τάξη

From LSJ
Revision as of 18:10, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")

Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt

Menander, Monostichoi, 165

Greek Monolingual

η / τάξις, -εως, ΝΜΑ, και ιων. τ. γεν. -ιος Α τάσσω
1. η κατά ορισμένη σειρά ή κατά ορισμένο τρόπο κατάταξη (α. «χρονολογική τάξη» β. «ἡμερῶν τάξεως εἰς μηνῶν περιόδους», Πλάτ.)
2. η κατά τρόπο αρμονικό διευθέτηση, τακτοποίηση, κανονικότητα (α. «προσπαθώ να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου» β. «τάξιν έχειν», Θεόφρ.
γ. «εἰς τάξιν αὐτὸ ἤγαγεν ἐκ τῆς ἀταξίας», Πλάτ.)
3. το σύνολο τών προσώπων μιας κοινωνικής κατηγορίας που κατέχουν όμοια κοινωνική θέση, ανήκουν στο ίδιο κοινωνικό επίπεδο και τα οποία για τον λόγο αυτό έχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά (α. «η τάξη τών διανοουμένων» β. «η τάξη τών αρχόντων» γ. «η τάξη τών πλουσίων» δ. «η τάξη τών καλλιεργητών» ε. «ἐπὶ τῇ προαιρέσει τῶν πολιτευμάτων ἐπαινούμενον ὅτι τῆς μέσης τάξεως ἦν», Διον. Αλ.
στ. «επειδὴ και τούτων ἑκατέρου τοῡ φύλου τὴν τάξιν οἶσθα, ἤδη ποτ' ἐπισκέψω εἰς ποτέραν τῶν τάξεων τούτων σαυτὸν δικαίως ἄν τάττοῑς;», Ξεν.)
4. υποδιαίρεση ομάδας προσώπων ή πραγμάτων σύμφωνα με τα κοινά τους γνωρίσματα ή τον κοινό τους χαρακτήρα, κατηγορία (α. «τάξη της Ακαδημίας» — καθεμιά από τις υποδιαιρέσεις της Ακαδημίας σε επιστημονικούς κλάδους
β. «ὅπως ταγῇ τὰ ἄνομα αὐτοῡ ἐν τῇ τῶν τετελευτηκότων τάξει», πάπ.)
5. τοποθέτηση τών στρατιωτών κατά σειρά, γραμμή στρατιωτών (α. «πυκνή τάξη» β. «πεντήκοντα άνδρες ἡ πρώτη τάξις ἦν», Θουκ.)
6. τρόπος με τον οποίο διατάσσονται στρατεύματα ή πλοία για μάχη, πορεία ή επιθεώρηση (α. «τάξη ακροβολισμού» β. «τάξη αγκυροβολίας» γ. «ἵνα... μὴ διασπασθείη αὐτοῑς ἡ τάξις», Θουκ.
δ. «τῶν μὲν... σὺν κόσμῳ ναυμαχεόντων καὶ κατά τάξιν», Ηρόδ.)
7. κατάσταση (α. «απ' την τάξη τη μουχλή στο πατρικό μου να γερνώ», Μαλακ.
β. «συχνούς δὲ παντελώς πηρωθέντας τὰς ὁράσεις... εἰς τὴν προϋπάρξασαν ἀποκαθίστασθαι τάξιν», Διόδ.)
8. εκκλησιαστικό αξίωμα (α. «η τάξη τών διακόνων» β. «ἱερέα... κατὰ τὴν τάξιν Ἀαρών», ΚΔ)
νεοελλ.
1. (φιλοσ.) θεμελιώδης έννοια στην οποία ανακλάται ο τρόπος ύπαρξης και διαδοχής ως προς τον χώρο και τον χρόνο πραγμάτων, γεγονότων και φαινομένων βάσει ορισμένων νόμων και αρχών έτσι ώστε το καθένα να κατέχει και να διατηρεί μια ορισμένη θέση μέσα σε ένα συστηματικά δομημένο σύνολο (α. «η τάξη της φύσης» β. «η τάξη του σύμπαντος»)
2. ισορροπία και συνοχή τών κοινωνικών σχέσεων, που διασφαλίζονται με την καλή λειτουργία του συστήματος νόμων και θεσμών οι οποίοι διέπουν μια κοινωνία στο οικονομικό, πολιτικό, νομικό, διοικητικό επίπεδο (α. «πρώτο μέλημα τών ειρηνευτικών δυνάμεων είναι η αποκατάσταση της τάξης» β. «τάξη και ασφάλεια επικρατεί σε ολόκληρη τη χώρα»)
3. βιολ. α) συστηματική μονάδα που χρησιμοποιείται στην ταξινομική κατάταξη και η οποία βρίσκεται μεταξύ ομοταξίας και οικογένειας
β) κίνηση προσανατολισμού γενετικά καθορισμένη την οποία εκδηλώνει ένας οργανισμός, συνήθως ένα απλό φυτό ή ζώο, και που προκαλείται και διατηρείται από ένα ερέθισμα του εξωτερικού περιβάλλοντος, αλλ. ταξία
4. (κληρον. δίκ.) ομάδα συγκεκριμένων κληρονόμων στην εξ αδιαθέτου διαδοχή σύμφωνα με διαχωρισμό τους από τον νόμο και με τέτοιον τρόπο ώστε όσοι ανήκουν σε κατά σειρά προηγούμενη ομάδα, δηλαδή τάξη, να αποκλείουν από την κληρονομία όλους τους άλλους
5. καθεμιά από τις υποδιαιρέσεις ενός πλήρους κύκλου σπουδών που αντιστοιχεί σε ένα σχολικό έτος (α. «είναι δάσκαλος στην πρώτη τάξη» β. «έμεινε στην ίδια τάξη» — απορρίφθηκε)
6. (κατ' επέκτ.) το σύνολο τών μαθητών που εντάσσονται στην υποδιαίρεση αυτή («σήμερα ο δάσκαλος εξέτασε όλη την τάξη»)
7. συνεκδ. καθεμιά από τις αίθουσες διδασκαλίας τών σχολείων («οι μαθητές στόλισαν την τάξη για τη γιορτή τών Χριστουγέννων»)
8. διαβάθμιση αξιώματος, ιεραρχική διαβάθμιση (α. «πρώτος τη τάξει υπουργός» β. «τμηματάρχης πρώτης τάξεως»)
9. βαθμός, βαθμίδα, ποιοτική αξία (α. «ύφασμα πρώτης τάξεως» β. «ήταν γεύμα πρώτης τάξεως»)
10. ευπρέπεια, κοσμιότητα («με τάξη και με φρόνεψη εμπήκαν κι εθωρούσα», Ερωτόκρ.)
11. (σπάν.) η εμμηνορρυσία τών γυναικών, η περίοδος («έχει την τάξη της αυτές τις μέρες»)
12. φρ. α) «κοινωνική τάξη»
(κοινων.) i) η ομάδα τών ατόμων που ανήκουν σε μια τάξη ιστορικά προσδιορισμένη στα πλαίσια της κοινωνίας και τα οποία διακρίνονται από τον τρόπο ζωής τους και από την ιδεολογία τους
ii) (κατά τη μαρξιστ. αντίληψη) μεγάλη ομάδα ατόμων, ιστορικά συγκροτημένη, που διαφέρει από τις άλλες ομάδες σε ό,τι αφορά τη θέση την οποία κατέχει μέσα σε ένα ορισμένο σύστημα κοινωνικής παραγωγής αγαθών, τη σχέση της έναντι τών μέσων παραγωγής, τον ρόλο που εκπληρώνει στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας, τον τρόπο με τον οποίο αποκτά το μερίδιό της από τον κοινωνικό πλούτο καθώς και ως προς το μέγεθος του μεριδίου αυτού
β) «δημόσια τάξη»
(νομ.-πολ.) βλ. δημόσιος
γ) «αστική τάξη»
(κοινων.) i) η τάξη τών αστών, η τάξη τών κατοίκων της πόλης, σε αντιδιαστολή με τους κατοίκους της υπαίθρου
ii) κοινωνική τάξη στην οποία ανήκουν πρόσωπα με μη χειρωνακτική απασχόληση τα οποία έχουν μια άνετη οικονομική κατάσταση
iii) (κατά τη μαρξιστ. αντίληψη) κοινωνική τάξη η οποία στο καπιταλιστικό σύστημα είναι κυρίαρχη, ιδιοκτήτρια τών κύριων μέσων παραγωγής, εκμεταλλεύεται τη μισθωτή εργασία και κατέχει την κρατική εξουσία
δ) «εργατική τάξη»
(κοινων.) i) το σύνολο τών έμμισθων εργατών που εξαρτώνται από ένα σύστημα παραγωγής και είναι υποχρεωμένοι να πωλούν την εργατική τους δύναμη στους διαχειριστές αυτού του συστήματος παραγωγής
ii) (κατά τη μαρξιστ. αντίληψη) μία από τις κύριες κοινωνικές τάξεις, που είναι ελεύθερη από νομική άποψη αλλά στερείται μέσων παραγωγής ή άλλης πηγής πλούτου και είναι, για τον λόγο αυτό, υποχρεωμένη να πουλάει την εργατική της δύναμη στους ιδιοκτήτες τών μέσων παραγωγής, δηλαδή στην αστική τάξη, αλλ. προλεταριάτο
ε) «άρχουσα τάξη» ή «ιθύνουσα τάξη» ή «κυβερνώσα τάξη»
(κοινωνιολ.) το σύνολο τών ατόμων που ασκούν κατά τρόπο θεσμοθετημένο ή ανεπίσημο την εξουσία
στ) «πάλη τών τάξεων» — βλ. πάλη
ζ) «καθεστηκυία τάξη» — βλ. καθιστώ
η) «νέα διεθνής [ή παγκόσμια] τάξη»
διεθν. δίκ. θεμελιώδης έννοια της διεθνούς πολιτικής της οποίας το περιεχόμενο συνεπάγεται, με βάση τις αναλύσεις, τάσεις και μεταλλάξεις που συντελέστηκαν στον σημερινό κόσμο, ριζική αλλαγή της ουσίας τών διεθνών σχέσεων με σκοπό την ελεύθερη ανάπτυξη όλων τών κρατών και εθνών και την παγίωση νέων, δίκαιων, ισότιμων και δημοκρατικών σχέσεων μεταξύ τους
θ) «τάξη χημικής αντίδρασης»
χημ. (στη χημική κινητική) μέγεθος ενδεικτικό του μηχανισμού μιας χημικής αντίδρασης
ι) «αξιωματικός από τις τάξεις» — αξιωματικός που δεν φοίτησε σε στρατιωτική σχολή
ια) «εν τάξει»
i) όπως πρέπει, όπως αρμόζει, κανονικά
ii) καλώς, σύμφωνοι
13. παροιμ. φρ. «το μετάξι θέλει τάξη, / κι άνθρωπο να το διατάξει [ή να το κοιτάξει]» — δηλώνει ότι κάθε έργο απαιτεί άνθρωπο με τα κατάλληλα προσόντα και ικανότητες
μσν.
1. διατριβή, πραγματεία
2. (με περιλπτ. σημ.) όσα είναι καθιερωμένα να γίνονται στις τελετές, η εθιμοτυπία («Έκθεσις βασιλείου τάξεως» — τίτλος έργου του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου)
3. στον πληθ. αἱ τάξεις
τα πρακτικά τών αποφάσεων δημόσιων αρχόντων
4. σώμα αστυνομικών υπαλλήλων
μσν.-αρχ.
1. διάταξη, κανόνας («κατὰ τὴν τάξιν τοῡ νόμου ἐπὶ τὸν κλῆρον πορευέσθω», Πλάτ.)
2. προσταγή, παραγγελία
3. τα μέλη της βασιλικής φρουράς, οι βασιλικοί ή αυτοκρατορικοί ακόλουθοι
αρχ.
1. (ρητ.) η διάταξη τών διαφόρων μερών του λόγου
2. κανονισμός δίαιτας, συνταγή («τὴν τοῡ λυσιτελοῡντος τοῖς σώμασι ποιεῑσθαι τάξιν», Πλάτ.)
3. εκτίμηση, προσδιορισμόςτάξις φόρου» — επιβολή φόρου κατά την εκτίμηση της περιουσίας, Ξεν.)
4. το πολίτευμα («ἔχει δ' ἀνάλογον ή Κρητική τάξις πρὸς τὴν Λακωνικήν», Αριστοτ.)
5. σώμα στρατιωτών, φάλαγγα
6. (ιδίως στην Αθήνα) το σύνολο τών οπλιτών που παρείχε στον πόλεμο καθεμιά από τις δέκα φυλές και της οποίας διοικητής ήταν ο ταξίαρχος
7. λόχος πεζών στρατιωτών
8. τάγμα ιππέων
9. σώμα ιππέων ή άλλων στρατιωτών με ειδικό οπλισμό
10. στρατιωτικό σώμα από 120 άνδρες
11. μοίρα στόλου
12. (γενικά) όμιλος, ομάδα
13. η θέση που κατείχε ο μαχητής στη γραμμή της μάχης
14. δημόσια υπηρεσία, αξίωμα («τήν τοῡ συμβούλου τάξιν ἀπαιτεῑ», Δημοσθ.)
15. κατηγορία γης («ἀρούρης ἥμισυ ὄν ἐν κατοικικῇ τάξει», πάπ.)
16. λογαριασμός («ἐν ἰδίᾳ τάξει τίθεται τὸ κεφάλαιον», πάπ.)
17. ιατρ. α) βαθμός της θερμαντικής δύναμης φαρμάκων
β) ελάττωση της κήλης με κατάλληλους χειρισμούς
18. ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο, όριο
19. η ημερομηνία που έχει καθοριστεί ως τέρμα, τελευταία προθεσμία, τέλος
20. ευπείθεια, πειθαρχία («βλέπων ὑμών τὴν τάξιν», ΚΔ)
21. μτφ. θέση, μέρος, τόπος (α. «καίπερ ὑπὸ χθόνα τάξιν έχουσα», Αισχύλ.
β. «οἰκέτου τάξιν, οὐκ ελευθέρου παιδὸς ἔχων», Δημοσθ.)
22. φρ. α) «οἱ ἔξω τάξεως» — οι αξιωματικοί του επιτελείου (Διόδ.)
β) «τάξις της ὑδρείας» — κανονισμός διανομής νερού (Πλάτ.)
γ) «ἐν τάξει» — με τακτικό τρόπο, τακτικά (Πλάτ., επιγρ.)
δ) «κατὰ τάξιν» — σταδιακά
ε) «ἐν ἐπηρείας τάξει» — με υβριστική διαγωγή (Δημοσθ.)
στ) «ἐν ἐχθροῡ τάξει» — με εχθρικές διαθέσεις (Δημοσθ.).