λύω: Difference between revisions
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
(SL_2) |
(eksahir) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[λύω]] (λᾰοι: aor. (ἔ)λῦσε(ν); λῦσον; λσαις; λῦσαι: med. ἐλσατο: [[pass]]. impf. λύετο: aor. λᾰθέντες: ῦ aor. [[act]]. & med., ᾰ pres., aor. [[pass]].) <br /> <b>a</b> [[release]] [[διάπειρα]] [[ἅπερ]] Κλυμένοιο παῖδα ἔλυσεν ἐξ ἀτιμίας (O. 4.20) λῦσε δὲ [[Ζεὺς]] [[ἄφθιτος]] Τιτᾶνας (P. 4.291) ἐκ μεγάλων δὲ πενθέων λυθέντες, μήτ' ἐν ὀρφανίᾳ πέσωμεν στεφάνων (I. 8.6) of possessions, “τὰ μὲν [[ἄνευ]] ξυνᾶς ἀνίας λῦσον” i. e. [[make]] [[available]] (P. 4.155) med., Ἑλέναν τ' ἐλύσατο Τροίας ἶνας ἐκταμὼν [[δορί]] sc. [[Achilles]] (I. 8.51) [[add]]. gen., τοὺς μὲν ὦν λύσαις ἄλλον ἀλλοίων [[ἀχέων]] ἔξαγεν sc. Asklepios (P. 3.50) [[ἐπεὶ]] ἀμφ' Ἑλένᾳ πυρωθέν- των Τρώων ἔλυσε δόμους ἁβρότατος (P. 11.34) ἁνίκ' [[ἀγανόφρων]] Κοίου [[θυγάτηρ]] λύετο τερπνᾶς ὠδῖνος (v. l. τερπνὰς ὠδῖνας) Πα. 12. 13. κείνων λυθέντες [[σαῖς]] ὑπὸ χερσίν, [[ἄναξ]] (δεσμῶν supp. Wil.) fr. 35.<br /> <b>b</b> [[remove]] “λύοι κεν χαλινὸν ὑφ' ἥρωι [[παρθενίας]]” (sc. [[Θέτις]]) (I. 8.45) [[ὅμως]] δὲ λῦσαι δυνατὸς ὀξεῖαν ἐπιμομφὰν [[τόκος]] (O. 10.9) <br /> <b>c</b> in tmesis, ἀνὰ δ' ἔλυσεν (v. [[ἀναλύω]]) (N. 10.90) | |sltr=[[λύω]] (λᾰοι: aor. (ἔ)λῦσε(ν); λῦσον; λσαις; λῦσαι: med. ἐλσατο: [[pass]]. impf. λύετο: aor. λᾰθέντες: ῦ aor. [[act]]. & med., ᾰ pres., aor. [[pass]].) <br /> <b>a</b> [[release]] [[διάπειρα]] [[ἅπερ]] Κλυμένοιο παῖδα ἔλυσεν ἐξ ἀτιμίας (O. 4.20) λῦσε δὲ [[Ζεὺς]] [[ἄφθιτος]] Τιτᾶνας (P. 4.291) ἐκ μεγάλων δὲ πενθέων λυθέντες, μήτ' ἐν ὀρφανίᾳ πέσωμεν στεφάνων (I. 8.6) of possessions, “τὰ μὲν [[ἄνευ]] ξυνᾶς ἀνίας λῦσον” i. e. [[make]] [[available]] (P. 4.155) med., Ἑλέναν τ' ἐλύσατο Τροίας ἶνας ἐκταμὼν [[δορί]] sc. [[Achilles]] (I. 8.51) [[add]]. gen., τοὺς μὲν ὦν λύσαις ἄλλον ἀλλοίων [[ἀχέων]] ἔξαγεν sc. Asklepios (P. 3.50) [[ἐπεὶ]] ἀμφ' Ἑλένᾳ πυρωθέν- των Τρώων ἔλυσε δόμους ἁβρότατος (P. 11.34) ἁνίκ' [[ἀγανόφρων]] Κοίου [[θυγάτηρ]] λύετο τερπνᾶς ὠδῖνος (v. l. τερπνὰς ὠδῖνας) Πα. 12. 13. κείνων λυθέντες [[σαῖς]] ὑπὸ χερσίν, [[ἄναξ]] (δεσμῶν supp. Wil.) fr. 35.<br /> <b>b</b> [[remove]] “λύοι κεν χαλινὸν ὑφ' ἥρωι [[παρθενίας]]” (sc. [[Θέτις]]) (I. 8.45) [[ὅμως]] δὲ λῦσαι δυνατὸς ὀξεῖαν ἐπιμομφὰν [[τόκος]] (O. 10.9) <br /> <b>c</b> in tmesis, ἀνὰ δ' ἔλυσεν (v. [[ἀναλύω]]) (N. 10.90) | ||
}} | |||
{{eles | |||
|esgtx=[[desatar]], [[liberar]], [[romper]] | |||
}} | }} |
Revision as of 10:31, 22 August 2017
English (LSJ)
poet. imper.
A λῦθι Pi.Fr.85: fut. λύσω [ῡ] Il.1.29, etc.: aor. ἔλῡσα 18.244, etc.: pf. λέλῠκα Th.7.18, Ar.V.992 (ἀπο-), etc.:— Pass., pf. λέλῠμαι Il.8.103, etc.: plpf. ἐλελύμην [ῠ] Od.22.186, etc.: aor. ἐλύθην, Ep. λύθην [ῠ] 8.360, E.Hel.860, Th.2.103, etc.: fut. λῠθήσομαι Pl.Ti.41b, Isoc.12.116, etc., also λελύσομαι [ῡ] D.14.2, X. Cyr.6.2.37 (ἀπο-): Ep. aor. Pass. λύμην [ῠ] Il.21.80; λύτο [ῠ] ib.114, but λῦτο 24.1 (at beginning of line, v.l. λύτο); λύντο 7.16: also 3sg. opt. pf. λελῦτο Od.18.238:—Med., fut. λύσομαι Il.1.13, etc.: aor. ἐλυσάμην 14.214: pf. Pass. λέλῦμαι in med. sense, D.36.45, Arist.Rh. 1400a22 (cf. δια-, κατα-λύω): fut. λύσομαι in pass. sense, (δια-) Th.2.12, (ἐπι-) Lys.25.33 codd. (καταλύσεσθαι edd.), (κατα-) X.Cyr.1.6.9.—Homer uses all tenses exc. pf. Act., pres. and fut. Pass. [In pres. and impf. ῡ always in Att., ῠ mostly in Ep., though Hom. has ῡ twice, ἔλῡεν Il.23.513, λῡει Od.7.74; also in compds., ἀλλῡεσκεν 2.105, ἀλλῡουσαν ib.109: in fut. and aor. 1 ῡ always: in other tenses ῠ always, exc. in the forms λελῦτο, λῦτο (v. supr.).] (Cf. Lat. luo (pay), re-luo, solvo (for se-luo), solūtus, etc.):—loosen: I of things, unbind, unfasten, esp. clothes and armour, λῦσε δέ οἱ ζωστῇρα, θώρηκα, Il.4.215, 16.804; λ. παρθενίην ζώνην loose the maiden-girdle, of the husband after marriage, Od. 11.245; of the wife, λύοι χαλινὸν ὑφ' ἥρωϊ παρθενίας Pi.I.8(7).48; ἔνθα παρθένει' ἔλυσ' ἐγὼ κορεύματα E.Alc.177; so ἔλυσας . . ἅγνευμα σόν Id.Tr.501; freq. of the tackling of ships, λ. πρυμνήσια, ἱστία, λαῖφος, etc., Od.2.418, 15.496, 552, h.Ap.406, etc. (never in Il.); λ. πρύμνας, νεῶν πόδα, E.Hec.539,1020, etc.: abs., λύειν, of ships, set sail, λῦε, κυβερνήτα APl.1.6*.9 (Panteleus); ἀσκὸν λ. untie a skin (used as a bag), Od.10.47: freq. in Trag., λ. στολάς, πέπλον, S.OC1597, Tr.924; λ. ἡνίαν slacken the rein, Id.El.743; κλῄθρων λυθέντων when the gates have been opened, A.Th.396; λ. γράμματα, δέλτον, open a letter, E.IA38 (anap.), 307; λ. πέδας, δεσμά, A.Eu. 645 (Pass.), E.HF1123; ἀρβύλας A.Ag.945; ἀρτάνας . . δέρης ἔλυσαν loosed it from my neck, ib.876, cf. E.Hipp.781:—Med., ἀπὸ στήθεσφιν ἐλύσατο κεστὸν ἱμάντα undid her belt, Il.14.214; but λύοντο τεύχεα they undid the armour for themselves, i.e. stripped it off (others), 17.318; later λυσαμένα πλοκαμῖδας unbinding her hair, Bion 1.20, etc. b in various phrases, στόμα λ. open the mouth, E.Hipp.1060, Isoc.12.96; γλώσσας λ. εἰς αἰσχροὺς μύθους Critias 6.9 D.; λ. βλεφάρων ἕδραν wake up, E.Rh.8 (anap.); λ. ὀφρύν unfold the brow, Id.Hipp.290; λ. ἄχος ἀπ' ὀμμάτων S.Aj.706 (lyr.), etc. 2 of living beings, a of horses, etc., unyoke, unharness, opp. ζεύγνυμι, Od.4.35; ἐξ ὀχέων, ὑπὲξ ὀχέων, Il.5.369,8.504; ὑφ' ἅρμασιν 18.244; ὑπὸ ζυγοῦ Od.4.39: ὑπὸ ζυγόφιν Il.24.576; ὑπ' ἀπήνης Od.7.6 (also in Med., μὴ . . ὑπ' ὄχεσφι λυώμεθα μώνυχας ἵππους unyoke our horses, Il. 23.7; βόε λῦσαι Hes.Op.608); λύε μώνυχας ἵππους loosed them, Il.10.498; λ. κύνα let him loose, X.Cyn.6.13, etc. b of men, release, deliver, esp. from bonds or prison, and so, generally, from difficulty or danger, Il.15.22, Od.8.345, 12.53, D.24.206, etc.; ὁ λύσων he that shall deliver, A.Pr.771,785: c. gen. rei, τὸν . . θεοὶ κακότητος ἔλυσαν Od.5.397, cf. Pi.P.3.50, etc.; λ. τινὰ δεσμῶν A.Pr.1006; ὄκνου S. Tr.181; τὼ . . ἐκ δεσμοῖο λύθεν Od.8.360, cf. Pi.O.4.23, A.Pr.873, E.Hipp.1244, Pl.R.360c; also λ. δόμους ἁβρότατος rob the house of... Pi.P.11.34; λ. τινὰ τῆς ἀρχῆς depose him from... D.S.13.92:—Med., prop. get one loosed or set free, λύσασθαί τινα δυσφροσυνάων Hes.Th.528; ὅσπερ Ἰὼ πημονᾶς ἐλύσατο A.Supp.1065 (lyr.):—Pass., λυθῆναι τὰς πέδας D.S.17.116; λέλυται γὰρ λαὸς ἐλεύθερα βάζειν, ὡς ἐλύθη ζυγὸν ἀλκᾶς has been let loose to speak, since the yoke was loosed, A.Pers.592 (lyr.). c of prisoners, release on receipt of ransom, admit to ransom, release, Il.1.29, 24.137,555, etc.; λ. τινά τινι 1.20, 24.561, Od.10.298; Σαρπηδόνος ἔντεα καλὰ λύσειαν would give them up, Il.17.163; in full, λ. τινὰ ἀποίνων 11.106; χρημάτων μεγάλων Hdt.2.135 (Pass.); ἀνὴρ ἀντ' ἀνδρὸς λυθείς Th.5.3:—Med., release by payment of ransom, get a person released, redeem, Il.1.13, 24.118, al., Od.10.284,385, Pl.Mx.243c, D.19.229; λύσασθαί τινας ἐκ πολεμίων Lys.12.20; ἵππον X.An.7.8.6; ὅσους αὐτὸς ἐλυσάμην τῶν αἰχμαλώτων D.19.169; λ. τινὶ τὸ χωρίον Id.50.28; ἑαυτοὺς λ. pay their own ransom, Id.19.169; buy from a pimp, Ar.V.1353. d λελύσθαι τῶν νόμων, = Lat. legibus solvi, D.C.53.18. 3 give up, [θρόνον] λῦσον ἄμμιν Pi.P.4.155. II resolve a whole into its parts, dissolve, break up, λ. ἀγορήν dissolve the assembly, Il.1.305; ἀγορὰς ἠμὲν λύει ἠδὲ καθίζει Od.2.69, etc.:—Pass., λῦτο δ' ἀγών Il.24.1; μὴ λυθείη ἡ στρατιά X.Cyr.6.1.2; πρὶν <ἂν> . . ἡ ἀγορὰ (market) λυθῇ Id.Oec. 12.1; λυθείσης τῆς συνουσίας Plb.5.15.3. 2 of concrete objects, σπάρτα λέλυνται, i. e. have rotted, Il.2.135; ῥαφαὶ δ' ἐλέλυντο ἱμάντων Od.22.186; λ. τὴν σχεδίην break it up, Hdt.4.97; [τὴν γέφυραν] X. An.2.4.17; τὴν ἀπόφραξιν ib.4.2.25. 3 esp. of physical strength, loosen, i. e. weaken, relax, λῦσε δὲ γυῖα made his limbs slack or loose, i. e. killed him, Il.4.469, al.; ὅς τοι γούνατ' ἔλυσα 22.335; πολλῶν τε καὶ ἐσθλῶν γούνατ' ἔλυσεν 5.176, etc.; ἀλλά οἱ αὖθι λῦσε μένος 16.332; πέλεκυς λῦσεν . . βοὸς μένος Od.3.450, cf. Il.17.29; but οἵ μοι καμάτῳ . . γούνατ' ἔλυσαν made my knees weak with toil, Od.20.118:—Pass., λύντο δὲ γυῖα, etc., as the effect of death, sleep, weariness, fear, Il. 7.16, etc.; καμάτῳ φίλα γυῖα λέλυντο 13.85, cf. Od.8.233; αὐτοῦ λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ Il.21.114,425; λύθη ψυχή τε μένος τε 5.296, etc.; λύθεν δέ οἱ ἅψεα πάντα Od.4.794, 18.189; λέλυται γυίων ῥώμη A.Pers.913 (anap.); λύεται δέ μου μέλη E.Hec.438; λέλυμαι μελέων σύνδεσμα Id.Hipp.199 (anap.). b λύει βλέφαρα closes her eyes in sleep, S.Ant.1302. c metaph., λ. τὴν ἐν ταῖς ψυχαῖς πρὸς μάχην παρασκευήν X.HG7.5.22. 4 undo, bring to naught, destroy, πολίων κάρηνα Il.9.25; Τροίης κρήδεμνα 16.100, Od.13.388, cf. B.Fr.16.7: generally, put an end to, νείκεα Il.14.205; μελεδήματα 23.62; ἔριν E.Ph.81, AP9.316.12 (Leon.); πόλεμον Th.5.31; ἐπιμομφάν Pi.O.10(11).9; μέμψιν Democr.271; φόβον A.Th.270; φόβον καὶ τὴν ὑποψίαν Polystr.p.7 W., cf. Epicur.Sent.12; μοχθήματα S.OC1616; ἀνάγκας E.Supp.39; βίον, i.e. die, Id.IT692; αἰῶν' ἔλυσε, i.e. died, B.1.43; λ. τὸ τέλος βίον S.OC1720 (lyr.); μαχας Ar. Pax991 (anap.); νοσήματα Diocl.Fr.35 (Pass.), cf. Gal.6.476; κόπους Dsc.Eup.1.220; forgive, ἁμαρτήματα LXXJb.42.9. b in Prose, λ. νόμους repeal or annul laws, Hdt.3.82, D.3.10, Arist.Pol.1269a15; οὐθὲν τῶν περὶ τὴν πολιτείαν ib.1298b31; λ. ψήφῳ τὸ παράνομον Aeschin. 3.197 (Pass.), etc.; ἐπεὶ ἐκεῖνοι ἔλυσαν τὰς σπονδὰς λελύσθαι μοι δοκεῖ ἡ ἐκείνων ὕβρις καὶ ἡ ἡμετέρα ὑποψία X.An.3.1.21; rescind a vote, ψῆφον λύει ὁ νόμος D.24.2; revoke a will, διαθήκην Is.6.33, etc. (but in Pass., to be opened, of a will, POxy.715.19 (ii A. D.), etc.); unbind a spell, Iamb.Myst.3.27:—Pass., λέλυται πάντα all ties are broken, all is in confusion, D.25.25. c as a technical term, solve a difficulty, a problem, a question, λύεται ἡ ἀπορία Pl.Prt.324e, al.; λ. ζήτημα Gal.6.436. d refute an argument, Pl.Grg.509a, Arist.Rh.1402b24,al.; cf. λύσις 11.4b, λυτικός 11. e unravel the plot of a tragedy, opp. πλέκειν, Id.Po.1456a10. f λ. τὴν φάσιν, of the Moon, pass out of, Vett. Val.134.1, cf. 2. 5 break a legal agreement or obligation, τὸν νόμον Hdt.6.106; τὰς σπονδάς Th.1.23, 78, cf. 4.23, al.; τὰ συγκείμενα Lys.6.41; σίς κε τὰς ϝρήτας τάσδε λύση whoso breaks this agreement, Inscr.Cypr.135.29 H. 6 in physical sense, dissolve, λύθεν, opp. πάγεν, Emp.15.4; τὸ θερμὸν λύει, opp. πήγνυσι, Arist.Mete.384b11, cf. 382b33 (Pass.); ἀμμωνιακὸν ὄξει λύσας Gal.11.106; melt, παγείσας χιόνας Hdn.8.4.2; τι πυρὶ λ. Hippiatr.52. 7 of medicines, λ. τὴν κοιλίαν Arist.Pr.863b29, cf. Hp.Acut.(Sp.)38, Diocl.Fr.140; so of the effects of terror, Arist.Pr.877a32 (Pass.). 8 resolve into, in Pass., Heph.8, 10, Aristid. Quint.1.28. III solve, fulfil, accomplish, τὰ τοῦ θεοῦ μαντεῖα S.OT407; ὅρκον Plb.6.58.4. IV atone for, make up for, τὰς πρότερον ἁμαρτίας Ar.Ra. 691; λύσων ὅσ' ἐξήμαρτον S.Ph.1224; λ. φόνον φόνῳ Id.OT101, E. Or.511; αἱ πρόσοδοι λύουσι τἀναλώματα Diph.32.5:—Med., τῶν πάλαι πεπραγμένων λύσασθ' αἷμα . . δίκαις A.Ch.804 (lyr.). V μισθὸν λύειν pay wages in full, quit oneself of them, used only in cases of obligation, X.Ages.2.31. 2 τέλη λύειν, = λυσιτελεῖν, pay, profit. avail, ἔνθα μὴ τέλη λύει φρονοῦντι where it boots not to be wise, S.OT 316: but more freq. λύει without τέλη, construed like λυσιτελεῖ, abs., λύει δ' ἄλγος E.Med.1362, cf. PSI4.400.16: c. dat. pers., φημὶ τοιούτους γάμους λύειν βροτοῖσιν E.Alc.628, cf.Hipp.441: c. inf., πῶς οὖν λύει . . ἐπιβάλλειν; Id.Med.1112 (anap.); ἐμοί τελύειτοῖσιμέλλουσιν τέκνοις τὰ ζῶντ' ὀνῆσαι it is good for me to benefit my living children by means of those to come, ib.566; λύει ἀπελθεῖν UPZ77i12 (ii B.C.): c. acc. et inf., λύει γὰρ ἡμᾶς οὐδέν, οὐδ' ἐπωφελεῖ, . . θανεῖν it is not expedient that we should die (οὐδ' ἐπωφελεῖ being parenthetic), S.El. 1005; οὐ γάρ με λύει . . κακορροθεῖσθαι E.Sthen.Prol.35; cf. λυσιτελέω.
German (Pape)
[Seite 74] λύσω, ep. aor. syncop. λύμην, Il. 21, 80, λύτο, λύντο, λελῦτο (Bekker λελῦντο) ist Od. 18, 238 optat. perf. pass., λελύσεται, Dem. 14, 2, – lösen; – 1) losmachen, losknüpfen, losbinden, Kleidungs- u. Waffenstücke, λῦσε δέ οἱ θώρηκα, Il. 16, 804, u. im med., λύσασθαι ἱμάντα, sich den eigenen Gürtel lösen, 14, 214, aber λύοντο δὲ τεύχεα, sie nahmen ihnen, den Anderen die Waffen ab, um sie als Waffenbeute für sich zu behalten, 17, 318; – ζωστῆρα, den Gürtel abbinden, Il. 4, 215, u. ζώνην παρθενίην λύειν, den jungfräulichen Gürtel lösen, d. i. der Jungfrau zum erstenmale beiwohnen, Od. 11, 245; ähnlich λύοι χαλινὸν ὑφ' ἥρωϊ παρθενίας Pind. I. 7, 52; ἔνθα παρθένει' – ἔλυσ' ἐγὼ κορεύματα Eur. Alc. 175; ὁ δ' αὐτίκα λύσατο μίτρην Musaeus. – Uebertr. auch ὄφρ' οἶοι Τροίης ἱερὰ κρήδεμνα λύωμεν, Il. 16, 100, wie Od. 13, 388 (s. unten). – Von den Schiffstauen öfter, τοὶ δὲ πρυμνήσι' ἔλυσαν, Od. 2, 418. 15, 552, womit λύον ἱστία, ib. 496, zu vergleichen; u. ähnl. λαῖ. φος, πείρατα, ὅπλα νηός, Od., wie νεῶν πόδα, Eur. Hec. 1020; ἀσκὸν μὲν λῦσαν, sie banden den Schlauch auf, Od. 10, 47, wie Eur. El. 511; – ὑπαί τις ἀρβύλας λύοι τάχος, Aesch. Ag. 919, πέδας, Eum. 615, κλείθρων λυθέντων, Spt. 378; λύει τὸν αὑτῆς πέπλον, soph. Tr. 920, στολάς, O. C. 1593, auch ἡνίαν, den Zügel losmachen, nachlassen, El. 733; γράμματα, δέλτον, auflösen, öffnen, Eur. I. A. 38. 307; κλῇθρα μοχλοῖς, I. T. 99; vgl. διαθήκας λύειν, D. C. 55, 9, s. unten 4. – Λέλυκα στόμα, Isocr. 12, 96; vgl. Eur. Hipp. 1060, wie γλώσσας ἐς αἰσχροὺς μύθους, Criti. bei Ath. X, 432 e. – 2) losspannen, abspannen, ἵππους ἐξ ὀχέων, Il. 5, 369, wie ὑπὲξ ὀχέων, 8, 504 u. öfter; auch ἔλυσαν ὑφ' ἅρμασιν ὠκέας ἵππους, 18, 244, wie ὑπὸ ζυγόφιν, 24, 576, u. ohne weitern Zusatz, ἵππους, u. im med., λύεσθαι ἵππους ὑπ' ὄχεσφι, seine Pferde vom Wagen, eigtl. unter das Joch weg, losspannen, 23, 7. 11; βόε λῦσαι, Hes. O. 610, Ggstz ζεύγνυμι. Ueberh. – 3) losbinden, Od. 12, 53. 163, u. dah. befreien, aus Gefangenschaft auslösen, τὴν δ' ἐγὼ οὐ λύσω, ich werde sie nicht freigeben, Il. 1, 29, ἦλθε λυσόμενος – θύγατρα, um seine Tochter auszulösen, ib. 13; αἶψά κεν ἔντεα καλὰ λύσειαν, 17, 163, ὅπως λύσειεν Ἄρηα, Od. 8, 345, öfter; vgl. noch ἀλλ' ἄγε δὴ λῦσον, νεκροῖο δὲ δέξαι ἄποινα, 24, 137, u. ἔλυσεν ἀποίνων, er gab ihn um Lösegeld los, 11, 106. Aus Noth u. Gefahren befreien, λύειν τινὰ κακότητος, Einen vom Elend erlösen, Od. 5, 397. 13, 321; vgl. Pind. ἔλυσεν ἐξ ἀτιμίας, Ol. 4, 23, wie ἐκ πενθέων λυθέντες, I. 7, 6; τίς οὖν ὁ λύσων σ' ἔσται, der Befreier, Aesch. Prom. 773; ὃς πόνων ἐκ τῶνδ' ἐμὲ λύσει, 875, λῦσαί με δεσμῶν τῶνδε, 1008, u. im med., ὅςπερ Ἰὡ πημονᾶς ἐλύσατο, Suppl. 1051; πρῶτος ἀγγέλων ὄκνου σε λύσω, Soph. Tr. 180; τῆς νῦν παρούσης πημονῆς λύσεις βάρος, El. 927; δεσμὰ παιδός, Eur. Herc. Fur. 1123. Auch in Prosa, λύουσιν οἱ ἕνδεκα Σωκράτη, Plat. Phaed. 59 e; ἐκ δεσμῶν, Rep. II, 360 c; αἱ νεωστὶ ἐκ δουλείας λελυμέναι, IX, 574 d; λύσασθαι ἐκ τῶν πολεμίων, loskaufen, Lys. 19, 59; Xen. An. 7, 8, 6; χρημάτων, Her. 2, 135; λυθεὶς ἀνὴρ ἀντ' ἀνδρός, Thuc. 5, 3. Aber λύειν τινὰ ἀρχῆς ist = absetzen, D. Sic. 13, 92. – 4) auflösen, aufheben, ἀγορήν, Il. 1, 305, λύτο ἀγών, 24, 1, θέμις ἀνδρῶν ἀγορὰς ἠμὲν λύει ἠδὲ καθίζει, Od. 2, 69. – Daher = einen Streit beilegen, schlichten, νείκεα, Od. 7, 74, vgl. Il. 14, 502. 304; νεῖκος οὐκ ἐν ἀργύρου λαβῇ ἔλυσεν, Aesch. Suppl. 914; νεῖκος πατρί, Eur. Hipp. 1442; ἔριν, Phoen. 81; – so auch ἀπορίαν, eine Schwierigkeit beseitigen, eine schwierige Frage lösen, Plat. Prot. 324 e Rep. VIII, 556 a; oft bei Arist. u. Rhett., bei denen es auch geradezu die Bdtg »widerlegen« annimmt, vgl. Arist. rhet. 2, 25. Pol. πόλεμον, πολιορκίαν λύειν, beilegen, aufheben, 25, 5, 1. 2, 9, 9, συνουσίαν, 5, 15, 3. – Auch = Schmerzen, Sorgen stillen, beschwichtigen, mildern, ὕπνος λύων μελεδήματα θυμοῦ, Il. 23, 62 Od. 20, 56 u. öfter bei sp. D. – Auch stärker, geradezu vernichten, zerstören, πολίων κάρηνα, Il. 2, 118, wohin auch der oben angeführte bildliche Ausdruck Τροίης κρήδεμνα λύωμεν gehört; Τρώων ἔλυσε δόμους, Pind. P. 11, 34; γέφυραν, die Brücke abbrechen, Xen. An. 2, 4, 17; νόμους, Gesetze aufheben, abschaffen, Her. 3, 82; ὅρκον, den Eid brechen, Xen. An. 3, 2, 10; Pol. 6, 58 u. A.; so auch πίστιν, σπονδάς u. ähnliche; τὴν ψῆφον λύει καὶ ποιεῖ τοῦ μηδενὸς ἀξίαν, Dem. 24, 2, den Beschluß umstoßen, wie διαθήκην, Isae. 1, 3. 6, 33. – Woran sich die bei Hom. so häufige Vrbdg γυῖα, γούνατα, ἅψεα λύειν τινός od. τινί reiht, die Glieder lösen, erschlaffen machen, theils als Ausdruck für »tödten«, »erschlagen«, bes. in der Il. häufig, auch λῦσε βοὸς μένος, Od. 3, 450, theils die Ermattung, Ermüdung, die Folge des Schlafes, Schreckens, Staunens bezeichnend, καμάτῳ θυμαλγέϊ γούνατ' ἔλυσαν ἄλφιτα τευχούσῃ, Od. 20, 118, σὴ δὲ βίη λέλυται, von Altersschwachen, Il. 8, 103, auch von morschen Stricken, σπάρτα λέλυνται, 2, 135; so auch bei den Tragg., λέλυται γὰρ ἐμῶν γυίων ῥώμη Aesch. Pers. 877, λέλυμαι μελέων σύνδεσμα Eur. Hipp. 199. – 5) τέλη, μισθοὺς λύειν, Abgaben, Sold bezahlen, u. so von Dingen, zu deren Abtragung man verpflichtet ist, sich von einer Schuld, Verpflichtung losmachen, auch übertr., λύσων ὅσ' ἐξήμαρτον ἐν τῷ πρὶν χρόνῳ, Soph. Phil. 1208; τὰς πρότερον ἁμαρτίας, abbüßen od. wieder gut machen, Ar. Ran. 690; φόνῳ φόνον λύσει; Eur. Or. 510. – Dah. auch = λυσιτελεῖν, eigtl. λύειν τέλη, die Kosten ersetzen, nützen, Soph. O. R. 317; τινί, öfter bei Eur., vgl. Med. 566. 1112. 1362 Alc. 631. – [Υ, im praes. u. impf. kurz, ist Il. 23, 513 Od. 7, 74 lang gebraucht in der Bershebung, in der es auch bei attischen Dichtern lang wird. Bei sp. D., wie Ap. Rh. 3, 822, zuweilen auch in der Verssenkung lang. was sich auch schon in ἀλλϋεσκεν Od. 2, 105. 109 findet; im fut. u. aor. act. u. med. ist υ stets lang, im perf. u. plus qpf. aber act. u. pass., wie im aor. pass. kurz, nur. Il. 24. 1 ist λύτο im Anfange des Verses mit langem υ gebraucht, also mit Vekker λῦτο zu schreiben; λύμην mit kurzem υ steht Il. 21, 80, wie λύτο 21, 114.]
Greek (Liddell-Scott)
λύω: ποιητ. προστ. λῦθι (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. λῦμι) Πινδ. Ἀποσπ. 55: μέλλ. λύσω [ῡ]: ἀόρ. ἔλῡσα: πρκμ. λέλῠκα Θουκ. 7. 18, Ἀριστοφ. Σφ. 992 (ἀπο-), κτλ. - Παθ., πρκμ λέλῠμαι: ὑπερσ. ἐλελύμην [ῠ]: ἀόρ. ἐλύθην, Ἐπικ. λύθην [ῠ] Ὀδ. Θ. 360, Εὐρ. Ἑλ. 860, Θουκ., κτλ.: μέλλ. λῠθήσομαι Πλάτ. Τίμ. 41Β, Ἰσοκρ., κτλ.: ὡσαύτως λελύσομαι [ῡ] Δημ. 178. 21, Ξεν. Κύρ. 6. 2, 37 (ἀπο-)· -τούτοις προσθετέον Ἐπικόν τινα παθ. ἀόρ. (μετὰ τύπου ὑπερσ.) ἐλύμην ἢ λύμην [ῠ] Ἰλ. Φ. 80· λύτο [ῠ] αὐτόθι 114· ἀλλὰ λῦτο Ω. 1· λύντο Η. 16· ὡσαύτως γ΄ εὐκτ. πρκμ. λελῦτο, ἀντὶ λελύοιτο, σπανιώτατ. τύπος, Ὀδ. Σ. 238. - Μέσ., μέλλ. λύσομαι, ἀόρ. ἐλυσάμην· ὁ παθ. πρκμ. λέλῠμαι κεῖται ἐν μέσῃ σημ. παρὰ Δημ 958. 14, Ἀριστ. Ρητ. 2. 23, 23 (πρβλ. δια-, καταλύω)· ἐνῷ ὁ μέλλ. λύσομαι κεῖται ἐπὶ παθ. σημασίας ἐν συνθέσ. μετὰ τῆς προθέσ. διά, Θουκ. 2. 12, μετὰ τῆς ἐπί, Λυσ. 174. 38, μετὰ τῆς κατά, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 9. - Ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται πάντας τοὺς τύπους πλὴν τοῦ ἐνεργ. πρκμ. [Ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ. ῡ ἀείποτε παρ’ Ἀττ., ῠ κατὰ τὸ πλεῖστον παρ’ Ἐπικ., ἂν καὶ ὁ Ὅμ. ἔχει τὸ φωνῆεν τοῦτο δὶς μακρὸν ἐν ἄρσει, ἔλῡεν Ἰλ. Ψ. 513, λῡει Ὀδ. Η. 74· ἐν συνθέτοις ὡσαύτως μακρὸν ἐν θέσει, ἀλλῡεσκεν Β. 105· ἀλλῡουσαν αὐτόθι 109· - ἐν τῷ μέλλοντι καὶ ἀορ. α΄ τὸ υ μακρὸν ἀείποτε: - ἐν ἑτέροις δὲ χρόνοις τὸ υ βραχὺ ἀείποτε πλὴν ἐν τοῖς ἐξαιρετικοῖς τύποις λελῦτο, λῦτο, ἴδε ἀνωτ.· - λελῡμένος ἀπαντᾷ μόνον παρὰ λίαν μεταγενεστέροις ποιηταῖς ὡς ἐν Θεοδ. Προδρ.] (Ἐκ τῆς √ΛΥ, ἐξ ἧς καὶ αἱ λ. λύη, λύσις, λυτήρ, λύτρον· πρβλ. Σανσκρ. lû, lu-nâmi (seco, disseco)· Λατ. lu-o, (πληρώνω), re-lu-o, so-lv-o, (ἀντὶ so-lu-o), so-lu-tus· Γοτθ. lau-sja (λύω), lau-s (κενός), us-lau-sjeins (λύτρωσις), Ἀγγλ. loose (χαλαρός, λελυμένος), κτλ.· - ἀλλὰ τὸ λούω, κτλ., παράγονται ἐκ τῆς √ΛΟF. Ἡ πρώτη σημασία εἶναι ἡ τοῦ λύω, κοινῶς «λύνω»: Ι. ἐπὶ πραγμάτων, χαλαρώνω, λύω, ἀφαιρῶ τοὺς δεσμούς, «λύνω», ἰδίως ἐπὶ ἐνδυμάτων καὶ ὁπλισμοῦ, λῦσε δέ οἱ ζωστῆρα, θώρηκα Ἰλ. Δ. 215., Π. 804· ἀλλά, λῦσε δὲ παρθενίην ζώνην, ἐπὶ ἀνδρός, ἔλυσε δὲ τὴν παρθενικὴν ζώνην (δηλ. τὴν ζώνην τῆς συζυγικῆς τιμῆς, διότι ἡ Τυρὼ δὲν ἦτο παρθένος, ἀλλὰ γυνὴ τοῦ Κρηθέως), ἤτοι συνεγένετο αὐτῇ, Ὀδυσ. Λ. 245· ἐπὶ γυναικὸς παρθένου, λύω τὴν παρθενικήν μου ζώνην, συγγίγνομαι ἀνδρί, λύοι χαλινὸν ὑφ’ ἥρωϊ παρθενίας Πινδ. Ἴσθμ. 8 (7)· 95· ἔνθα παρθένει’ .. ἔλυσ’ ἐγὼ κορεύματα Εὐρ. Ἄλκ. 177 (πρβλ. ζώνη)· οὕτως, ἔλυσας ἅγνευμα σὸν ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 501· - συχν. ἐπὶ τῶν καλῳδίων καὶ ἄλλων σχοινίων τῶν πλοίων, λ. πρυμνήσια, ἱστία, λαῖφος, κτλ., Ὀδ. Β. 418., Ο. 496, 552, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 405 κἑξ., κτλ, (ἀλλ’ οὐδαμοῦ οὕτως ἐν Ἰλ.), πρβλ. Εὐριπ. Ἑκάβ. 539, 1020, κτλ.· ἀσκὸν λῦσαν, ἔλυσαν τὸν ἀσκόν, Ὀδ. Κ. 47· ἀκολούθως συχν. παρ’ Ἀττ. (πρβλ. ὑπολύω), λ. στολάς, πέπλον Σοφ. Ο. Κ. 1596, Τρ. 924· λ. ἡνίαν, χαλαρώνω, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 743· λ. κλῇθρα, ἀνοίγω, Αἰσχύλ. Θήβ. 396· λ. γράμματα, δέλτον, ἀνοίγω ἐπιστολήν, Εὐρ. Ι. Α. 38. 307· λ. πέδας, δεσμὰ Αἰσχύλ. Εὐμ. 645, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1123· ἀρτάνας ἐμῆς δέρης ἔλυσαν, ἔλυσαν ἐκ τοῦ τραχήλου μου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 876, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 781· - Μέσ., ἐλύσατο κεστὸν ἱμάντα, ἔλυσε τὴν ζώνην της, Ἰλ. Ξ. 214· ἀλλά, λύοντο τεύχεα, ἔλυον τὸν ὁπλισμὸν δι’ ἑαυτούς, δηλ. ἀφῄρουν τὰ ὅπλα (ἑτέρων), Ρ. 318· μεταγεν., λύσασθαι τρίχα, κόμας, πλοκαμῖδας Βίων 1. 20, κτλ.: - ἀκολούθως, β) κατὰ διαφόρους φράσεις, στόμα λ. ἀνοίγειν τὸ στ., Εὐρ. Ἱππ. 1060, Ἰσοκρ. 252C· λ. γλῶσσαν εἰς αἰσχροὺς μύθους Κριτί. 2. 10 Bgk.· λ. βλεφάρων ἕδραν, ἀνοίγω τοὺς ὀφθαλμούς μου, ἐξυπνῶ, Εὐρ. Ρῆσ. 8· λ. ὀφρύν, χαλαρώνω τὰς ὀφρῦς, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 290· ἄχος λ. ἀπ’ ὀμμάτων Σοφ. Αἴ. 706, κτλ. 2) ἐπὶ ἐμψύχων, α) ἐπὶ ἵππων, κτλ., λύω, «ξεζεύγω, ἀντίθετ. τῷ ζεύγνυμι, Ὀδ. Δ. 35, συχν. ἐν Ἰλ.· ἐξ ὀχέων, ὑπὲξ ὀχέων Ἰλ. Ε. 369., Θ. 504· ὑφ’ ἅρμασιν Σ. 244· ὑπὸ ζυγοῦ Ὀδ. Δ. 39· ὑπὸ ζυγόφιν Ἰλ. Ω. 576· ὑπ’ ἀπήνης Ὀδ. Η. 5· καὶ ἐν τῶ μέσ. τύπῳ, λύεσθαι ἵππους ὑπ’ ὄχεσφι Ἰλ. Ψ. 7· οὕτω, βόε λῦσαι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 606· - ὡσαύτως, λύε μώνυχας ἵππους, ἔλυσεν αὐτοὺς ἐκ τοῦ μέρους ὅπου ἦσαν δεδεμένοι, Ἰλ. Κ. 498· λ. κύνα, ἀφίνω ἐλεύθερον, Ξεν. Κυν. 6. 13. κτλ. β) ἐπὶ ἀνθρώπων, λύω, ἐλευθερώνω, ἀπαλλάττω, ἰδίως ἐκ δεσμῶν ἢ φυλακῆς, ἑπομένως καθόλου, ἐκ δυσκολίας ἢ κινδύνου, Ἰλ. Ο. 22· Ὀδ. Θ. 345., Μ. 53, κτλ.· ὁ λύσων, ὁ μέλλων νὰ ἐλευθερώσῃ, Αἰσχύλ. Πρ. 771, 785· - μετὰ γεν. πράγμ., λύειν τινὰ κακότητος Ὀδ. Ε. 397, πρβλ. Πινδ. Π. 3. 89, κτλ.· οὕτω παρ’ Ἀττ., λ. τινὰ δεσμῶν Αἰσχύλ. Πρ. 1006· ὄκνου, πημονῆς, κτλ., Σοφ. Τρ. 181, κτλ.· ὡσαύτως, λ. τινὰ ἐκ δεσμοῖο Ὀδ. Θ. 360, πρβλ. Πινδ. Ο. 4. 34, Αἰσχύλ. Πρ. 872, Εὐρ. Ἱππ. 1244, Πλάτ. Πολ. 360C. ὡσαύτως, ἔλυσε δόμους ἁβρότατος, διέλυσε τοὺς οἴκους τῆς ἁβρότητος, Πινδ. Π. 11. 51· λ. τινὰ τῆς ἀρχῆς, ἀπολύειν, καθαιρεῖν τινα ἀπὸ τοῦ ἀξιώματος, Διοδ. 13. 92. - Μέσ., κυρίως, ἐνεργῶ ὥστε νὰ λυθῇ ἢ ἐλευθερωθῇ τις, λύσασθαί τινα δυσφροσυνάων Ἡσ. Θ. 528· ὅσπερ Ἰὼ πημονᾶς ἐλύσατο Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1066. - Παθ., λυθῆναι τὰς πέδας Διόδ. 17. 116· λέλυται γὰρ λαὸς ἐλεύθερα βάζειν, ὡς ἐλύθη ζυγόν, ἀφέθη ὁ λαὸς νὰ ὁμιλῇ ἐλευθέρως εὐθὺς ὡς ἀφῃρέθη ὁ ζυγός, Αἰσχύλ. Πέρσ. 592. γ) ἐπὶ αἰχμαλώτων, ἀπολύω ἐπὶ παραλαβῇ λύτρων (ἀποίνων), ἀπελευθερώνω, Ἰλ. Λ. 29., Ω. 137, 555, κτλ.· λ. τινά τινι Α. 20., Ω. 561, Ὀδ. Κ. 298· Σαρπηδόνος ἔντεα καλὰ λύσειαν, θὰ ἀπέδιδον.., Ἰλ. Ρ. 162· πλῆρες, λύειν τινὰ ἀποίνων Λ. 106· χρημάτων μεγάλων Ἡρόδ. 2. 135· ἀνὴρ ἀντ’ ἀνδρὸς λυθεὶς Θουκ. 5. 3· - Μέσ. ἐλευθερώνω τινὰ πληρώνων λύτρα δι’ αὐτόν, Ἰλ. Λ. 13., Ω 118, κ. ἀλλ. Ὀδ., καὶ Ἀττ.· λύεσθαί τινα ἐκ πολεμίων Λυσ. 122. 7· ἵππον Ξεν. Ἀν. 7. 8, 6· ὅσους αὐτὸς ἐλυσάμην τῶν αἰχμαλώτων Δημ. 394. 6· λ. τινι τὸ χωρίον ὁ αὐτ. 1215. 20· ἑαυτοὺς ἔφασαν βούλεσθαι λύσασθαι, εἶπον ὅτι οἱ ἴδιοι ἤθελον νὰ λυτρώσωσιν ἑαυτοὺς καταβάλλοντες τὰ λύτρα, ὁ αὐτ. 394. 11· λυσάμενος, «ἐλευθερώσας ἐκ τοῦ πορνοβοσκείου» (Σχολ.), Ἀριστοφ. Σφ. 1533· - οὕτω τὸ ἐνεργ. καὶ μέσον (ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας) σχετίζονται πρὸς ἄλληλα ἀκριβῶς ὡς τὸ λυτρόω καὶ λυτρόομαι. 3) παραχωρῶ, παραδίδω, [[[θρόνον]]] λῦσον ἄμμιν Πινδ. Π. 4. 275. ΙΙ. διαλύω ὅλον τι εἰς τὰ μέρη του, διαλύω, ἀπολύω, λ. ἀγορήν, διαλύω τὴν συνεδρίαν, ἀντίθετον τῷ καθίζω, Ἰλ. Α. 305, Ὀδ. Β. 69, κτλ.· ὡσαύτως, διαλύω τὴν ἐμπορικὴν ἀγοράν, Ξεν. Οἰκ. 12. 1· -Παθητ., λῦτο ἀγὼν Ἰλ. Ω. 1· ἐλύθη ἡ στρατιά, ἡ συνουσία Ξεν. Κύρ. 6. 1, 2, Πολύβ. 5. 15, 3. 2) διαλύω, σπάρτα λέλυνται, «διαλύονται, σαπέντα δηλαδή» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 135· ῥαφαὶ .. λέλυντο ἱμάντων Ὀδ. Χ. 186· λ. τὴν σχεδίην Ἡρόδ. 4. 97· τὴν γέφυραν Ξεν. Ἀνάβ. 2. 4, 17· τὴν ἀπόφραξιν αὐτόθι 4. 2, 25. 3) ἰδίως ἐπὶ σωματικῆς ἰσχύος, χαλαρώνω, δηλ. ἐξασθενῶ, καθιστῶ τι ἀσθενές, ἄτονον, λῦσέ οἱ γυῖα, κατέστησεν ἄτονα τὰ γόνατα αὐτοῦ, δηλ. τὸν ἐφόνευσε, συχν. ἐν Ἰλ.· οὕτω, γούνατα λύειν τινὶ Ἰλ. Χ. 335· ἢ τινὸς Ε. 176, κτλ.· ὡσαύτως, λ. μένος τινὶ Π. 332, κτλ.· πέλεκυς λῦσε βοὸς μένος Ὀδ. Γ. 450, πρβλ. Ἰλ. Ρ. 29, 524· ἀλλά, οἵ μοι καμάτῳ... γούνατ’ ἔλυσαν, κατέστησαν τὰ γόνατά μου ἀδύνατα, ἄτονα ἐκ τοῦ κόπου, Ὀδ. Υ. 118· - οὕτως ἐν τῷ Παθητ., λύντο δὲ γυῖα, ὡς τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ θανάτου, τοῦ ὕπνου, τῆς κοπώσεως, τοῦ φόβου, κτλ., Ἰλ. Ζ. 16, κτλ.· γυῖα λέλυντο Ν. 85, Ὀδ. Θ. 233· αὐτοῦ λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ Ἰλ. Φ. 114, 425· λύθη ψυχή τε μένος τε Ε. 296, κτλ.· λύθεν δέ οἱ ἅψεα πάντα Ὀδ. Δ. 794, κτλ.· - οὕτω παρὰ Τραγικ., λέλυται γυίων ῥώμη Αἰσχύλ. Πέρσ. 913· λύεται δέ μοι μέλη Εὐρ. Ἑκ. 438· λέλυμαι μελέων σύνδεσμα ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 199· λύειν βλέφαρα, κλείειν τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐν τῷ ὕπνῳ, Σοφ. Ἀντ. 1302· οὕτω, λ. τὴν ἐν ταῖς ψυχαῖς πρὸς μάχην παρασκευὴν Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 22. 4) καταστρέφω, καταβάλλω, πολίων κάρηνα Ἰλ. Β. 118., Ι. 25· Τροίης κρήδεμνα Π. 100, Ὀδ. Ν. 388· καὶ καθόλου, διαλύω, ἀποβάλλω, δίδω τέλος, Λατ. dissolvere, λ. νείκεα Ἰλ. Ξ. 205, 304, Ὀδ. Η. 74· μελεδήματα Ἰλ. Ψ. 62, Ὀδ. Υ. 56· - οὕτω, λ. ἐπιμομφὰν Πινδ. Ο. 10 (11). 11· λ. φόβον, μοχθήματα, ἀνάγκας, Αἰσχύλ. Θήβ. 270, Σοφ. Ο. Κ. 1616 λ. βίον, ὅ ἐστι ἀποθνήσκειν, Εὐρ. Ι. Τ. 692· λ. τὸ τέλος βίου Σοφ. Ο. Κ. 1720· μάχην Ἀριστοφ. Εἰρ. 991. β) παρὰ πεζογράφοις, λ. νόμους, καταργεῖν, Λατ. leges abrogare, Ἡρόδ. 3. 82· τὰ περὶ τὴν πολιτείαν Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 14, 14· λ. ψήφῳ τὸ παράνομον Αἰσχίν. 82. 15, κτλ.· ὕβριν καὶ ὑποψίαν Ξεν. Ἀν. 3. 1, 21· λ. ψῆφον κτλ., ἀκυρῶ, καταργῶ, Δημ. 700. 13· λ. διαθήκας, ἀκυρῶ, Ἰσαῖ. 59. 29, κτλ.· - Παθ., λέλυται πάντα, πάντες οἱ δεσμοὶ ἔχουσι λυθῆ, πάντα κεῖνται συγκεχυμένα, Δημ. 777. 9. γ) ὡς τεχνικὸς ὅρος, λύω δυσκολίαν τινά, πρόβλημά τι ἢ ζήτημα, λ. ἀπορίαν Πλάτ. Πρωτ. 324Ε, κ. ἀλλ. δ) ἀναιρῶ λογικόν τι ἐπιχείρημα, Ἀριστ. Ρητ. 2. 25, 10, κ. ἀλλ.· πρβλ. λύσις ΙΙ. 4. α, λυτικὸς ΙΙ. ε) ἀναλύω τὴν ὑπόθεσιν ἢ πλοκὴν τραγῳδίας, ἀντίθετ. τῷ πλέκειν, ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 18, 11. 5) καταργῶ, ἀκυρῶ νόμιμόν τινα συμφωνίαν ἢ ὑποχρέωσιν, τὸν νόμον Ἡρόδ. 6. 106· τὰς σπονδὰς Θουκ. 1. 23, 78, πρβλ. 4. 23· τὰ συγκείμενα Λυσ. 106. 391. 6) ἐπὶ φυσικῆς ἐννοίας, διαλύω, τήκω, «λυώνω», λύει τὸ θερμόν, ἀντίθετ. τῷ πήγνυσι, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 7, 15. - Παθ., λύεται, ἀντίθετ. τῷ πήγνυται, αὐτόθι 4. 6. 3 ἑξ. 7) ἐπὶ φαρμάκων, λ. τὴν κοιλίαν ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 1. 40· οὕτως ἐπὶ τῶν ἀποτελεσμάτων τοῦ τρόμου, αὐτόθι 4. 7, κ. ἀλλ. III. λύω, ἐκπληρῶ, ἐκτελῶ, τὰ τοῦ θεοῦ μαντεῖα Σοφ. Ο. Τ. 407· λ. ὅρκους Πολύβ. 6. 58, 4. IV. προσφέρω ἐξιλέωσιν διά τι, ἐπανορθῶ τι, ὡς τὸ Λατ. luere, rependere, τὰς πρότερον ἁμαρτίας Ἀριστοφ. Βάτρ. 691· λ. ὅσ’ ἐξήμαρτον Σοφ. Φιλ. 1224· λ. φόνον φόνῳ ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 101, Εὐρ. Ὀρ. 510. - Μέσ., τῶν πάλαι πεπραγμένων λύσασθ’ αἷμα Αἰσχύλ. Χο. 804. V. μισθοὺς λύω, πληρώνω τοὺς μισθοὺς πλήρεις, ἀπαλλάττομαι αὐτῶν, ἐν χρήσει μόνον ἐν περιπτώσει ὑποχρεώσεως, Ξεν. Ἀγησ. 2, 31. 2) τέλη λύειν = λυσιτελεῖν, ἔνθα μὴ τέλη λύει φρονοῦντι (ἐξυπ. τὸ φρονεῖν), ὅπου δὲν ὠφελεῖ νὰ εἶναί τις φρόνιμος, Σοφ. Ο. Τ. 316· ἀλλὰ συχνότερον ἁπλῶς τὸ λύει ἄνευ τοῦ τέλη, καὶ συντάσσεται ὡς τὸ λυσιτελεῖ, ἤτοι ἀπολ., λύει δ’ ἄλγος Εὐρ. Μήδ. 1362· ἢ μετὰ δοτ. προσ., φημὶ τοιοὺτους γάμους λύειν βροτοῖς ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 627, πρβλ. Ἱππ. 441· μετ’ ἀπαρ., πῶς οὖν λύει... ἐπιβάλλειν; Εὐρ. Μήδ. 1112· ἐμοί τε λύει τοῖσι μέλλουσιν τέκνοις τὰ ζῶντ’ ὀνῆσαι, εἶναι καλὸν δι’ ἐμὲ τὰ ζῶντα τέκνα νὰ ὠφελήσωσι τὰ μέλλοντα νὰ γεννηθῶσι, αὐτόθι 566· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., λύει γὰρ ἡμῖν οὐδέν, οὐδ’ ἐπωφελεῖ βάξιν καλὴν λαβόντε δυσκλεῶς θανεῖν Σοφ. Ἠλ. 1005· πρβλ. λυσιτελέω Ι. 2.
French (Bailly abrégé)
I. délier : ;
1 au propre : τινα δεσμῶν ESCHL délivrer qqn de ses liens ; ἵππους ἐξ ὀχέων IL détacher des chevaux d’un char ; λ. κλῆθρα ESCHL délier la courroie qui assujettit un verrou, ouvrir un verrou ; λ. ζώνην OD dénouer une ceinture ; fig. λ. στόμα EUR délier la bouche, parler librement ; λ. τοῦ ποδός PLUT délier le pied ; ◊ prov. λύουσ’ εἴθ’ ἅπτουσα SOPH déliant ou attachant, càd quoi que je fasse;
2 p. ext. lâcher, laisser aller : ἡνίαν SOPH lâcher la rêne ; t. de mar. λ. πρύμνας EUR, νεῶν πόδα EUR délier la poupe, le pied des navires, càd lever l’ancre;
3 mettre en liberté, délivrer, affranchir : τινά, qqn ; λυθεὶς ἀνὴρ ἀντ’ ἀνδρός THC prisonniers échangés homme pour homme ; λύειν τινὰ ἀποίνων IL ou χρημάτων HDT mettre qqn en liberté moyennant une rançon, une somme d’argent ; fig. λ. κακότητος OD délivrer de la maladie ; λ. ἐκ πόνων ESCHL délivrer d’épreuves pénibles ; φόνῳ φόνον λύειν SOPH faire expier (litt. délier d’) un meurtre par un meurtre ; réparer (une faute);
II. dissoudre :
1 désagréger, rompre, briser : τάξιν XÉN faire rompre des rangs, un ordre de bataille ; ἀγορήν IL dissoudre une assemblée ; γέφυραν XÉN rompre un pont ; λελύσθαι ἀπ’ ἀλλήλων XÉN se séparer les uns des autres en parl. de pers. qui rompent des liens de société ; fig. τὸ τέλος βίου SOPH, βίον EUR terminer (litt. délier) sa vie ; γούνατα λ. τινός IL, etc., ou τινι, litt. délier les genoux de qqn, càd le tuer ; μένος τινί IL briser la vie de qqn ; Pass. λύεται δέ μου μέλη EUR mes membres sont brisés ; σὴ δὲ βίη λέλυται IL ta force est brisée ; τοῦ δ’ αὖθι λύθη ψυχή τε μένος τε IL aussitôt son âme et son courage furent brisés ; fig. λ. νόμους HDT abroger des lois ; σπονδάς THC rompre des traités;
2 mettre fin à, achever, terminer, résoudre : νεῖκος IL mettre fin à une querelle;
3 résoudre, expliquer : αἴνιγμα LUC résoudre une énigme;
4 se libérer de : μαντεῖα SOPH de la prédiction d’un oracle (par le fait qu’elle s’accomplit) ; μισθοῦ XÉN acquitter, càd payer une part de solde ; abs. réfuter un argument;
5 aboutir à, se résoudre en : τέλη SOPH produire des revenus, être avantageux ; abs. λύει EUR il est avantageux de ; avec une prop. inf. il est utile que ; Pass. λελύσθαι μοι δοκεῖ καὶ ἡ ἐκείνων ὕβρις καὶ ἡ ἡμετέρα ὑποψία XÉN il me semble que tout cela a été utile et leur insolence et notre défiance;
Moy. λύομαι (f. λύσομαι, etc.);
I. tr. 1 délier de dessus soi : ἱμάντα IL délier sa ceinture;
2 délier pour soi : τεύχεα IL délier (pour les prendre) les armures (des morts) ; p. ext. délivrer, affranchir pour soi : θύγατρα IL délivrer sa fille en payant rançon;
II. intr. se relâcher : λύτο γούνατα IL ses genoux se dérobèrent sous lui.
Étymologie: R. Λυ, délier ; cf. lat. luo, solvo.
English (Autenrieth)
ipf. ἔλυον, λύε, fut. λύσω, aor. ἔλῦσα, λῦσεν, mid. aor. ἐλύσαο, inf. λύσασθαι, aor. 2, w. pass. signif., λύτο, λύντο, pass. perf. λέλυμαι, opt. λελῦτο, aor. λύθη, 3 pl. λύθεν: I. act., loose, loosen, set free, of undoing garments, ropes, Il. 4.215, Od. 11.245, Od. 2.415; unharnessing horses, Od. 4.35; of freeing from bonds or captivity (said of the captor), Il. 1.20; pass., of anything giving way, coming apart, Il. 2.135, Od. 22.186; fig., in senses answering to those enumerated, τινὰ κακότητος, ‘deliver’ from misery; ἀγορήν, ‘dismiss’; so λύτο δ' ἀγών; and with reference to emotion, or fainting, death, λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ, ‘gave way,’ ‘sank,’ ‘quaked’ (sometimes the act., Od. 20.118); of sleep ‘relaxing’ the limbs, or ‘dissolving’ cares, Od. 4.794, Il. 23.62; of ‘undoing’ (destroying) cities, Il. 2.118.—III. mid., loose or undo oneself, Od. 9.463, or something of one's own, get loosed or released, ransom; λῦσόμενος θύγατρα, said of the father, Il. 1.13; cf. the act., v. 20.
English (Slater)
λύω (λᾰοι: aor. (ἔ)λῦσε(ν); λῦσον; λσαις; λῦσαι: med. ἐλσατο: pass. impf. λύετο: aor. λᾰθέντες: ῦ aor. act. & med., ᾰ pres., aor. pass.)
a release διάπειρα ἅπερ Κλυμένοιο παῖδα ἔλυσεν ἐξ ἀτιμίας (O. 4.20) λῦσε δὲ Ζεὺς ἄφθιτος Τιτᾶνας (P. 4.291) ἐκ μεγάλων δὲ πενθέων λυθέντες, μήτ' ἐν ὀρφανίᾳ πέσωμεν στεφάνων (I. 8.6) of possessions, “τὰ μὲν ἄνευ ξυνᾶς ἀνίας λῦσον” i. e. make available (P. 4.155) med., Ἑλέναν τ' ἐλύσατο Τροίας ἶνας ἐκταμὼν δορί sc. Achilles (I. 8.51) add. gen., τοὺς μὲν ὦν λύσαις ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν sc. Asklepios (P. 3.50) ἐπεὶ ἀμφ' Ἑλένᾳ πυρωθέν- των Τρώων ἔλυσε δόμους ἁβρότατος (P. 11.34) ἁνίκ' ἀγανόφρων Κοίου θυγάτηρ λύετο τερπνᾶς ὠδῖνος (v. l. τερπνὰς ὠδῖνας) Πα. 12. 13. κείνων λυθέντες σαῖς ὑπὸ χερσίν, ἄναξ (δεσμῶν supp. Wil.) fr. 35.
b remove “λύοι κεν χαλινὸν ὑφ' ἥρωι παρθενίας” (sc. Θέτις) (I. 8.45) ὅμως δὲ λῦσαι δυνατὸς ὀξεῖαν ἐπιμομφὰν τόκος (O. 10.9)
c in tmesis, ἀνὰ δ' ἔλυσεν (v. ἀναλύω) (N. 10.90)