ἄρρητος
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
English (LSJ)
ἄρρητον, also ἀρρήτη, ἄρρητον E.Hec.201:—
A unspoken, ἔπος προέηκεν ὅ πέρ τ' ἄρρητον ἄμεινον Od.14.466; ἄνδρες.. ῥητοί τ' ἄρρητοι τε Hes.Op.4; ἔστω ἄρρητα τὰ εἰρημένα Pl.Smp. 189b, etc., cf. Aeschin.3.217; οὐκ ἐπ' ἀρρήτοις γε τοῖς ἐμοῖς λόγοις = not without warning spoken by me, S.Ant.556; τὰ μὲν λελεγμένα ἄρρητ' ἐγώ σοι κἀτελῆ φυλάξομαι = I will take care that your words remain secret and harmless for you Id.El.1012. Adv. ἀρρήτως, σιγᾶν Arist.Fr.44 codd. (ἀρρήκτως Reiske, ἀρράτως Bernays).
II that cannot be spoken or expressed, ἀδιανόητον καὶ ἄρρητον καὶ ἄφθεγκτον καὶ ἄλογον Pl.Sph.238c: hence, unspeakable, immense, App.BC3.4; ἐπιθυμία Phld.Ir.p.50 W.; εὐχαριστία Id.Lib.p.51 O.
III not to be spoken: hence,
1 not to be divulged, ἱροργίαι, ἱρά, Hdt.5.83, 6.135; σέβας ἀρρήτων ἱερῶν Ar. Nu.302; ἄ. σφάγια E.IT41; ἄ. ἀβακχεύτοισιν εἰδέναι Id.Ba.472; διδακτά τε ἄρρητά τ' = those that can be explained and those unspeakable i.e. things profane and sacred, S.OT301; ἄρρητος κόρη = the maid whom none may name (i.e. Persephone), E.Fr.63, cf. Hel. 1307; ἀρρήτων θέσμια, sc. of Demeter and Persephone, IG3.713.6.
2 unutterable, horrible, δεῖπνα S.El.203 (lyr.); λώβη E.Hec.200 (lyr.); ἄρρητ' ἀρρήτων = unspeakable deeds, 'deeds without a name', S.OT465 (lyr.).
3 shameful to be spoken, ῥητόν τ' ἄρρητον τ' ἔπος Id.OC1001, cf.Aj.214 (lyr.), 773; ῥητὰ καὶ ἄρρητα ὀνομάζων = 'dicenda tacenda locutus', D.18.122; πάντας ἡμᾶς ῥητὰ καὶ ἄρρητα κακὰ ἐξεῖπον Id.21.79. Adv. ἀρρήτως D.L.7.187.
IV of numbers, ἄρρητα, τά, irrationals, surds, opp. ῥητά, Pl.Hp.Ma.303b, cf. R.546c.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [dór. ac. fem. -αν E.Hec.200]
I gener. de palabras no dicho, no pronunciado ἔπος Od.14.466, ἔστω ἄρρητα τὰ εἰρημένα Pl.Smp.189b, cf. Aeschin.3.217, οὐκ ἐπ' ἀρρήτοις γε τοῖς ἐμοῖς λόγοις = no sin que yo haya hablado S.Ant.556, τὰ μὲν λελεγμένα ἄρρητα ... φυλάξομαι = guardaré estas palabras como no dichas S.El.1012, cf. Numen.12.9, Plu.2.763b
•tb. de pers. desconocido ἄνδρες Hes.Op.4.
II rel. c. lo sacro
1 indecible, secreto de cosas sacras y dioses ἱροργίαι Hdt.5.83, ἱρά Hdt.6.135, σέβας ἀρρήτων ἱερῶν Ar.Nu.302, σφάγια E.IT 41, cf. Ba.472, S.OT 301
•ἄρρητος κόρη = Perséfona, E.Fr.63, Hel.1307, ἀρρήτων θέσμια de Deméter y Perséfona IG 22.3639.6 (II d.C.), Περσεφόνη AP 7.352, Σάραπις Milet 1(7).205a.10 (II d.C.), de los misterios paganos, Hippol.Haer.1 proem.1.
2 impronunciable, nefando ῥητὸν ἄρρητόν τ' ἔπος = las palabras decibles y las nefandas S.OC 1001, λόγος S.Ai.214, δεινὸν ἄρρητον τ' ἔπος S.Ai.773, ῥητὰ καὶ ἄρρητα ὀνομάζων D.18.122, cf. 21.79, δεῖπνα S.El.203, λώβα E.Hec.200, ἄρρητ' ἄρρήτων = cosas infames entre las infames S.OT 465.
III de abstr.
1 que no puede ser expresado, inefable τὸ μὴ ὂν ... ἔστιν ἀδιανόητόν τε καὶ ἄρρητον Pl.Sph.238c, ἄρρητα ῥήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι 2Ep.Cor.12.4, cf. Plu.2.564f.
2 inmenso μῖσος δὲ ἄρρητον ἐξ ἀρρήτου εὐνοίας πρὸς τὸν Ἀντώνιον ἐγήγερτο App.BC 3.4, ἐπιθυμία Phld.Ir.23.25, εὐχαριστία Phld.Lib.p.51, de la divinidad de Cristo, Dion.Ar.Ep.M.3.1105c.
3 irracional de números, Pl.Hp.Ma.303b, R.546c.
IV adv. ἀρρήτως
1 sin hablar σιωπᾶν ἀρρήτως Arist.Fr.44.
2 inexplicablemente Epiph.Const.Haer.69.15.
3 con palabras indecentes πολλὰ αἰσχρῶς καὶ ἀρρήτως ἀναγεγραφώς D.L.7.187.
French (Bailly abrégé)
ος ou η, ον :
I. dont on n'a pas parlé, d'où
1 non dit : ἀλλ' οὐκ ἐπ' ἀρρήτοις γε τοῖς ἐμοῖς λόγοις SOPH mais ce n'est pas du moins que je ne t'aie pas dit ce que j'avais à dire;
2 dont on ne parle pas, inconnu, secret;
II. qu'on ne doit pas divulguer, mystérieux, sacré;
III. qu'on ne peut exprimer par la parole, indicible, inexprimable ; particul. :
1 d'une horreur indicible, horrible;
2 qu'on ne peut dire sans honte ; ῥητόν τ' ἄρρητόν τ' ἔπος SOPH parole qu'on ne peut prononcer sans rougir.
Étymologie: ἀ, ῥητός.
English (Autenrieth)
(root ϝερ, ῥηθῆναι): unspoken, unspeakable.
English (Thayer)
ἀρρητον (ῤητός, from Ρ᾽ΑΩ);
a. unsaid, unspoken: Homer, Odyssey 14,466, and often in Attic.
b. unspeakable (on account of its sacredness) (Herodotus 5,83, and often in other writings): ἅ οὐκ ἐξόν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄρρητος, -ον)
ο ανέκφραστος, ο απερίγραπτος
νεοελλ.
άρρητα-ανοησίες, κουταμάρες (φρ., «άρρατα-μάραθα», «άρρατ' αθέμιτα», «άρρατα θέματα», «άρρατα ρήματα»)
αρχ.
1. αυτός που δεν επιτρέπεται να λεχθεί, ο μυστικός
2. ο απερίγραπτος, ο φριχτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + ρητός < είρω (II) «λέω, μιλώ».
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀρρητολογία
αρχ.-μσν.
αρρητοποιώ, αρρητουργός
μσν.
αρρητοτόκος, αρρητοτρόπως].
Greek Monotonic
ἄρρητος: -ον και -η, -ον·
I. άφατος, ανείπωτος, Λατ. indictus, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· οὐκ ἐπ' ἀρρήτοις λόγοις, όχι χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση από εμένα, σε Σοφ.
II. 1. αυτός που δεν πρέπει να ειπωθεί,565 αυτός που δεν πρέπει να κοινοποιηθεί, λέγεται για τα απόκρυφα μυστήρια, άδηλος, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· διδακτά τε ἄρρητά τ', δηλ. πράγματα απόκρυφα και ιερά, σε Σοφ.
2. αθέμιτος, ανόσιος, φρικτός, Λατ. nefandus, στον ίδ., Ευρ.· ἄρρητ' ἀρρήτων, πράγματα ακατανόμαστα, σε Σοφ.
3. επαίσχυντος, αυτός που είναι ντροπή να αναφέρεται, στον ίδ.· ῥητὰ καὶ ἄρρητα, "dicenda tacenda", σε Δημ.
III. μαθημ., ἄρρητα, άρρητα ποσά, τα άνευ λόγου, σε Πλάτ.
German (Pape)
ον, Eur. ἀρρήτη λώβα Hec. 201;
1 ungesagt, καί τι ἔπος προέηκεν ὅ πέρ τ' ἄρρητον ἄμεινον Od. 14.466; ἄρρητα ἔστω τὰ εἰρημένα Plat. Symp. 189b; μὴ παρῶμεν αὐτὰ ἄρρητα Legg. VI.754a; nicht bekannt gemacht, unbekannt, Soph. O.R. 301; vgl. Ant. 552; oft verbdn ῥητὰ καὶ ἄρ. λέγειν.
2 was nicht gesagt werden darf, verboten, geheimnisvoll, ἱροργίαι Her. 5.83; ἱερά Ar. Nub. 302; was man sich auszusprechen scheuet,
a heilig, τὰ Δήμητρος καὶ Κόρης ἄρ. ἱερά Xen. Hell. 6.3.4; dah. ἄρρητος κόρη = Persephone, Eur. Hel. 1323.
b abscheulich, nefandus, Soph. El. 196.
3 in der Mathematik, irrational, Plat. Hipp. mai. 303b, Rep. VIII.546c.
Russian (Dvoretsky)
ἄρρητος: 2, редко (Eur.) 3
1 не сказанный (ἔπος Hom.; λόγοι Soph.): ἄρρητόν τι φυλάσσεσθαι Soph. обходить что-л. молчанием;
2 безвестный (ἄνδρες Hes.);
3 невыразимый (ἀδιανόητος καὶ ἄ. Plat.);
4 неизреченный, т. е. священный, заповедный (ἱρά Her.; σφάγια Eur.);
5 которому нет названия, т. е. ужасный (δεῖπνα Soph.; λώβη Eur.): ἄρρητ᾽ ἀρρήτων Soph. неслыханно ужасные преступления;
6 неудобосказуемый, т. е. постыдный, позорный (ῥητὰ καὶ ἄρρητα ὀνομάζειν Dem.; ἀνόσιος καὶ ἄ. Plut.);
7 мат. иррациональный (ῥητὰ καὶ ἄρρητα Plat.).
Middle Liddell
I. unspoken, unsaid, Lat. indictus, Od., etc.; οὐκ ἐπ' ἀρρήτοις λόγοις not without warning spoken, Soph.
II. not to be spoken, not to be divulged, of sacred mysteries, Hdt., Eur., etc.; διδακτά τε ἄρρητά τ', i. e. things profane and sacred, Soph.
2. unutterable, inexpressible, horrible, Lat. nefandus, Soph., Eur.; ἄρρητ' ἀρρήτων "deeds without a name, " Soph.
3. shameful to be spoken, Soph.; ῥητὰ καὶ ἄρρητα, "dicenda tacenda, " Dem.
III. in Mathem., ἄρρητα, irrational quantities, surds, Plat.
Chinese
原文音譯:¥¸?htoj 阿-而雷拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-湧出的
字義溯源:未說出來的,不可表達的,過於神聖而無法說,隱祕的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(ῥητῶς)=坦言地)組成;而 (ῥητῶς)出自(λέγω)*=說出來)
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編:
1) 隱祕的(1) 林後12:4
English (Woodhouse)
unspeakable, unspoken, untold, not to be divulged, not to be spoken
Mantoulidis Etymological
(=μυστικός, ἀπαγορευμένος). Ἀπό τό α στερητ. + ῥηθῆναι τοῦ λέγω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στά ρημ. ἀγορεύω καί λέγω.
Léxico de magia
-ον inefable, que no puede o no debe ser pronunciado del nombre oculto de la divinidad ὅτι μέλλω ἐπικαλεῖσθαι τὸ κρυπτὸν καὶ ἄρρητον ὄνομα porque voy a invocar el oculto e inefable nombre P XII 237 P XII 240 P XIII 763 P XXI 1 de un demon ὅτι ἐπιτάσσει σοι ὁ μέγας καὶ ἄ. ... τοῦ μεγάλου θεοῦ δαίμων porque te lo manda el grande e inefable demon del gran dios P XII 171 de palabras ἀρρήτοις ἔπεσιν κόσμος ξεινίζεται αὐτός ante palabras que no se pueden pronunciar, el propio universo se queda atónito P III 205
Translations
ineffable
Belarusian: невымоўны, невыказны; Bulgarian: неизразим; Czech: nevýslovný; Dutch: onuitsprekelijk, onzeggelijk, onnoembaar; Finnish: sanomaton, sanoinkuvaamaton; French: ineffable, innommable; Georgian: გამოუთქმელი, აღუწერელი, უტყვი; German: unaussprechlich; Greek: ανείπωτος, απερίγραπτος, άρρητος, άφατος, που δεν λέγεται, που δεν τον πιάνω στο στόμα μου; Ancient Greek: ἄφατος, ἄφραστος, οὐ φατός, ἀνωνόμαστος, ἀμύθητος, ἄρρητος, ἀπόρρητος, ἄγρυκτος, ἀναύδητος, ἀνεκλάλητος, ἄλεκτος, δύσφατος, ἄσπετος, ἀφώνητος, ἀναυδής, ἄεπτος, ἀνέκφραστος, ἀθέσφατος, ἀπειρέσιος, ἄλαλος, ἀνεκφώνητος, ἄφθεγκτος, ἀπόφημος, ἄναυδος, ἀλάλητος; Latin: ineffabilis; Manx: neufocklagh; Norwegian: usigelig, uutsigelig; Polish: nieopisany; Portuguese: inefável, indescritível; Romanian: inefabil; Russian: невыразимый, несказанный, неописуемый; Spanish: inefable; Swedish: obeskrivlig, outsäglig; Telugu: చెప్పలేని; Turkish: anlatılmaz; Ukrainian: невимовний; Welsh: anhraethol
unspeakable
Chinese Mandarin: 說不得/说不得; Czech: nevýslovný; Esperanto: nedirebla; Finnish: sanomaton, sanoinkuvaamaton; French: indicible; German: unsäglich; Greek: ανείπωτος, ακατανόμαστος, απερίγραπτος, άφατος; Ancient Greek: ἀάσπετος, ἀλάλητος, ἄλεκτος, ἀμύθευτος, ἀμύθητος, ἀναύδητος, ἄναυδος, ἀνεκλάλητος, ἀνεξήγητος, ἀνώνυμος, ἀπόφθεγκτος, ἀπρεπής, ἀπροφάσιστος, ἄρρητος, ἄσπετος, ἄφθεγκτος, ἄφραστος, ἀφώνητος, ἄφωνος, θεσπέσιος, οὔ τι φατειός, οὐ φατός, ὑπέρφατος, ὑπερφυής; Italian: indicibile; Japanese: 言い知れぬ, 口では言えない; Polish: niewypowiedziany, niewysłowiony; Russian: непередаваемый, несказанный, неописуемый; Telugu: చెప్పరాని
infamous
Bulgarian: опозорен; Catalan: infame; Chinese Mandarin: 臭名昭著; Czech: nechvalně známý; Danish: berygtet, infamøs; Dutch: berucht; Esperanto: fifama; Finnish: pahamaineinen, surullisenkuuluisa; French: tristement célèbre; Galician: infame; German: anrüchig, berüchtigt, berühmt, ehrlos, entehrend, gemein, infam, niederträchtig, schändlich, verrucht, verrufen; Greek: διαβόητος; Ancient Greek: ἀδόκιμος, ἄδοξος, αἰσχρός, ἀμφιβόητος, ἀνώνυμος, ἀοίδιμος, ἀριγνώς, ἀρίγνωτος, ἄρρητος, ἄσχημος, ἀσχήμων, βδελυρός, βδελυχρός, διαβόητος, δυσκλεής, δύσφημος, ἐπιβόητος, ἐπίρρητος, κακόδοξος, κακοήθης, κατάφημος, κλύμενος, περιβόητος, περιφορητός, περιφόρητος; Hungarian: hírhedt; Ido: infama; Italian: famigerato; Japanese: 悪名高い; Korean: 악명 높은; Latin: infamis; Norwegian: beryktet; Occitan: infame; Old English: unhlīsful; Polish: niesławny; Portuguese: infame, famigerado; Romanian: infam, nerușinat, ticălos; Russian: бесславный, позорный, печально известный, печально знаменитый; Scottish Gaelic: droch-chliùiteach; Spanish: de mala fama, malfamado, malafamado; Swedish: ökänd, vanärande, vanfrejdad, äreslös; Turkish: alçak, ayıp, iğrenç, kepaze, kötü şöhretli, rezil, rezilane, rezilcesine, utanç verici; Ukrainian: безславний, сумнозві́сний; Westrobothnian: illtjännd