θαῦμα

English (LSJ)

θαύματος, τό, Ion. θῶμα (cf. θαυμάζω): (v. θεάομαι):
I of objects, wonder, marvel, in Ep. always in sg., Il.13.99, etc.; θαῦμ' ἐτέτυκτο πελώριον, of Polyphemus, Od.9.190; θαῦμα βροτοῖσι, of a beautiful woman, 11.287; ἄσπετόν τι θαῦμα, of Hercules, S.Tr.961 (lyr.), etc.: freq. c. inf., θαῦμα ἰδέσθαι = a wonder to behold, Il.5.725, etc.; θ. ἰδεῖν h.Ven.205, Hes.Sc.318; θαῦμα ἰδεῖν εὐκοσμίας E.Ba.693; θ. ἀκοῦσαι Pi.P. 1.26; θ. ἀνέλπιστον μαθεῖν S.Tr.673, etc.; θαῦμ' ὅτιstrange that... Theoc.15.2; οὐ θαῦμά [ἐστι] no wonder, Pi.N.10.50; so καὶ θ. γ' οὐδέν and no wonder, Ar.Pl.99; τὸ μὴ πείθεσθαι θ. οὐδέν Pl.R. 498d, etc.; τί τοῦτο θ.; E.Hipp.439; ἦ μάλα θ. κύων ὅδε κεῖται Od.17.306; θῶμα ποιεῖσθαί τι Hdt.1.68; τί τινος Id.9.58; τινος Id.7.99; περί τινος Id.3.23: after Hom. in plural, θαύματ' ἐμοὶ κλύειν A.Ag.1166 (v.l. θραύματ') θαύματ' ἀνθρώποις ὁρᾶν E.Ion1142; θαυμάτων κρείσσονα or πέρα things more than wondrous, Id.Ba.667, Hec.714.
2 in plural, also, puppet show, toy theatre, θ. δεικνύναι, ἐπιδεικνύναι, Pl.R. 514b, Lg.658c; ἐν θ. Thphr. Char.6.4, cf. 27.7, Ph.1.28; mountebank-gambols, X.Smp. 2.1, cf. 7.3 (sg.); ἐν τοῖς θ. ὑπεκρίνετο μίμους in the jugglers' booths, Ath.10.452f; of menageries, Isoc.15.213; of mechanical devices, Arist.Mech.848a11: metaph., ἔνιοι θ. ποιοῦσιν ἐν φιλοσοφίᾳ Phld.Rh. 1.99S.: sg., puppet, Pl.Lg.644d; trick, τὸ τῆς σοφιστικῆς δυνάμεως θ. Id.Sph.233a.
II wonder, astonishment, θ. μ' ἔχει ὡς… Od.10.326, etc.; ἔσχον θ. S.El.897; θ. δ' ὄμμασιν πάρα A.Eu.407; θ. μ' ὑπέρχεται S.El.928; μ' ἐλάμβανε θ. Ar.Av.511; θαύματος ἄξιος worthy of wonder, E.Hipp.906, etc.; ἐν θώματι εἶναι to be astonished, Hdt.1.68, cf. Th.8.14; ἐν θώματι ἔχεσθαι, ἐνέχεσθαι, Hdt.8.135,7.128; ἐν θ. ἐνέχεσθαί τινος at a thing, Id.9.37; ἐν θαύματι ποιεῖσθαι Plu.Pomp.14; διὰ θαύματος σχεῖν Hdn.2.2.7: pl., θαυμάτων ἐπάξια E.Ba.716, cf. Pl. Lg.967a.

German (Pape)

[Seite 1188] τό, ion. θώϋμα u. θῶμα, Wunder, Wunderwerk, Alles, was man mit Bewunderung u. Erstaunen ansieht, u. die Bewunderung, Verwunderung selbst; Hom. θαῦμα ἰδέσθαι, ein Wunder zu schauen, wunderbar anzuschauen; ἦ μέγα θαῦμα τόδ' ὀφθαλμοῖσιν ὁρῶμαι, Il. 13, 99. 15, 286 u. öfter; vom Polyphem, καὶ γὰρ θαῦμ' ἐτέτυκτο πελώριον Od. 9, 190, wie auch von einer schönen Frau, θαῦμα βροτοῖσι 11, 287; θαῦμά μ' ἔχει, ich staune, 10, 326; Pind. P. 1, 26 N. 10, 50; ταρβῶ μὲν οὐδέν, θαῦμα δ' ὄμμασιν πάρα Aesch. Eum. 385, aber Wunder nimmts den Blick; οὔ τι τοῦτο θαῦμ' ἔμοιγε, das ist mir nicht wunderbar, Soph. Phil. 408; θαῦμά τοί μ' ὑπέρχεται, Staunen beschleicht mich, El. 916; τόδε θαῦμά μ' ἔχει Phil. 861; τί τοῦτο θαῦμα; Eur. Hipp. 439; μεγίστου θαύματος τόδ' ἄξιον 906, bewundernswert; in Prosa, z. B. Plat. Conv. 221 c; θαυμάτων κρέσσονα Eur. Bacch. 666; θαῦμα οὐδέν, das ist nicht zu bewundern, Ar. Plut. 99; θαῦμά μ' ἐλάμβανε Av. 511; θῶμα ποιεῖσθαί τι, Etwas für wunderbar halten, Her. 1, 68. 8, 74; θαῦμα ποιεῖσθαί τινος, sich über Etwas wundern, 7, 99. 9, 58, περί τινος, 3, 23; ἐν θαύματι ποιεῖσθαι Plut. Pomp. 14; μηδὲν ὑμῖν ἔστω θαῦμα Plat. Critia. 113 b; τὸ μὴ πείθεσθαι τοῖς λεγομένοις τοὺς πολλοὺς θαῦμα οὐδέν Rep.VI, 498 d; θαῦμα ἦν, τί εἴη τὸ γεγενημένον, man wunderte sich u. wußte nicht, was da vorgefallen sei, Xen. An. 6, 1, 23. – Θαύματα bes. von Kunststücken der Taschenspieler u. Gaukler gebraucht, Plat. Rep. VII, 514 b; θαύματα ἐπιδεικνύς Legg. III, 658 b; τῆς σοφιστικῆς δυνάμεως, Kunststück, Soph. 233 a; von Seiltänzer- u. Springerkünsten, Xen. Conv. 2, 1, vgl. 7, 2; Hesych. erkl. θαύματα, ἃ οἱ θαυματοποιοὶ ἐπιδείκνυνται; Tim. lex. Plat. erkl. νευροσπάσματα, wo Ruhnken zu vgl. Auch der Schauplatz solcher Gaukler wird dadurch bezeichnet, ἐν τοῖς θαύμασιν ὑπεκρίνετο μίμους Ath. X, 452 f; ἐν θαύμασι τοὺς χαλκοῦς ἐκλέγειν Theophr. char. 6, 2.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
I. objet d'étonnement ou d'admiration en b. ou en mauv. part :
1 objet merveilleux ou monstrueux ; θαῦμά γ' οὐδέν SOPH, οὐδέν γε θαῦμα SOPH il n'y a pas de quoi s'étonner, il n'y a rien d'étonnant ; poét. au plur. θαυμάτων πέρα EUR choses extraordinaires et qui passent les bornes;
2 au plur. tours de force ou d'adresse, tours prestigieux;
II. étonnement, admiration, surprise : θαῦμά μ' ἔχει OD ou ὑποδύεται SOPH l'étonnement me saisit, m'envahit ; θαῦμα ἔχω SOPH je suis étonné ; ἐν θωύματι εἶναι HDT ou γενέσθαι HDT être saisi d'étonnement ; θωῦμα ποιεῖσθαι τι, τινος ou περί τινος HDT, ἐν θαύματι ποιεῖσθαι PLUT s'étonner ou s'émerveiller de qch.
Étymologie: R. ΘαϜ, contempler ; cf. θεάομαι.

Russian (Dvoretsky)

θαῦμα: ατος, ион. θώϋμα и θῶμα τό θάομαι II]
1 чудо, диво: θ. ἰδεῖν Hes. или ἰδέσθαι Hom. нечто невиданное; θ. ἀκοῦσαι Pind. нечто неслыханное; θαυμάτων κρείσσονα или πέρᾱ Eur. чудеса из чудес, невероятнейшие вещи; Πηρώ, θ. βροτοῖσι Hom. Перо, краса которой поражала всех; θ. πελώριον Hom. огромное чудовище, т. е. Полифем;
2 преимущ. pl. чудо ловкости, фокус (τὰ θαύματα ποιεῖν Xen.): τὰ θαύματα ἐπιδεικνύναι Plat. показывать фокусы;
3 удивление, изумление: θ. μ᾽ ἔχει Hom., Soph., Plat., ὑποδύεται Soph. или λαμβάνει Arst. я удивлен; ἐν θαύματι εἶναι, γενέσθαι, ἔχεσθαι и ἐνέχεσθαι Her. или ποιεῖσθαι Plut. поражаться, быть удивленным; θ. ποιεῖσθαί τι, τινος и περί τινος Her. поражаться, изумляться чему-л.; οὐ θ. Pind., θ. οὐδέν или οὐδὲν θ. Soph. ничего удивительного; θ. ἦν, τί εἴη τὸ γεγενημένον Xen. недоумевали (не понимали), что именно произошло.

Greek (Liddell-Scott)

θαῦμα: τό, Ἰων. θωῦμα ἢ μᾶλλον θῶμα, ὡς θωμάζω, θωμάσιος, κτλ., Δινδ. Διαλ. Ἡροδ. σ. xxxvii (θάομαι). ΙΙ. ὅ,τι βλέπει τις μετὰ θαυμασμοῦ, θαυμάσιον πρᾶγμα, παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. ἀείποτε καθ’ ἑνικ. ὡς Ἰλ. Ν. 99, κτλ.· θαῦμ’ ἐτέτυκτο πελώριον, περὶ τοῦ Πολυφήμου, Ὀδ. Ι. 190· θαῦμα βροτοῖσι, ἐπὶ ὡραίας γυναικός, Λ. 287· ἄσπετόν τι θ., ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, Σοφ. Tρ. 961, κτλ.· - συχνάκις μετ’ ἀπαρ., θαῦμα ἰδέσθαι, θαυμάσιον πρᾶγμα νὰ τὸ ἴδῃ τις, Ὀδ. Ι, 190, κτλ.· θαῦμα ἰδεῖν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 206, Ἡσ.· θαῦμ’ ἰδεῖν εὐκοσμίας Εὐρ. Βάκχ. 693· θαῦμα ἀκοῦσαι Πίνδ. Π. 1. 50· θ. μαθεῖν Σοφ. Tρ. 673, κτλ.· - θαῦμ’ ὅτι …, παράδοξον ὅτι..., Θεόκρ. 15. 2· οὐ θαῦμά ἐστι, οὐ θαυμαστόν, Πίνδ. Ν. 10. 94· καὶ θαῦμά γ’ οὐδέν, καὶ οὐδαμῶς εἶνε θαυμαστόν, παράδοξον, Ἀριστοφ. Πλ. 99· θαῦμα οὐδέν, μετ’ ἀπαρ., Πλάτ. Πολ. 498I), κτλ.· τὶ τοῦτο θ., Εὐρ. Ἱππ. 439· οὕτω παρ’ Ὁμ., ἦ μάλα θαῦμα κύων ὅδε κεῖται Ὀδ. Ρ. 306· θ. σοφιστικῆς Πλάτ. Σοφ. 233Α· - θῶμα ποιεῖσθαί τι Ἡρόδ. 1, 68., 9. 58· ἤ, θῶμα ποιεῖσθαί τινος ὁ αὐτ. 3. 23., 7. 99· - μεθ’ Ὅμ. καὶ κατὰ πληθ., θαύματ’ ἐμοὶ κλύειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1166· θαύματ’ ἀνθρώποις ὁρᾶν Εὐρ. Ἴωνι 1142· θαυμάτων κρείσσονα ἢ πέρα, πράγματα ἀνώτερα θαυμάτων, ὁ αὐτ. Βάκχ. 667, Ἑκ. 714. 2) ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, τεχνάσματα θαυματοποιοῦ, Πλάτ. Πολ. 514Β, Νόμ. 658Β· θαυμάσια γυμναστικὰ παίγνια, Ξεν. Συμπ. 2, 1, πρβλ. 7, 2, Casaub. Θεοφρ. Χαρ. 6. 2, Ἀθήν. 22. ΙΙ. θαυμασμός, ἔκπληξις, θαῦμά μ’ ἔχει ὡς.. Ὀδ. Κ. 326, κτλ.· καί, ἔσχον θαῦμα Σοφ. Ἠλ. 897· θ. δ’ ὄμμασιν πάρα Αἰσχύλ. Εὐμ. 407· θ. μ’ ὑποδύεται Σοφ. Ἠλ. 928· θ. μ’ ἐλάμβανεν Ἀριστοφ. Ὄρν. 511· θαύματος ἄξιος, ἄξιος θαυμασμοῦ, Εὐρ. Ἱππ. 906, κτλ.· ἐν θώματί εἰμι ἢ γίγνομαι, εἶμαι ἢ γίνομαι ἔκθαμβος, ἔκπληκτος, Ἡρόδ. 1. 68, κ. ἀλλ., Θουκ. 8. 14· ἐν θώματι ἔχεσθαι ἢ ἐνέχεσθαι Ἡρόδ. 8. 135., 7.128· τινός, ἔν τινι πράγματι, ὁ αὐτ. 9. 37· θ. ποιεῖσθαι περί τινος ὁ αὐτ. 3. 23· ἐν θαύματι ποιεῖσθαι Πλούτ. Πομπ. 14· διὰ θαύματος ἔχειν Ἡρωδιαν. 2. 2, 17· - πληθ., θαυμάτων ἐπάξια Εὐρ. Βάκχ. 716, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 967Α.

English (Autenrieth)

a wonder, marvel; θαῦμα ϝιδέσθαι, Ε, Od. 6.306; wonder, amazement, θαῦμά μ' ἔχει, Od. 10.326.

English (Slater)

θαῡμα marvel ἦ θαύματα πολλά (v.l. θαυματὰ) (O. 1.28) τέρας μὲν θαυμάσιον προσιδέσθαι, θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι, οἷον the eruption of Etna (P. 1.26) οὐ θαῦμα σφίσιν ἐγγενὲς ἔμμεν ἀεθληταῖς ἀγαθοῖσιν (N. 10.50)

English (Strong)

apparently from a form of θεάομαι; wonder (properly concrete; but by implication, abstract): admiration.

English (Thayer)

θαυματός, τό (ΘΑΟΜΑΙ (to wonder at), to gaze at, cf. Alexander Buttmann (1873) Gram. § 114under the word; Ausf. Spr. ii., p. 196; Curtius, § 308);
1. a wonderful thing, a marvel: L T Tr WH.
2. wonder: θαυμάζειν θαῦμα μέγα (cf. Winer's Grammar, § 32,2; (Buttmann, § 131,5)), to wonder (with great wonder i. e.) exceedingly, Homer down; the Sept. Job 18:20.)

Greek Monolingual

και θάμα, το (AM θαῡμα, Α ιων. τ. θῶμα)
1. καθετί που γίνεται παρά τους φυσικούς νόμους («τα θαύματα της Παναγίας της Τήνου»)
2. καθετί που κινεί τον θαυμασμό, πράγμα εκπληκτικό, αξιοθέατο (α. «τα επτά θαύματα του κόσμου» — τεχνικά έργα καταπληκτικά σε όγκο ή σε τελειότητα εκτέλεσης
β. «θαύμα βροτοῖσι», Ομ. Οδ.)
3. πολύ επιτυχημένο τέχνασμα (α. «κάνει θαύματα στην απόκρουση επιχειρημάτων» β. «τὸ τῆς σοφιστικῆς δυνάμεως θαῦμα», Πλάτ.)
νεοελλ.
εξαιρετική επιτυχία σε επιστήμη, τέχνη, επάγγελμα, ασχολία («ο γιατρός αυτός κάνει θαύματα»)
μσν.-αρχ.
θαυμασμός, έκπληξη, κατάπληξη («θαυμάτων ἐπάξια», Ευρ.)
αρχ.
1. εκπληκτική δεξιοτεχνίαθαῦμα μὲν ἕκαστον ἡμῶν ἡγησώμεθα τῶν ζῷων θεῖον», Πλάτ.)
2. θέατρο στο οποίο γίνονται διάφορα τεχνάσματα θαυματοποιών ή ακροβασίες ή δαμασμός θηρίων («θεωροῦν τες ἐν τοῖς θαύμασι τοὺς μὲν λέοντας πραότερον διακειμένους πρὸς τοὺς θεραπεύοντας», Ισοκρ.)
3. εξαιρετική ικανότητα για εφευρέσεις
4. φρ. α) «θῶμα ποιεῖσθαί τι» — το να θεωρεί κανείς κάτι άξιο θαυμασμού (Ηρόδ.)
θ) «θαύματος ἄξιος» — άξιος θαυμασμού (Ευρ.)
γ) «ἐν θώματί εἰμι» — είμαι κατάπληκτος (Ηρόδ.)
δ) θαῡμα ποιεῖσθαι περί τίνος» — να θαυμάζει κανείς για κάτι
ε) «ἐν θαύματι ποιοῦμαι» — θαυμάζω (Πλούτ.)
στ) «θαῦμ' (ἐστι) ὅτι» — είναι παράδοξο, θαυμαστό
ζ) «θαῦμα ἰδεῖν» ἡ «θαῦμα ἰδέσθαι» — θαυμάσιο πράγμα να το δει κανείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θαύμα < ΙE dhәu-mn (< ΙΕ ρίζα dhāu- «βλέπω, κοιτάζω») θεωρείται παράγωγο ενός αρχαίου αμάρτυρου ρ. με σημ. «θεωρώ, παρατηρώ, κοιτάζω», το οποίο συνδεόταν ετυμολογικά και σημασιολογικά με τα θεα (< θāFā), θεώμαι. Πρόβλημα παρουσιάζει ο παράλληλος ιων. τ. θώμα (και θωύμα) < ΙE dhō(u)-mn, που απαντά στον Ηρόδοτο. Υπετέθη ότι ο αρχικός τ. ήταν θωύμα, ο οποίος όμως είχε πλασθεί αναλογικά αντί του τ. θαύμα (κατά το εωυτῴ - εαυτῴ). Η υπόθεση όμως αυτή αίρεται από την ύπαρξη τών ανθρωπωνυμίων Θέμων και Θωμάντας.
ΠΑΡ. θαυμάζω
αρχ.
θαυμαίνω, θαυμαλέος, θαύματος.
ΣΥΝΘ. θαυματοποιός, θαυματουργός
αρχ.
θαυματολογία
μσν.
θαυματόβρυτος
νεοελλ.
θαυματολόγος].

Greek Monotonic

θαῦμα: -ατος, τό, Ιων. θώϋμα ή θῶμα (θάομαι
I. 1. λέγεται για αντικείμενα, οτιδήποτε βλέπει κάποιος με θαυμασμό, θαύμα, αξιοθαύμαστο γεγονός, σε Όμηρ., Ησίοδ.· θαῦμα, λέγεται για τον Πολύφημο, σε Ομήρ. Οδ.· θαῦμα βροτοῖσι, λέγεται για μια όμορφη γυναίκα, στο ίδ.· με απαρ., θαῦμα ἰδέσθαι ή ἰδεῖν, θαυμάσιο πράγμα στη θωριά, στην όψη, στο ίδ., Ευρ.· καὶ θαῦμά γ' οὐδέν, και καθόλου περίεργο, σε Αριστοφ., θῶμα ποιεῖσθαι τι, σε Ηρόδ.· στον πληθ., θαύματ' ἐμοὶ κλύειν, σε Αισχύλ.· θαυμάτων κρείσσονα ή πέρα, πράγματα ανώτερα θαυμάτων, σε Ευρ.
2. στον πληθ. επίσης, τεχνάσματα θαυματοποιού, θαυμάσια γυμναστικά παιχνίδια, σε Ξεν., κ.λπ.
II. λέγεται για συναίσθημα, θαυμασμός, έκπληξη, σε Ομήρ. Οδ., κ.λπ.· ἐν θώματι εἶναι ή γίγνεσθαι, είμαι έκπληκτος, σε Ηρόδ., Θουκ.· τινός, με ένα πράγμα, σε Ηρόδ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: wonder, astonishment (Il.).
Other forms: Hdt. a. o. θῶμα (mss. also θῶυμα; s. below)
Compounds: As 1. member e. g. in θαυματο-ποιός wonder-worker = juggler (Pl., D.).
Derivatives: θαυματός wonderfull (Hes. Sc. 165, h. Hom., Pi.) with θαυμάσιος id. (IA; Schwyzer 466), from where θαυμασιότης (Hp.); θαυματόεις id. (Man.); Θαύμας, -αντος (Hes.; Schwyzer 526, Chantraine Formation 269). Denomin. verbs: 1. θαυμαίνω wonder, admire (θ 108, h. Ven. 84 ) with Dor. Θωμάντας (Phleius); 2. θαυμάζω id. (Il.; on the formation Schwyzer 734) with θαυμαστής admirer and θαυμαστικός (Arist.), θαυμασμός admiration (hell.), θαύμακτρον prob. money paid to see consurers tricks (Sophr. 120; cf. Chantraine 332); 3. θαυματίζομαι ἐκπλήττομαι H. - Θώμων (Boeot.); cf. γνῶμα: γνώμων a. o.; s. Bechtel Hist. Personennamen 214.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: θαῦμα belongs to the group of θάμβος, τέθηπα etc. with Pre-Greek labial/F (Fur. 228-33); this also explains θῶμα with αυ/ω, beside which through etymological notation in Hdt. also θῶυμα (Hoffmann Dial. 3, 366f.); from IE the variation cannot be explained. These verbal nouns go back on a verb for see, observe, seen also in θέα looking at (s. v.), θεάομαι behold; θαῦμα. Thus Kuiper Gedenksch. Kretchmer (1956) 225, Fur. 236, 242 (who further compares Proto-Hatt. tau̯u̯a fear).

Middle Liddell

θαῦμα, ατος, τό, θάομαι
I. of objects, whatever one regards with wonder, a wonder, marvel, Hom., Hes.; θαῦμα, of Polypheme, Od.; θαῦμα βροτοῖσι, of a beautiful woman, Od.; c. inf., θαῦμα ἰδέσθαι or ἰδεῖν a wonder to behold, Od., Eur.; καὶ θαῦμά γ' οὐδέν and no wonder, Ar.: —θῶμα ποιεῖσθαί τι Hdt.:—in pl., θαύματ' ἐμοὶ κλύειν Aesch.; θαυμάτων κρείσσονα or πέρα things more than wondrous, Eur.
2. in plural also jugglers' tricks, mountebank-gambols, Xen., etc.
II. of the feeling, wonder, astonishment, Od., etc.; ἐν θώματι εἶναι or γίγνεσθαι to be astonished, Hdt., Thuc.; τινός at a thing, Hdt.

Frisk Etymology German

θαῦμα: {thaũma}
Forms: Hdt. u. a. θῶμα (Hss. auch θῶυμα; s. unten)
Grammar: n.
Meaning: Wunder, Wunderding, Bewunderung, Verwunderung (seit Il.).
Composita: Als Vorderglied z. B. in θαυματοποιός Taschenspieler, Gaukler (Pl., D. usw.).
Derivative: Ableitungen: θαυματός wundervoll, erstaunlich (Hes. Sc. 165, h. Hom., Pi.) mit θαυμάσιος ib. (ion. att.; Schwyzer 466), wovon θαυμασιότης (Hp. u. a.); θαυματόεις ib. (Man.); Θαύμας, -αντος (Hes.; Schwyzer 526, Chantraine Formation 269). Denominative Verba: 1. θαυμαίνω sich wundern, bewundern, staunen (θ 108, h. Ven. 84 usw.) mit dor. Θωμάντας (Phleius); 2. θαυμάζω ib. (seit Il.; zur Bildung Schwyzer 734) mit θαυμαστής Bewunderer und θαυμαστικός (Arist. usw.), θαυμασμός Verwunderung (hell. und spät), θαύμακτρον etwa Schaupfennig (Sophr. 120; vgl. Chantraine 332); 3. θαυματίζομαι· ἐκπλήττομαι H. — Θώμων (böot.); vgl. γνῶμα: γνώμων u. a.; dazu Bechtel Hist. Personennamen 214.
Etymology: Das schwundstufige θαῦμα und das davon im Ablaut abweichende hochstufige θῶμα, woneben durch etymologische Schreibweise bei Hdt. auch θῶυμα (Hoffmann Dial. 3, 366f.), gehen als Verbalnomina auf ein Verb für anschauen zurück, das auch in θέα das Anschauen (s. d.), θεάομαι schauen vorliegt; θαῦμα, θῶμα (aus *dhəu-mn̥, *dhō(u)-mn̥) somit eig. ‘(das Ding zum) Anschauen’; vgl. Porzig Satzinhalte 281.
Page 1,655-656

Chinese

原文音譯:qaàma 滔馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:希奇 相當於: (שָׁמֵם‎)
字義溯源:驚訝,希奇;源自(θεάομαι)*=察看)
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編
1) 希奇(1) 林後11:14

English (Woodhouse)

astonishment, wonder, a marvel of, a monument of, an object of wonder, object of wonder, that which causes wonder

Mantoulidis Etymological

Ἀπό ρίζα θαϝ → θαυ τοῦ θεάομαι -θεῶμαι.
Παράγωγα: θαυμάζω, θαυμάσιος, θαυμασμός, θαυμαστέον, θαυμαστικός, θαυμαστής, θαυμαστός, ἀξιοθαύμαστος, θαυμαστόω (=κάνω κάτι θαυμαστό), θαυματοποιός, θαυματουργός.

Lexicon Thucydideum

admiratio, wonder, astonishment, 8.14.2.

Translations

astonishment

Arabic: ذُهُول‎, دَهْشَة‎, تَعَجُّب‎; Egyptian Arabic: ذهول‎; Armenian: զարմանք; Azerbaijani: təəccüb; Belarusian: здзіўленне, падзі́ў; Bulgarian: учудване, удивление; Catalan: estorament, sorpresa; Chinese Mandarin: 驚愕, 惊愕, 驚異, 惊异; Czech: údiv, úžas, podiv; Danish: forbavselse; Faroese: undran; Finnish: hämmästys, hämmästyminen, kummastus, kummastuminen; French: étonnement; Galician: abraio, aglaio, medoña, infento; German: Staunen, Erstaunen, Verwunderung; Greek: έκπληξη, κατάπληξη, σοκ; Ancient Greek: θάμβος, ἔκπληξις, θαῦμα; Icelandic: undrun; Irish: uafás; Italian: stupore, meraviglia, sorpresa, sbigottimento, attonimento; Japanese: 驚き, 驚愕; Korean: 놀람, 놀라움; Macedonian: чудење, зачудување; Malay: kekaguman; Malayalam: വിസ്മയം; Manx: ard-yindys; Maori: māharotanga; Persian: تعجب‎; Polish: zdziwienie, zdziwko, zdumienie, dziw, osłupienie; Portuguese: surpresa; Romanian: uimire, surprindere; Russian: удивление, изумление; Slovak: údiv, úžas; Spanish: asombro, estupefacción, sorpresa, extrañeza; Swedish: häpenhet, förvåning; Tajik: тааҷҷуб; Turkish: şaşkınlık, şaşırtı, sürpriz; Ukrainian: здивування, подив