ἤπιος

From LSJ

Γνώμη γερόντων ἀσφαλεστέρα νέωνSenum quam iuvenum monita attendes tutius → Der Alten Rat und Meinung birgt mehr Sicherheit

Menander, Monostichoi, 107
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἤπῐος Medium diacritics: ἤπιος Low diacritics: ήπιος Capitals: ΗΠΙΟΣ
Transliteration A: ḗpios Transliteration B: ēpios Transliteration C: ipios Beta Code: h)/pios

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον Hes.Th.407, E.Tr.53, etc.
1 of persons, gentle, kind, πατὴρ ὣς ἤπιος αἰεί Il.24.770, cf. Od.2.47,234; of a monarch, ἀγανὸς καὶ ἤπιος ib.230, 5.8. cf. 14.139; ἡνίοχος Il.23.281: c. dat. pers., ἐθέλω δέ τοι ἤπιος εἶναι 8.40, cf. Od.10.337, etc.; ἤ. ἀνθρώποισι καὶ ἀθανάτοισι θεοῖσι Hes.Th.407; ἠπιώτερος τοῦ πατρός Hdt. 5.92.ζ; of the gods, σωτῆρας.. ἠπίους θ' ἡμῖν μολεῖν S.Ph.738; θεὸς ἀνθρώποισιν ἠπιώτατος E.Ba.861; cf. Ar.V.879 (lyr.); ἐχίδνης οὐδὲν ἠπιωτέρα E.Alc.310; οὐδέ πω ἤπιος appeased, Id.Med.133: later in Prose, 1 Ep.Thess.2.7, 2 Ep.Ti.2.24.
2 of feelings, words, etc., εἴ μοι κρείων Ἀγαμέμνων ἤπια εἰδείη had kindly feeling towards me, Il.16.73; ὁμῶς δέ τοι ἤπια οἶδε Od.13.405, cf. 15.557; ἤ. δήνεα οἶδε Il.4.361; μῦθος ἤπιος Od.20.327; ὀργαί, φρένες, E.Tr.53, Fr.362.6; πρὸς τὸ ἠπιώτερον καταστῆσαί τινα Th.2.59.
3 of heat and cold, mild, less intense, τὸ πνῖγος ἠπιώτερον γέγονεν Pl.Phdr.279b, cf. Ti.85a (Comp.); ἠπιώτεραι αἱ θέρμαι, of a fever, Hp.Epid.7.1; τὰ τοῦ πυρετοῦ ἤπια ib.5.73; αἰθέριον πῦρ ἤπιον ὄν Parm.8.57; of river-currents, ἠπιώτερα ῥεύματα Meno Iatr.16.26.
II Act., soothing, assuaging, φάρμακα Il.4.218, 11.515; opp. ἰσχυρά, Hdt.3.130, cf.7.142 (Comp.); ἀκέσματα A.Pr.482; φύλλα S.Ph.698 (lyr.); ποτήματα soft drinks, opp. φαρμακώδη καὶ δριμέα, Sor.2.44: Sup., Phld.Ir.p.44 W.
2 ἤπιον ἦμαρ c. inf., a day favourable for beginning a thing, Hes.Op.787.
III Adv. ἠπίως Hdt.7.105,143, S.El.1439 (lyr.); ἠ. ἀμείψασθαι Hdt.8.60; χρήσετ' αὐτή σοι τότ' ἠ. Men.Epit.495: Comp. ἠπιωτέρως, ἔχειν πρός τινα D.56.44; ἠπιώτερον καὶ κηδεμονικώτερον Phld.Piet.65: Sup. ἠπιωτάτως Hsch.

German (Pape)

[Seite 1174] bei Hes. Th. 407 u. bei den Attikern gew. 2 Endgn (verwandt mit ἔπος, εἰπεῖν, ὁ ἐν λόγῳ πάντα ποιῶν, durch freundliches Zureden begütigend u. durch magisches Besprechen Schmerzen lindernd), – 1) mild, gütig; von einem Herrscher, neben πρόφρων u. ἀγανός, Od. 2, 230; πατὴρ ἃς ἤπιος ἦεν 2, 47; ἐθέλω δέ τοι ἤπιος εἶναι Il. 8, 40; εἴ μοι Ἀγαμέμνων ἤπια εἰδείη 16, 72, wenn er mir wohlgesinnt wäre, vgl. Od. 13, 405. 15, 39; ἤπια δήνεα οἶδε Il. 4, 361; von den Göttern gegenüber den Menschen, gnädig, θεὸς ἀνθρώποισιν ἠπιώτατος, Dionysus, Eur. Bacch. 861, vgl. Anth. (IX, 524. 525); σωτῆρας αὐτοὺς ἠπίους θ' ἡμῖν μολεῖν Soph. Phil. 728; τοῖς ἀνθρώποις, gegen die Menschen, Ar. Vesp. 879. – Vom Charakter, sanft, ἤπιοι ὀργαί Eur. Tr. 53; τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης πρὸς τὸ ἠπιώτερον καὶ ἀδεέστερον καταστῆσαι, mildern, besänftigen, Thuc. 2, 59; Sp.; – μῦθος, Od. 20, 327; φωνή, Tim. ecl. Ath. VIII, 342 a; τὸ πνῖ. γος ἠπιώτερον γέγονεν, ließ nach, wurde milder, Plat. Phaedr. 279 b, wie φλέγμα Tim. 85 a u. sonst von Krankheiten. – Adv. ἠπίως, sa n st, ἐννέπειν Soph. El. 1431; ἠπιωτέρως ἔχειν πρός τινα, milder sein gegen Einen, Dem. 56, 44; vgl. Plut. Timol. 7, wo der Gegensatz ist ἡ ὀργὴ παρώξυνεν. – 2) φάρμακα, schmerzstillende Heilmittel, Il. 4, 218. 11, 515. 830; κράσεις ἠπίων ἀκεσμάτων Aesch. Prom. 480; ἤπια φύλλα Soph. Phil. 691; so auch Her. 3, 130. 7, 142. – Aber ἤπιον ἦμαρ = günstig, förderlich Etwas zu thun, Hes. O. 789, dem ἄρμενος entsprechend. – Auch Beiwort des Asklepios, Lycophr. 1054.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
1 bienveillant, favorable : ἤπιος τινι, bon pour qqn ; ἤπια εἰδέναι τινί IL vouloir du bien à qqn ; πρὸς τὸ ἠπιώτερον καταστῆσαι THC amener à des sentiments plus bienveillants ; en parl. du chaud et du froid adouci, moins intense;
2 adoucissant, calmant;
Cp. ἠπιώτερος, Sp. ἠπιώτατος.
Étymologie: DELG étym. obscure.

Russian (Dvoretsky)

ἤπιος: и
1 добрый, нежный, кроткий, ласковый (πατήρ, βασιλεύς Hom.; φήνη εὔτεκνος καὶ ἤ. Arst.; οἱ ἠπιώτατοι Θετταλῶν Plut.): ἤπιοι ὀργαί Eur. мягкость, кротость;
2 благожелательный, благосклонный, милосердный (δήνεα Hom.; θεὸς ἤ. τινι Soph., Eur., Anth.): τοὺς Λακεδαιμονίους πρὸς τὸ ἠπιώτερον καταστῆσαι Thuc. смягчить (враждебное отношение), т. е. умиротворить лакедемонян;
3 мягкий, слабый, несильный (θλῖψις Arst.): τὸ πνῖγος ἠπιώτερον γέγονεν Plat. жара спала;
4 смягчающий, успокаивающий, облегчающий, болеутоляющий, утоляющий (φάρμακα Hom.);
5 целительный, целебный (ἀκέσματα Aesch.; φύλλα Soph.);
6 благоприятный, подходящий (ἦμαρ ἤπιον ποιεῖν τι Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

ἤπῐος: -α, -ον, ἀλλὰ ος, ον, ἐν Ἠσ. Θ. 407, Εὐρ. Τρῳ. 53, κτλ. (Ἡ παραγωγὴ ἀβέβαιος) 1) ἐπὶ προσώπων, πρᾶος, ἥμερος, μαλακός, ὡς ὁ πατὴρ πρὸς τὰ τέκνα του, πατὴρ δ᾿ ὥς ἤπιος ἦεν Ἰλ. Ω. 770, Ὀδ. Β. 47, 234· ἐπὶ πατρικοῦ βασιλέως, ἀγανός καὶ ἤπ. Β. 230, Ε. 8, πρβλ. Ξ. 139· ἐπὶ ἡνιόχου, Ἰλ. Ψ. 281. - ὥστε κυρίωςλέξις δηλοῖ πραότητα ἐκ μέρους ἀνωτέρου· - μετὰ δοτ. προσ. ἐθέλω δὲ τοι ἤπιος εἶναι Θ. 40, πρβλ. Ὀδ. Κ. 337, κτλ.· ἤπ. ἀνθρώποισι καὶ ἀθανάτοισι θεοῖσι Ἠσ. Θ. 407· οὕτω παρ᾿ Ἡροδ., ἠπιώτερος τοῦ πατρὸς 5. 92, 6· καὶ παρὰ Τραγ., ἐπὶ τῶν θεῶν, σωτῆρας…. ἠπίους θ᾿ ἡμῖν μολεῖν Σοφ. Φ. 738· θεὸς ἀνθρώποισιν ἠπιώτατος Εὐρ. Βάκχ. 861, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφηξ. 879. 2) ἐπὶ αἰσθημάτων, εἴ μοι κρείων Ἀγαμέμνων ἤπια εἰδείη, ἄν εἶχεν εὐμενῆ αἰσθήματα πρὸς με, Ἰλ. Π. 73· ὁμῶς δὲ τοι ἤπια οἶδεν, ἐπί τῶν αἰσθημάτων τοῦ χοιροβοσκοῦ πρὸς τὸν κύριόν του, Ὀδ. Ν. 405, Ο. 39, πρβλ. 557· ὡσαύτως, ἤπια δήνεα οἶδεν Ἰλ. Δ. 361· μῦθος ἤπ. Ὀδ. Υ. 327· ἤπ. ὀργαί, φρένες Εὐρ. Τρῳ. 5, Ἀποσπ. 364. 6· πρὸς τὸ ἠπιώτερον καθίστημί τινα, φέρω τινὰ εἰς πραοτέρας διαθέσεις, Θουκ. 2. 59· οὕτως ἐπὶ προσώπων, οὐδέ πω ἤπιος, καὶ ἀκόμη δὲν κατεπραΰνθη, δὲν ἡσύχασε, Εὐρ. Μηδ. 133· ἐχίδνης οὐδὲν ἠπιωτέρα ὁ αὐτ. Ἀλκ. 310. 3) ἐπὶ θάλπους καὶ ψύχους, Πλάτ. Φαίδρ. 279Β, Τιμ. 85Α· ἠπιώτεραι αἱ θέρμαι, ἐπὶ πυρετοῦ, Ἱππ. 1207Α· τὰ τοῦ πυρετοῦ ἤπια ὁ αὐτ. 1157F. ΙΙ. ἐνεργ., καταπραϋντικός, ἤπια φάρμακα Ἰλ. Δ. 218, Λ. 51 · οὕτω παρ᾿ Ἡροδ., ἀντίθ. ἰσχυρά, 3. 130, πρβλ. 7. 142· καὶ παρὰ Τραγ., ἤπ. ἀκέσματα Αἰσχυλ. Πρ. 482· φύλλα Σοφ. Φ. 698. 2) ἤπιον ἦμαρ, μετ᾿ απαρ., ἡμέρα εὐνοϊκὴ εἰς τὸ νὰ ἐπιχειρήσῃ τίς τι (ὡς τὸ ὀλίγον ἀνωτέρω ἄρμενον), Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 785. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. ἠπίως, Ἡροδ. 7. 105, 143, Σοφ. Ἠλ. 1439· ἠπ. ἀμείβεσθαι Ἡροδ. 8. 60· συγκρ. ἠπιωτέρως ἔχειν πρός τινα Δημ. 1296. 8.

English (Autenrieth)

mild; of persons, remedies, Il. 4.218, counsels, Il. 4.361.

English (Strong)

probably from ἔπος; properly, affable, i.e. mild or kind: gentle.

English (Thayer)

ἠπια, ἤπιον, rarely of two terminations, (apparently derived from ἔπος, εἰπεῖν, so that it properly means affable (so Etym. Magn. 434,20; but cf. Vanicek, p. 32)); from Homer down; mild, gentle: L WH νήπιος, which see at the end); πρός τινα, 2 Timothy 2:24.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἤπιος, -ία, -ον και ἤπιος, -ον)
1. (για πρόσ.) αυτός που δεν εξάπτεται, πράος, ήρεμος («ἀγανὸς και ἤπιος», Ομ. Οδ.)
2. (για καιρικές καταστάσεις) αυτός που δεν είναι πολύ ψυχρός, ο εύκρατοςήπιος χειμώνας»)
3. (για νόσους ή επιδημίες) αυτός που δεν είναι πολύ επικίνδυνοςγρίπη ήπιας μορφής»)
4. καταπραϋντικός, κατευναστικός («ήπια φάρμακα»)
αρχ.
1. (για αισθήματα) ευνοϊκός, ευμενής («ἤπιαι φρένες», Ευριπ.)
2. που δεν είναι ορμητικός («ἠπιώτερα ρεύματα», Μένων)
3. (για ποτό) ο γλυκός
4. φρ. «ἤπιον ἦμαρ» — ευνοϊκή μέρα για την έναρξη κάποιου πράγματος.
επίρρ...
ηπίως και ήπια (AM ἠπίως)
με πράο τρόπο, μαλακά, ήρεμα («ὡς ἠπίως ἐννέπειν», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται με αρχ. ινδ. āpi- «φίλος». Αντιδιαστέλλεται προς το νήπιος και συνοδεύεται συχνά από την παρομοίωση πατήρ ὥς ἤπιος ἦν. Η λ. αναφέρεται σε λόγια, σε φάρμακα, καθώς και σε θερμοκρασία.
ΠΑΡ. ηπιότης
(νεοελλ. -τητα)
αρχ.
ηπιαίνω, ηπιώ.
ΣΥΝΘ. αρχ. ηπιοδίνητος, ηπιόδωρος, ηπιοδώτας, ηπιόθυμος, ηπιόμητις, ηπιόμοιρος, ηπιόφρων, ηπιόχειρ.

Greek Monotonic

ἤπῐος: -α, -ον και -ος, -ον,
I. 1. λέγεται για πρόσωπα, ήσυχος, απαλός, μαλακός, ευγενικός· πατὴρ δ' ὣς ἤπιος αἰεί, σε Όμηρ.· με δοτ. προσ., στον ίδ., σε Τραγ.
2. λέγεται επίσης για συναισθήματα· ἤπια εἰδέναι, έχω ευμενή συναισθήματα, σε Όμηρ.· πρὸς τὸ ἠπιώτερον καταστῆσαί τινα, εξευμενίζω κάποιον, φέρνω κάποιον σε ηπιότερη, πραότερη διάθεση, σε Θουκ.
II. 1. Ενεργ., καταπραϋντικός, κατευναστικός, ανακουφιστικός· λέγεται για φάρμακα, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
2. ἤπιον ἦμαρ, με απαρέμφ., μέρα ευνοϊκή (ευοίωνη) για να ξεκινήσει μια επιχείρηση, σε Ησίοδ.
III. επίρρ., ἠπίως, σε Ηρόδ., Σοφ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: friendly, gentle, kind, mild, soothing (Il.).
Compounds: As 1. member e. g. in ἠπιό-φρων with mild intention (Emp.).
Derivatives: ἠπιότης mildness (hell.) and the rare denominatives ἠπιόομαι become mild (Phld.), ἠπιαίνω id. (Arist. Mu. 397b1; uncertain).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [325] *h₁eh₁pios friend(ly)
Etymology: Mostly connected with Skt. āpí- friend (Froehde BB 21, 330, L. Meyer a. o.; cf. Kretschmer Glotta 11, 109), sometimes at the same time invoking Skt. āpnóti desire (Prellwitz KZ 47, 300ff.). Others compare Lat. pius (Rozwadowski, Glotta 4, 344) or ἅπτω (Würtheim, Glotta 19, 176: improbable) or even ἠπύειν, with also νήπιος (Lacroix Mélanges Desrousseaux 261ff.). - On ἠπίαλος s. v.

Middle Liddell


1. of persons, gentle, mild, kind, πατὴρ δ' ὣς ἤπιος ἦεν Hom.:—c. dat. pers., Hom., Trag.
2. of sentiments, ἤπια εἰδέναι to have kindly feelings, Hom.; πρὸς τὸ ἠπιώτερον καταστῆσαί τινα to bring him to a milder mood, Thuc.
II. act. soothing, assuaging, of medicines, Il., etc.
2. ἤπιον ἦμαρ, c. inf., a day favourable for beginning a thing, Hes.
III. adv. ἠπίως, Hdt., Soph.

Frisk Etymology German

ἤπιος: {ḗpios}
Meaning: freundlich, gütig, mild, heilsam (seit Il.).
Composita : Als Vorderglied z. B. in ἠπιόφρων mit milder Gesinnung (Emp. u. a.).
Derivative: Davon ἠπιότης Milde (hell.) und die seltenen Denominativa ἠπιόομαι mild werden (Phld.), ἠπιαίνω mildern (Arist. Mu. 397b1; unsicher). Zu ἠπίαλος s. bes.
Etymology : Gewöhnlich zu aind. āpí- Freund gezogen (Froehde BB 21, 330, L. Meyer u. A.; vgl. Kretschmer Glotta 11, 109), bisweilen mit gleichzeitiger Heranziehung von aind. āpnóti erlangen (Prellwitz KZ 47, 300ff.). Andere vergleichen lat. pius (Rozwadowski, s. Glotta 4, 344) oder ἅπτω (Würtheim, s. Glotta 19, 176) oder sogar ἠπύειν, wozu noch νήπιος (Lacroix Mélanges Desrousseaux 261ff.).
Page 1,641

Chinese

原文音譯:½pioj 誒披哦士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:柔和的
字義溯源:溫柔的^,溫和,柔和,和靄;或出自(ἔπος)=話語),而 (ἔπος)又出自(λέγω)=講*)
出現次數:總共(2);帖前(1);提後(1)
譯字彙編
1) 溫和的(1) 提後2:24;
2) 溫柔(1) 帖前2:7

English (Woodhouse)

gentle, kind, of disposition

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=μαλακός). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του.
Παράγωγα: ἠπιότης, ἠπιόω, ἠπιόφρων.

Lexicon Thucydideum

mitior, rather mild, more gentle, 7.77.4, 8.93.3,
Neutr. subst. neuter substantive 2.59.3.

Translations

genle

Azerbaijani: zərif; Belarusian: высакародны, ласкавы; Bulgarian: благороден, любезен, приветлив, дружелюбен, мил; Chinese Mandarin: 斯文; Czech: něžný, přívětivý, laskavý; Dutch: lieflijk; Finnish: herttainen, kiltti; French: gentil; Galician: xentil; Georgian: რბილი, ფაქიზი, ნაზი, სათუთი, მოსიყვარულე, მეგობრული, გულკეთილი; German: liebenswürdig; Gothic: 𐌵𐌰𐌹𐍂𐍂𐌿𐍃; Ancient Greek: ἤπιος, πραΰς, προσηνής; Hindi: सज्जन; Irish: mín; Italian: gentile; Japanese: 優しい; Latin: lenis; Maori: ngākau mōwai, hūmārie; Norman: bénîn; Old English: bilewit; Plautdietsch: saunft; Polish: łagodny, delikatny, miły; Portuguese: gentil; Russian: благородный, любезный, нежный, ласковый, приветливый, дружелюбный, добродушный, милый; Slovak: nežný, prívetivý, láskavý; Spanish: tierno; Turkish: şefkatli; Ukrainian: люб'язний, ласкавий, благородний, ні́жний; Welsh: tyner

mild

Azerbaijani: yumşaq, ürəyiyumşaq, mülayim, həlim; Bulgarian: благ, мек; Catalan: suau; Chamicuro: pe'cha; Chinese: 溫和的, 温和的; Czech: mírný; Dutch: mild, zacht; Finnish: lempeä, säyseä; French: doux, douce; Georgian: რბილი; German: mild, ausgeglichen, zahm; Gothic: 𐍃𐌿𐍄𐌹𐍃; Greek: ήπιος; Ancient Greek: πραΰς, ἤπιος; Interlingua: blande; Italian: delicato, delicata, mite, lene; Japanese: 穏やか, 緩やか, 温厚; Korean: 온화한; Latin: lenis, clemens, cicur; Latvian: mīksts, viegls; Macedonian: благ, кроток; Maori: māhaki, ngākau māhaki; Old English: wēþe; Persian: ملایم‎; Plautdietsch: lind; Polish: łagodny; Portuguese: suave, gentil; Russian: мягкий, слабый; Slovak: mierny; Spanish: suave, leve; Welsh: mwyn