ῥάβδος

From LSJ
Revision as of 15:40, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥάβδος Medium diacritics: ῥάβδος Low diacritics: ράβδος Capitals: ΡΑΒΔΟΣ
Transliteration A: rhábdos Transliteration B: rhabdos Transliteration C: ravdos Beta Code: r(a/bdos

English (LSJ)

ἡ,

   A rod, wand, Hom. (v. infr.), etc.; lighter than the βακτηρία or walking-stick, X.Eq.11.4 (but = βακτηρία, Ev.Matt.10.10, al.). —Special uses:    1 magic wand, as that of Circe, Od.10.238, 319, etc.; that with which Athena touched Odysseus, to restore his youthful appearance, χρυσείῃ ῥάβδῳ ἐπεμάσσατο 16.172; that with which Hermes overpowers the senses of man, Il.24.343; that with which Hades rules the ghosts, Pi.O.9.33; divining-rod, Hdt.4.67.    2 fishing-rod, Od.12.251.    3 limed twig, for catching small birds, Ar.Av.527.    4 shaft of a hunting-spear, X.Cyn.10.3,16.    5 staff of office, like the earlier σκῆπτρον, Pl.Ax.367a, LXX Ps.44(45).7, 109(110).2; carried by a βραβευτής, Phld.Vit.p.25J.:— dub. in A.Supp.248 for ῥαβδοῦχος.    6 wand borne by the ῥαψῳδός, τὸν ἐπὶ ῥάβδῳ μῦθον ὑφαινόμενον Call.Fr.138 ( = Fr.3.10P.), cf. Paus. 9.30.3: hence κατὰ ῥάβδον ἐπέων according to the measure of his (Homer's) verses, Pi.I.4(3).38(56).    7 rod for chastisement, ῥ. κοσμοῦσα Pl.Lg.700c; μάστιξ ἢ ῥ. riding-switch, X.Eq.8.4; ῥ. βοηλάτις ox-goad, APl.4.200 (Mosch.); ξαίνεσθαι ῥάβδοις Plu.Alex.51, cf. AP 11.153 (Lucill.): of the fasces of the Roman lictors, Plb.11.29.6, D.H.4.11, Str.5.2.2, Plu.Publ.10, Luc.36; πρὸς πέντε ῥάβδους, = Lat. at (i.e. ad) quinque fasces (CIL8.7044 (Numidia)), OGI543.18 (Ancyra, ii A.D.), IGRom.3.175 (ibid., ii A.D.); cf. ῥαβδονόμος, ῥαβδοῦχος.    8 shepherd's staff or crook, LXXPs.22(23).4, Mi.7.14.    9 ῥάβδος κληρονομίας measuring-rod, ib.Ps.73(74).2.    10 stitch, ἔντοσθεν δὲ βοείας ῥάψε θαμειὰς χρυσείῃς ῥάβδοισι διηνεκέσιν περὶ κύκλον Il.12.297 (unless it means rivets, studs).    II young shoot of some trees, Ion Trag.40, Thphr.HP2.1.2.    III streak or stripe on the skin of animals, διαποίκιλα ῥάβδοις Arist.HA525a12; of fish, Clearch. 73; of clothes, Poll.7.53; fluting of a column, Supp.Epigr.4.448.7 (Didyma, ii B.C., pl.); of minerals, vein, Thphr.CP4.12.6, D.S.5.37; streak or shaft of light, Arist.Mete.377a30, Mu.395a31, Thphr.Sign.11.    IV in Gramm.,    1 line, verse, Sch.Pi.I.4.63.    2 a critical mark, like ὀβελός, Hsch.    3 stroke forming a letter, Theodect.6.6.

German (Pape)

[Seite 829] ἡ, 1) Ruthe, Gerte, Stab; bes. – a) eine Zauberruthe, die in andere Gestalten verwandelt; vom Zauberstabe der Circe, Od. 10, 238. 319. 389; der Athene, 13, 429. 16, 172. 456, des Hermes, τῇ τ' ἀνδρῶν ὄμματα θέλγει, τούς τ' αὖτε καὶ ὑπνώοντας ἐγείρει, Il. 24, 343 Od. 5, 47. 24, 2; – auch Angelruthe, περιμήκης, 12, 251. – b) der Stab als Zeichen der Würde, Herrscher-, Richterstab, wie σκῆπτρον, ἀκινήταν ἔχε ῥάβδον Ἅιδας, Pind. Ol. 9, 33; – auch das Abzeichen der Rhapsoden, I. 3, 56, vgl. Dissen dazu. – c) Stock, Ruthe zum Schlagen; κοσμούσης ῥάβδου νουθέτησις, Plat. Legg. III, 700 c, vgl. Ax. 367 a; μάστιξῥάβδος, Xen. Hipp. 8, 4; ῥάβδῳ κρούειν, 11, 4; vgl. Hdn. 7, 9, 13; Plut. oft. – d) Schaft eines Wurfspießes, Xen. Cyn. 10, 3. 16; Poll. 5, 20 erkl. προβόλιον; dah. αἱ ῥάβδοι die Ruthenbündel, fasces der röm. Lictoren. – Bei Ar. Av. 587 wird es vom Schol. als εἶδος δικτύου ὃ χρίουσιν ἰξῷ erkl., u. dafür die v. l. σταυροί angeführt. – 2) Strich, Streifen, βοείας ῥάψε θαμειὰς χρυσείῃς ῥάβδοισι διηνεκέσιν, Il. 12, 297. – In Steinen od. Metallgängen die Adern, Theophr. – An Kleidern, Poll. 7, 53. – Streifen am Himmel, was wir nennen »die Sonne zieht Wasser«; Arist. de mund. 4; Plut. plac. phil. 3, 6. – Zeile, Vers, Gramm. S. Schol. Pind. I. 3, 56 u. Erkl. daselbst. – Auch als diakritisches Zeichen, = ὀβελός. – Bei Aesch. Suppl. 245 wird es = ῥαβδοφόρος erkl., aber die Lesart ist unsicher. – Die Accentuation ῥᾶβδος, von Eust. angeführt, ist von Bekker im Aristot. aufgenommen. – Verwandt mit ῥάσσω, ῥαπίς.

Greek (Liddell-Scott)

ῥάβδος: ἡ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ῥαβδί», Λατ. virga, Ὅμηρ.· ἀλλ’ ἐλαφροτέρα τῆς βακτηρίας τῆς χρησίμου εἰς τὸ βάδισμα, ἴδε Ξεν. Ἱππ. 11, 4, πρβλ. 8. 4· (ἀλλὰ = βακτηρία, ἐν Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. ι΄, 10, κ. ἀλλ.)· - ὡσαύτως, ὁ νέος βλαστὸς δένδρων τινῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 1, 2, πρβλ. Schneid. Πίνακα εἰς Θεόφρ. - Ἰδιαίτεραι χρήσεις: 1) μαγικὴ ῥάβδος, ὡς ἡ τῆς Κίρκης, Ὀδ. Κ. 238, 319, κτλ.· ἡ τῆς Ἀθηνᾶς δι’ ἧς αὕτη ἤγγισε τὸν Ὀδυσσέα ὅπως ἀποκαταστήσῃ τὴν νεανικὴν αὐτοῦ ὄψιν, χρυσείῃ ῥάβδῳ ἐπεμάσσατο Ὀδ. Π. 172· ἡ τοῦ Ἑρμοῦ ῥάβδος, τῇ τ’ ἀνδρῶν ὄμματα θέλγει, ὧν ἐθέλει, τοὺς δ’ αὖτε καὶ ὑπνώοντας ἐγείρει Ἰλ. Ω. 343, Ὀδ. Ε. 47· ἡ τοῦ Ἅιδου, δι’ ἧς κυβερνᾷ τὰς σκιὰς τῶν νεκρῶν, Πινδ. Ο. 9. 51, πρβλ. Ὁρατ. ᾨδ. 1. 10, 18, καὶ 24. 16 (ἴδε ῥαβδίον Ι. 1)· ῥαβδίον μαντικὸν, Ἡροδ. 4. 67. 2) ῥάβδος ἢ κάλαμος ἁλιευτικός, Ὀδ. Μ. 251· - ὡσαύτως κλαδίσκος ἀληλιμμένος δι’ ἰξοῦ πρὸς σύλληψινν μικρῶν πτηνῶν, «ἰξόβεργα», Ἀριστοφ. Ὄρν. 527. 3) τὸ ξύλον τοῦ ἀκοντίου, Ξεν. Κυν. 10, 3 καὶ 16. 4) ῥάβδος ὡς σημεῖον ἀξιώματος ὡς τὸ παρὰ τοῖς παλαιοτέροις σκῆπτρον, Πινδ. Ο. 9, 50, Πλάτ. Ἀξ. 367Α· - ἀμφίβ. ἐν Αἰσχύλου Ἱκέτ. 248 ἀντὶ ῥαβδοῦχος. 5) ἡ ῥάβδος ἣν ἔφερεν ὁ ῥαψῳδός: ἐπὶ ῥάβδῳ μῦθον ὑφαίνεσθαι Καλλ. Ἀποσπ. 138, πρβλ. Παυσ. 9. 30, 3, καὶ ἴδε σκῆπτρον· ὅθεν, κατὰ ῥάβδον ἐπέων, κατὰ τὸ μέτρον τῶν ποιημάτων αὐτοῦ (τοῦ Ὁμήρου), Πινδάρ. Ι. 4. 66, ἔνθα ἴδε Dissen. (3. 56), πρβλ. Göttling Προοίμ. εἰς Ἡσίοδ. σ. xiii. 6) ῥάβδος πρὸς σωφρονισμόν, ὡς κολαστήριον ὄργανον ῥ. κοσμοῦσα Πλάτ. Νόμ. 700C· μάστιξ ἢ ῥ., πρὸς ἱππασίαν χρήσιμος, Ξεν. Ἱππ. 8. 4· ῥ. βοηλάτις, βούκεντρον, Ἀνθ. Πλαν. 200· Μηδικαῖς ῥάβδοις ξαινομένους, δερομένους, μαστιγουμένους, Πλουτ. Ἀλέξ. 51, ἔνθα ἴδε σημ. Κοραῆ, πρβλ. Ἀνθ. Π. 11. 153· - παρὰ μεταγεν., αἱ ῥάβδοι, αἱ τῶν Ρωμαίων ῥαβδούχων fasces, Πλουτ. Ποπλ. 10, Λύκουλλ. 36· ἀνθύπατος πρὸς πέντε ῥάβδους Συλλ. Ἐπιγρ. 4033. 18., 4034. 11· πρβλ. ῥαβδονόμος, ῥαβδοῦχος. 7) ποιμενικὴ ῥάβδος, Ἑβδ. (Μιχ. Ζ΄, 14). 8) αὐτόθι (Ψαλμ. ΟΓ΄, 3), ῥ. κληρονομίας, φαίνεται ὅτι ὑπονοεῖ τὴν ῥάβδον ὡς μέτρον ἐκτάσεως. ΙΙ. ταινία, χρυσείῃς ῥάβδοισι διηνεκέσιν περὶ κύκλον, κατὰ τὸν Σχολιαστ. «τοῖς κανόσιν, οἷς εἴχοντο αἱ ἀσπίδες», Ἰλ. Μ. 197· ἔμφασίς τις ἐν τῷ ἀέρι ἐξ ἀνακλάσεως τῶν ἀκτίνων τοῦ ἡλίου, Ἀριστ. Μετεωρ 3. 2, 6, 3. 6, 3, π. Κόσμ. 4. 22, Θεοφράστ. Σημ. Ὑδάτ. 1, 11 σειρά, ῥάβδωσις ἐπὶ τοῦ δέρματος ζῴων, διαποίκιλα ῥάβδοις Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 25, πρβλ. Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 332C· ἐπὶ ὑφασμάτων, Πολυδ. Η΄, 53· πρβλ. ῥαβδωτός· ἡ ῥάβδωσις κίονος, πρβλ. ῥάβδωσις· ἐπὶ ὀρυκτῶν, φλέψ, Θεοφρ π. Φυτ. Αἰτ. 4. 12, β, κτλ. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς γραμμ., 1) γραμμή, στίχος, Σχόλ. εἰς Πίνδ. Ι. 3. 63. 2) κριτικόν τι σημεῖον, ὡς τὸ ὀβελός, Ἡσύχ. (κατ’ ἔννοιαν προσεγγίζει πρὸς τὸ ῥάπις, ῥόπαλον· ἀλλ’ ἴδε Κουρτ. Gr. Et. ἀρ. 513). - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥάβδοι· καὶ τὸ σύνηθες καὶ ἡ διάφυσις τῆς γῆς, ὡσεὶ φλέβες. καὶ ὀβελοὶ δὲ οἱ παρατιθέμενοι τοῖς Ὁμήρου στίχοις καὶ οἱ τῶν φοινίκων κλῶνες».

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
I. baguette, particul.
1 verge pour frapper;
2 baguette magique de Circé, d’Athéna, de devin;
3 canne à pêche;
4 caducée d’Hermès;
5 hampe de javelot ; αἱ ῥάβδοι faisceau de verges des licteurs romains;
II. p. anal.
1 ligne, raie;
2 ligne transversale qui raye l’horizon lorsque la pluie tombe au loin ou que le soleil pompe l’humidité du sol.
Étymologie: cf. ῥέπω.

English (Autenrieth)

rod, wand, esp. the magic wand of Hermes, Circe, Athēna, Il. 24.343, Od. 10.238, Od. 13.429; of a fishing-rod, Od. 12.251; pins, Il. 12.297.

English (Slater)

ῥάβδος (ἡ)
   1 staff οὐδ' Ἀίδας ἀκινήταν ἔχε ῥάβδον, βρότεα σώμαθ ᾆ κατάγει (O. 9.33) Ὅμηρος αὐτοῦ πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν θεσπεσίων ἐπέων λοιποῖς ἀθύρειν (ἀντὶ τοῦ κατὰ ῥαψῳδίαν Σ.) (I. 4.38)

Spanish

varilla, cetro

English (Strong)

from the base of ῥαπίζω; a stick or wand (as a cudgel, a cane or a baton of royalty): rod, sceptre, staff.

Greek Monolingual

η / ῥάβδος, ΝΜΑ·1. επίμηκες, κυλινδρικό και λεπτό τεμάχιο ξύλου ή ξύλινο στέλεχος το οποίο κρατείται από το χέρι είτε για στήριξη του σώματος κατά το βάδισμα είτε ως πρόχειρο όπλο άμυνας ή επίθεσης, βακτηρία, μπαστούνι, μαγκούρα («ταχὺ πηδῶ τῆς κλίνης μου, λαμβάνω τὸ ραβδίν μου, / κρατῶν τὴν ράβδον ἐν χερσίν, ἔτρεχον πρὸς ἐκεῑνον», Διγεν. Ακρ.)
2. σύμβολο εξουσίας, ανώτατου αξιώματος ή και ιδιότητας (α. «ράβδος ποιμαντική [ή ποιμαντορική]» — ράβδος από χρυσό και άργυρο ή από πολύτιμο ξύλο, σύμβολο της αρχιερατικής εξουσίας
β. «στραταρχική ράβδος» — μικρό διακοσμημένο στέλεχος, διακριτικό του αξιώμαστος του στρατάρχη
γ. «ρυθμική ράβδος» — η μπαγκέτα διευθυντή ορχήστρας
δ. «μαγική ράβδος» — η ράβδος του ταχυδακτυλουργού)
3. όργανο τιμωρίας, σωφρονισμού ή και η ίδια η άσκηση σωματικής βίας (α. «ράβδος αστυνομική» — το κλομπ
β. «αγία ράβδος» — το ξυλοκόπημα
γ. «το επιχείρημα της ράβδου» — το επιχείρημα του ισχυρότερου, του πιο δυνατού που εξαναγκάζει τον αδύνατο να υποχωρήσει ή και να συμβιβαστεί χωρίς τη θέλησή του
δ. «πρὶν ἐπιδεῑν Μηδικαῑς ῥάβδοις ξαινομένους Μακεδόνας», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) κάθε αντικείμενο το οποίο έχει σχήμα ράβδου («σιδηροδρομικές ράβδοι» — οι ράγες τών σιδηροτροχιών)
2. φρ. α) «ράβδος ασφαλείας»
φυσ. μεταλλική ράβδος που περιέχει υλικό το οποίο απορροφά τα νετρόνια και η οποία σε περίπτωση κινδύνου μπορεί να εισαχθεί ταχύτατα στον πυρηνικό αντιδραστήρα και να διακόψει τη λειτουργία του
β) «ράβδοι ελέγχου» — μεταλλικές ράβδοι, κάποτε και πλάκες ή σωλήνες, από υλικό με μεγάλη ενεργό διατομή απορρόφησης νετρονίων που χρησιμοποιούνται στους αντιδραστήρες για τη ρύθμιση της αντίδρασης
γ) «ράβδος ζεύξης»
(αυτοκιν.) εξάρτημα του συστήματος διεύθυνσης το οποίο χρησιμεύει για τη σύνδεση τών δύο βραχιόνων διευθύνσεως οι οποίοι είναι στερεωμένοι στους διευθυντήριους τροχούς του οχήματος, αλλ. μεγάλη μπάρα
δ) «ράβδος του Ιακώβ» — γωνιομετρικό όργανο το οποίο χρησιμοποιήθηκε από τους ναυτικούς από τις αρχές του 16ου αιώνα
3. παροιμ. α) «όπου δεν πίπτει (δηλαδή δεν ισχύει) ο λόγος, πίπτει η ράβδος» — λέγεται για να δηλώσει ότι μερικές φορές οι ανυπάκουοι πρέπει να τιμωρούνται με σωματικές ποινές
β) «ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει» — λέγεται για να δηλώσει παράλογους συλλογισμούς ή ασυναρτησίες
μσν.-αρχ.
1. το ραβδί του ποιμένα
2. (κυρίως) εκκλ. σύμβολο της εξουσίας του Χριστού ως υποστηρικτή τών αδυνάτων και προστάτη της δικαιοσύνης και ιδίως ως ποιμένα, οδηγό τών λαών της οικουμένης («ποίμαινε λαόν σου ἐν ῥάβδῳ σου», ΠΔ)
αρχ.
1. το μαγικό ραβδί του Ερμού, της Κίρκης και της Αθηνάς, καθώς και του Άδη, με την οποία αυτός κυβερνούσε τις σκιές τών νεκρών
2. ραβδί με μαντικές ιδιότητες
3. καλάμι κατάλληλο για ψάρεμα, καλάμι αλιευτικό
4. μικρό κλαδί αλειμμένο με ιξό για το κυνήγι μικρών πτηνών, ξόβεργα
5. ο κοντός, το κοντάρι του δόρατος
6. η ράβδος τών ραψωδών
7. ταινία ή, κατ' άλλους, ξύλινο ή μετάλλινο καρφί ή, κατ' άλλους, ραφή («ἔντοσθεν δὲ βοείας ῥάψε θαμειὰς χρυσείης ῥάβδοισι, διηνεκέσιν περὶ κύκλου» Ομ. Ιλ.)
8. νεαρός, τρυφερός βλαστός μερικών δέντρων
9. γραμμή, ταινία ή ράβδωση στο δέρμα ζώων, στο δέρμα ψαριών και σε μερικά υφάσματα
10. ράβδωση κίονα
11. (για ορυκτό) φλέβαὥσπερ γὰρ ἐν τοῑς μετάλλοις ῥάβδους», Θεόφρ.)
12. λωρίδα φωτός οφειλόμενη στην ανάκλαση τών ακτινών του Ηλίου
13. (για σταυρό) δοκός, μαδέρι
14. γραμμ. α) σειρά, στίχος
β) είδος κριτικού σημείου σε χειρόγραφο αρχαίου κειμένου παρεμφερούς προς τον οβελό
15. στον πληθ. αἱ ῥάβδοι
δέσμη ράβδων την οποία κρατούσαν οι Ρωμαίοι ραβδούχοι
16. φρ. α) «κατὰ ῥάβδον ἐπέων» — σύμφωνα με το μέτρο τών ποιημάτων (ενν. του Ομήρου)
β) «ῥάβδος κληρονομιάς» — η ράβδος ως μέτρο εκτάσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥάβ-δος ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας wrb- «κάμπτω, λυγίζω», με επίθημα -δος (πρβλ. κέλαδος, κλάδος) και συνδέεται με ta: λιθουαν. virbas «κλάδος, βέργα», ρωσ. verba «λυγαριά» και το λατ. verbera «ράβδος, χτύπημα». Στην ίδια ρίζα εξάλλου ανάγονται πιθανότατα και οι λ. ῥάμνος «είδος φυτού» και ῥαπίς. Η τελευταία άποψη μάλιστα οδήγησε ορισμένους να υποθέσουν ότι η λ. ῥάβδος αποτελεί θεματική μορφή του τ. ῥαπίς που σχηματίστηκε κατ' απόσπαση από το συνθ. ραβδο-φόρος (< ραπιδο-φόρος με συγκοπή του -ι-)].

Greek Monotonic

ῥάβδος: ἡ,
I. 1. ραβδί, βέργα, μπαστούνι, ράβδος, Λατ. virga, σε Όμηρ., Ξεν.
2. μαγική ράβδος, όπως εκείνη της Κίρκης ή της Αθηνάς ή του Ερμή, σε Όμηρ.
3. ψαροκάλαμο, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, κλαδίσκος για το πιάσιμο των μικρών πουλιών, (ι)ξόβεργα, σε Αριστοφ.
4. ξύλο ακοντίου ή λαβή, στυλιάρι, σε Ξεν.
5. ράβδος, σκήπτρο ως σύμβολο αξιώματος, όπως το σκῆπτρον, σε Πίνδ.
6. ράβδος που κρατούσε ο ῥαψῳδός· απ' όπου, κατὰ ῥάβδον ἐπέων, κατά το μέτρο των ποιημάτων του (Ομήρου), σε Πίνδ.
7. ραβδί για μαστίγωση, ξυλοδαρμό, σωφρονισμό, σε Πλάτ.· αἱ ῥάβδοι, οι fasces των Ρωμαίων ραβδούχων, σε Πλούτ.
8. ποιμενική ράβδος.
II. λωρίδα, ταινία ή κορδέλα, ζώνη, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ῥάβδος:
1) палка, трость, розга (ῥάβδῳ κρούειν Xen.): αἱ ῥάβδοι Plut. (в Риме) ликторские пучки;
2) волшебный жезл, магическая палочка (sc. τοῦ Ἑρμέω Hom.);
3) удочка (sc. τοῦ ἁλιῆος Hom.);
4) птицеловная палка (покрытая клеем) (sc. τοῦ ὀρνιθευτοῦ Arph.);
5) жезл, посох Pind., NT;
6) прут, тж. нить (χρύσεαι ῥάβδοι Hom.);
7) древко (sc. τῆς λόγχης Xen.);
8) световая полоса, pl. пучок лучей (ῥάβδοι περὶ τὸν ἥλιον Arst.);
9) полоска: διαποίκιλος ῥάβδοις Arst. испещренный полосами;
10) грам. строка, стих.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: twig, rod, staff, streak, groove (Il.).
Compounds: Compp., e.g. ῥαβδ-οῦχος m. staff-bearer as name of an official (Ar., Th., hell.), πολύ-ρραβδος having many streaks (Arist.).
Derivatives: 1. Dimin. ῥαβδ-ίον n. (Arist., Thphr.); 2. ῥαβδ-ωτός having rods, streaks, grooves (X., Arist.), -ωμα H. as explanation of σκυτάλια; -ωσις f. cannelure (Att. inscr. end Va; Kretschmer Glotta 14, 230, Holt Les noms d'action en -σις 152f.); 3. Denomin.: a) ῥαβδ-ίζω to beat with a rod, to thresh (com., Thphr.) with -ισμός m. treshing, -ιστήρ m. thresher (pap.); b) -εύομαι to fish with a rod (Arist.); c) -όομαι to have streaks (Lyd.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Perh. cognate with ῥάμνος, ῥαπίς. A suffixal element δο- can, except in a few nouns indicating sounds (e.g. κέλαδος), only be found in isolated, etymolog. mostly unclear words (Schwyzer 508 f., Chantraine Form. 359 f.); but note the old, in meaning close word κλάδος; cf. Specht Ursprung 230 with motley material. A basis *ῥάβ-ι̯ος, by Bq given as possible, is defended by Haas Μνήμης χάριν 1, 132. Except for the -δ-, ῥάβ-δ-ος can be compared with Lith. vir̃bas twig, spigs, rod and Russ. vérba (OCS vrъba) willow (IE *u̯r̥b-). Beside it with full grade Lat. verbera pl. (rods for) punishment, verbēnae pl. the twigs of the laurel etc. -- Further forms w. lit. in W.-Hofmann, Fraenkel and Vasmer s.vv.; also WP. 1, 275 and Pok. 1153. -- We can be certain that the word is Pre-Greek (not in Furnée).

Middle Liddell

ῥάβδος, ἡ,
I. a rod, wand, stick, switch, Lat. virga, Hom., Xen.
2. a magic wand, as that of Circe or Hermes, Hom.
3. a fishing-rod, Od.:—also a limed twig, for catching birds, Ar.
4. a spear-staff or shaft, Xen.
5. a staff of office, like the earlier σκῆπτρον, Pind.
6. the wand borne by the ῥαψῳδός; hence, κατὰ ῥάβδον ἐπέων according to the measure of his (Homer's) verses, Pind.
7. a rod for chastisement, Plat.; αἱ ῥάβδοι the fasces of the Roman lictors, Plut.
II. a stripe or strip, Il.

Frisk Etymology German

ῥάβδος: {rhábdos}
Grammar: f.
Meaning: Rute, Gerte, Stab, Streifen, Riefe (seit Il.).
Composita : Kompp., z.B. ῥαβδοῦχος m. Stabträger als Behördenname (Ar., Th., hell.), πολύρραβδος mit vielen Streifen (Arist.).
Derivative: Davon 1. das Demin. ῥαβδίον n. (Arist., Thphr. usw.); 2. ῥαβδωτός mit Ruten, Streifen, Riefen versehen (X., Arist. usw.), -ωμα H. als Erklärung von σκυτάλια; -ωσις f. Kannelierung (att. Inschr. Ende Va; Kretschmer Glotta 14, 230, Holt Les noms d’action en -σις 152f.); 3. Denominativa : a) ῥαβδίζω mit einer Rute schlagen, dreschen (Kom., Thphr. usw.) mit -ισμός m. Dreschen, -ιστήρ m. Drescher (Pap.); b) -εύομαι mit einer Rute angeln (Arist.); c) -όομαι mit Streifen versehen sein (Lyd.).
Etymology : Offenbar mit ῥάμνος, ῥαπίς verwandt. Ein suffixales δο-Element ist, von einigen Schallnomina (z.B. κέλαδος) abgesehen, nur in isolierten, etymologisch meist undurchsichtigen Wörtern anzutreffen (Schwyzer 508 f., Chantraine Form. 359 f.); zu bemerken immerhin das altererbte und sinnverwandte κλάδος; dazu noch Specht Ursprung 230 mit buntem Material. Eine Grundform *ῥάβι̯ος, von Bq als möglich bezeichnet, sucht Haas Μνήμης χάριν 1, 132 mit neuen Argumenten zu stützen. Vom -δ- abgesehen, läßt sich ῥάβδ-ος nnt lit. vir̃bas Zweig, Reisig, Gerte und russ. vérba (aksl. vrъba) Weide gleichsetzen (idg. *u̯r̥b-). Daneben mit Hochstufe lat. verbera pl. ‘(Ruten zur) Züchtigung’, verbēnae pl. die Zweige des Lorbeers — Weitere Formen m. Lit. bei W.-Hofmann, Fraenkel und Vasmer s.vv.; auch WP. 1, 275 und Pok. 1153.
Page 2,636-637