μεταβολή

From LSJ
Revision as of 11:52, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταβολή Medium diacritics: μεταβολή Low diacritics: μεταβολή Capitals: ΜΕΤΑΒΟΛΗ
Transliteration A: metabolḗ Transliteration B: metabolē Transliteration C: metavoli Beta Code: metabolh/

English (LSJ)

ἡ,
A change, changing, μεταβολαὶ ἱστίων Pi.P.4.292; ἱματίων μεταβολαί X.Lac.2.1.
2 exchange, barter, ἐπὶ μεταβολῇ with a view to traffic, Th.6.31: metaph., οὔ τιν' ἀπαλλαγὴν τῶν κακῶν ἀλλὰ μ. μειζόνων Epicur.Fr.479.
3 turnover in business, PSI5.495.20 (iii B. C.).
4 payment by transfer in an account, PLond.3.1129b7 (ii A. D.).
II (from Med.) transition, change, ἀρχὰ κινήσιος καὶ μεταβολᾶς [Philol.] 21, cf. Chrysipp.Stoic.2.160; μετάστασις καὶ μ. D.2.13; ἐκ μεταβολῆς Men.712, Plb.1.61.7, D.S.13.24; πάλιν ἐκ μ. Aeschin. 2.9: freq. in plural, changes, vicissitudes, τῶν ὡρέων Hdt.2.77, cf. Arist.HA596b23; τῆς τύχης E.Fr.554; αἱ μ. κάτω τε καὶ ἄνω γιγνόμεναι Pl.Phlb. 43b, cf. Antipho 2.4.9; αἱ πλεῖσται μ. μάλιστα τέρπουσιν Hp.Vict.1.18; ἦμαρ τοι μ. πολλὰς ἔχει E.Fr.549; τῆς γῆς ἡ ἀρίστη αἰεὶ τὰς μ. τῶν οἰκητόρων εἶχεν Th.1.2: c. gen. objecti, change from a thing, μεταβολὰ κακῶν E.HF735; rarely, change to... ἀπραγμοσύνης μ. Th.6.18: more freq. with Preps., μ. ἐκ φιλοτίμου εἰς φιλοχρήματον Pl.R. 553d; ἐκ προστάτου ἐπὶ τύραννον ib.565d; ἐκ τοῦ εἶναι ἐπὶ τὸ μὴ εἶναι Id.Prm.162c; ἡ ἐπὶ τὸ χεῖρον μ. Diph.104; ἡ ἐναντία μ. change to the contrary, Th.2.43; ἅμα τῇ μ. τῇ ἐς Ἕλληνας their going over to the Greeks, Hdt.1.57; ἡ πρὸς Ῥωμαίους μ. Plb.9.26.2; μ. μεταβάλλειν Pl.R. 404a, Arist.Po.1449a14: prov., μ. πάντων γλυκύ E.Or.234, cf. Arist.Rh.1371a28, Antiph.207.5.
2 eclipse, Hdt.1.74; but μ. ἄστρων καὶ ἡλίου reversal of motion, Pl.Plt. 271c.
3 αἱ μ. τῶν πολιτειῶν changes of government, Arist.Pol.1292b18; πολιτῶν (v.l. -ειῶν) Th.6.17.
4 migration, [τὰ ζῷα] ποιούμενα τὰς μ. Arist. HA597a3: euphemism for death, Philostr.VA8.31, Corp.Herm.11.15,12.6.
5 as Military term, wheeling about, being a double κλίσις, ἡ εἰς τοὔπισθεν μ. Plb.18.30.4.
6 of literary style, variety, Caecil.Calact. ap. Quint.9.3.38; μ. καὶ ποικίλον D.H.Pomp.3: pl., Longin.5, 23.1.
7 in Music, modulation, e.g. of τόνος or γένος, Aristox.Harm.p.38 M., Cleonid.Harm.13, Bacch.Harm.50, Aristid. Quint.1.11, Ptol.Harm.2.6.

German (Pape)

[Seite 145] ἡ, das Umwerfen, Umsetzen, die Veränderung; μεταβολαὶ ἱστίων, wenn der Wind sich ändert, Pind. P. 4, 292; κακῶν, Eur. Herc. Fur. 734; λίαν διδοῦσα μεταβολάς I. T. 722, öfter; αἱ μεταβολαὶ τῶν ὡρέων, bes. plötzlicher Witterungswechsel, Her. 2, 77; ἡ μεταβολὴ ἡ ἐς Ἕλληνας, 1, 57, bezieht sich auf die Veränderung der Volksnamen in den der Hellenen; κακοῦ εἰς ἀγαθόν Plat. Ax. 366 b, öfter; ἐκ φιλοτίμου εἰς φιλοχρήματον Rep. VIII, 553 d; ἐκ προστάτου ἐπὶ τύραννον 565 d, öfter, s. auch μεταβάλλω. Oft bei den Oratt.; μεταβολὴ πολλή μοι ἐγένετο, Is. 1, 1; καὶ μετάστασις, Dem. 2, 13; Sp., ἡ περὶ τὸν βίον μετ., Plut. Them. 3; ἡ πρὸς τὸ βέλτιον μετ., Luc. V. H. 1, 30, wie εἰς τοὐναντίον, Pol. 6, 3, 1; ἐπὶ τὸ χεῖρον, 18, 6, 6; auch ἡ πρὸς τοὺς Ῥωμαίους μετ., der Abfall zu den Römern, 9, 26, 2 u. öfter; Pol. braucht es auch oft von tactischen Bewegungen und Schwenkungen, 11, 18. 1, 50. 51; ἐκ μεταβολῆς, umgekehrt, 1, 61, 7; D. Sic. 13, 24. – Veränderlichkeit, im plur., Xen. Hell. 2, 3, 33.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
I. 1 changement : ἱματίων XÉN de vêtements;
2 échange, trafic;
II. 1 action de changer de parti, défection;
2 action de changer, de se transformer, changement ; en mauv. part inconstance, mobilité.
Étymologie: μεταβάλλω.

Russian (Dvoretsky)

μεταβολή:
1 поворачивание, поворот (ἱστίων Pind.; ἡ πρὸς τὸ βέλτιον μ. Luc.): ἐκ μεταβολῆς Polyb. наоборот, напротив;
2 смена, перемена (ἱματίων Xen.; τῶν ὡρέων Her.);
3 изменение, превращение (ἐκ προστάτου ἐπὶ τύραννον, ἐκ φιλοτίμου εἰς φιλοχρήματον Plat.): ἀπραγμοσύνης μ. Thuc. обращение к бездеятельности, утрата активности;
4 переход (ἐς Ἓλληνας Her.; πρὸς Ῥωμαίους Polyb.): ἐκ τοῦ εἶναι ἐπὶ τὸ μὴ εἶναι μ. Plat. переход из бытия в небытие; ἡ ἐναντία μ. Thuc. переход в нечто противоположное, т. е. коренные изменения;
5 прекращение, конец: μ. κακῶν Eur. конец злодействам; μ. τῆς ἡμέρης Her. и μ. ἡλίου Plat. затмение солнца; τῶν πολιτειῶν αἱ μεταβολαὶ καὶ ἐπιδοχαί Thuc. государственные перевороты;
6 перемещение, переселение, странствование (ἐκ τῶν ἐσχάτων τόπων Arst.);
7 pl. изменчивость, непостоянство (τινος Xen.);
8 меновая торговля, товарообмен (ἐπὶ μεταβολῇ πλεῖν Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

μεταβολή: ἡ, τὸ μεταβάλλειν, ἀλλαγή, ἱστίων Πινδ. Π. 4. 520· μεταβολαὶ ἱματίων Ξεν. Λακ. 2, 1. 2) ἀνταλλαγή, ἐμπόριον, πλεῖν ἐπὶ μεταβολῇ Θουκ. 6. 31. ΙΙ. (ἐκ τοῦ μέσ.) ὡς καὶ νῦν, μετάβασις ἐκ μιᾶς καταστάσεως εἰς ἄλλην, μετατροπή, τῶν ὡρέων Ἡρόδ. 2. 77· τῆς τύχης Εὐρ. Ἀποσπ. 558· αἱ μ. κάτω τε καὶ ἄνω γιγνόμεναι Πλάτ. Φίληβ. 43Β, κτλ.· ὡσαύτως μετὰ γεν. ἀντικειμ., μεταλλαγὴ ἔκ τινος πράγματος, μ. κακῶν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 735· σπανίως μεταλλαγὴ εἴς τι πρᾶγμα, μ. ἀπραγμοσύνης Θουκ. 6. 18· ἀλλὰ τοῦτο καθόλου ἐκφέρεται διὰ προθέσεως, μ. ἐκ φιλοτίμου εἰς φιλοχρήματον Πλάτ. Πολ. 553D· ἐκ προστάτου ἐπὶ τύραννον αὐτόθι 565D, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 735· ἐκ τοῦ εἶναι ἐπὶ τοῦ μὴ εἶναι Πλάτ. Παρμ. 162C· ἐπὶ τὸ χεῖρον μ. Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 23· οὕτως, ἡ ἐναντία μ., ἡ εἰς τὸ ἐναντίον, Θουκ. 2. 43· ἅμα τῇ μ. ἐς Ἕλληνας, εὐθὺς ὡς προσεχώρησαν εἰς τοὺς Ἕλληνας, Ἡρόδ. 1. 57· ἡ πρὸς Ῥωμαίους μ. Πολύβ. 9. 26, 2· ― μεταβολὰς ἔχειν, ἐπιδέχεσθαι μεταβολάς, Εὐρ. Ἀποσπ. 553, Θουκ. 1. 2· μ. μεταβάλλειν Πλάτ. Πολ. 404Α, Ἀριστ. Ποιητ. 4, 15· ― παροιμ., μ. πάντων γλυκὺ ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 11, 20, πρβλ. Ἀντιφάν. ἐν «Τραυματίᾳ» 1, Κωμ. Ἀνώνυμ. 327. 2) μ. τῆς ἡμέρης, ἔκλειψις, Ἡρόδ. 1. 74· οὕτω, μ. ἡλίου Πλάτ. Πολιτικ. 271C. 3) μ. πολιτείας, μεταβολὴ πολιτεύματος, ἀνατροπή, ἐπανάστασις, Θουκ. 6. 17· οὕτως ἀπολ., Ἀντιφῶν 120. 12. 4) μετοίκησις, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 2. 5) ὡς στρατιωτικὸς ὅρος ἡ μεταστροφὴ τοῦ μετώπου εἰς τὸ ἀντίθετον, οὖσα διπλῆ κλίσις, Πολύβ. 18. 13, 4· ἀκολούθως μεταφορ. ἐπὶ ῥήτορος, Αἰσχίν. 29. 18· καὶ καθόλου, τὸ ἀνάπαλιν, Πολύβ. 18. 61, 7· ἐκ μεταβολῆς ὁ αὐτ. 1. 36, 8· ἐντεῦθεν ὡς ἐπίρρ., τἀνάπαλιν, αὐτόθι 61, 7, Διόδ. 13. 24). 6) μετάφρασις, ἡ εἰς τὴν Ἑλλάδα γλῶσσαν μεταβολὴ Εὐσέβ. ΙΙΙ, 585D. 7) = μετάνοια, Ὠριγέν. Ι, 988C.

Greek Monolingual

η (ΑM μεταβολή, Α δωρ. τ. μεταβολά) μεταβάλλω
1. η μετάβαση από τη μια κατάσταση στην άλλη, μετατροπή, αλλαγή (α. «μεταβολή της θερμοκρασίας» β. «αἱ μεταβολαὶ κάτω τε καὶ ἄνω γιγνόμεναι», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. γυμναστική ή στρατιωτική κίνηση κατά την οποία ο γυμναζόμενος ή ο στρατιώτης αλλάζει μέτωπο με ημιπεριφερειακή στροφή γύρω από τον εαυτό του
2. το σχετικό παράγγελμα για την εκτέλεση αυτής της κίνησης
3. φρ. «μεταβολή διαρκής»
βιολ. κληρονομική αλλαγή που προκαλείται από το περιβάλλον σε ορισμένους μικροοργανισμούς και που μπορεί να διατηρηθεί επί αρκετές γενεές αλλά υπό ορισμένες συνθήκες εξαφανίζεται
μσν.
1. μεταμφίεση, ηθοποιία
2. απόλαυση, διασκέδαση
μσν.-αρχ.
1. μετάφραση, εξήγηση
2. μετάνοια
3. μουσ. μετατροπία
αρχ.
1. τροποποίηση («ἱματίων μεταβολαί» Ξεν.)
2. ανταλλαγή εμπορευμάτων, εμπόριο, συναλλαγή
3. υποκατάσταση αγαθού ή κακού με άλλο
4. (κατ' ευφημισμόν) ο θάνατος
5. μετοίκηση («τὰ μὲν ζώα καὶ ἐκ τῶν ἐγγὺς τόπων ποιούμενα τὰς μεταβολάς», Αριστοτ.)
6. (ως στρατ. όρος) μεταστροφή του μετώπου στο αντίθετο
7. (ρητ.) η ποικιλία του λόγου για αποφυγή της μονοτονίας
8. αστρον. α) έκλειψη
β) μετατροπή κατά την κίνηση τών ουράνιων σωμάτων
9. φρ. α) «μεταβολὰς ἔχω» — επιδέχομαι μετατροπές
β) «μεταβολή πολιτείας» — αλλαγή του πολιτεύματος, ανατροπή του καθεστώτος, επανάσταση·γ) «ἐκ μεταβολῆς» — αντιστρόφως
10. αποστασία («ἡ πρὸς Ρωμαίους μεταβολή», Πολ.).

Greek Monotonic

μεταβολή: ἡ (μεταβάλλω),
I. 1. αλλαγή, διαδικασία αλλαγής, σε Πίνδ.
2. συναλλαγή, εμπόριο, δοσοληψία, σε Θουκ.
II. (από το Μέσ.), μετάβαση, αλλαγή, και στον πληθ., αλλαγές, μετατροπές, σε Ηρόδ., Ευρ.· με γεν., αλλάζω από μία κατάσταση, μεταβολὴ κακῶν, σε Ευρ.· σπανίως, μεταβολή σε..., μεταβολὴ ἀπραγμοσύνης, σε Θουκ.· αυτό όμως εκφράζεται γενικά με μια πρόθ., ἅμα τῇ μεταβολῇ ἐς Ἕλληνας, η μεταστροφή τους προς τους Έλληνες, σε Ηρόδ.· ἡ ἐναντία μεταβολή, αλλαγή προς την αντίθετη κατεύθυνση, σε Θουκ.
2. μεταβολὴ τῆς ἡμέρας, έκλειψη, σε Ηρόδ.
3. μεταβολὴ πολιτείας, αλλαγή διακυβέρνησης, επανάσταση, σε Θουκ.
4. ως στρατιωτικός όρος, στασιάζω, σε Πολύβ.· μεταφ., λέγεται για ομιλητή, σε Αισχίν.

Middle Liddell

μεταβολή, ἡ, μεταβάλλω
I. a change, changing, Pind.
2. exchange, barter, traffic, Thuc.
II. (from Mid.) a transition, change, and in plural changes, vicissitudes, Hdt., Eur.:—c. gen. change from a thing, μ. κακῶν Eur.; rarely change to…, μ. ἀπραγμοσύνης Thuc.; but this is generally expressed by a prep., ἅμα τῇ μ. ἐς Ἕλληνας their going over to the Greeks, Hdt.; ἡ ἐναντία μ. change to the contrary, Thuc.
2. μ. τῆς ἡμέρης an eclipse, Hdt.
3. μ. πολιτείας change of government, a revolution, Thuc.
4. as military term, a wheeling about, Polyb.; metaph. of a speaker, Aeschin.

English (Woodhouse)

change, a departure from, change from

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)