σκαιός: Difference between revisions
Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitas → Genesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=!" to "mdlsjtxt=") |
||
Line 41: | Line 41: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=[[σκαιός]], ή, όν<br /><b class="num">I.</b> Lat. [[scaevus]], [[left]], on the [[left]] [[hand]] or [[side]], σκαιῇ (sc. χειρί) with the [[left]] [[hand]], Il.; χειρὶ σκαιῇ Hes.<br /><b class="num">II.</b> [[western]], [[westward]], for the Greek [[auspex]] turned his [[face]] [[northward]], and so had the [[west]] on his [[left]]; [[hence]], Σκαιαὶ πύλαι the [[west]] [[gate]] of [[Troy]], Il.; σκαιὸν [[ῥίον]] the [[western]] [[headland]], Od.<br /><b class="num">2.</b> [[unlucky]], ill-omened, [[mischievous]] ([[because]] birds of ill [[omen]] appeared on the [[left]] or in the [[west]], birds of [[good]] [[omen]] on the [[right]] or in the East), Hdt., Soph.<br /><b class="num">III.</b> metaph. of persons, like French [[gauche]], lefthanded, [[awkward]], [[clumsy]], Hdt., Eur., etc. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:25, 20 January 2019
English (LSJ)
ά, όν,
A left, on the left hand, poet. for ἀριστερός (used by Prose writers in metaph. sense, and once by Pl. in literal sense, Phdr.266a; also in Dor. Prose, ἐν σκαιάν,= ἐς ἀριστεράν, SIG636.22 (Delph., ii B.C.; σκαγαν lapis)); τὸ σ. ὄμμα παραβαλών A.Fr.308 (cf. Ath.7.303c); in Hom. always in dat. σκαιῇ (sc. χειρί), with the left hand, Il.1.501, al.; χειρὶ σ. Hes.Th.179:—hence, II western, westward (for the Greek diviner always turned his face northward, and so had the West on his left): hence Σκαιαὶ πύλαι the West-gate of Troy, Il.3.145, al., cf. Hsch. (otherwise expld. by Sch. ad loc.); σ. ῥίον either, on the left, or west headland, Od.3.295; σ. λιμήν Orac. ap.D.S.8.21; πόρος D.P.161,481,541. 2 unlucky, ill-omened, mischievous (cf. δεξιός 11), ἡ φιλοτιμίη κτῆμα σ. Hdt.3.53; σεσιγαμένον οὐ σκαιότερον χρῆμ' ἕκαστον a thing is none the worse for remaining unsaid, Pi.O.9.104; σ. ἐκλύσων στόμα about to speak mischief, S.Aj. 1225. III metaph. of persons, lefthanded, awkward, clumsy, stupid, -ότατος καὶ ἀδικώτατος Hdt.1.129; σ. ἰητροί Hp.Art.42; σκαιοῖσι πολλοῖς εἷς σοφὸς διόλλυται S.Fr.921, cf.771; ὅπου δ' Ἀπόλλων σ. ᾖ, τίνες σοφοί; E.El.972, cf. Heracl.258, HF283; ὦ σκαιὲ κἀπαίδευτε Ar.V.1183, cf. 1266; ἐπιλης μότατον καὶ -ότατον γερόντιον Id.Nu.790; οὕτω σ. ὥστε μαθεῖν οὐ δύνασθαι Lys.10.15, cf. Pl.Euthd.295d; σ. καὶ βάρβαρος τὸν τρόπον D.26.17; σ. καὶ ἀναίσθητος Id.18.120; σ. ἢ ἀνήκοος Id.19.312. Adv., σκαιῶς λέγειν Ar.Ec.644, cf. Pl.60: Comp., Phld.Acad.Ind.p.7 M. 2 of words, thoughts, or actions, -ότατον ἔπος Ar.Av.174, cf. Arist.Rh.Al.1430b7; σ. καινουργία OGI569.18 (Arycanda, iv A.D.).—In these senses σκαιός is opp. to δεξιός (q.v.). IV aslant, crooked, of serpents, Nic.Th.266; cf. σκοιός. (Prob. σκαιϝός, cf. Lat. scaevus.)
German (Pape)
[Seite 887] lat. scaevus, links, auf der linken Seite; ἡ σκαιά, sc. χείρ, die Linke, die linke Hand, bei Hom. immer σκαιῇ, mit der Linken, Il. 1, 501 u. sonst, wie vollständig Hes. Th. 179 χειρὶ σκαιῇ; auch in Prosa, σκαιά, im Ggstz von δεξιά, Plat. Phaedr. 266 a. – Weil aber der griechische Vogelschauer sein Gesicht gegen Mitternacht kehrte, ist zu seiner linken Hand Sonnenuntergang, Westen, daher σκαιός = westlich, abendlich, wie man Σκαιαὶ πύλαι in der Il. das Abend- od. Westthor erklärt, u. Od. 3, 295 σκαιὸν ῥίον wahrscheinlich das westliche Vorgebirge ist. Von links her fliegende Vögel bedeuten Unglück; dah. σκαιός = Unglück verkündend, ungünstig, widrig, Nachtheil bringend; φιλοτιμίη κτῆμα σκαιόν, Her. 3, 53; οὐ σκαιότερον χρῆμ' ἕκαστον, Pind. Ol. 9, 104; σκαιὸν ἐκλύσων στό μα, Soph. Ai. 1204, wo der Schol. λόγους κακούς erkl. – Gew. linkisch, ungeschickt, unbeholfen, plump, vom Betragen, auch vom Wissen, ungebildet, dumm; ὅπου Ἀπόλλων σκαιὸς ᾖ, τίνες σοφοί; Eur. El. 972, vgl. Med. 298; πόλλ' ἀγρώσταις σκαιὰ πρόσκειται φρενί, Rhes. 266; σκαιὸς καὶ ἀπαίδευτος, Ar. Vesp. 1183; Ggstz von δεξιός, Plut. 1023 u. öfter; σκαιότατον ἔπος, Av. 174; auch im adv., σκαιῶς λέγειν τι, Eccl. 644; in Prosa: σκαιότατος καὶ ἀδικώτατος, Her. 1, 129; μή με σκαιὸν ἡγησάμενος φοιτητὴν μὴ προσδέχοιτο, Plat. Euthyd. 295 d; οὕτω σκαιὸς ὥστε μαθεῖν οὐ δύνασθαι, Lys. 10, 15; σκαιὸς οὕτω καὶ ἀναίσθητος εἶ, Dem. 18, 120, vgl. 24, 183; οὑτω σκαιός ἐστι καὶ βάρβαρος τὸν τρόπον, 26, 17; τίς ἂν στρατηγὸς ἀλογιστότερος καὶ σκαιότερος ἡγεμών, Pol. 3, 48, 1; oft bei Luc. u. Plut.; vgl. Jac. Ach. Tat. p. 998. – Zuweilen auch = schief, krumm gebogen. im Ggstz von ὀρθός, wie es Nic. Ther. 266, vom Gange der Schlangen gebraucht, durch πλάγιος erklärt wird.
Greek (Liddell-Scott)
σκαιός: -ά, -όν, (ἴδε ἐν τέλει), ἀριστερός, ὁ κατὰ τὴν ἀριστερὰν χεῖρα ἢ τὸ ἀριστερὸν μέρος, λέξις ποιητικὴ ἀντὶ τοῦ κοινοῦ ἀριστερός (ἀλλ’ εἶναι ἐν χρήσει παρὰ πεζογράφοις μεταφορικῶς, καὶ ἅπαξ παρὰ τῷ Πλάτωνι κυριολεκτικῶς, Φαῖδρ. 266Α)· τὸ σκ. ὄμμα παραβαλὼν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 297 (ἴδε Ἀθήν. 303Α)· - ὁ Ὅμηρ. ἀείποτε σκαιῇ (ἐξυπακ. χειρί), μὲ τὴν ἀριστερὰν χεῖρα, Ἰλ. Α. 501. κτλ.· χειρὶ σκαιῇ Ἡσ. Θ. 179· - ἐντεῦθεν, ΙΙ. δυσμικός, ὁ πρὸς δυσμάς, ἐπειδὴ ὁ Ἕλλην οἰωνοσκόπος ἔβλεπε πάντοτε πρὸς βορρᾶν, ὥστε εἶχε τὴν ἀριστερὰν χεῖρα πρὸς δυσμάς· ἐντεῦθεν, Σκαιαὶ πύλαι, ἡ πρὸς δυσμὰς πύλη τῆς Τροίας, Ἰλ. Γ. 149, κτλ.· οὕτως ἐν Ὀδ. Γ. 295. σκαιὸν ῥ…ον, σημαίνει πιθανῶς τὸ πρὸς ἀριστερὰν ἀκρωτήριον· οὕτω καὶ σκ. λιμὴν. Χρησμ. παρὰ Διοδ. ἐν Ἐκλογ. Βατ. σ. 11· πόρος Διον. ΙΙ. 161, 481. 541. 2) ἀτυχής, ἀπαίσιος, δυσοίωνος, ἐπιβλαβής, ἐπειδὴ πτηνὰ προμηνύοντα τὸ κακὸν ἀείποτε ἐφαίνοντο πρὸς τὰ ἀριστερὰ ἢ πρὸς δυσμάς, τὰ δὲ προμηνύοντα τὸ καλὸν πρὸς τὰ δεξιὰ ἢ πρὸς ἀνατολὰς (πρβλ. δεξιὸς ΙΙ, Nitzsch εἰς Ὀδ. Β. 154), φιλοτιμίη κτῆμα σκαιὸν Ἡρόδ. 3. 53· σεσιγαμένον οὐ σκαιότερον χρ…μ’ ἕκαστον, πᾶν πρᾶγμα δὲν γίνεται χειρότερον μὴ λεγόμενον, Πινδ. Ο. 9. 157· σκαιὸν ἐκλύσων στόμα, μέλλων νὰ ὁμιλήσῃ, βλαβερά, Σοφ. Αἴ. 1225. ΙΙΙ. μεταφορ. ἐπὶ προσώπων, ὡς τὸ Γαλλ. gauche, ὁ μεταχειριζόμενος τὴν ἀριστερὰν χεῖρα, δυσκίνητος, ἄχαρις, ἀνεπιτήδειος, σκαιότατος καὶ ἀδικώτατος Ἡρόδ. 1. 129· σκ. ἰατροὶ Ἱππ. π. Ἀγμ. 808· σκαιοῖσι πολλοῖς εἷς σοφὸς διόλλυται Σοφ. Ἀποσπ. 660, πρβλ. 707· ὅπου δ’ Ἀπόλλων σκαιὸς ᾖ, τίνες σοφοί ; Εὐρ. Ἠλ. 972, πρβλ. Ἡρακλ. 258, Ἡρακλ. Μαιν. 283· ὦ σκαιὲ κἀπαίδευτε Ἀριστοφ. Σφ. 1183, πρβλ. 1266· ἐπιλησμότατον καὶ σκαιότατον γερόντιον ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 290· οὕτως σκ. ὥστε μαθεῖν οὐ δύνασθαι Λυσ. 117. 27, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύδ. 295D· σκ. καὶ βάρβαρος Δημ. 805. 19· σκ. καὶ ἀναίσθητος ὁ αὐτ. 267. 12· σκ. καὶ ἀνήκοος ὁ αὐτ. 441. 15· - οὕτως ἐπίρρ., σκαιῶς λέγειν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 644, πρβλ. Πλ. 60. 2) ἐπὶ λέξεων ἢ διανοημάτων, σκαιότατον ἔπος ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 174, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 12, 2. - Ἐν τοῖς χωρίοις τούτοις τὸ σκαιός εἶναι ἀντίθετον τῷ δεξιός, ὃ ἴδε. IV. ὡς τὸ πλάγιος, λοξός, σκολιός, «στραβός», Λατ. obliquus, ἐπὶ ὄφεων, Νικ. Θηρ. 266· περὶ δὲ τοῦ ἐν 660, ἴδε σκοιός. (Ἐκ τῆς √ΣΚΑϜ ἢ ΣΚΑΙϜ· πρβλ. τὸ Σανσκρ. sav-yas (left)· Λατ. scaev-us, Scaev-ola· Ἀρχ. Σκανδ. skeif-r (skew)· Ἀρχ. Γερμ. scheib (schief)· ἴσως ὡσαύτως συγγενὲς τῷ σκαῦρος, Scau-rus). - Καθ’ Ἡσύχ.: «σκαιός· δύσκολος. πονηρός. κακός. μωρός, ἀπαίδευτος, ἀμαθής. ἀπάνθρωπος, ἄδικος, τραχύς, σκληρός, ἐπαχθής, ταραχώδης, ἀριστερός», ἴδε καὶ «σκαιῇ» αὐτόθι.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
situé à gauche, gauche ; χειρὶ σκαιῇ ou simpl. • σκαιῇ à main gauche, à gauche, ou de la main gauche ; particul. situé à l’occident, occidental ; Σκαιαὶ πύλαι IL ou sans πύλαι IL les Portes Scées dans la partie occidentale de Troie ; fig. :
1 de mauvais présage (les oiseaux qui se montraient à gauche étant réputés de mauvais présage) ; funeste, nuisible;
2 qui incline à gauche, càd partial;
3 gauche, maladroit ; ignorant, grossier;
Sp. σκαιότατος.
Étymologie: p. *σκάϜιος, cf. lat. scaevus.
English (Autenrieth)
(cf. scaevus): left (hand), Il. 1.501; western, Od. 3.295.
English (Slater)
σκαιός
1 ill omened ἄνευ δὲ θεοῦ σεσιγαμένον οὐ σκαιότερον χρῆμ' ἕκαστον (O. 9.104)
Greek Monolingual
-ά, -ό / σκαιός, -ά, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ή, Ν
μτφ. (για πρόσ.) βάναυσος, τραχύς, σκληρός, απότομος (α. «ο σκαιός χαρακτήρας του τον αποξενώνει από όλους» β. «σκαιός.... καὶ ἀναίσθητος», Δημοσθ.)
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται προς τα αριστερά, αριστερός
2. αριστερόχειρας
3. (κατ' επέκτ.) αδέξιος, ανεπιτήδειος, αγροίκος, αμαθής, απαίδευτος
4. δυτικός, εσπέριος, επειδή οι Έλληνες οιωνοσκόποι έστρεφαν το πρόσωπό τους προς τον βορρά κρατώντας το αριστερό τους χέρι προς τη Δύση (α. «Σκαιαὶ πύλαι» — η δυτική πύλη της Τροίας, Ομ. Ιλ.
β. «σκαιὸν ῥίον», Ομ. Οδ.)
5. αυτός που προμηνύει συμφορά, ατυχία ή δυστυχία, επειδή τα πουλιά που προμήνυαν συμφορά θεωρούνταν πάντα ότι πετούσαν προς τα αριστερά, δηλ. προς τη Δύση, δυσοίωνος
6. μτφ. (για λέξεις, διανοήματα ή ενέργειες) ανόητος, αυτός που στερείται ουσιαστικού περιεχομένου («ὦ σκαιότατον εἰρηκὼς ἔπος», Αριστοφ.)
7. (για φίδια και, γενικά, για ερπετά) κυρτός, πλάγιος.
επίρρ...
σκαιώς / σκαιώς ΝΜΑ και σκαιά Ν
με βάναυσο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή λ., άγνωστης ετυμολ., η οποία χρησιμοποιήθηκε αρχικά με σημ. «αυτός που βρίσκεται αριστερά, αριστερός». Στη συνέχεια, όμως, σύμφωνα με την αντίληψη που συνέδεε την αριστερή πλευρά με το κακό, το δυσοίωνο, έλαβε τη σημ. «δυσοίωνος, αδέξιος, αγροίκος, βάναυσος, ανόητος» και αντικαταστάθηκε, τέλος, από τα επίθ. ἀριστερός και εὐώνυμος. Η λ. αντιστοιχεί με το λατ. scaevus «αριστερός», το οποίο κατ' επίδραση του ελλ. τ. έλαβε και αυτό τη σημ. «δυσοίωνος»].
Greek Monotonic
σκαιός: -ά, -όν, Λατ. scaevus,
I. αριστερός, ζερβός, αυτός που βρίσκεται στο αριστερό χέρι ή την αριστερή πλευρά· σκαιῇ (ενν. χειρί), με το αριστερό χέρι, σε Ομήρ. Ιλ.· χειρὶ σκαιῇ, σε Ησίοδ.
II. 1. δυτικός, ο προς τη δύση, καθώς ο Έλληνας οιωνοσκόπος έστρεφε το πρόσωπό του προς τον βορρά, έχοντας έτσι τη Δύση στ' αριστερά του· απ' όπου, Σκαιαὶ πύλαι, η δυτική πύλη της Τροίας, σε Ομήρ. Ιλ.· σκαιὸν ῥίον, το δυτικό ακρωτήριο, σε Ομήρ. Οδ.
2. ατυχής, ανάποδος, δυσοίωνος, απαίσιος, επιβλαβής, αδέξιος, κακός (επειδή τα πουλιά που προμήνυαν συμφορά εμφανίζονταν προς τα αριστερά ή προς τη Δύση· ενώ τα πουλιά που έφερναν ευνοϊκά προμηνύματα προς τα δεξιά ή προς την Ανατολή), σε Ηρόδ., Σοφ.
III. μεταφ., παρεμφερές με το Γαλλ. gauche, αριστερόχειρας, αδέξιος, άχαρος, άτσαλος, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
σκαιός:
1) левый (χείρ Hes.; ὄμμα Aesch.);
2) западный (πύλαι, ῥίον Hom.) (так как птицегадания совершались с лицом, обращенным на север);
3) зловещий (στόμα Soph.);
4) неблагоприятный, злосчастный (κτῆμα Her.; χρῆμα Pind.);
5) невежественный, бестолковый или глупый Her., Soph., Eur., Arph., Lys., Plat., Dem., Polyb. - см. тж. σκαιά.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκαιός -ά -όν links, linker-:; σκαιῇ met de linkerhand Il. 1.501; westelijk:. Σκαιαὶ πύλαι de Skaiïsche poort (= westelijke poort van Troje ) Il. 3.145. sinister, onheilbrengend:. ἡ φιλοτιμίη κτῆμα σκαιόν eerzucht is een onheilbrengend bezit Hdt. 3.53.4. van pers. onhandig, dom:; σκαιότατον γερόντιον een heel dom oud baasje Aristoph. Nub. 790; van woorden; σκαιότατον... ἔπος een uiterst stupide opmerking Aristoph. Av. 174; adv. σκαιῶς op een domme manier.
Frisk Etymological English
1.
Grammatical information: adj.
Meaning: left, western (rarely [esp. ep. poet.] Il.), unfavourable, lefthanded, inapt (IA.; Chantraine Μνήμης χάριν 1, 61 f.).
Derivatives: σκαι-ουργέω to do wrong (Ar.), σκαιό-της f. improper behaviour, inapt (IA.), -σύνα f. id. (S. in lyr.; Wyss -σύνη 40).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [not in Pok], XX [unknown]
Etymology: Old word, identical with Lat. scaevus link, σκαιότης = scaevitās (independently of each other built; diff. Porzig Satzinhalte 268). As the rhyming word λαιός (s. v. w. lit.) also σκαιός was replaced by the innovations ἀριστερός and εὑώνυμος (s. vv. w. lit.) . Combinations to be rejected in W.-Hofmann s. scaevus (w. lit.); older lit. also in Bq.
2. Meaning: shady
See also: s. σκιά.
Middle Liddell
σκαιός, ή, όν
I. Lat. scaevus, left, on the left hand or side, σκαιῇ (sc. χειρί) with the left hand, Il.; χειρὶ σκαιῇ Hes.
II. western, westward, for the Greek auspex turned his face northward, and so had the west on his left; hence, Σκαιαὶ πύλαι the west gate of Troy, Il.; σκαιὸν ῥίον the western headland, Od.
2. unlucky, ill-omened, mischievous (because birds of ill omen appeared on the left or in the west, birds of good omen on the right or in the East), Hdt., Soph.
III. metaph. of persons, like French gauche, lefthanded, awkward, clumsy, Hdt., Eur., etc.