κρύπτω
English (LSJ)
Ep. Iterat.
A κρύπτασκε Il.8.272, -εσκε h.Cer.239: fut. κρύψω Od.4.350, etc.: aor.1 ἔκρυψα, Ep.κρύψα 11.244: pf. κέκρῠφα (συγ-) D.H.Comp. 18:—Med., fut. κρύψομαι S.Tr.474, E.Ba.955: aor. ἐκρυψάμην S.Aj.246 (lyr.), etc.:—Pass., fut. κρυφθήσομαι Dialex.2.4, κρῠβήσομαι E.Supp.543, LXX Je.39(32).27, κεκρύψομαι Hp.Mul.1.36: aor. ἐκρύφθην, Ep. κρ-, Il.13.405, E.Ba.955, ἐκρύβην [ῠ] Ev.Jo.8.59, Aesop. 127, Apollod.3.2.2, (κατ-) Alciphr.3.47; part. κρῠφείς S.Aj.1145: pf. κέκρυμμαι Od.11.443, Pi.O.7.57, etc.; Ion. 3pl. κεκρύφαται Hes. Th.730, Hp.Mul.2.163:—hide, cover, in Hom. with collat. notion of protection, κεφαλὰς… κορύθεσσι κρύψαντες Il.14.373; ὁ δέ μιν σάκεϊ κρύπτασκε φαεινῷ 8.272, cf. 13.405 (Pass.); κ. με… πόδα S.OC 114; later, simply, hide, κ. φάος ὀμμάτων Pi.N.10.40; cover, τινά τινι A.Eu.461, etc.; ὑφ' εἵματος κ. χεῖρα E.Hec.343:—Med., κάρα κρυψάμενος having cloaked his head, S.Aj.246 (lyr.); ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται = long, unmeasurable time brings to light everything unseen and hides what has been apparent, ib.647; παῖδά μ' ἐκρύψατο κρωσσός IG14.1909:—Pass., hide oneself, lie hidden, οὐρανῷ κρύπτεται E.Hel.606; δαλὸς κρύπτεται ἐς σποδιάν Id.Cyc.615 (lyr.); ὑφ' εἵματος κρυφείς S.Aj.1145: c. acc. cogn., κρύψει σὺ κρύψιν ἥν σε κρυφθῆναι χρεών E.Ba.l.c.
2 cover in the earth, bury, Hes.Op. 138, S.OC621 (Pass.); χθονί ib.1546 (Pass.); τάφῳ Id.Ant.196; ἐν κατώρυχι ib.774; κατὰ χθονός ib.25; ὑπὸ γᾶν Pi.P.9.81; γῇ κ. Hdt.2.130 (Pass.), cf. S.Ant.946 (lyr., Pass.):—Pass., Τιτῆνες ὑπὸ ζόφῳ… κεκρύφαται Hes.Th.l.c.; ἁλμυροῖς δ' ἐν βένθεσιν νᾶσον κεκρύφθαι = the island lay hidden in the salty depths Pi.O.l.c.
3 Astron., occult, Theo Sm.p.193 H., al.:—Pass., of stars not seen in any part of the night, κεκρύφαται Hes.Op.386; of the heliacal setting of stars, Ptol.Phas.p.8 H.
4 conceal, keep secret, οὐδέν τοι ἐγὼ κρύψω ἔπος Od.4.350, cf. Ar.Th.74, etc.; κ. τι ἔνθα μή τις ὄψεται S.Aj.658, cf. Tr.903, El.436:—Med., πᾶν σοι φράσω τἀληθές, οὐδὲ κρύψομαι Id.Tr.474:—Pass., τὸ μὲν φάσθαι, τὸ δὲ καὶ κεκρυμμένον εἶναι Od. 11.443; φάρμακα κεκρυμμένα secret, E.Andr.32; κεκρυμμένη νάπη = secret, S.OT 1398; κεκρυμμένη παγίς Men.689; κεκρυμμένη σκευωρία = secret intrigue, Mitteis Chr.31 vi 14 (ii B.C.); κρυπτόμενα πράσσεται in secret, opp. ἐπὶ μαρτύρων, Antipho 2.3.8, cf. Th.6.72.
b connive at, S.El.825 (lyr.).
5 c. dupl. acc., conceal something from one, μή με κρύψῃ τοῦτο A.Pr. 625, cf. S.El.957, E.Hec.570, Ar.Pl.26, Lys.32.7, etc.; so κ. τι πρός τινα S.Ph.588.
6 in Rhet., argue so that the opponent is unwarily led to an adverse conclusion, Arist.Top.156a7.
7 Medic., in Pass., to be suppressed, of the menses or lochia, Hp.Mul.1.36, 154, 2.163.
II intr., lie hidden, τὰ μὲν… ὄμματα βλέποντα, τὰ δὲ κρύπτοντα E.Ph. 1117 (s.v.l.); also κ. τινά conceal oneself from…, h.Hom. 1.7.—(καλύπτω is simply cover; κεύθω = cover so that no trace of it can be seen; κρύπτω = keep covered, esp. for purposes of concealment.)
French (Bailly abrégé)
f. κρύψω, ao. ἔκρυψα, pf. inus.
Pass. f. κρυφθήσομαι, ao. ἐκρύφθην, ao.2 ἐκρύβην, pf. κέκρυμμαι;
A. tr. I. au propre couvrir, cacher ; particul. :
1 couvrir pour protéger : τινα σάκεϊ IL couvrir qqn d'un bouclier ; κεφαλὰς κορύθεσσιν IL couvrir leurs têtes de casques ; τινα ou τι ὑπό τινι, mettre qqn ou qch à l'abri sous qch;
2 cacher pour soustraire aux regards : ἑαυτόν SOPH se cacher ; σύ μ' ἐξ ὁδοῦ πόδα κρύψον κατ' ἄλσος SOPH guide mes pas hors du chemin et cache-moi dans le bois sacré;
3 déposer sous : γῇ HDT, κατὰ γῆς PLUT, χθονί SOPH, κατὰ χθονός SOPH déposer sous terre ; τάφῳ SOPH déposer dans le tombeau;
II. fig. 1 cacher, celer, faire mystère de : τι de qch ; τι πρός τινα, τί τινα, cacher qch à qqn ; part. pf. κεκρυμμένος, caché, secret;
2 simpl. ne pas produire au dehors, garder pour soi : τί κρύψει ; SOPH que ne dira-t-il pas ? litt. que gardera-t-il en lui-même ?;
B. intr. se cacher, demeurer caché;
Moy. κρύπτομαι;
I. tr. 1 cacher pour soi ou sur soi : κάρα se cacher la tête;
2 fig. cacher, celer : τἀληθές SOPH la vérité;
II. intr. se cacher ; être caché sous terre, être enterré.
Étymologie: R. Κρυφ, cacher, > κρύφα, κρυφήσομαι, ou Κρυβ, > ἔκρυβον, ἐκρύβην.
German (Pape)
(ΚΡΥΒ), ep. impf. κρύπτασκε, Il. 8.272 und Hes. Th. 157, aor. pass. ἐκρύφθην und ἐκρύβην, letzterer bes. bei Sp. üblich, Plut. Sull. 22, Matth. 5.14; auch κρυφείς nach mehreren mss. bei Soph. Aj. 1124; vgl. Lobeck zu Phryn. 317; fut. κρυβήσονται Eur. Suppl. 559, wie Plut. gen. Socr. 2
verbergen, verstecken, verhüllen; bes. zum Schutz, κεφαλὰς δὲ παναίθῃσιν κορύθεσσιν κρύψαντες Il. 14.372; ὁ δέ μιν σάκεϊ κρύπτασκε φαεινῷ 8.272; κρύφθη γὰρ ὑπ' ἀσπίδι 13.405; unter der Erde, Hes. O. 140, 142; κρύψεν ἅμ' ἵπποις Pind. N. 9.25; ὑπὸ γᾶν Ἀμφιτρύωνος σάματι P. 9.84; ἐν βένθεσιν νᾶσον κεκρύφθαι Ol. 7.57, öfter; ποικίλοις ἀγρεύμασιν κρύψασα Aesch. Eum. 439, κρύψασ' ἑαυτήν, ἔνθα μή τις εἰσίδοι Soph. Trach. 899, öfter; ἔνθ' ἐκρύπτομεν δέμας Eur. Bacch. 729; ἀφανίζοντες κρύπτομεν ὅτι μάλιστα Plat. Phil. 66a; ἐπειδὰν δὲ κρύψωσι γῇ Thuc. 2.34, vom Begraben der Toten, wie Her. 5.4, und oft bei den Tragg., τάφῳ κρύπτειν τινά. – Dah. verheimlichen, verschweigen; τὸ μὲν φάσθαι, τὸ δὲ καὶ κεκρυμμένον εἶναι Od. 11.443; τῶν οὐδέν τοι ἐγὼ κρύψω ἔπος οὐδ' ἐπικεύσω 4.350; κεκρύφαται Hes. Th. 730, O. 384, τινά τι, Aesch. μήτοι με κρύψῃς τοῦθ' ὅπερ μέλλω παθεῖν, Prom. 628, οὐκ ἐκρύφθη, πρέπει δὲ σίνος Ag. 877, οὐδέν σε κρύψω Soph. Phil. 903; λόγον κρύψαι πρὸς ἡμᾶς μηδένα 584, vgl. Aj. 991; κρύψε κόλποις ὠδῖνα Pind. Ol. 6.31; κρύπτουσ' ἃ κρύπτειν ὄμματ' ἀρσένων χρεών, was man vor den Augen der Männer verbergen muß, Eur. Hec. 568; auch in Prosa, τὴν θυγατέρα ἔκρυπτε τὸν θάνατον τοῦ ἀνδρός Lys. 32.7. – Auch im med.; λύμμασι κρυψάμενον, sich das Haupt verhüllen, Soph. Aj. 242; aber auch = act., ἅπαντα χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται ib. 633, wie πᾶν σοι φράσω τἀληθὲς οὐδὲ κρύψομαι Trach. 474, wo man es auch »ich werde mich nicht zurückziehen« erkl. kann. – Als Intr. faßt man es Soph. El. 816, κεραυνοὶ Διὸς κρύπτουσιν ἕκηλοι, sie ruhen; vgl. Eur. Phoen. 1133 τὰ μὲν ὄμματα βλέποντα, τὰ δὲ κρύπτοντα, wo Valcken πίπτοντα vermutet. – Die spätere Form κρύβω s. oben, und über κρύφω s. κατακρύφω und unten.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρύπτω iter. imperf. 3 sing. κρύπτασκε en -εσκε; aor. ἔκρυψα, ep. aor. κρύψα, aor. pass. ἐκρύφθην en later ἐκρύβην, ptc. aor. pass. κρυφείς; perf. κέκρυφα, med.-pass. κέκρυμμαι, Ion. perf. med.-pass. 3 plur. κεκρύφαται, plqperf. (ἐ)κεκρύφειν, med.-pass. (ἐ)κεκρύμμην; fut. perf. κεκρύψομαι, fut. κρύψω, fut. pass. κρυφθήσομαι en κρυβήσομαι bedekken (ter bescherming):. κεφαλάς... κορύθεσσι κρύψαντες onze hoofden met helmen bedekkend Il. 14.373; ὁ δέ μιν σάκεϊ κρύπτασκε φαεινῷ hij dekte hem met zijn schitterende schild Il. 8.272. verbergen, verstoppen:; ἥ μ’ ἐθέλησε κρύψαι χωλὸν ἐοντα (mijn moeder) die mij wilde verbergen omdat ik kreupel was Il. 18.397; κρύψασ’ ἑαυτήν toen zij zich verborgen had Soph. Tr. 903; αἳ... κεκρύφαται die onzichtbaar blijven Hes. Op. 386; κεκρυμμένη νάπη een verscholen dal Soph. OT 1398; ἔνθ’ ἐκρύπτομεν δέμας waar wij ons verborgen hielden Eur. Ba. 730; spec. begraven:. τάφῳ κρύψαι in een graf leggen Soph. Ant. 196; τῇδε κρυφθῆναι χθονί in dit land begraven zijn Soph. OC 1546. geheimhouden, verzwijgen:; τῶν οὐδέν τοι ἐγὼ κρύψω ἔπος ik zal je er geen woord van verzwijgen Od. 4.350; ook med.:; τἀληθές de waarheid Soph. Tr. 474; met dubbele acc. iets voor iem.:; οὐδὲν... σε... κρύπτειν niets voor jou verborgen houden Soph. El. 957; ook met acc. en πρός + acc.: κρύψαι πρὸς ἡμᾶς μηδὲν houd voor ons niets verborgen Soph. Ph. 588.
Russian (Dvoretsky)
κρύπτω:
1 закрывать, покрывать, прикрывать (κεφαλὰς κορύθεσσι, τινὰ σάκεϊ Hom.); pass. прикрываться (ὑπ᾽ ἀσπίδι Hom.);
2 скрывать, укрывать, прятать (τὸ δέμας τινός Aesch.; δεξιὰν ὑφ᾽ εἵματος Eur.; τὴν ἀληθινὴν γένεσίν τινος Plut.; τὸ τάλαντον ἐν τῇ γῇ, τινὰ ἀπὸ προσώπου τινός, ἑαυτοὺς εἰς τὰ σπήλαια NT): σύ μ᾽ ἐξ ὁδοῦ πόδα κρύψον κατ᾽ ἄλσος Soph. уведи меня с дороги и скрой в роще; λόχμην κενώσας, ἔνθ᾽ ἐκρύπτομεν δέμας Eur. покинув рощу, где мы скрывались; pass. скрываться, исчезать (οὐρανῷ Eur.): κρύπτεσθαι εἴς τι Eur. погружаться во что-л.; κεκρυμμένη νάπη Soph. укрытая долина;
3 хоронить, погребать (γῇ Her.; τάφῳ, χθονί, κατὰ χθονός Soph.; κατὰ γῆς Plut.);
4 скрывать, утаивать (οὐδὲν ἔπος τινί Hom.; μηδένα λόγων πρός τινα, οὐδέν τινα, med. τἀληθές Soph.; τὸ ῥῆμα κεκρυμμένον ἀπό τινος NT): τὸ μὲν φάσθαι, τὸ δὲ κεκρυμμένον εἶναι Hom. одно сказать, а другое утаить; φάρμακα κεκρυμμένα Eur. тайные снадобья.
English (Autenrieth)
ipf. iter. κρύπτασκε, fut. κρύψω, aor. ἔκρυψα, pass. aor. κρύφθη, perf. part. κεκρυμμένος: hide, conceal, sometimes implying protection, τινὰ σάκεϊ, κεφαλὰς κορύθεσσι, cf. καλύπτω; pass., κρύφθη ὑπ ἀσπίδι, ‘hid himself,’ Il. 13.405; met., ‘keep secret,’ ἔπος τινί, Od. 11.443.
English (Slater)
κρύπτω (κρύπτε, -έτω; -ειν: aor. κρύψε(ν), (ἔ)κρυψαν; κρύψαι: med. pf. κε̆κρυπται: pass. κε̆κρύφθαι: plupf. κέκρυπτο.)
a conceal κρύψε δὲ παρθενίαν ὠδῖνα κόλποις (O. 6.31) μὴ κρύπτε κοινὸν σπέρμ' ἀπὸ Καλλιάνακτος keep in obscurity (O. 7.92) ἄμαχον δὲ κρύψαι τὸ συγγενὲς ἦθος (O. 13.13) τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ μὴ λόγον βλάπτων ἁλίοιο γέροντος κρυπτέτω (P. 9.94) ἀξιωθείην κεν Ἄργει μὴ κρύπτειν φάος ὀμμάτων lower my gaze (N. 10.40) ταύταν (sc. κακότατα) σκότει κρύπτειν ἔοικεν fr. 42. 6. τότε χρύσεαι ἀέρος ἔκρυψαν κόμαι ἐπιχώριον κατάσκιον νῶτον ὑμέτερον concealed in shadow of Aigina, the nymph and island (Pae. 6.138) med., ὁ δὲ μηδὲν ἔχων ὑπὸ σιγᾷ μελαίνᾳ κάρα κέκρυπται Παρθ. 1. 10. pass., ἀλλ' ἔν/κέκρυπτο γὰρ σχοίνῳ βατιᾷ τ' ἐν ἀπειρίτῳ (sc. Ἴαμος: ἐγκέ- κρυπτο, -ετο codd., corr. Boeckh. Snell) (O. 6.54) φαντὶ δ' ἐν βένθεσιν νᾶσον κεκρύφθαι (O. 7.57)
b bury τὸν κρύψαν ἔνερθ' ὑπὸ γᾶν διφρηλάτα Ἀμφιτρύωνος σάματι (P. 9.81) ὁ δ' Ἀμφιαρεῖ σχίσσεν κεραυνῷ παμβίᾳ Ζεὺς τὰν βαθύστερνον χθόνα, κρύψεν δ ἅμ ἵπποις (N. 9.25) ἀλλά μιν Κρόνου παῖ[δες] κεραυνῷ χθόν' ἀνοιξάμενοι ἔκρυψαν τὸ πάντων ἔργων ἱερώτ[ατον] (Pae. 8.74)
English (Strong)
a primary verb; to conceal (properly, by covering): hide (self), keep secret, secret(-ly).
English (Thayer)
1st aorist ἔκρυψα; passive, perfect 3rd person singular κέκρυπται, participle κεκρυμμένος; 2nd aorist ἐκρύβην (so also in the Sept., for the earlier ἐκρυφην, cf. Alexander Buttmann (1873) Ausf. Spr. i., p. 377; Fritzsche on Matthew, p. 212; (Veitch, under the word)); (cf. καλύπτω; from Homer down); the Sept. for הֶחְבִּיא, הִסְתִּיר, צָפַן, טָמַן, כִּחֵד, כִּסָּה; to hide, conceal;
a. properly: τί, L T Tr WH in κρυβῆναι equivalent to to be hid, escape notice, ἐκρύβη (quietly withdrew (cf. Winer's Grammar, § 38,2a.)) ἐκρύβη καί ἐξῆλθεν, i. e. departed secretly, Winer's Grammar, 469 (437)); κρύπτω τί ἐν with the dative of place, κέκρυπται ... ἐν τῷ Θεῷ, is kept laid up with God in heaven, τί εἰς τί, R G L ἐνέκρυψεν); ἑαυτόν εἰς with the accusative of place, τινα ἀπό προσώπου τίνος to cover (and remove (cf. Winer's Grammar, § 30,6b.; 66,2d.)) from the view of anyone, i. e. to take away, rescue, from the sight, ἐκρύβη ἀπ' αὐτῶν, withdrew from them, κρύπτειν τινα τί; cf. ἀποκρύπτω, b.).
b. metaphorically, to conceal (that it may not become known): κεκρυμμένος, clandestine, τί ἀπό τίνος (the genitive of person), L T Tr WH; (κεκρυμμένα things hidden i. e. unknown, used of God's saving counsels, ἀπ' ὀφθαλμῶν τίνος, Buttmann, § 146,1at the end Compare: ἀποκρύπτω, ἐνκρύπτω, περικρύπτω.)
Greek Monolingual
Greek Monotonic
κρύπτω: Ιων. παρατ. κρύπτασκε· μέλ. κρύψω, αόρ. αʹ ἔκρυψα, Επικ. κρύψα· μεταγεν. αόρ. βʹ ἔκρῠβον, παρακ. κέκρῠφα — Μέσ., μέλ. κρύψομαι, αόρ. αʹ ἐκρυψάμην — Παθ., μέλ. κρῠφήσομαι και κεκρύψομαι· αόρ. αʹ ἐκρύφθην, Επικ. κρ-· μτχ. αορ. βʹ κρῠφείς· παρακ. κέκρυμμαι, Ιων. γʹ πληθ. κεκρύφαται·
I. 1. κρύβω, καλύπτω, αποκρύπτω, σε Όμηρ., Αττ. — Μέσ., κάρα κρυψάμενος, έχοντας καλύψει το κεφάλι του, σε Σοφ. κ.λπ. — Παθ., κρύβομαι, παραμένω κρυμμένος, λέγεται για τους διάττοντες αστέρες, σε Ησίοδ., Ευρ.
2. κρύβω στη γη, θάβω, σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αττ.
3. κρύβω, καλύπτω, κρατώ κρυφό, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. — Παθ., μτχ. παρακ. κεκρυμμένος, κρυμμένος, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.
4. με διπλή αιτ., αποκρύπτω κάτι από κάποιον, μή με κρύψῃς τοῦτο, σε Αισχύλ. κ.λπ.
II. αμτβ. (ενν. ἑαυτόν), κρύβομαι, παραμένω κρυμμένος, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κρύπτω: Ἰων. παρατ. κρύπτασκε (-εσκε;) Ἰλ. Θ. 272· μέλλ. κρύψω Ὀδ., κτλ.· ἀόρ. α΄ ἔκρυψα, Ἐπικ. κρύψα Ὀδ. Ξ. 357· μεταγεν. ἀόρ. β΄ ἔκρῠβον (ἐν-, κατ-, περι-) Ἀπολλόδ. 3. 13, 6, Πλουτ. Μάρ. 38, Καιν. Διαθ.· πρκμ. κέκρῠφα (συγ-) Διον. Ἀλ. Περὶ Συνθέσ. σ. 114. ― Μέσ., μέλλ. κρύψομαι Σοφ. Τ. 474, Εὐρ. Βάκχ. 955, πρβλ. ἀποκρ-· ἀόρ. ἐκρυψάμην Σοφ., κτλ.· μετέπειτα ἐκρῠβόμην (ἀπ-) Ἀπολλόδ. 3. 2, 1. ― Παθ., μέλλ. κρυφθήσομαι Disput. Mor. σ. 545 (Mullach.)· κρῠφήσομαι Εὐρ. Ἱκ. 543· κεκρύψομαι Ἱππ. 607. 25· ἀόρ. ἐκρύφθην, Ἐπικ. κρ-, Ἰλ., Ἀττ. ἐκρύβην ῠ Ἀπολλόδ. 3. 2, τέλ., (ἀπ-) Ἀλκίφρων 3. 47· μεταχ. κρυφεὶς (διάφ. γραφ. -βεὶς) Σοφ. Αἴ. 1145· κέκρυμμαι Ὀδ., Ἀττ., Ἰων. γ΄ πληθ. κεκρύφαται Ἡσ. Θ. 730, Ἱππ. 661. 28. (Ἐκ τῆς √ΚΡΥΒ ἢ ΚΡΥΦ, πρβλ. ἀόρ. β΄ ἔκρυβον, κρυβῆναι, κρύβδα, κρύβδην, κτλ., πρὸς τὰ κρυφήσομαι, κρυφῆναι, κρύφα, κρυφαῖος, κτλ.· συγγενὲς τῇ √ΚΑΛΥΒ ἢ ΚΑΛΥΦ, καλύπτω· ἀλλ’ ἡ ῥίζα τοῦ κεύθω εἶναι διάφορος, ἴδε ἐν τέλ.). Κρύπτω, καλύπτω, σκέπω, σκεπάζω, παρ’ Ὁμ., συνυπαρχούσης τῆς ἐννοίας τῆς προφυλάξεως κεφαλάς... κορύθεσσι κρύψαντες Ἰλ. Ξ. 373· ὁ δέ μιν σάκεϊ κρύπτασκε φαεινῷ Θ. 272, πρβλ. Ν. 405· κρ. με... πόδα Σοφ. Ο. Κ. 113· ἀκολούθως ἁπλῶς, καλύπτω, τινά τινι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 461, Εὐρ., κτλ.· ὑφ’ εἵματος κρ. χεῖρα Εὐρ. Ἑκ. 343, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1145· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κάρα κρυψάμενος, καλύψας τὴν κεφαλὴν αὑτοῦ, αὐτόθι 245· (ἀλλὰ τὸ μέσ. κεῖται ἀκριβῶς ὡς τὸ ἐνεργ., ὁ αὐτ. 647, φύει τ’ ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται)· κρύπτεσθαι φάος ὀμμάτων, ῥίπτω τὰ βλέμματά μου κάτω, καὶ οὕτως ἀναγνωρίζω ὅτι εἶμαι κατώτερος, Πινδ. Ν. 10. 75. ― Παθ., κρύπτομαι, κρύπτω, ἐμαυτόν, μένω κεκρυμμένος, ἐπὶ ἀστέρων τοῦ Ζῳδιακοῦ, κεκρύφαται Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 384· ἐν οὐρανῷ κρύπτεται Εὐρ. Ἑλ. 606· ἐς σποδιὰν ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 613· ἐκρύπτετ’ οἴκου γωνίην (Haupt. ἔκυπτ’ ἐς...) Βαβρ. 5. 4. 2) κρύπτω ἐν τῇ γῇ, καλύπτω διὰ χώματος, θάπτω, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 137, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 621· ὡσαύτως γῇ κρ. Ἡρόδ. 1. 216., 2. 130., 5. 4, κτλ.· χθονὶ Σοφ. Ο. Κ. 1546· τάφῳ ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 196, πρβλ. 285, 946· ἐν κατώρυχι αὐτόθι 774· κατὰ χθονὸς αὐτόθι 25· ὑπὸ γᾶν Πινδ. Π. 9. 141. ― Παθ., Τιτῆνες ὑπὸ ζόφῳ... κεκρύφαται Ἡσ. Θ. 730· οὕτω, ἐν βένθεσιν νᾶσον κεκρύφθαι Πινδ. Ο. 7. 105. 3) κρύπτω, ἀποκρύπτω, φυλάττω μυστικόν, οὐδέν τοι ἐγὼ κρύψω ἔπος Ὀδ. Δ. 350, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 74, κτλ.· κρ. τι, ἔνθα μή τις ὄψεται Σοφ. Αἴ. 658, πρβλ. Τρ. 903, Ἠλ. 436· ― Μέσ., κρύπτεσθαι τἀληθὲς Σοφ. Τρ. 474. ― Παθ., τὸ μὲν φάσθαι, τὸ δὲ καὶ κεκρυμμένον εἶναι Ὀδ. Λ. 443· φάρμακα κεκρ., μυστικά, Εὐρ. Ἀνδρ. 32· νάπη κεκρ., κρυφία, Σοφ. Ο. Τ. 1398· κρυπτόμενα πράσσεται, ἐν κρυπτῷ, ἀντίθετ. τῷ ἐπὶ μαρτύρων, Ἀντιφῶν 119· 1, πρβλ. Θουκ. 6. 72. 4) μετὰ διπλῆς αἰτ., κρύπτω τι ἀπό τινος, φυλάττω μυστικόν, ἀποκρύπτω, μή με κρύψῃς τοῦτο Αἰσχύλ. Πρ. 625, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 957, Εὐρ. Ἑκ. 570, Ἀριστοφ. Πλ. 26, Λυσίας 897. 1, κτλ.· οὕτω, κρ. τι ἀπό τινος Σοφ. Φ. 587. 5) ἐν τῇ Ρητορικῇ, σχηματίζω συλλογισμὸν τοιοῦτον, ὥστε ὁ ἐναντίος ἀφυλάκτως ἄγεται εἰς ἐναντίον συμπέρασμα, Ἀριστοτ. Τοπ. 8. 1, 6· πρβλ. κρυπτικός, κρύψις 2. ΙΙ. ἀμεταβ. (ἐξυπακουομ. τοῦ ἑαυτόν), ἀποκρύπτω ἐμαυτόν, μένω κεκρυμμένος, κρύπτουσιν ἕκηλοι Σοφ. Ἠλ. 826· ὄμματα τὰ μὲν... βλέποντα, τὰ δὲ κρύπτοντα Εὐρ. Φοίν. 117 (ἀλλὰ τὸ χωρίον τοῦτο εἶναι πιθανῶς νόθον)· ὡσαύτως, κρ. τινά, κρύπτομαι, φυλάττομαι, ἀποκρύπτομαι ἀπό τινος..., Ὕμν. Ὁμ. 26. 7. πρβλ. κεύθω ΙΙ. Περὶ παρομοίων ἀμεταβ. χρήσεων ἴδε βάλλω ΙΙΙ, ῥίπτω 7. ― (Καλύπτω σημαίνει ἁπλῶς σκεπάζω, τὸ δὲ κεύθω καλύπτω οὕτως ὥστε νὰ μὴ φαίνηται ἴχνος τι· τὸ δὲ κρύπτω φυλάττω τι κεκαλυμμένον, κυρίως ἐπὶ σκοπῷ ἀποκρύψεως.)
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: conceal, hide.
Other forms: fut. κρύψω, aor. κρύψαι, pass. κρυφθῆναι (Il.), -φῆναι (S.), -βῆναι (LXX), fut. -βήσομαι (E., LXX), perf. midd. κέκρυμμαι (Od.), act. κέκρυφα (D. H.), iter. ipf. κρύπτασκε (Θ 272; Risch 240), -εσκε (h. Cer. 239), late pres. κρύβω, ipf. ἔκρυβον, -φον,
Compounds: often w. prefix, e.g. ἀπο-, ἐν-, ἐπι-, κατα-.
Derivatives: 1. κρυπτός hid, secret(ly) (Ξ 168; Amman Μνήμης χάριν 1, 16) with κρυπτάδιος id. (Il., A..; after ἀμφάδιος), κρυπτικός concealing (Arist., Alex. Aphr.), κρυπτίνδα παίζειν hide-and-seek (Theognost.); κρυπτεύω hide (E., X.) with κρυπτεία secret service at Sparta (Pl., Arist.). - 2. (ἔγ-, ἀπό-, ἐπί-)κρύψις hiding (E., Arist., Plb.; Holt Les noms d'action en -σις 149). - 3. κρυπτήρ "hider", name of an instrument (Delos IIa, Sch.), -τήριος serving as hiding place (Orac. ap. Paus. 8, 42, 6), κρύπτης member of the κρυπτεία (E. Fr. 1126[?]). - 4. κρυφῆ, Dor. -φᾶ (Pi., S., X.), κρύφα (Th.) adv. secretly; from it κρυφάδαν (Corinn.), -άδις (Hdn.), -ηδόν (Od., Q. S.), -ανδόν (H.) id. (Schwyzer 550, 626, 631); κρυφαῖος secret (Pi., Trag., LXX), κρύφασος name of a throw of the dice (Poll.; Chantraine Formation 435). - 5. κατα-, ἀπο-κρυφή hiding place (S., LXX); κρύφιος secretly (Hes., Pi., Trag., Th.; κρύφιος: κρύπτω Schulze Kl. Schr. 362), κρυφία f. hiding place (PFlor. 284, 8; VIp), κρύφιμος = κρύφιος (Man.; Arbenz Die Adj. auf -ιμος 19 f.), -ιμαῖος id. (Ephesos IVp), -ιώδης id. (Eust.); ἀπό-, ἐπί-, ἔγ-, ὑπό-κρυφος concealed (Pi., Hdt., E.; from ἀποκρύπτω etc.), κρυφός (κρύφος) hiding (Emp. 27, 3; Porzig Satzinhalte 319; LXX), secret (coni. Pi. O. 2, 97); see Georgacas Glotta 36, 164 f.; ἐγκρυφίας ἄρτος hidden under the ashes, i. e. baked bread (Hp.), ἐγκρυφιάζω hide (Ar.); κρυφιαστής interpreter of dreams (Aq.). - 6. κρύβδα = κρύφα (Σ 168, A., Pi.), κρύβδην, Dor. -δαν (Od.); cf. Haas Μνήμης χάριν 133f. - 7. (ἀπο-)κρυβή concealment (LXX, Vett. Val.), κρυβῆ = -φῆ (LXX); κρυβηλός κρυπτὸς (πύργος), κρύβες νεκροί, κρυβήτας τετελευτηκότας, κρυβήσια νεκύσια, κρυβάζει ἀποκρύπτει H. To κρύπτω reminds formally and semantically καλύπτω (s. v.); the verbs may have influenced one another. On the variation π: φ: β, which can also be analogical, cf. Schwyzer 333, 705 n. 2, 737.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: But for the final labial and the vowelquantity κρύπτω agrees with Slav., e.g. OCS kryjo, kryti κρύπτω, ἀποκρύπτω' (Persson Stud. 51 n. 1, Meillet MSL 8, 297), which is connected with Balt., e.g. Lith. kráuju, kráuti pile up; on the meaning Schulze KZ 50, 275 (Kl. Schr. 621 f.). Doubtful because of the vowel is the comparison with a Balt. word for deceive, delude, Lith. króp(i)u, krópti, Latv. krapt. Further Pok. 616f., Fraenkel Wb. s. kráuti and krópti 2. Vasmer Wb. s. krytь. - As there is no good IE etym. the word may be Pre-Greek, what seems confirmed by the frequent variation of the labial.
Middle Liddell
I. to hide, cover, cloak, Hom., Attic:—Mid., κάρα κρυψάμενος having cloaked his head, Soph., etc.:—Pass. to hide oneself, lie hidden, of setting stars, Hes., Eur.
2. to cover in the earth, bury, Hes., Hdt., Attic
3. to hide, conceal, keep secret, Od., Soph.: —Pass., perf. part. κεκρυμμένος secret, Od., Soph.
4. c. dupl. acc. to conceal something from one, μή με κρύψηις τοῦτο Aesch., etc.
II. intr. (sub. ἑαυτόν) to hide oneself, lie hidden, Soph.
{{FriskDe
|ftr=κρύπτω: {krúptō}
Forms: Fut. κρύψω, Aor. κρύψαι, Pass. κρυφθῆναι (alles seit Il.), -φῆναι (S.), -βῆναι (LXX usw.), Fut. -βήσομαι (E., LXX), Perf. Med. κέκρυμμαι (seit Od.), Akt. κέκρυφα (D. H.), iter. Ipf. κρύπτασκε (Θ 272; Risch 240), -εσκε (h. Cer. 239), sp. Präs. κρύβω, sp. Ipf. ἔκρυβον, -φον,
Grammar: v.
Meaning: verbergen, verhüllen, verstecken.
Composita: oft m. Präfix, z.B. ἀπο-, ἐν-, ἐπι-, κατα-,
Derivative: Viele Ableitungen: 1. κρυπτός verborgen, heimlich, geheim (seit Ξ 168; Amman Μνήμης χάριν 1, 16) mit κρυπτάδιος ib. (Il., A. in lyr. u.a.; nach ἀμφάδιος), κρυπτικός verhüllend (Arist., Alex. Aphr.), κρυπτίνδα παίζειν Versteck spielen (Theognost.); κρυπτεύω sich verstecken (E. in lyr., X.) mit κρυπτεία heimlicher Sicherheitsdienst in Sparta (Pl., Arist. u. a.). — 2. (ἔγ-, ἀπό-, ἐπί-)κρύψις das sich Verstecken, das Verbergen (E., Arist., Plb. usw.; Holt Les noms d'action en -σις 149). —3. κρυπτήρ "Verstecker", Ben. eines Geräts (Delos IIa, Sch.), -τήριος als Versteck dienend (Orac. ap. Paus. 8, 42, 6), κρύπτης [[Mitglied einer κρυπτεία (E. Fr. 1126[?]). — 4. κρυφῆ, dor. -φᾶ (Pi., S., X. u. a.), κρύφα (Th. u. a.) Adv. ‘heimlich, ohne jmds. Wissen’; davon κρυφάδαν (Korinn.), -άδις (Hdn.), -ηδόν (Od., Q. S.), -ανδόν (H.) ib. (Schwyzer 550, 626, 631); κρυφαῖος heimlich (Pi., Trag., LXX u. a.), κρύφασος N. eines Würfelwurfs (Poll.; Chantraine Formation 435). — 5. κατα-, ἀποκρυφή Hehl, Versteck (S., LXX); κρύφιος verborgen, heimlich (Hes., Pi., Trag., Th. usw.; κρύφιος: κρύπτω Schulze Kl. Schr. 362), κρυφία f. Verborgenheit, Versteck (PFlor. 284, 8; VIp), κρύφιμος = κρύφιος (Man., Pap. u.a.; Arbenz Die Adj. auf -ιμος 19 f.), -ιμαῖος ib. (Ephesos IVp), -ιώδης ib. (Eust.); ἀπό-, ἐπί-, ἔγ-, ὑπόκρυφος versteckt (Pi., Hdt., E. usw.; von ἀποκρύπτω usw.), κρυφός (κρύφος) Versteck (Emp. 27, 3; Porzig Satzinhalte 319; LXX), geheim, versteckt (coni. Pi. O. 2, 97); zur Erklärung vgl. Georgacas Glotta 36, 164 f.; ἐγκρυφίας ἄρτος ‘unter der Asche verborgenes, d. i. gebackenes Brot’ (Hp. u. a.), ἐγκρυφιάζω sich verborgen halten, verbergen (Ar. u. a.); κρυφιαστής Traumdeuter (Aq.). — 6. κρύβδα = κρύφα (Σ 168, A., Pi.), κρύβδην, dor. -δαν (seit Od.); vgl. Haas Μνήμης χάριν 133f. —7. (ἀπο-)κρυβή Verhehlung (LXX, Vett. Val.), κρυβῆ = -φῆ (LXX, Pap.); κρυβηλός· κρυπτὸς πύργος, κρύβες νεκροί, κρυβήτας· τετελευτηκότας, κρυβήσια· νεκύσια, κρυβάζει· ἀποκρύπτειH.
Etymology: An κρύπτω erinnert formal und semantisch καλύπτω (s. d.); die beiden Verba haben sich wahrscheinlich gegenseitig beeinflußt. Uber den Wechsel π: φ: β, der auch analogisch sein kann, vgl. Schwyzer 333, 705 A. 2, 737. — Bis auf den wurzelauslautenden Labial und die Vokalquantität stimmt κρύπτω zu slav., z.B. aksl. kryjo, kryti’κρύπτω, ἀποκρύπτω’ (seit Persson Stud. 51 A. 1, Meillet MSL 8, 297), das seinerseits u. a. mit balt., z.B. lit. kráuju, kráuti aufeinanderlegen, aufstapeln, aufhäufen verbunden wird; zur Bedeutung Schulze KZ 50, 275 (Kl. Schr. 621 f.). Sehr fraglich wegen des Vokals ist der Vergleich mit einem balt. Wort für betrügen, hintergehen, lit. króp(i)u, krópti, lett. krapt. Weitere Formen m. Lit. bei WP. 1, 477, Pok. 616f., Fraenkel Wb. s. kráuti und krópti 2. Vasmer Wb. s. krytь.
Page 2,29-30
}}
Chinese
原文音譯:krÚptw 克呂普拖
詞類次數:動詞(16)
原文字根:藏 相當於: (צָפַן / צָקוּן)
字義溯源:隱藏*,藏起來,隱藏的事,守祕密,隱祕,保持安全,藏,埋藏,躲藏,暗暗地。參讀 (ἀποκρύπτω)同義字
同源字:1) (ἀποκρύπτω)隱藏起來 2) (ἀπόκρυφος)祕密 3) (ἐγκρύπτω)隱藏在內 4) (κρύπτη)隱藏處 5) (κρυπτός / κρυφαῖος / κρύφιος)隱藏的 6) (κρύπτω)隱藏 7) (κρυφῇ)私下地 8) (περικρύβω)四圍封緊
出現次數:總共(16);太(5);路(2);約(3);西(1);提前(1);來(1);啓(3)
譯字彙編:
1) 藏(2) 西3:3; 啓6:15;
2) 隱藏(2) 提前5:25; 啓2:17;
3) 藏起來(2) 太13:44; 啓6:16;
4) 隱藏了(1) 約12:36;
5) 暗暗地(1) 約19:38;
6) 藏了(1) 來11:23;
7) 躲藏(1) 約8:59;
8) 這事乃是隱藏的(1) 路19:42;
9) 隱藏的事(1) 太13:35;
10) 曾藏(1) 太13:44;
11) 埋藏(1) 太25:25;
12) 隱藏著的(1) 路18:34;
13) 隱藏的(1) 太5:14
Mantoulidis Etymological
(=κρύβω, σκεπάζω). Ἀπό ρίζα κρυβ- καί κρυφ-. Θέμα κρυφ + πρόσφυμα τ → κρύφ-τ-ω → μέ τροπή τοῦ φ ἤ β σέ π → κρύπτω.
Παράγωγα: κρύβδα, κρύβδην (=κρυφά), κρυπτός (=κρυφός), κρυπτικός, κρυπτήριος, κρύπτη (=κρυψώνα), κρυπτέον, κρυπτεύω, κρυπτεία (=κρυφή ἀποστολή στήν ὁποία ὑποβάλλονταν οἱ νέοι τῆς Σπάρτης καί ἦταν πολύ κοπιαστική), κρυπτάδιος, κρύφα (ἐπίρρ.), κρυφαῖος (=κρυμμένος), κρυφαίως, κρύφιος (=λαθραῖος), κρυφίως, ἀπόκρυφος, κατακρυφή (=ὑπεκφυγή), ἐγκρυφίας (=ψωμί πού ψήνεται στά κάρβουνα), κρυπτίνδα (=τό παιχνίδι: «κρυφτό»), κρύψις (=κρύψιμο), (ἀπό, ὑπό)κρυψις, κρυψίβουλος, κρυψίνους, κρυψίνοια, κρυψίποθος, κρυψίπτερος, κεκρύφαλος (=γυναικεῖος κεφαλόδεσμος, δυκτυωτός γιά νά συγκρατεῖ τά μαλλιά).
Lexicon Thucydideum
occultare, to conceal, hide, 1.133.1,
PASS. 3.35.1,
celare, to conceal, hide, 2.39.1, 6.72.5, 8.50.5,
condere, to found, establish, 2.34.6.
Translations
hide
Albanian: fsheh; Arabic: أَخْفَى; Egyptian Arabic: خفى, خبى; Aragonese: amagar; Armenian: թաքցնել; Aromanian: ascundu, acoapir; Assamese: লুকা, লুকুৱা; Asturian: esconder; Azerbaijani: gizləmək, gizlətmək, danmaq; Bashkir: йәшереү; Basque: ezkutatu; Belarusian: хаваць, схаваць, скрываць, скрыць, утойваць, таі́ць, утаі́ць; Bengali: লুকানো; Bulgarian: крия, скривам; Burmese: ဝှက်, ပုန်း, လျှို, ကွယ်; Catalan: amagar; Chinese Cantonese: 收埋; Mandarin: 藏, 韞, 韫; Czech: schovávat, schovat, skrývat, skrýt, ukrývat, ukrýt; Dalmatian: ascondro; Danish: gemme, skjule; Dutch: versteken, verstoppen, wegstoppen; Esperanto: kaŝi; Faroese: fjala; Finnish: piilottaa, kätkeä; jemmata; French: cacher, dissimuler, masquer; Friulian: platâ, rimplatâ, scuindi; Galician: agochar, enceleirar, alapar, acoubar, deservar, socobar, acouchar, cachar, esconder; Georgian: დამალვა, მალვა, დაფარვა; German: verbergen, verdecken, verheimlichen, verstecken, unsichtbar machen; Greek: κρύβω; Ancient Greek: κρύπτω, κεύθω; Hebrew: הִסְתִּיר, הֶחְבִּיא, העלים, חָבָא; Hindi: छिपान, छुपाना, छिपाना, लुकाना; Hungarian: rejt, elrejt, elbújtat, dug, eldug; Icelandic: fela; Ido: celar; Indonesian: menyembunyikan, sembunyi; Irish: cuir i bhfolach, folaigh, ceil; Italian: nascondere; Japanese: 隠す; Khmer: លាក់, បាំង; Korean: 숨기다, 감추다, 가리다; Kurdish Central Kurdish: شاردنەوە; Northern Kurdish: veşartin; Latgalian: globuot; Latin: celo, occulo, abscondo; Latvian: slēpt; Lithuanian: slėpti; Lombard: scónd; Low German: versteken, verstoppen; Luxembourgish: verstoppen; Macedonian: крие, сокрие; Malay: menyembunyikan; Malayalam: മറയ്ക്കുക; Manchu: ᡩᠠᠯᡩᠠᠮᠪᡳ; Maori: whakangaro, huna; Mizo: thup; Mongolian: нуух, далдлах; Neapolitan: nasconne; Ngazidja Comorian: utsatsaza; Norwegian Bokmål: gjemme, gjømme; Nynorsk: gøyme; Occitan: amagar, escondre; Old English: hȳdan, helan; Old Javanese: wuni; Oriya: ଲୁଚିବା; Persian: پنهان کردن, نهفتن; Polish: chować, schować, ukrywać, ukryć, skrywać, skryć; Portuguese: esconder; Punjabi: ਲੁੱਕ; Quechua: pakay; Romanian: ascunde; Romansch: zuppar, zuppentar; Russian: прятать, спрятать, скрывать, скрыть, утаивать, таить, утаить; Samogitian: kavuotė; Sanskrit: गूहति; Scots: hod; Scottish Gaelic: falaich, ceil; Serbo-Croatian Cyrillic: крити, сакрити; Roman: kriti, sakriti; Sherpa: ཡིབ; Sicilian: ammucciari; Slovak: schovávať, schovať, skrývať, skryť; Slovene: skrivati, skriti; Somali: qarin; Spanish: esconder, ocultar, disimular; Swedish: gömma, dölja; Tagalog: itago; Tajik: пинҳон кардан, руст кардан; Tamil: மறை, ஒளி; Telugu: దాచు; Tetum: heli, subar; Thai: ปิดบัง, ปกปิด, ซ่อน, บัง, เก็บงำ; Tibetan: གབ, ཡིབ; Tocharian B: tuk-; Tok Pisin: karamapim; Turkish: saklamak, gizlemek; Ukrainian: ховати, сховати, утаювати, таї́ти, утаї́ти; Urdu: چھپانا; Uzbek: yashirmoq; Venetian: scóndare; Vietnamese: giấu; Welsh: cuddio; Yiddish: באַהאַלטן, פֿאַרשטעלן, אויסבאַהאַלטן