ἀγορεύω

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾰ̓γορεύω Medium diacritics: ἀγορεύω Low diacritics: αγορεύω Capitals: ΑΓΟΡΕΥΩ
Transliteration A: agoreúō Transliteration B: agoreuō Transliteration C: agoreyo Beta Code: a)goreu/w

English (LSJ)

(ἀγορά), impf. ἠγόρευον, Ep.
A ἀγόρευον Il.1.385: fut. ἀγορεύσω Hom., Alciphr.3.52, Philostr.VA4.45: aor. ἀγορευσα Hom., D.H.1.65, Luc.Pisc.15: pf. ἀγόρευκα Lib.Or.37.4: 1 aor. Pass. ἀγορεύθην (προσ-) Str.3.3.5: in compounds these tenses and pf. Pass. ἀγόρευμαι are found in early Prose and Att. Inscrr., the simple vb. only in pres. and impf.:—speak in the assembly, harangue, freq.in Ep., ἀγορὰς ἀ. Il.2.788; ἐν Ἀργείοις ἔπεα πτερόεντ' ἀ. 23.535; ὣς Ἕκτωρ ἀγόρευε 8.542; τοῖσιν ἀ. address them, 1.571, al.; πρὸς ἀλλήλους ἔπεα 24.142; ὀνειδίζων ἀ. Od.18.380: in Att., of the crier's proclamation in the Ecclesia, τίς ἀγορεύειν βούλεται; who wishes to address the house? Ar.Ach.45, D.18.170, etc.; ἀ. ὡς.. Il.1.109: c. inf., μή τιφόβονδ' ἀγόρευε counsel me not to flight, Il 5.252; ἀ. μὴ στρατεύεσθαι Hdt.7.10.ά.
2 generally, speak, say, τοιαῦταπρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον Il.5.274; κακόν τιἀ. τινά Od.18.15; κακῶς ἀ. τινά Arist.Fr.417; ἀ. ὡς... ὅτι... Hdt.3.156, Ar.Pl.102; οὐκ ἠγόρευον; did I not say so? Id.Ach.41, cf. S.OC838; tell of, mention, τι Od.2.318, 16.263, al.; ὑπὲρ τοῦ Διὸς ἀγορεύων speaking of Zeus, Pl.Lg.776e: metaph., δέρμα δὲ θηρὸς ... ἀγορεύει χειρῶν καρτερὸν ἔργον = tells a tale of.. Theoc.25.175.
3 proclaim, Il.1.385; πέμπων κήρυκα ἠγόρευέ σφι τάδε Hdt.6.97:—Pass., ὁ πολίτης.. κακὸς ἀγορευέσθω Pl.Lg.917d:—aor.Med., ἀγορεύσασθαι ὡς.. to have it proclaimed that... Hdt.9.26:—ὁ νόμος ἀγορεύει the law declares, Antipho 3.3.7, Lys.9.9, Arist.Rh.1354a22; ἀ. μὴ ποιεῖν Ar.Ra.628; οὔνομα.. ἥδ' ἀ. στήλη IG2.2753.
4 Pass., to be delivered, λόγον καλὸν ἐπὶ τοῖς.. θαπτομένοις ἀγορεύεσθαι Th. 2.35.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰ-]
I en la asamblea
1 abs. hablar ante la asamblea τῷ οὐκ ἂν βασιλῆας ἀνὰ στόμ' ἔχων ἀγορεύοις Il.2.250, cf. 12.213, ὣς Ἕκτωρ ἀγόρευ' Il.8.542, ὧδε ἠγόρευεν· ἄνδρες Λακεδαιμόνιοι ... X.HG 6.3.7
c. part. ὀνειδίζων Od.18.380
c. adv. ἀσφαλέως Hes.Th.86
en át. como arcaísmo jur. y polít.: en la proclama del heraldo τίς ἀγορεύειν βούλεται; Ar.Ach.45, Ec.130, D.18.170, 191, ἀγορεύειν ἐκέλευον le mandaron hacer la proclama Hdt.3.75.
2 c. ac. int., de palabras, discursos, proclamas pronunciar, decir en la asamblea ἀγορὰς ἀγόρευον Il.2.788, ἐν Ἀργείοις ἔπεα πτερόεντ' ἀ. Il.23.535, πρὸς ἀλλήλους ἔπεα Il.24.142, πέμπων κήρυκα ἠγόρευέ σφι τάδε Hdt.6.97, ἀγορεύουσαν τὰ βέλτιστα περὶ τὸν δῆμον A.Th.306, μηδὲν ἀ. περὶ τούτων X.An.5.6.27
c. ὡς decir, proclamar que, Il.1.109, ὡς ὑπὸ τοῦ Κύρου ... ἄρχονται Hdt.3.74, cf. 9.26
en v. med. mismo sent. Hdt.9.26
c. dat. decir en la asamblea, dirigirse en la asamblea τοῖσιν ἀ. Il.1.571.
II en cont. diferentes, ajenos a la asamblea
1 decir con énfasis, solemnemente, declarar, pronunciar, advertir τὰ δίκαια Hes.Op.280, ἐτώσια πολλά Hes.Op.402, λόγον καλόν en un discurso fúnebre, Th.2.35, en declaraciones públicas, Pl.Lg.917d, 950e, cf. Ar.Pl.102
c. énf. cóm. ἀγορεύω τινὶ ἐμὲ μὴ βασανίζειν ἀθάνατον ὄντ' Ar.Ra.628, cf. Th.786, Nu.1456.
2 de la ley, los decretos, etc. decir, declarar, proclamar ὁ νόμος ἀγορεύει Antipho 3.3.7, Lys.9.9, Arist.Rh.1354a22, 1374a20, τὰ ψηφίσματα ... ἀγορεύοντα Lys.13.50, Sol.Lg.16, ley de Dracón en D.23.50, οὔνομα ... ἥδ' ἀγορεύει στήλη IG 22.7965 (IV a.C.).
III 1hablar, decir gener. abs. τοῦ δ' ἀγορεύοντος Od.4.76, οὔτε τί σε ῥέζω κακὸν οὔτ' ἀγορεύω ni te hago ningún mal ni abro la boca, Od.18.15, οὐκ ἠγόρευον; Ar.Ach.41, Fr.311
c. constr. πρὸς ἀλλήλους Il.5.274, Od.10.34, h.Merc.182, ὑπὲρ ψυχῆς Pisand.8, ὑπὲρ Διός Pl.Lg.776e
c. ac. hablar, decir, contar, narrar ταῦτ' εἰδυίῃ πάντ' Il.1.365, cf. Od.2.318, 16.263, πολλά Thgn.625, οὐκ ἠγόρευον ταῦτ' ἐγώ; S.OC 838, ἐὰν δοῦλος κακῶς ἀγορεύῃ τὸν ἐλεύθερον Arist.Fr.417
fig. δέρμα δὲ θηρὸς ... ἀγορεύει χειρῶν καρτερὸν ἔργον la piel de la fiera habla de la hazaña de sus manos Theoc.25.175.
2 c. or. c. μή aconsejar μή τι φόβονδ' ἀγόρευε Il.5.252
c. inf. ἀ. μὴ στρατεύεσθαι Hdt.7.10α
abs. ὡς ἀγορεύω como (te) aconsejo Hes.Op.688.
IV enunciar, pronunciar ὥστε πᾶσα ἁπλῆ λέξις σημαντικὴ ὅταν κατὰ τοῦ σημαινομένου πράγματος ἀγορευθῇ τε καὶ λεχθῇ, λέγεται κατηγορία Porph.in Cat.56.9.

German (Pape)

[Seite 21] (ἀγορά), Apoll. Lex. Hom. 4, 12 ἀγορεύειν κυρίως μὲν ἐν ἐκκλησίᾳ λέγειν, καταχρηστικῶς δὲ ψιλῶς τὸ λεγόμενον, vgl. Hesych. Bei Iliad. 18, 368, wo es von einem Zwiegespräche heißt ἃς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον. Ariston. κυρίως τὸ ἐν πλήθει λέγειν ἀγορεύειν, καὶ τὸ ἀλλήλους ἐπὶ πλήθους· ἐνταῦθα δὲ ἐπὶ δύο ἔταξε καταχρηστικῶς; – ἀγορὰς ἀγόρευον Iliad. 2, 788, Reden in einer Versammlung halten; τοῖσι δέ ἦρχ' ἀγορεύειν Qd. 2, 15; sehr oft ἃς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον, auch ἔπεα πτερόεντα Il. 3, 155 u. öfter; μῦθον 8, 493; μή τι φόβονδ' ἀγόρευε, rede nicht zur Flucht, Iliad. 5, 252; οὐκέτ' ἐμοὶ φίλα ταῦτ' ἀγορεύεις 7, 357; ἔσθλ' ἀγ. Od. 17, 66, οὔτε τί σε ῥέζω κακὸν οὔτ' ἀγορεύω 18. 15, θεοπροπέων ἀγ. Il. 1, 109. 2, 322, κερτομέων 2, 256, παραβλήδην ἀγ. Iliad. 4, 6, ἐπιτροχάδην Od. 18, 26 Il. 3, 218, διηνεκέως Od. 12, 56, κρατερῶς Il. 8, 29. 9, 694. – Her. oft zu einer Versammlung reden, 3, 75. 8, 5. 9, 92; vom Herold, 1, 60. 6, 97; auch ὁ δέ σφιν ἠγόρευε, ὡς εἴη Ζώπυρος 3, 156; Xen. εἰς κοινὸν περί τινος ἀγ. An. 5, 6, 14; ῥήτωρ ὧδ' ἀγ. Hell. 6, 3, 5. Später noch in der Formel der Volksversammlungen: τίς ἀγορεύειν βούλεται Ar. Ach. 45; Eccl. 130; Aesch. 3, 4; Dem. 18, 170. Häufig im Att. für sprechen, sagen: Ar. Plut. 102; Soph. O. C. 842; ὑπέρ τινος Plat. Legg. VI, 776 e; οἱ νόμοι ἀγορεύουσι περὶ πάντων Arist. Eth. N. V, 1, 3, wie Lys. 13, 50 τὰ ψηφίσματα διαῤῥήδην ἀγορεύοντα, ausdrücklich bestimmende Beschlüsse; ὁ νόμος διαῤῥήδην ἀγορεύει 9, 9; Dem. 33, 28 ὡς ἐν τῷ ἄξονι ἀγορεύει, nämlich der Gesetzgeber; κακῶς ἀγορεύειν τινά neben λοιδορεῖσθαι im Gesetz bei Aesch. 1, 35; auch Plut. Sol. 21; Luc. Pisc. 37 u. öfter; ἀγορεύω τινί, ἐμὲ μὴ βασανίζειν, ich verbiete, Ar. Ran. 628. – Auch von leblosen Dingen, Theocrit. 25, 175 δέρμα ἀγ., es spricht dafür; Opp. Cyn. 2, 495 φύσις κεράων ἀγ. – Nach B. A. 1095 brauchten es bes. die Böoter für sprechen (λέγειν).

French (Bailly abrégé)

impf. ἠγόρευον ; prés. et impf. seuls class. en prose. att. : au lieu des f. ἀγορεύσω, ao. ἠγόρευσα, pf. ἠγόρευκα, et des temps Pass. corresp., les Att. emploient f. ἐρῶ, ao.2 εἶπον, pf. εἴρηκα;
Pass. f. εἰρήσομαι ou ῥηθήσομαι, pf. εἴρημαι;
1 parler dans une assemblée, parler en public ; Pass. λόγος ἀγορευόμενος THC discours prononcé en public;
2 parler, dire en gén. : τινί τι ou τι πρός τινα, dire qch à qqn;
3 déclarer, proclamer, enjoindre;
Moy. ἀγορεύομαι (ao. inf. ἀγορεύσασθαι) faire savoir, publier, proclamer.
Étymologie: ἀγορά.

Russian (Dvoretsky)

ἀγορεύω:
1 говорить публично, обращаться с речью (в собрании) (τισί Hom.): λόγος ἀγορευόμενος Thuc. публичная речь; τίς ἀ. βούλεται; Arph. etc. кто просит слова?;
2 говорить, произносить (μῦθον, ἔπεα Hom.; τι πρός τινα Hom. и τινί τι Her.);
3 рассказывать, объявлять (θεοπροπίας Ἑκάτοιο Hom.): μὴ ἐλέγχων κακὸς ἀγορευέσθω Plat. тот, кто не изобличит (преступника), пусть (сам) будет объявлен преступным; ὁ νόμος ἀγορεύει Arst. закон гласит; ἀγορεύσασθαι, ὡς … Her. приказать (объявить) что …;
4 уговаривать, советовать, убеждать (μὴ στρατεύεσθαι Her.): μή τι φόβονδ᾽ ἀγόρευε Hom. не склоняй (меня) к бегству.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγορεύω: (ἀγορὰ) μετὰ παρατ. ἠγόρευον· Ἐπ. ἀγόρευον, Ἰλ. Α. 385: - μέλλ. -εύσω, συχν. παρ’ Ὁμ., (προσ-), Πλάτ. Θεαίτ. 147Ε: - ἀόρ. ἠγόρευσα, Ἐπ. ἀγ-, Ὅμ., (ἀπ-), Πλάτ. Θεαίτ. 200D, Δημ. 1021. 18, 1273. 2, (κατ-), Ἀριστοφ. Εἰρ. 107. (προσ-), Ξεν. Ἀπομν. 3. 2, 1, Δημ. 1006. 7 (συν-), ὁ αὐτ. 397, 7: - πρκμ. ἠγόρευκα, (προ-), ὁ αὐτ. 157. 20: - Μέσ., ἀόρ. ἠγορευσάμην (ἴδε κατωτ.): - Παθ. μέλλ. (τοῦ μέσου τύπ.) ἀγορεύσομαι, (προ-), Ξεν. Ἱππαρχ. 2. 7 (ἔνθα ὅμωςἔννοια ἀπαιτεῖ προαγορεύεται): - ἀόρ. ἠγορεύθην, (προσ-), Αἰσχύλ. Πρ. 834, Ἀναξίλ. ἐν «Νεοττίδι» 2, Φιλήμ. Ἄδηλ. 16: - πρκμ. ἠγόρευμαι, (παρ-), Ἡρόδ. 7 13. (προ-), Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 35. - Ἀλλὰ παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττικῶν πεζογρ. τὸ ῥῆμα τοῦτο (καὶ ἔτι μᾶλλον τὰ ἐξ αὐτοῦ σύνθετα) εἶναι ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστῶτα καὶ παρατατ., τὸν δὲ μέλλ., πρκμ. καὶ ἀόρ. παραλαμβάνει ἀλλαχόθεν (δηλ. ἐρῶ, εἴρηκα, εἶπον καὶ τὰ σύνθετα αὐτῶν)· ἴδε εἶπον· νεώτεροι δὲ ἐκδόται προσεπάθησαν νὰ μεταβάλωσι τὰ χωρία ὅσα παραβαίνουσι τὸν κανόνα τοῦτον· πρβλ. Cobet, V. LL. σ. 36. ἀλλ’ ἴδε τοῦ Veitch τὰ Ἑλλ. Ῥήματα ἐν λέξει. - Πρβλ. ἀν-, ἀντ-, ἀπ-, ἐξ-, κατ-, προ-, προσ-, συν- αγορεύω, Ὁμιλῶ ἐν τῇ συνελεύσει, δημηγορῶ, ἢ ἁπλῶς ὁμιλῶ· ἔπεα πτερόεντα, ἀγορὰς ἀγ., Ὅμ., ὅστις σταθερῶς μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ὡς καὶ ὁ Ἡσ. καὶ ὁ Ἡρόδ.· ὥς Ἕκτωρ ἀγόρευε, Ἰλ. Θ. 542· ἀγ. τινί, Ἰλ. Α. 571, καὶ ἀλλ.· τινί τι, Ἡρόδ. 6. 97· τι πρός τινα, Ἰλ. Ω. 142· ὀνειδίζων ἀγ., Ὀδ. Σ. 380· κακόν τι ἀγ. τινά, ὁμιλῶ κακῶς περί τινος, αὐτόθι 15· ὡσαύτ. κακῶς ἀγορεύειν τινά, Ἀριστ. Ἀποσπ. 378· παρ’ Ἀττ. ἐν τῇ προκηρύξει τοῦ κήρυκος ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ· τίς ἀγορεύειν βούλεται; τίς ἐπιθυμεῖ νὰ ὁμιλήσῃ; Ἀριστοφ. Ἀχ. 54, Δημ. 285, 6 κτλ.: - ὡσαύτως· ἀγ. ὡς ... Ἰλ. Α. 109, Ἡρόδ. 3. 156· ὅ,τι ... Ἀριστοφ. Πλ. 102: - μετ’ ἀπαρ., μή τι φόβον δ’ ἀγόρευε, μή μοι συμβούλευε φυγήν, Ἰλ. Ε. 252· ἀγ. μὴ στρατεύεσθαι, Ἡροδ. 7. 10. 2) λέγω περί τινος, ἀναφέρω τι, Ὀδ. Β. 318, 263, καὶ ἀλλ., ὡσαύτως ὑπέρ τινος ἀγ., Πλάτ. Νόμ. 776Ε. 3) προκηρύττω, διακηρύττω, Ἰλ. Α. 385, Πλάτ. Νόμ. 917D· οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ. ἀορ., ἀγορεύσασθαι ὡς ..., κάμνω νὰ κηρυχθῇ ὅτι ..., Ἡρόδ. 9. 26: - οὕτως ἐν τῇ Ἀττ. φράσει, ὁ νόμος ἀγορεύει, ὁ νόμος διακηρύττει, ὁρίζει, Ἀντιφῶν 123. 16, Λυσ. 115. 6, Ἀριστ. Ρήτ. 1. 1, 5· ἀγ. μὴ ποιεῖν, Ἀριστοφ. Βάτ. 628· οὔνομα ... ἥδ’ ἀγ. στήλη, Συλλ. Ἐπιγρ. 1412: - ἁπλῶς λέγω, ὁμιλῶ, Σοφ. Ο. Κ. 838, Εὐρ.· μεταφ., δέρμα θηρὸς ἀγ. χειρῶν ἔργον, λέγει, δεικνύει τὸ ἔργ. τῶν χειρῶν, Θεόκρ. 25. 175. 4) Παθ., ἐπὶ λόγου μέλλοντος νὰ λαληθῇ, ἐπὶ τοῖς θαπτομένοις, Θουκ. 2, 35.

English (Autenrieth)

(ἀγορή), fut. ἀγορεύσω, aor. ind. only ἀγόρευσεν, Il. 8.29, inf. and imp. more common: harangue, strictly with reference to form and manner of speaking; then generally, speak, say, declare; freq. with acc. ἔπεα πτερόεντα, ἀγορὰς ἀγόρευον, ‘were engaged in haranguing,’ Il. 2.788, ἣν ἀγορεύω, ‘of which I speak,’ Od. 2.318; often in connection with words denoting the manner of speaking, παραβλήδην, ‘insinuatingly,’ Il. 4.6, ὀνειδίζων ἀγορεύοις, ‘talk insultingly of,’ Od. 18.380.

Greek Monotonic

ἀγορεύω: (ἀγορά), παρατ. ἠγόρευον, Επικ. ἀγόρευον· μέλ. ἀγορεύσω, αόρ. αʹ ἠγόρευσα, Επικ. ἀγόρευσα, παρακ. ἠγόρευκα· στους δόκιμους Αττ. συγγραφείς, αυτό το ρήμα (και τα σύνθετά του) χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον σε ενεστ. και παρατ.· οι άλλοι χρόνοι συμπληρώνονται από το ρήμα λέγω (μέλ. ἐρῶ, παρακ. εἴρηκα, αόρ. βʹ εἶπον
1. μιλώ στη συνέλευση, δημηγορώ, μιλώ, σε Όμηρ.· κακόν τι ἀγορεύειν τινά, κακολογώ κάποιον, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τον κήρυκα στην εκκλησία του δήμου· τίς ἀγορεύειν βούλεται; = ποιος επιθυμεί να μιλήσει, να απευθυνθεί στη συνάθροιση του λαού; σε Αριστοφ., Δημ. κ.λπ.
2. μή τι φόβον δ' ἀγόρευε, μη με συμβουλεύεις να τραπώ σε φυγή, σε Ομήρ. Ιλ.
3. προκηρύσσω, διακηρύσσω, μνημονεύω, αναφέρω, κάνω λόγο για κάτι, σε Όμηρ.· στον Μέσ. αόρ. αʹ ἀγορεύσασθαι ὡς..., κάνω να κηρυχθεί ότι..., σε Ηρόδ. κ.λπ.· μεταφ., δέρμα θηρὸς ἀγορεύει χειρῶν ἔργον, εξιστορεί μια ιστορία του..., δείχνει το έργο των χεριών του, σε Θεόκρ.
4. Παθ., λέγεται για ομιλία που πρόκειται να εκφωνηθεί, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἀγορά [in correct Attic writers, this Verb (and its compds.) is for the most part confined to pres. and imperf.; the other tenses being borrowed.]
1. to speak in the assembly, harangue, speak, Hom.; κακόν τι ἀγορεύειν τινά to speak ill of one, Od.; of the κῆρυξ in the Ecclesia, τίς ἀγορεύειν βούλεται; who wishes to address the people? Ar., Dem., etc.
2. μή τι φόβονδ' ἀγόρευε counsel me not to flight, Il.
3. to proclaim, declare, mention, Hom.; in aor1 mid., ἀγορεύσασθαι ὡς… to have it proclaimed that…, Hdt., etc.: metaph., δέρμα θηρὸς ἀγ. χειρῶν ἔργον tells a tale of. . ., Theocr.
4. Pass., of a speech, to be spoken, Thuc.

Mantoulidis Etymological

(=μιλῶ στή συνέλευση, διακηρύττω). Ἀπό τό οὐσ. ἀγορά. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ῥητός, ἄρρητος, ἀπόρρητος (=μυστικός), προσαγορευτέος, προσρητέος, ἀπορρητέον, ἀνάρρησις (=ἀνακήρυξη), ἀναγόρευσις, πρόσρησις (=χαιρετισμός), πρόσρημα (=προσαγόρευμα), διαρρήδην ἐπίρρ. (=σαφῶς), κατήγορος, συνήγορος, προσήγορος, μεγαληγόρος, ἀγορητής, ἀγόρευσις, προσαγόρευμα, προσαγορευτός, ἀγορευστός, ἀγορευτήριον (=τόπος ἀγορεύσεων), ἀπαγορευτέος, δικηγόρος, ἐτυμηγόρος, ἐτυμηγορία (=ἀπόφαση δικαστηρίου), ἀγορητής (=ρήτωρ), ἀγορητύς -ύος (=εὐγλωττία), εὐπροσήγορος, κακηγόρος (=πού κακολογεῖ), μακρήγορος, παρήγορος.

Lexicon Thucydideum

haberi (de oratione), to be delivered (of a speech), 2.35.1.