ὄλλυμι
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
English (LSJ)
S.Ant.673, E.Or.1303; part.
A ὀλλύς Il.8.472, fem. pl. ὀλλῦσαι ib.449 :—also ὀλλύω, Archil.27, Com.Adesp.608, (προσαπ-) Hdt.1.207 : poet. ὀλέκω (q.v.): impf. 3pl. ὤλλυσαν A.Pers.461, S. OC394; Ep. ὀλέεσκον Q.S.2.414 (cf. ὀλέκω) : fut. ὀλέσω Od.13.399, Hes.Op.180; Ep. also ὀλέσσω Il.12.250, Od.2.49; Ion. ὀλέω (ἀπ-) Hdt.1.34, etc.; Att. ὀλῶ, εῖς, εῖ, S.OT448, E.Andr.856 (lyr.) : aor. ὤλεσα Il.22.107, A.Ag.1017 (lyr.), etc.; Ep. ὄλεσα, ὄλεσσα, Od.23.319, 21.284, etc. :—Med. ὄλλυμαι, Il.20.21, S.OT179 (lyr.) : impf. ὠλλύμην Id.El.927, E.Alc.633 : fut. ὀλέομαι, -οῦμαι, 2pl. ὀλέεσθε Il. 21.133; but 3sg. ὀλεῖται 2.325 : aor. 2 ὠλόμην, 3sg. ὤλετο 13.772, A. Eu.565 (lyr.), etc.; Ion. ὀλέσκετο (ἀπ- Od. 11.586); part. ὀλόμενος as adjective, v. οὐλόμενος: pf. ὄλωλα, v. B. 111 : plpf. ὀλώλειν Il.10.187 :—Pass., aor. ὀλεσθῆναι, fut. ὀλεσθήσομαι (ἀπ-), LXXPs.82(83).17, Gal. 9.728.—The simple Verb only Poet. and later Prose, as LXX, ἀπόλλυμι being used in Com. and Classical Prose.
A Act.:
I destroy, make an end of, and of living beings, kill, νῆάς τ' ὀλέσας καὶ πάντας Ἀχαιούς Il.8.498, cf. Od.23.319; γένος ὀλέσσαι . . θανάτῳ Pi.P.3.41; ρένος ὠλέσατε πρυμνόθεν A.Th.1061 (anap.); θανεῖται καὶ θανοῦσ' ὀλεῖ τινα S.Ant.751; ὀλεῖ ὀλεῖ με E. Andr.856 (lyr.); ἁ φιλοχρηματία Σπάρταν ὀλεῖ, ἄλλο γὰρ οὐδέν Orac. ap.Arist.Fr.544; also, of doing away with evil, νῆστιν ὤλεσεν νόσον A.Ag.1017 (lyr.).
II lose, μένος, θυμόν, ψυχήν, ἦτορ ὀλέσαι, lose life, die, Il.8.358, 13.763,5.250; πόνον ὀρταλίχων ὀλέσαντες A.Ag.54 (anap.); ἄγραν ὤλεσα Id.Eu.148(lyr.); τᾶς ἀνάνδρου κοίτας ὀλέσασα λέκτρον E.Med.436(lyr.).
B Med.,
I perish, come to an end, and of living beings, die, esp. a violent death, ἀπ' αἰῶνος νέος ὤλεο Il.24.725; ὤλεθ' ὑπ' Αἰγίσθοιο δόλῳ Od.3.235; δόλοις ὀλούμεθ' A.Ch.888; ἦέ τις ὤλετ' ὀλέθρῳ Od. 4.489 : c. acc. cogn., κακὸν οἶτον ὄληαι, ὀλέεσθε κακὸν μόρον, Il.3.417,21.133; θάνατον AP7.745 (Antip. Sid.); ὄλοιο, ὄλοισθε, may'st thou perish, may ye perish! a form of cursing very common in Trag., S.Ph.961,1019, 1285, etc.; so ὀλοίμην Id.OT645; ὄλοιτο ib.1349 (lyr.), etc.; ὄλοιντο Id.Tr.383 :—Hom. has Act. and Med. in emphatic contrast, ὀλλύντων τε καὶ ὀλλυμένων Il.4.451,8.65, cf. 11.83.
II of things, to be lost, μή τί μοι ἐκ μεγάρων κειμήλιον . . ὄληται Od.15.91; ὤλετό μοι νόστος Il.9.413, cf. Od.1.168; κλέος Il.9.415, cf. A.Supp.918.
III pf. ὄλωλα (Syrac. ὀλώλω, Hilgard Exc.ex Hdn. p.30), to have perished, to be dead, be undone, be ruined, ὄλωλε μάχῃ ἔνι Il.15.111, al., cf. A.Pers. 255, 1016(lyr.), etc.; τῶν ὀλωλότων of the dead, Id.Ag.346, cf. 672, 1367, S.Ant.174 : also of things, to be in a state of ruin, ἐσθίεταί μοι οἶκος, ὄλωλε δὲ πίονα ἔργα Od.4.318.
German (Pape)
[Seite 324] (ολ), fut. ὀλῶ, ep. ὀλέσω, Od. 13, 399, Hes. O. 182, auch ὀλέσσω, Il. 12, 250 Od. 2, 49, aor. ὤλεσα, u. nicht augmentirt bei Hom. ὄλεσσα, ὄλεσκεν Bekker Il. 8, 270 statt ὄλεσσεν, perf. ὀλώλεκα, med. ὄλλυμαι, fut. ὀλοῦμαι, aor. ὠλόμην, ὀλέσθαι (οὐλόμενος, s. besonders), u. der Bdtg nach dazu gehörig perf. II. ὄλωλα, sehr Späte haben auch einen aor. ὀλεσθῆναι, vgl. Lob. Phryn. 852; – vernichten, verderben, tödten, im pass. vernichtet, getödtet werden; Ἕκτωρ ὀλλὺς Ἀργείους, Il. 10, 201; οἰμωγή τε καὶ εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν ὀλλύντων τε καὶ ὀλλυμένων, 4, 451, öfter in dieser Zusammenstellung; Ἕκτωρ ἧφι βίηφι πιθήσας ὤλεσε λαόν, richtete es zu Grunde, 22, 107; πόλιν ἔπραθον, ὤλεσα δ' αὐτούς, Od. 9, 40; auch von leblosen Dingen, νῦν ἐφάμην νῆάς τ' ὀλέσας καὶ πάντας Ἀχαιοὺς ἂψ ἀπονοστήσειν, Il. 8, 498, vgl. Od. 23, 319; πόλιν, 9, 188; γένος ἀμὸν ὀλέσσαι οἰκτροτάτῳ θανάτῳ, Pind. P. 3, 41; ἄνδρας, Ol. 1, 79; ἰοὶ προσπιτνόντες ὤλλυσαν, Aesch. Pers. 453; ναυτικὸς πεζὸν ὤλεσε στρατόν, 714; Οἰδιπόδα γένος ὠλέσατε πρυμνόθεν, Spt. 1048, öfter; ἥδ' οὖν θανεῖται καὶ θανοῦσ' ὀλεῖ τινα, Soph. Ant. 867; νῦν γὰρ θεοί σ' ὀρθοῦσι, πρόσθε δ' ὤλλυσαν, O. C. 395; geradezu tödten, τοὺς δὲ δισσάρχας ὀλέσσας βασιλεῖς, Ai. 383, öfter; ὃ καὶ γῆν καὶ πόλεις ὄλλυσι, Eur. Or. 524, u. oft in der Bdtg »tödten«. In Prosa ist das compos. ἀπόλλυμι im Gebrauch, aber sp. D. haben das simpl. in dieser Bdtg. – Dst auch = verlieren, ohne daß die eigene Schuld daran immer hervorträte; bes. im aor. ὤλεσα, εἵως φίλον ὤλεσε θυμόν, Il. 11, 342 u. öfter, auch αὐτὸς δ' ὤλεσε θυμὸν ὑφ' Ἥκτορος, er verlor sein Leben durch Hektor, 17, 616; öfter ψυχήν, μένος, ἦτορ; ἑταίρους ὤλεσε καὶ νῆα, Od. 19, 274; ἄγραν ὤλεσα, Aesch. Eum. 143, πόνον, Ag. 54. – Med. umkommen, bes. eines gewaltsamen Todes sterben, u. verloren gehen; ὡς Ἀγαμέμνων ὤλεθ' ὑπ' Αἰγίσθοιο δόλῳ, Od. 3, 235; ὤλετ' ὀλέθρῳ ἀδευκέϊ, 4, 489, öfter; auch κακὸν οἶτον ὄληαι, Il. 3, 417, wie ὀλέεσθε κακὸν μόρον, im bösen Tode, 21, 133; von Sachen, νῦν ὤλετο πᾶσα κατ' ἄκρης Ἴλιος, ging unter, 13, 772, ὤλετο μέν μοι νόστος, 9, 413, ging verloren. wie τοῦ δ' ὤλετο νόστιμον ἦμαρ, Od. 1, 168; δόλοις ὀλούμεθα, Aesch. Ch. 875; ὤλετο πρὸς χειρὸς ἕθεν, Suppl. 65, öfter; im opt. aor. als Verwünschungsformel, ὄλοιθ' ὃς πόλει μεγάλ' ἐπεύχεται, Spt. 434, δυσπαλάμως ὄλοιο, Suppl. 847, wie ὀλοίμαν, ὄλοιο, ὄλοιντο, Soph. O. R. 664 El. 283 Trach. 382; ὡς ὄλοιτο παγκάκως, Eur. Hipp. 407; ὤλλυθ' ὡς ἀναξίως, Soph. Phil. 680; ὴνίκ' ὤλλυτο πόλις, Eur. Hec. 767; κεραυνῷ ὀλέσθαι, Andr. 1194; Arr. u. sp. D. – Das perf. ὄλωλα, ich bin untergegangen, Il. 24, 384, υἱὸς γάρ οἱ ὄλωλε μάχῃ ἔνι 15, 111; οἱ ὀλωλότες, die Todten, Aesch. Ag. 337; μαντευσόμεσθα τἀνδρὸς ὡς ὀλωλότος, 13401 Soph. O. R. 126 u. öfter; oft bes. bei Att, = verloren sein, zu Grunde gehen, ἐσθίεταί μοι οἶκος, ὄλωλε δὲ πίονα ἔργα, Od. 4, 318; ὄλωλα τῇδ' ἐν ἡμέρᾳ, Soph. El. 664; οἴχωκ', ὄλωλα, Ai. 880, öfter, wie auch sp. D., Anacr. 33, 9. – In Prosa ist das comp. ἀπόλλυμι im Gebrauch.
French (Bailly abrégé)
impf. ὤλλυν, f. ὀλέσω, att. ὀλῶ, ao. ὤλεσα, pf. ὀλώλεκα, pf.2 au sens neutre ὄλωλα, pqp. ὀλώλειν, postér. ao. Pass. ὠλέσθην;
perdre :
1 faire périr, détruire, anéantir τινά, faire périr qqn : στρατόν ESCHL anéantir une armée ; πόλιν OD ruiner ou détruire une ville ; τρίχας ἐκ κεφαλῆς OD faire tomber les cheveux de la tête;
2 subir la perte (de la vie, d'un butin, etc.);
Moy. ὄλλυμαι (f. ὀλοῦμαι, ao.2 ὠλόμην, pf.2 de forme Act. ὄλωλα);
1 périr, mourir de mort violente : ὑπό τινι, par le fait ou de la main de qqn, ou par suite de qch ; ὀλέθρῳ ὀλέσθαι OD subir la mort ; κακὸν οἶτον IL, κακὸν μόρον IL subir un sort funeste, périr misérablement ; ὄλοιο ATT puisses-tu périr ! ὄλοιτο ATT puisse-t-il périr ! particul. au pf.2 ὄλωλα, j'ai succombé, je succombai ; mais d'ord. au sens d'un prés. je suis perdu, je péris, je succombe;
2 se perdre, être perdu, en gén. être ruiné, être anéanti;
3 part. ao.2 ὀλόμενος, funeste.
Étymologie: p. *ὄλνυμι, de la R. Ὀλ, p. Ϝολ, ϜολϜ, rouler, précipiter ; cf. lat. volvo.
Russian (Dvoretsky)
ὄλλῡμι: (3 л. pl. praes. ὁλλῦσι и ὀλλὐασι; impf. ὤλλῡν и ὤλλυον - эп. iter. ὀλέεσκον; fut. ὀλῶ - ион. ὀλέω, эп. ὀλέσ(σ)ω; aor. ὤλεσα - эп. ὄλεσ(σ)α и ὤλεσσα; part. aor. ὀλέσας - эол. ὀλέσαις; pf. 1 ὀλώλεκα, pf. 2 ὄλωλα, ppf. ώλωλέκειν и ὠλώλειν - эп. ὀλώλειν; med.: fut. ὀλοῦμαι - эп.-ион. ὀλέομαι; ион. part. fut. ὀλεύμενος; aor. 2 ὠλόμην - эп. ὀλόμην; эп. part. οὐλόμενος; pf. 2 = act. ὄλωλα)
1 губить, истреблять, убивать (Ἀργείους, λαόν, στρατόν Hom.): οἰμωγὴ ἀνδρῶν ὀλλύντων τε καὶ ὀλλυμένων Hom. вопль убивающих и убиваемых;
2 уничтожать, разрушать (νῆας, πόλιν Hom.);
3 снимать, удалять (τρίχας ἐκ κεφαλῆς Hom.);
4 терять, утрачивать (ἑταίρους καὶ νῆα Hom.): ὤλεσε θυμὸν ὑφ᾽ Ἓκτορος Hom. (Девкалид) пал от руки Гектора; ὄ. ἄγραν Aesch. упустить добычу; πόνον τινὸς ὄ. Aesch. напрасно потрудиться над чем-л.;
5 med. погибать, гибнуть (преимущ. насильственной смертью) (κακὸν οἶτον или κακὸν μόρον ὀλέσθαι Hom.): ὀλέσθαι ὑπό τινι Hom. погибнуть от чьей-л. руки; οἱ ὀλωλότες Aesch., Soph. погибшие; ὤλετό μοι νόστος Hom. нет мне возврата; ὄλοιο! Soph. чтоб тебе погибнуть!; οἴχωκ᾽, ὄλωλα! Soph. я пропал(а)!, погиб(ла)!
Greek (Liddell-Scott)
ὄλλῡμι: Σοφ. Ἀντ. 673, Εὐρ. Ὀρ. 1302, μετοχ. ὀλλὺς Ἰλ. Θ. 472, θηλ. πληθ. ὀλλῦσαι αὐτόθι 449· ὡσαύτως ὀλλύω, Ἀρχίλ. 23 (προσαπολλύω Ἡρόδ. 1. 207)· καὶ ποιητ. ὀλέκω, ἴδε λέξ: - παρατ. ὤλλυν Αἰσχύλ., γ΄ πληθ. ὤλλυσαν Σοφ. Ο. Κ. 394· Ἐπικ. ὀλέεσκον Κόϊντ.. Σμ. 2. 414 (πρβλ. ὀλέκω)· ὤλεσκον Χρησμ. Σιβ. 1. 108· - μέλλ. ὀλέσω Ὀδ. Ν. 399, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 178· Ἐπικ. ὡσαύτως ὀλέσσω Ἰλ. Μ. 250, Ὀδ. Β. 49· Ἰων. ὀλέω (ἀπ-) Ἡρόδ. 1. 34, κτλ.· Ἀττ. ὀλῶ, εῖς, εῖ, Σοφ. Ο. Τ. 448, Εὐρ. - ἀόρ. ὤλεσα Ἰλ. Χ. 107, Αἰσχύλ., κτλ.· Ἐπικ. ὄλεσα, ὄλεσσα Ὀδ. Ψ. 319, Φ. 284, κτλ,· - Μέσ. ὄλλῠμαι, Ἰλ. Υ. 21, Σοφ.· παρατ. ὠλλύμην, Σοφ., Εὐρ.· - μέλλ. ὀλέομαι -οῦμαι, β΄πληθυντ. ὀλέεσθε Ἰλ. Φ. 133· ἀλλὰ γ΄ ἑνικ. ὀλεῖται Β. 325, ὡς παρ’ Ἀττ.· - ἀόρ. ὠλόμην, γ΄ ἑνικ. ὤλετο Ἰλ. Ν. 722, Τραγ.· Ἰων. ὀλέσκετο (ἀπ- Ὀδ. Λ. 585)· μετοχ. ὀλόμενος, ὡς ἐπίθ., ἴδε ἐν λέξ. οὐλόμενος· πρκμ. ὄλωλα, ἴδε Β. ΙΙΙ: ὑπερσ. ὀλώλειν Ἰλ. Κ. 187· - Παθ., ἀόρ. ὀλεσθῆναι: μέλλ. ὀλεσθήσομαι (ἀπ-), Ἑβδ., Γαλην., Λοβ. Φρύν. 732. - Τὸ ἁπλοῦν ῥῆμα εἶναι ἀποκλειστικῶς ποιητικόν, ἀλλ’ εὕρηται καὶ παρὰ μεταγεν. συγγραφ., οἷον παρὰ τοῖς Ἑβδ., ἐν ᾧ τὸ σύνθετον ἀπόλλυμι εἶναι ὁ ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κωμικοῖς καὶ τοῖς δοκίμοις πεζογράφ. τύπος· πρβλ. κτείνω ἀποκτείνω, θνήσκω ἀποθνήσκω. Τῆς √ΟΛ, ἥτις φαίνεται ἐν τῷ ὀλέσαι, ὀλέσθαι, ὄλωλα, ὀλοός, δὲν ἀνευρέθησαν τὰ ἴχνη ἐν ταῖς συγγενέσι γλώσσαις).
Α. Ἐνεργ., ὡς τὸ Λατ. perdo, Ι. καταστρέφω, ἐξολοθρεύω, καὶ ἐπὶ ἐμψύχων ὄντων, φονεύω, Ὁμ., Πίνδ., Τραγ.· ἐπὶ προσώπων ἅμα καὶ πραγμάτων, νῆας τ’ ὀλέσας καὶ πάντας Ἀχαιοὺς Ἰλ. Θ. 498, Ὀδ. Ψ. 319 οὕτω, γένος ὀλέσσαι ... θανάτῳ Πινδ. Π. 3. 71· γένος ὠλέσατε πρέμνοθεν Αἰσχύλ. Θήβ. 1056· θανεῖται καὶ θανοῦσ’ ὀλεῖ τινα Σοφ. Ἀντ. 751· ὀλεῖ μ’, ὀλεῖ με Εὐρ. Ἀνδρ. 856· ἀφιλοχρηματία Σπάρταν ὀλεῖ, ἄλλο γὰρ οὐδὲν Χρησμ παρὰ Schöm. εἰς Πλουτ. Ἀγησ. 3· - ὡσαύτως ἐπὶ ἀπαλλαγῆς ἀπὸ κακοῦ τινος, νῆστιν ὤλεσεν νόσον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1017. ΙΙ. «χάνω», συχνάκις παρ’ Ὁμήρῳ, θυμόν, ψυχήν, μένος, ἦτορ ὀλέσαι· οὕτω, πόνον ὀρταλίχων ὀλέσαντες Αἰσχύλ. Ἀγ. 54· ἄγραν ὤλεσα ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ 148· τὰς ἀνάνδρου κοίτας ὀλέσασα λέκτρον Εὐρ. Μήδ. 347. Β. Μέσ., ὡς τὰ Λατ. pereo, Ι. ἀπόλλυμαι, χάνομαι, «τελειώνω», καὶ ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀποθνήσκω, μάλιστα ἐπὶ βιαίου θανάτου, συχν. παρ’ Ὁμ.· ἀπ’ αἰῶνος νέος ὤλεο Ἰλ. Ω. 725· ὤλεθ’ ὑπ’ Αἰγίσθοιο δόλῳ Ὀδ. Γ. 235· δόλοις ὀλούμεθ’ Αἰσχύλ. Χο. 888· ἠέ τις ὤλετ’ ὀλέθρῳ Ὀδ. Δ. 489· ὡσαύτως μετὰ συστοίχ. αἰτ., κακὸν οἶτον, κακὸν μόρον ὀλέσθαι Ἰλ. Γ. 417, Φ. 133· θάνατον Ἀνθ. Π. 7. 745· - ὄλοιο, ὄλοισθε, «νὰ χαθῇς», «νὰ χαθῆτε», τύπος κατάρας συχνὸς παρὰ τοῖς Τραγ., π.χ. παρὰ Σοφ. ἐν Φιλ. 961, 1019, 1035, 1285· οὕτως, ὀλοίμην ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 645· ὄλοιτο αὐτόθι 1349, κτλ.· ὄλοιντο ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 383· - ὁ Ὅμ. ἔχει τὸ ἐνεργ. καὶ τὸ μέσ. ἐν ἐμφαντικῇ ἀντιθέσει, ὡς, ὀλλύντων καὶ ὀλλυμένων Ἰλ. Δ. 451, Θ. 65, Λ. 83. 2) καταστρέφομαι, ἀφανίζομαι, Ὅμ. καὶ Ἀττ. ποιητ.· ἴδε ἐν λ. οὐλόμενος. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, χάνομαι, μή τί μοι ἐκ μεγάρων κειμήλιον… ὄληται Ὀδ. Ο. 91· ὤλετό μοι νόστος Ἰλ. Ι. 413, πρβλ. Ὀδ. Α. 168· κλέος Ἰλ. 415. ΙΙΙ. ὁ πρκμ. ὄλωλα, παρ’ Ὁμ., ἔχω χαθῇ, ἔχω ἀπολεσθῇ εἶμαι χαμένος, ἐχάθην, ἀπέθανον, «ἐτελείωσα», κατεστράφην, ὄλωλε μάχῃ ἔνι Ἰλ. Ο. 111, κ. ἀλλ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 255, 1015, κτλ.· τῶν ὀλωλότων, τῶν νεκρῶν, τῶν τεθνεώτων, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 346, πρβλ. 672, 1367· - ἀλλὰ καὶ μετὰ σημασ. ἐνεστ., καταστρέφομαι, ἀφανίζομαι, εὑρίσκομαι ἐν καταστάσει καταστροφῆς, ἐσθίεται δέ μοι οἶκος, ὄλωλε δὲ πίονα ἔργα Ὀδ. Δ. 318, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκ. 918.
English (Slater)
ὄλλυμι destroy τρεῖς τε καὶ δέκ' ἄνδρας ὀλέσαις (sc. Οἰνόμαος) (O. 1.79) “οὐκέτι τλάσομαι ψυχᾷ γένος ἁμὸν ὀλέσσαι” (P. 3.41) μάντιν τ' ὄλεσσε κόραν (P. 11.33)
Greek Monotonic
ὄλλῡμι: και ὀλλύω (από √ΟΛ)· παρατ. ὤλλυν, γʹ πληθ. ὤλλυσαν, μέλ. ὀλέσω, Επικ. επίσης ὀλέσσω, Ιων. ὀλέω, Αττ. ὀλῶ, -εῖς, -εῖ· αόρ. αʹ ὤλεσα, Επικ. ὄλεσα, ὄλεσσα — Μέσ., ὄλλῠμαι, παρατ. ὠλλύμην, μέλ. ὀλοῦμαι, Επικ. ὀλέομαι, αόρ. βʹ ὠλόμην, Ιων. γʹ ενικ. ὀλέσκετο, μτχ. ὀλόμενος, ως επίθ., βλ. οὐλόμενος· παρακ. ὄλωλα, ὀλώλειν (βλ. κατωτ. Β. III).
Α. Ενεργ., Λατ. perdo·
I. καταστρέφω, επιφέρω το τέλος κάποιου, εξολοθρεύω, σκοτώνω, σε Όμηρ., Τραγ.· επίσης, λέγεται για την απαλλαγή από κάποιο κακό, ὤλεσεν νόσον, σε Αισχύλ.
II. χάνω, θυμόν, ψυχήν, μένος, ἦτορ ὀλέσας, χάνω τη ζωή μου, σε Όμηρ.· πόνον ὀλέσαντες, έχοντας καταβάλει χαμένο κόπο, σε Αισχύλ. Β. Μέσ., Λατ. pereo·
I. 1. αφανίζομαι, εξολοθρεύομαι, πεθαίνω, σε Όμηρ.· επίσης με σύστ. αιτ., κακὸν οἶτον, κακὸν μόρον ὀλέσθαι, βρίσκω δόλιο θάνατο, δολοφονούμαι, σε Ομήρ. Ιλ.· ὄλοιο, ὄλοισθε, που να χαθείς! που να χαθείτε! κατάρα, στους Τραγ.· ομοίως, ὀλοίμην, ὄλοιτο, ὄλοιντο, σε Σοφ.
2. καταστρέφομαι, αφανίζομαι, σε Όμηρ., Αττ.
II. λέγεται για πράγματα, χάνομαι, σε Όμηρ.
III. παρακ. ὄλωλα, με σημασία Μέσ., είμαι χαμένος, αφανισμένος, κατεστραμμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ. κ.λπ.· τῶν ὀλωλότων, των νεκρών, σε Αισχύλ.
Frisk Etymological English
-μαι
Grammatical information: v.
Meaning: to wreck, to destroy, to lose, midd. intr. to go to waste, to be ruined, to be lost (Il.).
Other forms: -ύω, -ύομαι (Archil.), ὀλέκω, -ομαι (Il.), aor. ὀλέσαι, ὀλέσθαι (Il.), pass. ὀλεσθῆναι (LXX), fut. ὀλέσ(σ)ω (ep.), ὀλέω (Ion.), ὀλῶ (Att.), ὀλέομαι, ὀλοῦμαι (Il.), perf. ὀλώλεκα (Att.), intr. ὄλωλα (Il.); as simplex only ep.;
Compounds: Very often w. prefix, esp. ἀπ- (in Att. prose monopol.), with ἐξαπ-, συναπ-, προσαπ- etc., also with δι-, ἐξ- a.o.
Derivatives: 1. ὄλεθρος m. destruction, ruin, loss, death (Il.) with ὀλέθρ-ιος baneful (Il.), -ιάω to be dying (Archig; after the verbs of disease in -ιάω, Schwyzer 732), (ἐξ-ὀλεθρ-εύω, assim. (ἐξ-)ὀλοθρ-εύω to destroy (LXX) with -ευσις, -ευμα, -εία (beside -ία; Scheller Oxytonierung 39), -ευτής; NGr. ξολοθρεύω. 2. ἀπόλε-σις f. loss (Hippod. ap. Stob.); as 1. member e.g. in ὀλεσ-ήνωρ destroying men (Thgn. [?], Nonn.; Sommer Nominalkomp. 183), ὠλεσί-καρπος losing fruit (κ 510 a.o.; ὠ- metr. condit.). 3. ὀλε-τήρ, -ῆρος m. destroyer, killer (Σ 114 a.o.; on the meaning Benveniste Noms d'agent 35 a. 43), -τειρα f. (Batr.; ἀνδρ-ολέτειρα Hes., A.), -της m. (Epigr. Gr.; ἀνδρ-ολέτης poet. inscr.), -τις f. (AP), παιδ-ολέτωρ, -ορος m. f. child killer (A. in lyr.); details in Fraenkel Nom. ag. 1, 127 n. 1. -- On the PN Όλετᾶς (Hali- carn. etc.; Carian?) Masson Beitr. z. Namenforsch. 10, 163f.
Origin: IE [Indo-European] [306] *h₃elh₁- destroy
Etymology: The disyll. full grade in ὄλε-θρος, ὀλέ-σαι a.o. has beside it a monosyll. zero grade in ὄλλυμι from *ὄλ-νυ-μι (from an older *h₃l̥-n-eh₁-mi > *ολνημι); thus e. g. στορέ-σαι : στόρ-νυ-μι. Orig. disyll. also in ὀλέ-σθαι (if athematic), to which with thematic transfomation ὀλόμην etc.? On ὀλέ-κ-ω cf. ἐρύ-κ-ω a.o., on the ptc. aor. ὀλόμενος Kretschmer Glotta 27, 236 f. (against Specht KZ 63, 219 f.). Details on the morphology in Schwyzer 363, 696, 702 a. 747, Chantraine Gramm. hom. 1, 302 f., 329 a. 391; on the vocalism also Sánchez Ruiperez Erner. 17, 107 f. -- From Greek here also ὀλοός pernicious, fatal; further isolated. On wrong hypotheses s. W.-Hofmann s. aboleō, dēleō and volnus; also WP. 1, 159 f. and Pok. 306 (w. lit.).
Middle Liddell
[from Root !ολ]
A. Act. = Lat. perdo,
I. to destroy, make an end of, Hom., Trag.:—also of doing away with evil, ὤλεσεν νόσον Aesch.
II. to lose, θυμόν, ψυχήν, μένος, ἦτορ ὀλέσαι to lose life, Hom.; πόνον ὀλέσαντες having lost their labour, Aesch.
B. Mid., = Lat. pereo,
I. to perish, come to an end, Hom.; also c. acc. cogn., κακὸν οἶτον, κακὸν μόρον ὀλέσθαι to die by an evil death, Il.:— ὄλοιο, ὄλοισθε may'st thou, may ye, perish! an imprecation, Trag.; so, ὀλοίμην, ὄλοιτο, ὄλοιντο, Soph.
2. to be ruined, undone, Hom., Attic
II. of things, to be lost, Hom.
III. perf. ὄλωλα, in sense of Mid., to have perished, to be undone, ruined, Il., Aesch., etc.; τῶν ὀλωλότων of the dead, Aesch.
Frisk Etymology German
ὄλλυμι: -μαι (seit Il.),
{óllumi}
Forms: -ύω, -ύομαι (seit Archil.), ὀλέκω, -ομαι (ep. lyr. seit Il., LXX), Aor. ὀλέσαι, ὀλέσθαι (seit Il.), Pass. ὀλεσθῆναι (LXX), Fut. ὀλέσ(σ)ω (ep.), ὀλέω (ion.), ὀλῶ (att.), ὀλέομαι, ὀλοῦμαι (seit Il.), Perf. ὀλώλεκα (att.), intr. ὄλωλα (seit Il.); als Simplex nur ep. poet. u. sp. Prosa;
Grammar: v.
Meaning: verderben, zerstören, verlieren, Med. intr. verderben, zugrunde gehen, verloren gehen.
Composita : sehr oft m. Präfix, bes. ἀπ- (in d. att. Prosa alleinherrschend), wozu ἐξαπ-, συναπ-, προσαπ- usw., auch mit δι-, ἐξ- u.a.
Derivative: Ableitungen. 1. ὄλεθρος m. Verderben, Untergang, Verlust, Tod (seit Il.) mit ὀλέθριος verderblich (vorw. ep. poet. seit Il.), -ιάω auf den Tod liegen (Archiv; nach den Krankheitsverba auf -ιάω, Schwyzer 732), (ἐξὀλεθρεύω, assim. (ἐξ-)ὀλοθρεύω zerstören (LXX u.a.) mit -ευσις, -ευμα, -εία (neben -ία; Scheller Oxytonierung 39), -ευτής; ngr. ξολοθρεύω. 2. ἀπόλεσις f. Verlust (Hippod. ap. Stob.); als Vorderglied z.B. in ὀλεσήνωρ Männer zugrunde richtend (Thgn. [?], Nonn.; Sommer Nominalkomp. 183), ὠλεσίκαρπος die Frucht verlierend (κ 510 u.a.; ὠ- metr. bedingt). 3. ὀλετήρ, -ῆρος m. Vernichter, Mörder (Σ 114 u.a.; zur Bed. Benveniste Noms d’agent 35 u. 43), -τειρα f. (Batr. u.a.; ἀνδρολέτειρα Hes., A.), -της m. (Epigr. Gr.; ἀνδρολέτης poet. Inschr.), -τις f. (AP), παιδολέτωρ, -ορος m. f. ‘Kindermörder(in)’ (A. in lyr. u.a.); Einzelheiten bei Fraenkel Nom. ag. 1, 127 A. 1. — Zum PN Ὀλετᾶς (Hali- karn. usw.; karisch?) Masson Beitr. z. Namenforsch. 10, 163f.
Etymology : Der zweisilbigen Hochstufe in ὄλεθρος, ὀλέσαι u.a. entspricht eine einsilbige Tiefstufe in ὄλλυμι aus *ὄλνυμι (zum Lautlichen Schwyzer 284); ebenso z. B. στορέσαι : στόρνυμι. Urspr. Zweisilbigkeit auch in ὀλέσθαι (falls athematisch), wozu mit thematischer Umdeutung ὀλόμην usw. ? Zu ὀλέκ-ω vgl. ἐρύκ-ω u.a., zum Ptz. Aor. ὀλόμενος Kretschmer Glotta 27, 236 f. (gegen Specht KZ 63, 219 f.). Einzelheiten zur Morphologie bei Schwyzer 363, 696, 702 u. 747, Chantraine Gramm. hom. 1, 302 f., 329 u. 391; zum Vokalismus noch Sánchez Ruiperez Erner. 17, 107 f. — Aus dem Griech. hierher noch ὀλοός verderblich, verhängnisvoll; sonst isoliert. Über verfehlte Hypothesen s. W.-Hofmann s. aboleō, dēleō und volnus; auch WP. 1, 159 f. und Pok. 306 (m. Lit.).
Page 2,378-379
English (Autenrieth)
part. ὀλλύς, -ύντα, pl. fem. ὀλλῦσαι, ipf. iter. ὀλέεσκε, fut. ὀλέσω, ὀλέσσεις, aor. ὤλεσα, ὄλεσε, inf. ὀλέ(ς)σαι, part. ὀλέ(ς)σᾶς, part. ὄλωλα, plup. ὀλώλει, mid. pres. part. ὀλλύμενοι, fut. ὀλεῖται, inf. ὀλέεσθαι, aor. 2 ὤλεο, ὄλοντο, inf. ὀλέσθαι (see οὐλόμενος): act., lose, destroy, mid., be lost, perish; perf. and plup. mid. in sense, Il. 24.729, Il. 10.187.
Mantoulidis Etymological
(=καταστρέφω· μέσ. χάνομαι). Ἀπό ρίζα ολ- + πρόσφυμα νυ + μι → ὄλνυμι καί μέ ἀφομοίωση τοῦ ν σέ λ → ὄλλυμι.
Παράγωγα: ὄλεθρος, ὀλέθριος, ὀλεθρίως, ἀνώλεθρος, πανώλεθρος, πανωλεθρία, ὀλετήρ (=καταστροφέας), ὀλέτειρα (θηλ.), ὀλοός (=φονικός, χαμένος), ἀπώλεια, ἐξώλης (=ἐντελῶς καταστραμμένος), ἐξώλεια, προώλης, πανώλης, πανώλεια (=πανούκλα).
Lexicon Thucydideum
perdere, to destroy, lose, 1.132.2 (in elogio in an inscription).
Translations
destroy
Akkadian: 𒄢; Aklanon: guba'; Albanian: shkatërroj; Arabic: دَمَّرَ; Egyptian Arabic: روح, خرب; Armenian: ոչնչացնել; Azerbaijani: məhv etmək, dağıtmaq; Belarusian: знішчаць, ні́шчыць, зні́шчыць, руйнаваць, зруйнаваць; Breton: freuzañ; Bulgarian: унищожавам, унищожа, разрушавам, разруша; Catalan: destruir; Cebuano: guba; Central Huishui Hmong: kom puas rau; Cherokee: ᎠᏲᏍᏙᏗ; Chinese Mandarin: 銷毀/销毁, 摧毀/摧毁, 破壞/破坏, 毀壞/毁坏; Choctaw: nasholichi; Czech: ničit, zničit; Danish: ødelægge; Dutch: vernietigen, vernielen, verwoesten, kapot maken, slopen; Esperanto: ekstermi, detrui; Estonian: hävitama; Evenki: эвми; Finnish: tuhota, hävittää; French: détruire; Middle French: gaster, destruire, mehaignier; Old French: gaster, destruire, mehaignier; Friulian: distruzi, distrugi; Galician: destruír; Georgian: განადგურება, მოსპობა, დაქცევა, დანგრევა; German: zerstören, vernichten, kaputtmachen; Gothic: 𐌵𐌹𐍃𐍄𐌾𐌰𐌽; Greek: καταστρέφω; Ancient Greek: ἀπόλλυμι, ὄλλυμι, ἀείρω, ἀϊστόω, πέρθω, πορθέω, ἀναιρέω, ἀναλίσκω, λύω, διαλύω, καταλύω, ὀλέκω, φθείρω, ἀποφθείρω, διαφθείρω, ἐκφθείρω, καταφθείρω, φθίνω, φθίω, καταχράομαι; Hawaiian: luku; Hebrew: הָרַס; Higaonon: naguba; Hindi: नष्ट करना, नाश करना, बर्बाद करना; Hungarian: megsemmisít, pusztít, elpusztít, tönkretesz, szétrombol; Icelandic: eyðileggja, rústa, skemma; Ido: destruktar; Irish: slad; Italian: distruggere, annichilare; Japanese: 破壊する, 壊す, 潰す, 破る; Khmer: កំទេច, បំផ្លាញ; Korean: 파괴하다, 말살하다, 부수다; Kumyk: дагъытмакъ; Kurdish Northern Kurdish: têkşikandin; Lao: ທໍາລາຍ; Latgalian: nycynuot, iznycynuot, propuļdeit; Latin: populor, deleo, aufero, aboleo, abolefacio; Latvian: iznīcināt; Lithuanian: sunaikinti; Livonian: nītsiņtõ; Macedonian: уништува, уништи; Malay: musnah; Manchu: ᡝᡶᡠᠯᡝᠮᠪᡳ; Maori: whakakorekore, hoepapa, whakamōtī, kōpenupenu, whakangawhi, whakangahi, kaiauru, whakahotu, hoepapa, urupatu, whakamōtī, whakapakaru; Mirandese: çtruir, çtroçar; Mongolian Cyrillic: суйтгэх, сүйтгэх; Nanai: хэпули-; Ngazidja Comorian: hwangamiza; Norman: dêtruithe; Norwegian Bokmål: ødelegge; Persian: از بین بردن; Phoenician: 𐤀𐤁𐤃; Polish: niszczyć, zniszczyć, rujnować, zrujnować; Portuguese: destruir, estraçalhar, arruinar, destroçar, detonar; Romanian: distruge, nimici; Russian: уничтожать, уничтожить, разрушать, разрушить; Sanskrit: नाशयति; Scots: cannoch; Scottish Gaelic: dì-làraich; Serbo-Croatian Cyrillic: уништавати, у̀ништити; Roman: uništávati, ùništiti; Slovak: ničiť, zničiť, znehodnotiť; Slovene: uničevati, uničiti; Sotho: a timetse; Spanish: destruir, romper, destrozar; Sumerian: 𒋗𒅆𒌨; Swahili: -haribu; Swedish: förstöra; Tagalog: sirain, wasakin; Tajik: нест кардан; Thai: ทำลาย; Tocharian B: näk-, kärst-; Turkish: yok etmek, mahvetmek; Ugaritic: 𐎕𐎎𐎚; Ukrainian: нищити, знищувати, знищити, руйнувати, зруйнувати, розвалюватити, розвалити; Urdu: برباد کرنا; Uzbek: yoʻq qilmoq, bitirmoq; Vietnamese: huỷ hoại, phá hoại, phá huỷ; Walloon: distrure; Welsh: dinistrio; Yiddish: חרובֿ מאַכן