ὀρθόω

From LSJ
Revision as of 16:23, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθόω Medium diacritics: ὀρθόω Low diacritics: ορθόω Capitals: ΟΡΘΟΩ
Transliteration A: orthóō Transliteration B: orthoō Transliteration C: orthoo Beta Code: o)rqo/w

English (LSJ)

   A set straight,    1 in height, set upright, set up one fallen or lying down, raise up, τὸν δ' αἶψ' ὤρθωσεν Ἀπόλλων Il.7.272 ; χερσὶ λαβὼν ὤρθωσε 23.695, v. infr. 11.1 ; ὀρθοῦν κάρα, πρόσωπον, E.Hipp. 198 (anap.), Alc.388 (so in Med., οὔατα ὀρθώσασθαι Q.S.4.511) ; of buildings, raise up, rebuild, E.Tr.1161 ; πολὺ τοῦ τείχους X.HG4.8.10: generally, build, raise, Ζηνὸς ὀρθῶσαι βρέτας τρόπαιον E.Ph.1250; ἔρυμα λίθοις καὶ ξύλοις Th.6.66:—Pass., to be set upright, ἕζετο δ' ὀρθωθείς he sat upright, Il.2.42, etc.; ὀρθωθεὶς δ' ἄρ' ἐπ' ἀγκῶνος 10.80 ; ὠρθοῦθ' ὁ τλήμων ὀρθὸς ἐξ ὀρθῶν δίφρων S.El.742 ; ὀρθούμενοι ἐξιέναι X.Cyr. 8.8.10, cf. 1.3.10 ; simply, rise from one's seat, stand up, A.Eu.708, S. Ph.820 ; rise up, ὀρθωθεὶς εὐνῆθεν A.R.2.197.    2 in direction, make straight, τὰ διεστραμμένα τῶν ξύλων Arist.EN1109b7, cf. X.Mem.3.10.15 ; ὀρθώσατ' ἐκτείνοντες ἄθλιον νέκυν E.Hipp.786 :—Pass., ἢν τόδ' ὀρθωθῇ βέλος if this dart go straight, S.Ph.1299 ; παρὰ στάθμην . . ὀρθοῦται κανών Id.Fr.474.    II metaph. (from signf. 1.1) raise up, restore to health or happiness, ἐκ κακῶν ἄνδρας ὀρθοῦσιν . . κειμένους Archil.56.2 ; ψυχῆς τελεότης σκήνεος μοχθηρίην ὀρθοῖ Democr.187 ; ὧδε ποιήσας ὀρθώσεις σεωυτόν Hdt.3.122, cf. A.Th.229 (lyr.), S.OC394, etc.; ὀ. βίον Id.OT39 ; ὀ. ὕμνον raise it as a monument of glory, Pi.O.3.3, cf. I.1.46 ; also, exalt, honour, Σικελίαν, οἶκον, Id.N.1.15, I.6(5).65 ; make famous, Id.P.4.60, cf. Pl.La.181a ; ὀρθοῦν τὸν ὑπτιάζοντα λόγον restore it to vigour, Hermog.Id.2.1.    2 (from signf. 1.2) guide aright, γνώμην A.Ag.1475 (lyr.) ; πόλλ' ἁμαρτὼν οὐδὲν ὤρθωσας φρενί Id.Supp.915 ; ὀ. ἀγῶνας, ξυμφοράς, bring them to a happy end, Id.Ch.584, Eu.897 ; τὰ . . πόλεος θεοὶ . . σείσαντες ὤρθωσαν πάλιν S.Ant.163 ; τύχη τέχνην ὤρθωσεν Men.Mon.495, cf. 625 :—Pass., of actions or persons acting, succeed, prosper, ἢν ἡ διάβασις μὴ ὀρθωθῇ Hdt.1.208; στρατηγὸς πλεῖστ' ἂν ὀρθοῖτο Th.3.30, cf. 42 ; ὀρθοῦνται τὰ πλείω ib.37 ; τὸ -ούμενον success, Id.4.18 ; of persons and places, to be safe and happy, flourish, S. Ant.675, Antipho 5.7, Th.2.60 ; of words and opinions, to be right, be true, οὕτως ὀρθοῖτ' ἂν ὁ λόγος Hdt.7.103 ; ὀρθοῦσθαι γνώμην E.Hipp. 247 (anap.); ἐν ἀγγέλῳ γὰρ κρυπτὸς ὀρθοῦται λόγος it lies with the messenger to set right a secret message, A.Ch.773 (κυπτὸς v. l. ap. Sch.Il.15.207, i. e. to straighten a crooked message).    3 Pass., ὀρθουμένων if all goes well, A.Eu.772.    III intr., use the nominative case (opp. πλαγιάζω), Hermog.Id.1.3,9.

German (Pape)

[Seite 376] 1) grade in die Höhe richten, aufrichten; den Gefallenen, τὸν δ' αἶψ' ὤρθωσεν Ἀπόλλων, Il. 7, 272; emporrichten, ὀρθωθεὶς δ' ἄρ' ἐπ' ἀγκῶνος, 10, 80; ἕζετο δ' ὀρθωθείς, 2, 42. 23, 235; übertr. ὕμνον, Pind. Ol. 3, 3; πολλάκι δ' ἐν κακοῖσιν τὸν ἀμήχανον ὀρθοῖ, Aesch. Spt. 211; οἶκον, Eum. 721; med. ὀρθοῦσθαι, sich aufrichten, erheben, 678; ὠρθοῦθ' ὁ τλήμων ὀρθὸς ἐξ ὀρθῶν δίφρων, Soph. El. 732; ὀρθοῦτε κάρα, Eur. Hipp. 198; πρόσωπον, Alc. 389; – übtr. aufrecht erhalten, zu Macht, Ansehen, Ehren bringen, Σικελίαν, Pind. N. 1, 15; ὀρθώσαντες οἶκον, I. 5, 61, vgl. P. 4, 60; αὐτοῦ ὀρθώσαις ἀρετάν, verherrlichend, I. 3, 56; τῷ γὰρ σέβοντι συμφορὰς ὀρθώσομεν, wir werden sein Geschick erhöhen, Aesch. Eum. 857; νομίζει θ' ἧμιν ὀρθῶσαι βίον, Soph. O. R. 39; Ggstz von ὄλλυμι, O. C. 395; von πίπτειν, 396; πόλιν, Ant. 167; vgl. μὴ Τροίαν ποτὲ πεσοῦσαν ὀρθώσειεν, Eur. Troad. 1161; ὀρθώσεις σεαυτόν, Her. 5, 222; ὀρθοῖ πᾶν τὸ σῶμα, Plat. Tim. 90 b; τὴν πατρίδα, Lach. 181 b; ὀρθοῦσθαι, gradestehen, Xen. Cyr. 1, 3, 10; σῶμα ὀρθούμενον, im Ggstz von κυρτούμενον, Mem. 3, 10, 15; – einrichten, einsetzen, ἀγῶνας, Aesch. Ch. 577; Ζηνὸς ὀρθῶσαι βρέτας, Eur. Phoen. 1256; ἔρυμα, errichten, Thuc. 6, 66. – 2) in gerade Richtung bringen, grade machen; οἱ τὰ διεστραμμένα ξύλα ὀρθοῦντες, Arist. eth. 2, 8; richtig machen, νῦν δ' ὤρθωσας στόματος γνώμην, du sprachst einen wahren Spruch, Aesch. Ag. 1454; οὐδὲν ὤρθωσας φρενί, Suppl. 893; pass., Eum. 742, ἐν ἀγγέλῳ γὰρ κρυπτὸς ὀρθοῦται λόγος, ist richtig angebracht, Ch. 762; ἢν τόδ' ὀρθωθῇ βέλος, Soph. Phil. 1283, wenn es grade geht, nicht fehlt; ὀρθοῦσθαι γνώμαν, Eur. Hipp. 247; οὕτω ὀρθοῖτ' ἂν ὁ λόγος, so möchte die Rede richtig sein, Her. 7, 103; ὁ στρατηγὸς πλεῖστ' ἂν ὀρθοῖτο, Thuc. 3, 30, vgl. 3, 42. 6, 9; in späterer Prosa, wie κατορθόω, πάλιν ὠρθώθη τὰ πράγματα, Pol. 29, 11, 12; ἁμαρτίαν, Arr. Cyn. 26, 4; – τὸ ὀρθούμενον, der glückliche Erfolg, Thuc. 4, 18; vgl. ἢν ἡ διάβασις μὴ ὀρθωθῇ, Her. 1, 208.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθόω: μέλλ. -ώσω, ποιῶ τι ὀρθόν, πρβλ. κατορθόω: 1) ὀρθώνω τι πεσὸν ἢ κείμενον κάτω, στήνω ὄρθιον, ἀνεγείρω, σηκώνω, τὸν δ’ αἶψ’ ὤρθωσεν Ἀπόλλων Ἰλ. Η. 272· χερσὶ λαβὼν ὤρθωσε Ψ. 695· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1· ― ὀρθοῦν κάρα, πρόσωπον Εὐρ. Ἱππ. 198, Ἄλκ. 388· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, οὔατα ὀρθώσασθαι Κόϊντ. Σμ. 4. 511· ― ἐπὶ οἰκοδομῶν, ἀνεγείρω, ἀνοικοδομῶ, Εὐρ. Τρῳ. 1161, κτλ.· ἢ καθόλου, οἰκοδομῶ, κτίζω, ἐγείρω, ἱδρύω, στήνω, Ζηνὸς βρέτας τροπαῖον ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1250 ἔρυμα λίθοις καὶ ξύλοις Θουκ. 6. 66 πολὺ τοῦ τείχους Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 10· ― Παθ., σηκώνομαι, ἕζετο δ’ ὀρθωθεὶς Ἰλ. Β. 42, κλ.· ὀρθωθεὶς δ’ ἄρ’ ἐπ’ ἀγκῶνος Κ. 80· ὠρθοῦθ’ ὁ τλήμων ὀρθὸς ἐξ ὀρθῶν δίφρων Σοφ. Ἠλ. 742· ὀρθούμενοι ἐξιέναι Ξεν. Κύρ. 8. 8, 10, πρβλ. 1. 3, 10· ἁπλῶς. ἐγείρομαι ἐκ τῆς ἕδρας μου, ἀνίσταμαι, σηκώνομαι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 708, Σοφ. Φιλ. 820, Ἠλ. 742. 2) ποιῶ τι εὐθύ, «ἰσάζω», τὰ διεστραμμένα τῶν ξύλων Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 9, 5, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 15. ― Παθ., ἢν τόδ’ ὀρθωθῇ βέλος, ἂν τοῦτο τὸ βέλος διευθυνθῇ ὀρθῶς, Σοφ. Φιλ. 1299· ὀρθοῦται κανών, εἶναι ὀρθὸς ὁ κανών, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 421. ΙΙ. μεταφορ. (ἐκ τῆς σημ. Ι) ἐγείρω, ἐπαναφέρω εἰς ὑγείαν, ἀσφάλειαν, εὐτυχίαν, ἐκ κακῶν ὀρθοῦσιν … ἄνδρας κειμένους Ἀρχίλ. 51· ὧδε ποιήσας ὀρθώσεις σεαυτὸν Ἡρόδ. 3. 122, πρβλ. Αἰσχύλ. Θηβ. 229, Σοφ. Ο. Κ. 394, Ἀντ. 167, κλ.· ὀρθ. βίον ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 39· ὀρθ. ὕμνον, ἐγείρω αὐτὸν ὡς δόξης μνημεῖον, Πινδ. Ο. 3. 5, πρβλ. Ι. 1. 63· ― ὡσαύτως, ὑψῶ, τιμῶ, δοξάζω, Σικελίαν, οἶκον ὁ αὐτ. ἐν Ν. 1. 21, Ι. 6 (6). 95· ποιῶ, καθιστῶ ἔνδοξον, περίφημον, ὁ αὐτ. ἐν Π. 4. 106· πρβλ. Πλάτ. Λάχ. 181Α. 2) (ἐκ τῆς σημασ. 2) ὁδηγῶ ὀρθῶς, γνώμην Αἰσχύλ. Ἀγ. 1475· πόλλ’ ἁμαρτὼν οὐδὲν ὤρθωσας φρενὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 915· ὀρθ. ἀγῶνας, ξυμφοράς, φέρω αὐτὰ εἰς εὐτυχὲς τέλος, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 584, Εὐμ. 897· ὀ. βίον Σοφ. Ο. Τ. 39· τὰ … πόλεος θεοὶ ... σείσαντες ὤρθωσαν πάλιν ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 163· τύχη τέχνην ὤρθωσεν Μενάνδρου Μονόστ. 495, πρβλ. 625. ― Παθ., ἐπὶ ἐνεργειῶν ἢ ἐπὶ ἐνεργούντων προσώπων, ἐπιτυγχάνω, εὐτυχῶ, ἢν ἡ διάβασις μὴ ὀρθωθῇ Ἡρόδ. 1. 208· ὁ στρατηγὸς πλεῖστ’ ἅν ὀρθοῖτο Θουκ. 3. 30, πρβλ. 42· ὀρθοῦνται τὰ πλείω αὐτόθι 37· τὸ ὀρθούμενον, ἐπιτυχία, ὁ αὐτ. 4. 18· ― ἐπὶ προσώπων καὶ τόπων, εἶμαι ἀσφαλὴς καὶ εὐτυχής, ἀκμάζω, Σοφ. Ἀντ. 675, Ἀντιφῶν 130. 7, Θουκ. 2. 60· ― ἐπὶ λόγων καὶ γνωμῶν, εἶμαι ὀρθός, ἀληθής, οὕτως ὀρθοῖτ’ ἂν ὁ λόγος Ἡρόδ. 7. 103· ὀρθοῦσθαι γνώμην Εὐρ. Ἱππ. 247· ἐν ἀγγέλῳ γὰρ κρυπτὸς ὀρθοῦται λόγος, μυστικὸς λόγος ὀρθῶς πέμπεται, μόνον δι’ ἀγγέλου, οὐχὶ δι’ ἐπιστολῆς Αἰσχύλ. Χο. 773. 3) ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως, εἶμαι δίκαιος, φέρομαι δικαίως, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 708, 772.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. ὤρθωσα;
I. diriger droit en l’air :
1 dresser : κάρα, la tête ; πρόσωπον EUR le visage ; Pass. se dresser;
2 ériger : ἔρυμα THC un retranchement;
3 relever;
II. redresser ce qui est courbé ou ployé ; fig. redresser une erreur, rectifier une opinion;
III. 1 diriger dans la droite voie : οἶκον EUR une maison ; βίον SOPH sa vie ; Pass. πόλις ὀρθουμένη THC une cité prospère ; τὸ ὀρθούμενον THC la bonne marche (des affaires), succès;
2 être juste, vrai, fondé.
Étymologie: ὀρθός.

English (Autenrieth)

aor. ὤρθωσε, pass. aor. part. ὀρθωθείς: raise up straight, pass., rise up. (Il.)

English (Slater)

ὀρθόω (fut. ὀρθώσειν: aor. ὤρθωσεν; ὀρθώσαις, -αντες; ὀρθῶσαι: aor. pass. ὀρθωθεῖσα.)
   a raise up met. εὔχομαι, Θήρωνος Ὀλυμπιονίκαν ὕμνον ὀρθώσαις (O. 3.3) κούφα δόσις ἀνδρὶ σοφῷ ἀντὶ μόχθων παντοδαπῶν ἔπος εἰπόντ' ἀγαθὸν ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν (I. 1.46)
   b exalt σὲ δ' ἐν τούτῳ λόγῳ χρησμὸς ὤρθωσεν μελίσσας Δελφίδος αὐτομάτῳ κελάδῳ (P. 4.60) Ὅμηρος ὃς αὐτοῦ πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν θεσπεσίων ἐπέων (I. 4.38) τόν τε Θεμιστίου ὀρθώσαντες οἶκον τάνδε πόλιν θεοφιλῆ ναίοισι (I. 6.65) c. pr. adj. Σικελίαν πίειραν ὀρθώσειν κορυφαῖς πολίων ἀφνεαῖς (N. 1.15)
   c make secure of cities. καὶ νῦν ἐν Ἄρει μαρτυρήσαι κεν πόλις Αἴαντος ὀρθωθεῖσα ναύταις (ὑπαινίττεται δὲ τὴν περὶ Σαλαμῖνα ναυμαχίαν τῶν Ἑλληνῶν, ἧς ἔλαβον τὰ ἀριστεῖα οἱ Αἰγινῆται Σ.) (I. 5.48)

Greek Monotonic

ὀρθόω: (ὀρθός), μέλ. -ώσω, σηκώνω σε όρθια στάση·
I. λέγεται για ύψος, στήνω κάτι όρθιο, ανασηκώνω κάτι που έχει πέσει ή βρίσκεται κάτω, ανορθώνω, σε Ομήρ. Ιλ.· ὀρθοῦν κάρα, πρόσωπον, σε Ευρ.· λέγεται για κτίρια, ανεγείρω, ανοικοδομώ, ή, γενικά, εγείρω, χτίζω, σε Ευρ., Θουκ. — Παθ., σηκώνομαι, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ή, απλώς, σηκώνομαι από το κάθισμά μου, σηκώνομαι όρθιος, σε Αισχύλ., Σοφ.
II. λέγεται για γραμμή, διεύθυνση, ισιώνω, σε Αριστ. — Παθ., ἢν τόδ' ὀρθωθῇ βέλος, αν αυτό το βέλος κατευθυνθεί σε ευθεία γραμμή, σε Σοφ.
III. 1. μεταφ., (από σημ. I), ανορθώνω, επαναφέρω στην υγεία, την ασφάλεια, την ευημερία, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης, εκθειάζω, αποδίδω τιμές, σε Πίνδ.
2. (από σημ. II), καθοδηγώ σωστά, σε Αισχύλ.· ὀρθῶἀγῶνας, οδηγώ σε αίσια έκβαση, στον ίδ.· ὀρθῶ βίον, σε Σοφ. — Παθ., επιτυγχάνω, ευημερώ, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· τὸ ὀρθούμενον, επιτυχία, κατόρθωμα, σε Θουκ.· λέγεται για λόγια και γνώμες, είμαι σωστός, αληθής, σε Ηρόδ., Ευρ.· ἐν ἀγγέλῳ κρυπτὸς ὀρθοῦται λόγος, κάποιο μυστικό άγγελμα στάλθηκε σωστά από αγγελιοφόρο, όχι μέσω επιστολής, σε Αισχύλ.
3. στην Παθ. επίσης, είμαι έντιμος, συμπεριφέρομαι δίκαια, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ὀρθόω:
1) поднимать (τινα Hom.; κάρα, πρόσωπον Eur.): ἕζετο δ᾽ ὀρθωθείς Hom. (Агамемнон) поднялся (с постели) и сел; ὀρθωθεὶς ἐπ᾽ ἀγκῶνος Hom. приподнявшись на локте, опершись на локоть;
2) делать прямым, выпрямлять (τὰ διεστραμμένα Arst.): ὀρθούμενος Xen. выпрямившись, держась прямо (ср. 5); ὀρθοῦσθαι Soph. держаться прямо, т. е. существовать; ὀρθοῦται κανών Soph. линейка пряма;
3) воздвигать, сооружать (ἔρυμα λίθοις Thuc.; Ζηνὸς βρέτας Eur.): ὀ. ὕμνον Pind. сложить гимн;
4) направлять в цель, давать нужное направление: ἢν τόδ᾽ ὀρθωθῇ βέλος Soph. если эта стрела попадет в цель; ὀ. πόλιν Soph. мудро править государством; ὀρθῶσαι βίον τινί Soph. сделать счастливой или спасти чью-л. жизнь; ὧδε ποιήσας, ὀρθώσεις μὲν σεωυτόν Her. сделав это, ты и себя осчастливишь; ὀ. ἀγῶνας Aesch. обеспечить успех в борьбе; ὀ. συμφοράς τινι Aesch. даровать счастье (успех) кому-л.;
5) pass. удаваться, преуспевать (ἢν ἡ διάβασις μὴ ὀρθωθῇ Her.): πόλις ὀρθουμένη Thuc. процветающий город; τὸ ὀρθούμενον Thuc. удача, успех;
6) приводить в порядок, восстанавливать, исправлять, улучшать (πάλιν τὰ πόλεως Soph.; οἶκον πατρῷον Eur.): νῦν δ᾽ ὤρθωσας στόματος γνώμην Aesch. теперь-то ты высказал правильную мысль; ὀρθοῦσθαι γνώμην Eur. опомниться, прийти в себя; οἱ ὀρθούμενοι Soph. соблюдающие порядок, дисциплинированные (ср. 2);
7) pass. быть правильным, справедливым: οὕτω μὲν ὀρθοῖτ᾽ ἂν ὁ λόγος ὁ παρὰ σεῦ εἰρημένος Her. в таком случае было бы верно то, что ты сказал;
8) возвеличивать, прославлять (Σικελίαν Pind.; ἄριστον ἀνδρῶν Plat.).

Middle Liddell

ὀρθός
to set straight:
I. in height, to set upright, set up one fallen or lying down, raise up, Il.; ὀρθοῦν κάρα, πρόσωπον Eur.:—of buildings, to raise up, rebuild, or, generally, to erect, build up, Eur., Thuc.:—Pass. to be set upright, Il., etc.: simply to rise from one's seat, stand up, Aesch., Soph.
II. in line, to make straight, Arist.:— Pass., ἢν τόδ' ὀρθωθῆι βέλος if this dart go straight, Soph.
III. metaph. (from signf. I) to raise up, restore to health, safety, happiness, Hdt., Aesch., etc.:—also to exalt, honour, Pind.
2. (from signf. II) to guide aright, Aesch.; ὀρθ. ἀγῶνας to bring to a happy end, Aesch.; ὀ. βίον Soph.:—Pass. to succeed, prosper, Hdt., Soph., etc.; τὸ ὀρθούμενον success, Thuc.:—of words and opinions, to be right, true, Hdt., Eur.; ἐν ἀγγέλωι κρυπτὸς ὀρθοῦται λόγος a secret message is rightly sent by messenger, not by letter, Aesch.
3. in Pass. also, to be upright, deal justly, Aesch.