πήγνυμι

From LSJ
Revision as of 07:55, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "s’" to "s'")

νὴ Δί᾿, ὦ φίλη γύναι, λεγε → yes, dear lady, speak | yes, dear lady, do speak up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πήγνῡμι Medium diacritics: πήγνυμι Low diacritics: πήγνυμι Capitals: ΠΗΓΝΥΜΙ
Transliteration A: pḗgnymi Transliteration B: pēgnymi Transliteration C: pignymi Beta Code: ph/gnumi

English (LSJ)

3pl.A πηγνύουσι Hdt.4.72 (v.l.), Thphr.HP6.6.9, but πηγνῦσι Hdt. l.c. codd. plur., Hp.Vict.2.60; opt. πήγνυτο Pl.Phd.118a codd.; inf. πηγνύειν X.Cyn.6.7, Dsc.4.95: impf. πήγνυον Orph.L.567 (περι-), Nonn.D.5.50: late form of pres. πήσσω (q.v.): fut. πήξω Il.22.283; Dor. πάξω Pi.O.6.3: aor. ἔπηξα, Ep. πῆξα Od.12.15, etc.; Aeol. part. πάξαις Pi.O.10(II).45: pf. πέπηχα, only plpf. ἐμ-πεπήχεσαν D.C.40.40:—Med. in trans. sense, πήγνῠμαι Hes.Op.809: fut. πήξομαι Gal. 10.388: aor. ἐπηξάμην Hes.Op.455, Hdt.6.12, etc.:—Pass. πήγνῠμαι: fut. πᾰγήσομαι Ar.V.437, Th.4.92; πήξομαι (as Pass.) Hp.Aër.8: aor. 1 ἐπήχθην, Ep. 3pl. πῆχθεν Il.8.298, Dor. subj. παχθῇ Theoc.23.31, part. πηχθείς E.Cyc.302: more freq. aor. 2 ἐπάγην [ᾰ], Ep. πάγην, Ep. 3pl. πάγεν Il.11.572; part. παγείς A.Eu.190, E.IA395: pf. πέπηγμαι (κατα-, συμ-) D.H.5.46, Arr.An.2.21.1: plpf. ἐπέπηκτο Jul. Or.3.123b; but in the best authors, πέπηγα is used as the pf. Pass., Il.3.135, etc.; Aeol. πέπᾱγα Alc.34; opt. πεπαγοίην Eup.435: plpf. ἐπεπήγειν Il.13.442, Th.3.23: I stick or fix in, ἐν δὲ μετώπῳ πῆξε [τὴν αἰχμήν] Il.4.460, etc.; ἔνθα οἱ ἔγχος ἔπηξε 13.570; ἐν γαίῃ π. ἐρετμόν Od.23.276 (or γαίῃ 11.129); π. ἐπὶ τύμβῳ ἐρετμόν 11.77 (or τύμβῳ 12.15); [γύην] ἐν ἐλύματι π. Hes.Op.430; ἔπαξε διὰ φρενῶν ξίφος Pi.N.7.26; fix in the earth, plant, σκῆπτρον S.El.420, cf. Aj.821; σκηνήν, σκηνὰς π., pitch a tent, And.4.30, Pl.Lg.817c (in Med., σκηνὰς πηξάμενοι pitching themselves tents, Hdt.6.12); σταύρωμα π. Th.6.66; τὰς σχαλίδας π. ὑπτίας X.Cyn.6.7; plant seeds or cuttings, Thphr.HP6.6.9, 7.4.10: intr. pf. and Pass., δόρυ δ' ἐν κραδίῃ ἐπεπήγει the spear stuck fast in his heart, Il.13.442; [δοῦρα] ἐν χροῒ πήγνυτο 15.315; [ὀϊστοὶ] ἐν χροῒ πῆχθεν 8.298; δοῦρα ἐν σάκεϊ πάγεν 11.572; [ξίφος] πέπηγεν ἐν γῇ S.Aj.819; σκηνὴ ἔσκε πεπηγυῖα ἑτοίμη Hdt.7.119; κυρβασίας ὀρθὰς πεπηγυίας ib.64, cf. 70:—Med., ἐν ἀλλήλοις χείλεα πηξάμενοι, of kissing, AP5.254 (Paul. Sil.). 2 stick or fix on, κεφαλὴν ἀνὰ σκολόπεσσι Il.18.177; σκόλοψι δέμας E.IT 1430; κρᾶτα πήξασ' ἐπ' ἄκρον θύρσον Id.Ba.1141:—Pass., ἀμφὶ βουπόροισι πηχθέντας μέλη ὀβελοῖσι having their limbs fixed on spits, Id.Cyc. 302; ὑπὸ ῥάχιν παγέντες impaled, A.Eu.190. 3 fix upon an object, κατὰ χθονὸς ὄμματα π. Il.3.217: intr. pf., πρὸς ἀστρονομίαν ὄμματα πέπηγεν Pl.R.53od, cf. Jul. l. c. (Pass.); πεπηγυῖα τὰς τῶν ὀμμάτων βολὰς ἐς τὰ τῆς ψυχῆς ἀπόρρητα Philostr.Jun.Im.11: c. inf., ἡ σοφία ἀρέσκειν πέπηγε is bent upon pleasing, Pl.R.605a: abs., τὸ πεπηγὸς ὄμμα immovable eye, fixed gaze, Hp.Prorrh.1.46, cf. Gal.16.610. II fasten [different parts] together, fit together, build, νῆας πῆξαι Il.2.664; ἴκρια π. Od.5.163:—Med., πήξασθαι ἄμαξαν build oneself a wagon, Hes. Op.455; νέας πηξάμενοι Hdt.5.83:—Pass., to be joined or put together, ψυχὴ καὶ σῶμα παγέν Pl.Phdr.246c. III make solid or stiff, especially of liquids, freeze, θεὸς… πήγνυσι πᾶν ῥέεθρον A.Pers.496; τοὺς ποταμοὺς ἔπηξε (sc. ὁ θεός) Ar.Ach.139; βορρᾶς πηγνὺς τοὺς ἀνθρώπους X. An.4.5.3; curdle, γάλα Dsc.4.95:—Med., τυροὺς πήγνυσθαι to make oneself cheese (by curdling the milk), Luc.VH1.24:—Pass. and intr. pf., become solid, stiffen, γοῦνα πήγνυται Il.22.453; ἄρθρα πέπηγέ μου E.HF1395 (but also, become firm or set, of limbs, Ael.NA2.11; πεπηγυῖα ὑγιεινὴ κατάστασις Gal.Thras.7); of liquids, freeze, ἡ θάλασσα πήγνυται Hdt.4.28; ἅλες πήγνυνται salt crystallizes, ib.53, cf.6.119; φόνος πέπηγεν A.Ch.67(lyr.); πεπάγαισιν ὐδάτων ῤόαι Alc.34, cf. X.An.7.4.3; κρύσταλλος ἐπεπήγει οὐ βέβαιος was not frozen so as to bear, Th.3.23; ἁνίκα [χιὼν] παχθῇ Theoc.23.31; ὄστρακον [ᾠοῦ] π. Arist.GA 752a35; γάλα π. Id.PA676a14; ὀφθαλμῶν οἱ μὲν ὑγιεῖς, οἱ δὲ πεπηγότες blind, of buds, Thphr.CP5.12.10: metaph., to be petrified, struck dumb, Antiph.166.7. IV metaph., fix, ὅρους τοῖς βαρβάροις Lycurg.73, cf. Aristopho 9.7: Astrol., fix, determine a nativity, Sch. Ptol.Tetr.103:—Med., ὄφρα ἐν φρασὶ πάξαιθ', ὅπως… that he might keep it fixed in his heart, Pi.N.3.62; establish, χορούς Him.Or.16.6:— Pass. and intr. pf., to be irrevocably fixed, established, εἷς ὅρος ἡμῖν παγήσεται Th.4.92; πῆγμα (Aurat. for πῆμα) γενναίως παγέν A.Ag. 1198; κακῶς παγέντας ὅρκους E.IA395; ὀρθὰς παγείσας φρένας Carc. 6.2; μὴ γὰρ ὡς θεῷ νομίζετ' ἐκείνῳ τὰ παρόντα πεπηγέναι πράγματα ἀθάνατα D.4.8; τὰ καλῶς πεπηγότα τῇ φύσει Id.25.90. (Cf. Lat. pango.)

German (Pape)

[Seite 608] auch πηγνύω, fut. πήξω, aor. ἔπηξα, aor. pass. ἐπήχθην (πῆχθεν, Il. 8, 298, Eur. Cycl. 302), häufiger ἐπάγην, u. fut. παγήσομαι, Theocr. 4, 92, perf. II. mit intrans. Bdtg πέπηγα, ein aor. med. ἐπηγόμην erst Sp., wie Aesop. S. auch πήσσω; – festmachen; – a) etwas Loses, Bewegliches befestigen, hineinstoßen, -stecken, -schlagen, wie einen Nagel, eine Stoßwaffe u. dgl.; auch aufstecken; -spießen, anheften u. dadurch befestigen, κεφαλὴν ἀνὰ σκολόπεσσι, den Kopf auf Pfähle stecken, Il. 18, 177; ὄμματα κατὰ χθονὸς πῆξαι, die Augen fest auf die Erde richten, 3, 217, wie intrans., πρὸς ἀστρονομίαν ὄμματα πέπηγεν, Plat. Rep. VII, 530 d; u. übertr., ἡ σοφία αὐτοῦ τούτῳ ἀρέσκειν πέπηγεν, ist fest nur darauf gerichtet, X, 605 a; κρᾶτα πήξασ' ἐπ' ἄκρον θύρσον, Eur. Bacch. 1139; u. pass., ἀμφὶ βουπόροισι πηχθέντας μέλη ὀβελοῖσι, Cycl. 301; so auch πέπηγε ἐν γῇ, das Schwert steckt fest in der Erde, Soph. Ai. 806. – b) einzelne Theile unter einander befestigen und zum Ganzen verbinden, zusammenfügen, zusammensetzen, dah. bauen, zimmern, νῆας πῆξαι, Il. 2, 664; auch im med., ἅμαξαν πήξασθαι, sich einen Wagen bauen, Hes. O. 457; νῆας, σκηνὰς πήξασθαι, sich Schiffe, Hütten bauen, 811; Her. 5, 83. 6, 12; u. pass., ψυχὴ καὶ σῶμα παγέν, Plat. Phaedr. 246 c; ὄρνις καλιὰν πήγνυται, der Vogel bau't sich sein Nest; auch παγάς, Netze zurecht machen und aufstellen, Xen. Cyr. 1, 6, 39; σκηνὰς πήξαντες, Zelte aufschlagen, Plat. Legg. VII, 817 c, wie Andoc. 4, 30; Pol. 6, 27, 2; σχεδίας, 3, 46, 1; übtr. ὅρους, Lycurg. 73; vgl. τοὺς κακῶς παγέντας ὅρκους, Eur. I. A. 395; εἷς ὅρος ἡμῖν παγήσεται, Thuc. 4, 92. – c) Weiches, Flüssiges fest, steif od. hart machen, gerinnen od. gefrieren lassen; θεὸς πήγνυσι δὲ πᾶν ῥέεθρον, Aesch. Pers. 488; τοὺς ποταμοὺς ἔπηξεν, Ar. Ach. 139; ὅτι ψύχοιτό τε καὶ πήγνυτο (opt.), Plat. Phaed. 118 c; πηγνὺς τοὺς ἀνθρώπους, Xen. An. 4, 5, 3. 7, 4, 3; pass. fest, steif, hart werden, γοῦνα πήγνυται, die Glieder werden steif, erstarren, Il. 22, 453; u. im intrans. perfect., τίτας φόνος πέπηγεν, Aesch. Ch. 67; auch ἄρθρα πέπηγέ μου, Eur. Herc. f. 1395, die Glieder sind steif; πέπηγεν αὐτοῦ τὰ πολλά, Luc. D. Mar. 14, 3. Bei Antiphan. (Ath. VI, 224 c) ist πήγνυμαι »zu Stein werden«, dem voranstehenden λίθινος γίγνομαι eutsprechend. – Von der Milch, Diosc. u. a. Sp., γάλα πεπ ηγός, geronnene Milch; auch ἅλες πήγνυνται, das Salz wird fest, Her. 4, 53. – d) übtr., befestigen, festsetzen, feststellen, Bestand geben, u. in den intrans. tempp. Bestand, Festigkeit bekommen haben, μὴ γὰρ ὡς θεῷ νομίζετ' ἐκείνῳ τὰ παρόντα πεπηγέναι πράγματα ἀθάνατα, Dem. 4, 8, u. öfter, u. Sp.; διάνοια πεπηγυῖα καὶ ἄτολμος, Plut. Symp. 7, 10, 2.

Greek (Liddell-Scott)

πήγνῡμι: γ΄ πληθ. πηγνύουσι (Dind. πηγνῦσι) Ἡρόδ. 4. 2, Ἱππ. 362. 46· εὐκτ. πήγνυτο (διάφ. γραφ. -ύοιτο) Πλάτ. Φαίδων 118Α· ἀπαρ. πηγνύειν Ξεν. Κυν. 6. 7· παρατ. πήγνυον Ὀρφ., Νόνν.· μεταγεν. τύπος τοῦ ἐνεστ. πήσσω (ἴδε ἐν λ.)· ― μέλλ. πήξω Ἰλ. Χ. 283, Δωρ. πάξω Πίνδ.· ― ἀόρ. ἔπηξα, Ἐπικ. πῆξα, Ὁμ. καὶ Ἀττ.· Δωρ. μετοχ. πάξαις, Πινδ. Ο. 10 (11). 55· ― πρκμ. πέπηχα, γνωστὸς μόνον ἐκ τοῦ ὑπερσυντ. ἐμπεπήχεσαν, Δίων Κ. 40. 40· ― Μέσ. ἐπὶ μεταβατ. σημασ., πήγνῠμαι Ἠσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 807· μέλλ. πήξομαι Γαλην., ἴδε κατωτ. ἀόρ. ἐπηξάμην, ἴδε κατωτ. ΙΙ. ― Παθ., πήγνῠμαι· μέλλ. πᾰγήσομαι, Ἀριστοφ. Σφ. 437, Θουκ. 4. 92· πήξομαι (ὡς παθ.) Ἱππ. 285. 50· ― ἀόρ. α΄ ἐπήχθην, Ἐπικ. γ΄ πληθ. πῆχθεν Ἰλ. Θ. 298, Δωρ. ὑποτ. παχθῇ Θεόκρ. 23. 31, μετοχ. πηχθεὶς Εὐρ. Κύκλ. 302· ἀλλὰ συνηθέστερος ὁ ἀόρ. β΄ ἐπάγην [ᾰ], Ἐπικ. πάγην, Ὅμ. καὶ Ἀττ., Ἐπικ. γ΄ πληθ. πάγεν Ἰλ. Λ. 572· μετοχ. παγείς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 190, Εὐρ. Ι. Α. 395 ― πρκμ. πέπηγμαι (κατα-, συμ-) Διον. Ἁλ. 5. 46, Ἀρρ.· ἀλλὰ παρὰ τοῖς ἀρίστοις συγγραφ. πέπηγα εἶναι ἐν χρήσει ὡς παθ. πρκμ., Ἰλ. Γ. 135, καὶ Ἀττ., Δωρ. πέπᾱγα Ἀλκαῖ., 34· ὑπερσ. ἐπεπήγειν Ἰλ., Ἀττ. ― (Ἐκ τῆς √ΠΑΓ, ἥτις φαίνεται καὶ ἐν τῷ παγῆναι, πάγος, πάγη, πάχνη, πάσσαλος (ὅ ἐστι πάγσαλος), ἐκτεταμ. πήγνυμι, πηγός, πῆγμα· πρβλ. Σανσκρ. pa←, pa←-ayâmi (ligo)· Λατ. pac-iscor, pax (pac-is), pang-o, pe-pig-i, pig-nus· Γοτθ. fah-an (πιάζειν)· ga-fahs (ἄγρα)· κτλ. Ριζικὴ σημασία, ποιῶ τι ἰσχυρὸν ἢ στερεόν· ἀμετάβ. καὶ παθ., γίνομαι ἢ εἶμαι στερεός. Ι. ἐμπήγω, ἐν δὲ μετώπῳ πῆξε [τὴν αἰχμὴν] Ἰλ. Δ. 460, κτλ.· ἔνθα οἱ ἔγχος ἔπηξε Ν. 570· ἐν γαίῃ π. ἐρετμὸν Ὀδ. Ψ. 276 (ἢ ἁπλῶς γαίῃ Λ. 129)· οὕτω, π. ἐπὶ τύμβῳ ἐρετμὸν Λ. 77 (ἢ ἁπλῶς τύμβῳ Μ. 15)· γύην ἐν ἐλύματι π. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 428· ἔπαξε διὰ φρενῶν ξίφος Πινδ. Ν. 7. 38 ― ἐμπήγω εἰς τὴν γῆν, στήνω, σκῆπτρον Σοφ. Ἠλ. 420, πρβλ. Αἴ. 821· σκηνὴν π., στερεώνω, στήνω, Ἀνδοκ. 33. 9, Πλάτ. Νόμ. 817C, (οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, σκηνὰς πήξασθαι, νὰ στήσωσι τὰς σκηνὰς των, Ἡρόδ. 6. 12)· π. σταύρωμα Θουκ. 6. 66· τὰς σχαλίδας π. ὑπτίας Ξεν. Κυν. 6. 7· ― ἀμετάβ. πρκμ. καὶ παθ., δόρυ δ’ ἐν κραδίῃ ἐπεπήγει Ἰλ. Ν. 442· ἐν χροῒ δοῦρα πήγνυτο Ο. 315· ὀϊστοὶ πῆχθεν ἐν χροῒ Θ. 298 δοῦρα ἐν σάκεϊ πάγεν Λ. 572· (ξίφος) πέπηγεν ἐν γῇ Σοφ. Αἴ. 819· σκηνὴ ἔσκε πεπηγυῖα ἑτοίμη Ἡρόδ. 7. 119· οὕτω, κυρβασίας ὀρθὰς πεπηγυίας (ἴδε κυρβασία) Ἡρόδ. 7. 64, πρβλ. 70. ― Μέσ., χείλεα ἐν ἀλλήλοις πηξάμενοι, ἐπὶ κλήματος, Ἀνθ. Π. 5. 255. 2) ἐμπήγω, κεφαλὴν πῆξαι ἀνὰ σκολόπεσσι, «ἀνασκολοπίσαι» (Σχόλ.), Ἰλ. Σ. 177· ὅτω, σκόλοψι πήξωμεν δέμας Εὐρ. Ι. Τ. 1430· κρᾶτα πήξασ’ ἐπ’ ἄκρον θύρσον φέρει διὰ Κιθαιρῶνος μέσου ὁ αὐτ. ἐν Βακχ. 1141. ― Παθ., πηχθέντας μέλη ὀβελοῖσι ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 302· ὑπὸ ῥάχιν παγέντες, ἀνασκολοπισθέντες, Αἰσχύλ. Εὐμ. 190. 3) προσηλώνω, κατὰ χθονὸς ὄμματα π. Ἰλ. Γ. 217· ― ἀμεταβ. πρκμ., ὄμματα πέπηγε πρός τι Πλάτ. Πολ. 530D· μετ’ ἀπαρεμφ., ἀρέσκειν πέπηγε, εἶναι προσηλωμένος εἰς τὸ ἀρέσκειν, Λατιν. in eo defixus est ut..., αὐτόθι 605Α. ΙΙ. συνενώνω, συναρμόζω, ἑπομένως, κτίζω, κατασκευάζω, νῆας πῆξαι Ἰλ. Β. 664 (ὅθεν τὸ ναυπηγέομαι), πρβλ. Ὀδ. Ε. 163· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἅμαξαν πήγνυμαι, κατασκευάζω δι’ ἑαυτόν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 453· νῆας πήξασθαι Ἡρόδ. 5. 83· ― Παθ., συνδέομαι ἢ συνάπτομαι, ψυχὴ καὶ σῶμα παγὲν Πλάτ. Φαῖδρ. 246C· οὕτω, σῶμα διὰ τῶν νεύρων πέπηγε, εἶναι συνηρμοσμένον διὰ τῶν νεύρων, Ἰω. Χρυσ. ΙΙΙ. ἐπὶ ὑγρῶν, κάμνω τι νὰ παγώσῃ, νὰ πήξῃ, θεός... πήγνυσι πᾶν ῥεέθρον Αἰσχύλ. Πέρσ. 496· ἔπηξε (ἐξυπακ. ὁ θεὸς) τοὺς ποταμοὺς Ἀριστοφ. Ἀχ. 139· οὕτως, ἐπὶ ἀνθρώπων καὶ τῶν μελῶν αὐτῶν, καὶ ἐπὶ ἄλλων πραγμάτων, βορρᾶς πηγνὺς τοὺς ἀνθρώπους Ξεν. Ἀναβ. 4. 5, 3· τυροὺς πήγνυμαι, κατασκευάζω δι’ ἐμαυτὸν (διὰ τῆς συμπήξεως τοῦ γάλακτος), Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 24· ― ἀμεταβ. πρκμ. καὶ παθ., στερεοποιοῦμαι, σκληρύνομαι, τραχύνομαι, γοῦνα πήγνυται, γίνονται δυσκίνητα, δύσκαμπτα, Ἰλ. Χ. 453· ἄρθρα πέπηγέ μοι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1395· ἐπὶ ὑγρῶν, παγώνω, πήζω, Ἡρόδ. 4. 28· ἅλες πήγνυνται, τὸ ἅλας κρυσταλλοῦται, Ἡρόδ. 4. 53., 6. 119· φόνος πέπηγεν Αἰσχύλ. Χο. 67· πεπάγασιν ὕδατος ῥοαὶ Ἀλκαῖ. 34, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 7. 4, 3· κρύσταλλος ἐπεπήγει οὐ βέβαιος, ὄχι τόσον ὅσον νὰ ἀντέχῃ, Θουκ. 3. 23· ἁνίκα [χθὼν] παχθῇ Θεόκρ. 23. 31· ᾠὸν π. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 2, 5· γάλα π. ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 15, 2· ὀφθαλμοὶ οἱ μὲν ὑγιεῖς, οἱ δὲ πεπηγότες, ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν (μπουμπουκιῶν) τῶν δένδρων, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 12, 10· γάλα πεπηγός, πεπηγμένον, Διοσκ.· ― πρβλ. πάγος, παγετός, πάχνη, πηγάς, πηγυλίς, πηκτός, ἄπηκτος. IV. μεταφορ., ὁρίζω, διορίζω, Λατ. pangere (foedus, κτλ.), ὅρους τινὶ Λυκοῦργ. 157. 7. ― Μέσ., ὄφρα [τι] ἐν φρεσὶ πάξαιτο, ὅπως τηρῇ σταθερῶς ἐν τῇ καρδίᾳ του, Πινδ. Ν. 3. 108: ― ἐν τῷ ἀμεταβ. πρκμ., εἶμαι σταθερῶς καὶ ἀμετακλήτως ὡρισμένος, τεταγμένος, μὴ γὰρ ὡς θεῷ νομίζετ’ ἐκείνῳ τὰ παρόντα πεπηγέναι πράγματα ἀθάνατα Δημ. 42. 15, πρβλ. 797. 10. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τ. Β΄, σ. 131, 327.

French (Bailly abrégé)

A. tr. aux temps suiv. : prés., impf. ἐπήγνυν, f. πήξω, ao. ἔπηξα ; Pass. prés. πήγνυμαι, impf. ἐπηγνύμην, f.2 παγήσομαι, ao.2 ἐπάγην, ao. ἐπήχθην, pf. πέπηγμαι;
I. fixer en enfonçant :
1 ficher, enfoncer : ἐν μετώπῳ IL clouer (le casque) sur le front (avec la pointe de l’arme) ; ἐρετμὸν γαίῃ OD, ἐν γαίῃ OD enfoncer une rame dans la terre ; τύμβῳ OD, ἐπὶ τύμβῳ OD fixer sur un tombeau ; abs. ficher dans le sol, enfoncer en terre : σκῆπτρον SOPH un sceptre ; Pass. ὅρος παγήσεται THC une borne sera plantée;
2 ficher, empaler, embrocher ; ἀνὰ σκολόπεσσι IL, σκόλοψι EUR sur des pieux;
3 p. anal. fixer : κατὰ χθονὸς ὄμματα IL les yeux sur le sol;
II. fixer en assemblant, assembler, ajuster, construire : νῆας IL des vaisseaux;
III. fixer en rendant compact ; faire fixer, faire coaguler, faire geler, acc. ; Pass. se solidifier, se cristalliser, geler ; en parl. des articulations se raidir;
IV. en gén. fixer solidement, rendre ferme, consistant : ὅρκος παγείς EUR serment confirmé solennellement ; ὅρκου πῆγμα παγέν ESCHL fixité d’un serment confirmé solennellement;
B. intr. (au pf.2 πέπηγα et au pqp. ἐπεπήγειν) s'enfoncer, être enfoncé, avec ἔν τινι;
Moy. πήγνυμαι;
1 assembler ou construire pour soi, acc.;
2 faire coaguler pour soi : τυρούς LUC se faire du fromage.
Étymologie: R. Παγ, ficher, fixer, rendre consistant ; cf. lat. pango.

Spanish

fijar, clavar, pegar

English (Strong)

a prolonged form of a primary verb (which in its simpler form occurs only as an alternate in certain tenses); to fix ("peg"), i.e. (specially) to set up (a tent): pitch.

English (Thayer)

1st aorist ἔπηξα; from Homer down; to make fast, to fix; to fasten together, to build by fastening together: σκηνήν, A. V. pitched. Compare: προσπήγνυμι.)

Greek Monolingual

ΜΑ
βλ. πηγνύω.

Greek Monotonic

πήγνῡμι: και -ύω, μέλ. -πήξω, Δωρ. πάξω· αόρ. αʹ ἔπηξα, Επικ. πῆξα, Δωρ. μτχ. πάξαις — Μέσ., μέλ. πήξομαι, αόρ. αʹ ἐπηξάμην, Παθ. μέλ. πᾰγήσομαι, αόρ. αʹ ἐπήχθην, Επικ. γʹ πληθ. πῆχθειν, Δωρ. υποτ. παχθῇ, μτχ. πηχθείς· συνηθέστ. αόρ. βʹ ἐπάγην [ᾰ], Επικ. πάγην, Επικ. γʹ πληθ. πάγεν, μτχ. παγείς, μτχ. παγείς· παρακ. πέπηγμαι, πέπηγα, γενικά χρησιμ. ως Παθ. παρακ.· υπερσ. ἐπεπήγειν. Ριζική σημασία, κάνω κάτι στερεό, αμτβ. και Παθ., είμαι στερεός.
I. 1. μπήγω ή στερεώνω, ἐν δὲ μετώπῳ πῆξε (τὴν αἰχμήν), σε Ομήρ. Ιλ.· πήγνυμι ἐπὶ τύμβῳ ἐρετμόν, σε Ομήρ. Οδ.· μπήγω στη γη, στηλώνω, καρφώνω, σε Σοφ.· σκηνὴν πήγνυμι, στήνω σκηνή, σε Πλάτ.· (ομοίως Μέσ., σκηνὰς πήξασθαι, στήνουν τις σκηνές τους, σε Ηρόδ.)· αμτβ. παρακ. και Παθ., δόρυ δ' ἐν κραδίῃ ἐπεπήγει, το δόρυ χώθηκε σταθερά, σφιχτά στην καρδιά του, σε Ομήρ. Ιλ.· ὀϊστοὶ πῆχθεν ἐν χροΐ, στο ίδ.· (ξίφος) πέπηγεν ἐν γῇ, σε Σοφ.
2. μπήγω ή χώνω, κεφαλὴν ἀνὰ σκολόπεσσι πήγνυμι, μπήγω το κεφάλι σε πασσάλους, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. — Παθ., πηχθέντας μέλη ὀβελοῖσι, τα μέλη του σώματός τους σφηνώθηκαν σε σούβλα, σε Ευρ.· παγέντες, ανασκολοπισθέντες, σε Αισχύλ.
3. στερεώνω το βλέμμα πάνω σ' ένα αντικείμενο, κατὰ χθονὸς ὄμματα πήγνυμι, σε Ομήρ. Ιλ.· ὄμματα πέπηγε πρός τι, σε Πλάτ.
II. στερεώνω μαζί, συναρμολογώ, χτίζω, κατασκευάζω, νῆας πῆξαι, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως Μέσ., ἄμαξαν πήξασθαι, κατασκευάζω για τον εαυτό μου μια άμαξα, σε Ησίοδ.
III. κάνω κάτι σταθερό, στερεό, σκληρό, λέγεται για υγρά, παγώνω, θεὸς πήγνυσι πᾶν ῥέεθρον, σε Αισχύλ.· ἔπηξε (ενν. ὁ Θεός) τοὺς ποταμούς, σε Αριστοφ.· αμτβ. παρακ. και Παθ., γίνομαι στερεός, σταθερός ή σκληρός, γοῦνα πήγνυται, τα μέλη γίνονται δύσκαμπτα, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για υγρά, καταψύχομαι, πήζω, παγώνω, σε Ηρόδ.· ἅλες πήγνυνται, το αλάτι κρυσταλλώνεται, στον ίδ.· κρύσταλλος ἐπεπήγει οὐ βέβαιος, δεν πάγωσε τόσο ώστε να αντέχει, σε Θουκ.
IV. μεταφ., ορίζω, Λατ. pangere foedus, αμτβ. παρακ. και Παθ., είμαι στερεωμένος αμετάκλητα, είμαι εδραιωμένος, εἷς ὅρος ἡμῖν παγήσεται, στον ίδ.· μὴ γὰρ ὡς Θεῷ νομίζετ' ἐκείνῳ τὰ παρόντα πεπηγέναι πράγματα ἀθάνατα, σε Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πήγνυμι en πηγνύω, praes. 3 plur. πηγνύουσι en πηγνῦσι, poët. imperf. πήγνυον, med.-pass. 3 sing. πήγνυτο; aor. ἔπηξα, ep. πῆξα, Aeol. ptc. πάξαις, Dor. med. 2 sing. ἐπάξα, aor. pass. ἐπήχθην en ἐπᾰ́γην, ep. 3 plur. πῆχθεν en πάγεν, Dor. conj. παχθῇ; perf. intrans. πέπηγα en πέπηχα (meestal in compos. ), Aeol. 3 plur. πεπᾱ́γαισιν, opt. πεπαγοίην, med.-pass. πέπηγμαι; fut. πήξω, Dor. 1 plur. πάξομεν, pass. πᾰγήσομαι en πηχθήσομαι. met acc. vastzetten:; ἐν γαίῃ π. ἐρετμόν een roeiriem in de aarde slaan Od. 23.276; κεφαλὴν δέ ἑ θυμὸς ἄνωγε πῆξαι ἀνὰ σκολόπεσσι zijn hart spoorde hem aan het hoofd op palen te spietsen Il. 18.177; ὑπὸ ῥάχιν παγέντες onder in de rug gespietst Aeschl. Eum. 190; σταύρωμα ἔπηξαν zij zetten een palissade vast in de grond Thuc. 6.66.2; ook med..; σκηνάς π. de tenten vastzetten Hdt. 6.12.4; overdr. fixeren, vaststellen:. κατὰ χθονὸς ὄμματα π. de ogen strak op de grond fixeren Il. 3.217; εἷς ὅρος... παγήσεται er zal slechts een enkele grens vastgesteld worden Thuc. 4.92.4; κακῶς παγέντας ὅρκους ongeldig vastgelegde eden Eur. IA 395. in elkaar zetten, samenstellen, bouwen:; νῆας schepen Il. 2.664; ook med..; πήξασθαι ἄμαξαν een wagen in elkaar zetten Hes. Op. 455; pass., met ἐκ + gen.. εἴπερ ἐκ πεύκης γε κἀγὼ καὶ ξύλων ἐπηγνύμην zo waar als ook ik gemaakt ben van pijnboomhout Aristoph. Eq. 1310. stijf maken, doen bevriezen:; θεός... πήγνυσι πᾶν ῥέεθρον de godheid laat de hele stroom bevriezen Aeschl. Pers. 496; ἄνεμος βορρᾶς... πηγνὺς τοὺς ἀνθρώπους een noordenwind die de mensen deed bevriezen Xen. An. 4.5.3; spec.. π. τυρούς kazen maken (het stremmen van melk) Luc. 13.24. intrans. pass. stijf worden, stremmen, bevriezen:; νέρθε δὲ γοῦνα πήγνυται van onder worden mijn knieën stijf Il. 22.453; ἅλες... αὐτόματοι πήγνυνται ἄπλετοι zout kristalliseert er vanzelf in geweldige hoeveelheden Hdt. 4.53.3; τὸ ὕδωρ... ἐπήγνυτο het water bevroor Xen. An. 7.4.3; perf. πέπηγα vastzitten, stijf staan, bevroren zijn:; δόρυ δ’ ἐν κραδίῃ ἐπεπήγει de speer stond onwrikbaar in zijn hart Il. 13.442; πεπάγαισιν δ’ ὐδάτων ῤόαι de waterstromen zijn stijf bevroren Alc. 338.2; τὰ δ’ αἵματα... τίτας φόνος πέπηγεν het bloed is geronnen tot een wrekende bloedkoek Aeschl. Ch. 67; ἄρθρα... πέπηγέ μου mijn ledematen zijn verstard Eur. HF 1395; κρύσταλλος... ἐπεπήγει οὐ βέβαιος het ijs (in de gracht) was niet hard bevroren Thuc. 3.23.5; overdr.. μή... νομίζετε ἐκείνῳ τὰ παρόντα πεπηγέναι πράγματ’ ἀθάνατα jullie moeten niet menen dat zijn huidige macht voor eeuwig vaststaat Dem. 4.8.

Russian (Dvoretsky)

πήγνῡμι: редко πηγνύω (fut. πήξω, aor. ἔπηξα - дор. πᾶξα, pf. 1 trans. πέπηχα, pf. 2 intrans. πέπηγα, ppf. ἐπεπήγειν - эп. πεπήγειν; pass.: aor. ἐπάγην с ᾰ, тж. ἐπήχθην - эп. πάγην, 3 л. pl. πάγεν, тж. πῆχθεν, fut. πᾰγήσομαι, pf. πέπηγμαι) тж. med.
1) вонзать, всаживать (τὴν κἰχμὴν ἐν μετώπῳ Hom.; ξίφος διὰ φρενῶν Pind.; δόρυ ἐν κραδίῃ ἐπεπήγει Hom.);
2) втыкать, вбивать, вколачивать (σκῆπτρον Soph.; σταύρωμα Thuc.; κεφαλὴν ἀνὰ σκολόπεσσι Hom.): σχηνὴ πεπηγυῖα Her. воткнутая (кольями в землю), т. е. готовая палатка; ὑπὸ ῥάχιν παγέντες Aesch. посаженные на кол; στέρνοις πόδα π. Anth. наступить ногой на грудь;
3) вперять, устремлять (ὄμματα κατὰ χθονός Hom. и ἐπὶ χθονός Theocr.; πρός τι παγῆναι Plat.): παγῆναι ἀρέσκειν τινί Plat. стремиться понравиться кому-л.; ἐν ἀλλήλοις χείλεα πηξάμενοι Anth. прильнув губами друг к другу;
4) сбивать, сплачивать, сколачивать, тж. строить (νῆας Hom., Her.; ἅμαξαν Hes.): ψυχὴ καὶ σῶμα παγέν Plat. связанная с телом душа;
5) сковывать (льдом), замораживать (πᾶν ῥέεθρον Aesch.; τοὺς ποταμούς Arph.): ὕδωρ ἐπήγνυτο Xen. вода замерзала; ἄνεμος βορρᾶς πηγνὺς τοὺς ἀνθρώπους Xen. северный ветер, леденивший людей;
6) делать твердым, уплотнять, свертывать: τυροὺς πήγνυσθαι Luc. приготовлять себе сыры; ἅλες ἐπὶ τῷ στόματι πήγνυνται Her. у устья (Борисфена) затвердевает, т. е. отлагается соль; ἄρθρα πέπηγέ μου Eur. члены мои онемели; τὸ γάλα πήγνυται Arst. молоко свертывается;
7) устанавливать, утверждать: ὅρχος παγείς Eur. (торжественно) подтвержденная клятва; ὅρος ἡμῖν παγήσεται Thuc. граница наша будет незыблема.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to fix, to stick, to join, to congeal or to coagulate' (Il.).
Other forms: Dor. Aeol. πάγ-, also -ύω (X., Arist.), πήσσω, -ττω (hell.), aor. πῆξαι (ἔπηκτο Λ 378; Schwyzer 751; Chantraine Gramm. hom. 1, 383), pass. παγῆναι, πηχθῆ-ναι, fut. πήξω, perf. act. intr. πέπηγα (all Il.), trans. plqu. ἐπεπήχεσαν (D. C.), midd. πέπηγμαι (D. H., Arr.).
Compounds: Often w. prefix, e.g. ἐν-, συν-, κατα-, παρα-. Compounds: πηγεσί-μαλλος dense of wool (Γ 197; -εσι- prob. only enlarging, Schwyzer 444 w. n. 4); -πηξ, e.g. in ἀντί-πηξ, -γος f. kind of chest (E.; Bergson Eranos 58, 12 ff.); ναυ-πηγ-ός m. shipbuilder (Att. etc.); -πηγ-ής and -παγ-ής, e.g. εὑ-πηγ-ής. εὑ-παγ-ής well built (φ 334, Pl.), περιπηγ-ής frozen around (Nic.); συμπαγ-ής put together (Pl.).
Derivatives: A. From the full grade: 1. πηγός solid, dense, strong (ep. poet. I 124), prob. prop, fixing (cf. Schwyzer 459, Chantraine Form. 13); second. white, also black (late poetry; wrongly concluded from Hom., Kretschmer Glotta 31, 95ff., Leumann Hom. Wörter 214 n. 8, to it also Reiter Die griech. Bez. der Farben weiß, grau und braun 74 f.). 2. πηγάς, -άδος f. hoar-frost, rime (Hes.); 3. πηγυλίς f. frosty, icecold (ξ 476, A. R.), hoar-frost, rime (AP a.o.). 3. πῆγμα (διά-, παρά-, σύμ-, πρόσ- πήγνυμι a.o.) n. smth. joint together, stage, scaffold etc. (Hp., hell.; coni. ap. A. Ag. 1198), -μάτιον (Ph., Procl.); 4. πῆξις (σύμ-, ἔκ-, ἔμ- πήγνυμι a.o.) f. fixing, fastening, coagulation (Hp., Arist.); πήγνυσις f. id. (Ps.-Thales). 5. πηκτός, Dor. πακ- (κατά-, σύμ-, εὔ- πήγνυμι a.o.) solid etc. (in Att.); πηκτή f. set up net, framework (Ar., Arist.), πακτά f. fresh cheese (Theoc. a.o.; cf. Rohlfs ByzZ 37, 47); ἐμπήκτης m. one who sticks up (the Athen. judicial notes) (Arist.; Fraenkel Nom. ag. 2, 74); πηκτίς (Dor. Aeol. πακ-), -ίδος f. name of a Lydian harp (IA.); πηκτικός (ἐκ- πήγνυμι ) making coagulate, congeal (Thphr.. Dsc.). 6. πηγετός m. = παγ- (D. P.). -- B. From the zero grade: πάγος, -ετός, -ερός, πάγη, πάξ, πάχνη, s. vv. (not πάσσαλος); also πάγιος stout, solid (Pl., Arist.) and παγεύς m. pedestal (Hero). Further also πακ-τός in καταπακ-τός, (Hdt.) and πακτό-ω (ἐπι-, ἐμ- πήγνυμι) to fix (IA.; πακτός for trad. πηκτός in Hom.?; Wackernagel Unt. 11 f.).
Origin: IE [Indo-European] [787] *peh₂g- make fest, fix together
Etymology: Beside the νυ-present πήγ-νυ-μι (with second. full grade) stands in Latin and Germ. a zero grade formation with nasalinfix: Lat. pa-n-g-ō consolidate, fix together (on the semant. agreement between Greek and Lat. Schulze KZ 57, 297 = Kl. Schr. 217), Germ., e.g. Goth. fahan, OHG fāhan from PGerm. *fa-n-χ-an (IE *paḱ- beside *paǵ-) fasten, catch. An analogous pair is ζεύγ-νυ-μι: iu-n-g-ō. Also the reduplicated perfekt πέ-πηγ-α has a formal agreement in Lat. pe-pig-ī with zero grade as in opt. πεπαγοίην (Eup.). Phonet. identical are further πηγός and pāgus m. district, village; also, with secondary full grade, πηκτός and com-pāctus, πῆξις and com-pācti-ō. The original zero grade is in πακτός and pactus (sum, beside paciscor) retained. Zero grade also, without direct connection with the Greek formations πάγος etc., in Germ., e.g. OS fac n. encompassing frontier, NHG Fach. -- An aspirated byform Meillet finds BSL 36, 110 in Arm. p'akem close, shut off. -- Further forms w. lit. in WP. 2, 2 f., Pok. 787f., W.-Hofmann s. pangō and pacīscō. (Not here πήγανον.)

Middle Liddell

πέπηγα is generally used as perf. pass.]
Radical sense, to make fast; intr. and Pass. to be solid:
I. to stick or fix in, ἐν δὲ μετώπωι πῆξε [τὴν αἰχμήν] Il.; π. ἐπὶ τύμβωι ἐρετμόν Od.:— to fix in the earth, plant, Soph.; σκηνὴν π. to pitch a tent, Plat.; (so Mid., σκηνὰς πήξασθαι to pitch their tents, Hdt.):—intr. perf. and Pass., δόρυ δ' ἐν κραδίηι ἐπεπήγει the spear stuck fast in his heart, Il.; ὀϊστοὶ πῆχθεν ἐν χροΐ Il.; ξίφος πέπηγεν ἐν γῆι Soph.
2. to stick or fix on, κεφαλὴν ἀνὰ σκολόπεσσι π. to stick the head on stakes, Il., etc.: —Pass., πηχθέντας μέλη ὀβελοῖσι having their limbs fixed on spits, Eur.; παγέντες impaled, Aesch.
3. to fix the eyes upon an object, κατὰ χθονὸς ὄμματα π. Il.; ὄμματα πέπηγε πρός τι Plat.
II. to fasten together, construct, build, νῆας πῆξαι Il.; so Mid., ἄμαξαν πήξασθαι to build oneself a wagon, Hes.
III. to make solid, stiff, hard, of liquids, to freeze, θεὸς πήγνυσι πᾶν ῥέεθρον Aesch.; ἔπηξε (sc. ὁ θεὸς) τοὺς ποταμούς Ar.:—intr. perf. and Pass. to become solid, stiff or hard, γοῦνα πήγνυται the limbs stiffen, Il.; of liquids, to become congealed, freeze, Hdt.; ἅλες πήγνυνται the salt crystallises, Hdt.; κρύσταλλος ἐπεπήγει οὐ βέβαιος was not frozen strong, Thuc.
IV. metaph. to fix, Lat. pangere foedus, intr. perf. and Pass. to be irrevocably fixed, established, εἷς ὅρος ἡμῖν παγήσεται Thuc.; μὴ γὰρ ὡς θεῶι νομίζετ' ἐκείνωι τὰ παρόντα πεπηγέναι πράγματα ἀθάνατα Dem.

Frisk Etymology German

πήγνυμι: (seit Il.),
{pḗgnumi}
Forms: dor. äol. πάγ-, auch -ύω (X., Arist. u.a.), πήσσω, -ττω (hell. u. sp.), Aor. πῆξαι (ἔπηκτο Λ 378; Schwyzer 751; Chantraine Gramm. hom. 1, 383), Pass. παγῆναι, πηχθῆναι, Fut. πήξω, Perf. Akt. intr. πέπηγα (alles seit Il.), trans. Plqu. ἐπεπήχεσαν (D. C.), Med. πέπηγμαι (D. H., Arr. usw.),
Grammar: v.
Meaning: ‘befestigen, feststocken, zusammenfügen, gefrieren od. gerinnen machen’.
Composita: oft m. Präfix, z.B. ἐν-, συν-, κατα-, παρα-,
Derivative: Ableitungen. A. Von der Hochstufe: 1. πηγός fest, dicht, stark (ep. poet. seit I 124), wohl eig. festmachend (vgl. Schwyzer 459, Chantraine Form. 13); sekund. weiß, auch schwarz (sp. Bicht.; aus Hom. falsch erschlossen, Kretschmer Glotta 31, 95ff., Leumann Hom. Wörter 214 A. 8, dazu noch Reiter Die griech. Bez. der Farben weiß, grau und braun 74 f.). 2. πηγάς, -άδος f. Reif, Frost (Hes.); 3. πηγυλίς f. frostig, eiskalt (ξ 476, A. R.), Reif, Frost (AP u.a.). 3. πῆγμα (διά-, παρά-, σύμ-, πρόσ- ~ u.a.) n. das Zusammengefügte, Gerüst, Gestell (Hp., hell. u. sp.; coni. ap. A. Ag. 1198), -μάτιον (Ph., Prokl.); 4. πῆξις (σύμ-, ἔκ-, ἔμ- ~ u.a.) f. das Festmachen, Befestigen, Gerinnen (Hp., Arist. u.a.); πήγνυσις f. ib. (Ps.-Thales). 5. πηκτός, dor. πακ- (κατά-, σύμ-, εὔ- ~ u.a.) fest (im. att.); πηκτή f. aufgestelltes Netz, Stellbauer (Ar., Arist.), πακτά f. frischer Käse (Theok. u.a.; vgl. Rohlfs ByzZ 37, 47); ἐμπήκτης m. ‘Anstecker (der athen. Gerichtstäfelchen)’ (Arist.; Fraenkel Nom. ag. 2, 74); πηκτίς (dor. äol. πακ-), -ίδος f. N. einer lydischen Harfe (ion. att.); πηκτικός (ἐκ- ~ ) gefrieren, gerinnen machend (Thphr.. Dsk.). 6. πηγετός m. = παγ- (D. P.). — B. Von der Tiefstufe: πάγος, -ετός, -ερός, πάγη, πάξ, πάσσαλος, πάχνη, s. bes.; auch πάγιος gedrungen, fest (Pl., Arist. usw.) und παγεύς m. Fußgestell (Hero). Dazu noch πακτός in καταπακτός, (Hdt.) und πακτόω (ἐπι-, ἐμ- ~) befestigen (ion. att.; πακτός für überlief. πηκτός bei Hom.?; Wackernagel Unt. 11 f.). — Komposita (Zusammenbildungen): πηγεσίμαλλος dichtwollig (Γ 197; -εσι- wohl nur erweiternd, Schwyzer 444m. A. 4); -πηξ, z.B. in ἀντίπηξ, -γος f. Art Kiste (E.; Bergson Eranos 58, 12 ff.); ναυπηγός m. Schiffsbaumeister (att. usw.); -πηγής und -παγής, z.B. εὐπηγής. εὐπαγής festgebaut (φ 334, Pl. u.a.), περιπηγής ringsum gefroren (Nik.); συμπαγής zusammengefügt (Pl. u.a.).
Etymology: Neben dem νυ-Prasens πήγνυμι (mit sekundärer Hochstufe) steht im Latein und Germ. eine tiefstufige Bildung mit Nasalinfix: lat. pa-n-g-ō befestigen, zusammenfügen (zur semant. Übereinstimmung zwischen Griech. und Lat. Schulze KZ 57, 297 = Kl. Schr. 217), germ., z.B. got. fahan, ahd. fāhan aus urg. *fa-n-χ-an (idg. *paḱ- neben *paĝ-) festnehmen, fangen. Ein analoges Präsenspaar ist ζεύγνυμι: iu-n-g-ō. Auch das reduplizierte Perfekt πέπηγα hat ein formales Gegenstück in lat. pe-pig-ī mit Tiefstufe wie im Opt. πεπαγοίην (Eup.). Lautlich identisch sind ferner πηγός und pāgus m. Landgemeindeverband, Dorf, Gau; auch, mit sekundärer Hochstufe, πηκτός und com-pāctus, πῆξις und com-pācti-ō. Die ursprüngliche Tiefstufe ist in πακτός und păctus (sum, neben păciscor) erhalten. Tiefstufe ebenfalls, ohne direkten Zusammenhang mit den griech. Bildungen πάγος usw., in germ., z.B. asächs. fac n. Umfassung, Umzäunung, nhd. Fach. — Eine aspirierte Nebenform will MeilletBSL 36, 110 in arm. p’akem zumachen, verschließen finden. — Weitere Formen m. Lit. bei WP. 2, 2 f., Pok. 787f., W.-Hofmann s. pangō und pacīscō. S. auch πήγανον.
Page 2,525-526

Chinese

原文音譯:p»gnumi 胚格匿米
詞類次數:動詞(1)
原文字根:繫牢 相當於: (יָצַק‎) (נָטָה‎ / מָנׄול‎)
字義溯源:固定*,加厚,支搭,支,安裝,裝好
同源字:1) (παγιδεύω)誘入陷阱 2) (παγίς)陷阱 3) (πήγνυμι)固定 4) (προσπήγνυμι)固定於 5) (σκηνοπηγία)住棚節參讀 (ἑτοιμάζω)同義字
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 所支搭的(1) 來8:2