς, αυτός που συντελεί στην επίτευξη ή την απόκτησή τους, σε Ευρ.· συνεργός τινίτινος, αυτός που βοηθάει κάποιον σε κάτι, σε Ξεν.· εἴςή πρός τι, στον ίδ.
II. αυτός που ασκεί το ίδιο επάγγελμα με κάποιον, που εργάζεται στο ίδιο αντικείμενο, συνεργάτης, συνάδελφος, σύντεχνος, ομότεχνος, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

συνεργός: -όν, ὁ ὁμοῦ ἐργαζόμενος, ὁ ἀπὸ κοινοῦ ἐργαζόμενος ἢ βοηθῶν εἰς τὸ ἔργον, καὶ ὡς οὐσιαστ., ὁ, ἡ, ὁ βοηθὸς εἴς τι ἔργον, συνεργάτης συμβοηθός, Εὐρ. Ὀρ. 1446, Μήδ. 395, Θουκ. 8. 92, Πλάτ., κλπ.· μετὰ δοτικ. προσώπ., Εὐρ. Ἱππ. 523, Θουκ. 3. 63, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 17, κτλ.· συνεργὸς θρήνοις ἐμοῖς, σὺν ἐμοὶ θρηνῶν, Εὐρ. Ἑλ. 1112· σπανίως μετὰ γενικ. προσώπ., Πλουτ. Περικλ. 31· μετὰ γενικ. πράγματ., ὁ λαμβάνων μέρος εἴς τι ἔργον ἢ εἰς τὴν κατασκευὴν πράγματός τινος, συν. τείχεος, βοηθὸς εἰς τὴν ἀνέγερσιν αὐτοῦ, Πινδ. Ο. 8. 43· σ. ἀδίκων ἔργων, ἀρετάς, ὁ βοηθῶν πρὸς αὐτά, Εὐρ. ἐν Ἱππ. 676, ἐν Μηδ. 845· σ. τινί τινος, ὁ βοηθῶν τινα εἴς τι, Πλάτ. Συμπ. 180Ε, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 21· σ. εἴς τι ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 4. 3, 10, ἐν Συμπ. 8, 38· πρός τι ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 4. 3, 7· ἔν τινι Ἀριστοφ. Ἱππ. 588· ― μετ’ ἀπαρ., σ. τῷ παιδὶ μὴ ἐκπεσεῖν Εὐρ. Ἴων 48. ΙΙ. ὁ τὰ αὐτὰ καί τις ἄλλος ἐργαζόμενος, συνεργάτηςσύντροφος, μετὰ γεν. προσ., Δημ. 385. 23, Ἐπιγρ. παρὰ Ραγκαβῇ 56Α. ― ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας τινὲς γράφουσι σύνεργος, Ἀμμών. 131, Θωμ. Μάγιστρ. 339.

Middle Liddell

συν-εργός, όν [*ἔργω
I. working together, joining or helping in work, and as substantive a fellow-workman, helpmate, coadjutor, accomplice, Eur., Thuc., etc.; c. dat. pers., Eur., Thuc.:—c. gen. rei, ς. τείχεος helping to make it, Pind.; ς. ἀδίκων ἔργων, ἀρετᾶς helping towards them, Eur.; ς. τινί τινος helping a person in a thing, Xen.; εἴς or πρός τι Xen.
II. of the same trade as another, a fellow-workman, colleague, Dem.

Chinese

原文音譯:sunergÒj 尋-誒而哥士
詞類次數:形容詞(13)
原文字根:共同-工作(者)
字義溯源:同工,同作工的,一同作工;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ἔργον)=行為)組成;而 (ἔργον)出自 (ἔργον)X*=工作。參讀 (βοηθός)同義字比較: (ἐργάζομαι)=去行
出現次數:總共(13);羅(3);林前(1);林後(2);腓(2);西(1);帖前(1);門(2);約叄(1)
譯字彙編
1) 同工(9) 羅16:3; 羅16:9; 羅16:21; 林前3:9; 林後1:24; 林後8:23; 帖前3:2; 門1:1; 門1:24;
2) 一同作工(2) 腓2:25; 約叄1:8;
3) 一同作工的(1) 西4:11;
4) 同作工的(1) 腓4:3

English (Woodhouse)

associate, fellow, helper, partner, fellow labourer, fellow-labourer, fellow-worker, partner in work

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό σύν + ἔργον τοῦ ἐργάζομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα τοῦ συνεργός: συνεργία, συνεργῶ, συνέργημα, συνεργητέον.

Léxico de magia

-όν colaborador en la práctica mágica διὸ δέομαι· ἔλθατε μοι συνεργοί, ὅτι μέλλω ἐπικαλεῖσθαι τὸ κρυπτὸν καὶ ἄρρητον ὄνομα por ello os suplico, venid a mí como colaboradores, porque voy a invocar el oculto e inefable nombre P XII 236 ref. a un amuleto ἔχε δὲ τοῦτο κατὰ τοῦ τραχήλου τελέσας συνεργὸν ὄν τῶν πάντων lleva esto al cuello durante la consagración, como colaborador en todo P XIII 113

Translations

colleague

Albanian: koleg, kolege; Arabic: شَرِيك‎, شَرِيكَة‎, زَمِيل‎, زَمِيلَة‎; Armenian: գործընկեր, պաշտոնակից, կոլեգա; Azerbaijani: həmkar, əməkdaş; Belarusian: калега, каляжанка, супрацоўнік, супрацоўніца; Bengali: সহকর্মী; Bulgarian: колега, колежка; Burmese: လုပ်ဖော်ကိုင်ဖက်; Catalan: col·lega, company; Chinese Cantonese: 同事, 同僚; Dungan: туншы, тунхон; Mandarin: 同事, 同僚; Czech: kolega, kolegyně; Danish: kollega, medarbejder; Dutch: collega, medewerker; Estonian: kolleeg, kutsekaaslane; Faroese: starvsfelagi, arbeiðsfelagi; Finnish: kollega, virkaveli, virkatoveri; French: collègue, confrère, consœur, confrèsœur; Georgian: კოლეგა, თანამშრომელი; German: Kollege, Kollegin, Mitarbeiter, Mitarbeiterin; Greek: συνάδελφος; Ancient Greek: ἀδελπιός, ἀδελφειός, ἀδελφεός, ἀδελφιός, ἀδελφός, ἀδερφός, ἀδευφιός, κολλήγας, ξυνεργός, ὁμότιμος, προσέταιρος, συγκάθεδρος, συγκηδεμών, σύναρχος, συνεργάτης, συνεργάτις, συνεργός, συνηρέτης, συνθεαγός; Greenlandic: suleqat; Hebrew: עָמִית‎, עמיתה‎; Hindi: सहकर्मी, साथी; Hungarian: kolléga, kartárs, munkatárs; Icelandic: starfsfélagi, vinnufélagi, samstarfsmaður, kollegi, félagi; Irish: comhghleacaí; Italian: collega; Japanese: 同僚, 同業者; Kazakh: әріптес; Khmer: សហការី, សហការិនី; Korean: 동료(同僚), 동업자(同業者); Kurdish Northern Kurdish: hevkar; Kyrgyz: кесиптеш, коллега; Lao: ເພື່ອນຮ່ວມງານ; Latin: collega; Latvian: kolēģis, kolēģe; Lithuanian: kolega, bendradarbis; Macedonian: колега, колешка; Maori: hoa mahi; Middle English: felawe; Norman: collègue; Norwegian Bokmål: kollega, medarbeider; Nynorsk: kollega, medarbeidar; Pashto: همکار‎, هم کسب‎; Persian: همکار‎; Polish: kolega, koleżanka; Portuguese: colega; Romanian: coleg, colegă; Romansch: collavuratur, collavuratura; Russian: коллега, сослуживец, сослуживица, сотрудник, сотрудница; Rusyn: колеґа; Serbo-Croatian Cyrillic: колега, колѐгица; Roman: koléga, kolègica; Slovak: kolega, kolegyňa; Slovene: kolega, kolegica, sodelavec, sodelavka; Spanish: colega, compañero; Swedish: kollega, arbetskamrat, medarbetare; Tajik: ҳамкор; Telugu: సహోద్యోగి; Thai: เพื่อนร่วมงาน; Turkish: çalışma arkadaşı, meslektaş; Ukrainian: колега, колежанка, співробі́тник, співробі́тниця; Urdu: سھاتھی‎; Uyghur: خىزمەتداش‎, ئىشداش‎; Uzbek: kasbdosh, hamkasb; Vietnamese: đồng nghiệp; Welsh: cyd-weithwr; Yiddish: קאָלעג‎, קאָלעגע‎, קאָלעגין‎

helper

Albanian: ndihmës; Arabic: مُسَاعِد‎; Aramaic Classical Syriac: ܥܕܘܪܐ‎, ܥܕܘܪܬܐ‎, ܡܥܕܪܢܐ‎, ܡܥܕܪܢܝܬܐ‎; Armenian: օգնական; Azerbaijani: köməkçi, yardımçı; Bashkir: ярҙамсы; Belarusian: памочнік, памочніца; Bengali: সহায়ক; Bulgarian: помощник, помощничка, помощница, помагач, помагачка; Burmese: အကူ; Catalan: ajudant, ajudador; Chinese Mandarin: 幫手, 帮手, 助手; Czech: pomocník, pomocnice; Danish: hjælper; Dutch: helper, helpster; Estonian: aitaja, abiline; Finnish: auttaja, avustaja, apuri, apulainen; French: assistant, assistante; Georgian: დამხმარე, მშველელი; German: Helfer, Helferin; Greek: βοηθός; Ancient Greek: ἀμύντωρ, ἀντιλήμπτωρ, ἀντιλήπτωρ, ἀοσσητήρ, ἀρωγός, βοαθόος, βοηδρόμιος, βοηδρόμος, βοηθόος, βοηθός, ἐπαμύντωρ, ἐπαρηγών, ἐπαρωγός, ἔπεργος, ἐπίκουρος, ἐπίρροθος, ἐπιτάρροθος, ξυνεργός, παράκλητος, παράσειρος, παρασπιστής, παραστάτις, πάρεδρος, ποδηγός, συλλήπτωρ, συμπαραστάτης, ξυμπαραστάτης, συμπράκτωρ, συναρωγός, συνέντης, συνεργάτης, συνεργάτις, συνεργός, συνέριθος, τιμάορος, τιμωρός, ὑπηρέτας, ὑπηρέτης, ὑπουργός; Hebrew: עוֹזֵר‎; Hindi: सहायक; Hungarian: segítő, segéd; Ido: helpanto, helpero, helpisto; Indonesian: penolong; Irish: cúntóir; Italian: aiutante, assistente, supporto, apprendista; Japanese: 助手, 手伝い, ヘルパー; Kazakh: көмекші; Khmer: អ្នកជំនួយ; Korean: 조수; Kurdish Northern Kurdish: alîkar; Kyrgyz: жардамчы; Ladino Latin: ayudador; Lao: ຜູ້ຊ່ວຍ; Latin: adiutor, optio, administer; Low German: Hölper, Hölpersche, Hölperin; Macedonian: помагач, помагачка, помошник, помошничка; Maori: uruora; Mongolian: туслагч; Ngazidja Comorian: mpveshezi; Pashto: مرستونی‎; Persian: دستیار‎, آسیستان‎; Plautdietsch: Halpa; Polish: pomocnik, pomocnica; Portuguese: ajudante; Romanian: ajutor, ajutoare; Russian: помощник, помощница, ассистент, ассистентка, подручный; Serbo-Croatian Cyrillic: помо̀ћнӣк, асѝстент; Roman: pomòćnīk, asìstent; Slovak: pomocník, pomocníca; Slovene: pomočnik, pomočnica; Spanish: ayudante, ayudador; Swahili: msaidizi; Swedish: medhjälpare; Tajik: ёрдамчӣ; Tatar: ярдәмче; Telugu: సహాయకుడు; Thai: ผู้ช่วย; Turkish: yardımcı; Turkmen: kömekçi; Ukrainian: помічник, помічниця; Uyghur: ياردەمچى‎; Uzbek: yordamchi; Vietnamese: phó thủ; Volapük: yufan, hiyufan, jiyufan

coworker

Arabic: زَمِيل‎, زَمِيلَة‎; Armenian: գործընկեր, պաշտոնակից; Bengali: সহকর্মী; Bulgarian: колега; Chinese Mandarin: 同事, 同僚; Danish: kollega, arbejdskollega, arbejdskammerat; Dutch: collega, medewerker, medewerkster; Esperanto: kunlaboranto, kolego; Finnish: työtoveri, työkaveri; French: collègue, confrère; Georgian: კოლეგა, თანამშრომელი; German: Kollege, Kollegin; Greek: συνεργάτης; Ancient Greek: συνεργός; Hebrew: עמית‎, עמיתה‎; Hindi: सहकर्मी; Hungarian: munkatárs, kolléga; Icelandic: vinnufélagi; Italian: collega; Japanese: 同僚; Kazakh: еңбектес, жұмыстас; Korean: 동료(同僚), 동업자; Kurdish Northern Kurdish: hevpîşe, hevkar; Macedonian: колега, колешка; Manx: co-labree; Maori: hoa mahi; Nepali: सहकर्मी; Old English: efnwyrhta; Persian: همکار‎; Polish: współpracownik, kolega z pracy, koleżanka z pracy; Portuguese: colega, colega de trabalho, colega de serviço; Romanian: coleg, colegă; Russian: коллега, сослуживец, сотрудник, сотрудница; Spanish: colega, compañero, compañera; Swedish: medarbetare, arbetskamrat, kollega; Tagalog: kamanggagawa; Thai: เพื่อนร่วมงาน; Turkish: iş arkadaşı; Ukrainian: співробі́тник, співробі́тниця; Vietnamese: đồng nghiệp

accomplice

Arabic: شَرِيك فِي جَرِيمَة‎; Belarusian: саўдзельнік, саўдзельніца, супольнік, супольніца; Bulgarian: съучастник, съучастничка, съучастница; Catalan: còmplice; Chinese Mandarin: 幫兇, 帮凶; Czech: spolupachatel, spolupachatelka, spoluviník, spoluviníce, komplic; Danish: medskyldig; Dutch: medeplichtige, handlanger; Esperanto: kunkulpulo, kunkulpulino; Finnish: osallinen, rikokseen osallinen; rikoksentekijä; avunantaja; French: complice, comparse, compère; German: Mittäter, Mittäterin, Komplize, Komplizin; Greek: συνεργός; Ancient Greek: συνεργός, συνέντης; Hungarian: bűnrészes, bűntárs, cinkos; Interlingua: complice; Irish: comhchoirí; Italian: complice, correo, correa, basista; Japanese: 共犯者; Kazakh: қылмыстас; Korean: 공범(共犯), 공범자(共犯者); Kyrgyz: кылмышташ; Latin: correus; Macedonian: соучесник, соучесница, соизвршител, соизвршителка; Norwegian Bokmål: medskyldig; Persian: شریک جرم‎, همدست‎; Polish: wspólnik, wspólniczka, współsprawca; Portuguese: cúmplice; Romanian: complice; Russian: соучастник, соучастница, сообщник, сообщница, пособник, пособница, подельник, приспешник, клеврет; Serbo-Croatian Cyrillic: суу̀чеснӣк, суу̀чесница, сау̀чеснӣк, сау̀чесница; Roman: suùčesnīk, suùčesnica, saùčesnīk, saùčesnica; Slovak: komplic, spolupáchateľ, spolupáchateľka; Slovene: sokrivec, sokrivka; Spanish: cómplice; Swedish: medbrottsling, medskyldig, kumpan; Tagalog: kasabwat; Telugu: తోడుదొంగ; Ukrainian: співучасник, співучасниця, спі́льник, спі́льниця, поплі́чник, поплі́чниця; Volapük: kedöban, hikedöban, jikedöban; Welsh: acwmplydd