παραδίδωμι
English (LSJ)
(late παραδια-δίδω (δειδ-) Tab.Defix.Aud.156.8 (Rome, iv/v A. D.)),
A give, hand over to another, transmit, [παιδίον] τινί Hdt.1.117; τὰ ἐντεταλμένα, of couriers, Id.8.98; καθάπερ λαμπάδα τὸν βίον π. Pl. Lg.776b, etc.; of sentinels, π. τὸν κώδωνα Th.4.135; τὴν ἑωθινὴν φυλακήν Plu.Arat.7; τῷ παιδὶ π. τὴν ἀρχήν Hdt.2.159; τὰ πάτρια τεύχεα S.Ph.399 (lyr.); of letters to the person addressed, X.Cyr. 8.6.17; of a purchase to the buyer, Id.Oec.20.28; of articles entered in an inventory by magistrates, IG12.324.2, etc.; in Astrol., π. τὸ ἔτος Vett.Val.100.30, Paul.Al.I.4; of an argument, π. τινὶ τὸν ἑξῆς λόγον Pl.Criti.106b; π. τὴν προξενίαν hand it down to one's posterity, X.HG6.3.4; τὴν πόλιν εὐδαιμονεστάτην τοῖς ἐπιγιγνομένοις π. Isoc.8.94, cf. Th.2.36, Pl.R.372d; π. τὴν ἀρετήν transmit, impart as a teacher, Id.Men.93c: c. inf., παῖδάς σφι παρέδωκε τὴν γλῶσσαν ἐκμαθεῖν Hdt.1.73; ἣν ἐμῇ μητρὶ παρέδωκεν τρέφειν E.Or.64; π. τινὶ τοὺς νέους διδάσκειν Pl.Lg.812a, cf. Ti.42d, al. 2 give a city or person into another's hands, τὴν Σάμον π. Συλοσῶντι Hdt.3.149; ἄλλον ἐς ἄλλην πόλιν π. Id.5.37; esp. as a hostage, or to an enemy, deliver up, surrender, ἑωυτὸν Κροίσῳ Id.1.45, cf. 3.13, Th.7.86; τὰς ναῦς And.3.11, etc.: with collat. notion of treachery, betray, X.Cyr.5.4.51, Paus.1.2.1; π. ὅπλα X.Cyr.5.1.28, etc.; τύχῃ αὑτὸν π. commit oneself to fortune, Th.5.16; ταῖς ἡδοναῖς ἑαυτὴν [τὴν ψυχήν] Pl.Phd.84a; ἑαυτοὺς [ἐπιθυμίαις] ib.82c: without acc., give way, ἡδονῇ παραδούς Id.Phdr.250e. 3 give up to justice, etc., ἥντινα μήτε… παραδοῦναι ἐξῆν Antipho 6.42; π. τινὰς τῷ δικαστηρίῳ And.1.17; τοῖς ἕνδεκα παρεδόθη Lys.14.17; also π. τινὰ εἰς τὸ δεσμωτήριον D.51.8; δεθέντα εἰς τὸν δῆμον X.HG1.7.3 (Pass.); ἐπὶ κρίσει παρεδέδοτο εἰς τὸν δῆμον D.49.9: c. inf., π. τινὰ θανάτῳ ζημιῶσαι Lys.22.2; give up a slave to be examined by torture, Isoc.17.15, Test. ap. D.45.61:—Pass., ἐγκλήματι π. dub. l. in D.C.62.27: metaph., σιωπῇ καὶ λήθῃ παραδοθείς D.H.Pomp.3. 4 hand down legends, opinions, etc., by tradition, φήμην Pl.Phlb.16c; παραδεδομένα καὶ μυθώδη D.23.65; οἱ παραδεδομένοι μῦθοι Arist.Po.1451b24; ὁ π. τρόπος Id.Pol. 1313a35; οἱ παραδεδομένοι θεοί the traditional gods, Din.1.94; ἡ οἰκία… ἐγκεκωμιασμένη παραδέδοται ἡμῖν Pl.Chrm.157e; δόγματι παραδοθῆναι to be embodied in a decree, D.C.57.20. b teach doctrine, Ev.Luc.1.2, Sor.1.124, M.Ant.1.8, Philum.Ven.37.3, Dam.Pr.154, 433, Paul.Aeg.6.50:—Pass., ὅταν [τέχνη] παραδιδῶται Arr.Epict.2.14.2. II grant, bestow, κῦδός τισι Pi.P.2.52: in pres. and impf., offer, allow, αἵρεσιν Id.N.10.83. 2 c. inf., allow one to... Hdt.1.210, 6.103, al.: c. acc. rei, permit, ὁ θεὸς τοῦτό γε οὐ παρεδίδου Id.5.67; πληγὴν… παραδοθεῖσαν εἰσιδών a blow offered, i. e. opportunity of striking, E.Ph.1393: abs., τοῦ θεοῦ παραδιδόντος if he permits, Hdt.7.18; ἢν οἱ θεοὶ παραδιδῶσιν X.An.6.6.34; ὅπως ἂν οἱ καιροὶ παραδιδῶσιν Isoc.5.118; τῆς ὥρας παραδιδούσης Plb.21.41.9: less freq. in aor., πότμου παραδόντος Pi.P.5.3; ὡς ἂν ὁ δαίμων παραδῷ D.60.19. III hazard, τὰς ψυχὰς ὑπέρ τινος Act.Ap.15.26.
German (Pape)
[Seite 476] (s. δίδωμι), hingeben, übe rge ben; τὰ πάτρια τεύχεα παρεδίδοσαν τῷ Λαερτίου, Soph. Phil. 399; θύρσον τόνδε παράδος ἐκ χεροῖν, Eur. Bacch. 495; τῷ νικῶντι τὰ τοῦ ὀφλόντος παραδιδότω χρήματα, Plat. Legg. XII, 958 b; τῷ παιδὶ τὴν ἀρχήν, Her. 2, 159; Ggstz von παραδέχομαι, Xen. Cyr. 8, 6, 17; Folgde; – das eigentliche Wort vom Uebergeben eines Inventariums durch eine Behörde an die andere, Att. Seew. p. 3 u. Inscr. öfter; – den Feinden überliefern, preisgeben; μὴ πρότερον ἢ ἡμέας αὐτοῖσι παραδῶτε, Her. 9, 87; τὴν Σάμον Συλοσῶντι, 3, 149: vgl. Eur. Alc. 574; Plat. Euthyd. 285 c; Xen. Cyr. 1, 6, 20 und sonst; auch τοὺς ἄλλους χρὴ δεθέντας παραδοθῆναι εἰς τὸν δῆμον, Hell. 1, 7, 3, wie παραδοῦναί τινα εἰς δικαστάς, Dem. Mid. 2, öfter; bes. auch zur gerichtlichen Untersuchung, Folterung und Bestrafung, vgl. Antiph. 6, 42; Isocr. 17, 16; – auch = anvertrauen zu einem bestimmten Zwecke, der im inf. dabei steht, ἣν παρθένον ἐμῇ μητρὶ παρέδωκεν τρέφειν, Eur. Or. 64; vgl. Plat. Legg. III, 694 d; τοὺς νέους αὐτοῖς παραδιδόναι διδάσκειν τε καὶ παιδεύειν, VII, 811 e; – zulassen, zugestehen, αἵρεσίν τινι, Pind. N. 10, 83; τινί τι, Her. 5, 67. 7, 18; c. inf., 6, 103; absol., τοῦ θεοῦ παραδιδόντος, 7, 18; vgl. Pind. P. 5, 4; – überliefern, eigtl., die Fackel von Hand zu Hand, Plat. Legg. VI, 776 b, öfter; ἑτέροισι κῦδος, Pind. P. 2, 52; von Gerüchten, Erzählungen, Lehren, οἱ παραδεδομένοι θεοί, Din. 1, 94, die überlieferten; παραδεδομένα καὶ μυθώδη, Dem. 23, 65; περὶ τούτων ἀληθὴς παραδίδοται λόγος, Pol. 10, 28, 3; Folgde; bes. bei den Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
παραδίδωμι: μέλλ. -δώσω, παραδίδω, ἐγχειρίζω τι εἴς τινα, τινί τι, Λατ. tradere, ἐπὶ πάσης σχέσεως, ἀντίστοιχον τῷ παραδέχομαι: παραδίδωμι [τὸ παιδίον] τῷδε Ἡρόδ. 1. 117 ἐπὶ τῶν Περσῶν ταχυδρόμων, ὁ μὲν πρῶτος δραμὼν παραδιδοῖ τὰ ἐντεταλμένα τῷ δευτέρῳ, ὁ δὲ δεύτερος τῷ τρίτῳ ὁ αὐτ. 8. 98· ἐπὶ λαμπαδηδρομίας, Πλάτ. Νόμ. 776Β, κτλ.· ἐπὶ φρουρῶν, π. τὸν κώδωνα (ἴδε τὴν λ. κώδων) Θουκ. 4. 135· σύνθημα Πλουτ. Ἄρατ. 7· ἐπὶ παραδόσεως τῆς ἀρχῆς ἢ ἄλλου τινὸς πράγματος εἰς διάδοχον ἢ κληρονόμον, τῷ παιδὶ π. τὴν ἀρχὴν Ἡρόδ. 2. 159· τὰ πάτρια τεύχεα Σοφ. Φ. 399 (λυρ.)· ἐπὶ παραδόσεως ἐπιστολῶν, Ξεν. Κύρ. 8. 6, 17· ἐπὶ παραδόσεως τοῦ ἠγορασμένου πράγματος εἰς τὸν ἀγοραστήν, ὁ αὐτ. π. Οἰκ. 10, 28· ἐπὶ πραγμάτων ἐγγεγραμμένων ὑπὸ τῶν ἀρχόντων εἰς κατάλογον, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 49., 137-142· ἐπὶ συζητήσεως ἣν πρόκειται νὰ ἐξακολουθήσῃ ἕτερος, Πλάτ. Κριτί. 106Β· - οὕτω, π. τὴν προξενίαν, παραδίδω εἰς τοὺς μεταγενεστέρους, Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 4 τὴν πόλιν εὐδαιμονεστάτην τοῖς ἐπιγιγνομένοις π. Ἰσοκρ. 178Α, πρβλ. Θουκ. 2. 36, Πλάτ. Πολ. 372D· π. τὴν ἀρετήν, μεταδίδω ὡς διδάσκαλος, ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 93C· - μετ’ ἀπαρ., παῖδάς σφι παρέδωκε τὴν γλῶσσαν ἐκμαθέειν Ἡρόδ. 1. 73 ἣν ἐμῇ μητρὶ παρέδωκεν τρέφειν Εὐρ. Ὀρ. 64· π. τινι τοὺς νέους διδάσκειν Πλάτ. Νόμ. 811Ε πρβλ. Τίμ. 42D, κ. ἀλλ. - Παθ., οἱ παραδεδομένοι μῦθοι Ἀριστ. Ποιητ. 9, 8· ὁ π. τρόπος ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 5. 11, 4 [[[τέχνη]]] παραδίδοται Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 14, 2. 2) παραδίδω πόλιν ἢ πρόσωπον εἰς ἑτέρου χεῖρας, τὴν Σάμον π. Συλοσῶντι Ἡρόδ. 3. 149, πρβλ. 1. 45., 5. 37, κ. ἀλλ· μάλιστα ὡς ὅμηρον, ἢ εἰς ἐχθρὸν ἀπαιτοῦντα τοῦτο, Λατ. dedere, ὁ αὐτ. 3. 13., 8. 98, Θουκ. 7. 86, Ἀνδοκ. 24 ἐν τέλ., κτλ.· ὡσαύτως μετὰ τῆς παραλλήλου σημασίας προδοσίας, ὡς ἐν τῷ προδιδόναι, Λατ. prodere, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 51, Παυσ. 1. 2, 1· οὕτω, π. ὅπλα Ξεν. Κύρ. 5. 1, 28, κτλ.· - ὡσαύτως, τύχῃ αὑτὸν π., παραδίδομαι εἰς τὴν τύχην, Θουκ. 5. 16· ταῖς ἡδοναῖς τὴν ψυχὴν Πλάτ. Φαίδων 84Α· ἑαυτοὺς ἐπιθυμίαις αὐτόθι 82C· καὶ ἁπλῶς, π. ἡδοναῖς (ἄνευ τοῦ ἑαυτὸν) ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 250Ε. 3) ἑωυτὸν Κροίσῳ Ἡρόδ. 1. 45· ἥντινα μήτε .. παραδοῦναι ἐξῆν Ἀντιφῶν 146 19· π. τινὰ τῷ δικαστηρίῳ Ἀνδοκ. 3. 27· τοῖς ἕνδεκα Λυσ. 141. 15· ὡσαύτως, π. τινὰ εἰς τὸ δικαστήριον Δημ. 1230. 18· δεθέντα εἰς τὸν δῆμον Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 3· ἐπὶ κρίσει εἰς τὸν δῆμον Δημ. 1187. 5· καὶ μετ’ ἀπαρ., π. τινὰ θανάτῳ ζημιῶσαι Λυσ. 164. 19· - παραδίδω δοῦλον εἰς τὴν διὰ βασανιστηρίου ἀνάκρισιν, Ἰσοκρ. 361Ε, Διαθ. παρὰ Δημ. 1120· 7. - Παθ., δόγματι παραδοθῆναι, περιέχομαι εἰς ἀπόφασιν, Δίων Κ. 57. 20· ἐγκλήματι αὐτόθι 62. 27. 4) παραδίδω εἰς ἄλλους διηγήσεις, γνώμας καὶ τὰ ὅμοια, Λατ. memoriae predere, ἀντίστοιχον τῷ παραλαμβάνω, φήμην Πλάτ. Φίληβ. 16C· παραδεδομένα καὶ μυθώδη Δημ. 641. 19· οἱ παραδεδομένοι θεοί, οἱ ἐκ παραδόσεως θεοί, Δείναρχ. 102, 13· ἡ οἰκία .. ἐγκεκωμιασμένη παραδέδοται ἡμῖν Πλάτ. Χαρμ. 157Ε· ὡσαύτως, π. σιωπῇ καὶ λήθῃ Διον. Ἁλ. πρὸς Γναῖον Πομπ. 3. ΙΙ. παρέχω, δίδω, κῦδός τινι Πινδ. Π. 2. 96· - κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., προσφέρω, ἐπιτρέπω, αἵρεσιν ὁ αὐτ. ἐν Ν. 10. 155· οὕτως Εὐρ., κτλ. 2) μετ’ ἀπαρ., ἐπιτρέπω τινὶ ἵνα .., Ἡρόδ. 1. 210., 6. 103, κ. ἀλλ.· οὕτω μετ’ αἰτ. πράγμ. ὁ θεὸς τοῦτό γε οὐ παρεδίδου ὁ αὐτ. 5. 67· πληγὴν σιδήρῳ παραδοθεῖσαν εἰσιδών, ἰδὼν τόπον πρὸς τὸ πληγῆναι σιδήρῳ ἐπιτήδειον, Εὐρ. Φοίν. 1393. 3) ἀπολ., τοῦ θεοῦ παραδιδόντος, ἂν ἐπιτρέπῃ ὁ θεός, Ἡρόδ. 7. 18· ἢν οἱ θεοὶ παραδιδῶσιν Ξεν. Ἀν. 6. 4, 34· ὅπως ἂν οἱ καιροὶ παραδιδῶσιν Ἰσοκρ. 106C· τῆς ὥρας παραδιδούσης Πολύβ. 22. 24, 9· σπανίως κατ’ ἀόρ., Πινδ. Π. 5. 4, Δημ. 1394. 23.
French (Bailly abrégé)
f. παραδώσω, etc.
I. transmettre :
1 remettre de la main à la main : τί τινι qch à qqn;
2 remettre par succession (le pouvoir, etc.);
3 livrer à la postérité, transmettre;
4 avec idée de violence ou de contrainte livrer, remettre, acc. : πόλιν τινί une ville à l’ennemi ; ὅπλα XÉN ses armes ; ἑαυτόν HDT se rendre, se livrer;
II. confier : π. τύχῃ ἑαυτόν THC se confier à la fortune;
III. permettre : τι qch ; avec l’inf. permettre de faire qch ; abs. οῦ θεοῦ παραδιδόντος HDT avec la permission du dieu.
Étymologie: παρά, δίδωμι.
English (Slater)
παραδίδωμι
1 grant ἑτέροισι δὲ κῦδος ἀγήραον παρέδωκ (P. 2.52) πότμον παραδόντος (sc. πλοῦτον) (P. 5.3) Ἰαολκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπὼν Πηλεὺς παρέδωκεν Αἱμόνεσσιν (N. 4.56) “ἀλλ' ἄγε τῶνδέ τοι ἔμπαν αἵρεσιν παρδίδωμ” Zeus speaks (N. 10.83)
English (Abbott-Smith)
παρα-δίδωμι, [in LXX chiefly for נתן;] correl. to παρδέχομαι,
1. to give or hand over to another: c. acc. et dat., Mt 11:27 25:14, Lk 4:6, al.; of being delivered up to a course of teaching, pass. seq. εἰς, Ro 6:17.
2.to commit, commend: Ac 14:26 15:40, I Pe 2:23.
3.to give or deliver up to prison or judgment: c. acc. pers., Mt 4:12, Mk 1:14, Ro 4:25, II Pe 2:4; id. seq. ὑπέρ, Ro 8:32; c. dat., Mt 5:25, Mk 15:1, Lk 12:58, Jo 19:11, al.; id. seq. ἵνα, Jo 19:16; c. inf., Ac 12:4; seq. εἰς, Mt 10:17 17:22 24:9, Lk 21:12, Ac 8:3, II Co 4:11, al.; τ. Σατανᾷ, I Ti 1:20; id. seq. εἰς, I Co 5:5; with the collat. idea of treachery (= προδίδωμι), c. acc. pers., Mt 26:25, Mk 14:11, Jo 6:64, al.; id. c. dat., Mt 26:15, al.; pres. ptcp., ὁ παραδιδοὺς, Mt 26:25, Mk 14:42, Jo 13:11.
4.to hand down, hand on or deliver verbally (traditions, commands, etc.): Mk 7:13, Lk 1:2, Ac 6:14, I Co 11:2 15:2; pass., II Pe 2:21, Ju 3.
5.to permit (for exx. in cl., v. LS, s.v.): Mk 4:29.
English (Strong)
from παρά and δίδωμι; to surrender, i.e yield up, intrust, transmit: betray, bring forth, cast, commit, deliver (up), give (over, up), hazard, put in prison, recommend.
English (Thayer)
subjunctive 3rd person singular παραδιδῷ (L marginal reading Tr marginal reading WH, the Sinaiticus manuscript, etc.)) and παραδιδοι (ibid. L text T Tr text; cf. Buttmann, 46 (40) (and δίδωμι, at the beginning)); imperfect 3rd person singular παρεδίδου (παρεδίδουν (R G; παρεδίδοσαν (L T Tr WH; cf. Winer s Grammar, § 14,1c.; Buttmann, 45 (39)); future παραδώσω; 1st aorist παρέδωκα; 2nd aorist παρεδων, subjunctive 3rd person singular παραδῷ and several times παραδοῖ (so L T Tr WH in δίδωμι, at the beginning); perfect participle παραδεδωκως (παραδεδώκεισαν (Winer s Grammar, § 12,9; (Buttmann, 33 (29); Tdf. Proleg., p. 120f)); passive, present παραδίδομαι; imperfect 3rd person singular παρεδίδετο (L T Tr WH for R G παρεδίδοτο, see ἀποδίδωμι); perfect 3rd person singular παραδέδοται (παραδεδόμενος, παρεδόθην; 1future παραδοθήσομαι; from Pindar and Herodotus down; the Sept. mostly for נָתַן; to give over;
1. properly, to give into the hands (of another).
2. to give over into (one's) power or use: τίνι τί, to deliver to one something to keep, use, take care of, manage, Winer's Grammar, 271 (254)); τά ὑπάρχοντα, τάλαντα, τήν βασιλείαν, τό πνεῦμα namely, τῷ Θεῷ, τό σῶμα, ἵνα etc., to be burned, τινα, to deliver one up to custody, to be judged, condemned, punished, scourged, tormented, put to death (often thus in secular authors): τινα, absolutely, so that to be put in prison must be supplied, τηρουμένους, who are kept, G T Tr WH; but R τετηρημένους, L κολαζομένους τηρεῖν); to be put to death (cf. German dahingeben), ὑπέρ τίνος, for one's salvation, τινα τίνι, τῷ θελήματι αὐτῶν, to do their pleasure with τινα τίνι, followed by ἵνα, φυλάσσειν αὐτόν, to guard him, ἵνα, τινα εἰς τό σταυρωθῆναι, σταυροῦ θανάτῳ, Ev. Nicod. c. 26); εἰς χεῖρας τίνος, i. e. into one's power, εἰς συνέδρια, to councils (see συνέδριον, 2b.) (παραδιδόναι involving also the idea of conducting), εἰς συναγωγάς, εἰς θλῖψιν, εἰς φυλακήν, εἰς φυλακάς, εἰς θάνατον, εἰς κρίμα θανάτου, τόν σάρκα εἰς καταφθοράν, of Christ undergoing death, the Epistle of Barnabas 5,1 [ET]; παραδιδόναι ἑαυτόν ὑπέρ τίνος, to give oneself up for, give oneself to death for, to undergo death for (the salvation of) one, τῷ Θεῷ and a predicate accusative, τήν ψυχήν ἑαυτοῦ ὑπέρ τοῦ ὀνόματος Ἰησοῦ Χριστοῦ, to jeopard life to magnify and make known the name of Jesus Christ, τινα τῷ Σατανᾶ, to deliver one into the power of Satan to be harassed and tormented with evils, εἰς ὄλεθρον σαρκός (see ὄλεθρος), B. D., under the word, Hymenaeus II., Excommunication II.)), because a person banished from the theocratic assembly was regarded as deprived of the protection of God and delivered up to the power of the devil). τινα εἰς ἀκαθαρσίαν, to cause one to become unclean. A. V. renders to give up); εἰς πάθη ἀτιμίας, to make one a slave of vile passions, εἰς ἀδόκιμον νοῦν, to cause one to follow his own corrupt mind — followed by an infinitive of purpose (or epexegetic infinitive (Meyer)), ἑαυτόν τῇ ἀσέλγεια, to make oneself the slave of lasciviousness, τινα λατρεύειν, to cause one to worship, o deliver up treacherously, i. e. by betrayal to cause one to be taken: τινα τίνι, of Judas betraying Jesus, ὁ παραδιδούς αὐτόν, of him as plotting the betrayal (cf. Buttmann, § 144,11, 3): to deliver one to be taught, moulded, etc.: εἰς τί, in the passive, ὑπηκούσατε ... τύπον, etc. εἰς ὅν παρεδόθητε (Winer's Grammar, § 24,2b.)).
3. equivalent to to commit, to commend: τινα τῇ χάριτι τοῦ Θεοῦ, in the passive, παρεδίδου τῷ κρίνοντι δικαίως, namely, τά ἑαυτοῦ, his cause (Buttmann, 145 (127) note 2 (cf. Winer's Grammar, 590 (549))), to deliver verbally: commands, rites, πίστιν, the tenets (see πίστις, 1c. β.), in the passive, φυλάσσειν τά δόγματα, the decrees to keep, to deliver by narrating, to report, i. e. to perpetuate the knowledge of events by narrating them, Passow (or Liddell and Scott), under the word, 4).
5. to permit, allow: absolutely ὅταν παραδῷ or παραδοῖ ὁ καρπός, when the fruit will allow, i. e. when its ripeness permits, τῆς ὥρας παραδιδουσης, Polybius 22,24, 9; for other examples see Passow, under the word, 3 (Liddell and Scott, under the word II.; others take the word in Mark , the passage cited intransitively, in a quasi-reflexive sense, gives itself up, presents itself, cf. Winer s Grammar, 251 (236); Buttmann, 145 (127))).
Greek Monotonic
παραδίδωμι: μέλ. -δώσω,
I. 1. δίνω ή μεταβιβάζω, διαβιβάζω, παραδίδω, τί τινι, Λατ. tradere, σε Ηρόδ.· λέγεται για παράδοση σε κάποιο διάδοχο ή κληρονόμο, στον ίδ.· παραδίδωμι τὴν ἀρετήν, διδάσκω, μεταδίδω ως δάσκαλος, σε Πλάτ.· με απαρ., παραδίδωμί τινι τοὺς νέους διδάσκειν, στον ίδ.
2. παραδίδω πόλη ή άνθρωπο στα χέρια κάποιου, σε Ηρόδ.· ιδίως ως όμηρο, παραδίδω, μεταφέρω, Λατ. dedere, στον ίδ., Θουκ. κ.λπ.· με τη σημασία προδοσίας επίσης, προδίδω, σε Ξεν.· τύχῃ αὑτὸν παραδίδωμι, αφήνω κάποιον στην τύχη του, σε Θουκ.
3. παραδίδω στη δικαιοσύνη, ἑωυτὸν Κροίσῳ, σε Ηρόδ.· τινα εἰς τὸν δῆμον, σε Ξεν.
4. παραδίδω μύθους, διηγήσεις και άλλα παρόμοια, Λατ. memoriae prodere, σε Δημ.
II. παρέχω, προσφέρω, κῦδός τινι, σε Πίνδ.· σε ενεστ. και παρατ., προσφέρω, επιτρέπω, αἵρεσιν, στον ίδ.· με απαρ., επιτρέπω σε κάποιον να κάνει, σε Ηρόδ.· ομοίως, με αιτ. πράγμ., ὁ θεὸς τοῦτό γε οὐ παρεδίδου, στον ίδ.· απόλ., τοῦ θεοῦ παραδιδόντος, αν αυτός επιτρέψει, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
παραδίδωμι: (δῐ)
1) передавать (τῷ παιδὶ τὴν ἀρχήν Her.; τὰ πάτρια τεύχεα τῷ Λαερτίου Soph.; τὴν πόλιν τοῖς ἐπιγιγνομένοις Isocr.): οἱ παραδεδομένοι μῦθοι Arst. перешедшие по преданию мифы; παραδεδομένα καὶ μυθώδη Dem. предания и сказания;
2) выдавать, сдавать (ὅπλα Xen.; τὴν Σάμον τινί Her.; τι ἐπ᾽ ἀργυρίῳ Plut.): π. ἑωυτόν Her. сдаваться;
3) отдавать, предавать (τινὶ τοὺς νέους διδάσκειν Plat.): τύχῃ αὑτόν π. Thuc. отдаваться на волю судьбы; παραδοῦναί τινα τοῖς ἕνδεκα Lys. предать кого-л. суду Одиннадцати; π. ἡδοναῖς (sc. ἑαυτόν) предаваться наслаждениям;
4) давать, доставлять (κῦδός τινι Pind.);
5) разрешать, допускать: ἢν οἱ θεοὶ παραδιδῶσιν Xen. если позволят боги;
6) предоставлять, уступать (τὴν νίκην τινί Her.);
7) наносить (πληγὴ σιδήρῳ παραδοθεῖσα Eur.);
8) (о плодах) доходить, поспевать (ὅταν παραδῶ - v. l. παραδοῖ - ὁ καρπός NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-δίδωμι overgeven overgeven, overhandigen:; θύρσον τόνδε παράδος ἐκ χεροῖν geef me de thyrsus die je daar in je handen hebt Eur. Ba. 495; overdr.:; αὐτὴν π. ταῖς ἡδοναῖς καὶ λύπαις ἑαυτήν dat zij (de ziel) zichzelf overgeeft aan vreugde en verdriet Plat. Phaed. 84a; ὅστις ἐλάχιστα τύχῃ αὑτὸν παραδίδωσι wie zich het minst overgeeft aan de grillen van het lot Thuc. 5.16.1; π. ὅπλα de wapens afstaan Xen. Cyr. 5.1.28; pos. toevertrouwen, met dat. en inf.:; παῖδάς σφι παρέδωκε τὴν γλῶσσαν... ἐκμαθεῖν hij vertrouwde jongens aan hen toe om de taal te leren Hdt. 1.73.3; παρθένον ἐμῇ μητρὶ παρέδωκε τρέφειν hij gaf mijn moeder het meisje om groot te brengen Eur. Or. 64; ongunstig prijsgeven, verraden:; παρέδωκε τὴν πόλιν (het volk) gaf zijn stad prijs Thuc. 3.47.3; ἀνθρώποις παραδεδωκόσι τὰς ψυχὰς αὐτῶν mensen die hun leven op het spel hebben gezet NT Act. Ap. 15.26; τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδίδως; verraad jij de mensenzoon? NT Luc. 22.48; jur. uitleveren:. αὐτοὺς χρὴ τοῖς ἕνδεκα π. θανάτῳ ζημιῶσαι het was nodig hen uit te leveren aan het college van elf ter bestraffing met de\n dood Lys. 22.2; εἰς τὸν δῆμον π. aan de volksvergadering uitleveren Xen. Hell. 1.7.3. doorgeven, nalaten:; τῷ παιδὶ... π. τὴν ἀρχήν het rijk aan zijn zoon nalaten Hdt. 2.159.3; τὴν προξενίαν... παρεδίδου τῷ γένει hij gaf de proxenie door aan zijn nageslacht Xen. Hell. 6.3.4; τὸν βίον π. ἄλλοις ἐξ ἄλλων het leven doorgeven van generatie op generatie Plat. Lg. 776b; τὰ ἔθη ἃ παρέδωκεν ἡμῖν Μωϋσῆς de gewoonten die Mozes ons heeft doorgegeven NT Act. Ap. 6.14; overleveren:. ταύτην φήμην παρέδοσαν zij hebben het volgende verhaal overgeleverd Plat. Phlb. 16c; οἱ παραδεδομένοι μῦθοι de overgeleverde verhalen Aristot. Poët. 1451b24. toestaan:; ὁ θεὸς τοῦτό γε οὐ παρεδίδου dat stond de godheid niet toe Hdt. 5.67.2; πληγὴν... παραδοθεῖσαν εἰσιδών toen hij zag dat hem de kans geboden werd om toe te slaan Eur. Phoen. 1393; met inf.:; θεὸς παρέδωκε... κλέος κατατίθεσθαι μέγιστον de godheid heeft u toegestaan de hoogste roem te verwerven Hdt. 9.78.2; abs.: τοῦ θεοῦ παραδιδόντος als de godheid het toestaat Hdt. 7.18.3.
Middle Liddell
fut. -δώσω
I. to give or hand over to another, transmit, τί τινι, Lat. tradere, Hdt.; of transmission to one's successor, Hdt.; π. τὴν ἀρετήν to transmit, impart as a teacher, Plat.:—c. inf., π. τινὶ τοὺς νέους διδάσκειν Plat.
2. to give a city or person into another's hands, Hdt.; esp. as an hostage, to deliver up, surrender, Lat. dedere, Hdt., Thuc., etc.; also, with notion of treachery, to betray, Xen.: τύχῃ αὑτὸν π. to commit oneself to fortune, Thuc.
3. to give up to justice, ἑωυτὸν Κροίσῳ Hdt.; τινὰ εἰς τὸν δῆμον Xen.
4. to hand down legends, opinions, and the like, Lat. memoriae prodere, Dem.
II. to grant, bestow, κῦδός τινι Pind.:—in pres. and imperf. to offer, allow, αἵρεσιν Pind.: c. inf. to allow one to do, Hdt.; so, c. acc. rei, ὁ θεὸς τοῦτό γε οὐ παρεδίδου Hdt.:—absol., τοῦ θεοῦ παραδιδόντος if he permits, Hdt.