ζεύγνυμι

From LSJ
Revision as of 18:38, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζεύγνῡμι Medium diacritics: ζεύγνυμι Low diacritics: ζεύγνυμι Capitals: ΖΕΥΓΝΥΜΙ
Transliteration A: zeúgnymi Transliteration B: zeugnymi Transliteration C: zeygnymi Beta Code: zeu/gnumi

English (LSJ)

   A ζεύγνῡσι A.Pers.191, (ὑπο-) Pl.Plt.309a; 2pl. imper. ζεύγνῠτε E.Rh.33 (lyr.); inf. -ύναι (μετα-) X.Cyr.6.3.21, Ep. ζευγνῦμεν Il.16.145; part. ζευγνύς Hdt.1.206, 4.89; impf. 3pl. ἐζεύγνῠσαν Id.7.33, Ep. ζεύγν- Il.24.783: also ζευγνύω Hdt.1.205, Plb.5.52.4, etc.: impf. ἐζεύγνυον Hdt.4.89 (Ep. ζεύγν- v.l. Il.19.393): fut. ζεύξω Pi.I.1.6, etc.: aor. 1 ἔζευξα Od.3.478, etc.: late pf. ἔζευχα (ἐπ-) Philostr.VA2.14:—Med., Ep. impf. 3dual ζευγνύσθην Il.24.281, 3pl. ἐζεύγνυντο Od.3.492: fut. ζεύξομαι E.Hec.469(lyr.), etc.: aor. 1 ἐζευξάμην Hdt.3.102, E.Ion901 (lyr.):—Pass., fut. ζευχθήσομαι (δια-) Gal.9.938: aor.1 ἐζεύχθην Pi.O.3.6, Hdt.7.6, A.Ag.842, Pl.Plt.302e: more commonly aor. 2 ἐζύγην [ῠ] Pi.N.7.6, E.Supp.822 (lyr.), (συ-) Pl.R.546c: pf. ἔζευγμαι Il.18.276: plpf. ἔζευκτο Hdt.4.85.—Usu. in aor. Act. in Hom.: the simple Verb is rare in Att. Prose:—yoke, put to, ὑπ' ὄχεσφιν ἵππους Il.23.130; ὑφ' ἅρμασιν ἵππους 24.14; ὑπ' ἀμάξῃσιν βόας ἡμιόνους τε ib.783; κἄζευξα πρῶτος ἐν ζυγοῖσι κνώδαλα A.Pr.462:—Med. (esp. in Od.), ἵππους ζεύγνυσθαι put to one's horses, Od.3.492, al.: abs., ζευγνύσθην Il.24.281; ζεύξομαι ἆρα πώλους E.Hec. 469(lyr.); καμήλους Hdt.3.102; of riding horses, harness, saddle and bridle, ζεῦξαι Πάγασον Pi.O.13.64, cf.Ar.Pax128, 135; of chariots, put to, get ready, ζ. ἅρμα, ὄχους, Pi.P.10.65, E.Andr.1020(lyr.):—Med., τέθριππα Id.Alc.428.    2 bind fast, ἀσκοὺς δεσμοῖς X.An.3.5.10: —Pass., φάρη… ἐζευγμέναι πόρπαισιν having them fastened…, E.El. 317.    3 metaph., πότμῳ ζυγείς in the yoke of fate, Pi.N.7.6; ζυγεὶς ἐν ἅρμασι πημάτων A.Ch.795(lyr.); ἀνάγκῃ ζυγείς S.Ph.1025; ζεύχθη was tamed, Id.Ant.955 (lyr.); θεσφάτοις… ζυγείς E.Supp.220; ὁρκίοισι ζ. Id.Med.735; μοναρχία ζευχθεῖσα ἐν γράμμασιν ἀγαθοῖς Pl.Plt.302e: —Med., τόνδ' ἐν ὅρκοις ζεύξομαι E.Supp.1229.    II join together, σανίδες… μακραὶ ἐΰξεστοι ἐζευγμέναι well-joined, Il.18.276 (elsewh. in Hom. only in signf. 1); ζεῦξαι ὀδόντας, in setting a fractured jaw, Hp.Art. 32; τὼ πόδε ζευγνύντες, of sculptors who made their statues with joined feet, Hld.3.13.    2 join in wedlock, ἐπειδὰν εὐφρόνη ζεύξῃ μία yokes her in wedlock, S.Fr.583.11; of the parents or authors of the marriage, τίς ταύτην ἔζευξε; E.IA698; ζ. τὴν θυγατέρα τινί App. BC2.14, cf. Ath.12.554d:—in Med., of the husband, wed, ἄκοιτιν ζεύξασθαι E.Alc.994(lyr.); παρθένειον ἐζεύξω λέχος Id.Tr.676 (so in Act., γάμοις ἔζευξ' Ἀδράστου παῖδα I married his daughter, Id.Ph. 1366; ὁ Σεμέλην ζεύξας γάμοις Id.Ba.468):—Pass., to be married, ἐζευγμένη, opp. κόρη, S.Tr.536; γάμοις ζευχθῆναι or ζυγῆναι, Id.OT 826, E.IA907, etc.; ἐν γάμοις Id.El.99; ἐς ἀνδρὸς εὐνάν Id.Supp.822 (lyr.): metaph., ζ. μέλος ἔργμασι Pi.N.1.7, cf.I.1.6.    3 join opposite banks by bridges, ποταμὸν ζεῦξαι Hdt.1.206; τὸν Ἑλλήσποντον Id.7.33, Lys.2.29; μηχαναῖς ἔζευξεν Ἕλλης πορθμόν A.Pers.722 (troch.):—also in Med., ζεύγνυσθαι τὸν Βόσπορον Hdt.4.83 (v.l. -νύναι):—Pass., Id.7.6, 34; διῶρυξ ἐζευγμένη πλοίοις X.An.1.2.5; but also,    b γεφύρας ζεῦξαι Hdt.1.205, cf. 4.85, 118,al.    4 furnish ships with cross-benches (ζυγόν 111), Hes.Fr.76.6; but ζεύξαντες τὰς παλαιὰς [ναῦς] ὥστε πλωΐμους εἶναι having strengthened them with thwarts, Th.1.29, cf. Sch. ad loc.    5 pair or match gladiators, Arr.Epict.1.29.37.    6 join issue at law, in Pass., [δίκαι] ὑπέρ τινος ἐζευγμέναι SIG742.44 (Ephesus, i B.C.). (Cf. Skt. yunákti, pl. yuñjánti 'yoke', Lat. jungo, jugum.)

German (Pape)

[Seite 1137] u. ζευγνύω, ζεύγνυε, Strat. 48 (XII, 206), ζεύξω, ἔζευξα, pert. pass. ἔζευγμαι, aor. gew. ἐζύγην, auch ἐζεύχθην, Tragg., z. B. Soph. Ant. 945, doch auch Plat. Polit. 302 e; – 1) anjochen, anspannen, oft bei Hom. ἵππους, ἡμιόνους, βόας, auch mit dem Zusatz ὑφ' ἅρμασιν, ὑπ' ὄχεσφιν, ὑπ' ἀμάξῃσιν, Il. 23, 130. 24, 14. 782 Od. 3, 478. So auch med., ἵππους ζεύγνυσθαι. die Rosse für sich anspannen, Od. 3, 492. 15, 145 u. öfter. Auch vom Reitpferde, aufzäumen, satteln, Ar. Pax 128. 135. Aehnl. Pind. σθένος ἡμιόνων, Ol. 6, 22; ἅρμα P. 10, 64, wie Plat. Tim. 22 c; καμήλους, ἵππους ὑπ' ἅρματα, Her. 3, 102. 5, 9; κνώδαλα ἐν ζυγοῖς Aesch. Prom. 460. – 2) übh. zusammenfügen, verbinden, σανίδες ἐζευγμέναι, fest zusammengefügte, Il. 18, 276. Dah. – al durch die Ehe verbinden, heirathen, γάμοις ζυγῆναι Soph. O. R. 826; μήποτ' ἐζύγη δέμας εἰς ἀνδρὸς εὐνήν Eur. Suppl. 848; dah. ἐζευγμένη entgeggstzt der κόρη, Soph. Tr. 533; vgl. Plut. Sull. 33 u. Parthen. 17, 2; τὴν θυγατέρα τινί, App. Civ. 2, 14. Auch med., ἄκοιτιν ζεύξασθαι κλισίαις Eur. Alc. 977. – b) durch Brücken verbinden, sowohl γέφυραν ζευγνύναι, Her. 4, 88 u. sonst, wie pass., 4, 85, als ποταμόν, Ἑλλήσποντον, 7, 24. 157; Plat. Legg. III, 699 a; Pol. 5, 52, 4 u. sonst. – c) ναῦς, Schiffe in Stand setzen, kalfatern, Thuc. 1, 29, vgl. ὑπόζωμα. – d) übertr., ἐν ἀνάγκῃ ζυγείς Soph. Phil. 1014, wie Plat. Menex. 240 c, τοὺς Ἀθηναίους ἐν τῇ αὐτῇ ἀνάγκῃ ζευγνύναι; vgl. ἐν δεσμῷ ζευχθεῖσα Soph. Ant. 945; μοναρχία ἐν γράμμασιν ἀγαθοῖς ζευχθεῖσα Plat. polit. 302 e; πότμῳ ζυγείς Pind. N. 7, 6 [ζευγνῦμεν, inf., Il. 16, 145].

Greek (Liddell-Scott)

ζεύγνῡμι: ζεύγνῡσι, Αἰσχύλ. Πέρσ. 191, (ὑπο-) Πλάτ. Πολιτ. 309Α· προστ. ζεύγνῠτε Εὐρ. Ρήσ. 33· ἀπαρ. -ύναι (μετα-) Ξεν. Κύρ. 6. 3, 21· μετοχ. ζευγνὺς Ἡρόδ. 1. 206., 4. 89· παρατ. γ΄ πληθ. ἐζεύγνῠσαν Ἡρόδ., Ἐπ. ζευγν-Ἰλ. Ω. 783· ὡσαύτως ζευγνύω Ἡρόδ. 1. 205, Πολύβ., κτλ.· παρατ. ἐζεύγνυον Ἡρόδ. (Ἐπ. ζευγν- Ἰλ.), μέλλ. ζεύξω, ἀόρ. ἔζευξα, μεταγεν. πρκμ. ἔζευχα (ἐπ) Φιλόστρ. 64. - Μέσ., ἐπ. παρατ. γ΄ δυϊκ. ζευγνύσθην Ἰλ. Ω. 281, γ΄ πληθ. ζεύγνυντο Ὀδ. Γ. 492· μέλλ. ζεύξομαι Εὐρ. Ἑκ. 469, κλ.· ἀόρ. ἐζευξάμην Ἡρόδ., Τραγ. καὶ Πλάτ. Πολιτ. 302Ε· κοινότερον ἀόρ. β΄ ἐζύγην (ῠ) Πίνδ. Ν. 7. 8,Τραγ., (συν-) Πλάτ. Πολ. 546C. - Ὁ Ὅμ. συνηθέστατα μεταχειρίζεται ἀόρ. ἐνεργ.· ἀλλ’ ἐν Ἰλ. Π. 145 ἄξιος σημειώσεως εἶναιἀνώμαλος τύπος ζευγνῦμεν ἢ ὁ κατὰ Βουττμ. ζευγνύμεν, ἀπαρ. ἐνεργ. ἐνεστ. ἀντὶ ζευγνύμεναι, ζευγνύναι, μετὰ ῡ· - μοναδικὴ ἐξαίρεσις τοῦ κανόνος ὅτι τό υ εἶνε μακρὸν μόνον ἐν τῷ ἑνικῷ τῆς ὁριστ. τοῦ ἐνεστ., πρβλ. Βουττμ. Λεξιλ. ἐν λ. νῶϊ 9. Τὸ ἁπλοῦν ῥῆμα εἶναι σπάνιον παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ. (Ἐκ. τῆς √ΖΥΓ παράγονται ζυγόν, ζυγῆναι, σύζυξ· ἐν τῇ Σανσκρ., Λατ., κτλ., τὸ ἰσοδύναμον πρὸς τὸ ζ εἶνε τὸ y (ἤ j) ἴδε Ζζ ΙΙ. 3· πρβλ. Σανσκρ. yuǵ, yunaǵ-mi (jungo), yuk (conjuctus), yug- am (par), yug-yam (jumen- tum)· Λατ. jung- o, jug-um, con-jux, jug-erum, ju-mentum· Γοτθ. juk, ga-juk (ζεῦγος), jukusi (ζυγός) Ἀρχ. Γερμ. joch (Ἀγγλ. yoke). Θέτω ὑπὸ τὸν ζυγόν, ἵππους, ἡμιόνους, βόας Ὅμ.· ἐνίοτε μετὰ τῆς προσθήκης ὑφ’ ἅρματα, ὑφ’ ἅρμασιν, ὑπ’ ὄχεσφιν, ὑπ’ ἀμάξῃσιν Ἰλ. Ψ. 130, Ω. 14, 782, κτλ.· κἄζευξα πρῶτος ἐν ζύγοι κνώδαλα Αἰσχύλ. Πρ. 462· - οὕτω καὶ τὸ μεσ. ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. (ἰδίως ἐν τῇ Ὀδ.). ἵππους ζεύγνυμαι, βάλλω τοὺς ἵππους μου ὑπὸ τὸν ζυγὸν, ζευγνύω πρὸς χρῆσίν μου, Ὀδ. Γ. 492. κτλ., Ἰλ. Ω. 281· ζεύξομαι ἅρματι πώλους Εὐρ. Ἑκ. 469· οὕτως ἐπὶ καμήλων, Ἡρόδ. 3. 102· -καὶ ἐπὶ ἵππων πρὸς ἱππασίαν, ἑτοιμάζω, χαλινῶ, ἐπισάττω, ζεῦξαι Πάγασον Πίνδ. Ο. 13. 91, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 128, 135· - ἐπὶ ἁρμάτων, ἑτοιμάζω, ζ. ἅρμα, ὄχους, Πίνδ. Π. 10. 102, Εὐρ. Ἀνδρ. 1019· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, τέθριππα ὁ αὐτ. Ἀλκ. 428. 2) δένω, στερεώνω, ἀσκοὺς δεσμοῖς Ξεν. Ἀν. 3. 5, 10· - φάρη... ἐζευγμέναι πόρπαισιν, στερεώσασαι μέ..., Εὐρ. Ἑλ. 317. 3) μεταφ., πότμῳ ζυγείς, ὑπὸ τὸν ζυγὸν τῆς μοίρας, Πίνδ. Ν. 7. 9· ζυγεὶς ἐν ἅρμασι πημάτων Αἰσχύλ. Χο. 794· ἀνάγκῃ ζυγείς Σοφ. Φ.1025· ζεύχθη, ὁ αὐτός ἐν Ἀντιγόνῃ 955· θεσφάτοις... ζυγείς Εὐρ. Ἱκέτ. 220· ἴδε σειραφόρος. - Μέσ., τόνδ’ ἐν ὅρκοις ζεύξομαι αὐτόθι 1229. - Παθ., ὁρκίοις ζυγείς ὁ αὐτ. Μηδ. 735. ΙΙ. συνενώνω, συνάπτω, σανίδες… μακραί, ἐΰξεστοι, ἐζευγμέναι, καλῶς συνημμέναι, Ἰλ. Σ. 276 (ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ σημ. 1)· ζεῦξαι ὀδόντας, ἐπὶ τοποθετήσεως τεθραυσμένης σιαγόνος, Ἱππ. Ἀρθ. 799· τὼ πόδε ζ., ἐπὶ τῶν ἀρχαίων γλυπτῶν, οἵτινες ἐποίουν τὰ ἀγάλματα αὑτῶν ἔχοντα συμβεβηκότας τοὺς πόδας, σύμποδα. Ἡλιόδ. 3. 13. 2) ἑνώνω διὰ τοῦ γάμου, ἐπειδὰν εὐφρόνη ζεύξῃ μία, συνδέσῃ διὰ γάμου, Σοφ. Ἀποσπ. 517. 11· ἐπὶ τῶν γονέων ἢ τῶν αἰτίων τοῦ γάμου, τὴν σύζευξιν, τὶς ταύτην ἔζευξε; Εὐρ. Ι. Α. 698· ζ. τὴν θυγατέρα τινί Ἀππ. Ἐμφύλ. 2. 14, πρβλ. Ἀθήν. 554D· - ἀλλ’ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐπὶ τοῦ ἀνδρὸς, λαμβάνω γυναῖκα, ἄκοιτιν ζεύξασθαι Εὐρ. Ἀλκ. 994· παρθένειον ἐζεύξω λέχος ὁ αὐτ. Τρῳ. 671· (οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., γάμοις ἔζευξ’ Ἀδράστου παῖδα, συνεζεύχθην τὴν θυγατέρα τοῦ Ἀδρ., ὁ αὐτ. Φοιν. 1365· ὁ Σεμέλην ζεύξας γάμοις ὁ αὐτ. Βάκχ. 468). - Παθ., συζεύγνυμαι, ἐζευγμένη, ἀντιθ. κόρη, Σοφ. Τρ. 536· γάμοις ζευχθῆναι ἢ ζυγῆναι ὁ αὐτ. Ο. Τ. 826, Εὐρ. Ι. Α. 907, κτλ.· ἐν γάμοις ὁ αὐτ. Ἠλ. 99· εἰς εὐνὴν τινος ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 823· - μεταφ., ζ. μέλος ἔργμασι Πίνδ. Ν. 1. 10, πρβλ. Ι. 1. 6. 3) ἑνώνω τὰς ἀπέναντι ὄχθας διὰ γεφυρῶν, ποταμόν ζεῦξαι Ἡρόδ. 1. 206· τὸν Ἐλλήσποντον ὁ αὐτ. 7. 33, κ. ἀλλ.· μηχαναῖς ἔζευξεν Ἕλλης πορθμὸν Αἰσχύλ. Πέρσ. 72, πρβλ. Λυσ. 193. 23· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ζεύγνυσθαι τὸν Βόσπορον Ἡρόδ. 4. 83. - Παθ., ὁ αὐτ. 7. 6, 34· διῶρυξ ἐζευγμένη πλοίοις Ξεν. Ἀν. 1. 2, 5· ἀλλ’ ὡσαύτως, β) γέφυραν ξεῦξαι Ἡρόδ. 1. 205., 4. 118, κ. ἀλλ.· καὶ ἐν τῷ παθ. 4. 85. 4) συνδέω τὰ τοιχώματα πλοίου διὰ θρανίων (ζυγὸν ΙΙΙ), Ἡσ. Ἀποσπ. 37· - ἀλλά, ζεύξαντες τὰς παλαιὰς ναῦς, ὥστε πλοΐμους εἶναι, ὑποδήσαντες, ὑποζώσαντες διὰ σχοινίων. Θουκ. 1. 29, ἔνθα ἴδε Σχόλ. καὶ πρβλ. ὑπόζωμα. 5) σχηματίζω ζεύγη ἀντιπάλων ξιφομάχων, Ἀρρ. Ἐπικτ. 1. 29, 37.

French (Bailly abrégé)

f. ζεύξω, ao. ἔζευξα, pf. inus.
Pass. ao. ἐζεύχθην, ao.2 ἐζύγην, pf. ἔζευγμαι;
mettre sous le joug, attacher au joug :
1 au propre ἵππους ὑφ’ ἅρμασι IL, ὑφ’ ἅρματα OD, ὑπ’ ἅρματα HDT, ἐν ἅρμασι ESCHL atteler des chevaux à des chars ; ἐν ζυγοῖσι ESCHL atteler sous le joug ; ἀνάγκῃ ζυγείς SOPH soumis au joug de la nécessité;
2 fig. en parl. de mariage, au Pass. : γάμοις ζευχθῆναι SOPH ou ζυγῆναι EUR être uni par un mariage ; ἐζευγμένη SOPH femme mariée;
3 p. anal. joindre, unir deux extrémités : ποταμόν HDT, Ἑλλήσποντον HDT joindre par un pont les deux rives d’un fleuve, de l’Hellespont, y jeter un pont ; γέφυραν HDT réunir les deux extrémités d’un pont, jeter un pont;
4 en gén. joindre, unir : παλαιὰς ναῦς réparer de vieux navires, litt. substituer des baux (v. ζυγόν) neufs aux anciens ; σανίδες ἐζευγμέναι IL poutres fortement unies, formant un assemblage solide;
5 p. ext. lier, attacher fortement : ἀσκοὺς δεσμοῖς XÉN des outres avec des liens;
Moy. ζεύγνυμαι attacher pour soi ou à son char, atteler en gén. acc. ; p. ext. joindre, unir : τὸν Βόσπορον HDT jeter un pont sur le Bosphore ; fig. ἄκοιτιν ζεύξασθαι EUR unir à soi une épouse.
Étymologie: R. Ζυγ joindre ; cf. ζυγόν, lat. jugum, jungo.

English (Slater)

ζεύγνυμι (fut. ζεύξω: aor. ἔζευξεν; ζεῦξον; ζεύξαις(α); ζεῦξαι: pass. aor. ζευχθέντες, ζευχθεῖσα; ζυγέντες, ζυγέν, ζυγένθ coni. nom. n.)
   a bind fast, secure ἴυγγα τετράκναμον ἐν ἀλύτῳ ζεύξαισα κύκλῳ (sc. Μήδεια) (P. 4.215) in tmesis, χαίταισι μὲν ζευχθέντες ἔπι στέφανοι (O. 3.6) met., εἴργει δὲ πότμῳ ζυγένθ' ἕτερον ἕτερα (Er. Schmid: ζυγόν θ. codd.) (N. 7.6) ἀμφοτερᾶν τοι χαρίτων σὺν θεοῖς ζεύξω τέλος καὶ τὸν ἀκερσεκόμαν Φοῖβον χορεύων καὶ τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ I shall secure an execution of both songs (I. 1.6) ἀμνάμονες δὲ βροτοί, ὅ τι μὴ σοφίας ἄωτον ἄκρον κλυταῖς ἐπέων ῥοαῖσιν ἐξίκηται ζυγέν (I. 7.19) ]ζευχθεῖσα προβώμ[ιο (Pae. 10.20)
   b harness, yoke up ἦ πόλλ' ἀμφὶ κρουνοῖς Πάγασον ζεῦξαι ποθέων ἔπαθεν (O. 13.64) Ἄρτεμις οἰοπόλας ζεύξαισ' ἐν ὀργαῖς Βακχίαις φῦλον λεόντων[ Δ. 2. 20. of the chariot of song, ὦ Φίντις, ἀλλὰ ζεῦξον ἤδη μοι σθένος ἡμιόνων ᾆ τάχος (O. 6.22) Θώρακος ὅσπερ ἐμὰν ποιπνύων χάριν τόδ' ἔζευξεν ἅρμα Πιερίδων (P. 10.65) ἅρμα δ' ὀτρύνει Χρομίου Νεμέα τ ἔργμασιν νικαφόροις ἐγκώμιον ζεῦξαι μέλος (N. 1.7)
   c frag. ]ποι ζυγέντες ἐρατᾷ δόμον[ Δ. 1. . ]ζευξα[ Παρθ. 2. 75.

Greek Monotonic

ζεύγνῡμι: ή -ύω, απαρ. -ύναι[ῠ], Επικ. ζευγνῦμεν, μτχ. ζευγνύς· γʹ πληθ. παρατ. ἐζεύγνῠσαν, Επικ. ζεύγν-, μέλ. ζεύξω, αόρ. αʹ ἔζευξα — Παθ., αόρ. αʹ ἐζεύχθην, αόρ. βʹ ἐζύγην [ῠ] (από √ΖΥΓ, όπως στο ζυγῆναι),
I. 1. ζεύω, θέτω υπό ζυγό· ἵππους, σε Όμηρ. κ.λπ.· ζευγνύω ἵππους ὑφ' ἅρματα, ὑφ' ἅρμασιν, ὑπ' ὄχεσφιν, ὑπ' ἀμάξῃσιν, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στη Μέσ., ἵππους ζεύγνυσθαι, βάζω τα άλογά μου στο ζυγό, σε Όμηρ.· επίσης, λέγεται για άλογα ιππασίας, δαμάζω, ημερώνω, βάζω χαλινάρι, σελώνω· ζεῦξαι Πάγασον, σε Πίνδ.· επίσης, χρησιμ. για άρματα, ετοιμάζω, προπαρασκευάζω, στον ίδ., σε Ευρ.
2. δένω, συσφίγγω, στερεώνω, σε Ξεν. — Παθ., φάρη ἐζευγμέναι, στάχυα που έχουν δεθεί σε δεμάτια, σε Ευρ.
3. μεταφ., πότμῳ ζυγείς, ο δεμένος με τη μοίρα του, αυτός που δε μπορεί να ξεφύγει από το πεπρωμένο του, σε Σοφ., Ευρ.
II. 1. συνδέω, συνάπτω, ενώνω· σανίδες ἐζευγμέναι, σανίδες που είναι καλά συναρμοσμένες μεταξύ τους, σε Ομήρ. Ιλ.
2. ενώνω με τα δεσμά του γάμου, σε Ευρ. — στη Μέσ., λέγεται για τον σύζυγο, νυμφεύομαι, στον ίδ. — Παθ., είμαι παντρεμένος, σε Σοφ., Ευρ.
3. ενώνω αντικριστές όχθες με γέφυρες· τὸν Ἑλλήσποντον ζεῦξαι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης, γέφυραν ζεῦξαι, κατασκευάζω, συναρμόζω γέφυρα, στον ίδ.
4. περιδένω το κύτος των πλοίων με σχοινιά, σε Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζεύγνυμι en ζευγνύω [vgl. Lat. iungo] inf. ζευγνῦναι, ep. ζευγνῦμεν, imperf. ἐζεύγνυν en ἐζεύγνυον, 3 plur. ep. ζεύγνυσαν, med. ἐζευγνύμην,\n 3 dual. ep. ζευγνύσθην; aor. ἔζευξα, med. ἐζευξάμην; aor. pass. ἐζεύχθην en later ἐζύγην; perf. med.-pass. ἔζευγμαι, ptc. ἐζευγμένος, plqperf. med.-pass. 3 sing. ἔζευκτο; fut. ζεύξω,\n med. ζεύξομαι onder het juk brengen, inspannen:; ὑπ ’ ἀμάξῃσιν βόας ἡμιόνους τε ζεύγνυσαν zij spanden ossen en muildieren voor de wagens Il. 24.783; κἄζευξα πρῶτος ἐν ζυγοῖσι κνώδαλα en ik heb als eerste dieren onder het juk gebracht Aeschl. PV 462; κάνθαρον ζ. een mestkever inspannen Aristoph. Pax 128; ὄχους ἐζεύξατε jullie hebben wagens ingespannen Eur. Andr. 1020; ook med..; ἵππους τ ’ ἐζεύγνυντ ( ο ) zij spanden hun paarden in Od. 3.492; abs. med..; ζευγνύσθην zij beiden spanden hun paarden voor de wagen Il. 24.281; overdr. pass.. ζυγέντ ’ ἐν ἅρμασιν πημάτων onder het juk gebracht van een wagen vol rampspoed Aeschl. Ch. 795; ἀνάγκῃ ζυγείς onder het juk van de noodzaak Soph. Ph. 1025. samenvoegen, verbinden, vastmaken: pass..; σανίδες... ἐζευγμέναι gesloten deurvleugels Il. 18.276; γεφύρας ζ. ἐπὶ τοῦ ποταμοῦ bruggen over de rivier leggen Hdt. 1.205.2 = ζ. τὸν ποταμόν Hdt. 1.206.2; ζ. τοὺς ἀσκοὺς πρὸς ἀλλήλους de zakken aan elkaar vastmaken Xen. An. 3.5.10; uitbr. herstellen, repareren:; τὰς παλαιὰς ( sc. ναῦς ) de oude schepen repareren Thuc. 1.29.3; overdr. med..; τόνδ ’ ἐν ὅρκοις ζεύξομαι ik zal hem door eden binden Eur. Suppl. 1229; pass.. ὁρκίοισι... ζυγείς door eden gebonden Eur. Med. 735. overdr. in de echt verbinden, laten trouwen: van de ouders; τίς ταύτην ἔζευξε; wie heeft haar laten trouwen? Eur. IA 698; huwen, tot vrouw nemen: van de man; γάμοις ἔζευξ ’ Ἀδράστου παῖδα ik huwde de dochter van Adrastus Eur. Phoen. 1366; ook med. γενναιοτάταν... πασᾶν ἐζεύξω κλισίαις ἄκοιτιν je hebt de edelste van alle vrouwen als echtgenote in het huwelijksbed gebracht Eur. Alc. 994 ( lyr. ); pass. trouwen (van de vrouw). ἐζευγμένη getrouwde vrouw Soph. Tr. 536; ἐν γάμοις ζευχθεῖσα in de echt verbonden Eur. El. 99; γάμους ἀκουσίως ζ. tegen hun wil trouwen Plut. Sull. 33.3.

Russian (Dvoretsky)

ζεύγνῡμι: редко ζευγνύω (fut. ζεύξω, aor. ἔζευξα; pass.: aor. 1 ἐζεύχθην, aor. 2 ἐζύγην, pf. ἔζευγμαι)
1) подводить к ярму, сопрягать ярмом, запрягать, впрягать (ἵππους ὑφ᾽ ἅρμασι и ὑφ᾽ ἅρματα Hom.; ἐν ἅρμασι, ἐν ζυγοῖσι Aesch.);
2) запрягать, закладывать (ἅρμα Pind.; ὄχους Eur.): τέθριππα ζεύγνυσθαι Eur. заложить (для себя) квадриги;
3) взнуздывать, седлать (Πεγάσου ζεῦξαι πτερόν Arph.);
4) соединять, сочетать (браком): γάμοις ζευχθῆναι Soph. и (ἐν) γάμοις ζυγῆναι Eur. сочетаться браком; ἄκοιτιν ζεύξασθαι Eur. взять себе супругу, жениться;
5) соединять оба берега, перекрывать мостом (ποταμόν Her.; Ἑλλήσποντον Her., Isocr.; τὴν διάβασιν, sc. ποταμοῦ Plut.): ζ. Βόσπορον Her. построить мост через Боспор;
6) перебрасывать, наводить (γέφυραν Her.): γέφυρα ἐζευγμένη ἑπτὰ πλοίοις Xen. мост, образованный из семи соединенных судов;
7) сколачивать, сооружать, строить (ναῦς Hes.): σανίδες ἐζευγμέναι Hom. крепко сплоченные створы;
8) чинить (παλαιὰς ναῦς Thuc.);
9) связывать, скреплять (ἀσκοὺς δεσμοῖς Xen.): δμωαὶ φάρη χρυσέαις ἐζευγμέναι πόρπαισιν Eur. служанки в плащах, застегнутых золотыми застежками;
10) связывать, сковывать (πέδαις πόδας Plut.): ἀνάγκῃ ζυγείς Soph. вынужденный необходимостью, т. е. по велению рока; ζυγεὶς ὁρκίοισι Eur. связанный клятвами; πότμῳ ζυγείς Pind. подвластный судьбе; ζεύξασθαί τινα ἐν ὅρκοις Eur. связать кого-л. клятвой.

Frisk Etymological English

-ύω
Grammatical information: v.
Meaning: bring under the yoke, unite (Il.)
Other forms: Aor. ζεῦξαι, pass. ζυγῆναι, ζευχθῆναι, fut. ζεύξω, perf. pass. ἔζευγμαι (Il.), perf. act. ἔζευχα (Philostr.)
Compounds: often with prefix, ἀνα-, ἀπο-, δια-, ἐπι-, κατα-, συ-, ὑπο- a. o.
Derivatives: 1. ζεῦξις yoking, bridging (Hdt.), often to prefixcompp., e. g. σύ-, διά-, ἐπί-ζευξις (IA). 2. ὑπο-, ἀνα-, παρα-, ἀπο-ζυγή etc. (since Va), as simplex only pap. (IV-VIp) meaning pair. 3. ζεῦγμα what is used for joining, bridge of boats, canal-lock etc. (Th., E., Plb.) with ζευγματικόν payment for a ship through a canal-lock (pap.). 4. ζεύγλη part of a yoking (`yoke-cushion, loop attached to the yoke through which the beasts' heads were put', cf. Delebecque Cheval 60 and 179) etc. (Il.; s. below). 5. ζεῦγος, s. v. 6. ζυγόν, s. v. 7. -ζυξ, s. ζυγόν. 8. ζευκτήριος apt for yoking, connecting, n. yoke (A.), ζευκτηρίαι pl. ropes two fasten a rudder (Act. Ap. 27, 40); later 9. ζευκτήρ connecter (J.), f. -ειρα (Orph.); cf. Chantraine Formation 45, 62f. and below. 10. (δια- etc.) ζευκτικός (hell.). 11. ζευκτός (Str., Plu.; s. below).
Origin: IE [Indo-European] [508] *i̯eug- yoke, connect
Etymology: Bedie the athematic νυ-present ζεύγνυμι (with full grade; cf. δείκνυμι) the other languages have forms with inner nasal, Skt. yunák-ti yokes, connects (athem.), Lat. iung-ō (them.), Lith. jung-iù (jot pres.) id., or nasalless forms, Av. yaog-ǝt_ (3. sg. pret., athem.), yuǰ-yeite (3. sg., jot pras.). The other Greek forms too show full grade except the aorist ἐζύγην and the noun -ζυγη, e.g. the future and the σ-aorist (s. Schwyzer 751) but also the late nom. ag. ζευκτήρ (= Sktd. yoktár-), and the σι-(τι-)deriv. ζεῦξις and the late verbal adj. ζευκτός (against Sktd. (prá-)yukti-, yuktá-). - The λ-deriv. ζεύγ-λη is not connected with Lat. iugulum clavicle and Skt. yúgalam pair. S. also ζυγόν.

Middle Liddell

[from Root !ζυγ, as in ζυγῆναι
I. to yoke, put to, ἵππους Hom., etc.; ζ. ἵππους ὑφ' ἅρματα, ὑφ' ἅρμασιν, ὑπ' ὄχεσφιν, ὑπ' ἀμάξηισιν Il.;—(so in Mid., ἵππους ζεύγνυσθαι to put to one's horses, Hom.);—also of riding horses, to harness, saddle and bridle, ζεῦξαι Πάγασον Pind.:—of chariots, to put to, get ready, Hom., Eur.
2. to bind, bind fast, Xen.:—Pass., φάρη ἐζευγμέναι having them fastened, Eur.
3. metaph., πότμωι ζυγείς in the yoke of fate, Pind.; ἀνάγκηι, ὁρκίοις ζυγείς Soph., Eur.
II. to join together, σανίδες ἐζευγμέναι well-joined, Il.
2. to join in wedlock, Eur.:—in Mid., of the husband, to wed, Eur.:—Pass. to be married, Soph., Eur.
3. to join opposite banks by bridges, τὸν Ἑλλήσποντον ζεῦξαι Hdt., etc.:—also, γέφυραν ζεῦξαι to form a bridge, Hdt.
4. to undergird ships with ropes, Thuc.

Frisk Etymology German

ζεύγνυμι: -ύω,
{zeúgnumi}
Forms: Aor. ζεῦξαι, Pass. ζυγῆναι, ζευχθῆναι, Fut. ζεύξω, Perf. Pass. ἔζευγμαι (seit Il.), Perf. Akt. ἔζευχα (Philostr.)
Grammar: v.
Meaning: zusammenjochen, anspannen, vereinigen;
Composita : oft mit Präfix, ἀνα-, ἀπο-, δια-, ἐπι-, κατα-, συ-, ὑπο- u. a.
Derivative: Ableitungen. 1. ζεῦξις das Anspannen, die Überbrückung (Hdt.), oft zu den Präfixkompp., z. B. σύ-, διά-, ἐπίζευξις (ion. att.). 2. ὑπο-, ἀνα-, παρα-, ἀποζυγή usw. (seit Va), als Simplex nur Pap. (IV-VIp) im Sinn von Paar. 3. ζεῦγμα zusammenjochender Gegenstand, Schiffsbrücke, Schleusenjoch (Th., E., Plb. usw.) mit ζευγματικόν Gebühr für Durchfuhr eines Schiffes durch das Schleusenjoch (Pap.). 4. ζεύγλη Teil des Joches (Jochkissen, Kummet?, vgl. Delebecque Cheval 60 und 179) usw. (seit Il.; vgl. unten). 5. ζεῦγος, s. bes. 6. ζυγόν, s. bes. 7. -ζυξ, s. ζυγόν. 8. ζευκτήριος zum Verbinden geeignet, verbindend, n. Joch (A. u. a.), ζευκτηρίαι pl. Taue zum Festbinden des Steuerruders (Act. Ap. 27, 40); später 9. ζευκτήρ Verbinder (J.), f. -ειρα (Orph.); vgl. Chantraine Formation 45, 62f. und unten. 10. (δια- usw.) ζευκτικός (hell. u. spät). 11. ζευκτός (Str., Plu. u. a.; vgl. unten).
Etymology : Dem athematischen νυ-Präsens ζεύγνυμι (mit sekundärer Hochstufe; vgl. zu δείκνυμι) entsprechen in anderen Sprachen teils Formen mit innerem Nasal, aind. yunák-ti schirrt an, verbindet (athem.), lat. iung-ō (them.), lit. jung- (Jotpräs.) ib., teils nasallose Formen, aw. yaog-ət_ (3. sg. Prät., athem.), yuǰ-yeite (3. sg., schwundstufiges Jotpräs.). Auch die übrigen griech. Formen zeigen bis auf den Aorist ἐζύγην und das Nomen -ζυγή Hochstufe, so nicht nur das Futurum und der σ-Aorist (vgl. dazu Schwyzer 751) ebenso wie das späte Nom. ag. ζευκτήρ (= aind. yoktár-), sondern auch die σι-(τι-)Ableitung ζεῦξις und das späte Verbaladj. ζευκτός (gegenüber aind. (prá-)yukti-, yuktá-). — Die λ-Ableitung in ζεύγλη ist ohne geschichtlichen Zusammenhang mit lat. iŭgulum Schlüsselbein am Halse, Kehle und aind. yúgalam Paar; dagegen kann sie mit dem σ-Stamm in ζεῦγος (s. d.) alternieren. Vgl. noch ζυγόν.
Page 1,609-610

Chinese

原文音譯:suzeÚgnumi 需秋格匿米
詞類次數:動詞(2)
原文字根:共同-軛
字義溯源:共同負軛,連合,配合;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ζεῦγος)=一對)組成,其中 (ζεῦγος)出自(ζυγός)=聯接),而 (ζυγός)出自(ζεστός)X*=聯合)
出現次數:總共(2);太(1);可(1)
譯字彙編
1) 配合的(2) 太19:6; 可10:9