αἰτία: Difference between revisions
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
(2) |
(1) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἰτία:''' ἡ ([[αἰτέω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ψόγος]], [[μομφή]], [[κατηγορία]], Λατ. [[crimen]]· [[επομένως]], [[ενοχή]] ή [[σφάλμα]] που περιέχεται σε [[μία]] τέτοια [[κατηγορία]], σε Πίνδ., Ηρόδ.· — Φράσεις: <i>αἰτίαν ἔχειν</i>, κατηγορούμαι· <i>τινός</i>, για [[κάτι]], στον ίδ. κ.λπ.· αντιστρόφως, <i>αἰτίαἔχει με</i>, στον ίδ.· ἐν αἰτίᾳ [[εἶναι]] ή <i>[[γίγνεσθαι]]</i>, σε Ξεν. κ.λπ.· <i>αἰτίαν ὑπέχειν</i>, βρίσκομαι υπό [[κατηγορία]], κατηγορούμαι, σε Πλάτ.· <i>αἰτίαν φέρεσθαι</i>, σε Θουκ.· <i>αἰτίαις ἐνέχεσθαι</i>, σε Πλάτ.· αντίθ. προς τα [[παραπάνω]] είναι τα <i>ἐν αἰτίᾳ ἔχειν</i> ή <i>δι' αἰτίας</i>, [[θεωρώ]] κάποιον ένοχο, [[κατηγορώ]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· <i>ἐν αἰτίᾳ βάλλειν</i>, σε Σοφ.· <i>αἰτίαν νέμειν τινί</i>, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με θετική [[σημασία]], <i>εἰ εὖ πράξαιμεν</i>, [[αἰτία]] θεοῦ, (η [[ευδαιμονία]] μας) οφείλεται σε αυτόν, η [[δόξα]] είναι δική του, σε Αισχύλ.· <i>οἱ ἔχουσι ταύτην τὴν αἰτίαν</i>, αυτοί που έχουν την [[υπόληψη]] ότι..., που φημίζονται για..., σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> [[επίπληξη]], [[νουθεσία]], [[παραίνεση]]· μὴ ἐπ' ἔχθρᾳ τὸ [[πλέον]] ἢ αἰτίᾳ, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> αναγκαστικό ή τελικό [[αίτιο]], [[αιτία]], Λατ. [[causa]], σε Πλάτ. κ.λπ.· η δοτ. <i>αἰτίᾳ</i> ως επίρρ., όπως το Λατ. [[causa]], εξαιτίας, [[χάρη]] σε, [[ένεκα]]· <i>κοινοῦ ἀγαθοῦ</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> [[περίσταση]], [[ευκαιρία]]· <i>αἰτίαν παρέχειν</i>, σε Λουκ.<br /><b class="num">IV.</b> (στη Λογική), η κύρια [[κατηγορία]] στην οποία υπάγεται ένα [[πράγμα]], σε Δημ. | |lsmtext='''αἰτία:''' ἡ ([[αἰτέω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ψόγος]], [[μομφή]], [[κατηγορία]], Λατ. [[crimen]]· [[επομένως]], [[ενοχή]] ή [[σφάλμα]] που περιέχεται σε [[μία]] τέτοια [[κατηγορία]], σε Πίνδ., Ηρόδ.· — Φράσεις: <i>αἰτίαν ἔχειν</i>, κατηγορούμαι· <i>τινός</i>, για [[κάτι]], στον ίδ. κ.λπ.· αντιστρόφως, <i>αἰτίαἔχει με</i>, στον ίδ.· ἐν αἰτίᾳ [[εἶναι]] ή <i>[[γίγνεσθαι]]</i>, σε Ξεν. κ.λπ.· <i>αἰτίαν ὑπέχειν</i>, βρίσκομαι υπό [[κατηγορία]], κατηγορούμαι, σε Πλάτ.· <i>αἰτίαν φέρεσθαι</i>, σε Θουκ.· <i>αἰτίαις ἐνέχεσθαι</i>, σε Πλάτ.· αντίθ. προς τα [[παραπάνω]] είναι τα <i>ἐν αἰτίᾳ ἔχειν</i> ή <i>δι' αἰτίας</i>, [[θεωρώ]] κάποιον ένοχο, [[κατηγορώ]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· <i>ἐν αἰτίᾳ βάλλειν</i>, σε Σοφ.· <i>αἰτίαν νέμειν τινί</i>, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με θετική [[σημασία]], <i>εἰ εὖ πράξαιμεν</i>, [[αἰτία]] θεοῦ, (η [[ευδαιμονία]] μας) οφείλεται σε αυτόν, η [[δόξα]] είναι δική του, σε Αισχύλ.· <i>οἱ ἔχουσι ταύτην τὴν αἰτίαν</i>, αυτοί που έχουν την [[υπόληψη]] ότι..., που φημίζονται για..., σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> [[επίπληξη]], [[νουθεσία]], [[παραίνεση]]· μὴ ἐπ' ἔχθρᾳ τὸ [[πλέον]] ἢ αἰτίᾳ, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> αναγκαστικό ή τελικό [[αίτιο]], [[αιτία]], Λατ. [[causa]], σε Πλάτ. κ.λπ.· η δοτ. <i>αἰτίᾳ</i> ως επίρρ., όπως το Λατ. [[causa]], εξαιτίας, [[χάρη]] σε, [[ένεκα]]· <i>κοινοῦ ἀγαθοῦ</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> [[περίσταση]], [[ευκαιρία]]· <i>αἰτίαν παρέχειν</i>, σε Λουκ.<br /><b class="num">IV.</b> (στη Λογική), η κύρια [[κατηγορία]] στην οποία υπάγεται ένα [[πράγμα]], σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἰτία:''' ион. [[αἰτίη]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> причина: δι᾽ ἣν αἰτίην; Her. по какой причине?; [[τοιαύτη]] ἢ ὅτι ἐγγύτατα τούτων αἰτιᾳ Thuc. по этой или почти по этой причине; κοινοῦ ἀγαθοῦ αἰτίᾳ Thuc. ради общего блага; τίν᾽ αἰτίαν ἔχων; Eur. побуждаемый какой причиной …?, по какой причине …?; αἱ ἐξ ἀρχῆς αἰτίαι Arst. первоначальные причины;<br /><b class="num">2)</b> основание, повод: αἰτίαν τινὸς ἐμβάλλειν Pind. или παρέχειν Luc. давать повод к чему-л.; ἡ αἰ. τίς ἀνθ᾽ [[ὅτου]]; Eur. на каком основании?; αἰτίαν ἔχειν διαφέρειν περί τινος Plat. иметь основание выделяться, т. е. заслуженно считаться знатоком в чем-л.;<br /><b class="num">3)</b> обвинение: ἐν αἰτίᾳ εἶναι или γίγνεσθαί τινος Xen. и αἰτίαν ἔχειν τινός Her., Aesch., Eur. быть обвиняемым в чем-л.; αἰτίαν ἔχειν [[ὑπό]] и πρός τινος Aesch., Soph., Thuc., Plat. быть обвиняемым кем-л.; τῆς αἰτίας τινὰ ἀπολύειν Aeschin. или ἀφιέναι Lys. снять с кого-л. обвинение; αἰ. [[ἔχει]] τινά Her. обвинение падает на кого-л. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A responsibility, mostly in bad sense, guilt, blame, or the imputation thereof, i.e. accusation, first in Pi.O.1.35 and Hdt., v. infr. (Hom. uses αἴτιος):—Phrases: αἰτίαν ἔχειν bear responsibility for, τινός A.Eu.579, S.Ant.1312; but usu. to be accused, τινός of a crime, φόνου Hdt.5.70: c. inf., Ar.V.506; foll. by ὡς . ., Pl.Ap.38c; by ὡς c. part., Id.Phdr.249d; ὑπό τινος by some one, A.Eu.99, Pl. R.565b: reversely, αἰτία ἔχει τινά Hdt.5.70,71; αἰ. φεύγειν τινός S.Ph.1404; ἐν αἰτίᾳ εἶναι or γίγνεσθαι, Hp.Art.67, X.Mem.2.8.6; αἰτίαν ὑπέχειν lie under a charge, Pl.Ap.33b, X.Cyr.6.3.16; ὑπομεῖναι Aeschin.3.139; φέρεσθαι Th.2.60; λαβεῖν ἀπό τινος ib.18; αἰτίαις ἐνέχεσθαι Pl.Cri.52a; αἰτίαις περιπίπτειν Lys.7.1; εἰς αἰτίαν ἐμπίπτειν Pl.Tht.150a; αἰτίας τυγχάνειν D.Ep.2.2; ἐκτὸς αἰτίας κυρεῖν A. Pr.332; ἐν αἰτίῃ ἔχειν hold one guilty, Hdt.5.106; δι' αἰτίας ἔχειν Th. 2.60, etc.; ἐν αἰτίᾳ βάλλειν S.OT656; τὴν αἰτίαν ἐπιφέρειν τινί impute the fault to one, Hdt.1.26; αἰτίαν νέμειν τινί S.Aj.28; ἐπάγειν D.18.283; προσβάλλειν τινί Antipho 3.2.4; ἀνατιθέναι, προστιθέναι, Hp.VM21, Ar.Pax640, etc.; ἀπολύειν τινὰ τῆς αἰτίης to acquit of guilt, Hdt.9.88, etc. 2 in forensic oratory, invective without proof (opp. ἔλεγχος), D.22.23, cf. 18.15. 3 in good sense, εἰ . . εὖ πράξαιμεν, αἰτία θεοῦ the credit is his, A.Th.4; δι' ὅντινα αἰτίαν ἔχουσιν Ἀθηναῖοι βελτίους γεγονέναι are reputed to have become better, Pl.Grg.503b, cf. Alc.1.119a, Arist.Metaph.984b19; ὧν . . πέρι αἰτίαν ἔχεις διαφέρειν in which you are reputed to excel, Pl.Tht.169a; οἳ . . ἔχουσι ταύτην τὴν αἰ. who have this reputation, Id.R.435e, cf. And. 2.12; αἰτίαν λαμβάνειν Pl.Lg.624a. 4 expostulation, μὴ ἐπ' ἔχθρᾳ τὸ πλέον ἢ αἰτίᾳ Th.1.69. II cause, δι' ἣν αἰτίην ἐπολέμησαν Hdt.Prooem., cf. Democr.83, Pl.Ti.68e, Phd.97a sq., etc.; on the four causes of Arist. v. Ph.194b16, Metaph.983a26:—αἰ. τοῦ γενέσθαι or γεγονέναι Pl.Phd.97a; τοῦ μεγίστου ἀγαθοῦ τῇ πόλει αἰτία ἡ κοινωνία Id.R.464b:—dat. αἰτίᾳ for the sake of, κοινοῦ τινος ἀγαθοῦ Th.4.87, cf. D.H.8.29:—αἴτιον (cf. αἴτιος 11.2) is used like αἰτία in the sense of cause, not in that of accusation. III occasion, motive, αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε gave them a the me for song, Pi.N.7.11; αἰτίαν παρέχειν Luc.Tyr.13. IV head, category under which a thing comes, D.23.75. V case in dispute, ἡ αἰ. τοῦ ἀνθρώπου μετὰ τῆς γυναικός Ev.Matt.10.10.
Greek (Liddell-Scott)
αἰτία: ἡ, (αἰτέω) = κατηγορία, ψόγος, μομφή, Λατ. crimen, ἑπομ. τὸ σφάλμα, ἡ ἐνοχή, ἡ περιεχομένη ἐν τοιαύτῃ κατηγορίᾳ, πρῶτον παρὰ Πινδ. Ο. 1. 55, καὶ Ἡροδ. (ἀλλ’ ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται, αἴτιος, ἀναίτιος, καὶ αἰτιάομαι ἐπὶ τοιαύτης ἐννοίας): ― Φράσεις: αἰτίαν ἔχειν, Λατ. crimen habere, κατηγοροῦμαι, τινός, περί τινος πράγματος, Ἡρόδ. 5. 70, Αἰσχύλ. Εὐμ. 579· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρεμφ. Ἀριστοφ. Σφῆκ. 506., ἑπομένου τοῦ ὡς…, Πλάτ. Ἀπολ. 38C., μετὰ μετοχῆς, ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 249Ε· ὑπό τινος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 99, Πλάτ. Πολ. 565Β· ― ἀντιστρόφως, αἰτία ἔχει με, Ἡρόδ. 5. 70, 71· ὡσαύτως αἰτίαν ἔχειν τινός, ἐκ μέρους προσώπου τινός, Σοφ. Ἀντ. 1312· αἰτ. φεύγειν τινός, ὁ αὐτ. 1404· ἐν αἰτίᾳ εἶναι ἢ γίγνεσθαι, Ἱππ. Ἄρθρ. 830, Ξεν. Κύρ. 5. 3, 18· αἰτίαν ὑπέχειν, εὑρίσκομαι, διατελῶ ὑπὸ κατηγορίαν, Πλάτ. Ἀπολ. 33Β, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 16· ὑπομένειν, Αἰσχίν. 73. 24· φέρεσθαι, Θουκ. 2. 60· λαβεῖν ἀπό τινος, αὐτόθι 18· οὕτως: αἰτίαις ἐνέχεσθαι, Πλάτ. Κρίτων 52Α· αἰτίαις περιπίπτειν, Λυσ. 108. 21· εἰς αἰτίαν ἐμπίπτειν, Πλάτ. Θεαίτ. 150Α· αἰτίας τυγχάνειν, Δημ. 1467, 17· ἐκτὸς αἰτίας κυρεῖν, Αἰσχύλ. Πρ. 330: ― ἀντιτίθενται τούτοις, ἐν αἰτίᾳ ἔχειν, θεωρῶ τινα ἔνοχον, κατηγορῶ, Ἡρόδ. 5. 106· δι’ αἰτίας ἔχειν, Θουκ. 1. 35, κτλ.· ἐν αἰτίᾳ βάλλειν, Σοφ. Ο. Τ. 655· τὴν αἰτίαν ἐπιφέρειν τινί, ἀποδίδω τὸ σφάλμα εἴς τινα, Ἡρόδ. 1. 26· αἰτίαν νέμειν τινί, Σοφ. Αἴ. 28· ἐπάγειν, Δημ. 320. 9· προσβάλλειν τινί, Ἀντιφῶν 121. 32· ἀνατιθέναι, προστιθέναι, κτλ. Ἀττ. ἀπολύειν τινὰ τῆς αἰτίας, ἀθῳῶ, Ρήτορ. ― 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας: εἰ… εὖ πράξαιμεν, αἰτία θεοῦ, ὀφείλεται εἰς τὸν θεόν, «αὐτῷ ἡ δόξα», Αἰσχύλ. Θήβ. 4· δι’ ὅντινα αἰτίαν ἔχουσιν Ἀθηναῖοι βελτίους γεγονέναι, ἔχουσι τὴν ὑπόληψιν ὅτι, φημίζονται ὅτι ἔχουσι γείνῃ καλλίτεροι, Πλάτ. Γοργ. 503Β, πρβλ. Ἀλκ. Ι. 119Α· ὧν… πέρι αἰτίαν ἔχεις διαφέρειν, εἰς τὰ ὁποῖα ἔχεις τὴν φήμην ὅτι ὑπερέχεις, ὁ αὐτ. Θεαίτ. 169Α· οἵ… ἔχουσι ταύτην τὴν αἰτίαν, οἵτινες ἔχουσι τοῦτο τὸ χαρακτηριστικόν, ὁ αὐτ. Πολ. 435Ε, πρβλ. Νόμ. ἐν ἀρχ., Ἀριστ. Μεταφ. 1. 3. 17: ― πρβλ. αἰτιάομαι, κατηγορέομαι. 3) μέμψις, νουθέτημα, παραίνεσις, μὴ ἐπ’ ἔχθρᾳ τὸ πλέον ἢ αἰτίᾳ, Θουκ. 1. 69. ΙΙ. παρὰ Πλάτ. καὶ τοῖς φιλοσοφ. συγγραφεῦσιν, αἰτία, Λατ. causa, Τίμ. 68Ε. Φαίδων 92Α, κἑξ. κτλ., περὶ τῶν τεσσάρων τοῦ Ἀριστοτέλ. αἰτιῶν ἴδε Φυσ. 2. 3, Μεταφ. 1, 3: ― αἰτία τοῦ γενέσθαι ἢ γεγονέναι, Πλάτ. Φαίδ. 97Α· τοῦ μεγίστου ἀγαθοῦ τῇ πόλει αἰτία ἡ κοινωνία, ὁ αὐτ. Πολ. 464Β: ― δοτ. αἰτίᾳ, ὡς τὸ Λατ. causa, ἐξ αἰτίας, ἕνεκα, χάριν, κοινοῦ τινος ἀγαθοῦ, Θουκ. 4. 87, πρβλ. Δίωνα Κ. 8. 29. Τὰ πρῶτα ἴχνη ταύτης τῆς σημασίας εὕρηνται ἐν τῷ προοιμίῳ τοῦ Ἡροδότου, δι’ ἣν αἰτίην ἐπολέμησαν: ― αἴτιον (οὐδ. τοῦ αἴτιος), εἶναι ἐν χρήσει ἀκριβῶς ὅπως τὸ αἰτία, ὅταν σημαίνῃ ἁπλῶς αἰτίαν, καὶ οὐχὶ κατηγορίαν. ΙΙΙ. περίστασις, εὐκαιρία· αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε, ἔδωκεν εἰς αὐτὰς ὑπόθεσιν πρὸς ᾆσμα, Πινδ. Ν. 7. 16· αἰτίαν παρέχει, Λουκ. Τυραννόκ. 13. ΙV. τὸ κεφάλαιον κατηγορίας τινός, (λογ.) ὑφ’ ὃ πρᾶγμά τι ὑπάγεται, Δημ. 645. 11. (Ἡ λέξις δὲν δύναται νὰ μὴ ἔχῃ τὴν αὐτὴν ῥίζαν μετά τοῦ αἰτέω, ἂν καὶ ἡ σχέσις τῶν ἐννοιῶν εἶναι ἀσαφής).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. cause, motif : αἰτία ἀνθ’ ὅτου EUR la raison pourquoi, pour laquelle ; αἰτία θεοῦ ESCHL un dieu en est la cause;
II. imputation :
1 en mauv. part accusation, grief, blâme : αἰτίαν ἔχειν τινός être accusé de qch ; αἰτίη ἔχει με HDT je suis accusé de ; αἰτίαν ἔχειν ὑπό τινος ESCHL ou αἰτίαν ἔχειν πρός τινος SOPH être accusé par qqn ; αἰτίαν ἔχειν avec l’inf. AR, avec ὅτι ou ὡς et l’ind. PLAT être accusé de ; ἐν αἰτίᾳ εἶναί ou γίγνεσθαί τινος XÉN, αἰτίαν ὑπέχειν, ou φέρεσθαι, ou ἐνέχεσθαι être accusé de, tomber sous le coup d’une accusation, être impliqué dans une accusation ; αἰτίαν λαμβάνειν ἀπό τινος THC encourir une accusation, un reproche au sujet de qch ; ἐν αἰτίᾳ τιθέναι ou ἔχειν τινά, αἰτίαν νέμειν ou ἐπιφέρειν τινί, ἐν αἰτίᾳ βάλλειν τινά SOPH accuser qqn, le mettre en accusation, lui intenter une accusation ; ἀπολύειν τινὰ τῆς αἰτίας ESCHN ou ἀπολύσασθαι LYS, ἀφιέναι τινὰ τῆς αἰτίας LYS décharger qqn d’une accusation ; ἐκτὸς αἰτίας κυρεῖς ESCHL tu es à l’abri du reproche;
2 en b. part ce qu’on impute à qqn, l’opinion qu’on a de qqn : αἰτίαν ἔχουσι βελτίους γεγονέναι PLAT ils ont la réputation d’être devenus meilleurs.
Étymologie: αἴτιος.
English (Slater)
αἰτία
a blame μείων γὰρ αἰτία (O. 1.35)
b cause ; theme, subject εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε (N. 7.11)
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hdt.9.88
I lo que se dice de uno en cont. desfavorables
1 responsabilidad, culpa, tacha μείων γὰρ αἰτία Pi.O.1.35, αἰτίαν ἔχω ... τοῦ φόνου A.Eu.579, S.Ant.1312, E.El.213, Anaxarch.B 1, τὴν αἰτίαν ἐπιφέρειν τινί Hdt.1.26, ἐκείνῳ πᾶς τις αἰτίαν νέμει S.Ai.28, cf. Antipho 3.2.4, D.18.283, ἀνατιθέναι Hp.VM 21, προστιθέναι Ar.Pax 640, παῦσαι τῆς αἰτίας Gorg.B 11.2, ἀπολύειν τινὰ τῆς αἰτίης Hdt.9.88, ἡγεῖται μὲν τῆς αἰτίας ταύτης ὁ πρωτοστάτης τοῦ δεξιοῦ κέρως el responsable de esta falsa maniobra es el cabeza de fila del ala derecha Th.5.71.
2 acusación, inculpación esp. αἰτίαν ἔχειν ser acusado de c. gen. φόνου Hdt.5.70, c. part. αἰτίαν ἔχω ταῦτα δρᾶν ξυνωμότης ὢν καὶ φρονῶν τυραννικά Ar.V.506, αἰτίαν ἔχει ὡς μανικῶς διακείμενος Pl.Phdr.249d, cf. Ap.38c, ἔχω μεγίστην αἰτίαν κείνων ὕπο afronto la más grave acusación de aquéllos A.Eu.99, cf. Pl.R.565b, Th.2.18, τοιαύτας ἔχοντες προφάσεις καὶ αἰτίας teniendo esas excusas y acusaciones Th.3.13, αἰτίαν ὑπέχειν Pl.Ap.33b, X.Cyr.6.3.16, αἰτίαν φεύγειν τινός S.Ph.1404, τῶν φευγόντων ἐπὶ τῇ αἰτίῃ ταύτῃ IIasos 1.4 (IV a.C.), ἐν αἰτίῃ ἔσεσθαι Hp.Art.67, ἐν αἰτίᾳ εἶναι X.Mem.2.8.6, αἰτίαις ἐνέχεσθαι Pl.Cri.52a, ἐν αἰτίῃ ἔχειν Hdt.5.106, γίγνεσθαι αἰτίαις περιπίπτειν Lys.7.1, εἰς αἰτίαν ἐμπίπτειν Pl.Tht.150a, ἐν αἰτίᾳ βάλλειν S.OT 656, αἰτίας τυγχάνειν D.Ep.2.2, δι' αἰτίας ἔχειν Th.2.60, ἐκτὸς αἰτίας κυρεῖν A.Pr.330, ἀόριστον εἰπὼν αὐτὴν τὴν αἰτίαν enunciando la acusación de manera ambigua D.23.75, ψευδεῖς αἰτίας ἡμῖν [ἐ] πιφέρειν SB 15036.11 (II/III d.C.).
3 reconvención op. κατηγορία: καὶ μηδεὶς ὑμῶν ἐπ' ἔχθρᾳ τὸ πλέον ἢ αἰτίᾳ νομίσῃ τάδε λέγεσθαι· αἰτία μὲν γὰρ φίλων ἀνδρῶν ἐστιν ἁμαρτανόντων que ninguno de vosotros crea que el decir esto es por hostilidad, sino más bien una reconvención. Pues la reconvención (se hace) a los amigos que se equivocan (mientras que la κατηγορία ...) Th.1.69
•op. ἔλεγχος invectiva gratuita, acusación sin pruebas D.22.23, cf. 18.15.
4 tacha, tara Hsch.s.u. ἀναγωγή, αὕτη δὲ ἡ αἰτία καμάτῳ ἐπιγίνεται Hippiatr.52.12
•enfermedad ποίᾳ αἰτίᾳ οὗτος ἐτελεύτησεν; A.Pil.A 1.5.
II gener. en cont. favorables responsabilidad de algo bueno reputación, fama εἰ μὲν γὰρ εὖ πράξαιμεν αἰτία θεοῦ A.Th.4, αἰτίαν ἔχουσι Ἀθηναῖοι βελτίους γεγονέναι los atenienses tienen fama de haberse hecho mejores Pl.Grg.503b, cf. Arist.Metaph.984b19, αἰτίαν ἔχεις Pl.Tht.169a, cf. 435c, Lg.624a, And.2.12, καὶ τῶν ἀμεινόνων τήν τε αἰτίαν ἐς πάντας μᾶλλον ἢ ἐς αὐτὸν ἀνῆγε D.C.9.2, ὅτι ἔχει ἡ ψυχὴ τῆς αἰσθήσεως τὴν πλείστην αἰτίαν Epicur.Ep.[2] 63.11 (cf. III 1 d).
III en cont. neutr. y no personales
1 a)causa, razón, motivo αἰτίη ἁμαρτίης Democr.B 83, ἀδικίας Gorg.B 11a.36, τοῦ μεγίστου ἀγαθοῦ Pl.R.464b, προθήσομαι τὰς αἰτίας δι' ἅς ... Gorg.B 11.5, δι' ἣν αἰτίην ἐπολέμησαν Hdt.proem., τὰς αἰτίας προύγραψα Th.1.23, cf. 1.55 (pero v. Th.3.13, en I 2), 66, Pl.Ti.68e
•por causa de en dat. αἰτίᾳ κοινοῦ τινος ἀγαθοῦ Th.4.87, cf. D.H.8.29
•en gen. ἐτίας (sic) ... τούτων MAMA 3.50.10 (Cilicia II d.C.);
b) causa, razón, motivo, porqué εἰδέναι τὰς αἰτίας ἑκάστου Pl.Phd.95e, πάντα τὰ γιγνόμενα διά τινα αἰτίαν γίγνεσθαι Pl.Phlb.26e, πρὶν ἂν λάβωμεν τὸ διὰ τί περὶ ἕκαστον (τοῦτο δ' ἐστὶ τὸ λαβεῖν τὴν πρώτην αἰτίαν) Arist.Ph.194b20, cf. Plb.2.38.5;
c) entre los estoicos identificado con λόγος: αἰτία ἐστι λόγος αἰτίου la causa es la razón del causante Chrysipp.Stoic.2.118.5, cf. 2.287.30, 2.264.22, M.Ant.9.1.2;
d) en sentido cien. causa, razón, motivo, explicación ἐς βραχὺ ἄγοντες τὴν ἀρχὴν τῆς αἰτίης τοῖσιν ἀνθρώποισι τῶν νούσων τε καὶ τοῦ θανάτου Hp.VM 1, esp. entre los epicúreos καὶ τὴν ὑπὲρ κυριωτάτων αἰτίαν ἐξακριβῶσαι φυσιολογίας ἔργον εἶναι δεῖ νομίζειν conviene tener en cuenta que es tarea de la ciencia indagar exactamente la explicación de los (fenómenos) fundamentales Epicur.Ep.[2] 78.1, cf. [2] 79.5, αἰτίαι τρόπων καὶ δύσεων καὶ ἀνατολῶν καὶ ἐκλείψεων Epicur.Ep.[2] 79.8, considerado como un conjunto de causas para cada fenómeno τὸ δὲ μίαν αἰτίαν τούτων ἀποδιδόναι ... μανικόν Epicur.Ep.[3] 113.8, cf. 116.9, [4] 132.4, cf. Phld.Ir.18.40, 30.30, astrol. en PRyl.63.2.
2 en Arist.Metaph. causa identificada con las ἀρχαί o principios στοιχεῖα μὲν τρία, αἰτίαι δὲ καὶ ἀρχαὶ τέτταρες Arist.Metaph.1070b27, ἐπεὶ τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἀκροτάτας αἰτίας ζητοῦμεν Arist.Metaph.1003a27, ὧν μίαν μὲν αἰτίαν φαμὲν εἶναι τὴν οὐσίαν καὶ τὸ τί ἦν εἶναι (causa formal) ... ἑτέραν δὲ τὴν ὕλην καὶ τὸ ὑποκείμενον (causa material), τρίτην δὲ ὅθεν ἡ ἀρχὴ τῆς κινήσεως (causa eficiente), τετάρτην δὲ τὴν ἀντικειμένην αἰτίαν ταύτῃ, τὸ οὗ ἕνεκα καὶ ἀγαθόν (causa final), Arist.Metaph.983a2732.
3 causalidad, principio de causalidad ἕως ἄν τις αὐτὸς δήσῃ αἰτίας λογισμῷ hasta que uno las une con el razonamiento causal Pl.Men.98a, τοὺς δὲ τῷ λογισμῷ ἑλομένους (φθόγγους) κατὰ τὴν πλείστην αἰτίαν οὕτως ἑρμηνεῦσαι Epicur.Ep.[2] 76.7.
4 motivo, tema αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε Pi.N.7.11, αἰτίαν παρέχειν Luc.Tyr.13
•motivo legal, PStras.22.4 (III d.C.).
5 caso, relación (latinismo por causa) ἡ αἰ. τοῦ ἀνθρώπου μετὰ τῆς γυναικός (si) este (va a ser) el caso del hombre con la mujer (más vale no casarse) Eu.Matt.19.10.
• Etimología: v. αἰτέω, αἴνυμαι.
English (Abbott-Smith)
αἰτία, -ας, ἡ, [in LXX: Ge 4:13 (עָוֹן), Pr 28:17 (עָשַׁק), and freq. in Wi, II, III Mac;]
1.cause, reason, occasion, case: Mt 19:3, Lk 8:47, Ac 10:21 22:24 28:20, II Ti 1:6,12, Tit 1:13, He 2:11 ; εἰ οὕτως ἐστιν ἡ αἰ. (cf. Lat. si ita res se habet, and v. MM. VGT, s.v.), Mt 19:10.
2.In forensic sense,
(a)accusation: Ac 25:18,27;
(b)cause for punishment, crime: Mt 27:37, Mk 15:26, Jo 18:38 19:4,6, Ac 13:28 23:28 28:18. †SYN.: ἔλεγχος, a charge, whether moral or judicial, which has been proven, αἰ. is an accusation simply, false or true.
English (Strong)
from the same as αἰτέω; a cause (as if asked for), i.e. (logical) reason (motive, matter), (legal) crime (alleged or proved): accusation, case, cause, crime, fault, (wh-)ere(-fore).
English (Thayer)
(ας, ἡ;
1. cause, reason: κατά πᾶσαν αἰτίαν for every cause, δἰ ἥν αἰτίαν for which cause, wherefore, crime of which one is accused: αἰτία θανάτου (A. V. cause of death) crime deserving the punishment of death, charge of crime, accusation: εἰ οὕτως ἐστιν ἡ αἰτία τοῦ ἀνθρώπου μετά τήν γυναικός find a simple explanation in a Latinism (causa equivalent to res: si ita res se habet, etc.) if the case of the man with his wife is so.
Greek Monolingual
η (Α αἰτία)
1. ο βαθύτερος, ο ουσιαστικός λόγος για τον οποίο συμβαίνει κάτι, αναγκαία προϋπόθεση, αίτιο
2. κίνητρο, ελατήριο, αφορμή, ευκαιρία (και αρχ. συνεκδοχικά, θέμα, υπόθεση άσματος)
3. φρ. «εξ αιτίας», ένεκα, για τον λόγο (ότι)...
νεοελλ.
1. πρόφαση, δικαιολογία
2. ευθύνη, κατηγορία («μη μού ρίχνεις την αιτία»)
3. αιτία, προδιάθεση για αρρώστια και συνεκδ. αρρώστια, πάθηση
4. (για πρόσωπα) αίτιος, πρόξενος, δημιουργός
5. (νομ.) κάθε τυχαίο γεγονός που προξενεί νομικό αποτέλεσμα
αρχ.
1. κατηγορία, ψόγος, μομφή
2. το σφάλμα, η ευθύνη, η ενοχή που περιέχονται σε μια κατηγορία, έγκλημα
3. (για δικανικούς λόγους) ύβρις, λοιδορία χωρίς αποδεικτικά στοιχεία (σε αντίθεση προς τον έλεγχο)
4. (με καλή σημασία) φήμη, τιμή, «καλό όνομα»
5. αγαθή ενέργεια ή το αποτέλεσμά της
6. επίπληξη, νουθεσία, σύσταση
7. το κεφάλαιο, το τμήμα μιας κατηγορίας στο οποίο υπάγεται κάτι
8. φρ. «αἰτίαν ἔχω ή φεύγω τινός», κατηγορούμαι για κάτι
«αἰτίαν ἔχω ὑπό τινος» (και «λαμβάνω ἀπό τινος»), κατηγορούμαι από κάποιον «αἰτίαν ὑπέχω», βρίσκομαι υπό κατηγορίαν «ἐν αἰτίᾳ ἔχω ή βάλλω τινὰ (ή δι' αἰτίας ἔχω τινά») κατηγορώ, κηρύσσω ένοχο κάποιον «τὴν αἰτίαν ἐπιφέρω τινί» ρίχνω το σφάλμα, την ευθύνη σε κάποιον «ἀπολύω τῆς αἰτίας», απαλλάσσω από την κατηγορία' «αἰτίᾳ», για «χάρη», «προς χάριν» κάποιου
«αἰτίαι κοιναί», καταγγελία για δημόσια αδικήματα
«αἰτίαι ἴδιαι», καταγγελία για αδικήματα ιδιωτικής φύσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αἰτία προέρχεται είτε από ουσιαστικοποίηση του θηλυκού του έπιθ. αἴτιος είτε απευθείας από τη λ. αἶτος «μέρος, κομμάτι, μερίδιο» (< αἴνυμαι «αδράχνω, πιάνω, παίρνω»), απ' όπου και τα αἷσα, αἴτιος και αἰτῶ βλ. λ. Οποιαδήποτε κι αν είναι η ετυμολ. προέλευσή της, αρχικά η λ. αἰτία (όπως και το αἴτιος) θα σήμαινε «τη λήψη μέρους, μεριδίου από κάτι», άρα «τη συμμετοχή, την ευθύνη για κάτι». Από την τελευταία αυτή σημ., που μαρτυρείται στον Πίνδαρο, τους Τραγικούς και άλλους αρχαίους συγγραφείς, η λ. χρησιμοποιήθηκε ως δικανικός όρος σημαίνοντας «την κατηγορία», ως φιλοσοφικός με τη σημ. «αίτιο, η προκαλούσα αιτία» (που είναι και η σημ. που τελικά υπερίσχυσε και αποτελεί τη σημερινή σημ. της λέξεως) και, τέλος, ως ιατρικός όρος σημαίνοντας «την ασθένεια».
ΠΑΡ. αἰτιώδης, αἰτιῶμαι
αρχ.
αἰτίωμα
νεοελλ.
αιτιάρης.
ΣΥΝΘ. αιτιολογώ
μσν.
αἰτιώνυμος
νεοελλ.
αιτιαρχία, αιτιοκρατία].
Greek Monotonic
αἰτία: ἡ (αἰτέω),
I. 1. ψόγος, μομφή, κατηγορία, Λατ. crimen· επομένως, ενοχή ή σφάλμα που περιέχεται σε μία τέτοια κατηγορία, σε Πίνδ., Ηρόδ.· — Φράσεις: αἰτίαν ἔχειν, κατηγορούμαι· τινός, για κάτι, στον ίδ. κ.λπ.· αντιστρόφως, αἰτίαἔχει με, στον ίδ.· ἐν αἰτίᾳ εἶναι ή γίγνεσθαι, σε Ξεν. κ.λπ.· αἰτίαν ὑπέχειν, βρίσκομαι υπό κατηγορία, κατηγορούμαι, σε Πλάτ.· αἰτίαν φέρεσθαι, σε Θουκ.· αἰτίαις ἐνέχεσθαι, σε Πλάτ.· αντίθ. προς τα παραπάνω είναι τα ἐν αἰτίᾳ ἔχειν ή δι' αἰτίας, θεωρώ κάποιον ένοχο, κατηγορώ, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· ἐν αἰτίᾳ βάλλειν, σε Σοφ.· αἰτίαν νέμειν τινί, στον ίδ. κ.λπ.
2. με θετική σημασία, εἰ εὖ πράξαιμεν, αἰτία θεοῦ, (η ευδαιμονία μας) οφείλεται σε αυτόν, η δόξα είναι δική του, σε Αισχύλ.· οἱ ἔχουσι ταύτην τὴν αἰτίαν, αυτοί που έχουν την υπόληψη ότι..., που φημίζονται για..., σε Πλάτ.
3. επίπληξη, νουθεσία, παραίνεση· μὴ ἐπ' ἔχθρᾳ τὸ πλέον ἢ αἰτίᾳ, σε Θουκ.
II. αναγκαστικό ή τελικό αίτιο, αιτία, Λατ. causa, σε Πλάτ. κ.λπ.· η δοτ. αἰτίᾳ ως επίρρ., όπως το Λατ. causa, εξαιτίας, χάρη σε, ένεκα· κοινοῦ ἀγαθοῦ, σε Θουκ.
III. περίσταση, ευκαιρία· αἰτίαν παρέχειν, σε Λουκ.
IV. (στη Λογική), η κύρια κατηγορία στην οποία υπάγεται ένα πράγμα, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
αἰτία: ион. αἰτίη ἡ
1) причина: δι᾽ ἣν αἰτίην; Her. по какой причине?; τοιαύτη ἢ ὅτι ἐγγύτατα τούτων αἰτιᾳ Thuc. по этой или почти по этой причине; κοινοῦ ἀγαθοῦ αἰτίᾳ Thuc. ради общего блага; τίν᾽ αἰτίαν ἔχων; Eur. побуждаемый какой причиной …?, по какой причине …?; αἱ ἐξ ἀρχῆς αἰτίαι Arst. первоначальные причины;
2) основание, повод: αἰτίαν τινὸς ἐμβάλλειν Pind. или παρέχειν Luc. давать повод к чему-л.; ἡ αἰ. τίς ἀνθ᾽ ὅτου; Eur. на каком основании?; αἰτίαν ἔχειν διαφέρειν περί τινος Plat. иметь основание выделяться, т. е. заслуженно считаться знатоком в чем-л.;
3) обвинение: ἐν αἰτίᾳ εἶναι или γίγνεσθαί τινος Xen. и αἰτίαν ἔχειν τινός Her., Aesch., Eur. быть обвиняемым в чем-л.; αἰτίαν ἔχειν ὑπό и πρός τινος Aesch., Soph., Thuc., Plat. быть обвиняемым кем-л.; τῆς αἰτίας τινὰ ἀπολύειν Aeschin. или ἀφιέναι Lys. снять с кого-л. обвинение; αἰ. ἔχει τινά Her. обвинение падает на кого-л.