πλατύς

From LSJ
Revision as of 18:40, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰτύς Medium diacritics: πλατύς Low diacritics: πλατύς Capitals: ΠΛΑΤΥΣ
Transliteration A: platýs Transliteration B: platys Transliteration C: platys Beta Code: platu/s

English (LSJ)

εῖα, ύ, Ion. fem.

   A πλατέα Hdt.2.156: acc. pl. fem. πλατέας PMag.Par.1.1086:—wide, broad, τελαμών Il.5.796; πτύον 13.588; αἰπόλια πλατέ' αἰγῶν broad herds, i.e. large or spread over a wide space, 2.474, Od.14.101, Hes.Th.445; π. πρόσοδοι Pi.N.6.45; ὁδοί X.Cyr. 1.6.43, IG22.380.20; τὴν ὁδὸν τὴν π. Broad Street, SIG57.27 (Milet., v B.C.); similarly, π. ὁδὸς τῶν θεῶν PStrassb.85.22 (ii B.C.) (cf. infr. 11); κιβώτιον π. IG12.330.20; τάφρος ὡς πλατυτάτη καὶ βαθυτάτη X. Cyr.7.5.9.    2 flat, level, χῶρος π. καὶ πολλός Hdt.4.39; πλατυτάτης… γῆς οὔσης Θετταλίας X.HG6.1.9; πότερον ἡ γῆ π. ἐστιν ἢ στρογγύλη Pl.Phd.97d; κάρυα τὰ π., i.e. chestnuts, Hp.Vict.2.55, Diocl.Fr.126, X.An.5.4.29; σελάχη, ἰχθύες, Arist.HA489b31, PA695b7; ποτήρια πλατέα, τοίχους οὐκ ἔχοντ' Pherecr.143.2.    3 of a man, broad-shouldered, οὐ γὰρ οἱ πλατεῖς, οὐδ' εὐρύνωτοι S.Aj.1250, cf. UPZ121.19 (ii B.C.).    4 of seasons, far advanced, ἔαρ Procl.ad Hes.Op.483.    5 metaph., π. ὅρκος a broad strong oath, Emp.30.3, cf. 115.2; κατάγελως π. flat (i.e. downright) mockery, Ar.Ach.1126; π. φλήναφος Amelius ap.Porph. Plot.17, 18; but πλατὺ γελάσαι, καταγελᾶν, laugh loud and rudely, Philostr.VA7.39, VS1.20.2; καταχρεμψαμένη πλατύ Ar.Pax 815, cf. Luc.Cat.12.    6 broad, of pronunciation, π. λέξις Hermog. Id.1.6; φωνή Poll.2.116; πλατέα λαλοῦσι πάντα οἱ Δωριεῖς Demetr. Eloc.177.    7 diffuse, λέξις D.H.Dem.19. Adv. -έως ibid.: Comp. -ύτερον in fuller detail, διαλεξόμεθα S.E.P.2.219, cf. Sor.2.5, Hdn.2.15.6; -υτέρως Tz.ad Lyc.177: Sup. -υτάτως Id.H.12.890.    b Adv. -έως loosely, opp. ἀκριβῶς, Phld.Rh.1.248 S.    8 widespread, frequent, χρῆσις Choerob.in Theod.1.332: Comp., ib.267.    9 π. δρόμος, = Lat. cursus clabularis, Lyd.Mag.3.61.    II Subst. πλατεῖα (sc. ὁδός, cf.S.E.P.1.188, and v.supr.1.1), ἡ, street, Philem.58, Herod. 6.53, OGI491.9 (Pergam.), LXXGe.19.2, D.S.17.52, Str.17.1.10, Ev.Matt.12.19; οἱ ἐν τῇ Σκυτικῇ π. τεχνεῖται IGRom.4.790, cf. 791, al. (Apamea); hence Σεβαστὴ π. name of a guild, ib.3.711 (Sura); ἡ ἱερωτάτη π. CIG3960b6 (Apamea).    b (sc. χείρ) flat of the hand, ταῖσι πλατείαις τυπτόμενος Ar.Ra.1096; πλατείᾳ τῇ χειρί Philum.Ven. 5.3.    c a kind of dish or cup, IG11(2).110.22, al. (Delos, iii B.C.).    d broad stripe or border, Demetr.Eloc.108.    III salt, brackish, πλατυτέροισι ἐχρέωντο τοῖσι πόμασι Hdt.2.108; πλατέα or πλατύτερα ὕδατα, Arist.Mete.358b4, 358a28 (but πλατὺς Ἑλλήσποντος Il.7.86, 17.432, is not the salt, but the broad, Hellespont, cf. A. Pers.875 (lyr.), wrongly expld. by Ath.2.41b). (Cf. Skt. pṛthú- 'broad', práthati 'spread out', etc. But in signf. 111 cogn. with Skt. paṭu- 'sharp', 'pungent', tripaṭu 'the three saline substances'.)

German (Pape)

[Seite 627] εῖα (ion. πλατέα, Her. 2, 156), ύ, platt, breit; Ἑλλήσπ οντος, Il. 7, 86. 17, 432, in seiner südlichen Erweiterung am Vorgebirge Sigeion, im Gegensatz zu seiner Verengung bei Abydus (vgl. Aesch. Ἕλλας τ' ἀμφὶ πόρον πλατύν, Pers. 854); ἀπ ὸ πλατέος πτυόφιν, 13, 588; αἰπόλια, weit verbreitet, 2, 474 Od. 14, 101; Hes. Th. 445; πλατεῖαι πρόσοδοι, Pind. N. 6, 47; übh. groß, stark, οὐ γὰρ οἱ πλατεῖς οὐδ' εὐρύνωτοι φῶτες ἀσφαλέστατοι, Soph. Ai. 1229; πεδιάς, Eur. Rhes. 283; κατάγελως, Lachen mit weit aufgerissenem Munde, Ar. Ach. 1091; vgl. Lob. Phryn. 472; auch πλατὺ γελᾶν, πλατὺ καταχρέμψασθαι, Ar. Pax 783 (vgl. Luc. catapl. 12 de merc. cond. 40); ταῖς πλατείαις τύπτεσθαι, sc. χερσί, Ran. 1094, vgl. tr. 105; ὅρκος, breiter, fester Eid, Empedocl. 153; πότερον ἡ γῆ πλατεῖά ἐστιν ἢ στρογγύλη, Plat. Phaed. 97 d; πλατύτερος, ib. 111 d; πλατύτατος, Rep. X, 616 e; Ggstz στενός, Xen. Cyr. 1, 6, 19. – Bes. ἡ πλατεῖα, sc. ὁδός, die Straße, S. Emp. pyrrh. 1, 188. – Ausführlich (s. πλάτος), πλατύτερον διαλεξόμεθα, Ggstz ἐν συντόμῳ, S. Emp. pyrrh. 2, 219. – Weil man unter πλατὺ ὕδωρ übh. das Meer verstand, bekam das Wort auch die Bdtg des Salzigen, Her. 2, 108; vgl. Arist. Meteor. 2, 3; deshalb erklärten schon einige alte Ausleger auch πλ. Ἑλλήσποντος bei Hom. so, vgl. Ath. II, 41 b. – Einen unregelmäßigen superl. πλατύστατος hat Tim. bei D. L. 3, 7.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτύς: -εῖα, ύ, Ἰων. θηλ. πλατέα Ἡρόδ. 2. 156· (ἴδε ἐν τέλ.) Ὡς καὶ νῦν, τελαμὼν Ἰλ. Ε. 796· πτύον Ν. 588· αἰπόλια πλατέ’ αἰγῶν, εὐρέα ποίμνια δηλ. διεσπαρμένα εἰς μεγάλην ἔκτασιν, κατέχοντα πολὺ διάστημα, Β. 474, Ὀδ. Ξ. 101, Ἡσ. Θεογ. 445· π. πρόσοδοι Πινδ. Ν. 6. 75· ὁδοὶ (ἴδε κατωτ. 5)· τάφρος πλατυτάτη καὶ βαθυτάτη αὐτόθι 7. 5, 9. 2) ἐπίπεδος, ἀναπεπταμένος, χῶρος πλ. καὶ πολλὸς Ἡρόδ. 4. 39· πλατυτάτης... γῆς οὔσης Θετταλίας Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 4· πότερον ἡ γῆ πλατεῖά ἐστιν ἢ στρογγύλη Πλάτ. Φαίδων 97D· κάρυα τὰ πλατέα, δηλ. τὰ κάστανα, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 28· ἐπὶ ἰχθύων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 8, π. Ζ. Μορ. 4. 13, 7· ποτήρια πλατέα, τοίχους οὐκ ἔχοντ’ Φερεκράτης ἐν «Τυραννίδι» 1. 3) ἐπὶ ἀνθρώπου, μεγαλόσωμος, οὐ γὰρ οἱ πλατεῖς, οὐδ’ εὐρύνωτοι Σοφ. Αἴ. 1250. 4) μεταφορ., πλ. ὅρκος, ἰσχυρός, μέγας ὅρκος, Ἐμπεδ. 179· ― πλατὺς κατάγελως, ὁλοφάνερος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1126· ἀλλά, πλατὺ γελᾶν ἢ καταγελᾶν, γελᾶν μεγαλοφώνως καὶ ἀγροίκως, Φιλόστρ. 319, 513· οὕτω, πλατὺ καταχρέμψασθαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 815· πλ. χρέμψασθαι Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 12· πλ. φωνὴ Πολυδ. Β΄, 116. 5) πλατεῖα (ἐξυπ. ὁδός, ὅπερ καὶ ὑπάρχει ἐν Ξεν. Κύρ. 1. 6, 43), ἡ, ὁδός, δρόμος, Λατ. platea, Φιλήμων ἐν «Πανηγύρει» 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 3705, κ. ἀλλ. β) (δηλ. χείρ), τὸ πλατὺ μέρος τῆς χειρός, ἡ παλάμη, ταῖς πλατείαις τυπτόμενος Ἀριστοφ. Βάτρ. 1096. ΙΙ. ἁλμυρός, στρυφνὸς τὴν γεῦσιν, πλατυτέροισι ἐχρέοντο τοῖς πόμασι Ἡρόδ. 2. 108· πλατέα ἢ πλατύτερα ὕδατα Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 24, 26, κτλ.· πιθανῶς ἐπειδὴ ἀρχικῶς, πλατὺ ὕδωρ, ἦτο ἐν γενικῇ χρήσει ὡς ἐπίθ. τῆς θαλάσσης· ἀλλὰ πλατὺς Ἑλλήσποντος, Ἰλ. Η. 86, Ρ. 432, δὲν σημαίνει ὁ ἁλμυρός, ἀλλ’ ὁ πλατὺς Ἑλλήσπ. (θεωρούμενος δηλ. ὡς ποταμός), πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 875, ― ἂν καὶ ὁ Ἀθήν. 42B ἄλλως ἐνόμιζε. ΙΙΙ. Συγκρ. καὶ ὑπερθ. πλατύτερος, -ύτατος, ἴδε ἀνωτ.· ὡσαύτως πλατύστατος, Τίμ. παρὰ Διογ. Λ. 3. 7. IV. ἐπίρρ. -έως, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 19· συγκρ. -ύτερον, Ἡρόδ. 2. 15· -έρως Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 177, 513, κτλ. ― Ὑπερθ. πλατυτάτως, ὁ αὐτ. ἐν Ἱστ. 12, 891. (Ἐκ τῆς √ΠΛΑΤ παράγονται ὡσαύτως αἱ λέξεις πλάτη, πλάτος, πλάτανος· πρβλ. καὶ πλάθανος, -νη· Σανσκρ. prath, prath-ê (extendor), pr.ith-us (latus), prath-as (latitudo)· Λιθ. plat-us (latus)· δύσκολον εἶναι νὰ μὴ ἀκολουθήσῃ τις τὸν Pott ἐν τῷ σχετίζειν τὴν ῥίζαν ταύτην πρὸς τὸ Ἀρχ. Γερμ. flah (flach), Ἀρχ. Σκανδ. flatr (flat) ἴδε ἐν λ. πλάξ· καὶ τὸ Γερμ. platt, Ἀρχ. Ἀγγλ. plat, ὅθεν τὸ plate καὶ platter, καί περ ὑπάρχοντος p ἀντὶ f φαίνεται τὴν αὐτὴν ἔχοντα ἀρχήν.)

French (Bailly abrégé)

εῖα, ion. έα, ύ;
I. large et plat;
II. p. ext.
1 large : πλατεῖα ὁδός XÉN ou subst.πλατεῖα PLUT grande rue ; τὸ πλατύ XÉN la plaine ; en parl. de pers. large, épais, massif;
2 répandu ou disséminé sur un large espace;
3 largement ouvert ; πλατεῖαι πύλαι PLUT portes toutes grandes ouvertes;
III. salé, âcre, en parl. d’eau (peut-être parce qu’originairement on aura désigné la mer par l’expression πλατὺ ὕδωρ) ; πλατὺς Ἑλλήσποντος IL le large Hellespont, particul. dans sa partie sud;
Cp. πλατύτερος ; Sp. πλατύτατος ou πλατύστατος.
Étymologie: R. Πλατ, s’étendre ; cf. skr. prthus « large ».

English (Autenrieth)

εῖα, ύ: broad, wide; αἰπόλια αἰγῶν, ‘wide-roaming,’ because goats do not keep close together in the herd as sheep do in the flock, Il. 2.274, Od. 14.101, 103.

English (Slater)

πλᾰτύς
   1 broad πλατεῖαι πάντοθεν λογίοισιν ἐντὶ πρόσοδοι νᾶσον εὐκλέα τάνδε κοσμεῖν (N. 6.45)

English (Strong)

from πλάσσω; spread out "flat" ("plot"), i.e. broad: wide.

English (Thayer)

πλατεῖα, πλατύ (cf. Latin planus, latus; Curtius, § 367 b; Vanicek, p. 552), from Homer down, the Sept. several times for רָחַב, broad: Matthew 7:13.

Greek Monolingual

(I)
ιά, -ύ, θηλ., και -εία / πλατύς, -εῑα, -ύ, ΝΜΑ, ιων. τ. θηλ. πλατέα Α
αυτός που έχει πλάτος σχετικά μεγάλο, ευρύς, φαρδύς
νεοελλ.
1. μτφ. α) (για πρόσ.) αυτός του οποίου η σκέψη αγκαλιάζει ευρείες περιοχές του πνεύματος, που μπορεί να εξετάσει ένα θέμα σφαιρικά
β) (για έρευνα, συζήτηση) λεπτομερειακός, διεξοδικός («έγινε πλατιά συζήτηση του θέματος»)
2. το θηλ. ως ουσ. η πλατεία
βλ. πλατεία
3. (το ουδ. πληθ. υπερθετ. βαθμού ως επίρρ.) πλατύτατα
διεξοδικά, ευρύτατα («μίλησε για το θέμα πλατύτατα»)
3. φρ. «πλατύ γέλιο»
α) γέλιο με ορθάνοιχτο το στόμα
β) μτφ. καλόκαρδο και τρανταχτό γέλιο
μσν.
μτφ. ο πολύ καλά εδραιωμένος («πλατεῑαν εἰρήνην», Θεοφάν. Χρον.)
αρχ.
1. αυτός που καταλαμβάνει μεγάλη έκταση, εκτεταμένος («αἰπόλια πλατέ' αἰγῶν», Ομ. Ιλ.)
2. ο ευρύς και επίπεδοςχῶρος πλατὺς καὶ πολλός», η
ρόδ.)
3. (για πρόσ.) εύσωμος, μεγαλόσωμος
4. (για λόγο) σχοινοτενής, χαλαρός
5. ο πολύ διαδεδομένος
6. (κατ' επεκτ.) συνήθης
7. (για προφορά) τραχύς, βαρύς («πλατέα λαλοῡσι πάντα οἱ Δωριεῑς», Δημήτρ.)
8. μτφ. α) (για τις εποχές του έτους) πολύ προχωρημένος («πλατὺ ἔαρ», Ησίοδ.)
β) ισχυρός, δυνατός («πλατὺς ὅρκος» — ισχυρός, σταθερός όρκος, Εμπ.)
(το ουδ. ως επίρρ.) πλατύ
ισχυρώς, δυνατά («ὦν καταχρεμψαμένη μέγα καὶ πλατύ», Αριστοφ.)
10. (το ουδ. συγκριτ. βαθμού ως επίρρ.) πλατύτερον
με περισσότερες λεπτομέρειες, πιο διεξοδικά
11. το θηλ. ως ουσ.πλατεῖα
(ενν. οδός) α) φαρδύς δρόμος
β) (ενν. χείρ) το πλατύ μέρος του χεριού, η παλάμη
γ) είδος φαρδιού κύπελλου ή πινακίου
δ) ευρεία ράβδωση ή φαρδύ κράσπεδο
12. φρ. α) «κάρυα τὰ πλατέα» — τα κάστανα
β) «πλατὺ γελῶ» ή «καταγελῶ» — γελώ με ανοιχτό το στόμα, γελώ δυνατά ή γελώ με αναίδεια
γ) «πλατὺς κατάγελως» — πολύ γέλιο ή ολοφάνερο γέλιο, περίγελως
δ) «πλατὺς φλήναφος» πολύ φλυαρία
ε) «Σεβαστή πλατεῑα» — ονομασία συντεχνίας
στ) «πλατύς δρόμος» — δρόμος κατάλληλος για τη διέλευση οχημάτων, αμαξιτός δρόμος.
επίρρ...
πλατιά/ πλατέως ΝΜΑ
εν εκτάσει, λεπτομερειακά, διεξοδικά
αρχ.
με ασάφειες, χωρίς ακριβολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πλατύς ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας με λαρυγγικό φθόγγο pletә2- / pltә2 «πλατύς, ευρύς» και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. prthu και αβεστ. parәθu- «ευρύς, πλατύς». Στην ύπαρξη λαρυγγικού φθόγγου στη ρίζα οδήγησαν αφ' ενός το δεύτερο -α- του ελλ. πλατ-α-μών και αφ' ετέρου το άηχο δασύ σύμφωνο –th- του αρχ. ινδ. τ. prthu-. Από το θ. του επιθ. πλατύς έχουν σχηματιστεί: το σιγμόληκτο ουδ. πλάτος (πρβλ. βαρύς: βάρος) και τα: πλαταμών, πλάτη, πλάτης. Στο επίθ. πλατύς, ανάγονται εξάλλου το ανθρωπωνύμιο Πλάτων του αρχαίου Έλληνα φιλοσόφου, που χρησιμοποιήθηκε ως παρωνύμιο επειδή είχε φαρδιούς ώμους και το τοπωνύμιο Πλάταια. Το επίθ. πλατύς, τέλος, εμφανίζεται ως α' συνθετικό με τη μορφή πλατυ- (βλ. λ. πλατυ-).
ΠΑΡ. πλατύνω, πλατύτης(-ητα)
αρχ.
πλατύζομαι
νεοελλ.
πλαταίνω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό βλ. πλατυ-)].
(II)
-εῑα, -ύ, Α
ο αλμυρός, στυφός στη γεύση («πλατέα ὕδατα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η χρήση του επιθ. στις ομηρικές φρ.: «πλατύς Ἑλλήσποντος», «Ἑλλησπόντῳ πλατεῖ» οδήγησε στη σημ. «αλμυρός» αφού η σημ. «πλατύς, ευρύς» για πορθμό δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή. Η σύνδεση του επιθ. με το αρχ. ινδ. patu- «οξύς» γεννά προβλήματα].

Greek Monotonic

πλᾰτύς: -εῖα, -ύ, Ιων. θηλ. πλατέα·
I. 1. φαρδύς, πλατύς, σε Ομήρ. Ιλ.· αἰπόλια πλ. αἰγῶν, ευρύ κοπάδι, δηλ. πλατιά απλωμένο (σε μεγάλη έκταση), σε Όμηρ.· πλατεῖαι πρόσοδοι, σε Πίνδ.
2. επίπεδος, πλατύς, σε Ηρόδ., Πλάτ.· κάρυα τὰ πλατέα, δηλ. τα κάστανα, σε Ξεν.
3. λέγεται για άνθρωπο, μεγαλόσωμος, σε Σοφ.
4. μεταφ., πλατὺς κατάγελως, ευρεία (δηλ. ολοφάνερη) κοροϊδία, σε Αριστοφ.· ουδ. ως επίρρ., ευρέως, επίπεδα, απλώς, στον ίδ.
5. πλατεῖα (ενν. ὁδός), , δρόμος, Λατ. platea, σε Ξεν.· — (ενν. χείρ), το πλατύ μέρος της παλάμης, σε Αριστοφ.
II. αλμυρός, γλυφός, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

πλᾰτύς: εῖα (ион. έα), ύ (ῠ)
1) широкий (τελαμών, Ἑλλήσποντος Hom.; τάφρος Pind.; πύλαι NT);
2) широко раскинувшийся, разбросанный (αἰπόλια αἰγῶν Hom.);
3) широкоплечий, полный (οὐχ οἱ πλατεῖς, οὐδ᾽ εὐρύνωτοι Soph.);
4) плоский, равнинный (χῶρος Her.; γῆ Θετταλία Xen.): κάρυα τὰ πλατέα Xen. каштаны;
5) широко открытый (πύλαι Plut.);
6) основательный, крепкий (ὅρκος Emped.);
7) громкий, раскатистый (κατάγελως Arph.).
εῖα, ύ соленый или солоноватый (πόματα Her.; ὕδατα Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλατύς -εῖα -ύ, Ion. f. πλατέα breed:; Ἕλλας τ ’ ἀμφὶ πόρον πλατύν rond de brede zeestraat van Helle (de Hellespont) Aeschl. Pers. 875; πλατεῖα ὁδός een brede weg Xen. Cyr. 1.6.43 = subst. f. ἡ πλατεῖα NT Luc. 13.26; overdr..; κατάγελως π. regelrechte bespotting ( vgl. ‘breed lachen’, hier ongunstig) Aristoph. Ach. 1126; verspreid:. αἰπόλια πλάτε ’ αἰγῶν verstrooid grazende geitenkudden Il. 2.474. robuust, sterk:; οἱ πλατεῖς... φῶτες de robuuste mannen Soph. Ai. 1250; overdr..; π. ὅρκος krachtige eed Emp. B 30.3; n. adv. πλατύ:. καταχρεμψαμένη... πλατύ met een krachtige rochel Aristoph. Pax 815. plat, vlak:; κάρυα... τὰ πλατέα platte noten (d.w.z. kastanjes) Xen. An. 5.4.29; subst. ἡ πλατεῖα ( sc. χείρ ) vlakke hand:. ταῖσι πλατείαις τύπτεσθαι met vlakke hand geslagen worden Aristoph. Ran. 1096.
πλατύς -εῖα -ύ, Ion. f. πλατέα, brak (van water).

Frisk Etymological English

1.
Grammatical information: adj.
Meaning: wide, broad, flat, level (Il.).
Compounds: Often as 1. member, e.g. πλατύ-φυλλος broad-leaved (Arist., Thphr.).
Derivatives: πλατύτης f. width, breadth (Hp., X.); πλατύνω, also w. δια-, ἐν- a.o., to widen, to make broad (X., Arist.) with πλάτ-υσμα (-υμμα) n. dish, brick etc. (Herod., Hero, pap.), -υσμός m. broadening (Arist., LXX). Also πλατεῖον n. board, table (Plb.), after the instrument names in -εῖον; from πλατεῖα (χείρ, φωνή e. o.) πλατειάζω to blow with the flat of the hand (Pherecr.), pronounce broadly (Theoc.). -- Besides several formations: πλάτος n. width, breadth, size (Simon., Emp., Hdt., Ar.) with ἀ-πλατής without breadth (Arist.); πλατ-ικός (v.l. -υκός) concerning the width, breadth, exhaustive, extensive (Vett. Val., Arist.-comm.); cf. γεν-ικός to γένος. -- πλαταμών, -ῶνος m. flat stone, ledge of rock, flat beach etc. (h. Merc. 128, hell.) with -αμώδης flat (Arist.). -- πλάτη f. blade of an oar, oar, meton. ship, also shoulder blade (usu. ὠμο-πλάτη Hp.) (trag., Arist.); πλάτης, Dor. -ας m. pedestal of a gravestone (inscr. Asia Minor, cf. γύης, πόρκης); πλάτιγξ τῆς κώπης τὸ ἄκρον H. -- PN Πλάταια (Β 504 a.o.), usu. pl. -αί f. (IA.) town in Boeotia with -αιίς, -αιεῖς etc.; accent-change as in ἄγυια : -αί (s. v.).
Origin: IE [Indo-European] [833] *pleth₂- broad
Etymology: With πλατύς are deiretcly dientical Skt. pr̥thú-, Av. pǝrǝʮu- wide, broad (on the dental bel.). To this πλάτος like e.g. βάρος to βαρύς (s. v.) with zero grade instead of the older full grade in Skt. práthas- = Av. fraʮah- n. breadth, Celt., e.g. Welsh. lled id. Also πλαταμών has -- the secondary zero grade excepted -- an exact Skt. agreement, i.e. prathi-mán- m. extension, breadth; cf. bel. With the reserve necessary with PN Πλάταια can be identified with Skt. pr̥thivī́ f. earth, prop. "the broad (stretches of earth); here also a Celtic agreement e.g. in Welsh.-Lat. Letavia, Welsh Llydau Brittany. The identification, which is in itself possible, of πλάτανος with Celt., e.g. OIr. lethan, Welsh llydan broad is however rather improbable; cf. s. v. The same suffix also in Hitt. paltana-'arm, shoulder', which resembles semantically πλάτη (Laroche Rev. de phil. 75, 38, Benveniste BSL 50, 42). On πλάτη beside πλάτος cf. βλάβη : βλάβος, πάθη : πάθος a.o.; after κώπη? -- A corresponding primary verb is only in Skt. práthati, -te extend retained, to which as verbal noun prathi-mán- : πλατα-μών prop. "which extends" (cf. τελα-μών prop. "who bears"). The from this and from pr̥thi-vī : Πλάτα-ια resulting disyll. root *pleth₂- : *pl̥th₂ gave the Skt. aspirate (in prevocalic position): pr̥thú- from *pl̥th₂-ú-, práthas- from *pléth₂os-. -- Far remains Arm. layn broad (to Lat. lātus broad), s. W.-Hofmann s. v. w. lit. Further details with rich lit. in Mayrhofer s. pr̥thúḥ, pr̥thvī́, práthati, práthaḫ, prathimā́, W.-Hofmann s. 1. planta, Fraenkel s. platùs; older lit. in WP. 2, 99f. (Pok. 833f.).
2.
Grammatical information: adj.
Meaning: salty (Hdt. 2, 108 [πόματα], Arist. Mete. 358f. [ὕδωρ, ὕδατα]).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Without doubt from πλατὺς Ἐλλήσποντος (Hom.; cf. A. Pers. 875) through misunderstanding arisen, as the broad H. was interpreted as the salty H. The epitheton ornans broad seemd for a straight little fitting. In Hdt. 7, 35 the Hellespont is characterized as "θολερός τε καὶ ἁλμυρὸς ποταμός". Heubeck Glotta 37, 258 ff. with Passow, Pape a.o. -- In this way the connection with Skt. paṭú- sharp, stinging (s. Bq) falls; cf. Mayrhofer s. v. w. lit., also Bibl.Orient. 18, 22.

Middle Liddell

πλᾰτύς, εῖα, ύ,
I. ionic fem. πλατέα;— wide, broad, Il.; αἰπόλια πλατέ' αἰγῶν broad herds, i. e. large or widespread, Hom.; π. πρόσοδοι Pind.
2. flat, level, Hdt., Plat.; κάρυα τὰ πλατέα, i. e. chestnuts, Xen.
3. of a man, broad-shouldered, Soph.
4. metaph., πλατὺς κατάγελως flat (i. e. downright) mockery, Ar.: neut. as adv., flatly, merely, Ar.
5. πλατεῖα (sc. ὁδόσ), a street, Lat. platea, Xen.:—(sub. χείῤ, the flat of the hand, Ar.
II. salt, brackish, Hdt.

Frisk Etymology German

πλατύς: 1.
{platús}
Meaning: weit, breit, flach, eben (seit Il.).
Composita : Oft als Vorderglied, z.B. πλατύφυλλος breitblättrig (Arist., Thphr.).
Derivative: Davon πλατύτης f. Weite, Breite (Hp., X. u.a.); πλατύνω, auch m. δια-, ἐν- u.a., erweitern, breit machen (X., Arist. usw.) mit πλάτυσμα (-υμμα) n. Platte, Ziegel (Herod., Hero, Pap. u.a.), -υσμός m. Verbreiterung (Arist., LXX usw.). Auch πλατεῖον n. Platte, Tafel (Plb.), nach den Gerätenamen auf -εῖον; von πλατεῖα (χείρ, φωνή u. a.) πλατειάζω mit der flachen Hand schlagen (Pherekr.), breit aussprechen (Theok.). — Daneben mehrere Bildungen: πλάτος n. Weite, Breite, Umfang (Simon., Emp., Hdt., Ar. usw.) mit ἀπλατής ohne Breite (Arist.) usw.; πλατικός (v.l. -υκός) die Weite, Breite betreffend, umfassend, weitschweifig (Vett. Val., Arist.-Komm. u.a.); vgl. γενικός zu γένος. — πλαταμών, -ῶνος m. platter Stein, Felsenplatte, flacher Strand (h. Merc. 128, hell. u. sp.) mit -αμώδης platt (Arist.). — πλάτη f. Ruderschaufel, Ruder, meton. Schiff, auch Schulterblatt (gew. ὠμοπλάτη Hp. u.a.) usw. (Trag., Arist. usw.); πλάτης, dor. -ας m. Untersatz eines Grabdenkmals (Inschr. Kleinas., vgl. γύης, πόρκης); πλάτιγξ· τῆς κώπης τὸ ἄκρον H. — ON Πλάταια (Β 504 u.a.), gew. pl. -αί f. (ion. att.) Stadt in Böotien mit -αιίς, -αιεῖς usw.; Akz.wechsel wie in ἄγυια : -αί (s. d.).
Etymology : Mit πλατύς sind aind. pr̥thú-, aw. pərəϑu- weit, breit unmittelbar identisch (zum Dental unten). Dazu πλάτος wie z.B. βάρος zu βαρύς (s. d.) mit Tiefstufe statt der älteren Hochstufe in aind. práthas- = aw. fraϑah- n. Breite, kelt., z.B. kymr. lled ib.. Auch πλαταμών hat — von der sekundären Tiefstufe abgesehen — ein genaues aind. Gegenstück, u. zw. prathi-mán- m. Ausdehnung, Breite; vgl. unten. Mit dem bei O N immer gebotenen Rückhalt läßt sich ebenfalls Πλάταια mit aind. pr̥thivī́ f. Erde, eig. "die weite (Erdflächen gleichsetzen; dazu noch eine keltische Entsprechung z.B. in gall.-lat. Letavia, kymr. Llydau die Bretagne? Die an und für sich mögliche Identifikation von πλάτανος mit kelt., z.B. air. lethan, kymr. llydan breit ist dagegen höchst unsicher; vgl. s. v. Dasselbe Suffix noch in heth. paltana-’Arm, Schulterstück’, das sich semantisch mit πλάτη eng berührt (Laroche Rev. de phil. 75, 38, Benveniste BSL 50, 42). Zu πλάτη neben πλάτος vgl. βλάβη : βλάβος, πάθη : πάθος u.a.; nach κώπη? — Ein entsprechendes primäres Verb ist nur in aind. práthati, -te ausbreiten, ausdehnen bzw. sich verbreiten, sich ausdehnen erhalten, wozu als Verbalnomen prathi-mán- : πλαταμών eig. "der sich Ausdehnende" (vgl. τελαμών eig. "der Träger"). Die daraus und aus pr̥thi-: Πλάταια sich ergebende zweisilbige Wz.form *pletə- : *pl̥təhat nach einer allgemein akzeptierten Theorie die aind. Aspirata, zunächst in vorvokaliger Stellung hervorgerufen: pr̥thúaus *pl̥tə̯-ú-, práthas- aus *plétə̯os-. — Fern bleibt arm. layn breit (zu lat. lātus breit), s. W.-Hofmann s. v. m. Lit. Weitere Einzelheiten mit reicher Lit. bei Mayrhofer s. pr̥thúḥ, pr̥thvī́, práthati, práthaḫ, prathimā́, W.-Hofmann s. 1. planta, Fraenkel s. platùs; ält. Lit. bei WP. 2, 99f. (Pok. 833f.).
Page 2,553-554
2.
{platús}
Meaning: salzig (Hdt. 2, 108 [πόματα], Arist. Mete. 358f. ὕδωρ, ὕδατα).
Etymology : Ohne Zweifel aus πλατὺς Ἑλλήσποντος (Hom.; vgl. A. Pers. 875) durch Mißverständnis entstanden, indem der ‘breite H.’ als der ‘salzige H.’ aufgefaßt wurde. Das schmückende Epithet breit erschien wohl für eine Meerenge wenig angemessen. Bei Hdt. 7, 35 wird der Hellespont als "θολερός τε καὶ ἁλμυρὸς ποταμός" charakterisiert. Heubeck Glotta 37, 258 ff. mit Passow, Pape u.a. — Dadurch wird die auch sonst nicht unbedenkliche Zusammenstellung mit aind. paṭú- scharf, stechend (s. Bq) hinfällig; vgl. Mayrhofer s. v. m. Lit., auch Bibl.Orient. 18, 22.
Page 2,554-555

Chinese

原文音譯:platÚj 普拉替士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:寬廣
字義溯源:平闊,寬廣,闊的,寬的;源自(πλάσσω)*=模造)
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編
1) 是寬的(1) 太7:13