ἄκρατος
English (LSJ)
Ion. ἄκρητος, ον: (κεράννυμι):
1 of liquids, unmixed, neat, especially of wine, Od.24.73; ἄκρητοι σπονδαί = drink offerings of pure wine, Il.2.341, 4.159; οἶνος πάνυ ἄκρατος = very strong wine, X.An.4.5.27; οἶνος ἄκρητος = wine without water, Hdt.1.207, etc.; ἄκρατος (without οἶνος) Ar.Eq.105, etc.; ὁ πολὺς ἄκρατος ὁλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν = much makes your senses crooked, if you take it straight Men.779, cf. Call.Epigr.43, Phoen.3.3; ἄκρατον, τό, Arist.Po.1461a15; γάλα Od.9.297; αἷμα A.Ch.578, etc. (without αἷμα Hp.Epid.1.26.ά); χυμός Hp.VM14; ὑποχωρήσιες Id.Aph.7.6; διάρροια Th.2.49. Adv. ἀκράτως Hp.Prorrh.2.24 (ἀκρίτως Littre).
2 of any objects, ἄκρατα σώματα = pure, simple bodies, Pl.Ti.57c; ἄκρατον χρῶμα Hp.Acut.42; ἄκρατον μέλαν = pure black, Thphr.Col.26; ἄ. νύξ Ael.Fr.262, cf.NA12.33; ἄκρατον σκότος Plu. Nic.21; ἄ. σκιά Id.2.932b.
3 of qualities, pure, absolute, ἄκρατος νοῦς X.Cyr.8.7.20; πῶς . . ἡ ἄκρατος δικαιοσύνη πρὸς ἀδικίαν τὴν ἄκρατον ἔχει εὐδαιμονίας Pl.R.545a, cf. 491e. Adv. ἀκράτως Lg.731d.
4 of conditions or states, pure, untempered, absolute, ἐλευθερία, ἡδονή, R.562d, Lg.793a; ὀλιγαρχία Arist.Pol.1273b37, etc.; παρρησία Demad.18; νόμων ἀποτομία POxy. 237 vii 40 (ii A. D.); ἄ. νόμος absolute law, Pl.Lg.723a; ἄ. ψεῦδος sheer lie, Id.R.382c. Adv. ἀκράτως absolutely, entirely, ἀ. μέλας, λευκός, Ael. NA16.11, Luc.DMar.1.3.
5 of persons, intemperate, violent, ἄ. ὀργήν A.Pr.678; of sleep, ἄ. ἐλθέ come with all thy power, E.Cyc. 602.
6 of feelings, ἄ. ὀργή Alcid. ap. Arist.Rh.1406a10; ἵμερος S.Fr.941; ἄκρατον καῦμα AP9.71 (Antiphil.); ἄκρατος φόβος EM621.13; τὸ τῆς δεισιδαιμονίας ἄκρατον J.BJ2.9.3, etc.
II Comp. ἀκρατέστερος, Ion. ἀκρητέστερος (as if fr. ἀκρατής) Hp.VM5, Hyp.Dem.Fr.(b), Arist.Pr.871a16, Thphr. Od.24: Sup. ἀκρατέστατος Pl.Phlb.53a: but ἀκρατότερος Plu.2.677c.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): jón. ἄκρητος
• Morfología: [compar. -έστερος, sup. -έστατος, pero ἀκρατότερος Plu.2.677e]
I de cosas
1 de líquidos no mezclado, puro del vino ποτόν Od.2.341, σπονδαί Il.2.341, οἶνος Od.24.73, Hdt.1.207, Mim.Fr.Pap.Charit.50, μέθυ E.Cyc.149
• subst. ὁ ἄκρατος vino puro πίμπλεισιν ἀκράτω Alc.72.4, ὁ πολὺς ἄ. ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν Men.Fr.735, πολλὰ δ' ἐξεργάζεται ἀνόητ' ἄκρατος καὶ νεότης Men.Sam.341, ἐπιχεῖσθαι ἄκρατον Theoc.14.18, τὸ ἄκρατον Arist.Po.1461a15, en plu. ἐν ἀκρήτοις ... ἡδυπότην Hedyl.1513P., πίνει δ' οὗτος ἄκρατα καὶ μεθύει GDRK 50.25, ἀκρήτῳ κατασπένδετε Milet 1(3).133.26 (V a.C.)
• de la sangre αἷμα A.Ch.578, ταύρων ἀκρήτοισι φόνοις Emp.B 128.8, ἀκρατον γάλα = la leche entera, no desnatada, Od.9.297.
2 de sólidos o elementos puro πῦρ Parm.B 12, καῦμα AP 9.71 (Antiphil.), σώματα Pl.Ti.57c.
3 de colores y olores puro, intenso χρῶμα Hp.Acut.42, μέλαν Arist.Col.795a9, νύξ Ael.Fr.262, σκότος Plu.Nic.21, σμύρνη Emp.B 128.6, ὀσμή Thphr.CP 6.17.6.
5 de cualidades, abstractos, puro, no contaminado, no adulterado νοῦς X.Cyr.8.7.20, δικαιοσύνη Pl.R.545a, cf. 491e, διδασκαλία Ph.2.447, χάρις (prob. juego de palabras c. vino puro) E.Cyc.577, ψεῦδος Pl.R.382c, ἐλευθερία Pl.R.562d, ὀλιγαρχία Arist.Pol.1273b37, δημοκρατία D.C.47.39.5, παρρησία Demad.97, νόμος Pl.Lg.723a, νόμων ἀποτομία POxy.237.7.40 (II d.C.), εἰρήνη Ph.1.678, πενία = extrema pobreza D.C.17.6.
6 medic. mal mezclado, mal templado (χυμός) Hp.VM 14, ὑποχωρήσιες Hp.Aph.7.6, διάρροια Th.2.49
• ἄκρητον sangre mal templada Hp.Epid.1.26α.
II de personas inmoderado, destemplado, desmedido c. ac. rel. ἄ. ὀργήν A.Pr.678, fig. del sueño ἄ. ἐλθέ E.Cyc.602
• de ahí ref. a sentimientos, pasiones, etc. ἄ. ὀργή Alcid.22, ἵμερος S.Fr.941.5, ἄκρατον οὐδὲν ... ἐς οἰκέτας ἔχων = que no se comporta de forma desmedida con respecto a sus siervos E.Supp.870, μανία AP 12.115
• subst. τὸ τῆς δεισιδαιμονίας ἄκρατον I.BI 2.174.
III adv. ἀκράτως = absolutamente, totalmente, ἀκράτως μέλας Ael.NA 16.11, ἀκράτως λευκή Luc.DMar.1.3, ὁ ἀκράτως πλημμελής Pl.Lg.731d.
German (Pape)
[Seite 80] (κεράννυμι), ion. ἄκρητος, 1) ungemischt, rein, Hom. fünfmal, ἄκρητον γάλα Od. 9, 297, πίθοι οἴνοιο παλαιοῦ ἡδυπότοιο, ἄκρητον θεῖον ποτὸν ἐντὸς ἔχοντες 2, 341, οἴνῳ ἐν ἀκρήτῳ 24, 73, σπονδαὶ ἄκρητοι Iliad. 2, 341. 4, 159, Trankopfer von Wein, der nicht mit Wasservermischtist, Scholl. Aristonic. an beiden Stellen; – ohne οἶνος, ὁ ἀκρ., Ar. Equ. 105; Theocr. 2, 152 (ἔρωτος); Luc. Pisc. 34; Plut. Lyc. 16, und öfter; τὸ ἄκρατον Ath. X, 441 c; ἄκρητοι λοιβαί Ap. Rh. 1, 453; αἷμα Aesch. Ch. 571 Soph. El. 776; ὕδωρ Sophr. bei Ath. II, 44 b. Übertr. rein, einfach, ausgehend von ἀκράτου τῆς ἐλευθερίας μεθυσθῆναι Plat Rep. VIII, 562 d; νοῦς ἄκρ. καὶ καθαρός, vom Körper geschieden, Xen. Cyr. 8, 7, 20; ἡδονὴ ἄκρατος Legg. VII, 793 a, βίος VII, 823 a; ἡ ἄκρ. δικαιοσύνη, die reine, absolute Gerechtigkeit, Rep. VIII, 545 a; πονηρία ἄκρ. VI, 491 e; σοφία Ep. ad. 315 (Pl. 262); – τινός, rein von Etwas, ἡδονὴ ἄκρ. ἀλγηδόνων Axioch. 370 d. – 2) da ungemischter Wein stark ist, übh. stark, von Gerstentrank Xen. An. 4, 5, 27. So übertr. ὀργὴν ἄκρ. Aesch. Pr. 681, καῦμα Antiphil. 12 (IX, 71); ξυμφορά Pl. Phil. 64 e; διάῤῥοια Thuc. 2, 49; ὀλιγαρχία, zügellos, Arist. Pol. 2, 10 u. oft; Plut. z. B. θάρσος Pomp. 57. – Compar. ἀκρατέστερος Arist. Probl. 3, 3, 15; ἀκρατέστατον Plat. Phil. 53 a: nach den Atticisten die att. Form; vgl. Ath. X, 24; ἀκρατότερος hat Plut. Conv. 5, 4. – Adv. ἀκράτως.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non mélangé, pur : ἄκρατος οἶνος vin pur ; ἄκρητοι (ion.) σπονδαί IL libations de vin pur ; ἄκρατος νοῦς XÉN pure intelligence;
2 immodéré, excessif, violent : ἄκρατος ὀργήν ESCHL violent dans sa colère ; ἄκρατος ὀργή colère violente.
Étymologie: ἀ, κεράννυμι.
Syn. χαλίκρατος.
Russian (Dvoretsky)
ἄκρᾱτος:
I ион. ἄκρητος 2
1 беспримесный, неразбавленный, чистый (οἶνος Hom., Her., Xen.; γάλα Hom.; αἶμα Aesch., Soph.): ἄκρητοι σπονδαί Hom. возлияния из чистого вина;
2 чистый, абсолютный (νοῦς Xen.);
3 полный, неограниченный (ἐλευθερία Plat.; δημοκρατία Plut.);
4 истинный, подлинный (δικαιοσύνη, ψεῦδος Plat.);
5 необузданный, неумеренный, безмерный, крайний (ὀργή Arst.; θάρσος Plut.): ἄ. ὀργήν Aesch. необузданный в своем гневе, свирепый; ἄκρατον καῦμα Anth. палящий зной; σκότος ἄκρατον Plut. непроглядная тьма; ἄ. ἐλθεῖν τινι Eur. со всей силой напасть на кого-л.;
6 свободный (от), непричастный (к), лишенный (ἁπασῶν ἀλγηδόνων Plat.; βίος κακῶν ἄ. Plut.).
II ὁ (sc. οἶνος) чистое (неразбавленное) вино Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκρᾱτος: Ἰων. ἄκρητος, ον, (κεράννυμι): 1) ἐπὶ ὑγρῶν, ἀμιγής, καθαρός, ἁγνός, ἄδολος, ἀνόθευτος, ἰδίως ἐπὶ οἴνου, Ὀδ. Ω. 73· ἄκρητοι σπονδαί, σπονδαὶ ἐξ ἀκράτου οἴνου, Ἰλ. Β. 341., Δ. 159· οἶνος πάνυ ἄκρ., λίαν ἰσχυρός, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 27· οἶνος ἄκρητος, ἄνευ ὕδατος, Λατ. merum, Ἡροδ. 1. 207, κτλ.: - καὶ ἄκρατος (ἄνευ τοῦ οἶνος), Ἀριστοφ. Ἱππ. 105. καὶ συχν. παρὰ κωμ. οὕτω: ἄκρατον, τό, Ἀριστ. Ποιητ. 25. 16, Ἀθ. 441C· ὡσαύτως ἐπὶ γάλακτος, Ὀδ. Ι. 297· ἐπὶ αἵματος, Αἰσχύλ. Χο. 578, κτλ.: - λέγεται ὅτι σημαίνει μέλας ἢ σκοτεινὸς τὸ χρῶμα ἐν Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 966. - Ἐπιρρ. -τως, ὁ αὐτ. 107C. 2) ἐπὶ παντὸς πράγματος, ἄκρ. σώματα, καθαρά, ἁπλᾶ σώματα, Πλάτ. Τίμ. 57C· ἄκρ. μέλαν, καθαρῶς μέλαν, Θεοφρ. περὶ Χρωμ. 26· ἄκρατος νὺξ (σκοτεινὴ νύξ) ἔπρεπεν ἴσως νὰ ἀναγινώσκηται (μετὰ τοῦ Schütz) ἐν Αἰσχύλ. Χο. 65, ἀντὶ ἄκραντος· πρβλ. ἄκρατον σκότος, Πλουτ. Νικ. 21· ἄκρ. σκιά, ὁ αὐτ. 932Β. 3) ἐπὶ ποιότητος ἢ ἰδιότητος, ἁγνός, ἀπόλυτος, ἄκρ. νοῦς, Ξεν. Κύρ. 8. 7, 20· πῶς... ἡ ἄκρ. δικαιοσύνη πρὸς ἀδικίαν ἄκρ. ἔχει, Πλάτ. Πολ. 545Α, πρβλ. 491Ε. 4) ἐπὶ καταστάσεων ἢ περιστάσεων, καθαρός, ἀμιγής, ἀπόλυτος, ἐλευθερία, ἡδονή, Πλάτ. Πολ. 562D· ὀλιγαρχία, Ἀριστ. Πολ. 2. 12, 2, κτλ.· ἄκρ. νόμος, ἀπόλυτος νόμος, Πλάτ. Νόμ. 732Α· ἄκρ. ψεῦδος, καθαρὸν ψεῦδος, ὁ αὐτ. Πολ. 382C: - οὕτως ἐπίρρ. ἀκράτως, ἀπολύτως, ὁλοκλήρως, παντάπασι, ἀκρ. μέλας ἢ λευκός, Αἰλ. περὶ Ζ. 16, 11, Λουκ. Ἐνάλ. Διαλ. 1. 3. 5) ἐπὶ προσώπων, θερμός, ἀκρατής, ὑπερβολικός, βίαιος· ἄκρατος ὀργήν, Αἰσχύλ. Πρ. 678· ἄκρατος ἐλθέ, ἐλθὲ μεθ’ ὅλης τῆς δυνάμεώς σου, Εὐρ. Κύκλ. 602. 6) οὕτως ἐπὶ αἰσθημάτων καὶ πραγμάτων, τὰ ὁποῖα αἰσθανόμεθα· ἄκρατος ὀργή, Ἀλκιδ. παρ’ Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 2· ἵμερος, Σοφ. Ἀποσπ. 678· ἄκρ. διάρροια, Θουκ. 2. 49· ἄκρ. καῦμα, Ἀνθ. Π. 9. 71· φόβος, Ἰώσηπ., κτλ. ΙΙ. συγκρ. ἀκρατέστερος, (ὡς ἐκ θετ. ἀκρατής), Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 10, Ὑπερείδ. παρ’ Ἀθην. 424D, Ἀριστ. Προβλ. 3. 3: - ὑπερθ. ἀκρατέστατος, Πλάτ. Φίλ. 53Α· ἀλλ’ ἀκρατότερος, Πλουτ. 2. 677C· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 254.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a presumed derivative of κεράννυμι; undiluted: without mixture.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄκρατος, -ον) (Ν και ακράτος)
1. (συνήθ. για υγρά και κυρ. το κρασί) αμιγής, ανόθευτος, αγνός, ανέρωτος (στα αρχ. και χωρίς τη λ. οἶνος, ως ουσ.)
2. (μτφ. για καταστάσεις ή περιστάσεις) ακραιφνής, απόλυτος, γνήσιος
3. (για ανθρώπινες ιδιότητες ή αρετές) πραγματικός, αληθινός, ατόφιος
αρχ.
1. (για πράγματα) καθαρός, σκέτος
2. (για ανθρώπους ή συναισθήματα) υπερβολικός, βίαιος, ορμητικός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄκρατον, καθαρότητα, έλλειψη νοθείας, αγνότητα
4. φρ. «ἄκρητοι σπονδαί», σπονδές από άκρατο οίνο
«οῖνος πάνυ ἄκρατος», πολύ δυνατό κρασί
5. (συγκρ. β.) ἀκρατέστερος και ἀκρατότερος, (υπερθ. β.) ἀκρατέστατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + -κρατὸς < κεράννυμι.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκρασία, ἀκρατίζω ή ἀκρατίζομαι, ἀκρατότης.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀκρατοκώδων, ἀκρατοπηγόβρυτος, ἀκρατοπότης, ἀκρατοφόρος
νεοελλ.
ακρατοθέρμες, ακρατοπηγές].
Greek Monotonic
ἄκρᾱτος: Ιων. ἄ-κρητος, -ον (κεράννυμι)·
I. 1. λέγεται για υγρά, αμιγής, άκρατος, ανόθευτος, καθαρός, λέγεται για κρασί, σε Ομήρ. Οδ.· ιδίως, οἶνος ἄκρητος, κρασί χωρίς νερό, Λατ. merum, σε Ηρόδ.· και ἄκρατος (χωρίς το οἶνος), σε Αριστοφ. κ.λπ.
2. μεταφ., ἄκρ. μέλαν, καθαρό μαύρο, σε Θεόφρ.· ἄκρατος νύξ, σκοτεινή νύχτα, σε Αισχύλ.· ἄκρ. νοῦς, καθαρός, διαυγής νους, σε Ξεν.
3. χρησιμοποιείται για συνθήκες, περιστάσεις ή καταστάσεις, αγνός, αμιγής, απόλυτος, ἐλευθερία, ἡδονή, σε Πλάτ.· ἄκρ. ψεῦδος, καθαρό ψέμα, στον ίδ.· επίρρ. -τως, απολύτως, σε Λουκ.
4. λέγεται για πρόσωπα, ακόλαστος, έκλυτος, υπερβολικός, αλόγιστος, θερμός, βίαιος, ἄκρατος ὀργήν, σε Αισχύλ.· ομοίως λέγεται και για πράγματα που νιώθουμε, ἄκρ. ὀργή, ἄκρ. καῦμα κ.λπ.
II. Συγκρ. ἀκρατέστερος, υπερθ. -έστατος (όπως αν προερχόταν από το ἀκρατής).
Middle Liddell
κεράννυμι
1. of liquids, unmixed, sheer, of wine, Od.:—esp., οἶνος ἄκρητος wine without water, Lat. merum, Hdt.; and ἄκρατος without (οἶνος), Ar., etc.
2. metaph., ἄκρ. μέλαν pure black, Theophr.; ἄκρατος νύξ sheer night, Aesch.; ἄκρ. νοῦς pure intellect, Xen.
3. of conditions or states, pure, untempered, absolute, ἐλευθερία, ἡδονή Plat.; ἄκρ. ψεῦδος a sheer lie, Plat.:—adv. -τως absolutely, Luc.
4. of persons, intemperate, excessive, violent, ἄκρατος ὀργήν Aesch.: so of things we feel, ἄκρ. ὀργή, ἄκρ. καῦμα, etc.
II. comp. ἀκρατέστερος, Sup. -έστατος (as if from ἀκρατής).
Chinese
原文音譯:¥kratoj 阿-克拉拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-握住的 相當於: (חֵמָא / חָמָה / חֵמָה) (מֶסֶךְ)
字義溯源:未沖淡的,未混雜的,純一不雜;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(κεράννυμι)*=混合)組成。神要用那純一不雜岔怒的杯對付那些拒絕和棄絕他的人( 啓14:10; 賽51:17,22)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 純一不雜(1) 啓14:10
English (Woodhouse)
absolute, complete, downright, entire, pure, sheer, unadulterated, unmixed, violent, of the passions, of wine, without admixture
Mantoulidis Etymological
(=καθαρός, ἀνόθευτος). Ἀπό τό α στερητ. + κεράννυμι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα κεράννυμι.