λόχος

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λόχος Medium diacritics: λόχος Low diacritics: λόχος Capitals: ΛΟΧΟΣ
Transliteration A: lóchos Transliteration B: lochos Transliteration C: lochos Beta Code: lo/xos

English (LSJ)

ὁ, (λέχομαι):
I ambush, i.e.
1 place for lying in wait, εἰγὰρ νῦν παρὰ νηυσὶ λεγοίμεθα πάντες ἄριστοι ἐς λ. Il.13.277; ἐκ λόχου ἀμπήδησε 11.379; κοῖλος λόχος, of the wooden horse, Od.4.277, 8.515; ξεστὸς λόχος E. Tr.534 (lyr.); ὠδίνων λόχος Lyc.342; ξύλινος λόχος, of the enemy's ships, Orac. ap.Hdt.3.57.
2 ambuscade, ἐσίζεσθαι λόχον ἀνδρῶν = take up one's post in ambush, Il.13.285; λόχον εἷσαι = place an ambush, 4.392, Od.4.531; εἷσε δέ μιν κρύψασα λόχῳ Hes.Th.174; λόχον ἀρτύνειν Od.14.469; λόχονδ' ἰέναι Il.1.227; ὁπότε κρίνοιμι λόχονδε ἄνδρας ἀριστῆας Od.14.217; φύτευέ οἱ θάνατον ἐκ λόχου Pi.N.4.60; δεινοῖς κρυπτομένα λόχοις Ἐρινύς S.El.490 (lyr.); τὸν εὔαγρον τελειῶσαὶ λόχον Id.OC1089 (lyr.). b. c. gen. objecti, λόχος θείοιο γέροντος = the way to ambush him, Od.4.395.
3 the men that form the ambush, μὴ λόχος εἰσέλθῃσι πόλιν Il.8.522, cf. E.Andr.1114, etc.
b any armed band, body of troops (of foot, rarely of horse, Arr.Alan.20), Od.20.49; also in Trag., A.Th.56, 460, S.OC1371, etc.: metaph., παρθένων ἱκέσιος λόχος A.Th.111 (lyr.); θαυμαστὸς λόχος γυναικῶν, of the Furies, Id.Eu.46, cf. 1026; ἐλάφων κεραὸς λόχος AP9.244 (Apollonid.); ἐμῶν προγόνων λόχος OGI383.48 (Nemrud Dagh, i B.C.).
c in historical writers, mostly, a company, reckoned at 24 men in X.Cyr.6.3.21, but at 100 in Id.An.3.4.21, 4.8.15; in the Spartan army, the fourth or fifth part of a μόρα (q.v.), Hdt.9.53,57, cf. Th.5.68, Arist.Fr.541, etc.; ὁ Πιτανάτης λόχος Th.1.20; ὁ ἱερὸς λόχος = sacred band, sacred band of Thebes, the sacred company at Thebes, Din.1.73, Plu.Pel.18; also at Carthage, D.S.16.80, 20.10; later λόχος = 16 men, Ascl.Tact.2.7, Ael.Tact.4.3, Arr.Tact.5.5; but of light-armed, 8 men, Ascl.l.c., Arr.Tact.14.2.
d any body of people united for civil purposes, X.Hier.9.5, Arist. Pol.1309a12; αἱ ἐν λόχοις συντέλειαι (where λόχοι seems to represent συμμορίαι) Catal. ap. D.18.106.
e = Lat. centuria, D.H.4.16, App. BC1.59, etc.
f = Lat. curia, D.H.2.7.
II childbirth, A.Ag. 137 (lyr.): pl., Id.Supp.677 (lyr.).
III dub. sens. in SIG1002.8 (Milet., v/iv B.C.).

German (Pape)

[Seite 66] ὁ (λέγω), 1) eigtl. ein Ort, wo man sich hinlegt, ein Hinterhalt, Versteck, d. i. ein Ort, in welchen eine Kriegerschaar gelegt wird, um auf den Feind zu lauern u. plötzlich auf ihn loszubrechen; εἰ γὰρ νῦν παρὰ νηυσὶ λεγοίμεθα πάντες ἄριστοι ἐς λόχον Il. 13, 276 ff., ἐκ λόχου ἀμπήδησε, er brach aus dem Hinterhalt hervor, 11, 379, öfter; auch das hölzerne Pferd der Griechen vor Troja heißt κοῖλος u. πυκινὸς λόχος, Od. 4, 277. 8, 515. 11, 525, wie ξεστὸς λ. Eur. Tro. 534; so heißen die feindlichen Schiffe ξύλινος λόχος in einem Orakel bei Her. 3, 57; ἁ δεινοῖς κρυπτομένα λόχοις Ἐρινύς Soph. El. 481. Übh. Hinterhalt, λόχονδε ἰέναι, zum Hinterhalt gehen, Il. 1, 227, λόχον ἀνδρῶν εἰσίζεσθαι, im Hinterhalt liegen, 13, 285, λόχον εἷσαι, einen Hinterhalt legen, 4, 392. 6, 189 Od. 4, 531, u. λόχῳ εἷσαί τινα, Einen in Hinterhalt legen, Hes. Th. 174; auch λόχον ἀρτύνειν, Od. 14, 469; λόχονδε κρίνειν ἄνδρας ἀριστῆας, die Tapfersten zum Hinterhalt auslesen, ibd. 217; – μηδέ τι θυμῷ δείσητ' Ἀργείων πυκινὸν λόχον Il. 24, 779; auch das Auflauern, Nachstellen selbst, Od. 4, 441. 16, 463, wie λόχος θείοιο γέροντος, die Art u. Weise, dem göttlichen Alten aufzulauern, 4, 395; φύτευέ οἱ θάνατον ἐκ λόχου Pind. N. 4, 63; – u. die den Hinterhalt bildende Mannschaft, μὴ λόχος εἰσέλθῃσι πόλιν Il. 8, 522, wie man auch manche andere Stelle auffassen kann. – Dah. jede gewaffnete Schaar Fußvolk, εἴπερ πεντήκοντα λόχοι ἀνθρώπων νῶϊ περισταῖεν Od. 20, 49. So bei den Tragg., πύλαισι Νηΐτισι προσβαλεῖν λόχον Aesch. Spt. 442, vgl. 56; κινοῦνται λόχοι πρὸς ἄστυ Θήβης Soph. O. C. 1373; ξιφήρης λόχος Eur. Andr. 1115, λόχος ὀδόντων ὄφεος ἐξηνδρωμένος Suppl. 703, öfter. – Übh. jede Schaar, ἴδετε παρθένων ἱκέσιον λόχον Aesch. Spt. 106, θαυμαστὸς λόχος εὕδει γυναικῶν, von den Furien, Eum. 46. Auch λόχος ἐλάφων, Apollnds. 15 (IX, 244). – Bes. in Prosa von Her. 9, 53. 57 an eine Abtheilung von Kriegern zu Fuß, gewöhnlich von hundert Mann, wie bei Xen. An. 3, 4, 21 ausdrücklich erwähnt ist, u. öfter in der An. u. Cyr. sich zeigt; aber die hinzugesetzte Bestimmung ἀνὰ ἑκατὸν ἄνδρας zeigt, daß die Zahl keine feste war und sich nach der in den einzelnen griechischen Staaten u. Stämmen verschiedenen Eintheilung der Bürger u. des Heeres richtete. So gehen bei Thuc. 5, 68 vier πεντηκοστύες auf einen λόχος, u. bei den Spartanern heißt der vierte od. nach Anderen der fünfte Teil der μόρα ein λόχος. Auch von bürgelichen Vereinen, Xen. Hier. 9, 5; Arist. pol. 3, 8. Die Sp. nennen so die röm. centuria, 2) das sich ins Bett Legen, von den Kindbetterinnen, die Niederkunft, die Geburt, auch das Geborene, αὐτοτόκον πρὸ λόχου μογερὰν πτάκα θυομένοισιν Aesch. Ag. 135, Ἄρτεμιν γυναικῶν λόχους ἐφορεύειν Suppl. 662; ὠδί νων, Lycophr. 342. – 3) bei den Macedoniern ein Monat, dem attischen Maimakterion entsprechend, Hesych.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. embuscade :
1 lieu ou engin pour une embuscade;
2 action de dresser une embuscade, embuscade dressée : λόχον ἀρτύνειν OD préparer une embuscade ; λόχον εἷσαι IL, OD poser une embuscade ; λέγεσθαι ἐς λόχον IL être choisi pour une embuscade ; λόχονδε ἰέναι IL aller en embuscade ; avec un gén. : λόχος γέροντος OD l'embuscade contre le vieillard;
3 troupe postée en embuscade;
4 p. ext. toute troupe d'hommes armés et à pied, compagnie : ἱερὸς λόχος le bataillon sacré des Thébains;
5 troupe quelconque, réunion d'hommes, réunion de citoyens ; troupe de femmes;
II. accouchement, enfantement.
Étymologie: R. Λεχ, v. λέγω¹.

Russian (Dvoretsky)

λόχος:
1 засада: κοῖλος λ. Hom. полая засада, т. е. деревянный конь ахейцев; λ. τινός Hom. способ подстеречь или перехитрить кого-л.;
2 люди, устроившие засаду, отряд в засаде (λ. ξιφήρης Eur.);
3 лох, отряд (весьма различной численности): ἓξ λόχοι ἀνὰ ἑκατὸν ἄνδρας Xen., но у персов - ὁ λ. ἦν ἕκαστος εἰκοσιτέτταρες Xen., у лакедемонян - ἐν ἑκάστῳ λόχῳ πέντη κοστύες ἦσαν τέσσαρες, καὶ ἐν τῇ πεντηκοστύϊ ἐνωμοτίαι τέσσαρες Thuc.;
4 (у римлян, лат. centuria) центурия Plut.;
5 лох (часть гражданской общины) Xen., Arst.;
6 сборище, сонм (παρθένων, γυναικῶν Aesch.);
7 стая, стадо (ἐλάφων Anth.);
8 разрешение от бремени, роды (γυναικῶν λόχους ἐφορεύειν Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

λόχος: ὁ, (λέγω Α)· Ι. ἐνέδρα, ὅ ἐστι, 1) τόπος ἐνέδρας, εἰ γὰρ νῦν παρὰ νηυσὶ λεγοίμεθα πάντες ἄριστοι ἐς λόχον Ἰλ. Ν. 277· ἐκ λόχου ἀμπήδησε Λ. 379· κοῖλος λ., ἐπὶ τοῦ δουρείου ἵππου, Ὀδ. Δ. 277., Θ. 515· οὕτω, πυκινὸς λ. Λ. 525· ξεστὸς λ. Εὐρ. Τρῳ. 533· οὕτω τὰ ἐχθρικὰ πλοῖα καλοῦνται ξύλινος λ., Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 3. 57. 2) ἡ πρᾶξις τοῦ ἐνεδρεύειν, ἐπειδὰν πρῶτον ἐσίζηται λόχον ἀνδρῶν, «ἐπὰν ἅπαξ καθεσθῇ ἐν τῇ ἐνέδρᾳ τῶν ἀνδρῶν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 285· λόχον εἷσαι, βάλλω, στήνω ἐνέδραν, Δ. 392, Ὀδ. Δ. 531· λόχῳ εἷσαί τινα, τοποθετῶ ἐν ἐνέδρᾳ, Ἡσ. Θ. 1743· λόχον ἀρτύνειν Ὀδ. Ξ. 469, λέγεσθαι ἐς λόχον Ἰλ. Ν. 277· ὡσαύτως, λόχονδε ἰέναι Α. 227· [ο στίχος Α 277 της Ιλιάδας είναι «μήτε σὺ Πηλείδη ἔθελ᾿ ἐριζέμεναι βασιλῆϊ»Ελέγχθηκε από τον κ. Λαδουκάκη και το σωστό είναι 227 αντί 277 του βιβλίου] ὁπότε κρίνοιμι ἄνδρας ἀριστῆας, ὁπόταν διαχωρίζω ἀρίστους ἄνδρας πρὸς ἐνέδραν, Ὀδ. Ξ. 217· ― τοῦτο παρ’ Ὁμήρ. ἦτο ἡ κυριωτάτη πρᾶξις τῆς πολεμικῆς τέχνης, ἴδε Ἰλ. Ν. 277 κἑξ.· ― οὕτω μετέπειτα, φύτευέ οἱ θάνατον ἐκ λόχου Πινδ. Ν. 4. 96· δεινοῖς κρυπτομένα λόχοις Ἐρινὺς Σοφ. Ἠλ. 490· τὸν εὔαγρον τελειῶσαι λόχον ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1089. β) μετὰ γεν. ἀντικειμ., λόχος θείοιο γέροντος, ὁ τρόπος τοῦ παραφυλάττειν αὐτόν, Ὀδ. Δ. 395. 3) οἱ ἀποτελοῦντες τὴν ἐνέδραν, Ἰλ. Θ. 522 (ἄνδρες ἔνθα σημαίνεται σῶμα ἀνδρῶν μελλόντων νὰ ἐπιπέσωσιν ἐξαίφνης ἐναντίον πόλεως), Εὐρ. Ἀνδρ. 1115, κτλ. β) ἔνοπλον σῶμα στρατιωτῶν ἀλλὰ μόνον πεζῶν καὶ οὐχὶ δὲ ἱππέων, Ὀδ. Υ. 49· οὕτω παρὰ Τραγ., Αἰσχύλ. Θήβ. 56, 560, Σοφ. Ο. Κ. 1371, κτλ.· καὶ ἀκολούθως μεταφ., παρθένων ἱκέσιος λ. Αἰσχύλ. Θήβ. 111· θαυμαστὸς λ. γυναικῶν, ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 46, πρβλ. 1206· ἐλάφων κεραὸς λ. Ἀνθ. Π. 9. 244. γ) παρὰ τοῖς ἱστορικοῖς συγγραφεῦσιν, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, σῶμα στρατιωτῶν ὑπολογιζόμενον εἰς 24 ἄνδρας ἐν Ξεν. Κύρ. 6. 3, 21· ἀλλ’ εἰς 100 ἐν Ἀν. 3. 4, 21., 4. 8, 15· (ὅθεν ἐν 1. 2, 25 ὁ Krüger ὑποπτεύει ὅτι τὸ ἕκαστος παρέπεσε πρὸ τοῦ ἑκατόν)· ― παρὰ τοῖς Σπαρτιάταις ὁ λόχος ἦτο τὸ τέταρτον ἢ πέμπτον μέρος τῆς μόρας (ὃ ἴδε), Ἡρόδ. 9. 53, 57 κτλ.· ― ὁ ἱερὸς λ., τὸ τῶν Θηβαίων στρατιωτῶν σῶμα, Δείναρχ. 99. 25, Πλουτ. Πελοπ. 18· καὶ ἐν Καρχηδόνι, Διόδ. 16. 80., 20. 10· ― ἡ διαφορὰ τῶν ἀριθμῶν φαίνεται ὅτι ὀφείλεται εἰς τὴν διάφορον διαίρεσιν τῶν ταγμάτων ἐν ταῖς διαφόροις τῆς Ἑλλάδος πόλεσιν, ἴδε Arnold Θουκ. 568, πρβλ. 1. 20. δ) πᾶν σῶμα λαοῦ, σωματεῖον πολιτικόν, Ξεν. Ἱέρων 9, 5, Ἀριστ. Πολ. 3. 8, 19· ἐκ τῶν ἐν τοῖς λόχοις συντελειῶν (ὅπου τὸ λόχοι φαίνεται σημαῖνον συμμορίαι), κατάλογ. παρὰ Δημ. 261. 25. ε) ἐν χρήσει πρὸς μετάφρασιν τοῦ Ῥωμ. centuria, Διον. Ἁλ. 4. 16 κἑξ.· ὅθεν τὸ λοχαγὸς χρησιμεύει πρὸς μετάφρασιν τοῦ centurio, Πλουτ. Κάμιλ. 37· καὶ λοχῖτις ἐκκλησία ἡ comitia centuriata, Διον. Ἁλ. 4. 20, κτλ.· (ἀλλ’ ὡσαύτως πρὸς μετάφρασιν τοῦ curia, καὶ λοχαγὸς = curio, ὁ αὐτ. 2. 7). ΙΙ. τοκετός, γέννα, ὡς τὸ λοχεία, Αἰσχύλ. Ἀγ. 137· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 676. ΙΙΙ. Μακεδονικός τις μὴν = τῷ Ἀττ. μαιμακτηριῶνι, Ἡσύχ.

English (Autenrieth)

(root λεχ): place of ambush, act of lying in wait; said of the Trojan horse, Il. 18.513, Od. 4.277; also of the party forming the ambuscade, Il. 8.522; and of any armed company, Od. 20.49; λόχος γέροντος, ‘means of entrapping’ the old man of the sea, Od. 4.395 .— λόχονδε: upon an ambuscade, into the ambush, Il. 1.227, Od. 14.217.

English (Slater)

λόχος ambush τᾷ Δαιδάλου δὲ μαχαίρᾳ φύτευέ οἱ θάνατον ἐκ λόχου Πελίαο παῖς (N. 4.60)

Greek Monolingual

ο (AM λόχος, Μ και λόγχος)
νεοελλ.
1. στρατ. τμήμα πεζικού του στρατού ξηράς, υποδιαίρεση του τάγματος, το οποίο διοικείται από λοχαγό
2. πολλά άτομα μαζί
3. φρ. «ιερός λόχος»
α) στρατιωτικό σώμα που καταρτίστηκε το 1821 στη Μολδαβία από τον Αλ. Υψηλάντη και το οποίο απαρτιζόταν από 500 Έλληνες σπουδαστές και διανοουμένους και εμφανίστηκε ως το πρώτο ελληνικό τακτικό στρατιωτικό σώμα, αλλά αποδεκατίστηκε πολεμώντας ηρωικά στο Δραγατσάνι τον Ιούνιο 1821
β) στρατιωτικό σώμα από 300 περίπου μαχητές, κυρίως επιστήμονες, φοιτητές και αξιωματικούς, που συγκροτήθηκε στη Θήβα και έδρασε ηρωικά κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1876-1877
γ) στρατιωτικός σχηματισμός επιλέκτων που συγκροτήθηκε κυρίως από αξιωματικούς από την ελεύθερη ελληνική κυβέρνηση στο Κάιρο και έδρασε αξιόλογα κατά την περίοδο 1941-1944
μσν.-αρχ.
1. τόπος που χρησίμευε για ενέδρα («εἰ γὰρ νῦν παρὰ νηυσὶ λεγοίμεθα πάντες ἄριστοι ἐς λόχον», Ομ. Ιλ.)
2. η πράξη του ενεδρεύω, η ενέδρα, το καρτέρι, η παγίδευση («εἷσε δέ μιν κρύψασα λόχῳ», Ησίοδ.)
αρχ.
1. ο δούρειος ίππος, ως τόπος όπου ενέδρευαν ένοπλοι («τρὶς δὲ περίστειξας κοῖλον λόχον ἀμφαφόωσα», Ομ. Οδ.)
2. τα πρόσωπα που ενεδρεύουν, στίφος ενόπλων που ενεδρεύουν, συμμορία («φυλακὴ δέ τις ἔμπεδος ἔστω, μὴ λόχος είσέλθῃσι πόλιν λαῶν ἀπεόντων», Ομ. Ιλ.)
3. ένοπλο σώμα στρατιωτών, συνήθως πεζών και σπανίως ιππέων, το οποίο δεν είχε σταθερό αριθμό σε όλους τους στρατούς («εἴ περ οἵδε κινοῦνται λόχοι πρὸς ἄστυ Θήβης», Σοφ.)
4. κάθε σύνολο προσώπων («ἴδετε παρθένων ἱκέσιον λόχον», Αισχύλ.)
5. συγκροτημένο άθροισμα πολιτών με ορισμένους σκοπούς, πολιτικό σωματείο ή εταιρεία («πρῶτον μὲν οὐ κατὰ λόχους, ἀλλὰ κατὰ φυλὰς ἐβιάζοντο γίγνεσθαι τὴν ψηφοφορίαν», Πλούτ.)
6. μτγν. σύνολο 16 ανδρών
7. απόσπασμα από 8 ελαφρώς οπλισμένους άνδρες
8. (για πτηνά) σμήνος
9. (για ζώα) αγέλη, ποίμνιο, κοπάδι
10. τοκετός, γέννα
11. φρ. α) «ἱερὸς λόχος» — επίλεκτο στρατιωτικό σώμα αποτελούμενο από 300 άνδρες, το οποίο συστάθηκε το 379 π.Χ. στην αρχαία Θήβα από τον Επαμεινώνδα και τον Γοργίδα, όταν η πόλη έδιωξε τους Λακεδαιμονίους που τήν είχαν καταλάβει
β) «ξύλινος λόχος» — τα πλοία του εχθρού
12. ονομασία ενός μήνα του μακεδονικού ημερολογίου που αντιστοιχούσε προς τον αττικό Μαιμακτηριώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα λοχ- του θέματος λεχ- του ρ. λέχομαι «πλαγιάζω, ξαπλώνω». Ο τ., που αρχικά σήμαινε τη φωλιά, τον τόπο όπου μπορεί κάποιος να κοιμηθεί, να αναπαυθεί, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τη γέννηση ενός παιδιού ή ζώου, ενώ ήδη στον Όμηρο η λ. απαντά με τη σημ. «ενέδρα, καρτέρι, παγίδα» και συγκεκριμένα με τη σημ. στρατιωτικού αποσπάσματος σε ενέδρα, από όπου στους ιστορικούς η χρήση της λ. ως στρατιωτικού όρου σημαίνει «λόχος», όπως χρησιμοποιείται και σήμερα].

Greek Monotonic

λόχος: ὁ (λέγω Α)·
I. ενέδρα, δηλ.:
1. τόπος ενέδρας, τόπος παραφύλαξης, σε Όμηρ., Ευρ.
2. η πράξη της ενέδρας, λόχον εἶσαι, στήνω ενέδρα, σε Όμηρ.· λέγεσθαι ἐς λόχον, βρίσκομαι σε ενέδρα, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν. αντικ., λόχος θείοιο γέροντος, ο τρόπος να τον παραφυλάς, σε Ομήρ. Οδ.
3. άντρες που στήνουν ενέδρα, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
4. κάθε ένοπλο σώμα στρατιωτών (μόνο πεζών), σε Ομήρ. Οδ., Τραγ.· σώμα στρατιωτών, όμιλος, σύνταγμα, σε Ξεν.· κατά τους Σπαρτιάτες, ο λόχος ήταν το τέταρτο ή πέμπτο μέρος της μόρας, σε Ηρόδ.· ὁ ἱερὸς λόχος, ιερό στρατιωτικό σώμα της Θήβας, σε Πλούτ.
5. κάθε σώμα λαού, σωματείο για πολιτικούς σκοπούς, σε Ξεν., κ.λπ.· χρησιμ. ως μετάφραση του Ρωμ. centuria, σε Πλούτ., κ.λπ.
II. τοκετός, γέννα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

λόχος, ὁ, [λέγω1]
I. an ambush, i. e.
1. a place of ambush, place for lying in wait, Hom., Eur.
2. the act of lying in wait, λόχον εἷσαι to place an ambuscade, Hom.; λέγεσθαι ἐς λόχον to lie in ambush, Il.:—c. gen. objecti, λόχος θείοιο γέροντος the way to watch him, Od.
3. the men that form the ambush, Il., Eur.
4. any armed band, a body of troops, Od., Trag.:— a body of soldiers, a company, regiment, Xen.:—among the Spartans, a λόχος was the fourth or fifth part of a μόρα Hdt.:— ὁ ἱερὸς λ. the sacred company at Thebes, Plut.
5. any body of people, a union for civil purposes, Xen., etc.:—used to transl. the Rom. centuria, Plut., etc.
II. a lying-in, childbirth, parturition, Aesch.

English (Woodhouse)

ambush, band, company, band of soldiers, body of soldiers, body of troops, collection of people, division of an army, troop of soldiers

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Wikipedia EN

A lochos, plural lochoi (Greek: λόχος lokhos, pl. λόχοι lokhoi), is a tactical sub unit of Classical Greece and of the modern Greek army. The term derived from the ancient Greek for ambush and the men carrying out the ambush, but in practice, its meaning was essentially that of "war-band", a body of armed men. This translation has been used traditionally, e.g. for the Sacred Band of Thebes.

Evolving as it did with ancient Greek warfare from that of tribal Greece to that of the Greek city-states, the lochos varied in size and organisation over time and from city state to city state, ranging in size from a single file to about 640 men. The best surviving description of the lochos is that by Xenophon in his Anabasis, however this must be taken as being illustrative of a particular time and place, that of 5th century BC Sparta, rather than being truly representative. Aelian and Arrian use the terms lochos as file and lochagos as file leader.

A lochos comprised an inconsistent number of men that could range from 8 to 16 men. Asclepiodotus offers three alternative names, namely stichos (στίχος), synomotia (συνωμοτία) and dekania (δεκανία). The file leader was called a lochagos and the file closer an ouragos. The men in the uneven rows were called protostates, among which the lochagos, and the men in the even rows epistates. Should the line perform a pyknosis (that is, close its ranks by placement of half the lochos in the interval between the original lochoi), then the epistates of the lochagos would become the promachos protostates of the newly employed file.

A half-file was called hemilochion (ἡμιλόχιον) or dimoiria (διμοιρία) and a quarter-file enomotia (ἐνωμοτία).

Wikipedia IT

Il lochos (in greco antico: Λόχος, Lòchos; al plurale λόχοι, lochoi) è una subunità tattica dell'antica Grecia e dell'esercito greco moderno. Il termine deriva da una parola greca che significava sia "agguato" che "chi compie l'agguato"; poi il significato divenne "banda armata". Questa traduzione è usata spesso, ad esempio per il battaglione Sacro di Tebe.

Mantoulidis Etymological

(=ἐνέδρα, ἔνοπλο σῶμα ἀπό ἄντρες, συνήθως 100). Ἀπό τό λέγω (1. = πλαγιάζω, κοιμίζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Lexicon Thucydideum

cohors, cohort, 1.20.3, 4.8.9, 4.43.1. 4.43.4. 4.74.3. 4.91.1. 5.67.1. 5.68.3. 5.68.35.71.3. 5.72.1. 5.72.4.

Translations

ambush

Apache Western Apache: yidáh nehedzaa; Armenian: հարձակում դարանից; Azerbaijani: pusqu; Belarusian: засада; Catalan: emboscada; Chinese Mandarin: 遇袭, 偷袭; Dutch: hinderlaag; Greek: ενέδρα, καρτέρι, χωσιά; Ancient Greek: αἴνιγμα, δόκος, ἔγκρυμμα, ἔνδοκος, ἐνέδρα, ἐνεδρεύτειρα, ἐνέδρη, ἔνεδρον, λόχος, προδοκή; Esperanto: embusko; Finnish: väijytys, ylläkkö, yllätyshyökkäys, tuliylläkkö; French: embuscade; German: Hinterhalt; Hungarian: csapda, orvtámadás; Italian: imboscata; Korean: 매복; Macedonian: заседа; Maori: urumaranga; Mongolian: отолт; Old English: sǣt; Ottoman Turkish: پوصو; Polish: zasadzka; Portuguese: emboscada; Romanian: ambuscadă; Russian: засада; Spanish: emboscada; Tarifit: anday; Turkish: pusu; Ukrainian: засідка, засада, підсі́дка