ἱδρύω

From LSJ
Revision as of 15:41, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱδρύω Medium diacritics: ἱδρύω Low diacritics: ιδρύω Capitals: ΙΔΡΥΩ
Transliteration A: hidrýō Transliteration B: hidryō Transliteration C: idryo Beta Code: i(dru/w

English (LSJ)

fut. -ύσω (καθ-) E.Ba.1339: aor.

   A ἵδρῡσα Il.15.142, E. Ba.1070: pf. ἵδρῡκα (καθ-) Arist.PA665b20:—Med., fut. -ύσομαι E. Heracl.397, Ar.Pl.1198: aor. ἱδρῡσάμην Hdt.6.105, Anacr.104, Ar. Pl.1153:—Pass., fut. ἱδρυθήσομαι D.H.Comp.6: aor. ἱδρύθην Ar.Fr. 245, etc.; freq. written ἱδρύνθην in codd., as Il.3.78, Hp.Coac.309, A.R.3.1269: pf. ἵδρῡμαι, used both in pass. and med. sense (v. sub fin.). [ῐ by nature, E.Ba.1070, Ar.Fr.26 D., etc., but freq. lengthd. by position, E.Hipp.639, Ar.Pl.1153, etc.: ῡ by nature, even in ἱδρύεται E.Heracl.786; but ἵδρῠε Il.2.191; καθίδρῠε Od.20.257: ῡ in fut. and aor. 1, exc. in late Poets, as AP7.109 (ἐν-, <D.L.>), Man.3.80 (dub.), Arch.Pap.2.570, Nonn.D.4.22: pf. Pass. ἵδρῡμαι A.Supp. 413, E.Heracl.19, Hel.820, Theoc.17.21, etc.:—make to sit down, seat, αὐτός τε κάθησο καὶ ἄλλους ἵδρυε λαούς Il.2.191; ἵδρυσε θρόνῳ ἔνι θοῦρον Ἄρηα 15.142, cf. Od.3.37; ἱ. τινὰ εἰς θρόνους E.Ion 1573; ὄζων ἔπι Id.Ba.1070; ἵδρυσε τὴν στρατιὴν ἐπὶ ποταμῷ encamped the army, Hdt. 4.124, cf. Th.4.104:—Pass., to be seated, sit still, τοὶ δ' ἱδρύνθησαν ἅπαντες Il.3.78; κατ' οἶκον ἵδρυται γυνή E.Hipp.639; of an army, lie encamped, Hdt.4.203,al., Th.7.77, al.; Πελοπόννησος ἀσφαλέως ἱδρυμένη secure, Hdt.6.86.ά; ἐν θεῶν ἕδραισιν ὧδ' ἱδρυμένας A.Supp.413; ἡ στρατιὰ βεβαίως ἔδοξεν ἱδρῦσθαι seemed to have got a firm footing, Th. 8.40; ἱ. ἐπὶ τῶν ἵππων Ael.Tact.2.4.    2 settle persons in a place, εἰς τόνδε δόμον E.Alc.841; ἐν τοῖς ἀστοῖσιν Ἄρη ἐμφύλιον ἱ. to give a footing to, i.e. excite, intestine war, A.Eu.862; ἱ. πολλοὺς ἐν πόλει Plu.Pomp. 28:—Pass., to be settled, Hdt.8.73; ποῦ κλύεις νιν ἱδρῦσθαι χθονός; S. Tr.68; ἐς Κολωνὰς ἱδρυθείς Th.1.131; μεταξὺ φρενῶν ὀμφαλοῦ τε ἱδρῦσθαι Pl.Ti.77b; of local diseases, πόνος ἐς στῆθος ἱδρυνθείς Hp.Coac. 309; τὸ ἐν κεφαλῇ . . ἱδρυθὲν κακόν Th.2.49.    3 Med., establish, τινὰ ἄνακτα γῆς E.Ph.1008; τινὰ ἐς οἶκόν τινος Id.Hel.46; ἱδρύσασθαι τοὺς βίους to choose settled modes of life, D.H.1.68; ἱ. οἴκησιν Pl. Smp.195e.    4 pf. Pass. ἵδρυμαι, of places, to be situated, lie, of a city, Hdt.2.59, cf. A.Pers.231, Pl.Lg.745b.    5 Pass., settle down, become quiet, Hp.Epid.3.17.ιέ.    II set up, found, esp. in Med., dedicate temples, statues, etc., Anacr.104, Simon.140, etc.; Πανὸς ἱρόν Hdt.6.105, cf. 1.105, al.; βρέτας E.IT1453; βωμούς Pl.Prt.322a, al.; ἱδρύσασθαι [Ἑρμῆν] set up a statue of H., Ar.Pl.1153; Εἰρήνην Id.Pax 1091: also c. dat., τὴν δαίμον' ἢν ἀνήγαγον ἐς τὴν ἀγορὰν ἄγων ἱδρύσωμαι βοΐ Id.Fr.26D.:—Pass., ἐξ οὗ τὸ ἱρὸν ἵδρυται Hdt.2.44, cf. 1.172; βωμὸς -ύθη Ar.Fr.245; [Πλοῦτος] -υμένος Id.Pl.1192; at Athens, ἥρωες κατὰ πόλιν ἱδρυμένοι the heroes who had statues erected to them, Lycurg.1: pf. Pass. in med. sense, Hdt.2.42, Men.202.

Greek (Liddell-Scott)

ἱδρύω: μέλλ. -ύσω Εὐρ. Βάκχ. 1339: ἀόρ. ἵδρυσα Ὅμ., Ἀττ.: πρκμ. ἵδρῡκα (καθ-) Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 4, 6: - Μέσ., μέλλ. -ύσομαι Εὐρ. Ἡρακλ. 397, Ἀριστοφ. Πλ. 1198: ἀόρ. ἱδρυσάμην Ἡρόδ., Ἀττ. - Παθ., μέλλ. ἱδρυθήσομαι Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 6: ἀόρ. ἱδρύθην (οὐχὶ ἱδρύνθην, ἴδε κατωτ.): πρκμ. ἵδρῡμαι, ἀμφότερα ἐν χρήσει ἐπὶ παθ. καὶ μέσ. σημασ., ἴδε ἐν τέλ. τὸ ι φύσει βραχύ, Εὐρ. Βάκχ. 1070, ἀλλὰ κοινῶς θέσει μακρόν. τὸ υ φύσει μακρὸν ἔτι καὶ ἐν τῷ ἱδρύω, Εὐρ. Ἡρακλ. 786· ἂν καὶ ὁ Ὅμ. ποιεῖ αὐτὸ βραχὺ ἐν θέσει ἵδρῠε Ἰλ. B. 191· καθίδρῠε Ὀδ. Υ. 257. ῡ ἐν τῷ μέλλ. καὶ ἀόρ. α΄ πλὴν παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, ὡς ἐν Ἀνθ. Π. 7. 109, Νόνν., κλ. - Παθ. πρκμ. ἵδρῡμαι Αἰσχύλ. Ἱκ. 413, Εὐρ. Ἡρακλ. 19, Ἑλ. 820, Θεόφρ. 17. 21, κτλ. ὥστε τὸ ἀπαρέμφ. γραπτέον ἱδρῦσθαι, οὐχὶ ἱδρύσθαι. - Ὁ παθ. ἀόρ. συχνάκις φέρεται ἱδρύνθην ἐν Ἀντιγράφοις Ὁμήρ. καὶ ἄλλων συγγραφέων, ὅρα Λοβέκ. εἰς Φρύν. 37, Veitch Ἀνώμ. Ρήμ. ἐν λ. Ἴσως μεταγεν. συγγραφεῖς θεωροῦντες τὸ υ βραχὺ μετεχειρίσθησαν τούτους τοὺς τύπους· ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. καὶ τοῖς Τραγ. τὸ ἱδρύνθην δὲν δύναται νὰ δικαιολογηθῇ διὰ παραβολῆς τῶν ἀορίστων ἐκλίνθην, ἐκρίνθην· διότι ἐν τούτοις τὸ ν ἀνήκει εἰς τὴν ῥίζαν, καὶ τὸ υ εἶναι φύσει μακρὸν ἐν τῷ ἱδρύθην. Μεταβατ. τοῦ ἕζομαι (πρβλ. ἵζω, ἱζάνω), κάμνω ἢ βάλλω τινὰ νὰ καθίσῃ, αὐτός τε κάθησο καὶ ἄλλους ἵδρυε λαοὺς Ἰλ. B. 191· ἵδρυσε θρόνῳ ἔνι θοῦρον Ἀρῆα Ο. 142, πρβλ. Ὀδ. Γ. 37, Θ. 37· ἱδρ. τινὰ εἰς θρόνους Εὐρ. Ἴων 1573· ὄζων ἔπι ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 1070· ἵδρυσε τὴν στρατιὴν ἐπὶ ποταμῷ, ἐτοποθέτησε τὸ στράτευμα, διέταξε νὰ στρατοπεδεύσῃ, Ἡρόδ. 4. 124, πρβλ. 203. - Παθ., καθίζω, μένω, τοί δ’ ἱδρύθησαν ἅπαντες (ἀλλὰ καὶ ἱδρύνθησαν κατὰ τὰς νεωτάτας ἐκδόσεις) Ἰλ. Γ. 78· κατ’ οἶκον ἵδρυται γυνὴ Εὐρ. Ἱπ. 639· ἐπὶ στρατοῦ, στρατοπεδεύω, Ἡρόδ. 4. 203, κ. ἀλλ.· ἀσφαλῶς ἱδρυμένος ὁ αὐτ. 6. 86, 1· ἐν θεῶν ἕδραισιν ὧδ’ ἱδρυμένας Αἰσχύλ. Ἱκ. 413· ἡ στρατιὰ βεβαίως ἔδοξεν ἱδρῦσθαι, ἐφάνη ὅτι ἔλαβεν ἀσφαλῆ θέσιν, Θουκ. 8. 40 2) ἐγκαθιστῶ τινα εἴς τινα τόπον, δεῖ γάρ με σῷσαι τὴν θανούσαν ἀρτίως γυναῖκα κεἰς τόνδ’ αὖθις ἱδρῦσαι δόμον Εὐρ. Ἀλκ. 841· μήτ’... ἐν τοῖς ἐμοῖς ἀστοῖσιν ἱδρύσῃς Ἄρη ἐμφύλιον Αἰσχύλ. Εὐμ. 862· ἱδρύω πολλοὺς ἐν πόλει Πλουτ. Πομπ. 28. - Παθ., κατὰ χώρην ἵδρυται, μένουσι πάντοτε, Ἡρόδ. 8. 73· ποῦ κλύεις νιν ἱδρῦσθαι χθονός; Σοφ. Τρ. 68· ἐς Κολωνὰς ἱδρυθεὶς Θουκ. 1. 131· ὡσαύτως, ἱδρῦσθαι οἶκον (πρβλ. ἕζομαι) Εὐρ. Ἠλ. 1131· μεταξὺ φρενῶν ὀμφαλοῦ τε ἵδρυται Πλάτ. Τίμ. 77B· ἐπὶ τοπικῶν νοσημάτων, ἱδρυθεὶς πόνος ἐς στῆθος Ἱππ. 196A· τὸ ἐν κεφαλῇ... ἱδρυθὲν κακὸν Θουκ. 2. 49. 3) ἐν τῷ Μέσ., τοποθετῶ ἀσφαλῶς, ἐγκαθιδρύω, τινὰ ἄνακτα γῆς Εὐρ. Φοίν 1008· τινὰ ἐς οἶκόν τινος ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 46· ἱδρύσασθαι τοὺς βίους, ἐγκαθίστασθαι, Διον. Ἁλ. 1. 68. 4) Παθ. πρκμ. ἵδρυμαι, ἐπὶ τόπων ἢ θέσεων, κεῖμαι, Λατ. situm esse, ἐπὶ πόλεως, Ἡρόδ. 2. 59· πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 231, Πλάτ. Νόμ. 745Β. ΙΙ. ἱδρύω, στήνω, ἀνεγείρω καὶ καθιερῶ ναούς, ἀγάλματα, Valck. ἐν Ἱππ. 31· τρόπαια, Εὐρ. Ἡρακλ. 786· ἱδρῦσαι Ἑρμῆν, ἐγείρειν ἄγαλμα τοῦ Ἑρμοῦ, Ἀριστοφ. Πλ. 1153· τὸν Πλοῦτον αὐτόθι 1192· Εἰρήνην ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 1091. - Παθητ., συχν. ἐν τῷ πρκμ., ἱρόν, βωμὸς ἵδρυται Ἡρόδ. 1. 69., 7. 44, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 254· ἐν Ἀθήναις, ἥρωες κατὰ πόλιν ἱδρυμένοι, πρὸς τιμὴν τῶν ἐστήθησαν ἀγάλματα, Λυκοῦργ. 147. 43. - Μέσ. ἐγείρω δι’ ἐμαυτόν, κτίζω, ἱδρύσαντο Πανὸς ἱρὸν Ἡρόδ. 6. 105, πρβλ. 1. 105, κ. ἀλλ.· ναῶν ἕδρας ἱδρυσάμεσθα Εὐρ. Κύκλ. 291 (ἴδε Δινδ.), πρβλ. Ι. Τ. 1453, Πλάτ. Πρωτ. 322Α, κ. ἀλλ.· οὕτως ὁ Παθ. πρκμ. μετὰ μέσ. σημασ., Ἡρόδ. 2. 42. Πλάτ. Συμπ. 195Ε, Μένανδρ. ἐν «Ἡνιόχῳ» 2.

French (Bailly abrégé)

f. ἱδρύσω, ao. ἵδρυσα, pf. inus.
Pass. ao. ἱδρύθην, pf. ἵδρυμαι;
1 faire asseoir : τινά, qqn ; θρόνῳ ἔνι τινά IL qqn sur un siège ; Pass. être assis : ἐν θεῶν ἕδραισιν ESCHL sur les sièges des dieux ; abs. être assis immobile;
2 fig. faire camper, asseoir : τὴν στρατιὴν ἐπὶ ποταμῷ HDT l’armée au bord d’un fleuve ; Pass. être campé;
3 établir, installer : εἰς δόμον EUR amener et établir dans une maison ; πολλοὺς ἐν πόλει PLUT établir beaucoup de gens dans la ville ; Pass. avoir sa résidence : ποῦ κλύεις νιν ἱδρῦσθαι χθονός ; SOPH en quelle région de la terre as-tu ouï dire qu’il fût établi ? ἐν κεφαλῇ ἱδρυθὲν κακόν THC mal qui avait son siège dans la tête ; particul. être établi solidement;
4 p. ext. fonder, construire, élever (une maison, un temple, une statue, un trophée, etc.) ; Pass. être fondé, construit, élevé ; à l’ao. et au pf. Pass. être situé;
Moy. ἱδρύομαι (f. ἱδρύσομαι, ao. ἱδρυσάμην);
1 asseoir, établir, installer pour soi ; fig. établir solidement, fixer, consolider;
2 fonder, construire, élever pour soi, pour son usage ou pour son intérêt (un temple, une statue, etc.).
Étymologie: R. Σεδ, asseoir ; cf. ἕζω.

Spanish

asentar

Greek Monolingual

(ΑΜ ἱδρύω)
(ενεργ. και μέσ.) οικοδομώ, κτίζω («ο ναός ιδρύθηκε τον 5ο αιώνα» β. «ἱδρύσαντο ὑπὸ τῇ ἀκροπόλι Πανὸς ἱρόν», Ηρόδ.)
νεοελλ.
συνιστώ, συγκροτώιδρύω πολιτικό κόμμα»)
αρχ.
1. πείθω κάποιον να παραμείνει, να εγκατασταθεί («αὑτός τε κάθησο καὶ ἄλλους ἵδρυε λαούς», Ομ. Ιλ.)
2. τοποθετώ το στράτευμα («ἵδρυσε στρατιὴν ἐπὶ ποταμῷ», Ηρόδ.)
3. εγκαθιστώ κάποιον σε κάποιο τόπο
4. (με κακή σημ.) προκαλώ, διεγείρω («ἐν τοῑς ἀστοῑσιν ἱδρύσης Ἄρη ἐμφύλιον» — στους πολίτες θα προκαλέσεις εμφύλιο πόλεμο, Αισχύλ.)
5. μέσ. ἱδρύομαι
τοποθετώ ασφαλώς, εγκαθιδρύω («ἵδρυται ἄνακτα γῆς», Ευρ.)
6. παθ. είμαι εγκατεστημένος, μένω (α. «κατ' οἶκον ἵδρυται γυνή», Ευρ. β. «ποῡ κλύεις νιν ἱδρῡσθαι χθονός;», Σοφ.)
7. παθ. (για στρατό) στρατοπεδεύω («ἡ στρατιά βεβαίως ἔδοξεν ἱδρῡσθαι», Θουκ.)
8. παθ. εφησυχάζω
9. (παθ. παρακμ.) (για πόλεις) κείμαι, βρίσκομαι («ἵδρυται ἡ πόλις αὕτη τῆς Αἰγύπτου ἐν μέσῳ τῷ Δέλτα», Ηρόδ.)
10. φρ. «ἥρωες κατὰ πόλιν ἱδρυμένοι» — ήρωες προς τιμήν τών οποίων έχουν στηθεί αγάλματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. προέρχεται πιθ. από ονοματικό θ. ιδρυ-, που παραμένει ανερμήνευτο. Ο τ. ιδρύω (ιδ-ρύω) συνδέεται με το έζομαι / ίζω και ανάγεται στη ρίζα sed- (πρβλ. έζομαι), οπότε το ι- ερμηνεύεται είτε κατ' αναλογία προς το ίζω είτε ως συνοδίτης φθόγγος, ο οποίος αναπτύχθηκε στη μηδενισμένη βαθμίδα sd- της ρίζας sed-, ήτοι ιδ-ρύω < sid-ruo. Τέλος, η κατάλ. -ρυω πρέπει να συνδέεται με παράγωγα του έζομαι που εμφανίζουν κι αυτά -ρ- (πρβλ. έδ-ρα).
ΠΑΡ. ίδρυμα, ίδρυση(-ις)
νεοελλ.
ιδρυτής.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) ανιδρύω, εγκαθιδρύω, ενιδρύω, καθιδρύω
αρχ.
αφιδρύω, εισιδρύω, εξιδρύω, εφιδρύω, μεθιδρύω, παρακαθιδρύω, παριδρύω, προενιδρύω, προϊδρύω, προσιδρύω, προσκαθιδρύω, συγκαθιδρύω, συνιδρύω, υπεριδρύω, υφιδρύω
νεοελλ.
επανιδρύω].

Greek Monotonic

ἱδρύω: μέλ. -ύσω, αόρ. αʹ ἵδρῡσα, παρακ. ἵδρῡκα — Παθ., αόρ. αʹ ἱδρύθην (όχι ἱδρύνθην), παρακ. ἵδρῡμαι, απαρ. ἱδρῦσθαι (ἵζω
I. 1. βάζω κάποιον να καθίσει, καθίζω, σε Όμηρ. κ.λπ.· αὐτός τε κάθησο καὶ ἄλλους ἵδρυε λαούς, σε Ομήρ. Ιλ.· ἵδρυσε τὴν στρατιήν, διέταξε να στρατοπεδεύσει το στράτευμα, σε Ηρόδ. — Παθ., κάθομαι, μένω άπραγος, ακίνητος, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· λέγεται για τον στρατό, στρατοπεδεύω, εγκαθίσταμαι, σε Ηρόδ.· ἀσφαλῶς ἱδρυμένος, εγκατεστημένος, σταθερός, ασφαλής, στον ίδ.
2. όπως το Λατ. figere, εγκαθιστώ κάποιον σ' ένα μέρος, εἰς δόμον, σε Ευρ. — Παθ., εγκαθίσταμαι, μένω, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.
3. στη Μέσ., ιδρύω, θεμελιώνω, τοποθετώ ασφαλώς, εγκαθιδρύω· ἱδρύομαί τινα ἄνακτα, σε Ευρ.· τινα ἐς οἶκον, στον ίδ.
4. Παθ. παρακ. ἵδρῡμαι, λέγεται για τόπους ή θέσεις, βρίσκομαι, κείμαι, Λατ. situm esse, σε Ηρόδ.
II. ιδρύω, στήνω, ιδίως ανεγείρω ναούς, στήνω αγάλματα, σε Ευρ., Αριστοφ. — Παθ., συχνά στον παρακ., ἱρόν, βωμὸς ἵδρυται, σε Ηρόδ. — Μέσ., χτίζω για τον εαυτό μου, ανεγείρω, στον ίδ., Ευρ.· Παθ. παρακ. με Μέσ. σημασία, σε Ηρόδ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἱδρύω: (ῑῡ) (aor. pass. ἱδρύθην, pf. ἵδρῡμαι)
1) заставлять или приглашать сесть, сажать, усаживать (θρόνῳ ἔνι τινά Hom.; τινὰ εἰς θρόνους Eur.): αὐτός τε κάθησο καὶ ἄλλους ἵδρυε λαούς Hom. сядь сам и усади других; ἱ. τινὰ παρὰ δαιτί Hom. усаживать кого-л. за трапезу;
2) помещать, размещать, располагать (τὴν στρατιὴν ἐπὶ ποταμῷ Her.): ἡ στρατιὰ βεβαιῶς ἔδοξε μετὰ τείχους ἱδρῦσθαι Thuc. казалось, что армия заняла за укреплениями прочные позиции; ἡ Πελοπόννησος ἀσφαλέως ἱδουμένη Her. находящийся в безопасности Пелопоннес; ἵδρυται ἡ πόλις ἐν μέσῳ τῷ Δέλτα Her. город (Бубаст) находится в середине Дельты; πόρρω ἡδονῆς ἵδρυται καὶ λύπης τὸ θεῖον Plat. божественное далеко (и) от наслаждения и от страдания;
3) вводить, селить, поселять (τινὰ εἰς τόνδε δόμον Eur.; πολλοὺς ἐν πόλει Plut.; Ξέρξης ἵδρυτο ἐν Σούσοις Arst.): ἐς Κολωνὰς ἱδρυθείς Thuc. поселившийся в Колонах; ποῦ κλύεις νιν ἱδρῦσθαι χθονός; Soph. в каком же месте, по известным тебе слухам, обретается он (= Геракл)?; τὸ ἐν τῇ κεφαλῇ πρῶτον ἱδρυθὲν κακόν Thuc. зародившаяся в голове болезнь;
4) med. ставить, назначать (τινα ἄνακτα γῆς Eur.): ἱδρύσασθαί τινα παρὰ τὴν θύραν στροφαῖον Arph. поставить кого-л. у двери привратником;
5) основывать, строить (τὴν οἴκησιν Plat.): τὴν πόλιν ἱδρῦσθαι δεῖ τῆς χώρας ἐν μέσῳ Plat. город должен быть построен в центре страны;
6) тж. med. воздвигать, сооружать (τροπαῖα Eur.): ἱρὸν Ἡρακλέος ὑπὸ Φοινίκων ὑδρύμενον Her. храм Геракла, построенный финикийцами; βωμούς τε ἱδρύεσθαι καὶ ἀγάλματα θεῶν Plat. сооружать алтари и изображения богов; ἱδρῦσαι Ἑρμῆν Arph. воздвигнуть статую Гермеса.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to make sit down, settle, establish, found.
Other forms: Aor. ἱδρῦσαι (Il.), pass. ἱδρυνθῆναι (Γ 78, Η 56; for -υθῆναι? Schwyzer 761 n. 5), perf. pass. ἵδρυμαι (A.), Act. ἵδρυκα (Arist.),
Compounds: Often with prefix, esp. καθ- (wozu ἐγ-καθιδρύω a. o.),
Derivatives: ἵδρυμα what was set up, founded, statue, temple-building (IA), ἵδρυσις founding, settling (Hp., Pl., Str., Plu.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [884] *sed- sit
Etymology: Denominative verb, from a noun *ἱδρυ- (?) (Schwyzer 727 and 495); an r-deriv. of the verb sit, set in ἕζομαι, ἵζω; cf. esp. ἕδρα. The ἱ- from ἵζω (Pisani Ist. Lomb. 73 : 2, 2); ( ι as reduced grade of ε is impossible, Bq, Schwyzer 351, Sturtevant Lang. 19, 300; but see Manessy -Guitton, An Fac. Let. et Sc. Hum. de Nice: from s ̊d-; cf. Meier-Brügger, Idg. Sprachwissschaft (2000) 90f.: *s ̊d-wr̥-y-)̇.

Middle Liddell

[aor1 pass. ἱδρύθην not ἱδρύνθην]
I. to make to sit down, to seat, Hom., etc.; αὐτός τε κάθησο καὶ ἄλλους ἵδρυε λαούς Il.; ἵδρυσε τὴν στρατιήν encamped the army, Hdt.:—Pass. to be seated, sit. still, Il., Eur.; of an army, to lie encamped, Hdt.; ἀσφαλῶς ἱδρυμένος seated, steady, secure, Hdt.
2. like Lat. figere, to fix or settle persons in a place, εἰς δόμον Eur.:—Pass. to be settled, Hdt., Soph., etc.
3. in Mid. to establish, ἱδρ. τινὰ ἄνακτα Eur.; τινὰ ἐς οἶκόν Eur.
4. perf. pass. ἵδρῡμαι, of places, to be situated, to lie, Hdt.
II. to set up, found, esp. to dedicate temples, statues, Eur., Ar.:—Pass., ἱρόν, βωμὸς ἵδρυται Hdt.:—Mid. to set up for oneself, to found, Hdt., Eur.; perf. pass. in mid. sense, Hdt., Plat.

Frisk Etymology German

ἱδρύω: {hidrúō}
Forms: Aor. ἱδρῦσαι (seit Il.), Pass. ἱδρυνθῆναι (Γ 78, Η 56 u. a.; für -υθῆναι? Schwyzer 761 A. 5), Perf. Pass. ἵδρυμαι (A. usw.), Akt. ἵδρυκα (Arist.),
Grammar: v.
Meaning: hinsetzen, sich setzen lassen, aufstellen, errichten, gründen.
Composita : oft mit Präfix, bes. καθ- (wozu ἐγκαθιδρύω u. a.),
Derivative: Davon ἵδρυμα das Aufgestellte, Errichtete, Standbild, Tempelbau (ion. att.), ἵδρυσις das Errichten, die Besiedlung (Hp., Pl., Str., Plu. u. a.).
Etymology : Denominatives Verb, anscheinend von einem Nomen *ἱδρυ- (Bed.?) ausgehend (Schwyzer 727 und 495); letzten Endes jedenfalls zu einer primären r-Ableitung des Verbs sitzen, setzen in ἕζομαι, ἵζω gehörig; vgl. namentlich ἕδρα. Das ἱ- stammt wahrscheinlich aus ἵζω (Pisani Ist. Lomb. 73 : 2, 2); nach anderer Auffassung (Bq, Schwyzer 351, WP. 2, 484, Sturtevant Lang. 19, 300) wäre ι Reduktionsstufe von ε.
Page 1,710