σκοπέω

From LSJ

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοπέω Medium diacritics: σκοπέω Low diacritics: σκοπέω Capitals: ΣΚΟΠΕΩ
Transliteration A: skopéō Transliteration B: skopeō Transliteration C: skopeo Beta Code: skope/w

English (LSJ)

used by early writers only in pres. and impf. Act. and Med. (v. infr. 11), the other tenses being supplied by σκέπτομαι (q.v.):—but in later writers we find fut. σκοπήσω, Anon.Prog. in Rh.1.615 W., Gal.UP3.10 (f.l.), (ἐπι-) Babr. 103.8, (κατασκοπέω) Hld.5.4: aor.
A ἐσκόπησα Thphr. Sign.1 (προσκοπέω), Plb. Fr.54 (s.v.l.) (περισκοπέω), Lib.Or.12.28, etc.: and of Med., aor. ἐσκοπησάμην (περισκοπέω) Luc.VH1.32: pf. ἐσκόπημαι (προανασκοπέω) J.AJ17.5.6: (cf. σκέπτομαι):—behold, contemplate (rather of particulars than of universals, of which θεωρέω is more commonly used, but οἱ τὸν ἥλιον ἐκλείποντα θεωροῦντες καὶ σκοπούμενοι Pl.Phd. 99d), ἄστρον Pi.O.1.5; πλοῦν μὴ 'ξ ἀπόπτου μᾶλλον ἢ 'γγύθεν σκοπεῖν S.Ph.467, cf. E.IA490; τὰ πόρρω Id.Rh.482; τὰ ἔμπροσθεν X.An.6.3.14(17); examine, inspect, καταθεῖναί τι.. σκοπεῖν τῷ βουλομένῳ IG 12(5).480 (Athenian law, v B.C.); σ. παραγραφάς PLips.38 ii 2 (iv A.D.): abs., ἄλλοσε σ. S.El.1474; σκοπεῖτε look out, watch, A.Supp.232, etc.: followed by a clause, σ. ὅπου.. S.Ph.16; σ. ποῦ.. X.Cyr.3.2.1, etc.: followed by a Prep., σ. εἰς.. E.Fr.812.6, Pl.Plt. 305b.
2 metaph., look to or look into, consider, examine, τὰ ἑωυτοῦ σ. look to one's own affairs, Hdt.1.8; τὸ σεαυτοῦ Pl.Phdr.232d; τὸ ὑμέτερον Antipho 4.2.8; καιρόν Th.4.23; τὸ συμφέρον Pl.R. 342bsq.; τὸ πρὸς ποσί S.OT130; τοὺς νόμους πρὸς τοὺς τῇδε with reference to the laws here, Pl.Ti.24a; τι πρὸς ἐμαυτόν Id.Euthyphro 9c: abs., σκοπῶν εὕρισκον ἴασιν S.OT68, cf. Ph.282: followed by an acc. and interrog. clause, or μή... σ. τὴν τελευτὴν κῇ ἀποβήσεται Hdt.1.32, cf. S.Ph.506, OT407: followed by an interrog. clause alone, σ. πόθεν χρὴ ἄρξασθαι And.1.8; σ. εἰ.. S.Ant.41, Pl.Lg.862a (Med.); ὅπως.. X.Cyr.2.2.26: sometimes c. gen. pers. as well as acc. or clause, σκόπει δὴ τόδε αὐτῶν Pl.Tht.182a; πρῶτον αὐτῶν ἐσκόπει πότερα.. X.Mem.1.1.12: followed by a Prep., ἐξ ὧν ἀγγέλλουσι σκοποῦντες λογιεῖσθε τὰ εἰκότα Th.6.36, cf. 1.1, X.An.3.1.13; πρὸς τὸ ἄρχειν σκοπῶν λογίζομαι Id.Cyr.1.6.8; σ. τὰ λοιπὰ πρὸς ὑμᾶς αὐτούς Antipho 1.31; ἀνομολογούμενοι πρὸς ἀλλήλους Pl.R. 348b; τόδε περὶ αὐτοῦ ib.351b, etc.; τὴν ὀρθολογίαν περί τι Id.Sph.239b: with Adv., abs., ὀρθῶς σ. E.Ph.155; καιρίως Id.Rh.339; ἄμεινον Pl.Smp. 219a.
3 look out for, παῦλαν X.An.5.7.32; τι ἀγαθόν Id.Hier.9.10; νεώσοικον Ar.Ach.96; ἐσκόπει γυναῖκά μοι Is.2.18, cf. D.Ep.2.11; σ. ὄνομα κάλλιον αὐτῇ Plu.2.991f.
II Med., used like Act. 1.1 (perhaps implying a more deliberate consideration), c. acc., E.IT 68, Hel.1537; τένοντ' ἐς ὀρθὸν ὄμμασι σκοπουμένη Id.Med.1166.
2 = 1.2, S.OT964; σ. τύχας βροτῶν E.Fr.262: followed by relat., σ. τίνι τρόπῳ.. Pl.Smp. 176b, cf. Th.8.48: περί τινος Pl.Prt. 353a, X.Hier. 1.10: abs., ἔνεστι τοῖσιν εὖ σκοπουμένοις ταρβεῖν.. S.Tr.296.
3 = 1.3, ὅτανπερ ἀδικεῖν ἐπιχειρῶσιν, ἅμα καὶ τὴν ἀπολογίαν σκοποῦνται Isoc.21.17.
III rarely in Pass., σκοπῶν καὶ σκοπούμενος ὑπ' ἄλλων considering and being considered, Pl.Lg.772d; ὁ λόγος.. αἰσχρὸς τοῖς σκοπουμένοις is disgraceful in the very matter considered, D.20.54 (s.v.l., τοῖς σ. secl. Dobree).

German (Pape)

[Seite 903] nur im praes. u. imperf. gebr., u. so σκέπτομαι ergänzend, aus der Ferne auf ein bestimmtes Ziel hinsehen, betrachten, beschauen; ἄστρον, Pind. Ol. 1, 5; σκοπεῖτε, Aesch. Suppl. 229; μηκέτ' ἄλλοσε σκόπει, Soph. El. 1466; πλοῦν μὴ 'ξ ἀπόπτου μᾶλλον ἢ 'γγύθεν σκοπεῖν, 465, u. öfter; μὴ νῦν τὰ πόῤῥω σκόπει, Eur. Rhes. 482; τὰ πράγματ' ἐγγύθεν σκοπῶν, I. A. 490; Ar. Ran. 1153; u. in Prosa: παντὸς χρήματος τελευτήν, Her. 1, 32, τά τινος, für Einen sorgen, 1, 8, wie τὰ σεαυτοῦ, Plat. Phaedr. 232 d; Thuc. 1, 1. 3, 12 u. öfter; σκοπῶ, ὅπως ἀποφανοῦμαι, Plat. Gorg. 526 d; πρὸς ἐμαυτὸν σκοπῶ, ich überlege bei mir selbst, Euthyphr. 9 c, wie πρὸς ἀλλήλους Rep. I, 348 b, ποῖ σκοπεῖς; Legg. XII, 963 b; καὶ ὁρᾶν, τί δράσομεν, Phil. 22 c; τὴν ἀλήθειαν, Gorg. 526 d, öfter; Xen. Cyr. 2, 4, 11 u. sonst; φθόνον σκοπῶν ὅ τι εἴη, Mem. 3, 9, 8; λόγους πρὸς τοὺς ἀγῶνας, Isocr. 4, 11; σκοπῶν καὶ θεωρῶν τὸ πρᾶγμα αὐτό, Dem. 38, 11, u. öfter; ἐσκόπει γυναῖκά μοι, er sah sich nach einer Frau für mich um, Is. 2, 17; σκόπει, μή –, sieh zu, daß nicht, nimm dich in Acht, Plat. Gorg. 458 c; σκοπεῖν ὅπως, Xen. Cyr. 2, 2, 26. – Das med. in derselben Bdtg, eigtl. bei sich überlegen, ἔνεστι τοῖσιν εὖ σκοπουμένοις ταρβεῖν, Soph. Trach. 295; O. R. 964; σκοποῦμαι ὄμμα πανταχοῦ στρέφων, Eur. I. T. 68, vgl. Hel. 1553 Med. 1166; Ar. Eccl. 207; oft in Prosa: σκοπούμεθα πρὸς τὸν τῶν πολλῶν λόγον, Plat. Legg. I, 627 d; τί δεῖ ἡμᾶς σκοπεῖσθαι τὴν τῶν πολλῶν δόξαν, Prot. 353 a; οἱ τὸν ἥλιον ἐκλείποντα θεωροῦντες καὶ σκοπούμενοι, Phaed. 99, d, u. öfter; er vrbdt sogar σκοπῶν καὶ σκοπούμενος ὑπ' ἄλλων, prüfen lassend, Legg. I, 645 d; Xen. An. 5, 2, 8 u. sonst, wie Folgde, μὴ πικρῶς, ἀλλ' ἀνθρωπίνως σκοπεῖσθαι τὰ πράγματα Pol. 4, 14, 7. – So wie θεάομαι u. θεωρέω auf das Allgemeine, geht σκοπέω u. σκοπέομαι auf das Besondere, vgl. Her. 1, 30 Plat. Phaed. 99 d.

French (Bailly abrégé)

σκοπῶ :
seul. prés. et impf. ; pour le fut., l'ao. et le pf., on emploie les temps correspondants de σκέπτομαι;
1 observer de haut ou de loin, acc.;
2 viser à, avoir en vue, avoir pour but, acc. ; avoir égard à, veiller à, prendre soin de : τὰ ἑωυτοῦ HDT à ses propres intérêts;
3 regarder, examiner, considérer, observer, acc.;
4 réfléchir à, peser, examiner, juger, acc. : σκοπέειν χρὴ παντὸς χρήματος τὴν τελευτήν, κῇ ἀποβήσεται HDT en toute chose, il faut considérer la fin, voir ce qu'il en adviendra ; σκ. οὐδὲν ἄλλο ἢ εἰ XÉN ne rien considérer autre chose sinon si ; τινὸς σκ. πότερα XÉN observer au sujet de qqn laquelle de deux choses… ; avec une prép. : σκ. ἔκ τινος THC examiner d'après qch (d'après ce que l'on rapporte) ; σκ. περί τινος considérer au sujet de qch ; σκ. πρός τι avoir en vue qch ; οὐκ ὀρθῶς σκ. THC ne pas considérer avec rectitude;
Moy. σκοπέομαι, σκοποῦμαι;
1 regarder, considérer : σκ. ἀπὸ τῶν ἱστῶν XÉN observer du haut des mâts ; σκ. τὸν ἥλιον ἐκλείποντα PLAT observer l'éclipse de soleil;
2 avoir en vue, chercher : ἀπολογίαν ISOCR une excuse;
3 examiner, réfléchir, acc.;
NT: faire attention à ; prendre garde, veiller à ; épier.
Étymologie: σκοπός.

Russian (Dvoretsky)

σκοπέω: (только praes. и impf., у Arst. aor. ἐσκόπησα; остальные формы - от σκέπτομαι) тж. med.
1 наблюдать, следить (σ. ἄστρον Pind.; σκοπεῖσθαι ἀπὸ τῶν ἱστῶν Xen.; σκοπούμενος τὸν ἥλιον ἐκλείποντα Plat.): σ. τὰ ἔμπροσθεν Xen. наблюдать за тем, что впереди;
2 быть настороже, проявлять бдительность (φυλάττειν καὶ σ. Xen.);
3 рассматривать, исследовать; обсуждать (τὰ ἔργα ἑκάστου Xen.): πρὸς ἑαυτὸν σ. Plat. размышлять про себя;
4 иметь в виду, заботиться (τὰ ἑωϋτοῦ Her.): τὰ πρὸς ποσὶ σ. Soph. иметь в виду то, что под ногами, т. е. интересоваться ближайшей действительностью; σ. τὴν τελευτήν Her. иметь в виду конец; σὺ δὲ δὴ ποῖ σκοπεῖς; Plat. но ты-то что имеешь в виду?

Greek (Liddell-Scott)

σκοπέω: παρὰ τοῖς δοκίμοις εἶναι ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ. ἐνεργ. καὶ μέσ. (ἴδε κατωτ. ΙΙ), τοὺς δὲ λοιποὺς χρόνους παραλαμβάνει ἐκ τοῦ σκέπτομαι, ὃ ἴδε· - ἀλλὰ παρὰ μεταγεν. συγγραφ. εὑρίσκομεν μέλλοντα σκοπήσω, Ρήτορες (Walz) 1. 615, Γαλην., κλπ.· ἀόρ. ἐσκόπησα Ἀριστ. π. Φυτ. 1.7, 10, Θεοφρ. π. Σημ. Ὑδάτ. 1. 1, Πολύβ., κτλ.· καὶ ἐκ τοῦ μέσου τύπου τὸν ἀόρ. ἐσκοπησάμην (περι-) Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1.32· πρκμ. ἐσκόπημαι (προαν-) Ἰώσηπ.· (ἴδε ἐν λέξ. σκέπτομαι). Βλέπω πρός τι πρᾶγμα, παρατηρῶ ἢ ἐξετάζω τι, βλέπω, θεωρῶ, ἄστρον Πινδ. Ο. 1.7· πλοῦν μὴ ’ξ ἀπόπτου μᾶλλον ἢ ’γγύθεν σκόπει Σοφ. Φιλ. 467, πρβλ. Εὐρ. Ι. Α. 490· τὰ πόρρω ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 482· τὰ ἔμπροσθεν Ξεν. Ἀν. 6.3, 14· - ἀπολ., ἄλλοσε σκ. Σοφ. Ἠλ. 1474· σκοπεῖτε, προσέχετε, ἀγρυπνεῖτε, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 232· εὖ σκοπῶν εὕρισκον Σοφ. Ο. Τ. 68· κτλ.· - μετ’ ἐξηρτημένης προτάσεως, σκ. ὅπου.. ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 16· σκ. ποῦ.. Ξεν. Κύρ. 3.2, 1, κτλ.· - μετὰ ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ, σκ. εἰς.. Εὐρ. Ἀποσπ. 809. 6, Πλάτ. Πολιτικ. 305Β· 2) μεταφορ., προσέχω, θεωρῶ, ἐξετάζω, τὰ ἑαυτοῦ σκ., προσέχω εἰς τὰς ἰδίας μου ὑποθέσεις, Ἡρόδ. 1. 8· τὸ σεαυτοῦ Πλάτ. Φαῖδρ. 232D· τὸ ὑμέτερον Ἀντιφῶν 126. 36· τὸν καιρὸν Θουκ. 4. 23· τὸ συμφέρον Πλάτ. Πολ. 342Β κἑξ.· τὰ πρὸς ποσὶν Σοφ. Ο. Τ. 130· τοὺς νόμους πρὸς τοὺς τῇδε, ἐν σχέσει πρὸς τοὺς ἐνταῦθα νόμους, Πλάτ. Τίμ. 24Α· τι πρὸς ἐμαυτὸν ὁ αὐτ. ἐν Εὐθύφρονι 9C· - ἀπολ., σκοπῶν εὕρισκον ἴασιν Σοφ. Ο. Τ. 68, πρβλ. Φιλ. 282· - μετ’ αἰτ. καὶ ἐξηρτημένης προτάσεως, σκοπέειν τὴν τελετὴν κῇ ἀποβήσεται Ἡρόδ. 1. 32, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 506, Ο. Τ. 407· - μετ’ ἐξηρτημένης προτάσεως μόνον, σκ. πόθεν χρὴ ἄρξασθαι Ἀνδοκ. 2. 9· σκ. εἰ.. Σοφ. Ἀντ. 41, Πλάτ. Νόμ. 861Ε· ὅπως.. Ξεν. Κύρ. 2. 2, 26· σκόπει μή.., πρόσεχε μήπως.., Σοφ. Ο. Κ. 1179, Πλάτ. Γοργ. 458C·-ἐνίοτε μετὰ γεν. προσώπ. ὡς καὶ μετ’ αἰτ. καὶ ἐξηρτημένης προτάσεως, σκόπει δὴ τόδε αὐτῶν ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 182Α· πρῶτον αὐτῶν ἐσκόπει πότερα.. Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 12· - ὡσαύτως μετὰ ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ, ἐξ ὧν ἀγγέλλουσι σκοποῦντες λογιεῖσθε τὰ εἰκότα Θουκ. 6. 36, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 3. 1, 13· πρὸς τὸ ἄρχειν σκοπῶν λογίζεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 6, 8· πρὸς ὑμᾶς αὐτοὺς σκ. Ἀντιφῶν 114. 37· πρὸς ἀλλήλους Πλάτ. Πολ. 348Β· σκ. περὶ τινος αὐτόθι 351Β, κτλ.· περὶ τι ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 239Β· - μετ’ ἐπιρρ., ἀπολ., ὀρθῶς σκοπεῖν Εὐρ. Φοίν. 155· καιρίως Ρῆσ. 339· ἄμεινον Πλάτ. Συμπ. 219Α. 3) προσέχω ζητῶν τι, ἀναζητῶ, παῦλαν Ξεν. Ἀν. 5. 7, 32· τι ἀγαθὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἱέρωνι 9, 10· ἐσκόπει γυναῖκά μοι Ἰσοκρ. 2. § 22, πρβλ. Δημ. 1470. 1· σκ. ὄνομα κάλλιον αὐτῇ Πλούτ. 2. 991F. 4) ἐρευνῶ, μανθάνω, ἀπὸ τι νος, Br. εἰς Σοφ. Ο. Τ. 286. ΙΙ. Μέσ., ἐν χρήσει ἀκριβῶς ὡς τὸ ἐνεργ., σημασ. Ι. 1 (ἴσως ἡ διαφορὰ κεῖται εἰς τὸ ὅτι τὸ μέσον ἐκφέρει παρατήρησιν μετὰ περισσοτέρας ἐντάσεως τῶν δυνάμεων καὶ σκέψεως), μετ’ αἰτ., αὐτόθι 964, Εὐρ. Ι. Τ. 68, Ἑλ. 1537· τέοντ’ ἐς ὀρθὸν ὄμμασι σκοπουμένη ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1166. 2) = Ι. 2, σκ. τύχας βροτῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 264· καὶ συχν. ἀπαντᾷ συντασσόμενον κατὰ πάσας τὰς συντάξεις τοῦ ἐνεργ. παρὰ Πλάτ., Ξεν., κλπ.· ὡσαύτως ἀπολ., .ἔνεστι τοῖσιν εὖ σκοπουμένοις ταρβεῖν … Σοφ. Τρ. 296. 3) = Ι. 3, ὅταν περ ἀδικεῖν ἐπιχειρῶσιν, ἅμα καὶ τὴν ἀπολογίαν σκοποῦνται Ἰσοκρ. 403Α. - Ὡς τὰ θεάομαι, θεωρέω ἀναφέρονται εἰς γενικὴν ἢ καθολικὴν ἐξέτασιν, οὕτω τὰ σκοπέω, σκοπέομαι ἀναφέρονται εἰς μερικὴν τὴν καθ’ ἕκαστα ἐξέτασιν τῶν πραγμάτων, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 30, Θουκ. 1. 1, Πλάτ. Φαίδων 99D. ΙΙ. Παθ., δὲν εἶναι κοινὸς παρὰ τοῖς δοκίμοις· ἀλλ εὕρηται: σκοπῶν καὶ σκοπούμενος ὑπ’ ἄλλων, ἐξετάζων καὶ ἐξεταζόμενος, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 772D· καὶ ἴσως οὕτω κεῖται παρὰ Δημ. 473. 13, ὁ λόγος … αἰσχρὸς τοῖς σκοπουμένοις, εἶναι αἰσχρὸς ἐν αὐτοῖς τοῖς ἐξεταζομένοις πράγμασι· - παρὰ μεταγενεστ., σκοπεῖται τὸ ἄστρον Ἱερόφιλ. ἐν Ideler Phys. 1. 410· τὸ σκοπηθὲν Ἄννα Κομν. 139Β. - Ἴδε Κόντου Λόγ. Ἑρμῆν σ. 566.

English (Slater)

σκοπέω look for φίλον ἦτορ, μηκέτ' ἀελίου σκόπει ἄλλο φαεννὸν ἄστρον (O. 1.5)

English (Strong)

from σκοπός; to take aim at (spy), i.e. (figuratively) regard: consider, take heed, look at (on), mark. Compare ὀπτάνομαι.

English (Thayer)

σκόπω; (σκοπός, which see); from Homer down; to look at, observe, contemplate. to mark: absolutely, followed by μή with the indicative (see μή, III:2), τινα, to fix one's eyes upon, direct one's attention to, anyone: σεαυτόν, followed by μή with the subjunctive to look to, take heed to thyself, lest etc. μή, II:1b.); τί, to look at, i. e. care for, have regard to, a thing: ἐπισκόπω, κατασκοπέω.) [ SYNONYMS: σκοπεῖν is more pointed than βλέπειν; often equivalent to to scrutinize, observe. When the physical sense recedes, equivalent to to fix one's (mind's) eye on, direct one's attention to, a thing in order to get it, or owing to interest in it, or a duty toward it. Hence, often equivalent to aim at, care for, etc. Schmidt, Syn., chapter 11: Cf. θεωρέω, ὁράω.]

Greek Monotonic

σκοπέω: και σκοπέομαι, χρησιμ. από τους Αττ. συγγραφείς μόνο σε ενεστ. και παρατ., ενώ οι υπόλοιποι χρόνοι συμπληρώνονται από το σκέπτομαι (σκοπός
I. 1. παρατηρώ ή επιτηρώ κάτι· θεώμαι, θεωρώ, ατενίζω, σε Πίνδ., Σοφ. κ.λπ.· απόλ., παρατηρώ, εξετάζω, ερευνώ, περιεργάζομαι, παρακολουθώ, σε Σοφ. κ.λπ.
2. μεταφ., προσέχω, θεωρώ, λαμβάνω υπ' όψιν, σκέπτομαι, εξετάζω, σε Ηρόδ., Αττ.· σκοπέω τι, σε Θουκ. κ.λπ.· σκοπέω περί τινος ή τι, σε Πλάτ.· απόλ., ὀρθῶς σκοπεῖν, σε Ευρ. κ.λπ.
3. αναζητώ, με αιτ., σε Ξεν. κ.λπ.
II. Μέσ., χρησιμ. ακριβώς όπως Ενεργ., σε Σοφ., Ευρ.
III. Παθ., σκοπῶν καὶ σκοπούμενος, αυτός που εξετάζει και ταυτοχρόνως εξετάζεται, σε Πλάτ.

Frisk Etymological English

σκοπιά, σκοπός See also: s. σκέπτομαι.

Middle Liddell

σκοπός [used by Att. writers only in pres. and impf., the other tenses being supplied by σκέπτομαι.]
I. to look at or after a thing: to behold, contemplate, Pind., Soph., etc.:—absol. to look out, watch, Soph., etc.
2. metaph. to look to, consider, examine, Hdt., Attic; σκ. τι Thuc., etc.; σκ. περί τινος or τι Plat.: absol., ὀρθῶς σκοπεῖν Eur., etc.
3. to look out for, c. acc., Xen., etc.
II. Mid., used just like Act., Soph., Eur.
III. Pass., σκοπῶν καὶ σκοπούμενος considering and being considered, Plat.

Frisk Etymology German

σκοπέω: σκοπιά, σκοπός
{skopéō}
See also: s. σκέπτομαι.
Page 2,737

Chinese

原文音譯:skopšw 士可胚哦
詞類次數:動詞(6)
原文字根:注意
字義溯源:意圖,注視,留意,留意看,小心,省察,顧,顧念,持定目標;源自(σκοπός)=注意,注視),而 (σκοπός)出自(σκέπασμα)X*=窺視)。參讀 (ἀναλογίζομαι)同義字
同源字:1) (κατασκοπέω)守衛,窺探 2) (κατάσκοπος)探子 3) (σκοπέω)意圖 4) (σκοπός)注意,注視
出現次數:總共(6);路(1);羅(1);林後(1);加(1);腓(2)
譯字彙編
1) 顧(1) 腓2:4;
2) 當留意看(1) 腓3:17;
3) 當小心(1) 加6:1;
4) 顧念(1) 林後4:18;
5) 要留意(1) 羅16:17;
6) 你要省察(1) 路11:35

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=παρατηρῶ, ἐξετάζω). Ρίζα σκοϝκαί σκαϝ-. Θέματα:
1 σκεπ + πρόσφυμα τ + ομαι → σκέπτομαι,
2 μέ ἑτεροίωση σκοπ + πρόσφυμα ε + ω → σκοπέω -ῶ. Τό σκοπεύω εἶναι μεταγενέστερος τύπος τοῦ σκοπῶ. Οἱ ἄλλοι χρόνοι τοῦ σκοπῶ συμπληρώνονται ἀπό τό σκέπτομαι.
Παράγωγα: σκοπή, σκοπιά, σκοπιάζω (=παρατηρῶ), σκόπιμος, σκόπησις, ἀνασκόπησις, ἐπισκόπησις, σκοπητέον, σκοπός, ἐπίσκοπος, ἡμεροσκόπος, θυοσκόπος, οἰωνοσκόπος, πρόσκοπος, σκόπελος, σκώψ σκωπός (=κουκουβάγια, μικρός μποῦφος), σκοπεύω, σκόπευσις, κατασκόπευσις, σκοπευτής, σκοπευτήριον, σκοπευτικός, σκέμμα, σκεπτέον, σκεπτιχός, σκέψις, (ἐπι, δια, συ)σκεπτέον, σκεπτέος, ἄσκεπτος, ἀσκέπτως, ἀνεπίσκεπτος, ἀξιόσκεπτος, ἀπρόσκεπτος, εὔσκεπτος καί τό σύνθ. σκοπιωρός.

Lexicon Thucydideum

spectare, to look at, behold, 7.71.3,
circumspicere, observare, to look around, keep watch, 4.23.2,
exquirere, scrutari, to search into, examine, 5.42.2, 8.43.3,
considerare, perpendere, reputare, to consider, weigh, ponder, 1.1.2, 1.10.3, 1.10.5, 1.21.2. 1.22.4, 1.69.2, 1.77.2. 1.141.7, 2.43.1. 2.48.3. 3.12.2, 3.37.2. 3.38.4. 3.43.4, 4.20.4, 5.20.2, 5.68.2, 5.96.1. 5.109.1. 5.111.5. 6.10.5. 6.11.6. 6.12.2, 6.16.6, 6.36.3, 6.40.2, 6.44.4, 6.45.1. 6.80.5. 6.89.3. 8.24.6, 8.48.3,
MED. considerare, to examine, 8.48.4, [vid. see σκέψασθαι.]