ἐξαιρέω

Revision as of 13:10, 21 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "attic" to "Attic")

English (LSJ)

fut. ἐξαιρήσω, later
A ἐξελῶ D.H.7.56, etc.: aor. 2 ἐξεῖλον, Ep.and Lyr. ἔξελον Il.16.56, Pi.O.1.26; inf. ἐξελεῖν:—Med., fut. ἐξαιρήσομαι A.Supp.924; later ἐξελοῦμαι Alciphr. 1.9: aor. 2 ἐξειλόμην, rarely 1 ἐξῃρησάμην Ar.Th.761 (perhaps interpol.):—Pass., pf. ἐξῄρημαι, Ion. ἐξαραίρημαι Hdt.:—take out, ἔνθεν.. ἔξελε πέπλους Il.24.229; ἐπείνιν καθαροῦ λέβητος ἔξελε Κλωθώ Pi.l.c.; τὸ δέλτα τοῦ ὀνόματος Pl.Cra.413e; simply, take out, τὴν κοιλίην, τὴν νηδύν, Hdt.2.40 (tm.), 87; πρὶν ἀνταράξας πῖαρ ἐξεῖλεν γάλα Sol.36.21:—Pass., εἰ τὸ ἔαρ ἐκ τοῦ ἐνιαυτοῦ ἐξαραιρημένον εἴη Hdt.7.162, cf. Pericl. ap. Arist.Rh.1365a33.
2 Med., take out for oneself, φαρέτρης ἐξείλετο πικρὸν ὀϊστόν from his quiver, Il.8.323; ἐξελέσθαι τὰ μεγάλα ἱστία their large sails, X.HG1.1.13; ἐ. τὰ φορτία discharge their cargoes, Hdt.4.196; τὰ ἀγώγιμα X.An.5.1.16; τὸν σῖτον ἐς [τὴν στοὰν] ἐξαιρεῖσθαι Th.8.90: abs., Syngr. ap. D.35.13, etc.:—Pass., to be discharged, of a cargo, Hdt.3.6, D.34.8.
II take from a common stock, reserve, κούρην, ἣν ἄρα μοι γέρας ἔξελον υἷες Ἀχαιῶν Il.16.56; Ἀλκινόῳ δ' αὐτὴν γέρας ἔξελον Od.7.10, cf. Il.11.627; βασιλέϊ τεμένεα ἐξελὼν καὶ ἱερωσύνας Hdt.4.161; Νίσῳ ἐ. χθόνα S.Fr.24.5; θεοῖσιν ἀκροθίνια E.Rh.470; κλήρους τοῖς θεοῖς Th.3.50:—Med., choose for oneself, carry off as booty, τὴν ἐκ Αυρνησσοῦ ἐξείλετο Il.2.690, cf.9.130; choose, μενοεικέα Od.14.232; μίαν ἕκαστος σιτοποιὸν ἐ. Hdt.3.150, cf. X.An.2.5.20; ταύτας ἐξείλεθ' αὑτῷ κτῆμα S.Tr.245; δῶρον.. πόλεος ἐξελέσθαι to have accepted as a gift, Id.OC541 (lyr.):—Pass., to be given as a special honour, τινί to one, Th.3.114; ἐξαραιρημένος Ποσειδέωνι dedicated to him, Hdt.1.148; γέρεα.. σφι ἦν τάδε ἐξαραιρημένα Id.2.168; ἐ. αὐτοῖς set apart for them, Pl.Criti.117c; τὰ τεμένη τὰ ἐξῃρημένα IG12.45.10; of funds, to be set apart, be earmarked, SIG577.64 (Milet., iii/ii B. C.); but τοῦ ἀργυρίου τοῦ ἐκ τοῦ λιθοτομείου ἐξαιρουμένου moneys received from... IG22.47.
2 take out of a number, except, μητέρας ἐξελόντες Hdt.3.150; Σιμμίαν ἐξαιρῶ λόγου Pl.Phdr.242b, cf. X.Mem.1.4.15.
III remove people from their country, Hdt.2.30; τοὺς ἐν τῇ λίμνῃ κατοικημένους Id.5.16; στρουθούς (sc. ἐκ τοῦ νηοῦ) Id.1.159: generally, remove, τὸν λίθον Id.2.125; ἐκ τοῦ λυχνούχου τὸν λύχνον Alex.102; πατρὸς φόβον E.Ph.991, cf. Isoc.2.23; ὀδυρμούς, ἄγνοιαν, ἔρωτα, Pl.R. 387d, Lg.771e, Smp.186d; ἀλλήλων τὴν ἀπιστίαν X.An.2.5.4:—Med., νεῖκος E.Med.904; ὑμῶν ἐ. τὴν διαβολὴν.. ταύτην remove this prejudice from your minds, Pl.Ap.19a, cf. 24a.
2 get rid of, [ὗν] ἐκ τῆς χώρας Hdt.1.36; θῆρας χθονός E.Hipp.18; make away with, παῖδας, θῆρα, Id.HF39, 154; Ἀθηναίους X.HG2.2.19.
b destroy, πόλιν Hdt.1.103, al., cf. Th.3.113, 4.69, D.18.30; χωρία Id.23.115; οἰκίδιον Men.Pk.199, cf. 278; φρούριον D.H.8.86.
c annul, bring to naught, θέσφατα S.OT908 (lyr.), cf. D.23.36.
3 Med., ψυχήν, θυμόν, φρένας ἐξελέσθαι, either c. acc. pers., bereave a person of life, etc., as μιν ἐξείλετο θυμόν Il.15.460, 17.678 (so in Trag., E.Alc. 69, IA972): or c. gen. pers., as μευ φρένας ἐξέλετο Ζεύς Il.19.137, cf. Hes.Sc.89; σεῦ ψυχὴν χαλκῷ Il.24.754; μου τέρψιν ἐξείλου βίου E.Alc. 347, etc.: rarely, c. dat. pers., Γλαύκῳ φρένας ἐξέλετο Ζεύς Il.6.234; [οἰωνοῖς] τέκνα Od.16.218: in tmesi, ἐκ δέος εἵλετο γυίων 6.140; ἐκ θυμὸν ἕλοιο 20.62, cf.Il.11.381:—Med., take away from one, τὰ φίλτατα S.El.1208:—Pass., ἐξαιρεθέντες τὸν Δημοκήδεα having had him taken out of their hands, Hdt.3.137; τὸ ἐπιθυμοῦν τοῦ πλοῦ οὐκ ἐξῃρέθησαν Th.6.24, cf. Pl.Grg. 519d, etc.
4 Pass., to be removed from, i.e. transcend, τοῦ τῶν ὄντων πλήθους Procl. in Prm.p.546 S.; ἑνάδες ἐξῃρημέναι transcendent, ib.p.547 S., cf. Dam.Pr.7; τὸ μᾶλλον ἐξῃρημένον μᾶλλον καὶ χωρεῖ διὰ τῶν ἄλλων ib.325. Adv. ἐξῃρημένως = transcendently, ib.270; ultimately, opp. προσεχῶς, Phlp.in de An.270.14.
IV Med., set free, deliver, τινά A.Supp.924, Ar.Pax316; ἐκ τῶν κινδύνων τινά Decr. ap. D.18.90; ἐκ τῆς ἀνάγκης PPetr.3p.74; ἐκ τῶν θλίψεων Act.Ap.7.10; ἐξαιρεῖσθαι εἰς ἐλευθερίαν claim as a freeman, Lys.23.9, D.8.42, 10.14.
2 bring to an end, accomplish, πᾶν γὰρ ἐξαιρεῖ λόγος E.Ph.516.—Freq. confounded with ἐξαίρω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [med. impf. 1a sg. ἐξαιρεύμην Od.14.232; tard. fut. ind. 3a sg. ἐξελεῖ D.H.7.56, med. 3a plu. ἐξελοῦνται Alciphr.1.9.3; aor. 3a plu. ἔξελον Il.16.56, ἐξεῖλον Th.3.50, med. 3a sg. ἐκ ... ἔλετο Alc.336 (tm.), ἐξείλετο Decr. en D.18.90, A.R.3.844, ἐξείλατο Act.Ap.7.10; med. perf. part. ἐξαραιρημένος Hdt.1.148, plu. neutr. ἐχσɛ̄ιρɛ̄μένα IG 13.46.14 (V a.C.)]
A tr., en v. act. o med.
I indic. ‘separación’ ‘hacia fuera
1 c. ac. de bienes (incluidos esclavos o prisioneros) reservar, apartar, poner aparte:
a) como botín de guerra κούρην, ἣν ἄρα μοι γέρας ἔξελον υἷες Ἀχαιῶν Il.16.56, cf. Od.7.10, en v. pas. Δημοσθένει ἐξῃρέθησαν τριακόσιαι πανοπλίαι Th.3.114;
b) como regalo o atención para personajes destacados θυγατέρ' Ἀρσινόου ..., ἥν οἱ Ἀχαιοὶ ἔξελον Il.11.627, Κύρῳ δ' ἐξῃρηκότες ... τὴν Σουσίδα γυναῖκα X.Cyr.4.6.11, en v. pas. τὰς μουσουργούς, αἵπερ ἐξῃρημέναι ἦσαν Κυαξάρῃ X.Cyr.5.5.3;
c) como parte reservada a los dioses τριακοσίους (κλήρους) τοῖς θεοῖς ἱεροὺς ἐξεῖλον Th.3.50, ἐπεὶ ... θεοῖσί τ' ἀκροθίνι' ἐξέλῃς E.Rh.470, en v. pas. χῶρος ἱρὸς ... ἐξαραιρημένος ὑπὸ Ἰώνων Ποσειδέωνι Hdt.1.148, cf. IG l.c.;
d) como lote en repartos de poder o herencias τῷ βασιλέϊ ... τεμένεα ἐξελὼν καὶ ἱερωσύνας Hdt.4.161, Νίσῳ τὴν ὅμαυλον ἐξαιρεῖ χθόνα Σκίρωνος ἀκτῆς S.Fr.24.4;
e) como privilegio para el sacerdote u otras castas τὰ νομιζόμενα γέρα τῷ ἱερεῖ SEG 45.1508a.9 (Bargilia II/I a.C.), en v. pas. γέρεα δέ σφι ἦν τάδε ἐξαραιρημένα μούνοισι Αἰγυπτίων Hdt.2.168;
f) partidas de dinero para algún gasto ὁ δὲ συλλογεὺς ἀνοί[ξας] τὸν θησαυρόν ... ἐξελέτω τὸ γινό[μενον] ἀνάλωμα IOropos 324.34 (III a.C.), cf. 290.15 (IV a.C.), Milet 1(3).145.64 (II a.C.).
2 c. ac. de pers. exceptuar, quitar, dejar aparte τὰς μητέρας ἐξελόντες poniendo aparte a sus madres Hdt.3.150, cf. X.Mem.1.4.15, c. rég. de gen. esp. en la locución ἐξαίρειν λόγου: Σωκράτη δ' ἐξαιρῶ λόγου a Sócrates, en cambio, lo dejo aparte Pl.Smp.176c, cf. Phdr.242b, R.492e, en v. pas. ἐξῃρήσθων τοῦ λόγου Θόας τε καὶ Ἀνδρόνικος Synes.Ep.79 (p.145), cf. Dio 14, (πόλιν) ἐξῃρημένη<ν> τοῦ τύπου IAphrodisias 1.15.13 (II d.C.), οὓς (θεούς) ... ἐκ τοῦ λέγειν καὶ τοῦ γράφειν ... ἐξαιρῶ Pl.Tht.162e
jur. c. pred. absolver ὅταν ἄνθρωπος ... ἑαυτὸν δὲ ἀεὶ ἀναίτιον ἐξαιρῇ cuando un hombre se absuelve a sí mismo como inocente Pl.Lg.727b.
3 c. ac. de pers. y anim. expulsar, echar τούτους (τοὺς Αἰθίοπας) Hdt.2.30, τοὺς ἐν τῇ λίμνῃ κατοικημένους Hdt.5.16, τοὺς στρουθούς Hdt.1.159, en v. pas. οἱ δραπέται ... μόλις ἐξαιρεθέντες ὑπὸ Ῥωμαίων Str.6.2.6, c. ἐκ y gen. ὡς ἄν μιν ἐξέλωμεν ἐκ τῆς χώρας Hdt.1.36.
4 c. ac. de cosa y gen. separat., c. o sin prep., o adv. de lugar extraer, sacar, retirar de φαρέτρης ... πικρὸν ὀϊστόν Il.8.323, cf. B.5.74, ἐξαιρεῖ ... Σπαρτιάτης ... τῆς ἀσπίδος τὸν πόρπακα Critias B 37, τὴν πνοὴν τῆς κύστιδος Aen.Tact.31.11, γλαφυρῆς ἐξείλετο φωριαμοῖο φάρμακον A.R.3.844, τῶν τειχῶν ... πυλίδας Polyaen.1.40.4, ἐξελὼν ... <ἐκ> τοῦ λυχνούχου τὸν λύχνον Alex.107.1, ἔνθεν (τῶν φωριαμῶν) δώδεκα ... ἔξελε πέπλους de allí (de los arcones) sacó doce vestidos, Il.24.229, raro c. ac. de pers. ἐπεί νιν καθαροῦ λέβητος ἔξελε Κλωθώ a Pélope, Pi.O.1.26, en v. pas. δοκῶν τῶν ἐξαιρεθε[ι] σῶν ἐκ τοῦ Ἰνωποῦ ID 354.18 (III a.C.), φιάλας ἐκ πλινθείων ἐξῃρημένας ID 442B.15 (II a.C.)
sin indic. expresa del origen πρὶν ἀνταράξας πῖαρ ἐξεῖλεν γάλα antes de que, después de batir la leche, hubiese sacado la manteca Sol.25.7, κοιλίην μὲν ... πᾶσαν ἐξ ὦν εἷλον Hdt.2.40 (tm.), πυκινὰ ἐξαιρεῖν τὸν πρίονα en la trepanación, Hp.VC 21, cf. Hdt.2.87, τὸν ὀφθαλμόν Eu.Matt.5.29, 18.9, Plu.2.373e, Hld.2.16.1, τὰ νεῦρα Plu.2.373c, τὴν κόλλαν Orib.4.8.1, en v. pas. διαπίπτουσι γὰρ ἐξαιρεθέντες οἱ σύνεγγυς κείμενοι τόνοι τῆς ἐπιζυγίδος Ph.Bel.60.18, κάρυα τῶν ἐλύτρων ἐξῃρημένα nueces sacadas de sus cáscaras, e.e., peladas Alciphr.3.39.1, οἱ κυνόδοντες ζῶντος (λύκου) ἐξαιρεθέντες Afric.Cest.1.10
sacar, descargar ἐξελέσθαι τὰ μεγάλα ἱστία quitar las grandes velas X.HG 1.1.13, esp. cargamentos, mercancías ὅκως τὸν λίθον ἐξέλοιεν Hdt.2.125, ἐπεὰν ἀπίκωνται καὶ ἐξέλωνται τὰ φορτία Hdt.4.196, ἐς ἣν (στοάν) καὶ τὸν σῖτον ἠνάγκαζον πάντας ... ἐξαιρεῖσθαι en el cual (pórtico) también obligaban a todos a descargar el trigo Th.8.90, τὰ ἀγώγιμα ... ἐξαιρούμενοι X.An.5.1.16, ἃ μὲν ἄν τις βούληται ἐξελέσθαι ἢ εἰσαγαγεῖν ἢ ἐξαγαγεῖν SEG 39.1180.45 (Éfeso I d.C.), en v. pas. ὁ ... κέραμος ... ἐξαιρεόμενος ἐν Αἰγύπτῳ Hdt.3.6, ἐπειδὰν ... ἐξαιρεθῇ τὰ χρήματα tan pronto como hubiesen sido descargadas las mercancías D.34.8, abs. ἐξελόμενοι ὅπου ἂν μὴ σῦλαι ὦσιν Ἀθηναίοις descargando donde no haya represalias para los atenienses D.35.13.
5 c. ac. de abstr. sacar, obtener μεγάλαν τ' [ἀ] θανάτων ἔσς ἕλε τιμάν Corinn.1(a).1.17-18 (tm.). αὐτοὶ (οἱ ὁρισμοί) ... τὰς ἰδέας ἐξαιροῦσι τῆς ὕλης Ascl.in Metaph.84.27.
II indic. ‘eliminación
1 c. ac. de pers. y gen. o compl. separat. liberar, librar de ἐξελέσθαι τοῦ πολέμου τοὺς Μαμερτίνους Plb.1.11.11, τὸ βάπτισμα αὐτοῦ πυρὸς ἡμᾶς ἐξείλετο Clem.Al.Ex.Thdot.76, ὑμᾶς ... οὐδεὶς ἐξαιρήσεται τῆς γεέννης Chrys.M.59.162. ἐξείλετο ἁμὲ ἐκ τῶν μεγάλων κινδύνων Decr. en D.18.90, τῶν πολιτῶν [ἕ] να ... ἐξείλετο ἐκ τοῦ δεσμωτηρίου IRhamn.17.23 (III a.C.), cf. PPetr.3.36a.re.21 (III a.C.), ἐξείλατό με ἐκ χειρὸς Φαραω LXX Ex.18.4, αὐτὸν ἐκ παραπτώματος LXX Sap.10.1, σε ἐκ πάσης κακώσεως LXX Si.29.12, cf. Act.Ap.7.10, Ep.Gal.1.4, ἐκ τῆς πικρᾶς τῶν ἀγορανόμων ἐξελοῦνται ἡμᾶς χειρός nos librarán de la amarga mano de los agoranomos Alciphr.1.9.3.
2 c. ac. abstr. abolir, suprimir, eliminar Λαΐου θέσφατ' ἐξαιροῦσιν ἤδη S.OT 908, cf. D.23.36, τοὺς ὀδυρμοὺς ἄρα ἐξαιρήσομεν ...; ¿eliminaremos también los gemidos? Pl.R.387d, ἀναγκαίως ἔχει τὴν ἄγνοιαν ἐξαιρεῖν Pl.Lg.771e, τὸν ἔρωτα Pl.Smp.186d, τὴν ἀπιστίαν X.An.2.5.4, ἐξαιρῶν τὴν σύγκρουσιν suprimiendo el hiato Demetr.Eloc.71, cf. 268, ὃ ἐξαιροῦντες τὴν ὕλην λέγουσιν prescindiendo de lo cual hablan de la materia Arist.Metaph.1043b12, en cláusulas legales ἐάν τι πρὸς ... τὰς συνθήκας ... προσθεῖναι ἢ ἐξελεῖν βούλωνται IKibyra 1.8 (II a.C.), cf. ICr.App.43.43 (Lato II a.C.), c. gen. o ἐκ y gen. ἐὰν οὖν τις ἐξέλῃ τὸ δέλτα τοῦ ὀνόματος τῆς ἀνδρείας Pl.Cra.413e, τῶν λέξεων ἐξαιρεῖ τὸ ῑ πολλάκις, οἷον ἀπόδεξις ref. al dialecto jonio, Sch.D.T.468.15, τῆς ... γενικῆς ... νομοθεσίας ... ἐξαιροῦμεν τὰ περιγινόμενα ... πράγματα Cod.Iust.1.3.41.8, cf. 11.1.1, en v. pas. ὅτι ἐκ τοῦ ἐνιαυτοῦ τὸ ἔαρ αὐτῇ (Ἑλλάδι) ἐξαραίρηται Hdt.7.162, cf. Arist.Rh.1365a33, ὅτι γε τῶν πρὸς τοὺς θεοὺς ἐξῃρημένων porque exceptuadas las cosas que se refieren a los dioses D.Chr.31.7
poner fin, resolver πᾶν γὰρ ἐξαιρεῖ λόγος E.Ph.516, τὸ νεῖκος E.Med.904.
3 c. ac. de animados, gener. plu. o colect. eliminar, acabar con τοὺς Ἡρακλείους παῖδας ἐξελεῖν θέλει E.HF 39, θῆρα ... ἑλὼν βραχίονός φησ' ἀγχόναισιν ἐξελεῖν E.HF 154, (Ἀθηναίους) ἐξαιρεῖν X.HG 2.2.19, c. gen. θῆρας ἐξαιρεῖ χθονός E.Hipp.18
de donde ref. ciu., territorios conquistar, tomar por las armas τὴν πόλιν ... θέλων ἐξελεῖν Hdt.1.103, Ἀμπρακίαν ... εἰ ἐβουλήθησαν ... ἐξελεῖν Th.3.113, τὴν Νίσαιαν Th.4.69, χωρία D.18.30, cf. 23.115, τὸ φρούριον D.H.8.86, τὰ Ἱεροσόλυμα I.BI 4.658, abs. βίῃ τε οὐχ οἷόν τε εἶναι ἐξαιρέειν Arr.Ind.27.9, fig. κατὰ κράτος ... οἰκίδιον τοῦτ' ... ἐξαιρήσομεν Men.Pc.389, οὐκ ἂν δύναιντο δ' ἐξελεῖν νεοττιὰν χελιδόνων Men.Pc.528.
4 c. ac. de cosa y ac., gen. o dat. de pers. arrebatar, quitar, arrancar, privar de
a) c. ac. de pers. μιν ... ἐξείλετο θυμόν Il.15.460, 17.678, παῖδας ... ἐκ φίλον εἵλετο θυμόν μαινόμενος ref. a Heracles, Mosch.4.15 (tm.), βίᾳ γυναῖκα τήνδε σ' ἐξαιρήσεται E.Alc.69, εἴ τίς με τὴν σὴν θυγατέρ' ἐξαιρήσεται E.IA 972, en v. pas. ἐξαιρεθέντες τὸν Δημοκήδεα Hdt.3.137, οἱ δὲ τὸ ἐπιθυμοῦν τοῦ πλοῦ οὐκ ἐξῃρέθησαν ὑπὸ τοῦ ὀχλώδους τῆς παρασκευῆς pero a ellos lo complicado de los preparativos no les quitó el deseo de navegar Th.6.24, ἀνθρώπους ..., ἐξαιρεθέντας μὲν ἀδικίαν ὑπὸ τοῦ διδασκάλου Pl.Grg.519d, μήλων κυδωνίων ἐξαιρεθέντων τὰ σπέρματα Dsc.5.21;
b) c. gen. de pers. μευ φρένας ἐξέλετο Ζεύς Il.19.137, cf. Hes.Sc.89, σεῦ ... ψυχήν Il.24.754, σὺ γάρ μου τέρψιν ἐξείλου βίου E.Alc.347, πατρὸς ἐξεῖλον φόβον E.Ph.991, ὑμῶν ἐξελέσθαι τὴν διαβολὴν ... ταύτην Pl.Ap.19a, cf. 24a, τοὺς πολλοὺς φόβους ἐξαίρει τῶν πολιτῶν Isoc.2.23, τὸ νοσοῦν ... τῆς πόλεως μέρος D.H.l.c.;
c) c. dat. de pers. Γλαύκῳ Κρονίδης φρένας ἐξέλετο Il.6.234, τοι ... ἐκ θυμὸν ἐλέσθαι Il.11.381 (tm.), μοι ... ἐκ θυμὸν ἕλοιο Od.20.62 (tm.), τῇ ... ἐκ δέος εἵλετο Od.6.140 (tm.), ἐκ Ϝ' ἔλετο φρένας Alc.336 (tm.), οἷσι τέκνα ἀγρόται ἐξείλοντο (a aves) a las que los campesinos privaron de sus crías, Od.16.218;
d) sólo c. ac. ἄγοιμ' ἄν, εἴ τις τάσδε μὴ 'ξαιρήσεται habla el heraldo egipcio sobre las Danaides, A.Supp.924, οὔτι καὶ νῦν ἐστὶν αὐτὴν ὅστις ἐξαιρήσεται no hay ahora quien pueda quitármela Ar.Pax 316, μὴ 'ξέλῃ τὰ φίλτατα no me arranques lo que más quiero habla Electra, S.El.1208.
III c. sent. propio de v. med.
1 escoger, elegir para sí como botín:
a) c. ac. de pers. Λεσβίδας, ἃς ... αὐτὸς ἐξελόμην lesbias que yo mismo escogí, Il.9.130, c. ac. de pers. y ἐκ c. gen. τὴν ἐκ Λυρνησσοῦ ἐξείλετο a la que había elegido de Lirneso para sí, Il.2.690, c. ac. de pers. y pred. τὴν δὲ μίαν ἕκαστος σιτοποιὸν ἐξαιρέετο cada uno escogía a una como cocinera Hdt.3.150, ταύτας ... ἐξείλεθ' αὑτῷ κτῆμα S.Tr.245;
b) c. ac. de cosa y gen. τῶν ἐξαιρεύμην μενοεικέα de entre los que yo escogía abundante botín, Od.l.c., ἐδεξάμην δῶρον ὃ ... πόλεος ἐξελέσθαι S.OC 541, c. ac. de cosa y ἐκ c. gen. ἐκ τούτων πάντων τοῦτον ἂν τὸν τρόπον ἐξελοίμεθα X.An.2.5.20.
2 reclamar, reivindicar como hombre libre, ciudadano o propietario, c. ac. de pers. ὃς ἐξαιρήσοιτο αὐτὸν εἰς ἐλευθερίαν Lys.23.9, τοῦτον ἐξαιρούμενος εἰς ἐλευθερίαν Isoc.17.14, cf. Is.Fr.66, πάντας ἀνθρώπους εἰς ἐλευθερίαν D.8.42, cf. 10.14, Gr.Nyss.Or.Catech.57.25.
B intr., en v. med.-pas.
1 apartarse, salir c. gen. separat. σκώληκας, οἳ ἐξαιρεθέντες τοῦ ζέοντος καὶ ἀέρι ὁμιλήσαντες ἐκλείπουσι Eust.1263.32.
2 fil. trascender c. gen. οὐδενὸς ἐξῃρημένου αὐτῆς (ψυχῆς) Plot.6.4.16, τὴν μονάδα ... ἐξῃρημένην τοῦ τῶν ὄντων πλήθους Procl.in Prm.710, οὐσίας ὁ θεὸς ἐξῄρηται καὶ ἔστιν ὑπερουσίως Dion.Ar.DN 4.20, cf. 2.7, Cyr.Al.M.77.1132B, ψυχαὶ ... τῶν σωμάτων ἐξῃρημέναι Simp.in Epict.14.58, abs. ἑνάδες ἐξῃρημέναι unidades trascendentes Procl.in Prm.727, cf. Dam.Pr.7, αἱ ἰδέαι Ascl.in Metaph.84.19, 21, part. neutr. subst. τὸ μᾶλλον ἐξῃρημένον μᾶλλον καὶ χωρεῖ διὰ τῶν ἄλλων Dam.in Prm.325, τὸ ἐξῃρημένον αὐτοῦ ἀπὸ τῆς κτίσεως Didym.Trin.2.4, cf. Simp.in Epict.14.56.

German (Pape)

[Seite 863] (s. αἱρέω, ἐξῃρήσατο Ar. Th. 760, ἐξαιρήσωνται Aristid.), herausnehmen; – 1) Etwas von seinem Orte wegnehmen, aus Etwas herausnehmen, λέβητος ἔξελε Pind. Ol. 1, 26; Gegensatz ἐντιθέναι Plat. Crat. 414 d, wie ἐπεμβάλλειν 399 a; öfter γράμματα, z. B. τὸ δέλτα τοῦ ὀνόματος 413 e; οὓς ἐγὼ ἔκ τε τοῦ λέγειν καὶ τοῦ γράφειν ἐξαιρῶ Theaet. 162 d; ὁ φοίνιξ, ὅθεν ἐξαιρεθείη ὁ ἐγκέφαλος Xen. An. 2, 5, 21; οἴακας ἐξῃροῦμεν νεώς Eur. I. T. 1357; ἐξελοῦσ' ὡς καρδίαν ἀλεκτόρων Aesch. Eum. 861; von der Herausnahme der Eingeweide des Opferthieres, κοιλίην, νηδύν, Her. 2, 40. 87; τὰ ἱερὰ ἐξῃρημένα Xen. An. 2, 1, 9. – Med., sich, für sich Etwas herausnehmen; φαρέτρης ἐξείλετο πικρὸν ὀϊστόν Il. 8, 323; οἰωνοί, οἷσί τε τέκνα ἀγρόται ἐξείλοντο, denen Landleute die Jungen ausnahmen, Od. 16, 218; τὰ μεγάλα ἱστία, die Segel einziehen, Xen. Hell. 1, 1, 13; – τὰ φορτία, die Schiffsladung aus dem Schiffe herausnehmen u. ans Land schaffen, ausladen, τὰ ἀγώγιμα Xen. An. 5, 1, 16, Thuc. 8, 90; Dem. 56, 10 ἐξαιρεῖται τὸν σῖτον ἐν τῇ Ῥόδῳ καὶ ἐκεῖ ἀποδίδοται; ib. 3 u. 35, 13; Lycurg. 18 u. öfter. Auch das pass. so, κέραμος ἐξαιρεόμενος ἐν Αἰγύπτῳ, der dort ausgeladen, nach Aegypten eingeführt wird, Her. 3, 6. – 2) übh. wegnehmen, entfernen, beseitigen, auch von Gemüthsaffecten; εὖ πατρὸς ἐξεῖλον φόβον Eur. Phoen. 991; ἐξέλοιμεν ἀλλήλων τὴν ἀπιστίαν, das Mißtrauen entfernen, Xen. An. 2, 5, 21; ὀρθῶς ἂν ἐξαιροῖμεν τοὺς θρήνους τῶν ὀνομαστῶν ἀνδρῶν, wie τοὺς ὀδυρμούς, die Klagen um die Männer aufheben, Plat. Rep. III, 387 ce; τὴν ἄγνοιαν Legg. VI, 771 c; ἐνόντα ἔρωτα Conv. 186 d; τὰς δόξας Soph. 230 d; ἁμαρτίας ἐξῃρημένης Charm. 171 e; φόβους πολιτῶν Isocr. 2, 23; λόγοις τὰς διαφοράς 12, 165. – Auch im med., ἐξελέσθαι ὑμῶν τὴν διαβολήν Plat. Apol. 19 a, τέρψιν βίου Eur. Alc. 347; νεῖκος πατρός, aufheben, Med. 904, ὁ θεὸς ἐξαιρούμενος τὸν νοῦν τούτων Plat. Ion 534 c, wie τοῦ μὲν φρένας ἐξέλετο Ζεύς, den Verstand nehmen, Hes. Sc. 89, Il. 17, 470 u. öfter, auch Γλαύκῳ φρένας ἐξέλετο Ζεύς, 6, 234; mit dem Nebenbegriffe des gewaltsamen Entreißens, ἐξελέσθαι τινὰ θυμόν 15, 480. 17, 678; in tmesi, ἐκ θυμὸν ἑλέσθαι 11, 381; ἐκ δέος εἵλετο γυίων Od. 6, 140; τί τινος, Il. 19, 137. 24, 754 Od. 11, 201. So, rauben, Aesch. Suppl. 924; μὴ 'ξέλῃ τὰ φίλτατα Soph. Bl. 1199; βίᾳ γυναῖκα τήνδε σ' ἐξαιρήσεται Eur. Alc. 79, dgl. I. A. 972; Ar. Par 316. 443. Aehnlich ἐξελέσθαι τοῦ πολέμου Pol. 1, 11, 11; ἐκ τῶν κινδύνων Dem. 18, 90, im Psephisma, den Gefahren entreißen; οὔτε γὰρ τὸ γνῶναι καὶ δοκιμάσαι τὸ βέλτιστον ἐξελέσθαι δύναιτ' ἂν ὑμῶν οὐδὲ εἷς, das kann euch Keiner entreißen, Dem. 24, 37; βίας τοὐς ἀδικουμένους Plut. Rom. 6. – Auch im pass., ἐξαιρε θέντες τὸν Δημοκήδεα, denen Demokedes entrissen worden, Her. 3, 137; vgl. Thuc. 6, 24 τὸ ἐπιθυμοῦν τοῦ πλοῦ οὐκ ἐξῃρέθησαν, die Lust wurde ihnen nicht genommen, wie ἐξαιρεθέντας ἀδικίαν ὑπὸ τοῦ διδασκάλου, denen vom Lehrer die Ungerechtigkeit benommen, die davon befreit sind, Plat. Gorg. 519 d. – Bes. merke man – a) ἐξαιρεῖσθαί τινα εἰς ἐλευθερίαν, in libertatem vindicsre, Lys. 23, 9 Dem. 10, 14 u. öfter bei den Rednern, womit Her. 3, 137 zu vergleichen, ἄνδρα δραπέτην γενόμενον ἐξαιρέεσθε; ä. Pol. 1, 36, 5. – b) eine Ausnahme machen mit Etwas, ausnehmen, bei Seite setzen; μητέρας ἐξελόντες, mit Ausnahme der Mütter, Her. 3, 150; Σιμμίαν ἐξαιρῶ λόγου, den S. nehme ich aus, Plat. Phaedr. 242 b, vgl. Rep. VI, 492 e; ὅταν ἑαυτὸν ἀεὶ ἀναίτιον ἐξαιρῇ Legg. V, 726 b; Sp; ἐξελόντες τὰς ἀντιμοιρίας, von der Erbschaft bei Seite legen, Dem. 36, 8; ἐξειλόμεθα τὴν οἰκίαν εἰς ἔκτισιν προικός 40, 56; τὸ μέσον τούτων ἐξεῖλες, du hast es übergangen, 23, 36. – c) mit Gewalt austreiben, τοὺς κατοικημένους Her. 5, 16; austilgen, vernichten, sowohl mit dem Namen der Einwohner, Her. oft, als τὴν πόλιν, von Grund aus zerstören, 1, 103. 8, 111 u. oft; auch στρουθούς, σφῆκας, 1, 159; Xen. Hell. 4, 2, 12. So Eur. πόλεις Tr. 892; τοὺς Ἡρακλείους παῖδας Herc. Fur. 39; θῆρας χθονός Hipp. 18; φθίνοντα Λαΐου θέσφατ' ἐξαιροῦσιν ἤδη, VLL. ἀφανίζουσιν, die Orakel zu Schanden machen, Soph. O. R. 908; οἰκίας καὶ πόλεις κατ' ἄκρας ἐξαιρεῖν Plat. Legg. X, 909 b; πόλιν ἐξελεῖν, erobern, Thuc. 4, 69; Xen. Hell. 2, 2, 19; τὰ χωρία Dem. 33, 115; D. Hal. 8, 86 u. a. Sp. – 3) aus einer Anzahl herausnehmen, auswählen, auslesen, ἥν οἱ Ἀχαιοὶ ἔξελον Il. 11, 627, die sie für ihn auswählten, ihm bestimmten, wie κούρην, ἣν ἄρα μοι γέρας ἔξελον 16, 56; im med., für sich auswählen, 9, 129; ταύτας ἐξείλεθ' αὑτῷ κτῆμα καὶ θεοῖς κριτόν Soph. Tr. 244; δῶρον O. C. 546; ἐπειδὰν θεοῖσιν ἀκροθίνι' ἐξέλῃς Eur. Rhes. 470; τέμενος βασιλεῖ Her. 4, 161; γέρεα 2, 168; κλήρους τοῖς θεοῖς ἱερούς Thuc. 3, 50; Xen. Cyr. 4, 5, 51. 7, 5, 35 u. öfter; ἱερὰ καὶ ἀγορὰν ἐξῃρῆσθαι θεῶν Plat. Legg. VIII, 848 d; auch εἰς τὸν κόσμον, Alc. I, 123 c; – ἐξαραιρημένος, geweiht, Her. 1, 148.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ἐξαιρήσω, ao.2 ἐξεῖλον, pf. ἐξῄρηκα;
I. extraire, retrancher :
1 ôter, enlever : κοιλίην HDT les entrailles (d'une victime) ; τὴν ἀπιστίαν XÉN éloigner la défiance;
2 détruire, dévaster : πόλιν détruire une ville ou la piller, la saccager ; χωρία DÉM ravager des territoires;
II. mettre de côté :
1 exclure, excepter : τινα ou τι qqn ou qch;
2 mettre en réserve : ἥν μοι γέρας ἔξελον IL celle qu'ils m'ont réservée comme récompense ; τι τοῖς θεοῖς THC mettre de côté qch pour l'offrir aux dieux;
Moy. ἐξαιρέομαι, ἐξαιροῦμαι (f. ἐξαιρήσομαι, ao.2 ἐξειλόμην);
I. extraire pour soi, d'où
1 ôter, enlever : φαρέτρης ὀϊστόν IL ôter une flèche de son carquois ; τὰ φορτία HDT, τὰ ἀγώγιμα XÉN extraire (du navire) càd débarquer les bagages, les objets de transport ; avec idée de violence ravir, enlever : τί τινος qch à qqn ; γυναῖκά τινα EUR ravir à qqn une femme ; τινα θυμόν IL ôter le souffle, la vie à qqn ; τινος φρένας IL ou τινι φρένας IL ôter la raison à qqn;
2 écarter, éloigner de : τινα ἐκ κινδύνου DÉM soustraire qqn à un danger ; τινα εἰς ἐλευθερίαν LYS réclamer la liberté pour qqn;
II. mettre en réserve (pour sa part de butin) : τινα ou τι qqn ou qch.
Étymologie: ἐξ, αἱρέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαιρέω: (fut. ἐξαιρήσω, aor. 2 ἐξεῖλον, pf. ἐξῄρηκα)
1 вынимать, извлекать, удалять (τὸν λίθον, τὴν νηδύν Her.; τὸ δέλτα τοῦ ὀνόματος Plat.; τοὺς ὀδόντας Arst.; ἔπος τινὰ ἐκ τῶν τοῦ Ἡσιόδου Plut.): τὰ ἱερὰ ἐξῃρημένα Xen. вынутые внутренности жертвенного животного;
2 вынимать, доставать (πέπλους ἔνθεν, med. ὀϊστὸν φαρέτρης Hom.; λέβητός τι Pind.);
3 выкапывать, добывать (ἐν τρισὶν ἡμέραις Εὐροϊκὸν τάλαντον Diod.);
4 снимать, срывать (οἴακας νεώς Eur.);
5 med. убирать (τὰ μεγάλα ἱστία Xen.);
6 med. выгружать (τὰ φορτία Hes.; τὸν σῖτον Thuc., Dem.; τὰ ἀγώγιμα Xen.);
7 опорожнять (ὁ κέραμος ἐξαιρεόμενος Her.);
8 отнимать, похищать, увозить (Μήδειαν ἐκ Κόλχων δόμων Pind.; med.: τέκνα τινί Hom.; τὰ φίλτατα Soph.; ἄνδρα δραπετὴν γενόμενον Her.): ἐξελέσθαι τινὰ θυμόν Hom. лишать кого-л. жизни;
9 med. оберегать, охранять, освобождать, спасать (τινὰ τῶν κινδύνων Dem.; τινὰ τοῦ πολέμου Polyb.; τοὺς ἀδικουμένους βίας Plut.): ἐ. τινα εἰς ἐλευθερίαν Lys. требовать чьего-л. освобождения;
10 тж. med. отнимать, устранять, рассеивать, прекращать (τινὸς φόβον Eur. и φόβους Isocr.; med. νεῖκός τινος Eur.): ἁμαρτίας ἐξῃρημένης Plat. с устранением ошибки; ἐξελέσθαι φρένας τινί Hom. и τὸν νοῦν τινος Plat. лишить кого-л. рассудка; τὸ ἐπιθυμοῦν οὐκ ἐξῃρέθησαν ὑπὸ τοῦ ὀχλώδους Thuc. трудности не охладили их рвения; ἐξαιρεθεὶς ἀδικίαν Plat. тот, в ком искоренена несправедливость;
11 улаживать (λόγοις τὰς διαφοράς Isocr.);
12 отвергать, опровергать (τὰς ἐμποδίους δόξας Plat.; med. τὸν ἐναντίον λόγον Arst.; ἐξελέσθαι τὴν διαβολήν τινος Plat.);
13 отвергать, презирать (τὰ παλαιὰ θέσφατα Soph.);
14 устранять, исключать (τι ἐκ τοῦ λέγειν καὶ τοῦ γράφειν Plat.): μητέρας ἐξελόντες Her. за исключением матерей; Σιμμίαν ἐξαιρῶ λόγου Plat. о Симмии я не говорю; τὸ μέσον τινὸς ἐξελεῖν Dem. пропустить, обойти молчанием середину чего-л.;
15 выделять, обособлять (τὰς ἀντιμοιρίας, med. τὴν οἰκίαν εἰς ἔκτισιν προικός Dem.);
16 изгонять, прогонять (τοὺς ἐν τῇ λίμνῃ κατοικημένους Her.);
17 уничтожать, истреблять (θῆρας χθονός Eur.; σφῆκας Xen.);
18 разрушать, разорять, опустошать (οἰκίας καὶ πόλεις Plat.);
19 захватывать, завоевывать (πόλιν Thuc.; χωρίον Dem., Plut.): πᾶν ἐξαιρεῖ λόγος Eur. слово покоряет все;
20 med. выбирать (ἐκ τούτων πάντων τούτον τὸν τρόπον Xen.);
21 выделять, отбирать, предназначать (Ἑκαμήδην Νέστορι Hom.); ἐξελεῖν τινι τεμένεα Hes. отвести кому-л. лучшие участки; med. отбирать для себя, брать себе (μενοεικέα Hom.; τινα αὑτῷ κτῆμα Soph.): δῶρον ἐξελέσθαι τινός Soph. получить от кого-л. дар;
22 культ. посвящать (κλήρους τοῖς θεοῖς Thuc.): ἐξαραιρημένος Ποσειδέωνι Her. посвященный Посидону.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαιρέω: μέλλ. -ήσω (μεταγεν. ἐξελῶ Διον. Ἁλ. 7. 56)˙ ἀόρ. ἐξεῖλον καὶ Ἐπικ. ἔξελον, ἀπαρ. ἐξελεῖν. - Μέσ., μέλλ. ἐξαιρήσομαι Αἰσχύλ. Ἱκ. 924, μεταγεν. ἐξελοῦμαι Ἀλκίφρων 1. 9. ἀόρ. ἐξειλόμην καὶ σπανίως ἐξῃρησάμην Ἀριστοφ. Θεσμ. 761 (ἔνθα ὁ Meineke ἀντὶ τοῦ σοὐξῃρήσατο προτείνει σου διεχρήσατο). -Παθ., πρκμ. -ῄρημαι, καὶ Ἰων. -αραίρημαι, Ἡρόδ. Λαμβάνω τι ἔκ τινος, ἀφαιρῶ τι ἔκ τινος, τί τινος Ὅμ. κλ., οὐκ ἂν φθάνοιτε τὴν ταχίστην ὀπίσω ἀπαλλασσόμενοι καὶ ἀγγέλλοντες τῇ Ἑλλάδι ὅτι ἐκ τοῦ ἐνιαυτοῦ τὸ ἔαρ αὐτῇ ἐξαραίρηται Ἡρόδ. 7. 162, κτλ.˙ ἁπλῶς, ἐξάγω, ἐκβάλλω, τὴν κοιλίην, τὴν νηδὺν ὁ αὐτ. 2. 40, 87˙ τῶν δὲ ἀργυρευόντων τινές... ἐν τρισὶν ἡμέραις Εὐβοϊκὸν ἐξαιροῦσι (διάφ. γρ. ἐξαίρουσι) τάλαντον Διόδ. 5. 36. 2) Μέσ., ἐξάγω τι πρὸς ἐμὴν χρῆσιν, ὁ μὲν φαρέτρης ἐξείλετο πικρὸν ὀϊστόν, ἐξήγαγεν ἐκ τῆς ἑαυτοῦ φαρέτρας, Ἰλ. Θ. 323˙ ἐξελομένοις τὰ μεγάλα ἱστία, ἀφοῦ ἐξαγάγωσι τὰ ἑαυτῶν μεγάλα ἱστ., Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 13˙ ἐς τοὺς ἐπεὰν ἀπίκωνται καὶ ἐξέλωνται τὰ φορτία, ὅταν φθάσωσιν εἰς αὐτοὺς καὶ ἐκβάλωσι τὰ ἑαυτῶν φορτία, Ἡρόδ. 4. 196˙ τὰ ἀγώγιμα Ξεν. Ἀν. 5. 1, 16˙ τὸν σῖτον ἐς τὴν στοὰν ἐξαιρεῖσθαι Θουκ. 8. 90˙ ἀπόλ., Ψήφισμα παρὰ Δημ. 927. 4, κλ. - Παθ., ἐξάγομαι, ἐπὶ φορτίου, Ἡρόδ. 3. 6, Δημ. 909. 17. ΙΙ. ἐκλέγω, διαλέγω, Λατ. exsortem facere, sorti excipere, κούρην ἣν ἄρα μοι γέρας ἔξελον υἷες Ἀχαιῶν Ἰλ. Π. 56˙ Ἀλκινόῳ δ’ αὐτὴν γέρας ἔξελον Ὀδ. Η. 10, πρβλ. Ἰλ. Λ. 627˙ οὕτως, ἐξαιρεῖν τέμενος βασιλέϊ Ἡρόδ. 6. 161˙ Νίσῳ ἐξ. χθόνα Σοφ. Ἀποσπ. 19, πρβλ. 187˙ θεοῖσιν ἀκροθίνια Εὐρ. Ρῆσ. 470˙ κλήρους τοῖς θεοῖς Θουκ. 3. 50˙ σπανίως μετὰ διπλῆς αἰτιατ., ὡς τὸ ἀφαιρέομαι, ἴδε ἐν λ. πῖαρ. - Μέσ., ἐκλέγω δι’ ἐμαυτόν, ἀποφέρω ὡς λείαν, τὴν ἐκ Λυρνησσοῦ ἐξείλετο Ἰλ. Β. 690, πρβλ. Ι. 129, 133˙ ἐκλέγω, τῶν ἐξαιρεύμην μενοεικέα Ὀδ. Ξ. 232˙ μίαν ἕκαστος σιτοποιὸν ἐξαιρέετο, ἐξέλεγε δι’ ἑαυτόν, Ἡρόδ. 3. 150, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 2. 5, 20˙ ταύτας ἐξείλεθ’ αὑτῷ κτῆμα Σοφ. Τρ. 245˙ δῶρον... πόλεος ἐξελέσθαι, δέξασθαι ὡς ἐξαίρετον δῶρον παρὰ τῆς πόλεως, ὁ αὐτὸς Ο. Κ. 541. - Παθ., δίδομαι ὡς ἰδιαιτέρα τιμή, ἐπὶ λαφύρων, Δημοσθένει ἐξῃρέθησαν Θουκ. 3. 114˙ ἐπὶ ἱεροῦ χώρου, ἐξαραιρημένος ὑπὸ Ἰώνων Ποσειδέωνι, ἀφιερωμένος τῷ Ποσειδῶνι, Ἡρόδ. 1. 148˙ γέρεα... σφι ἦν τάδε ἐξαραιρημένα ὁ αὐτ. 2. 167˙ ἐξῃρημένος ἱππόδρομος ἦν αυτοῖς, ἀποκεχωρισμένος δι’ αὐτούς, Πλάτ. Κριτί. 117C˙ πρβλ. ἐξαίρετος. 2) κάμνω ἐξαίρεσιν, ἐξαιρῶ, τὰς μητέρας ἐξελόντες Ἡρόδ. 3. 150˙ Σιμίαν ἐξαιρῶ λόγου Πλάτ. Φαῖδρ. 242Β, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 15. ΙΙΙ. ἀποδιώκω τινὰ ἀπὸ τῆς θέσεώς του, ἐκβάλλω, ὡς τὸ ἐξιστάναι, ἐξαίρεε τοὺς στρουθοὺς κτλ., Ἡρόδ. 1. 159., 2. 30, Θουκ. 5. 43, κτλ. 2) ἐξάγω, μετακινῶ, τὸν λίθον Ἡρόδ. 2. 125˙ ἐξελὼν ἐκ τοῦ λυχνούχου τὸν λύχνον Ἄλεξ. ἐν «Κηρυττομένῳ» 1˙ πατρὸς φόβον Εὐρ. Φοίν. 991, τοὺς πολλοὺς φόβους ἐξαίρει τῶν πολιτῶν, ἀφαίρει ἐκ τῶν πολιτῶν, Ἰσοκρ. 19C˙ ὅπως, εἰ δυναίμεθα, ἐξέλοιμεν ἀλλήλων τὴν ἀπιστίαν Ξεν. Ἀν. 2. 5, 4˙ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, χρόνῳ δὲ νεῖκος πατρὸς ἐξαιρουμένη Εὐρ. Μήδ. 904˙ καὶ ἐπιχειρητέον ὑμῶν ἐξελέσθαι τὴν διαβολήν... ταύτην, νὰ ἐκβάλλω τὴν διαβολὴν ταύτην ἐκ τῆς ἡμετέρας διανοίας, Πλάτ. Ἀπολλ. 18Ε, πρβλ. 24 Α. 3) ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἀποστερῶ, ἀφαιρῶ, ψυχήν, θυμόν, φρένας ἐξελέσθαι, μετ’ αἰτ. προσ., εἴ μιν ἀριστεύοντα βαλὼν ἐξείλετο θυμὸν Ἰλ. Ο. 460, πρβλ. Ρ. 678 (ὅπερ εἶναι καὶ Ἀττικόν, Εὐριπ. Ἄλκ. 69, Ι. Α. 972)˙ ἢ μετὰ γεν. προσ., καί μευ φρένας ἐξέλετο Ζεὺς Ἰλ. Τ. 137, πρβλ. Ω. 754˙ οὐ γάρ μου τέρψιν ἐξείλου βίου, δηλ. θανοῦσα ἀφεῖλες τὴν ἐν τοῖς τοιούτοις τέρψιν τοῦ βίου, Εὐρ. Ἄλκ. 347, κτλ. ἢ σπανίως, μετὰ δοτ. προσ., Γλαύκῳ φρένας ἐξέλετο Ζεὺς Ἰλ. Ζ. 234, πρβλ. Ὀδ. Π. 218˙ οὕτως ἐν τμήσει, ἐκ θυμὸν ἐλέσθαι, ἐκ δέος εἵλετο γυίων Ἰλ. Λ. 381, Ὀδ. Ζ. 140˙ ἐκ θυμὸν ἕλοιο Υ. 62: - Μέσ., ἀφαιρῶ τι ἀπό τινος ὅπερ θεωρεῖ πολύτιμον, μὴ ’ξέλῃ τὰ φίλτατα Σοφ. Ἠλ. 1208. - Παθ. ἐξαιρεθέντες τὸν Δημοκήδεα (οἱ Πέρσαι) ἔπλεον ὀπίσω ἐς τὴν Ἀσίην, ἀφοῦ ὁ Δ. ἀφῃρέθη ἐκ τῶν χειρῶν αὐτῶν, ἀπέπλευσαν ὀπίσω εἰς τὴν Ἀσίαν, Ἡρόδ. 3. 137· τὸ ἐπιθυμοῦν τοῦ πλοῦ οὐκ ἐξῃρέθησαν, δὲν ἀφῃρέθη ἐξ αὐτῶν ἡ ἐπιθυμία τοῦ πλοῦ, Θουκ. 6. 24, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 519D, κτλ. IV. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, καθίστημι ἐλεύθερον, σῴζω, ἐλευθερῶ, ἄγοιμ’ ἄν, εἴ τις τάσδε μὴ ’ξαιρήσεται Αἰσχύλ. Ἱκ. 924, Ἀριστοφ. Εἰρ. 316· ἐξείλετο ἀμὲ ἐκ τῶν μεγάλων κινδύνων, ψήφισμα Βυζαντίων παρὰ Δημ. 256. 2· ἐξαιρεῖσθαι εἰς ἐλευθερίαν, Λατ. vindicare in libertatem, ἀντιποιεῖσθαί τινος ὡς ἐλευθέρου, Λυσ. 107. 20, Δημ. 135. 9, κτλ., πρβλ. ἐξαίρεσις ΙΙΙ. V. ἀφανίζω, καταστρέφω, ὡς ἄν μιν ἐξέλωμεν ἐκ τῆς χώρης, ὅπως ἀπαλλάξωμεν τὴν χώραν ἐξ αὐτοῦ, Ἡρόδ. 1. 36, Εὐρ. Ἱππ. 18, Ἡρ. Μαιν. 39, 154, Ξεν. Ἑλλην. 2. 2, 19, κτλ.· Λαΐου θέσφατ’ ἐξειροῦσιν, καταστρέφουσιν, ἐξαφανίζουσι, Σοφ. Ο. Τ. 908, πρβλ. Δημ. 631. 24. 2) ἐξ. πόλιν, ἐντελῶς καταστρέφειν, κατασκάπτειν, Ἡρόδ. 1. 103, πρβλ. Θουκ. 3. 113., 4. 69, Δημ. 235. 27. 3) φέρω εἰς πέρας, ἐκτελῶ, πᾶν γὰρ ἐξαιρεῖ λόγος, ὃ καὶ σίδηρος πολεμίων δράσειεν ἂν Εὐρ. Φοίν. 516. - Τὸ ῥῆμα τοῦτο συχνάκις συγχέεται πρὸς τὸ ἐξαίρω.

English (Autenrieth)

aor. 2 ἐξεῖλον and ἔξελον, mid. ipf. ἐξαιρεύμην, aor. ἐξειλόμην, -ελόμην: take out or away, select, choose from, mid., for oneself; ἔνθεν ἔξελε πέπλους, Il. 24.229; ἣν ἄρα μοι γέρας ἔξελον υἷες Ἀχαιῶν, Il. 16.56; mid., φαρέτρης ἐξείλετο πικρὸν ὀιστόν, Il. 8.323; (Βρισηίδα) ἐκ Λυρνησσοῦ ἐξείλετο, here not of choosing but of taking away, Il. 2.690; cf. Il. 11.704; so of taking away one's life, θῦμόν, Il. 15.460, Il. 19.137, Od. 11.201; φρένας, ‘wits,’ Il. 6.234; of ‘choosing,’ Il. 9.130,, Od. 14.232.

English (Slater)

ἐξαιρέω take out ἐπεί νιν καθαροῦ λέβητος ἔξελε Κλωθώ (O. 1.26) ῥῆμα δ' ἐργμάτων χρονιώτερον βιοτεύει, ὅ τι κε σὺν Χαρίτων τύχᾳ γλῶσσα φρενὸς ἐξέλοι βαθείας (N. 4.8)

English (Strong)

from ἐκ and αἱρέομαι; actively, to tear out; middle voice, to select; figuratively, to release: deliver, pluck out, rescue.

Greek Monotonic

ἐξαιρέω: μέλ. -ήσω, αόρ. βʹ ἐξεῖλον, Επικ. ἔξελον, απαρ. ἐξελεῖν — Παθ., παρακ. ἐξῄρημαι, Ιων. -αραίρημαι, σε Ηρόδ.·
I. αφαιρώ ένα πράγμα από κάτι άλλο, τί τινος, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἔκ τινος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· απλώς, εξάγω, βγάζω, νηδύν, στον ίδ. — Μέσ., αφαιρώ κάτι για ιδίαν χρήση, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐξ. τὰ φορτία, εκφόρτωση αυτών, σε Ηρόδ.
II. 1. επιλέγω ανάμεσα σε άλλους, εκλέγω, ξεχωρίζω, διαλέγω, σε Όμηρ. κ.λπ. — Μέσ., διαλέγω για τον εαυτό μου, παίρνω ως λεία, στον ίδ. — Παθ., αποδίδω ιδιαίτερη τιμή, τινι, σε κάποιον, σε Θουκ.· ἐξαραιρημένος Ποσειδέωνι, αφιερωμένος σε αυτόν, σε Ηρόδ.
2. παίρνω μέρος από το σύνολο, εξαιρώ, στον ίδ., Αττ.
III. 1. διώχνω, εκτοπίζω κάποιον από τη θέση του, σε Ηρόδ., Θουκ.
2. μεταθέτω, μετακινώ, σε Ηρόδ., Αττ.
3. στη Μέσ., αφαιρώ την ζωή από κάποιον, με διπλή αιτ., μινἐξείλετο θυμόν, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· ή με γεν. προσ., μευ φρένας ἐξέλετο, σε Ομήρ. Ιλ.· σπανίως με δοτ. προσ., στο ίδ. — Μέσ., αφαιρώ κάτι από κάποιον, σε Σοφ. — Παθ., ἐξαιρεθέντες τὸν Δημοκήδεα, έχοντας φύγει από αυτούς, σε Ηρόδ.
IV.στη Μέσ., ελευθερώνω, απαλλάσσω, σε Αισχύλ., Δημ.
V. 1. βγάζω από τη μέση, εξαφανίζω, αφανίζω, διαλύω, σε Σοφ.· καταστρέφω, συντρίβω μία πόλη, σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. φέρνω εις πέρας, εκπληρώνω, πραγματοποιώ, σε Ευρ.

Middle Liddell

fut. ήσω aor2 ἐξεῖλον epic ἔξελον inf. ἐξελεῖν Pass., perf. ἐξῄρημαι ionic -αραίρημαι
I. to take out of a thing, τί τινος Hom., etc.; ἔκ τινος Hdt., etc.:—simply to take out, νηδύν Hdt.:—Mid. to take out for oneself, Il.; ἐξ. τὰ φορτία to discharge their cargoes, Hdt.
II. to take from among others, to pick out, choose, Hom., etc.:—Mid. to choose for oneself, carry off as booty, Hom.:—Pass. to be given as a special honour, τινι to one, Thuc.; ἐξαραιρημένος Ποσειδέωνι dedicated to him, Hdt.
2. to take out of a number, to except, Hdt., Attic
III. to expel people from their seats, Hdt., Thuc.
2. to take out, remove, Hdt., Attic
3. in Mid. to bereave a person of life, c. dupl. acc., μιν ἐξείλετο θυμόν Il., Attic; or c. gen. pers., μευ φρένας ἐξέλετο Il.; rarely c. dat. pers., Il.:—Mid. to take away from one, Soph.:—Pass., ἐξαιρεθέντες τὸν Δημοκήδεα having had him taken out of their hands, Hdt.
IV. in Mid. to set free, deliver, Aesch., Dem.
V. to make away with, annul, Soph.: to demolish a city, Hdt., etc.
2. to bring to an end, accomplish, Eur.

Chinese

原文音譯:™xairšw 誒克士-埃雷哦
詞類次數:動詞(8)
原文字根:出去-舉起
字義溯源:撕開,救出來,救,剜出來,拿出來,營救;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(αἱρέομαι)*=取為己有)組成。參讀 (ἀναλύω) (διασῴζω) (ἐκβάλλω)同義字
出現次數:總共(8);太(2);徒(5);加(1)
譯字彙編
1) 救(3) 徒7:10; 徒12:11; 加1:4;
2) 我要⋯救出來(1) 徒26:17;
3) 要救⋯出來(1) 徒7:34;
4) 營救(1) 徒23:27;
5) 剜出來(1) 太5:29;
6) 就當⋯剜出來(1) 太18:9