παιδαγωγός

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδᾰγωγός Medium diacritics: παιδαγωγός Low diacritics: παιδαγωγός Capitals: ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: paidagōgós Transliteration B: paidagōgos Transliteration C: paidagogos Beta Code: paidagwgo/s

English (LSJ)

ὁ, = παιδὸς ἀγωγός, slave who went with a boy from home to school and back again, preceptor, pedagogue, master Hdt.8.75, E.Ion725, El.287, Antipho 3.3.7, Lys.32.28, Pl.Ly.208c: coupled with τίτθη, τροφός, Id.R.373c; with ἡγεμών, ib.467d; with διδάσκαλος, X.Lac.3.1; of Phoenix, as the παιδαγωγός of Achilles, Pl.R. 390e, etc.; Fabius is called the παιδαγωγός of Hannibal, because he always followed him about, Plu.Fab.5: metaph., ὁ νόμος παιδαγωγός εἰς Χριστόν = has guided us until attainment of faith in Christ, Ep.Gal.3.24: generally, leader, δημοκρατίας, τυραννίδος, Plu.Arat.48, Galb.17.

German (Pape)

[Seite 439] Knaben führend, geleitend; ὁ παιδ., eigtl. der Sklave, der die Kinder aus dem Hause der Eltern in die Schule oder in das Gymnasium u. wieder nach Hause zurückführte, Her. 8, 75; Plat. Lys. 208 c 223 a Conv. 183 c; so auch Eur. Ion 725 El. 287. Übh. Aufseher, Erzieher der Knaben; so heißt Phönix, ὁ τοῦ Ἀχιλλέως παιδαγωγός, Plat. Rep. III, 390 e; neben διδάσκαλος, Legg. VII, 808 e, u. neben ἡγεμών, Rep. V, 467 d; Plut. Alex. 5 vrbdt τροφεῖς καὶ παιδαγωγοὶ καὶ διδάσκαλοι. – Übh. Leiter, Lehrer, βασιλείας, Plut. Arat. 5, der auch den Fabius Max. den παιδαγωγός des Hannibal nennt, Fab. Max. 5.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 esclave chargé de conduire les enfants à l'école;
2 gouverneur ou précepteur d'un enfant.
Étymologie: παῖς, ἄγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιδαγωγός -οῦ, ὁ [παῖς, ἄγω] paidagogos (slaaf die de kinderen naar school begeleidt), ‘pedagoog’; opvoeder:; τὸν τοῦ Ἀχιλλέως παιδαγωγὸν Φοίνικα Phoenix, de opvoeder van Achilles Plat. Resp. 390e; overdr. oppasser, achternaloper:; τὸν μὲν Φάβιον … Ἀννίβου παιδαγωγὸν ἀνεκάλουν Fabius noemden ze het oppassertje van Hannibal Plut. Fab. 5.5; uitbr. leider:. δημοκρατίας π. voorvechter van democratie Plut. Arat. 48.4.

Russian (Dvoretsky)

παιδᾰγωγός:
1 раб, провожавший ребенка в школу и обратно, приставленный к ребенку слуга Her., Plat., Eur.;
2 воспитатель, наставник Plat., NT, Plut.;
3 руководитель, вождь (δημοκρατίας Plut.).

English (Strong)

from παῖς and a reduplicated form of ἄγω; a boy-leader, i.e. a servant whose office it was to take the children to school; (by implication, (figuratively) a tutor ("pædagogue")): instructor, schoolmaster.

English (Thayer)

παιδαγωγου, ὁ (from παῖς, and ἀγωγός a leader, escort), from Herodotus 8,75 down; a tutor (Latin paedagogus) i. e. a guide and guardian of boys. Among the Greeks and Romans the name was applied to trustworthy slaves who were charged with the duty of supervising the life and morals of boys belonging to the better class. The boys were not allowed so much as to step out of the house without them before arriving at the age of manhood; cf. Fischer under the word in index 1to Aeschines dial. Socrates; Hermann, Griech. Privatalterthümer, § 34,15ff; (Smith, Dict. of Greek and Rom. Antiq. under the word; Becker, Charicles (English translation, 4th edition), p. 226f). They are distinguished from οἱ διδάσκαλοι: Xenophon, de rep. Lac. 3,2; Plato, Lysias, p. 208c.; (Diogenes Laërtius 3,92. The name carries with it an idea of severity (as of a stern censor and enforcer of morals) in παιδαγωγός εἰς Χριστόν, i. e. preparing the soul for Christ, because those who have learned by experience with the law that they are not and cannot be commended to God by their works, welcome the more eagerly the hope of salvation offered them through the death and resurrection of Christ, the Son of God.

Greek Monolingual

-ο, η (ΑΜ παιδαγωγός, )
1. αυτός που φροντίζει για την αγωγή τών παιδιών, δάσκαλος
2. αυτός που ασκεί καθοδηγητική επίδραση στους άλλους, ιδίως στο σύνολο της κοινωνίας («ὥστενόμος παιδαγωγός ἡμῶν γέγονεν εἰς Χριστόν», ΚΔ)
3. (στην αρχαιότητα) ηλικιωμένος δούλος στον οποίο οι ευγενείς Έλληνες και οι Ρωμαίοι ανέθεταν την επιτήρηση ιδίως τών γιων τους
νεοελλ.
επιστήμονας που ασχολείται ειδικά με την αγωγή και μόρφωση τών παιδιών, ο ειδικευμένος στην παιδαγωγική επιστήμη
αρχ.
1. (στην Αθήνα) αυτός που οδηγούσε τα παιδιά από το σπίτι στο σχολείο ή στο γυμναστήριο και τα επανέφερε στο σπίτιοἰκέτης δὲ καὶ παιδαγωγὸς ἦν τῶν Θεμιστοκλέους παίδων», Ηρόδ.)
2. αρχηγός («παιδαγωγὸν τῆς τυραννίδος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + ἀγωγός (< ἄγω) πρβλ. δημαγωγός].

Greek Monotonic

παιδᾰγωγός: ὁ, = παιδὸς ἀγωγός, φύλακας των παιδιών· στην Αθήνα, δούλος που πήγαινε με το αρσενικό παιδί από το σπίτι στο σχολείο και επέστρεφε, είδος φροντιστή, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· απ' όπου, Φοίνιξ λέγεται ο παιδαγωγός του Αχιλλέα, σε Πλάτ.· Φάβιος καλείται περιπαιχτικά ο παιδαγωγός του Αννίβα, επειδή τον ακολουθεί παντού, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

παιδᾰγωγός: ὁ, = παίδων ἀγωγός, ὁ ἐπιτηρητὴς καὶ φύλαξ τῶν παίδων, ὁ ἐπιτετραμμένος τὴν διδασκαλίαν αὐτῶν καὶ ἀνατροφήν, παιδευτής˙ ἐν Ἀθήναις, ὁ δοῦλος συνώδευε τὰ παιδιὰ τοῦ κυρίου του ἀπὸ τῆς οἰκίας εἰς τὸ σχολεῖον ἢ τὸ γυμνάσιον καὶ τἀνάπαλιν, Ἡρόδ. 8. 75, Εὐριπ. Ἴων 725, Ἠλ. 287 (πρβλ. Μήδ. 52), Ἀντιφῶν 123. 15, Λυσ. 910. 2˙ μετὰ τῶν λέξ. τίτθη, τροφός, Πλάτ. Πολ. 373C· μετὰ τοῦ ἡγεμών, αὐτόθι 467D· μετὰ τοῦ διδάσκαλος, Ξεν. Λακ. 3. 1˙ ἴδε ἐπὶ πᾶσι Πλάτ. Λῦσ. 208C˙ - ἐντεῦθεν ὁ Φοίνιξ καλεῖται παιδαγωγὸς τοῦ Ἀχιλλέως, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 390Ε, κτλ.˙ καὶ ἐν Πλουτ. Φαβ. 5, ὁ Φάβιος καλεῖται σκωπτικῶς παιδαγωγὸς τοῦ Ἀννίβα, ἐπειδὴ παρηκολούθει αὐτὸν πανταχοῦ: - καθόλου, ἀρχηγός, δημοκρατίας, τυραννίδος, Πλουτ. Ἄρατ. 48, Γάλβ. 17. - Πρβλ. Λεξ. Ἀρχαιοτ. ἐν λέξ.

Middle Liddell

παιδ-ᾰγωγός, οῦ, ὁ, = παιδὸς ἀγωγός
a boy-ward; at Athens, the slave who went with a boy from home to school and back again, a kind of tutor, Hdt., Eur., etc.: —hence Phoenix is called the παιδαγωγός of Achilles, Plat.; Fabius is jeeringly called the παιδαγωγός of Hannibal, because he always followed him about, Plut.

Chinese

原文音譯:paidagwgÒj 派特-阿哥哥士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:(孩童)打擊-引導(者)
字義溯源:孩童領導者,教師,引導,師傅;由(παῖς)*=孩童)與(ἄγω)*=帶領)組成
出現次數:總共(3);林前(1);加(2)
譯字彙編
1) 師傅(3) 林前4:15; 加3:24; 加3:25

English (Woodhouse)

a slave who attends on boys, attendant on children, servant who attends on boys, slave who took boys to school

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό παῖς + ἄγω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ παιδαγωγός: παιδαγωγῶ (=ἀνατρέφω παιδί), παιδαγώγημα, παιδαγώγησις, παιδαγωγητέον, παιδαγωγία, παιδαγωγεῖον, παιδαγωγικός.