κορέννυμι
ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger
English (LSJ)
Them.Or.16.213a; κορεννύω, Glossaria; κορέω, Nic.Al. 195; κορέσκω, ib.225, 360, 415:
Afut. κορέσω Hdt.1.212; Ep. κορέεις Il.13.831, κορέει 8.379, 17.241: aor. ἐκόρεσα 16.747, A.Pr.166 (lyr.); poet. ἐκόρεσσα Theoc.24.138, AP7.204 (Agath.):—Med., κορέννυμαι Orph.L.732, opt. κορέοιτο Nic.Al.263: aor. ἐκορεσάμην, Ep. ἐκορεσσ-, κορεσσ-, Il.11.562, Od.20.59:—Pass., fut. κεκορήσομαι Max.117: aor. ἐκορέσθην Od.10.499; Ep. 3pl. -θεν Ar.Pax1283 sq.: pf. κεκόρεσμαι X.Mem.3.11.3 (nowhere else in early Prose), Plu.Dem.23, APl.4.190 (Leon.); Ion. κεκόρημαι Il.18.287, Hes.Op.593, Sapph. 48, Ar.Pax1285 (v. infr.): pf. part.Act. (with pass. sense) κεκορηώς, -ότος, Od.18.372, Nonn.D.5.34, Coluth.120: also fut. (in intr. sense) κορήσουσι LXX De.31.20:—satiate, fill one with a thing, c. dat., κορέεις κύνας ἠδ' οἰωνοὺς δημῷ καὶ σάρκεσσι Il.13.831; μολπῇ θυμὸν κ. A.R. 3.897: c gen. rei, κορέσαι στόμα ἐμᾶς σαρκός S.Ph.1156 (lyr.): c. acc. only, τίς ἂν κορέσειεν ἅπαντας; Thgn.229; πρὶν ἂν ἢ κορέσῃ κέαρ A. l.c.:—Med., satisfy oneself, c. gen., ἐκορέσσατο φορβῆς Il.11.562; οἴνοιο κορεσσάμενος καὶ ἐδωδῆς 19.167; ὄφρ'… κρειῶν κορεσαίατο θυμόν = might satisfy their desire with flesh, Od.14.28: metaph., φυλόπιδος κορέσασθαι Il.13.635: c. part., κορεσσάμεθα κλαίοντε 22.427; ἐκορέσσατο χεῖρας τάμνων δένδρεα 11.87:—Pass., to be glutted, be satiated, δαιτὸς κεκορήμεθα θυμὸν ἐΐσης Od.8.98; κεκορήμεθ' ἀέθλων 23.350; κεκορημένος ἦτορ ἐδωδῆς Hes.Op.593; βορᾶς κορεσθείς E.Hipp.112; πολέμου ἐκόρεσθεν Ar.Pax 1283: c. part., κλαίων… κορέσθην Od.4.541; οὔ πω κεκόρησθε ἐελμένοι; Il.18.287: rarely c. dat. rei, κριθαῖσι κορεσθείς Thgn.1269; πλούτῳ κεκορημένος Id.751; ὕβρι Hdt.3.80: abs., dub. in Sapph.48.—Cf. κορίσκομαι. (Cf. Lith. šérti 'feed'.)
French (Bailly abrégé)
f. κορέσω, ao. ἐκόρεσα;
Pass. ao. ἐκορέσθην, pf. κεκόρεσμαι ; part. pf. Act. ion. κεκορηώς au sens Pass.
I. rassasier : τινά τινι ou τινος, qqn de qch ; κέαρ ESCHL rassasier ou réjouir son cœur;
II. Pass. κορέννυμαι (ao. ἐκορέσθην) et Moy. κορέννυμαι (ao. ἐκορεσάμην);
1 se rassasier, être rassasié (de vin, de nourriture, etc.) gén. ou dat. : fig. ὕβρι κεκορημένος HDT rassasié d'outrages ; avec un part. : κλαίουσα κορέσσατο OD elle se rassasia de pleurs;
2 avoir le dégoût de, être fatigué de, gén. ; part. κεκορηώς OD rassasié ; dégoûté, fatigué de, gén..
Étymologie: κόρος¹.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κορέννυμι en κορεννύω [~ κορέω] ander praes. κορίσκομαι (zie daar); aor. ἐκόρεσα, ep. poët. ἐκόρεσσα, med. ἐκορεσσάμην, aor. pass. ἐκορέσθην, ep. 3 plur. ἐκόρεσθεν; perf. act. met pass. bet., ptc. κεκορηώς, -ότος, med.-pass. κεκόρεσμαι, poët. Ιon. perf. med. κεκόρημαι, plqperf. med.-pass. (ἐ)κεκορέσμην; fut. perf. κεκορήσομαι; fut. κορέσω, ep. fut. κορέω, 2 sing. κορέεις; fut. pass. κορεσθήσομαι act. verzadigen (met), vullen (met), met acc. en dat.:; Τρώων κορέεις κύνας ἠδ’ οἰωνοὺς δημῷ καὶ σάρκεσσι je zult de honden en roofvogels van de Trojanen verzadigen met je vet en vlees Il. 13.831; ook met acc. en gen.: κορέσαι στόμα πρὸς χάριν ἐμᾶς γε σαρκός om jullie snavels naar hartelust te vullen met mijn vlees Soph. Ph. 1156. med. en pass., ook met perf. κεκορηώς (zich) verzadigen, met gen.:; ὄφρ’... κρειῶν κορεσαίατο θυμόν opdat ze met het vlees hun honger stillen Od. 14.28; βορᾶς κορεσθείς verzadigd van het eten Eur. Hipp. 112; perf. verzadigd zijn:; ἄμφω κεκορηότε ποίης beide volgevreten met gras Od. 18.372; overdr.: genoeg hebben van:; φυλόπιδος κορέσασθαι genoeg hebben van de strijd Il. 13.635; κεκορημένοις Γόργως Gorgo beu zijnd Sapph. 144.1; ὕβρι κεκορημένος dronken van machtswellust Hdt. 3.80.4; met pred. ptc.: ἐπεὶ κλαίουσα κορέσσατο nadat ze genoeg gehuild had Od. 20.59.
German (Pape)
[ῡ], fut. κορέσω, κορῶ (ὅς κε τάχα Τρώων κορέει κύνας Il. 17.241, wie 8.379, 13.831), aor. ἐκόρεσα, perf. pass. κεκόρεσμαι, ep. κεκόρημαι, auch Ar. Pax 1251 in einer Nachahmung des Hom. und Heraclit. bei Clem.Al., und diesem in der Bedeutung gleich κεκορηότε Od. 18.372;
sättigen, satt machen; τινὰ δημῷ καὶ σάρκεσσι Il. 8.379, wie μολπῇ θυμὸν κορέσωμεν Ap.Rh. 3.897; übertragen, πρὶν ἂν κορέσῃ κέαρ Aesch. Prom. 165. – Auch c. gen., κορέσαι στόμα ἐμᾶς σαρκός Soph. Phil. 1141. – Häufiger im med. und pass. sich sättigen, satt werden, τινός, z.B. οἴνοιο κορεσσάμενος καὶ ἐδωδῆς Il. 19.167, δαιτὸς κεκορήμεθα θυμὸν ἐΐσης Od. 8.98, öfter, wie Hes. κεκορημένον ἦτορ ἐδωδῆς O. 591; βορῆς Panyas. bei Ath. II.37b; βορᾶς κορεσθείς Eur. Hipp. 112. – Auch übertragen, φυλόπιδος κορέσασθαι, sich am Kampfe sättigen, des Kampfes satt bekommen, Il. 13.635, κεκορήμεθ' ἀέθλων Od. 23.350, und öfter c. partic., ἐπεὶ κλαίουσα κορέσσατο ὃν κατὰ θυμόν, da sie sich am Weinen gesättigt, satt geweint hatte, 20.59, ἐπεὶ κλαίων τε κυλινδόμενός τ' ἐκορέσθην 4.541, vgl. Il. 18.287, 22.427; ἐκορέσσατο χεῖρας τάμνων, er bekam das Holzhauen an seinen Händen satt. 11.87; – ὕβρεϊ κεκορημένος, voll Übermut, Her. 3.80; κεκορεσμένος Xen. Mem. 3.11.13. Sonst nur noch in sp. Prosa, z.B. Plut. Dem. 23; ὁ δῆμος κεκόρεστο Hdn. 1.13.10; ἐκορέσθησαν φιλοῦντες Luc. D.Mer. 3.2; πῶλος κορεσθεὶς τοῦ μητρῴου γάλακτος Ael. V.H. 9.4.
Russian (Dvoretsky)
κορέννῡμι: κόρος I] (fut. κορέσω - эп. κορέω и Anth. κορέσσω, aor. ἐκόρεσα и Anth., ἐκόρεσσα; med. эп. 3 л. sing. aor. ἐκορέσσατο и κορέσσατο - 1 л. pl. κορεσσάμεθα, part. κορεσσάμενος; pass.: aor. ἐκορέσθην, pf. κεκόρεσμαι - ион. κεκόρημαι; ион. part. pf. act. со знач. pass. κεκορηώς)
1 кормить досыта, насыщать (τινὰ δημῷ καὶ σάρκεσσι Hom.; στόμα σαρκός Soph.); pass. насыщаться (οἴνοιο κορεσσάμενος καὶ ἐδωδῆς Hom.; κορεσθεὶς βορᾶς Eur. и τροφῆς NT): ὕβρι κεκορημένος Her. преисполненный наглости;
2 pass. перен. досыта изведать, насладиться (φυλόπιδος πολέμοιο Hom.): ἐπεὶ πολέμου ἐκόρεσθεν Arph. когда они навоевались всласть;
3 pass. вдоволь претерпеть, натерпеться (πολέων κεκορήμεθ᾽ ἀέθλων Hom.): κλαίων ἐκορέσθην Hom. я наплакался досыта; ἐκορέσσατο χεῖρας τάμνων Hom. (дровосек) устал рубить.
English (Strong)
a primary verb; to cram, i.e. glut or sate: eat enough, full.
English (Thayer)
(κόρος satiety); to satiate, sate, satisfy: 1st aorist passive participle κορεσθέντες, as in Greek writings from Homer down, with the genitive of the thing with which one is filled (Buttmann, § 132,19), τροφῆς, κεκορεσμένοι ἐστε, every wish is satisfied in the enjoyment of the consummate Messianic blessedness, 1 Corinthians 4:8.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
κορέννῡμι: μέλ. κορέσω, Επικ. βʹ και ενικ. κορέεις, κορέει, αόρ. αʹ ἐκόρεσα, ποιητ. κόρεσσα — Μέσ., αόρ. αʹ ἐκορεσάμην, Επικ. ἐκορεσσ-, κορεσσ- — Παθ., μέλ. κορεσθήσομαι, αόρ. αʹ ἐκορέσθην, παρακ. κεκόρεσμαι, Ιων., μέλ. κορεσθήσομαι, αόρ. αʹ ἐκορέσθην, παρακ. κεκόρεσμαι, Ιων. κεκόρημαι· Επικ. μτχ. Ενεργ. παρακ. (με Παθ. σημασία) κεκορηώς, -ότος· παραχορταίνω, μπουχτίζω, τινα, σε Θέογν., Αισχύλ.· γεμίζω κάποιον με κάτι, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης με γεν. πράγμ., χορταίνω, ικανοποιώ, σε Σοφ. — Μέσ., ικανοποιούμαι, χορταίνομαι, με γεν., ἐκορέσσατο φορβῆς, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· με μτχ., κλαίουσα κορέσσατο, ικανοποιήθηκε με τον θρήνο, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., είμαι χορτασμένος, σε Ησίοδ.· σπανίως, με δοτ. πράγμ., πλούτῳ κεκορημένος, σε Θέογν.· ὕβρι, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
κορέννῠμι: μόνον παρὰ Θεμιστίῳ· ὡσαύτως κορέω Νικ. Ἀλεξιφ. 195· κορέσκω αὐτόθι 225, 360, 415: μέλλ. κορέσω Ἡρόδ. 1. 212· Ἐπικ. κορέεις Ἰλ. Ν. 831· κορέει Θ. 379, Ρ. 241: ἀόρ. ἐκόρεσα Ἰλ., Ἀττ.· ποιητ. κόρεσσα Θεόκρ., Ἀνθ. ― Μέσ., κορέννυμαι Ὀρφ., εὐκτ. κορέοιτο Νικ. Ἀλεξιφ. 263: μέλλ. κορέσομαι Χρησμ. Σιβυλλ.: ἀόρ. ἐκορεσάμην, Ἐπικ. ἐκορεσσ-, κορέσσ-, Ὅμ. ― Παθ., μέλλ. κορεσθήσομαι Βαβρ. 2. 31, 19· κεκορήσομαι Μάξιμ. π. καταρχ. 117: ἀόρ. ἐκορέσθην Ὀδ. Δ. 341· Ἐπικ. γ΄ πληθ. -θεν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1283, 4: πρκμ. κεκόρεσμαι Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 3 (οὐδαμοῦ ἄλλοθι παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν πεζογράφ. Ἀττ.), Πλούτ.· Ἰων. κεκόρημαι Ὅμ., Ἀριστοφ. Εἰρ. 1285, ἴδε κατωτ.· μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. (μετὰ παθ. σημασίας) κεκορηώς, ότος, Ἰλ. Σ. 287, Ὀδ. Σ. 372, Ἡσίοδ., κτλ. (Ἐκ τῆς √ΚΟΡ, πρβλ. κόρος, κτλ.) Χορταίνω, ἱκανοποιῶ, πληρῶ τινά τινος, μετὰ δοτ. τρόπου ἢ ὀργάνου, κορέει κύνας ἠδ’ οἰωνοὺς δημῷ καὶ σάρκεσσι Ἰλ. Ν. 831· κ. θυμὸν μολπῇ Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 897· ὡσαύτως μετὰ γεν. πράγμ., κορέσαι στόμα ἐμᾶς σαρκὸς Σοφ. Φιλ. 1156· μετὰ μόνης αἰτ., τίς ἂν κορέσειεν ἅπαντας Θέογν. 229· πρὶν ἂν ἢ κορέσαι κέαρ Αἰσχύλ. Πρ. 165. ― Μέσ., χορτάζομαι, μετὰ γεν., ἐκορέσσατο φορβῆς Ἰλ. Λ. 562· οἴνοιο κορεσσάμενος καὶ ἐδωδῆς Τ. 167· ὡσαύτως ὄφρ’: κρειῶν κορεσαίατο θυμόν, ἵνα χορτάσῃ τὴν ἐπιθυμίαν του μὲ κρέατα, Ὀδ. Ξ. 28· μεταφ., φυλόπιδος κορέσασθαι Ἰλ. Ν. 635· συχνότερον μετὰ μετοχ., κλαίουσα κορέσσατο, ὃ ἐστίν, ἔκλαυσεν ὅσον ἠδύνατο, Ὀδ. Δ. 541· κορεσσάμεθα κλαίοντε Ἰλ. Χ. 427, κτλ.· ἐκορέσσατο χεῖρας τάμνων Λ. 87· ― Παθ., χορτάζομαι, «χορταίνω», δαιτὸς κεκορήμεθα θυμὸν ἐΐσης Ὀδ. Θ. 98· κεκορήμεθ’ ἀέθλων Ψ. 350· κεκορημένος ἦτορ ἐδωδῆς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 591· βορᾶς κορεσθεὶς Εὐρ. Ἱππ. 112· πολέμου ἐκόρεσθεν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1283· μετὰ μετοχ., κλαίων ἐκορέσθην Ὀδ. Δ. 541· οὔπω κεκόρησθε ἐελμένοι Ἰλ. Σ. 287· σπανίως μετὰ δοτ. πράγμ., κριθῇσι κορεσθεὶς Θέογν. 1269· πλούτῳ κεκορημένος αὐτόθι 751· ὕβρι Ἡρόδ. 3. 80.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: satiate, fill, be satiated (ep. Ion.).
Other forms: -μαι (Them., Orph.), κορέω, κορέσκω (Nic.), κορίσκομαι (Hp.), aor. κορέσ(σ)αι, -ασθαι (Il.), pass. κορεσθῆναι (Od.), perf. ptc. Act. (intr.) κεκορηώς (Od.), ind. midd. κεκόρημαι (Il.), κεκόρεσμαι (X.), fut. κορέω (Il.), κορέσω (Hdt.),
Compounds: Rarely with ὑπερ- (Thgn., Poll.), ἀπο- (Gloss.). As 2. member in ἄ-κορος unsatiable, untiring (Pi.) with ἀκορία unsatiated condition, moderation (Hp.), unsatiability (Aret.). διά-, κατά-, πρόσ-, ὑπέρ-κορος satiated etc. (IA.); also as σ-stam and with verbal redefinition (Schwyzer 513) ἀ-, δια-, προσ- κορής with προσ-κορίζομαι vex, annoy (sch.). As privative also ἀ-κόρη-τος (Il.), ἀ-κόρε(σ)-τος (trag.). - Quite uncertain Αἰγι-κορεῖς pl. m. with Αἰγικορίς f. name of one of the old Ionic phylai (E., inscr.; cf. Hdt. 5, 66), s. Nilsson Cults 147 and Frisk ibd.
Derivatives: Wiht lengthened grade κώρα ὕβρις H. (v. Blumenthal Hesychst. with Lobeck). To κόρος (κοῦρος, κῶρος) youth and κόρη young girl s. esp. κόρος m. satiaty, be satiated, surfeit, insolence (Il.);
Origin: IE [Indo-European] [577] *ḱerh₁- fodder, (let) grow
Etymology: The starting point of the whole paradigm is clearly the aorist κορέσαι, -ασθαι, to which the other forms were successively added: pass. κορε-σ-θῆναι (Chantraine Gramm. hom. 1, 406), perf. κεκόρημαι, -εσμαι (Schwyzer 773), fut. κορέω, -έσω, lastly also the different, sparsely attested presents κορίσκομαι, κορέω, -έσκω, -έννυμι. The verb was prob. orig. because of the perfective aspect limited to the aorist; for an old present *κόρνυμι (Schwyzer 697; as στόρνυμι) there is no support. - The ο-vowel, which is found also in στορέσαι, with the same building, and in θορεῖν, μολεῖν, πορεῖν, is not convincingly explained (attempts in Schwyzer 360f. and Sánchez Ruipérez Emerita 18, 386ff.); with the disyllabic κορέ-σαι agrees elsewhere acute Lith. šér-ti fodder (from *ḱerh₁-), with which one connected the old s-stem in Lat. Cerēs goddess of the growth of plants, and also Arm. ser origin, gender, offspring (IE. *ḱéros n. transformed to an o-stem). - The other forms, e. g. Lat. creō create, crēscō grow, Arm. sermn seed, Alb. thjer acorn, prop. "fodder" (Pok. 577, W.-Hofmann and Ernout-Meillet s. Cerēs, creō), are unimportant for Greek. - With the meanings satiate, fodder, let grow, cf. the similar meanings of Lat. alō.
Middle Liddell
κεκορηώς, epic part. perf. act. with pass. sense
to sate, satiate, satisfy, τινα Theogn., Aesch.: to fill one with a thing, c. dat., Il.; also c. gen. rei, to fill full of, Soph.:—Mid. to satisfy oneself, have one's fill, c. gen., ἐκορέσσατο φορβῆς Il., etc.; c. part., κλαίουσα κορέσσατο she had her fill of weeping, Od.: —Pass. to be satiated, Hes.; rarely c. dat. rei, πλούτωι κεκορημένος Theogn.; ὕβρι Hdt.
Greek Monolingual
(ΑM κορεννύω, Α και κορέννυμι και κορέω και κορέσκω [στη νεοελλ. συν. στον μέλλ., αόρ. και παρακμ.])
1. γεμίζω κάτι όσο το δυνατό περισσότερο, υπερπληρώ «κορέσαι στόμα... ἐμᾱς σαρκός», Σοφ.)
2. προκαλώ σε κάποιον το αίσθημα του χορτασμού ή χορταίνω ο ίδιος (α. «κορέεις κύνας ἠδ' οἰωνοὺς δημῷ καὶ σάρκεσσι», Ομ. Ιλ. β. «ἐκορέσσατο φορβῆς», Ομ. Ιλ.
γ. «κριθαῖσι κορεσθείς», Θέογν.)
3. ικανοποιώ πλήρως, καταπαύω, κατασιγάζω (α. «κόρεσε την πείνα του» β. «κορέστηκε το πάθος του» γ. «μολπῇ θυμὸν κορέσωμεν», Απολλ. Ρόδ. δ. «ὥσπερ λέοντα φόνου κεκορεσμένον», Πλούτ.)
νεοελλ.
φρ. φυσ.-χημ. α) «(κε)κορεσμένο διάλυμα» — διάλυμα του οποίου η πυκνότητα είναι μέγιστη για τη δεδομένη πίεση και θερμοκρασία στην οποία βρίσκεται και ικανή να εμποδίσει την παραπέρα συνέχιση της διεργασίας διάλυσης
β) «(κε)κορεσμένοι ατμοί» — ατμοί τών οποίων η πυκνότητα στη δεδομένη πίεση και θερμοκρασία είναι μέγιστη και ικανή να εμποδίσει την παραπέρα ατμοποίηση του σώματος από το οποίο προέρχονται.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχικός τ. είναι ο ένσιγμος αόρ. κορέ-σ-αι, από τον οποίο προέκυψε υποχωρητικά ο ενεστώς κορέννυμι, που είναι αρκετά μεταγενέστερος. Ο τ. κορέ-σ-αι ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα kor(ә)- της ΙΕ ρίζας ker(ә)- «μεγαλώνω κάτι, αυξάνω» και συνδέεται με το λιθουαν. šer-ti «εκτρέφω ζώα», τα αρμ. ser «καταγωγή, φυλή» και serem «γεννώ», καθώς και το λατ. Ceres, όν. της θεάς της βλαστήσεως που ταυτίστηκε με τη Δήμητρα. Στην ίδια ρίζα ανάγονται και τα λατ. creo «δημιουργώ» και cresco «αυξάνω», που εμφανίζουν τη μηδενισμένη βαθμίδα της. Εκτεταμένη / ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας εμφανίζει ίσως το κώρα «ύβρις» (βλ. λ. κορέω [ΙΙΙ]). Από το θ. κορ(ε)- του αορ. κορέ-σ-αι προέκυψε υποχωρητικά το κόρος (Ι) «υπερπλήρωση», ενώ το όν. του ιωνικού φύλου Αἰγι-κορ-εῖς πιθ. να εμφανίζει το ίδιο θ. ως β' συνθετικό: «αυτοί που τρέφουν κατσίκες».
ΠΑΡ. κορεατικός, κόρος (Ι)
αρχ.
κορεστός
νεοελλ.
κορεσμός.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀποκορέννυμι, αποκορέννυμι, ὑπερκορέννυμι, υπερκορέννυμι
νεοελλ.
(μτχ.) υπερκορεσμένος, υπερκεκορεσμένος.
Frisk Etymology German
κορέννυμι: -μαι (Them., Orph.),
{korénnumi}
Forms: κορέω, κορέσκω (Nik.), κορίσκομαι (Hp.), Aor. κορέσ(σ)αι, -ασθαι (seit Il.), Pass. κορεσθῆναι (Od. usw.), Perf. Ptz. Akt. (intr.) κεκορηώς (Od. u. a.), Ind. Med. κεκόρημαι (seit Il.), κεκόρεσμαι (X. usw.), Fut. κορέω (Il.), κορέσω (Hdt.),
Grammar: v.
Meaning: sättigen, sich sättigen, satt, überdrüssig werden (ep. ion., poet., auch sp. Prosa).
Composita: vereinzelt mit ὑπερ- (Thgn., Poll.), ἀπο- (Gloss.),
Derivative: Davon κόρος m. Sättigung, das Sattsein, Überdruß, Übermut (seit Il.); als Hinterglied in ἄκορος unersättlich, unermüdlich (Pi.) mit ἀκορία ungesättigter Zustand, Mäßigkeit (Hp.), Unersättlichkeit (Aret.); διά-, κατά-, πρόσ-, ὑπέρκορος gesättigt (ion. att.); auch mit Umbiegung in die σ-Stämme und mit verbaler Umdeutung (Schwyzer 513) ἀ-, δια-, προσ- κορής usw. mit προσκορίζομαι verdrießen, ärgern (Sch.). Als Privativum auch ἀκόρητος (Il. u. a.), ἀκόρε(σ)-τος (Trag. u. a.). — Mit Dehnstufe κώρα· ὕβρις H. (v. Blumenthal Hesychst. mit Lobeck). Zu κόρος (κοῦρος, κῶρος) Jüngling und κόρη Jungfrau s. bes. Ganz unsicher Αἰγικορεῖς pl. m. mit Αἰγικορίς f. N. einer der alten ionischen Phylen (E., Inschr. usw.; vgl. Hdt. 5, 66), s. Nilsson Cults 147 und Frisk ebd.
Etymology: Der Ausgangspunkt des ganzen Paradigmas ist offenbar der Aorist κορέσαι, -ασθαι, zu dem die übrigen Formen allmählich hinzugeschaffen worden sind: Pass. κορεσ-θῆναι (Chantraine Gramm. hom. 1, 406), Perf. κεκόρημαι, -εσμαι (Schwyzer 773), Fut. κορέω, -έσω, zuletzt auch die verschiedenen, spärlich belegten Präsentia κορίσκομαι, κορέω, -έσκω, -έννυμι; die Vorbilder ergaben sich von selbst. Das Verb war wohl ursprünglich wegen des perfektiven Aspekts auf den Aorist beschränkt; ein altes Präsens *κόρνυμι (Schwyzer 697; wie στόρνυμι) hat wenig für sich. — Der ο-Vokal, der auch in den gleichgebildeten στορέσαι ebenso wie in θορεῖν, μολεῖν, πορεῖν u. a. auftritt, ist nicht befriedigend erklärt (Versuche bei Schwyzer 360f. und Sánchez Ruipérez Emerita 18, 386ff.); dem zweisilbigen κορέσαι entspricht sonst das stoßtonige lit. šér-ti füttern, wozu noch der uralte s-Stamm in lat. Cerēs Göttin des pflanzlichen Wachstums, wohl auch arm. ser Abkunft, Geschlecht, Nachkommenschaft (idg. *ḱéros n. mit Übergang in die o-Stämme). — Die übrigen Formen, z. B. lat. creō schaffen, crēscō wachsen, arm. sermn Same, alb. thjer Eichel, eig. "Futter" (WP. 1, 408f., Pok. 577, W.-Hofmann und Ernout-Meillet s. Cerēs, creō), sind für das Griechische ohne Belang. — Zu den Bedd. sättigen, nähren, gedeihen lassen, sich sättigen, sich ernähren, gedeihen, wachsen vgl. den ähnlichen Sachverhalt bei der Sippe von lat. alō.
Page 1,918-919
Chinese
原文音譯:koršnnumi 可廉匿米
詞類次數:動詞(2)
原文字根:飽足
字義溯源:填塞^,充滿,飽足,滿足,喫飽。參讀 (ἀνταναπληρόω)同義字
出現次數:總共(2);徒(1);林前(1)
譯字彙編:
1) 飽足了(1) 林前4:8;
2) 他們喫飽了(1) 徒27:38
Mantoulidis Etymological
(=χορταίνω, ἱκανοποιῶ). Ἀπό ρίζα κορ-. Θέμα κορεσ + πρόσφυμα νυ → κορέσ-νυ-μι καί μέ ἀφομοίωση τοῦ σ σέ ν → κορέννυμι.
Παράγωγα: κόρος (=χορτασμός), ἀψίκορος (=αὐτός πού γρήγορα χορταίνει), κορεστός, ἀκόρεστος (=ἀχόρταγος), κορεστικός, ἀκόρητος (=ἀχόρταστος).