εὐθύς: Difference between revisions
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
(T22) |
(15) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=([[εὐθύς]] (adv)) adverb (from [[Pindar]] [[down]]), equivalent to [[εὐθέως]], [[with]] [[which]] it is [[often]] interchanged in the manuscripts ([[see]] [[εὐθέως]]); [[straightway]], [[immediately]], [[forthwith]]: Phryn. ed. Lob., p. 145.) | |txtha=([[εὐθύς]] (adv)) adverb (from [[Pindar]] [[down]]), equivalent to [[εὐθέως]], [[with]] [[which]] it is [[often]] interchanged in the manuscripts ([[see]] [[εὐθέως]]); [[straightway]], [[immediately]], [[forthwith]]: Phryn. ed. Lob., p. 145.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-εία, -ύ (ΑΜ [[εὐθύς]], -εῑα, -ύ, Α ιων. και επικ. τ. [[ἰθύς]])<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[διεύθυνση]] της ευθείας γραμμής, αυτός που δεν λυγίζει [[ούτε]] αλλάζει [[κατεύθυνση]] (α. «[[ευθύς]] [[οδός]]» β. «εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (με ηθ. [[έννοια]]) [[δίκαιος]], [[έντιμος]], [[ειλικρινής]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ εὐθεῑα</i><br />α) (ενν. [[οδός]]) [[ίσιος]] [[δρόμος]] («παρεξέκλινα μικρὸν ἐκ τῆς εὐθείας», Πρόδρ.)<br />β) (ενν. [[γραμμή]]) [[ίσια]] [[γραμμή]] («ἐπ' εὐθείας [[εἶναι]]», Αρχιμ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «κατ' ευθείαν» και απλοπ. τ. «[[κατευθείαν]]» ως επίρρ.<br />α) (για [[πορεία]] ή πλου) [[χωρίς]] ενδιάμεση [[στάθμευση]]<br />β) (για [[ενέργεια]] ή λόγο) [[αμέσως]], [[χωρίς]] περιστροφές<br />γ) [[χωρίς]] [[παρέκκλιση]], [[χωρίς]] [[παράκαμψη]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «κατ᾿ εὐθεῑαν» — με άμεσο συλλογισμό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ εὐθεῑα</i> (ενν. [[πτῶσις]])<br />η ονομαστική [[πτώση]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[εὐθύ]]<br />α) η ονομαστική [[πτώση]]<br />β) η [[κατευθείαν]] [[διεύθυνση]] («κατ᾿ [[εὐθύ]]», «εἰς τὸ [[εὐθύ]]»)<br />γ) η [[πορεία]] σε [[ευθεία]] οδό<br />δ) η [[ευθύτητα]] του χαρακτήρα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐπ' εὐθείας εἶμαι» — βρίσκομαι σε [[ευθεία]] [[γραμμή]]<br />β) «ἐξ εὐθείας [[παρέχω]]» — [[επιδρώ]] [[αμέσως]]<br />γ) «κατὰ τὸ εὐθὺ ἵσταμαι» — [[στέκομαι]] όρθιος<br />δ) «κατ' [[εὐθύ]]» — σε ισόπεδο [[έδαφος]]<br />ε) «τοῡ εὐθέος [[πλήρης]]» — έχοντας κουραστεί να πορεύεται την [[ευθεία]] οδό<br />στ) «ἀπὸ τοῡ εὐθέος [[λέγω]]» — [[μιλώ]] με [[παρρησία]]<br />ζ) «ἐκ τοῡ εὐθέος ὑπουργῶ» — [[φανερά]], [[χωρίς]] [[επιφύλαξη]] [[προσφέρω]] υπηρεσίες. Επίρρ. Ι. [[ευθέως]] (ΑΜ [[εὐθέως]])<br /><b>1.</b> [[αμέσως]], [[ταχέως]] («εὐθίως δ' ἐγὼ κατ' [[ἴχνος]] [[ᾄσσω]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατευθείαν]], ολόισια<br />II. [[ευθύς]] και [[ευτύς]] (ΑΜ [[εὐθύς]], Μ και εὐτύς)<br /><b>1.</b> ([[χρονικό]]) [[αμέσως]], [[χωρίς]] [[αναβολή]]<br /><b>2.</b> (με το ως) [[ευθύς]] ως</i><br />[[αμέσως]] [[μόλις]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κατωτέρω]], [[εφεξής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σε συνδυασμό με επιρρηματικές λέξεις) για [[δήλωση]] της άμεσης [[χρονικής]] ακολουθίας («εὐθὺς ἔτι [[βρέφος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (σπάν. τοπικό) [[κατευθείαν]] («τὴν δ' εὐθὺς Ἄργους κἀπιδαυρίας ὁδόν» — την οδό που οδηγεί [[κατευθείαν]] στο Άργος, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> ([[τροπικό]]) [[απλώς]]<br /><b>4.</b> παραδείγματος [[χάριν]], για [[παράδειγμα]] («[[ὥσπερ]] [[ζῶον]] [[εὐθύς]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br />III. [[εὐθύ]] (ΑΜ)<br /><b>1.</b> (τοπικό) σε [[ευθεία]] [[γραμμή]], [[κατευθείαν]] («εὐθὺ πρὸς τὰ νυφικὰ λέχη», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[απέναντι]] ακριβώς<br /><b>3.</b> [[απλώς]]<br /><b>4.</b> ([[χρονικό]]) [[αμέσως]], στη [[στιγμή]] («εὐθὺ τοῡτο κατάδηλον ἐγένετο», Τζέτζ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. δεν έχει αντίστοιχους τ. σε άλλες ΙΕ γλώσσες και πιθ. αποτελεί [[προϊόν]] συμφυρμού του τ. [[είθαρ]] («[[αμέσως]], [[ευθέως]]») με τον ομηρ. -ιων. τ. [[ιθύς]] («[[ευθύς]]»). Ήτοι το <i>ευ</i>- του τ. [[ευθύς]] φαίνεται πως προέκυψε από συμφυρμό του <i>ει</i>- του [[είθαρ]] [[προς]] το -<i>υ</i>- του [[ιθύς]]. Σύμφωνα με [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. δημιουργήθηκε από το [[ιθύς]] με την [[επίδραση]] του επιρρ. <i>εν</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ευθέως]], [[ευθύνω]], <i>ευθύτης</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[ευθυντός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[εύθειος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ευθειάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ευθειακός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>βλ. λ.</b> <i>ευθυ</i>-. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[μεσευθύς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:14, 29 September 2017
English (LSJ)
εῖα, ύ, Ion. and Ep. ἰθύς (q.v.: so always in Hom.and Hdt.),
A straight, direct, whether vertically or horizontally, opp. σκολιός, καμπύλος, Pl.Tht.194b, R.602c, etc.; κατὰ τὸ εὐθὺ ἑστάναι stands still with reference to the vertical, of a spinning top, ib.436e; εὐ. πλόος, ὁδοί, Pi.O.6.103, N.1.25, etc.; εὐθυτέρα ὁδός X.Cyr.1.3.4; ὁδοὺς εὐθείας ἔτεμε Th.2.100; ῥόμβος ἀκόντων Pi.O.13.93; εὐθείᾳ (sc. ὁδῷ) by the straight road, Pl.Lg.716a; εὐθεῖαν ἕρπε A.Fr.195; τὴν εὐ. E.Med.384; ἐπ' εὐθείας D.S.19.38, Ascl.Tact.2.6, Plot.2.1.8; so also εἰς τὸ εὐ.βλέπειν X.Eq.7.17, etc.; πλήρης τοῦ εὐθέος tired of going straight forward, ib.14; ἡ ἐς τὸ εὐ. τῆς ῥητορικῆς ὁδός the direct road to... Luc.Rh.Pr. 10; κατ' εὐθύ on level ground, LXX 3 Ki.21.23; but ἡ κατ' εὐ. τάσις in the direct line, Apollon.Cit.2; on the same side, Gal.8.62; also, opp. εἰς τὸ ἐντός, Plot.6.7.14. 2 in moral sense, straightforward, frank, of persons, εὐθὺν χρὴ τὸν ἑταῖρον ἔμμεν καὶ μὴ σκολιὰ φρονεῖν Scol. 16; κοινᾶνι παρ' εὐθυτάτῳ Pi.P.3.28; ῥῆτραι Tyrt.4.6; τόλμα Pi.O. 13.12; δίκα Id.N.10.12; κρῖνε δ' εὐθεῖαν δίκην A.Eu.433, cf. Ἀρχ. Ἐφ. 1911.134 (Gonni); ὁ εὐθὺς λόγος E.Hipp.492; τὸ εὐ. τε καὶ τὸ ἐλεύθερον Pl.Tht.173a; ἀπὸ τοῦ εὐθέος λέγειν to speak straight out, Th.3.43; ἐκ τοῦ εὐ. ὑπουργεῖν outright, openly, without reserve, Id.1.34; ἐκ τοῦ εὐ., opp. δι' αἰνιγμάτων, Paus.8.8.3: in fem., τὴν εὐθεῖάν τινι συνειπεῖν Plu.Cic.7; ἁπλῶς καὶ δι' εὐθείας Id.2.408e; ἀπ' εὐθείας ib.57a, Fab.3; κατ' εὐθεῖαν by direct reasoning, Dam.Pr.432; μηδὲν ἐξ εὐθείας παρέχει (an amulet) does no good directly, Sor.2.42. 3 εὐθεῖα, ἡ, as Subst., a (sc. γραμμή) straight line, Arist.APr.49b35, al., Euc. 1 Def.7, al.; ἐπ' εὐθείας εἶναι lie in a straight line, Archim.Con.Sph.7, al.; ἐπὶ τὴν αὐτὴν εὐ., ἐπὶ τῆς αὐτῆς εὐ. ἐκτείνειν, in the same line, Plb. 3.113.2,3; ἐπὶ μίαν εὐ. ib.8: Comp., εὐθυτέρα ἡ γραμμὴ γίνεται Arist. Mech.855a24. b (sc. πτῶσις) nominative case, D.T.636.5, A.D. Pron.6.11, etc.; κατ' εὐθύ in the nominative, Arist.SE182a3. B as Adv., εὐθύς and εὐθύ, the former prop. of Time, the latter of Place, Phryn.119, etc. I εὐθύ, of Place, straight, usu. of motion or direction, εὐθὺ Πύλονδε straight to . ., h.Merc.342; εὐθὺ πρὸς τὰ νυμφικὰ λέχη S.OT1242; εὐ. [τὴν ἐπὶ] Βαβυλῶνος straight towards... X.Cyr.5.2.37: and so c. gen., εὐ. τῶν κυρηβίων, εὐθὺ Πελλήνης, Ar.Eq.254, Av.1421; εὐ.τοῦ Διός Id.Pax68; εὐ. τοὐρόφου Eup.47; εὐ. τῆς σωτηρίας Ar.Pax301, cf. Th.8.88, etc.; ἀποθανούμενος ᾔει εὐ. τοῦ δαιμονίου in opposition to... Pl.Thg.129a (s.v.l.); cf. ἰθύς. b νῆσον οἰκεῖ εὐθὺ Ἴστρου opposite... Max.Tyr.15.7. 2 = ἁπλῶς, simply, καλεῖν Thphr.HP3.8.2, cf. 9.13.2. 3 rarely of Time, Philoch.144, Arist.Rh.1414b25, UPZ77.27 (ii B.C.), PGrenf.1.1.24 (ii B.C.), Aristeas 24, Luc.Nav.22. II εὐθύς, 1 of Time, straightway, forthwith, Pi.O.8.41; ὁ δ' εὐ. ὡς ἤκουσε A.Pers.361; ὁ δ' εὐ. ἐξῴμωξεν S.Aj.317; τὸ μὲν εὐ. τὸ δὲ καὶ διανοούμενον Th.1.1, cf. 5.3, 7.77; joined with other adverbial words, τάχα δ' εὐ. ἰών Pi.P.4.83; εὐ. κατὰ τάχος Th.6.101; εὐ. παραχρῆμα (v. sub παραχρῆμα) ; εὐ. ἀπ' αρχῆς Ar.Pax84 (anap.); εὐ. ἐξ ἀρχῆς X.Cyr.7.2.16; ἐξ ἀρχῆς εὐ. Arist.Pol.1287b10; εὐ. κατ' ἀρχάς Pl.Ti.24b; ἀφ' ἑσπέρας εὐ. ἤδη Luc. Gall.1; εὐ. ἐκ νέου, ἐκ παιδός, even from one's youth, Pl.R.485d, 519a; εὐ. ἐκ παιδίου X.Cyr.1.6.20: with a part., εὐ. νέοι ὄντες Th.2.39; εὐ. ἥκων X.An.4.7.2; εὐ. ἀπεκτονώς D.23.127; τοῦ θέρους εὐ. ἀρχομένου just at the beginning of summer, Th.2.47; ἀρξάμενος εὐ. καθισταμένου [τοῦ πολέμου] from the very beginning of the war, Id.1.1; εὐ. ἀποβεβηκότι immediately on disembarking, Id.4.43; εὐ. γενομένοις at the moment of birth, Pl.Tht.186b: metaph., at once, naturally, ὑπάρχει εὐθὺς γένη ἔχον τὸ ὄν Being falls at once into genera, Arist. Metaph.1004a5, cf.Po.1452a14: with Subst., ἡ τῶν Ἰταλιωτῶν εὐθὺς φυγή Hdn.8.1.5. 2 less freq. in a local relation, ὑπὲρ τῆς πόλεως εὐ. just above the city, Th.6.96; παρ' αὐτὴν εὐ. ὁ ἔσπλους ἐστίν directly past it (the mole), Id.8.90; ἐγγύτατα τούτου εὐ. ἐχομένη immediately adjoining this, ibid., cf. Theoc.25.23; εὐ. ἐπὶ τὴν γέφυραν Foed. ap. Th.4.118, cf. X.Cyr.7.2.1,2, 2.4.24, Ages.1.29; τὴν εὐ. Ἄργους κἀπιδαυρίας ὁδόν the road leading straight to Argos, E.Hipp.1197 (condemned by Phot.); εὐ. Λυκείου Pherecr.110, cf. Arist.HA498a32, etc. 3 of Manner, directly, simply, v.l. in Pl.Men.100a. 4 like αὐτίκα 11: for instance, to take the first example that occurs, ὥσπερ ζῷον εὐθύς Arist.Pol.1277a6, cf. Cael.284b10, etc.; οἷον εὐθύς Cleom. 1.1, D.Chr.11.145. C regul. Adv. εὐθέως, used just as εὐθύς, S.Aj.31, OC994, E. Fr.31, Pl.Phd.63a, etc.; αἰσθόμενος εὐθέως as soon as he perceived, Lys.3.11; ἐπεὶ εὐθέως ᾔσθοντο X.HG3.2.4; εὐθέως παραχρῆμα Antipho 1.20, D.52.6. 2 = εὐθύς B. 11.4, οἷον εὐθέως as for example, Plb.6.52.1,12.5.6 (dub. sens. in Hp.Art.55); so εὐ. alone, Ph.2.589. (εὐθέως is the commoner form in later Greek, PCair.Zen.34.17 (iii B.C.), etc.)
Greek (Liddell-Scott)
εὐθύς: εῖα, ύ, Ἰων. καὶ Ἐπικ. ἰθὺς (ὡς ἀείποτε ἐν Ἰλ. Ὀδ. καὶ Ἡρόδ.), ἴδε ἐν λέξ. ἰθύς. Εὐθύς, ἴσος, εἴτε καθέτως, εἴτε ὀριζοντίως, ἀντίθ. τῷ σκολιός ἢ καμπύλος, Πλάτ. κλ. εὐθ. πλόος, ὁδὸς Πινδ. Ο. 6. 177, Ν. 1. 36. καὶ Ἀττ.· εὐθυτέρα ὁδὸς Ξεν. Κύρ. 1.3, 4· ὁδοὺς εὐθείας τέμνειν Θουκ. 2. 100· ῥόμβος ἀκόντων Πινδ. Ο. 13. 134· εὐθεία (δηλ. ὁδῷ), διὰ τῆς εὐθείας ὁδοῦ, Πλάτ. Νόμ. 716Α· εὐθεῖαν ἕρπε Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 195· τὴν εὐθεῖαν Εὐρ. Μήδ. 384· ἐπ’ εὐθείας Διόδ. 19. 38· ἴδε κάτωτ. 2 καὶ 3· οὕτω καί, εἰς τὸ εὐθὺ βλέπειν Ξεν. Ἱππ. 7. 17, κτλ.· τοῦ εὐθέος πλήρης, κεκορεσμένος, βεβαρημένος ἀπὸ τοῦ νὰ πορεύηται τὴν εὐθεῖαν ὁδόν, αὐτόθι 14· ἡ ἐς τὸ εὐθὺ τῆς ῥητορικῆς ὁδός, ἡ εὐθεῖα ὁδὸς πρὸς..., Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 10. 2) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, εὐθύς, σαφής, δίκαιος, ῥῆτραι Τυρταῖος 2. 8· τόλμα Πινδ. Ο. 13. 15· δίκη ὁ αὐτ. Ν. 10. 22· κρῖνε δ’ εὐθεῖαν δίκην (ἴδε εὐθυδικία καὶ πρβλ. εὐθύνω ΙΙ) Αἰσχύλ. Εὐμ. 433· εὐθ. ἑταῖρος Σκόλ. Ἑλλ. 15. Bgk. ὁ εὐθὺς λόγος Εὐρ. Ἱππ. 492, πρβλ. Πινδ. Π. 3. 50· τὸ εὐθύ τε καὶ τὸ ἐλεύθερον Πλάτ. Θεαίτ. 173Α· ἀπὸ τοῦ εὐθέος λέγειν, λέγειν παρρησία, φανερῶς, κατ’ εὐθεῖαν, ἀπροκαλύπτως, Θουκ. 3. 43· ἐκ τοῦ εὐθέος ὑπουργεῖν, φανερῶς, ἄνευ ἐπιφυλάξεως, ὁ αὐτ. 1. 34· καὶ ἐν τῷ θηλ., ἁπλῶς καὶ δι’ εὐθείας Πλούτ. 2. 408Ε· ἀπ’ εὐθείας αὐτόθι 57Α, ἐν Φαβ. 3. 3) ἡ εὐθεῖα, ὡς οὐσιαστ., α) (ἐξυπακ. γραμμή), εὐθεῖα γραμμή, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 4, 2, Εὐκλείδ.· ἐπὶ τὴν αὐτὴν εὐθεῖαν, ἐπὶ τῆς αὐτῆς εὐθείας Πολύβ. 3. 113, 2 καὶ 3· ἐπὶ μίαν εὐθεῖαν αὐτόθι 8. β) (ἐξυπακ. πτῶσις) ἡ ὀνομαστ. Λατ. casus rectus, Διονύσ. Θρ. 632. 10, 635. 5, Δρακ. 18. 5, Ἀπολλ. Δυσκ. π. Ἀντων. 268C, 289Β, κτλ. Β. Ὡς Ἐπίρρ., εὐθὺς καὶ εὐθύ, ὧν τὸ μὲν πρῶτον κυρίως ἐπὶ χρόνου, τὸ δὲ δεύτερον ἐπὶ τόπου. Ι. εὐθύ, ἐπὶ τόπου, κατ’ εὐθεῖαν, εὐθὺ Πύλονδ’ ἐλάων Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 342· ἵετ’ εὐθὺ πρὸς τὰ νυμφικὰ λέχη Σοφ. Ο. Τ. 1242· εὐθὺ ἐπὶ Βαβυλῶνος, κατ’ εὐθεῖαν πρὸς..., Ξεν. Κύρ. 5. 2, 37· καὶ οὕτω μετὰ γεν., εὐθὺ τῶν κυρηβίων. εὐθὺ Πελλήνης Ἀριστοφ. Ἱππ. 254, Ὄρν. 1421· εὐθὺ τοῦ Διὸς ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 68, 77, πρβλ. 819· εὐθὺ τῆς σωτηρίας αὐτόθι 301. πρβλ. Εὐριπ. Ἱππ. 1197, Θουκ. 8. 88, κτλ.· ἴδε ἰθύς. 2) = ἁπλῶς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 2, πρβλ. 9. 13, 2. 3) ἐνώπιον τινος, τοῦ δαιμονίου Πλάτ. Θεάγ. 129Α. ΙΙ. εὐθύς, 1) ἐπὶ χρόνου, ὡς καὶ νῦν, εὐθύς, ἀμέσως, ἐν τῷ ἅμα, Πινδ. Ο. 8. 54· ὁ δ’ εὐθὺς ὡς ἤκουσε Αἰσχυλ. Πέρσ. 361· ὁ δ’ εὐθὺς ἐξῴμωξεν Σοφ. Αἴ. 317· τὸ μὲν εὐθύς, τὸ δὲ καὶ διανοούμενον Θουκ. 1. 1, πρβλ. 5. 3., 7. 77· συνδυαζόμενον μετ’ ἄλλων ἐπιρρηματικῶν λέξεων, τάχα δ’ εὐθὺς ἰών Πινδ. Π. 4. 147· εὐθὺς κατὰ τάχος Θουκ. 6. 101· εὐθὺς παραχρῆμα (ἴδε ἐν λ. παραχρῆμα)· εὐθὺς ἀπ’ ἀρχῆς Ἀριστοφ. Εἰρ. 84· εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς Ξεν. Κύρ. 7. 2, 16· ἐξ ἀρχῆς εὐθὺς Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 16. 9· εὐθὺς κατ’ ἀρχάς Πλάτ. Τίμ. 24C· ἀφ’ ἑσπέρας εὐθὺς ἤδη Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 1· εὐθὺς ἐκ νέου, ἐκ παιδός, ἔτι ἐκ παιδικῆς ἡλικίας, Πλάτ. Πολ. 485D, 519Λ· εὐθὺς ἐκ παιδίου Ξεν. Κύρ. 1. 6, 20 (ἴδε ἐν λ. παῖς ΙΙ)· μετὰ μετοχ., εὐθὺς νέοι ὄντες Θουκ. 2. 39· τοῦ θέρους εὐθὺς ἀρχομένου, ἀμέσως κατὰ τὴν ἀρχὴν τοῦ θέρους, αὐτόθι 47· ἀρξάμενος εὐθὺς καθισταμένου τοῦ πολέμου, ἀπ’ αὐτῆς τῆς ἀρχῆς τοῦ πολέμου, ὁ αὐτ. 1. 1· εὐθὺς ἀποβεβηκότι, ἀμέσως κατὰ τὴν ἀπόβασιν αὐτοῦ, ὁ αὐτ. 4. 43· εὐθὺς γενομένοις, κατὰ τὴν στιγμὴν τῆς γεννήσεως αὐτῶν, Πλάτ. Θεαίτ. 186Β. 2) σπανίως, ὡς τὸ εὐθύ, ἐπὶ τοπικῆς ἐννοίας. ὑπὲρ τῆς πόλεως εὐθύς, κατ’ εὐθεῖαν ὑπεράνω τῆς πόλεως, Θουκ. 6. 96· τούτου εὐθὺς ἐχομένη, ἀμέσως πλησίον αὐτοῦ, ὁ αὐτ. 8. 90, πρβλ. Θεόκρ. 25. 23· εὐθὺς ἐπὶ τὴν γέφυραν, Σπονδ. παρὰ Θουκ. 4. 118· τήν εὐθὺς Ἄργους καπηδαυρίας ὁδόν, τὴν ὁδὸν τὴν ἄγουσαν κατ’ εὐθεῖαν πρὸς τὸ Ἄργος, καί..., Εὐρ. Ἱππ. 1197 (φράσις ἣν ὁ Φώτ. σημειοῦται ὡς πλημμελῆ, ἴδε Δινδ. ἐν τόπῳ)· εὐθὺς Λυκείου Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 4: - ἀλλ’ ἡ χρῆσις αὕτη τοῦ εὐθὺς ἀντὶ τοῦ εὐθὺ κατέστη κοινοτέρα παρὰ μεταγεν., ὡς παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 14., 2. 17, 6 καὶ 7., 4. 3, 5. 3) ἐπὶ τρόπου, κατ’ εὐθεῖαν, ἁπλῶς, Πλατ. Μένων 100Α: φυσικῶς, ἀναντιρρήτως, φανερῶς, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 2, 10, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως ὡς τὸ αὐτίκα (ΙΙ)· παραδείγματος χάριν, ἐπὶ τῷ πρώτῳ τυχόντι παραδείγματι, ὥσπερ ζῷον εὐθὺς ὁ αὐτ. Πολιτικ. 3. 4, 6, πρβλ. 8, π. Οὐρ. 2. 2, 1, κ. ἀλλ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 167, 169. Γ. εὐθέως, Ἐπιρρ. ἐν χρήσει ἀκριβῶς ὡς τὸ Ἐπιρρ... εὐθύς, Σοφ. Αἴ. 31, Ο. Κ. 994, Εὐρ. Ἀποσπ. 31, Πλάτ. Φαίδων 63Α, κτλ.· αἰσθόμενος εὐθέως, εὐθὺς ὡς ἐνόησε, Λυσ. 97. 22· ἐπεὶ εὐθέως, εὐθὺς ὡς, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 4· εὐθέως παραχρῆμα Ἀντιφῶν 113, 30, Δημ. 1237. 21· ἴδε ἀνωτ. Β. Ι. 2) ἀμέσως, κατ’ εὐθεῖαν, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 3. 14. 3) ὡς τὸ εὐθὺς Β. ΙΙ. 3, οἷον εὐθέως, ὡς παραδείγματος χάριν, Πολύβ. 6. 52. 1... 12. 5, 6.
French (Bailly abrégé)
1εῖα, ύ;
droit, direct ; ἡ εὐθεῖα (ὁδός) la droite voie ; fig. sans détour, franc, sincère : ἀπὸ τοῦ εὐθέος THC, ἐκ τοῦ εὐθέος THC, δι’ εὐθείας PLUT, ἀπ’ εὐθείας PLUT sans détour, ouvertement, franchement;
Cp. εὐθύτερος.
Étymologie: εὖ, θέω.
2adv.
1 directement, droit : τὴν εὐθὺς Ἄργους ὁδόν EUR la route qui conduit directement à Argos;
2 en parl. du temps tout de suite, aussitôt : εὐθὺς κατὰ τάχος THC, εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς XÉN tout de suite, tout d’abord, sur-le-champ ; εὐθὺς ἐκ παιδός PLAT, εὐθὺς ἐκ παιδίου XÉN tout de suite au sortir de l’enfance, dès la plus tendre enfance ; εὐθὺς νέοι ὄντες THC dès la jeunesse ; εὐθὺς ὡς ESCHL aussitôt que ; οἷον εὐθύς PLUT précisément (litt. directement) par exemple.
Étymologie: cf. εὐθύς.
English (Autenrieth)
see ἶθύς.
English (Slater)
εὐθῠς
a at once, straightway adv. ἔννεπε δ' εὐθὺς Ἀπόλλων (O. 8.41) κελήσατό μιν θέμεν Ἱππίᾳ βωμὸν εὐθὺς Ἀθάνᾳ (O. 13.82) ἀναβαὶς δ' εὐθὺς ἐνόπλια χαλκωθεὶς ἔπαιζεν (O. 13.86) ἂν δ' εὐθὺς ἁρπάξαις (P. 4.34) μῆτιν ἑὰν εὐθὺς ἀμείβετο (P. 9.39) εὐθὺς δ' ἀπήμων κραδία κᾶδος ἀμφ ἀλλότριον (N. 1.54) εὐθὺς δ' ἀπανάνατο νύμφαν (N. 5.33)
b directly τάχα δ' εὐθὺς ἰὼν (P. 4.83) “ἰόντων δ' ἐς ἄφθιτον ἄντρον εὐθὺς Χίρωνος αὐτίκ ἀγγελίαι” (εὐθὺ coni. Hermann) (I. 8.41)
English (Slater)
εὐθῠς adj.
a straight, straightforward εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι (O. 6.103) ναῶν πλόον εἶπε Λερναίας ἀπ' ἀκτᾶς εὐθὺν ἐς ἀμφιθάλασσον νομόν (v. 1. εὐθῦν(αι), εὔθυν(ε). Σ.) (O. 7.33) στάδιον μὲν ἀρίστευσεν εὐθὺν τόνον ποσσὶ τρέχων (O. 10.64) ἐμὲ δ' εὐθὺν ἀκόντων ἱέντα ῥόμβον (O. 13.93) χρὴ δ' ἐν εὐθείαις ὁδοῖς στείχοντα μάρνασθαι φυᾷ (N. 1.25) εὐθεῖα δὴ (ἐστι) κέλευθος ἀρετὰν ἑλεῖν fr. 108a. 2.
b correct: upright, straightforward τόλμα τέ μοι εὐθεῖα γλῶσσαν ὀρνύει λέγειν (O. 13.12) κοινᾶνι παρ' εὐθυτάτῳ γνώμαν πιθών (P. 3.28) πατρὶ δ' Ἀδράστοιο Λυγκεῖ τε φρενῶν καρπὸν εὐθείᾳ συνάρμοξεν δίκᾳ (N. 10.12)
Spanish
English (Strong)
perhaps from εὖ and τίθημι; straight, i.e. (literally) level, or (figuratively) true; adverbially (of time) at once: anon, by and by, forthwith, immediately, straightway.
English (Thayer)
(εὐθύς (adv)) adverb (from Pindar down), equivalent to εὐθέως, with which it is often interchanged in the manuscripts (see εὐθέως); straightway, immediately, forthwith: Phryn. ed. Lob., p. 145.)
Greek Monolingual
-εία, -ύ (ΑΜ εὐθύς, -εῑα, -ύ, Α ιων. και επικ. τ. ἰθύς)
1. αυτός που έχει τη διεύθυνση της ευθείας γραμμής, αυτός που δεν λυγίζει ούτε αλλάζει κατεύθυνση (α. «ευθύς οδός» β. «εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι», Πίνδ.)
2. (με ηθ. έννοια) δίκαιος, έντιμος, ειλικρινής
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ εὐθεῑα
α) (ενν. οδός) ίσιος δρόμος («παρεξέκλινα μικρὸν ἐκ τῆς εὐθείας», Πρόδρ.)
β) (ενν. γραμμή) ίσια γραμμή («ἐπ' εὐθείας εἶναι», Αρχιμ.)
νεοελλ.
φρ. «κατ' ευθείαν» και απλοπ. τ. «κατευθείαν» ως επίρρ.
α) (για πορεία ή πλου) χωρίς ενδιάμεση στάθμευση
β) (για ενέργεια ή λόγο) αμέσως, χωρίς περιστροφές
γ) χωρίς παρέκκλιση, χωρίς παράκαμψη
μσν.
φρ. «κατ᾿ εὐθεῑαν» — με άμεσο συλλογισμό
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ εὐθεῑα (ενν. πτῶσις)
η ονομαστική πτώση
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐθύ
α) η ονομαστική πτώση
β) η κατευθείαν διεύθυνση («κατ᾿ εὐθύ», «εἰς τὸ εὐθύ»)
γ) η πορεία σε ευθεία οδό
δ) η ευθύτητα του χαρακτήρα
3. φρ. α) «ἐπ' εὐθείας εἶμαι» — βρίσκομαι σε ευθεία γραμμή
β) «ἐξ εὐθείας παρέχω» — επιδρώ αμέσως
γ) «κατὰ τὸ εὐθὺ ἵσταμαι» — στέκομαι όρθιος
δ) «κατ' εὐθύ» — σε ισόπεδο έδαφος
ε) «τοῡ εὐθέος πλήρης» — έχοντας κουραστεί να πορεύεται την ευθεία οδό
στ) «ἀπὸ τοῡ εὐθέος λέγω» — μιλώ με παρρησία
ζ) «ἐκ τοῡ εὐθέος ὑπουργῶ» — φανερά, χωρίς επιφύλαξη προσφέρω υπηρεσίες. Επίρρ. Ι. ευθέως (ΑΜ εὐθέως)
1. αμέσως, ταχέως («εὐθίως δ' ἐγὼ κατ' ἴχνος ᾄσσω», Σοφ.)
2. κατευθείαν, ολόισια
II. ευθύς και ευτύς (ΑΜ εὐθύς, Μ και εὐτύς)
1. (χρονικό) αμέσως, χωρίς αναβολή
2. (με το ως) ευθύς ως
αμέσως μόλις
μσν.
κατωτέρω, εφεξής
αρχ.
1. (σε συνδυασμό με επιρρηματικές λέξεις) για δήλωση της άμεσης χρονικής ακολουθίας («εὐθὺς ἔτι βρέφος», Ευρ.)
2. (σπάν. τοπικό) κατευθείαν («τὴν δ' εὐθὺς Ἄργους κἀπιδαυρίας ὁδόν» — την οδό που οδηγεί κατευθείαν στο Άργος, Ευρ.)
3. (τροπικό) απλώς
4. παραδείγματος χάριν, για παράδειγμα («ὥσπερ ζῶον εὐθύς», Αριστοτ.)
III. εὐθύ (ΑΜ)
1. (τοπικό) σε ευθεία γραμμή, κατευθείαν («εὐθὺ πρὸς τὰ νυφικὰ λέχη», Σοφ.)
2. απέναντι ακριβώς
3. απλώς
4. (χρονικό) αμέσως, στη στιγμή («εὐθὺ τοῡτο κατάδηλον ἐγένετο», Τζέτζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δεν έχει αντίστοιχους τ. σε άλλες ΙΕ γλώσσες και πιθ. αποτελεί προϊόν συμφυρμού του τ. είθαρ («αμέσως, ευθέως») με τον ομηρ. -ιων. τ. ιθύς («ευθύς»). Ήτοι το ευ- του τ. ευθύς φαίνεται πως προέκυψε από συμφυρμό του ει- του είθαρ προς το -υ- του ιθύς. Σύμφωνα με άλλη άποψη, ο τ. δημιουργήθηκε από το ιθύς με την επίδραση του επιρρ. εν.
ΠΑΡ. ευθέως, ευθύνω, ευθύτης
αρχ.
ευθυντός
μσν.
εύθειος
μσν.- νεοελλ.
ευθειάζω
νεοελλ.
ευθειακός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βλ. λ. ευθυ-. (Β' συνθετικό) αρχ. μεσευθύς.