μεταστρέφω

From LSJ

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταστρέφω Medium diacritics: μεταστρέφω Low diacritics: μεταστρέφω Capitals: ΜΕΤΑΣΤΡΕΦΩ
Transliteration A: metastréphō Transliteration B: metastrephō Transliteration C: metastrefo Beta Code: metastre/fw

English (LSJ)

aor. Pass.-εστρέφθην Il.8.258, al., μετεστράφην [ᾰ] Hdt.3.121, etc.:—
A turn about, turn round, τῶ κε Ποσειδάων… αἶψα μεταστρέψειε νόον Il.15.52; εἴ κεν Ἀχιλλεὺς ἐκ χόλου… μεταστρέψῃ φίλον ἦτορ 10.107; τὸ πρόσωπον πρός τι Pl.Smp. 190e: —Med., μεταστρέφεσθαι πρὸς τὸ μαλθακώτερον Ar.Ra.538 (lyr.):—Pass., turn oneself about, turn about, whether to face the enemy, στῆ δὲ μεταστρεφθείς Il.11.595, 15.591, cf. Hdt.7.211; or to flee, τῷ δὲ μεταστρεφθέντι μεταφρένῳ ἐν δόρυ πῆξεν Il.8.258; simply, turn round, Hdt.3.121, Pl.Phd. 116d, etc.; turn about (to see if any one follows), Ar.Lys.125, D.21.221; recur, ἐπὶ τὰ προειρημένα Pl.Cra.428d.
2 turn round, retort, αἰτίας D.41.13.
3 twist or turn all ways, πάντα μεταστρέφοντα λόγον βασανίζειν Pl.Tht.191c; λόγους ἄνω καὶ κάτω μ. Id.Phdr.272b; turn upside down, ἅπαντα μ. τύχη Philem.111:—Pass., τἄνω κάτω ὁ βίος μεταστραφείς Men.5.
4 misrepresent, [δικαιοσύνης καὶ ἀδικίας] τὴν δύναμιν Pl.R. 367a: generally, change, alter, τὸ δίκαιον οὐκ ἔστι μεταστρέψαι Arist.Rh.1376b21, cf. 1412a33; invert, τὰ τοῦ Ξενοφάνους ib. 1377a23:—Pass., ὁρᾷς γὰρ τἄμ' ὅσῳ μετεστράφη how my fortunes are changed, E.Ba.1329; τὸ ψήφισμ' ὅπως μεταστραφείη Ar.Ach.537.
5 ἀντὶ τοῦ ἰῶτα ἦτα μ. use one for another, Pl.Cra. 418c.
II intr., turn another way, change one's ways, ἦ τι μεταστρέψεις; Il.15.203: aor. part. μεταστρέψας contrariwise, Pl.Grg. 457a (pl.), R.587d.
2 turn so as to punish or avenge, of the gods, μή τι μεταστρέψωσιν ἀγασσάμενοι κακὰ ἔργα Od.2.67 (unless trans., turn back (upon the sinners), cf. μετάτροπος 2).
3 c. gen., care for, regard, E.Hipp.1226.

German (Pape)

[Seite 154] weg- u. wo anders hinwenden, umkehren; ἐκ χόλου – φίλον ἦτορ, Il. 10, 107; νόον, 15, 52; u. mit dem Nebenbegriff strafender Vergeltung, μή τι μεταστρέψωσιν (θεοί) Od. 2, 67 (vgl. μετάτροπος); übh. verändern, den Sinn ändern, ἤ τι μεταστρέψεις, Il, 15, 203; ἑαυτὸν πρὸς τὸ μαλθακώτερον, Ar. Ran. 539. – Med. u. pass. sich umwenden, στῆ δὲ μεταστρεφθείς, Il. 11, 595. 15, 591. 17, 114, gegen den Feind; aber auch auf der Flucht vom Feinde ab, 8, 258. 11, 447; übh. verändern, ὁρᾷς τἄμ' ὅσῳ μετεστράφη, Eur. Bacch. 1328; τὸ ψήφισμ' ὅπως μεταστραφείη, Ar. Ach. 511; χρὴ πάντας τοὺς λόγους ἄνω καὶ κάτω μεταστρέφοντα ἐπισκοπεῖν, hin u. her, ganz u. gar umwendend, Plat. Phaedr. 272 b, vgl. Theaet. 191 c (βίος ἄνω κάτω μεταστραφείς, Men. bei Stob. fl. 44, 3); μεταστρέψας, umgekehrt, Rep. IX, 587 d, vgl. Gorg. 456 e; Sp., νόον, Ap. Rh. 1, 808; Plut. – Im med. sich umkehren u. zu Einem hinwenden, ἐπὶ τὰ προειρημένα, Plat. Crat. 428, öfter; μεταστρεφόμενος ἀπῄει, Phaed. 116 d; μεταστραφήσεται, Rep. VII, 518 d; Xen. Cyr. 8, 3, 28. 30; Sp.

French (Bailly abrégé)

f. μεταστρέψω, ao. μετέστρεψα, ao.2 Pass. μετεστράφην;
I. tr. tourner dans un autre sens, retourner, d'où
1 changer : νόον IL les sentiments;
2 retourner, réfuter (une accusation);
II. intr. 1 tourner mal, devenir pire;
2 se tourner vers ; s'inquiéter de, se soucier de, gén.;
Moy. μεταστρέφομαι (ao. Pass. μετεστρέφθην, ao.2 μετεστράφην) se détourner, faire volte-face.
Étymologie: μετά, στρέφω.

Russian (Dvoretsky)

μεταστρέφω: (aor. 1 pass. μετεστρέφθην и aor. 2 pass. μετεστράφην)
1 поворачивать, обращать (τὸ πρόσωπον πρός τι Plat.): στῆ μεταστρεφθείς Hom. он остановился и повернулся (лицом к врагу); οἱ δὲ μεταστρέψαντες χρῶνται τῇ τέχνῃ οὐκ ὀρθῶς Plat. они же, наоборот, пользуются своим искусством неправильно; μ. νόον Hom. повернуть свою мысль в другую сторону, т. е. передумать; μ. ἐκ χόλου φίλον ἦτορ Hom. отвратить свое сердце от гнева, т. е. перестать сердиться; med. поворачиваться (πρός τι Arph. и εἴς τι NT); ἐπὶ τὰ προειρημένα μ. Plat. возвращаться к уже сказанному;
2 переворачивать, выворачивать (τοὺς λόγους ἄνω καὶ κάτω Plat.);
3 изменять: ὁρᾷς γὰρ τἄμ᾽ ὅσῳ μετεστράφη Eur. ты ведь видишь, как переменилась моя судьба;
4 извращать, искажать (τὰς αἰτίας Dem.; τὸ δίκαιον Arst.);
5 заменять, ставить (что-л.) вместо (чего-л.) (ἀντὶ τοῦ ἰῶτα ἦτα Plat.);
6 отменять (τὸ ψήφισμα Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

μεταστρέφω: μέλλ. -ψω· παθ. ἀόρ. -εστρέφθην Ἰλ., -εστράφην [ᾰ] Ἀττ. Ὡς καὶ νῦν, μεταστρέφω, «γυρίζω», τῷ κε Ποσειδάων... αἶψα μεταστρέψειε νόον Ἰλ. Ο. 52· εἴ κεν Ἀχιλλεὺς ἐκ χόλου... μεταστρέψῃ φίλον ἦτορ Κ. 107· μετ. ἑαυτὸν πρὸς τὸ μαλθακώτερον Ἀριστοφ. Βάτρ. 538· τὸ πρόσωπον πρὸς τι Πλάτ. Συμπ. 190Ε. - Παθ., περιστρέφομαι, στρέφομαι πέριξ, ἢ ὅπως ἀντιμετωπίσω τὸν ἐχθρόν, στῆ δὲ μεταστρεφθεὶς Ἰλ. Λ. 595., Ο. 591, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 211· ἢ ὅπως φύγω, τῷ δὲ μεταστρεφθέντι μεταφρένῳ ἐν δόρυ πῆξεν Ἰλ. Θ. 258., Λ. 447· ἀκολούθως ἁπλῶς στρέφομαι, στρέφομαι ὀπίσω, Ἡρόδ. 3. 121, Πλάτ. Φαίδων 116D, κτλ.· στρέφομαι, «γυρίζω» (ὅπως ἴδω ἂν ἀκολουθῇ τις), Δημ. 585. 11, πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 125. 2) διαστρέφω, μεταστρέψαντα τὰς αἰτίας ἐγκαλεῖν καὶ διαβάλλειν Δημ. 1032. 1. 3) περιστρέφω, μεταστρέφοντα τὸν λόγον βασανίζειν Πλάτ. Θεαίτ. 191C· ὡσαύτως, μ. ἄνω καὶ κάτω ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 272Β· ἀνατρέπω, μ. τύχη ἅπαντα Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 14. - Παθ., τἄνω κάτωβίος μεταστραφεὶς Μένανδρ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 4. 4) διαστέφω, κάμνω κακὴν χρῆσιν, διαφθείρω, δύναμιν Πλάτ. Πολ. 367Α. 5) μεταβάλλω, τροποποιῶ, ἀλλοιῶ, τὸ δίκαιον οὐκ ἔστι μεταστρέψαι Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 24, πρβλ. 3. 11, 6. - Παθ., ὁρᾷς γὰρ τἄμ’ ὅσῳ μετεστράφη, πῶς μετεβλήθη ἡ τύχη μου, Εὐρ. Βάκχ. 1330· τὸ ψήφισμ’ ὅπως μεταστραφείη Ἀριστοφ. Ἀχ. 537. 6) μ. τι ἀντί τινος, μεταχειρίζομαί τι ἀντὶ ἑτέρου, Πλάτ. Κρατ. 418C. ΙΙ. ἀμεταβ., στρέφομαι πρὸς ἄλλην διεύθυνσιν, μεταβάλλω τὸν τρόπον μου, ἦ τι μεταστρέψεις; Ἰλ. Ο. 203· μετοχ. ἀορ. μεταστρέψας, τοὐναντίον, τἀνάπαλιν, οἱ δὲ μεταστρέψαντες χρῶνται τῇ ἰσχύϊ καὶ τῇ τέχνῃ οὐκ ὀρθῶς Πλάτ. Γοργ. 456Ε, Πολ. 587D. 2) στρέφομαι πρὸς τιμωρίαν ἢ ἐκδίκησιν, ἐπὶ τῶν θεῶν, μή τι μεταστρέψωσιν ἀγασσάμενοι κακὰ ἔργα Ὀδ. Β. 67· πρβλ. μετάτροπος 2. 3) μετὰ γεν., φροντίζω περί τινος, οὔθ’ ἱπποδέσμων οὔτε κολλητῶν ὄχων μεταστρέφουσαι, «φροντίδα ποιούμεναι» (Σχόλ.), Εὐρ. Ἱππ. 1226· πρβλ. μετατρέπω.

English (Autenrieth)

fut. μεταστρέψεις, aor. subj. -ψῃ, opt. -ψειε, pass. aor. part. μεταστρεφθείς: turn about or away, change, fig., ἦτορ ἐκ χόλου, νόον, Κ 1, Il. 15.52; ‘cause a reverse of fortune,’ Od. 2.67; intr., Il. 15.203; so the aor. pass., Il. 11.447, 595.

English (Strong)

from μετά and στρέφω; to turn across, i.e. transmute or (figuratively) corrupt: pervert, turn.

English (Thayer)

1st aorist infinitive μεταστρέψαι; passive, 2nd aorist imperative 3rd person singular μεταστραφήτω; 2future μεταστραφήσομαι; from Homer down; the Sept. for הָפַך; to turn about, turn around (cf. μετά, III:2): τί εἰς τί (to turn one thing into another), passive, Buttmann, 52 (46): (WH text μετατρέπω, which see)); equivalent to to pervert, corrupt, τί (Aristotle, rhet. 1,15, 24 (cf. 30,3,11, 6)): Galatians 1:7.

Greek Monolingual

(ΑΜ μεταστρέφω, Μ και ματαστρέφω)
1. στρέφω κάτι προς άλλη διεύθυνση ή δίδω σε κάτι άλλη κατεύθυνση («τῷ κε Ποσειδάων... αἷψα μεταστρέψειε νόον», Ομ. Ιλ.)
2. (γενικά) αλλάζω, τροποποιώ, μεταβάλλω («τὸ δίκαιον οὐκ ἔστι μεταστρέψαι», Αριστοτ.)
3. διαστρέφω, κάνω κακή χρήση, διαφθείρω
4. (το μέσ.) μεταστρέφομαι
επιστρέφω, γυρίζω πίσω, επανέρχομαι («θαμὰ μεταστρέφεσθαι ἐπὶ τὰ προειρημένα», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. ξαναρχίζω
2. κάνω αμοιβαία μετάθεση ή αλλαγή
νεοελλ.-μσν.
1. δίνω κάτι πίσω, επιστρέφω
2. αλλάζω γνώμη, στάση, πεποίθηση
3. κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη («με τα επιχειρήματά μου κατόρθωσα να τον μεταστρέψω»)
μσν.
1. αποδίδω, μεταβιβάζω
2. αποκαθιστώ
3. (σχετικά με θρησκεία) μετανοώ, μεταμελούμαι
4. ανακαλώ, παίρνω πίσω
5. απομακρύνομαι
μσν.-αρχ.
1. αντιστρέφω σειρά ή διάταξη, γυρίζω κάτι άνω-κάτω, αναποδογυρίζω, αναστρέφω, ανατρέπω
2. (το παθ.) γυρίζω πίσω για να φύγω
αρχ.
1. μτφ. αντεπιστρέφω, ανταποδίδωὅταν τις φανερῶς ἐξελέγχηται, μεταστρέψαντα τὰς αἰτίας ἐγκαλεῖν καὶ διαβάλλειν», Δημοσθ.)
2. στρέφω προς όλες τις διευθύνσεις, περιστρέφω («ἐν ᾧ ἀνάγκη πάντα μεταστρέφοντα λόγον βασανίζειν», Πλάτ.)
3. (για λέξεις) μεταχειρίζομαι κάτι αντί άλλου, θέτω ένα γράμμα αντί άλλου («ἀντί μὲν τοῦ ἰῶτα ἤ εἶ ἤ ἦτα μεταστρέφουσιν», Πλάτ.)
4. (για θεούς) στρέφομαι με σκοπό να εκδικηθώ ή να τιμωρήσω («μή τι μεταστρέψωσιν ἀγασσάμενοι κακὰ ἔργα», Ομ. Οδ.)
5. (με γεν.) φροντίζω για κάτι, επιμελούμαι ή περιποιούμαι κάτι («οὔ τι ναυκλήρου χερός... μεταστρέφουσαι», Ευρ.)
6. (αμτβ.) στρέφομαι προς άλλη κατεύθυνση, αλλάζω δρόμο, μεταβάλλω τον τρόπο μου
7. (το παθ.) α) στρέφομαι ή γυρίζω πίσω για να αντιμετωπίσω έναν εχθρό
β) στρέφομαι ολόγυρα («τὸν Πολυκράτεα [τυχεῖν γὰρ ἀπεστραμμένον πρὸς τὸν τοῖχον] οὔτε τι μεταστραφῆναι οὔτε ὑποκρίνασθαι», Ηρόδ.)
8. (η μτχ. ενεργ. αορ. ως επίρρ.) μεταστρέψας
αντίθετα.

Greek Monotonic

μεταστρέφω: μέλ. -ψω, Παθ., αόρ. αʹ -εστρέφθην, αόρ. βʹ -εστράφην [ᾰ]·
I. 1. στρέφω προς άλλη διεύθυνση, περιστρέφω, στρέφω, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ. — Παθ., στρέφομαι προς άλλη διεύθυνση, στρέφομαι προς, είτε για να αντιμετωπίσω τον εχθρό ή για να φύγω, σε Ομήρ. Ιλ.· έπειτα, απλώς, περιστρέφομαι, σε Ηρόδ., Πλάτ.
2. διαστρέφω, αλλάζω, τροποποιώ, σε Πλάτ. κ.λπ. — Παθ., τἀμὰ μετεστράφη, η τύχη μου έχει αλλάξει, σε Ευρ.· τὸ ψήφισμ' ὅπως μεταστραφείη, σε Αριστοφ.
II. 1. αμτβ., αλλάζω δρόμο, τόπο, αλλάζω τρόπο (άποψη), σε Ομήρ. Ιλ.· μεταστρέψας, αντίστροφα, σε Πλάτ.
2. με γεν., φροντίζω, έχω σε υπόληψη, σε Ευρ.

Middle Liddell

fut. ψω Pass., aor1 -εστρέφθην aor2 -εστράφην
I. to turn about, turn round, turn, Il., Ar.:—Pass. to turn oneself about, turn about, whether to face the enemy or to flee, Il.; then, simply, to turn round, Hdt., Plat.
2. to pervert, change, alter, Plat., etc.:—Pass., τἀμὰ μετεστράφη my fortunes are changed, Eur.; τὸ ψήφισμ' ὅπως μεταστραφείη Ar.
II. intr. to turn another way, change one's ways, Il.; μεταστρέψας contrariwise, Plat.
2. c. gen. to care for, regard, Eur.

Chinese

原文音譯:metastršfw 姆他-士特雷賀
詞類次數:動詞(3)
原文字根:(以後)-轉
字義溯源:更變,變化,變,更改;由(μετά)*=同)與(στρέφω)=扭轉)組成;其中 (στρέφω)出自(τροπή)=轉動),而 (τροπή)出自(τρέμω)X*=轉)。參讀 (ἀλλάσσω)同義字參讀 (διαστρέφω)同義字
出現次數:總共(2);徒(1);加(1)
譯字彙編
1) 更改了(1) 加1:7;
2) 要變(1) 徒2:20