ἐνίστημι

From LSJ
Revision as of 14:09, 26 May 2022 by Spiros (talk | contribs)

Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνίστημι Medium diacritics: ἐνίστημι Low diacritics: ενίστημι Capitals: ΕΝΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: enístēmi Transliteration B: enistēmi Transliteration C: enistimi Beta Code: e)ni/sthmi

English (LSJ)

causal in pres., fut.and aor. 1 Act., and aor. 1 Med.:—A put, place in, ἵππον ἐν λίθοις ἐνιστάναι X.Eq.Mag.1.16; στήλας ἐνίστη ἐς τὰς χώρας Hdt.2.102; εἰς αὐτὴν (sc. τὴν πόλιν) ἡνίοχον ἐνστῆσαι Pl.Plt. 266e; τοὺς ἱπποκόμους εἰς (i.e. amongst) τοὺς ἱππέας ἐ. X.Eq.Mag. 5.6: c. dat., ἱστὸν ἐνεστήσαντο μεσόδμῃ A.R.1.563. 2 in Law, institute an heir, ἐ. κληρονόμους τοὺς υἱούς PMasp.151.75 (vi A. D.). 3 aor. 1 Med., also, begin, ὅσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτ' ἐνεστήσαντο Ar.Lys.268; οὐδὲν πώποτε τῶν πραγμάτων ἐνεστήσασθ' ὀρθῶς D.10.21; ὁ τοιοῦτον ἀγῶν' ἐνστησάμενος Id.18.4; ἐνστήσασθαι τὸ πρᾶγμα, put matters in place, prosecute, Lat. rem instituere, Arist. Pr.951a28; ἀρχὰς τῆς γενέσεως Thphr.HP7.10.4; ὀργὴν καὶ μῖσος πρός τινα ἐνστήσασθαι to begin to show... Plb.1.82.9; πρᾶξιν Plu. Arat.16: c. inf., D.S.14.53. 4 ἐνστήσασθαι τὸ μέγεθος determine the size, Ph.Bel.50.29. B Pass., with aor. 2, pf., and plpf. Act.:—to be set in, stand in, λὁχοις E.Supp.896; ἐν τῷ νηῷ Hdt.2.91: abs., πύλαι ἐνεστᾶσι ἑκατόν Id.1.179, cf. Pl.Ti.50d, etc. 2 enter upon, take possession of, ὁ νικάσας ἐν τὰν οὐσίαν ἐνίσταται τὰν τοῦ ἁλόντος Foed. Delph.Pell. 2B 14. II to be appointed, σοῦ ἐνεστεῶτος βασιλέος Hdt.1.120, cf. 6.59; ἐς ἀρχήν Id.3.68; ἐς τυραννίδας Id.2.147. III to be upon, threaten, c. dat. pers., τοιούτων τοῖσι Σπαρτιήτῃσι ἐνεστεώτων πρηγμάτων Id.1.83; τὸν πόλεμον τὸν ἐνστάντα σοὶ καὶ τῇ πόλει Isoc.5.2; in war, press hard, τινί Plb.3.97.1: abs., begin, [τοῦ θέρους] ἐνισταμένου Thphr.HP9.8.2; ἐνισταμένου τοῦ ἐνιαυτοῦ LXX 3 Ki.12.24; to be at hand, arise, ὁ τότ' ἐνστὰς πόλεμος D.18.89, cf. 139, Plb.1.71.4; τοῦ πολέμου πρὸς Φίλιππον ὑμῖν ἐνεστηκότος Aeschin.2.58: especially in pf. part., pending, present, μιᾶς ἐνεστώσης δίκης Ar.Nu.779, cf. Is.11.45, D.33.14; ὁ νῦν ἐνεστηκὼς ἀγών Lycurg.7; so οὐδενὸς ἡμῖν ἐνεστῶτος πρὸς αὐτούς PStrassb.91.21 (i B.C.); of time, instant, present, τοῦ ἐνεστῶτος μηνός Philipp. ap. D.18.157; ἡ ἐνεστῶσα κακία, ἀνάγκη, PPetr.2p.60, 1 Ep.Cor.7.26; κατὰ τὸν ἐ. καιρόν Arist.Rh.1366b23; ἀγαθὸν ἐνεστὼς ἢ μέλλον Stoic.3.94; cf. ἐνεστάναι τὸν πάντα χρόνον ὡς τὸν ἐνιαυτὸν ἐνεστηκέναι λέγομεν Apollod.Stoic.3.260. 2 esp. Gramm., ὁ ἐνεστὼς (sc. χρόνος) the present tense, Stoic.2.48, D.T.638.22, A.D.Pron.58.7, al.; also ἐνεστῶσα συντέλεια the state of completion expressed by the perfect tense, Id.Synt.205.15: also in aor., τοῦ ποτὲ ἐνστάντος when the moment has arrived, Plot.4.3.13; τὰ ἐνεστηκότα πράγματα present circumstances, X.HG2.1.6; so τὰ ἐνεστῶτα Plb.2.26.3. IV stand in the way, resist, block, τοῖς ποιουμένοις Th.8.69; τῇ φυγῇ Plu.Luc.13; τῇ αὐξήσει Id.Rom.25; πρὸς πᾶσάν τινι πολιτείαν Id.Arist.3, cf.Marc.22: abs., stand in the way, Th.3.23; in argument, ἐνέστηκεν ὃ νυνδὴ Κέβης ἔλεγε Pl.Phd.77b; ὁ ἐνεστηκώς = the opponent in a lawsuit, SIG45.28 (Halic., v B.C.). 2 in Logic, object, τῷ καθόλου Arist.Top.157b3; πρὸς τὸν ἔξω λόγον Id.APo.76b26: abs., Id.Rh.1402b24,al.; ἐ. ὅτι . . Id.APr.69b6; ὡς . . Id.EN1172b35, A.D. Synt.176.23. 3 of the Roman tribunes, exercise the right of intercessio, veto, Plb.6.16.4, Plu.TG10,al. V of fluids, congeal, freeze, ὕδωρ ἐνεστηκός Thphr.CP5.13.1; become impacted in, ἐνιστάμενον ἐπὶ τὰ τοῦ στομάχου στενά (sc. γάλα) Dsc.Alex.26.

German (Pape)

[Seite 845] (s. ἵστημι), hinein, dabei, darauf stellen, setzen; Hippocr.; στήλας ἐνίστη ἐς τὰς χώρας Her. 2, 102; χρυσᾶ ἀγάλματα ἐνέστησαν Plat. Critia. 116 d; οἷον ἡνίοχον εἰς αὐτὴν ἐνστήσας Polit. 266 e; αὑτὸν ἐκμάττειν τε καὶ ἐνιστάναι εἰς τοὺς τῶν κακιόνων τύπους Rep. III, 396 e; τοὺς ἱπποκόμους εἰς τοὺς ἱππέας Xen. Hipparch. 5, 6, vgl. 1, 6. Übertr., τὸν νοῦν, τὴν διάνοιαν, den Verstand, die Gedanken worauf richten, Arist. – Häufiger im med. u. zwar – al aor. I. = act., ἄγαλμα ἐνστήσασθαι, darin aufstellen, Poll. 1, 11; ἱστὸν ἐνεστήσαντο μεσόδμῃ Ap. Rh. 1, 563; δόμοισιν ἄκοιτιν, hineinbringen, 4, 97. Dah. einrichten, anstellen, unternehmen, ὅσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο ἐνεστήσαντο Ar. Lys. 268; οὐδὲν τῶν πραγμάτων ἐνεστήσασθε οὐδὲ κατεσκευάσασθε ὀρθῶς Dem. 10, 21; 18, 193; ὁ τοιοῦτον ἀγῶνα ἐνστησάμενος 18, 4; öfter δίκην, κρίσιν, einen Proceß anstellen, Lys. u. a. Redner; πόλεμον, Pol. u. D. Sic. Auch praes. u. impf. so, ἐνίστατο τὴν περὶ Ἀκροκόρινθον πρᾶξιν, er begann die Unternehmung gegen Akr., Plut. Arat. 16; ὑπὲρ οὗ νῦν ἐνιστάμεθα τὴν διήγησιν Pol. 22, 15; πορθεῖν ἐνίστατο τὰς πόλεις, er legte es darauf an, die Städte zu zerstören, D. Sic. 14, 53; fut., τίνα τὴν τοῦ βίου όδὸν ἐνστήσονται, welchen Weg werden sie einschlagen, Plat. Ax. 367 a. – Aehnl. ὀργὴν καὶ μῖσος ἐνεστ ήσαντο πρός τινα Pol. 1, 82, 9, Zorn u. Haß gegen Jem. beweisen. – Gew. b) mit aor. II. u. perf. act., darinstehen; λόχοις ἐνεστὼς ἤμ υνε χώρᾳ Eur. Suppl. 896; πύλαι ἐνεστᾶσι ἑκατόν, stehen, d. i. sind darin, Her. 2, 179; ἄγαλμα ἐνέστηκε 2, 91; ὕδωρ ἐνεστηκός, darin stehen gebliebenes Wasser, Theophr.; ἐν ῷ ἐκτυπούμενον ἐνίσταται Plat. Tim. 50 d, vgl. oben. Bes. ἐνίστασθαι εἰς τὴν ἀρχήν, die Regierung antreten, Her. 3, 67 u. öfter; auch ohne Zusatz, ἄλλος ἐνί σταται βασιλεύς 6, 59; σέο ἐνεστεῶτος βασιλῆος 1, 120; ἔτι μιᾶς ἐνεστώσης δίκης, da noch ein Proceß anhängig gemacht ist, schwebt, Ar. Nubb. 779; ἐνεστηκυιῶν δικῶν Dem. 33, 14; Is. 11, 46 u. A.; ἐνεστηκότα πράγματα stehen den προγεγενημένα entgegen, Din. 1, 93; τὰ ἐνεστηκότα πράγματα, der gegenwärtige Stand der Dinge, Xen. Hell. 2, 1, 6; τὰ ἐνεστηκότα Pol. 2, 26, 3. 3, 15, 4; ὁ ἐνστὰς πόλεμος Isocr. 5, 2; Dem. u. A.; πόλεμος ἐνεστώς, der gegenwärtige Krieg, Pol. 1, 75, 2 u. öfter; ἤδη τῆς πολιορκίας δεύτερον ἔτος ἐνεστηκυίας, da die Belagerung schon das zweite Jahr dauerte, 7, 15, 2; τραυμάτων ἐνεστώτων, die da sind, Plat. Legg. IX, 878 b; ἐνισταμένου θέρους, mit Beginn des Sommers, Theophr. u. A.; bei den Gramm. ὁ ἐνεστὼς χρόνος, das Präsens. – c) sich entgegenstellen, bevorstehen, drohen; τοιούτων τοῖσι Σπαρτιήτῃσι ἐνεστεώτων πρηγμάτων Her. 1, 83; μείζονος ἐνίστατο πολέμου καταρχή Pol. 1, 71, 4; – sich widersetzen, Widerstand leisten, τοῖς ποιουμένοις Thuc. 8, 69; ἀλλ' ἔτι ἐνέστηκε τὸ τῶν πολλῶν, ὅπως μή – Plat. Phaed. 77 b; τοῖς εἰρημένοις ἐνστῆναι Isocr. 5, 39; οἱ δὲ ἐνιστάμενοι ὡς οὐκ – Arist. Eth. 10, 2, 4; ταῖς ἐπιβολαῖς Pol. 2, 46, 4; πρός τι, Plut. Aristid. 3; τινὶ πρός τι, Jemand in Bezug auf Etwas, Marc. 22. Bes. bei den Rhetorikern u. in der Gerichtssprache, gegen Etwas protestiren, Instanz machen, vgl. Arist. rhet. 2, 25. Bei den Römern das Intercediren der Volkstribunen, Pol. 6, 16, 4 u. Plut. öfter; τῇ φυγῇ Plut. Lucull. 13; τινί, Jemanden bedrängen, verfolgen, Pol. 3, 97, 1; auch wie instare = antreiben, Plut. Lac. apophth. p. 240; von Flüssigkeiten auch = gerinnen, fest werden, Diosc., Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνίστημι: μεταβατ. ἐν τῷ ἐνεστ., μέλλ. καὶ ἐνεργ. α΄ ἀορ., καὶ ἐν τῷ μέσ. α΄ ἀορ. Βάλλω τι νὰ σταθῇ ἔν τινι τόπῳ, χύδην καταβαλόντα λίθους τῶν ἐκ τῆς ὁδοῦ... ἐν τούτοις τὸν ἵππον ψήχειν καὶ ἐνιστάναι Ξεν. Ἱππαρχ. 1. 16· στήνω, στήλας ἐνίστη ἐς τὰς χώρας Ἡρόδ. 2. 102· ἐγκαθίστημι, τὸν πολιτικὸν καὶ βασιλικὸν οἷον ἡνίοχον εἰς αὐτὴν δηλ. τὴν πόλιν ἐνστήσαντα, παραδοῦναι, κτλ., Πλάτ. Πολιτικ. 266Ε, πρβλ. ἐκμάσσω. ΙΙ. βάλλω τινὰ νὰ σταθῇ πλησίον, εἰ τοὺς ἱπποκόμους εἰς τοὺς ἱππέας ἐνισταίης Ξεν. Ἱππαρχ. 5, 6· μετὰ δοτ., στήνω τι ἔν τινι, ἱστὸν ἐνεστήσαντο μεσόδμῃ Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 563. 2) κατὰ μέσ. ἀόρ. α΄ προσέτι, κάμνω ἀρχὴν εἴς τι, ἀρχίζω, ὅσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτ’ ἐνεστήσαντο Ἀριστοφ. Λυσ. 268· οὐδὲν πώποτε... ἐνεστήσασθε... ὀρθῶς Δημ. 137. 2· ὁ τοιοῦτον ἀγῶνα ἐνστησάμενος ὁ αὐτ. 227. 4. ἐνστ. τὸ πρᾶγμα, rem instituere, Ἀριστοτ. Προβλ. 29. 13, 2· ὀργὴν καὶ μῖσος πρός τινα ἐνστήσασθαι, ἄρχεσθαι δεικνύειν, Πολύβ. 1. 82, 9· μετ’ ἀπαρ., Διόδ. 14. 53. Β. Παθ. μετ’ ἐνεργ. ἀορ. β΄, πρκμ. καὶ ὑπερσ.: - ἵσταμαι ἔν τινι, λαμβάνω μέρος ἢ θέσιν ἔν τινι, λόχοις δ’ ἐνεστὼς ὥσπερ Ἀργεῖος γεγώς, ἑστὼς ἐν τοῖς λόχοις. λαμβάνων μέρος εἰς τὰς ἐνέδρας, Εὐρ. Ἱκ. 896· εἶμαι ἐνιδρυμένος, νηός τε ἔνι. καὶ ἄγαλμα ἐν αὐτῷ ἐνέστηκε τοῦ Περσέος Ἡρόδ. 2. 91· ἀπολ., παραπλησίως τῷ ἔνειμι, πύλαι ἐνεστᾶσι ἑκατὸν ὁ αὐτ. 1. 179, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 50D, κτλ. ΙΙ. καθίσταμαι, ἀποδείκνυμαι, ἐπεὰν ἀποθανόντος τοῦ βασιλέος ἄλλος ἐνίστηται βασιλεὺς Ἡρόδ. 6. 59· προεῖπε μὲν δὴ ταῦτα αὐτίκα ἐνιστάμενος ἐς τὴν ἀρχὴν ὁ αὐτ. 3. 67· ἐκέχρηστό σφι... αὐτίκα ἐνισταμένοισι ἐς τὰς τυραννίδας ὁ αὐτ. 2. 147. ΙΙΙ. ἐπίκειμαι, ἐπικρέμαμαι, ἐπαπειλῶ, Λατ. imminere, μετὰ δοτ. προσ., τοιούτων τοῖς Σπαρτιήτῃσιν ἐνεστεώτων πρηγμάτων ὁ αὐτ. 1. 83· τὸν πόλεμον τὸν ἐνστάντα... τῇ πόλει Ἰσοκρ. 82Β· πρβλ. Πολύβ. 1. 71, 4, Πλουτ. Λούκουλ. 13: - ἀπολύτ., εἶμαι ἐγγύς, ἀρχίζω, ἐγείρομαι, ὁ τότε ἐνστὰς πόλεμος Δημ. 225. 10, πρβλ. 274, 6: μάλιστα κατὰ μετοχ. πρκμ., μιᾶς ἐνεστώσης δίκης, δικαζομένης, Ἀριστοφ. Νεφ. 779, πρβλ. Ἰσαῖον 88. 40, Δημ. 896. 29· ὁ νῦν ἐνεστηκὼς ἀγὼν Λυκοῦργ. 148. 32: - ἐπὶ χρόνου, τοῦ ἐνεστῶτος μηνός, τοῦ παρόντος, τοῦ τρέχοντος μηνός, Φίλιππ. παρὰ Δημ. 280. 12· ὁ ἐνεστὼς πόλεμος Αἰσχίν. 35. 27· κατὰ τὸν ἐνεστῶτα καιρὸν Ἀριστ. Ρητ. 1, 9, 14· χρόνος ἐνεστώς, ὁ ἐνεστώς, Γραμματ.: - ὡσαύτως, τραυμάτων οὖν ἐνεστώτων ὀργῇ γενομένων, παρουσιαζομένων λοιπὸν τραυμάτων γενομένων ἐν ὀργῇ, Πλάτ. Νόμ. 878Β· τὰ ἐνεστηκότα πράγματα, αἱ παροῦσαι περιστάσεις, Ξεν. Ἑλλην. 2. 1, 6· οὕτω, τὰ ἐνεστῶτα Πολύβ. 2. 26, 3. IV. ἐνίσταμαι, ἀνθίσταμαί τινι, καί, ἤν τις ἐνιστῆται τοῖς ποιουμένοις... μὴ ἐπιτρέπειν Θουκ. 8. 69, Ἰσοκρ. 90Α, κτλ.· πρός τι Πλουτ. Ρωμ. 25: ἀπολ., ἵσταμαι ἔν τινι τόπῳ, τάς τε διόδους τῶν πύργων ἐνστάντες αὐτοὶ ἐφύλασσον, στάντες ἐν ταῖς διόδοις ἐφύλασσον αὐτάς, Θουκ. 3. 23, Πλάτ. Φαίδων 77Β· ὁ ἐνεστηκώς, ὁ ἀντίπαλος, ὁ ἀντίδικος, ἐν δικαστηρίῳ, Ἐπιγρ. ἐν Newton Halic. ἀριθμ. 1. 28. 2) ἐν τῇ λογικῇ, φέρω ἔνστασιν, ἀντιλέγω, Λατ. excipere (πρβλ. ἔνστασις), τινι Ἀριστ. Τοπ. 8. 2, 4· πρός τι ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 10, 6· ἀπολ., ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Πρότ. 2. 26, 3, Τοπ. 8. 2, κ. ἀλλ., Ρητ. 2. 25, 3· ἐν. ὅτι..., ὡς... ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Πρότ. 2. 26, 2, Ἠθ. Ν. 10. 2, 4· ἐπὶ τῶν Ρωμαίων δημάρχων, κάμνω ἔνστασιν, ἀνθίσταμαι, ἐὰν εἷς ἐνίστηται τῶν δημάρχων Πολύβ. 6. 16, 4· καὶ συχν. παρὰ Πλουτ. V. ἐπὶ ὑγρῶν, συμπήγνυμαι, πήσσομαι, κοινῶς «πήζω», ὕδωρ ἐνεστηκός, πεπηγμένον, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 13, 1· ἐνιστάμενος γὰρ (τὸ γάλα) ἐπὶ τὰ τοῦ στομάχου στενὰ... πνίγει Διοσκ. περὶ Δηλητ. Φαρμ. 26.

French (Bailly abrégé)

A. tr. I. (aux temps suiv. de l’Act. : prés., impf., f. ἐνστήσω, ao. ἐνέστησα) dresser ou établir dans ou sur : στήλας ἐς τὰς χώρας HDT élever des stèles dans les pays;
II. au Moy. ἐνίσταμαι (f. ἐνστήσομαι) dresser, élever ; fig. δίκην ou ἀγῶνα DÉM intenter un procès ; πρᾶγμα AR, πρᾶξιν PLUT s’engager dans une entreprise;
B. intr. (au Moy. ἐνίσταμαι et aux temps suiv. de l’Act. : ao.2 ἐνέστην, pf. ἐνέστηκα et ἐνέσταα);
I. s’établir dans : εἰς τὴν ἀρχήν HDT prendre possession du pouvoir ; τοῦ ἐνεστῶτος μηνός DÉM le mois commencé ; fig. se trouver établi, se trouver : τὰ ἐνεστηκότα πράγματα XÉN les affaires présentes ; ὁ ἐνστὰς πόλεμος DÉM ou ὁ ἐνεστὼς πόλεμος ESCHN la guerre actuelle;
II. se dresser au-devant de ou contre :
1 s’opposer à;
2 menacer, être imminent ou pressant, presser, τινι : τὸν πόλεμον τὸν ἐνστάντα τῇ πόλει ISOCR la guerre qui menaçait la Cité;
3 poursuivre, serrer de près.
Étymologie: ἐν, ἵστημι.

Spanish (DGE)

• Morfología: [jón. perf. part. ἐνεστεώς Hdt.1.83, tes. part. dat. sg. ἐνεστάκοντι SEG 42.510.16 (Larisa II a.C.?)]
A tr., en pres., fut. y frec. aor. sigm.
I gener. en v. act.
1 c. ac. de cosa alzar, poner en pie, erigir στῆλας ἐνίστη ἐς τὰς χώρας Hdt.2.102, χρυσᾶ δὲ ἀγάλματα ἐνέστησαν Pl.Criti.116d, τὰς θύρας IEleusis 177.158 (IV a.C.)
en v. med. mismo sent. ἄγαλμα ... ἐνστήσασθαι Poll.1.11
náut. izar c. dat. loc. ἱστὸν ἐνεστήσαντο μεσόδμῃ A.R.1.563.
2 c. ac. de animados situar, colocar, disponer en o sobre c. rég. prep. o dat. ἐν τούτοις (λίθοις) τὸν ἵππον ... ἐνιστάναι colocar al caballo encima de ellas (las piedras) X.Eq.Mag.1.16, τὸν πολιτικόν ... οἷον ἡνίοχον εἰς αὐτὴν ἐνστήσαντα colocando en él (el Estado) al político como auriga Pl.Plt.266e, ὄρτυγα ἐνιστάντες τῷ περιγραπτῷ κύκλῳ para el juego de la ὀρτυγοκοπία Poll.9.102, Ὀλύμπῳ a un ser divinizado, Nonn.D.8.102
interponer, disponer en medio, entre εἰ τοὺς ἱπποκόμους εἰς τοὺς ἱππέας ἐνισταίης si dispusieras a los palafreneros entre los jinetes X.Eq.Mag.5.6, tb. c. ac. abstr. y gen. αὐτοῦ βλέμματος ἐνστήσας ... βασκανίην interponiendo entre nuestras miradas su envidia, AP 5.218 (Agath.), en v. pas. ὡς ἐνισταμένη δύναμις una especie de poder interpuesto Pl.Ti.74a.
II gener. en v. med.
1 emprender, acometer acciones o empresas de orden polít. ὅσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτ' ἐνεστήσαντο cuantas emprendieron este asunto Ar.Lys.268, cf. D.10.21, πρᾶξιν Plu.Arat.16, πόλεμον Plb.2.71.9, gener. οὐκ ἀγνοῶ ... ὅσον ἔργον ἐνίσταμαι Isoc.12.36, τίνα τὴν τοῦ βίου ὁδὸν ἐνστήσονται qué camino de la vida emprenderán Pl.Ax.367a, cf. Plb.18.54.11, ἀρχὰς ... τῆς γενέσεως Thphr.HP 7.10.4, cf. Plb.18.41.6
c. ac. abstr. y πρός c. ac. emprenderla con, suscitar, promover contra πρὸς δὲ τοὺς Καρχηδονίους ... ὀργὴν ἐνεστήσαντο καὶ μῖσος suscitaban ira y odio contra los cartagineses Plb.1.82.9, ἀγωνιστικὸν πρὸς τοὺς Κορινθίους ... λόγον Gr.Nyss.Hom.in 1Cor.10.8.
2 c. inf. determinar, proyectar πορθεῖν αὐτὰς ἐνεστήσατο había proyectado asediarlas (las ciudades), D.S.14.53.
3 jur. incoar un proceso ἐνστήσασθαι τὸ πρᾶγμα Arist.Pr.951a28, ὁ τοιοῦτον ἀγῶν' ἐνστησάμενος D.18.4.
4 jur. instituir, designar heredero ἐνίστημι κληρονόμους τοὺς ... ὑιοὺς PMasp.151.75 (VI d.C.)
en v. med. mismo sent. POxy.1901.61 (VI d.C.), Cod.Iust.1.2.25, Iust.Nou.101 proem.
B intr. en aor. rad. atem. o perf. act. y en pres. o fut. med.
I indic. el resultado de un mov. real o fig.
1 gener. c. suj. de pers. ponerse, instalarse en, acceder c. rég. prep. ἐνιστάμενος ἐς τὴν ἀρχήν Hdt.3.68, cf. 2.147, ὁ νικάσας ἐν τὰν [οὐ] σίαν ἐνίσταται τὰν τοῦ ἁλόντος FD 1.486.2B.14 (III a.C.), ἐνστησαμέν[ης μου ἐν τῇ] ... οἰκίᾳ PTeb.793.8.10 (II a.C.), sin rég. expreso τὰς διόδους τῶν πύργων ἐνστάντες αὐτοὶ ἐφύλασσον ... Th.3.23, c. suj. no pers. τοῦτ' αὐτὸ ἐν ᾧ ἐκτυπούμενον ἐνίσταται esa misma sustancia en la que se instala, una vez grabado Pl.Ti.50d
perf. haberse establecido c. pred. σέο δ' ἐνεστεῶτος βασιλέος una vez tu estés establecido como rey Hdt.1.120, cf. 6.59.
2 c. suj. abstr. emprenderse, comenzar ὁ τότ' ἐνστὰς πόλεμος la guerra que en aquel entonces se entabló D.18.89, cf. Plb.1.71.4, c. dat. τὸν πόλεμον τὸν ἐνστάντα σοὶ καὶ τῇ πόλει Isoc.5.2, cf. LXX 1Ma.8.24, ἐνέστη κρίσις πρὸς τὸν Μενέλαον se abrió un proceso a Menelao LXX 2Ma.4.43.
3 c. ac. de cosa alzarse en ἄγαλμα ἐν αὐτῷ (νηῷ) ἐνέστηκε Hdt.2.91, πύλαι δὲ ἐνεστᾶσι πέριξ τοῦ τείχεος ἑκατόν se alzan cien puertas en torno a la muralla Hdt.1.179, τὸ ἐλαιουργῖον ... σὺν ταῖς ἐναιστώσαις (sic) θύραις καὶ κλεισί la almazara con las puertas y cierres que allí están levantadas, e.e., con sus puertas y cierres, PAmh.93.23 (II d.C.), ἐνέστηκε δὲ τῷ τείχει παραστάτης para una máquina de guerra, Apollod.Poliorc.143.9.
4 fig., c. dat. de pers. o abstr. colocarse frente, oponerse ἤν τις ἐνιστῆται τοῖς ποιουμένοις Th.8.69, τοῖς Καρχηδονίοις Plb.3.97.1, ἐνστάντων τινῶν σοι UPZ 145.3 (II a.C.), τῇ φυγῇ Plu.Luc.13, τῇ αὐξήσει Plu.Rom.25, Θεμιστοκλέους ... πρὸς πᾶσαν αὐτῷ πολιτείαν ἐνισταμένου Plu.Arist.3.
5 cont. polít. interponerse, ejercer el derecho de veto como facultad de los tribunos del pueblo ἐὰν εἷς ἐνιστῆται τῶν δημάρχων Plb.6.16.4, en Roma, Plu.TG 10.
6 fil., lóg. objetar, negar ἀεὶ γὰρ ἔστιν ἐνστῆναι πρὸς τὸν ἔξω λόγον pues siempre es posible objetar contra la argumentación externa Arist.APo.76b26, c. complet. ἐνιστάμεθα ... ὅτι Arist.APr.69b6, ἐνστῆναι εἰ ἀληθῆ λέγουσι Arist.HA 638a5, ἐνσταίη τις ἂν ὡς οὐκ ἀνάγκη τὸ λεχθέν Arist.Cael.281a20, cf. A.D.Synt.176.23
en part., subst. οἱ ἐνιστάμενοι τῷ καθόλου los que niegan la premisa universal Arist.Top.157b3, οἱ ἐνιστάμενοι ὡς οὐκ ἀγαθόν Arist.EN 1172b35
abs. poner objeciones εἰ μή τις ἐνίσταιτο ... φάσκων ... Arist.Cat.4a22, cf. Rh.1402b24, Cael.313b3, ἐὰν γὰρ ἐνστῇ κεκρατῆσθαι δόξεις pues si él pusiera objeciones parecerías haber sido vencido Arist.Rh.1419a17.
II gener. en perf., como verbo de ‘estado
1 c. suj. concr. estar situado dentro, estar en ἕτερον ἑτέρῳ κύκλῳ ἐνεστεῶτα estando un círculo dentro de otro de un recinto amurallado, Hdt.1.98, λόχοις δ' ἐνεστώς una vez dentro del ejército E.Supp.896.
2 c. suj. abstr., fig. estar en pie, estar pendiente, mantenerse c. o sin dat. pers. τοιούτων τοῖσι Σπαρτιήτῃσι ἐνεστεώτων πρηγμάτων siendo tales los asuntos de los que los espartanos estaban pendientes Hdt.1.83, ἔτι ἐνέστηκεν ὃ νυνδὴ Κέβης ἔλεγε todavía está en pie lo que Cebes decía hace un momento Pl.Phd.77b, ἡ ἐνεστῶσα ἀνάγκη 1Ep.Cor.7.26, τὰ ἔργα τὰ ἐνεστηκότα PPetr.2.4.6.6 (III a.C.)
simpl. estar aquí, ser ahora περὶ οὗ νῦν ὁ λόγος ἐνέστηκε Arist.de An.432b8
part. actual, presente περὶ τῶν ἐνεστηκότων πραγμάτων en la situación presente X.HG 2.1.6, ἡ ἐνεστῶσα πραγματεία Aristox.Harm.14.2, περὶ τὸ ἀγαθὸν ἐνεστὼς ἢ μέλλον Chrysipp.Stoic.3.94, ἐν τῷ ἐνεστηκότι ἐνιαυτῷ en el presente año, en el año en curso, IG 12(6).11.25 (Samos III a.C.), μηνὶ Θὼθ τῆς ἐνεστώσης ὑπατείας PSakaon 72.10 (IV d.C.)
τὰ ἐνεστῶτα = la situación, las circunstancias presentes μηδὲν ἐπιδεικνύντα τῶν ἐπεσομένων ἢ ἐνεστώτων no revelando al paciente nada de lo que le va a pasar ni de su estado actual Hp.Decent.16.
3 c. suj. de pers. y ref. a cargos estar en ejercicio τὰ [ἀ] ρχεῖα τὰ ἐνεστηκότα los magistrados en ejercicio, IG 12(6).150.12 (Samos IV a.C.), τοὺς πρυτάνεις τούς τε ἐνεστῶτας καὶ τοὺς ἀεὶ γινομένους SEG 45.1508B.9 (Bargilia II/I a.C.)
part. subst. οἱ ἐνεστῶτες = los magistrados en ejercicio, en el cargo Arist.Pol.1322a12.
4 en cont. jur., perf. estar abierto, estar en curso, estar pendiente de pleitos, estar pendiente de procesos, etc. ι ... μιᾶς ἐνεστώσης δίκης Ar.Nu.779, cf. Is.11.45, D.33.14, Aeschin.1.86, ὁ νῦν ἐνεστηκὼς ἀγών Lycurg.7, περὶ ὧν προφέρεται ἐνεστάναι αὐτῷ πρὸς Πετοσίριν sobre las causas que declara tener pendientes contra Petosiris, SB 12722.5, cf. PAmh.33.6 (II a.C.) en BL 1.1, οὐδενὸς ἡμῖν ἐνεστῶτος πρὸς αὐτοὺς PStras.91.21 (I a.C.), cf. POxy.1195.8 (II d.C.), τὰ ἐπ' αὐτῶν ἐνεστηκότα los procesos en curso, PTeb.7.7 (II a.C.), δ[ιαδι] κα[σί] ας περὶ κληρονομίας μοι ἐν[σ] τάσης Mitteis Chr.89.10 (II d.C.), cf. SB 4416.6
de pers. ὁ ἐνεστηκώς el demandante, SIG 45.28 (Halicarnaso V a.C.).
5 en cont. medic., gener. perf., de dolores quedarse, fijarse πόνος ἰσχυρὸς ἐν τῇ κεφαλῇ ἐνέστηκεν Hp.Int.40, cf. Epid.5.83
de humores detenerse, acumularse, estancarse τῇ μὲν οὖν ἐνέστηκεν (αἷμα) Hp.Flat.14, φλέγμα Hp.Morb.1.12, 13, Ophth.Fr.Pap.1.20.9, ἐνιστάμενον ἐπὶ τὰ τοῦ στομάχου στενά (γάλα) Dsc.Alex.26
del agua en alcorques al pie de árboles ὑδωρ ἐνεστηκώς Thphr.CP 5.13.1.
III esp. ref. al ‘tiempo
1 hacerse presente, llegar, presentarse ἐνεστάναι δὲ τὸν πάντα χρόνον ὡς τὸν ἐνιαυτὸν ἐνεστηκέναι λέγομεν decimos de todo el tiempo que es presente, lo mismo que lo decimos del año (en sentido amplio), Apollod.Stoic.3.260, ἐνεστυίης νυκτός al llegar la noche Hp.Steril.223, op. προεληλυθότος (τοῦ θέρους) Thphr.HP 9.8.2, ἐγένετο ἐνισταμένου τοῦ ἐνιαυτοῦ LXX 3Re.12.24x, ἔκρινε μὴ παρεῖναι τὸν ἐνεστῶτα καιρόν juzgó que no debía dejar pasar la ocasión presente Plb.1.60.9, cf. 2.26.3, I.AI 16.162, Ep.Hebr.9.9, ὁ καιρὸς ὁ βέ[λ] τιστος ἐνέστηκε PSI 486.11 (III a.C.), τοῦ ... καιροῦ τῆς ἀναγωγῆς ... ἐνεστηκότος habiendo llegado el momento oportuno para la entrega, PTeb.24.56 (II a.C.), cf. PLugd.Bat.12.3 (II a.C.), ἐνέστηκεν ἡ ἡμέρα τοῦ κυρίου ha llegado el día del Señor 2Ep.Thess.2.2, τῆς προθεσμίας ἐνστάσης cuando llegue la fecha fijada, POxy.270.28 (I d.C.), SB 11385.13 (III d.C.), cf. POxy.37.11 (I d.C.), τὰ ἐνεστηκότα ἐκφόρια los frutos de este año, PLille 4.10, cf. 31 (III a.C.), BGU 486.7 (II d.C.)
part. subst. τὸ ἐνστάν el momento, el instante τοῦ ποτὲ ἐνστάντος οἷον αὐτομάτως κάτεισι cuando llega el momento, de manera espontánea (las almas) descienden Plot.4.3.13, tb. perf. ἐν χρόνῳ ὁ νῦν ἐνεστώς de la mónada Theol.Ar.6.
2 de plazos vencer, llegar a vencimiento διαλύειν τὰς ἐνεστώσας τιμάς PTeb.769.30 (III a.C.), τῆς ἐνεστηκυίας δόσεως PBaden 47.16 (II a.C.).
3 part. perf. ὁ (χρόνος) ἐνεστώς gener. el presente op. ‘pasado’ y ‘futuro’ τὸ μὲν γὰρ ἔστιν αὐτοῦ (χρόνου) παρεληλυθός, τὸ δὲ ἐνεστηκός, τὸ δὲ μέλλον Apollod.Stoic.3.260, cf. S.E.M.10.193, εἴρηται κατὰ τὸν ἐνεστῶτα καιρὸν ἱκανῶς se ha hablado por el momento bastante Arist.Rh.1366b23, op. οἱ ἐπάνω χρόνοι SEG 46.1721.22 (Janto II a.C.), ὁ αἰὼν ὁ ἐνεστώς Ep.Gal.1.4
subst. ὁ ἐνεστώς = el momento, este instante op. ‘pasado reciente’, Arist.Ph.222b14
c. suj. de unidad temporal def. presente, corriente, en curso ἐνεστᾶναι δὲ τὸν πάντα χρόνον ὡς τὸν ἐνιαυτὸν ἐνεστηκέναι λέγομεν Apollod.Stoic.3.260, ὁ ἐνεστὼς ἐνιαυτός ISmyrna 711.5 (imper.), τὸ ἐνεστὸς ε (ἔτος) Γαίου Καίσαρος Αὐτοκράτορος el corriente año 5 del emperador Gayo César, SB 12763.6 (I d.C.), cf. PSI XX Congr.7.6 (II d.C.), PWash.Univ.19.12 (III d.C.), τοῦ ἐνεστῶτος μηνός Λῴου en el presente mes de Loo Philipp.Maced. en D.18.157, cf. IMylasa 212.12 (II/I a.C.), ἐν τῇ ἐνεστώσῃ ὥρᾳ BGU 1131.29 (I a.C.).
4 gram., en el verbo ὁ ἐνεστώς presente χρόνοι τρεῖς, ἐ., παρεληλυθώς, μέλλων D.T.638, cf. Chrysipp.Stoic.2.48, A.D.Pron.58.7, Adu.124.5
ref. al perfecto valor de presente A.D.Synt.205.15.

English (Strong)

from ἐν and ἵστημι; to place on hand, i.e. (reflexively) impend, (participle) be instant: come, be at hand, present.

Greek Monolingual

(AM ἐνίστημι) ίστημι
1. (μτχ. παρακμ.) ενεστώς, -ώσα. -ώς
ο παρών, ο τρέχων, ο διανυόμενος
2. (μτχ. παρακμ. ως ουσ.) γραμμ. ενεστώς
νεοελλ.
μέσ.
1. ενίσταμαι
υποβάλλω ένσταση, εναντιώνομαι, αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι
2. (δικαν. όρος) «ενίσταμαι κατά της αποφάσεως» — προβάλλω, υποβάλλω ένσταση κατά της αποφάσεως στο δικαστήριο
αρχ.-μσν.
1. (νομ.) εγκαθιστώ, ορίζω κάποιον κληρονόμο
2. μέσ. αρχίζω κάτι, επιχειρώ
αρχ.
Ι. 1. βάζω κάποιον να σταθεί σ' ένα μέρος, εγκαθιστώ, τοποθετώ, στήνω
2. βάζω κάποιον να σταθεί κοντά
3. ορίζω, καθορίζω
ΙΙ. παθ.
1. παίρνω θέση μέσα σε κάτι, είμαι στημένος μέσαἄγαλμα ἐν αὐτῷ ἐνέστηκε τοῦ Περσέος», Ηρόδ.)
2. εγκαθίσταμαι, παίρνω στην κατοχή μου («ὁ νικάσας ἐν τὰν οὐσίαν ἐνίσταται τὰν τοῦ ἁλόντος» — όποιος νικήσει παίρνει στην κατοχή του την περιουσία του νικημένου, επιγρ.)
3. εκλέγομαι, ανακηρύσσομαι («ἀποθανόντος τοῦ βασιλέος ἄλλος ἐνίστηται βασιλεύς», Ηρόδ.)
4. επαπειλώ, επίκειμαι («τὸν πόλεμον τὸν ἐνστάντα σοὶ καὶ τῇ πόλει», Ισοκρ.)
5. πλησιάζω, επίκειμαι, αρχίζω («ὁ τότε ἐνστὰς πόλεμος», Δημ.)
6. (για χρόνο) αρχίζω
10. αντιστέκομαι, εναντιώνομαι («ἤν τις ἐνίστηται τοῖς ποιουμένοις», Θουκ.)
7. απόλ. στέκομαι σ' έναν τόπο για να προβάλω αντίσταση («τάς τε διόδους τών πύργων ένστάντες αὐτοὶ ἐφύλασσον», Θουκ.)
8. (σε συζήτηση) αντιλέγω
9. (ρητ. και λογ.) προβάλλω αντίρρηση
10. (για τους Ρωμ. δημάρχους) ασκώ το δικαίωμα της αρνησικυρίας (veto)
11. (για υγρά) στερεοποιούμαι, πήζω
12. (για δίκη) είμαι εκκρεμής («ἔτι μιᾱς ἐνεστώσης δίκης», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

ἐνίστημι: μτβ. σε Ενεργ. ενεστ., μέλ. και αόρ. αʹ και σε Μέσ. αόρ. αʹ·
Α. 1. βάζω, στήνω, τοποθετώ σε, ορθώνω, επιθέτω, ἐν λίθοις, σε Ξεν.· ἐν τὰς χώρας, σε Ηρόδ.
2. Μέσ. αόρ. αʹ, αρχίζω, σε Δημ. Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ, παρακ. και υπερσ.· Β. I. τοποθετούμαι, στέκομαι σε ένα μέρος, σε μία θέση, στήνομαι, με δοτ., σε Ευρ.· ἐν τῷ νηῷ, σε Ηρόδ.
II. ορίζομαι, διορίζομαι, άρχω, εξουσιάζω, βασιλεὺς ἐνίστασθαι, στον ίδ.
III. επίκειμαι, φοβίζω, απειλώ, επικρέμαμαι, Λατ. imminere, με δοτ. προσ., στον ίδ.· απόλ., είμαι κοντά, βρίσκομαι σε απόσταση χεριού, επίκειμαι, αρχίζω, σηκώνομαι, εμφανίζομαι, εγείρομαι, σε Αριστοφ., Δημ.· λέγεται για χρόνο, ὁ ἐνεστὼς πολέμου, ο παρών, ο τρέχων πόλεμος, αυτός που βρίσκεται σε εξέλιξη, σε Αισχίν.· τὰ ἐνεστηκότα πράγματα, οι παρούσες, οι τρέχουσες συνθήκες ή περιστάσεις, σε Ξεν.
IV. στέκομαι ως εμπόδιο στο δρόμο, αντιστέκομαι, ανθίσταμαι, τινι, σε Θουκ.· απόλ., εμποδίζω, παρακωλύω, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνίστημι: (fut. ἐνστήσω, aor. 1 ἐνέστησα; для неперех. - med., см. 6 - 12: aor. 2 ἐνέστην, pf. ἐνέστηκα и ἐνέσταα)
1) (где-л.) устанавливать, ставить (στήλας ἐς τὰς χώρας Her.; χρυσᾶ ἀγάλματα Plat.);
2) расставлять (ἱπποκόμους εἰς τοὺς ἱππέας Xen.);
3) ставить во главе, назначать начальником (τινὰ οἶον ἡνίοχον εἰς τὴν ἀγέλην Plat.);
4) med. предпринимать, устраивать, начинать (πρᾶγμα Arph., Dem.; ὁδόν Plat.: ἀγῶνα Dem.; πόλεμον Polyb., Diod.; τὴν περὶ Ἀκροκόρινθον πρᾶξιν Plut.; ποιεῖν τι Diod.);
5) med. выказывать, проявлять (ὀργὴν καὶ μῖσος πρός τινα Polyb.);
6) med. становиться, aor. и pf. стоять, быть, находиться (ἄγαλμα ἐν τῷ νηῷ ἐνέστηκε Her.): πύλαι ἐνεστέασι πέριξ τοῦ τείχεος ἑκατόν Her. вокруг стены имеется сто ворот; τραυμάτων ἐνεστώτων Plat. при наличии, т. е. в случае нанесения ран;
7) med. наступать, начинаться, aor. и pf. наступить, оказаться: τοῦ ἐνεστῶτος μηνός Dem. с наступлением месяца; τὰ ἐνεστηκότα πράγματα Xen. или τὰ ἐνεστῶτα Polyb. текущие дела; τοιούτων ἐνεστεώτων πρηγμάτων Her. при таком положении дел; ὁ ἐνεστὼς или ἐνστὰς πόλεμος Aeschin., Dem., Arst., Polyb.; вспыхнувшая, т. е. нынешняя война (ср. 9); κατὰ τὸν ἐνεστῶτα καιρόν Arst. в настоящий момент, пока что; τὸ ἐνεστὸς νῦν Arst. настоящее время, текущий момент; περὶ οὗ νῦνλόγος ἐνέστηκε Arst. или πρὸς ἃ ἐνέστηκεν ὁ λόγος Plut. то, о чем идет теперь речь;
8) med. вступать, приступать (εἰς τὴν ἀρχήν Her.): λοχοις ἐνεστώς (v.l. ἐφεστώς) Eur. вступив в ряды войск; ἐνεστεῶτος βασιλῆος Her. с воцарением (нового) царя;
9) med. предстоять, надвигаться, т. е. угрожать (ὁ πόλεμος ὁ ἐνστὰς τῇ πόλει Isocr. - ср. 7): ἐνεστηκυιῶν αὐτοῖς τῶν δικῶν Dem. так как, им предстоит судебный процесс;
10) med. напирать, теснить (τοῖς πολεμίοις Polyb.): τινὰ ἐνστησόμενον τῇ φυγῇ ἀποστέλλειν Plut. посылать кого-л. для преследования бегущих;
11) med. противодействовать, противиться, сопротивляться (τινί Thuc., Isocr., Dem., Polyb., Plut. и πρός τι Plut.): αὐτὸν ἠμυνάμην ἐνστάς Lys. я дал ему отпор;
12) med. возражать (τινι и πρός τι Arst.): τὰ τοιαῦτα ἐνιστάμενοι Arst. те, кто выдвигает подобные возражения; ἐὰν εἷς ἐνίστηται τῶν δημάρχων Polyb. если один из народных трибунов (Рима) заявит протест; οὐδεὶς ἐνέστη Plut. никто не возразил.

Middle Liddell


I. Causal in pres., fut. and aor1 act., and in aor1 mid.:— to put, set, place in, ἐν λίθοις Xen.; ἐς τὰς χώρας Hdt.
2. aor1 mid. to begin, Dem.
B. Pass., with aor2 perf., and plup. act.:— to be set in, to stand in a place, c. dat., Eur.; ἐν τῷ νηῷ Hdt.
II. to be appointed, βασιλεὺς ἐνίστασθαι Hdt.
III. to be upon, to threaten, Lat. imminere, c. dat. pers., Hdt.:—absol. to be at hand, begin, arise, Ar., Dem.:—of time, ὁ ἐνεστὼς πόλεμος the present war, Aeschin.; τὰ ἐνεστηκότα πράγματα present circumstances, Xen.
IV. to stand in the way, resist, τινι Thuc.:—absol. to stand in the way, Thuc.

Chinese

原文音譯:™n⋯sthmi 恩-衣士帖米
詞類次數:動詞(7)
原文字根:在內-站 相當於: (מָעַד‎)
字義溯源:舉手表示,出席,任命,必將舉行,現在到了,現在,現今,現今的事,必有⋯來到;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(ἵστημι)*=站)組成
出現次數:總共(7);羅(1);林前(2);加(1);帖後(1);提後(1);來(1)
譯字彙編
1) 現今(2) 加1:4; 來9:9;
2) 現在到了(1) 帖後2:2;
3) 必有⋯來到(1) 提後3:1;
4) 現今的(1) 林前7:26;
5) 現今的事(1) 林前3:22;
6) 現在的事(1) 羅8:38